Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Τα πιο ωραία ποιήματα

    Τα πιο ωραία ποιήματα
    γράφονται πάνω στις πέτρες με πληγωμένα γόνατα
    και σκέψεις αιχμηρές από μυστήρια.
    Τα πιο ωραία ποιήματα
    γράφονται πάνω σ' αδειανή Αγία Τράπεζα,
    κυκλωμένα από τα ιερά σκεύη της θεϊκής παράνοιας.
    Έτσι, τόσο παράφορα τρελός που είσαι
    υπαγορεύεις στην ανθρωπότητα
    στίχους στασιωτικούς
    και βιβλικές προφητείες
    σαν αδερφός του Ιωνά.
    Μα στη Γη της Επαγγελίας
    εκεί που φυτρώνουν τα χρυσά μήλα
    και το δέντρο της γνώσης
    ο Θεός δεν έχει κατέβει ποτέ ούτε σ' αναθεμάτισε.
    Όμως εσύ ναι, αναθεματίζεις
    στιγμές-στιγμές το τραγούδι σου
    γιατί κατήλθες στον Άδη
    εισπνέοντας το αψέντι
    μιας κακής επιβίωσης.

    ( Alda Merini )
     
  2. Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Η Όγδοη Ελεγεία
    (ΑΠΟ ΤΗΣ ΕΛΕΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΝΤΟΥΪΝΟ)

    Με όλα τα μάτια τους βλέπουν τα πλάσματα
    το Ανοικτό. Καί μόνο τα δικά μας μάτια
    λές κι είναι ανάποδα,στραμμένα στόν εαυτό τους,
    σάν παγίδες τριγύρω στην ελεύθερη έξοδό τους.
    'Ο,τι υπάρχει έξω εκεί το γνωρίζουμε μόνο
    από του ζώου την όψη. Αφού ήδη το μίκρο παιδί
    το αναγκάζουμε απ' την άλλη να στραφεί, ώστε να βλέπει
    πίσω τον κόσμο των μορφών κι όχι να κοιτάζει το Ανοικτό,
    τόσο βαθύ που φαίνεται στων ζώων την όψη. Ελεύθερο απο θάνατο.
    Αυτόν μονόν εμείς βλέπουμε. Ενώ το ελεύθερο ζώο
    έχει διαρκώς πίσω του τη φθορά και μπρός του τον Θεό
    κι όταν προχωρεί, τότε προχωρεί αιώνια
    έτσι καθώς τρέχουν κι οι πήγες.
    Εμείς ποτέ δεν έχουμε, ούτε για μια μονάχα μέρα,
    τον αγνό Χώρο μπροστά μας, εκεί όπου τα λουλούδια
    ατέλειωτα φυτρώνουν. Γιά μας υπάρχει πάντα Κόσμος
    και ποτέ το Πουθενά το δίχως 'Αρνηση: το Αγνό,
    το Αφύλακτο, πού το ανασαίνουμε κι απέραντα το γνωρίζουμε
    κι έτσι δεν το ποθούμε. Σάν παιδί χάνεται κάποιος μέσα σ' Αυτού
    τον θηλασμό και συνταράζεται. Ή κι ένας άλλος πεθαινει

    και γίνεται Αυτό.

    Γιατί κοντά στον θάνατο, τον θάνατο πιά δεν βλέπεις,
    στο Έξω προσηλώνεσαι, ίσως με το μεγάλο των ζώων βλέμμα.
    Οι Εραστές, άν έλειπε ο ένας απ' τους δυό τους, που αλλοιώνει
    για τον άλλον τη θέα, κοντά του βρίσκονται και απορούν...
    Γιατί, σάν απο λάθος, προβάλλει γι' αυτούς το Ανοικτό
    πίσω απ' τον εραστή τους... Ομως πέρα και πίσω απ' αυτόν
    κανείς τους δεν προχωρεί κι έτσι ξανά όλα τού γίνονται Κόσμος.
    Στραμμένοι πάντα πρός την Πλάση, βλέπουμε μόνον επάνω της
    το αντικαθρέφτισμα του Ελεύθερου
    σκοτεινιασμένου απο μας. Είτε και ότι ένα ζώο
    βουβό το βλέμμα του σηκώνει κι ήρεμα μ' αυτό μας διαπερνά.
    Αυτό είναι η μοίρα: αντικρυστά να στέκεσαι,
    τιποτε έξω απ' αυτό και πάντα αντικρυστά.


    Άν μια συνείδηση όμοια με τη δική μας
    υπήρχε μές στο βέβαιο ζώο, που μπροστά μας διαβαίνει
    προς κατεύθυνση άλλη - τότε θα μας στροβίλιζε
    με τις μεταβολές του. Κι όμως για το ίδιο
    η ύπαρξή του είναι απέραντη, ασύλληπτη, δίχως βλέμμα
    για την κατάσταση του, αγνή όπως και η ματιά του.
    Κι όπου εμείς βλέπουμε μέλλον, αυτό βλέπει το Πάν,
    τον εαυτό του μές στο Πάν για πάντα λυτρωμένον.


    Κι όμως μέσα στο ζεστό κι άγρυπνο ζώο
    υπάρχει το βάρος και η έγνοια μιας θλίψης μεγάλης.
    Γιατί και σ' αυτό μένει πάντα προσκολλημένο
    ό,τι κι εμάς συχνά καταβάλλει: η Ανάμνηση,
    σαν να 'ταν κιόλας κάποτε αυτό που λαχταρούμε
    πιό κοντά μας, πιο πιστό, απέραντα ενωμένο τρυφερά
    μαζί μας. Εδώ είναι όλα Απόστασηκι εκεί ήταν Ανάσα. Έτσι, μετά την πρώτη του πατρίδα
    στο ζώο φαντάζει αυτή η δεύτερη θύελλες γεμάτη και ανέμους.
    Ώ ευδαιμονία του μικρού πλάσματος, αφού πάντα
    παραμένει μέσα στη μήτρα που το κυοφόρησε.
    Ώ τύχη καλή του κουνουπιού, που συνεχίζει εντός του
    να σκιρτά, ακόμη κι όταν ζευγαρώνει! Γιατί η μήτρα είναι το Πάν.
    Δές, τη μισή εκείνη σιγουριά μες στο πουλί,
    που σχεδόν ξέρει και τα δύο μέρη της καταγωγής του,
    λες κι είναι η ψυχή ενός απο εκείνους τους νεκρούς Ετρούσκους,
    που τον δέχτηκε ένας χώρος, σκεπασμένος όμως
    με τη γνωστή ξαπλωμένη μορφή για κάλυμμα.**
    Και πόσο σαστίζει ένα που πρέπει να πετάξει
    και προέρχεται απο μια μήτρα. Σαν απ' τον ίδιο τον εαυτό του
    τρομαγμένο, σπαρταρά και ξεσχίζει τον αέρα,
    οπως πάει κι η ραγισματιά πάνω στο φλιτζάνι. Παρόμοια
    και της νυχτερίδας το ίχνος χαράζει την πορσελάνη της νύχτας.
    Κι εμείς: παντού και πάντοτε θεατές,
    στραμμένοι προς τα πάντα, ποτέ προς τα έξω!
    Το παν μας κατακλύζει. Το βάζουμε σε τάξη - διαλύεται.
    Το ξαναβάζουμε σε τάξη - διαλυόμαστε εμείς.


    Ποιός, λοιπον, έτσι μας έστρεψε, ώστε
    ό,τι κι αν κάνουμε, παίρνουμε τη στάση κάποιου
    που όλο αναχωρεί; Όπως κι εκείνος πάνω
    στον τελευταίο λόφο, απ' όπου όλη του την κοιλάδα μπορεί
    γι' ακόμη μια φορά να δεί, όλο πισωγυρνά, σταματά κι αργοπορεί -
    έτσι κι εμείς ζούμε και πάντα αποχαιρετούμε.
     
  3. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Θάνατος Αθάνατος

    Και θα οφείλουμε να σ’ αρνηθούμε, Θεέ
    των όγκων, Θεέ του ζωντανού ανθού,
    και ν’ αρχίσουμε μ’ ένα όχι στη σκοτεινή
    πέτρα «εγώ είμαι» και να συναινέσουμε
    στο θάνατο και σε κάθε μνήμα να επιγράψουμε τη μόνη μας
    βεβαιότητα : «Θάνατος αθάνατος» ;
    Δίχως ένα όνομα να θυμίζει τα όνειρα
    τα δακρυα την οργή αυτού τού ηττημένου
    ανθρώπου απ’ τ’ ανοιχτά ακόμη ερωτήματα ;
    Αλλάζει ο διάλογος μας, γίνεται
    τώρα δυνατό το παράλογο. Εκεί
    πέρα απ’ την αιθάλη της ομίχλης, μέσα στα δέντρα
    επαγρυπνεί η δύναμη των φυλλωμάτων,
    πραγματικό είν’ το ποτάμι που πιέζει τις όχθες.
    Δεν είναι όνειρο η ζωή. Πραγματικός ο άνθρωπος
    και το ζηλιάρικο κλάμα του για τη σιωπή.
    Θεέ της σιωπής, άνοιξε τη μοναξιά.

    ( Salvatore Quasimodo )
     
  4. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Άρχισα να λέω

    Άρχισα να λέω
    «Πριν ένα τέταρτο του αιώνα»
    η «πριν τριάντα χρόνια»
    σχετικά με τη ζωή μου.
    Με αφήνει με κομμένη την ανάσα.

    Είναι σα να πέφτει κανείς
    και να ξανασηκώνεται με αδέξιες κινήσεις,
    κάνοντας κύκλους τεράστιους
    σ' έναν άδειο ουρανό.

    Το μόνο που απομένει να συμβεί,
    είναι ορισμένοι θάνατοι (του δικού μου συμπεριλαμβανομένου).
    Μόνο η σειρά τους και ο τρόπος τους,
    παραμένει ανεξακρίβωτος.

    ( Philip Larkin )
     
    Last edited: 16 Ιουνίου 2015
  5. Joyce Mansour, Κραυγές

    Το μπηγμένο καρφί στο ουράνιο μάγουλό μου
    τα κέρατα που βλασταίνουν πίσω απ’ τ’ αυτιά μου
    οι πληγές μου που δεν γιατρεύονται ποτές
    το αίμα μου που γίνεται νερό που διαλύεται ευωδιάζει
    τα παιδιά μου που στραγγαλίζω εισακούοντας τις ευχές τους
    όλα ετούτα με κάνουν Κύριό σας και Θεό σας

    Κάλεσέ με με το τελευταίο μου όνομα
    κρέμασε τα ρούχα μου στους πλανήτες στ’ άστρα
    που οι κνήμες μου χωρίς διέξοδο βαδίζουνε στη γην επάνω
    σπέρνοντας την απελπισία μου μέσα στις καρδιές των ζώων
    που οι τελευταίες μου ειδήσεις ηχούν σαν πένθιμες καμπάνες
    για να καλέσουν στη μετάνοια τους ανθρώπους

    Σ’ αρέσει να πέφτεις στο ξεστρωμένο μας κρεβάτι,
    οι παλιοί ιδρώτες μας δεν σ’ αηδιάζουν,
    τα λερωμένα, από ξεχασμένα όνειρα σεντόνια μας
    οι κραυγές μας που στο σκοτεινό δωμάτιο αντηχούνε
    όλα ετούτα ξεσηκώνουνε το αχόρταγο κορμί σου,
    το άσχημό σου πρόσωπο επιτέλους λάμπει
    που οι χθεσινοί μας πόθοι είναι όνειρα αυριανά σου

    Καθισμένη στο κρεβάτι μ’ ανοιχτές τις γάμπες
    μπροστά της ένα κύπελλο
    ψάχνοντας να φάει μα μη βλέποντας τίποτα
    η γυναίκα με τα φαγωμένα απ’ τις μύγες βλέφαρα
    βογγούσε

    Απ’ τα παράθυρα μπαίναν οι μύγες
    βγαίναν απ’ την πόρτα
    μπαίναν στο κύπελλό της
    μάτια κόκκινα μύγες μαύρες
    φαγωμένες από τη γυναίκα
    που δεν έβλεπε τίποτα

    Γυμνή θέλω να δειχτώ στα ωδικά σου μάτια
    θέλω να με δεις να ουρλιάζω από ηδονή
    που τα λυγισμένα κάτω από μεγάλο βάρος μέλη μου
    σε ανόσιες σε σμπρώχνουν πράξεις
    που τα ίσια μαλλιά της αφηρημένης κεφαλής μου
    μπλέκονται στα νύχια σου
    απ’ την παραφορά καμπυλωμένα
    που τυφλός κρατιέσαι ορθός κι αφοσιωμένος
    ξανοίγοντας από του μαδημένου μου κορμιού το ύψος

    Αφού σε προκαλούν τα στήθια μου
    θέλω τη λύσσα σου
    θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν
    τα μάγουλά σου να ρουφιόνται να χλωμιάζουν
    θέλω τ’ ανατριχιάσματά σου
    θέλω ανάμεσα στα σκέλια μου να γενείς κομμάτια
    πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα
    οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε

    Τα βίτσια των αντρών
    είναι η επικράτειά μου
    οι πληγές τους τα γλυκίσματά μου
    αγαπάω να μασάω τις χαμερπείς τους σκέψεις
    γιατί η ασκήμια τους κάνει την ομορφιά μου.
     
  6. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Μην κραυγάζετε άλλο

    Σταματήστε να σκοτώνεται τους νεκρούς,
    μην κραυγάζετε άλλο, μην κραυγάζετε.
    Αν θέλετε να τους ακούτε ακόμη,
    αν ελπίζετε πως δεν θα λιώσουν.

    Ψυθιρίζουν ανεπαίσθητα,
    δεν θoρυβούν.
    Απ' όσο το χορτάρι μεγαλώνοντας
    χαρούμενο, εκεί που δεν περνάει ο άνθρωπος.

    ( Giuseppe Ungaretti )
     
  7. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ο χρησμός

    Κρύψου στην κουφάλα
    της ιτιάς,
    οικεία ηχεί
    ως τη στιγμή που όπως πάντα
    «κούκου» φωνάζουν τ' όνομά σου
    απ' άκρη σ' άκρη στους αγρούς.
    Μπορείς να τους ακούσεις
    όπως βγάζουν τις μπάρες του φράχτη
    πλησιάζουν
    και σε φωνάζουν:
    στόμα μικρό κι αυτί
    στη δασώδη σχισμή,
    λοβός και λάρυγγας
    στους βρυώδεις τόπους.

    ( Seamus Heaney )
     
  8. Nomad

    Nomad Keyser Sose

    I want to live,
    I want to give
    I've been a miner
    for a heart of gold
    It's these expressions
    I never give
    That keep me searching
    for a heart of gold
    And I'm getting old
    Keeps me searching
    for a heart of gold
    And I'm getting old

    I've been to Hollywood
    I've been to Redwood
    I crossed the ocean
    for a heart of gold
    I've been in my mind,
    it's such a fine line
    That keeps me searching
    for a heart of gold
    And I'm getting old
    Keeps me searching
    for a heart of gold
    And I'm getting old

    Keep me searching
    for a heart of gold
    You keep me searching
    And I'm growing old
    Keep me searching
    for a heart of gold
    I've been a miner
    for a heart of gold

    Neil Young
     
  9. Andreas Gryphius
    Επιγραφή στον ναό της θνητότητας

    Πλανάσθε καθώς ζείτε / ο ολότελα στραβός δρόμος
    Δεν αφήνει κανέναν να βαδίσει ίσια. Αυτό / που ζητάτε να βρείτε
    Είναι πλάνη: πλάνη είναι / ότι μπορεί να σας δέσει τον νου.
    Ο,τι φλογίζει την καρδιά σας / δεν είναι παρά φάσμα απατηλό.

    Κοιτάξτε, φτωχοί / τι αποζητάτε. Προς τι μοχθείτε τόσο;
    Γι' αυτό / που σάρκα και ιδρώτα και αίμα / και βιός / και αμαρτίες /
    και πτώση / και καημό δεν συγκρατεί⠁ πόσο άξαφνα πρέπει να χαθεί
    Αυτό που καθίζει / όποιον το κατέχει / στου θανάτου τη βάρκα.

    Πλανάσθε καθώς κοιμόσαστε / Πλανάσθε καθώς αγρυπνάτε⠁
    Πλανάσθε καθώς πενθείτε / Πλανάσθε καθώς γελάτε /
    Καθώς περιγελάτε το ένα / και το άλλο τιμάτε.

    Καθώς τον φίλο περνάτε για εχθρό / και τους εχθρούς για φίλους /
    Καθώς περιφρονείτε την ηδονή / και προκρίνετε την οδύνη απ' την λαγνεία /
    Ώσπου ο θάνατος που θα βρείτε / να σας λυτρώσει από την πλάνη.
     
  10. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ο καθρέφτης

    Μισόφωτο στην αίθουσα
    μονάχος
    άγνωστο τι γυρεύοντας
    κοιτάζω
    τεράστια κάδρα γύρω μου
    πορτρέτα
    νεκρών παιδιών
    και πένθιμα τοπία
    τόπων αγνώστων ή
    λησμονημένων.

    Τέλος διακρίνω τον
    βαθύ καθρέφτη
    καθώς τεράστιο κάδρο δίπλα στ’ άλλα
    και μέσα εκεί
    παιδί
    τον εαυτό μου
    στη μέση μιας απέραντης ερήμου
    κρατώντας θυμιατήρι και λαμπάδα.

    ( Ορέστης Αλεξάκης )
     
  11. aethereal

    aethereal Guest

    Επιτέλους

    Κάθομαι εδώ
    μέσα στη μαύρη νύχτα
    καθώς καταφθάνει ένα ακόμα ποίημα
    και λέει: περίμενε, στάσου,
    δες με να κόβω βόλτες όλο καμάρι
    πάνω στη σελίδα γράμμα γράμμα
    σαν τις γάτες σου
    πάνω στο καπό του αυτοκινήτου σου.
    δες με, να ‘μαι πάλι
    στο δρόμο για το Μέξικο και Ιάβα
    ή μέσα στο στομάχι σου.
    περίμενε λίγο ακόμα
    γι’ αυτό υπάρχουν κάτι τέτοιες νύχτες
    για μένα
    για να σε ελέγχω
    να σε κρατάω αιχμάλωτο
    εκεί μπροστά
    εκεί στην οθόνη που αστραποβολά.
    Θα κάνεις ό,τι θέλω εγώ
    γιατί εγώ σε γράφω
    όχι εσύ εμένα.
    πάντα έτσι ήταν.
    πάντα έτσι θα ‘ναι.
    είμαι το τελευταίο ποίημα της νύχτας
    κι ύστερα
    όταν θα κοιμάσαι στο διπλανό δωμάτιο
    μες το σκοτάδι
    θα με ξεχάσεις
    θα ξεχάσεις τα πάντα.
    εσύ με το ηλίθιο στόμα σου ανοιχτό
    θα ροχαλίζεις
    θα κοιμάσαι βαριά
    κι εγώ θα είμαι εκεί
    θα περιμένω, αθάνατο
    κι όταν πεθάνεις
    και κοκκινίσει ο μαύρος ουρανός
    για χάρη σου
    -μια τελευταία φορά-
    τα ηλίθια κόκαλά σου
    δεν θα ‘ναι πια
    παρά μονάχα σκόνη
    ενώ εγώ θα συνεχίσω να ζω.

    (Charles Bukowski)
     
  12. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Μαρίνα

    *Quis hic locus, quae regio, quae mundi plaga?


    Ποιες θάλασσες και ποιες ακτές, ποια γκρίζα βράχια ποια νησιά
    και ποια νερά γλείφουν την πλώρη
    ποιου πεύκου άρωμα ποιο χελιδόνι τραγουδάει απ' την ομίχλη
    και ποιες εικόνες επιστρέφουν
    αχ κόρη μου.

    Kείνοι που ξύνουνε το δόντι του σκύλου, δείχνοντας
    θάνατο
    κείνοι που αστράφτουνε περήφανοι σαν το κολίμπρι, δείχνοντας
    θάνατο
    κείνοι που μένουνε στο χοιροστάσιο της ικανοποίησης, δείχνοντας
    θάνατο
    κείνοι που ζουν την έκσταση του ζώου, δείχνοντας
    θάνατο

    γινήκαν άυλοι, τους πήρε μια πνοή του αγέρα,
    μια ανάσα πεύκου, κι η καταχνιά του τραγουδιού του δάσους
    τους σκόρπισε με μιας τούτη η ευλογία.

    Ποιο είναι αυτό το πρόσωπο, λιγότερο ξεκάθαρο και πιο ξεκάθαρο
    ποιος ο σφυγμός στο χέρι, λιγότερο ζωηρός και πιο ζωηρός―
    δώρο ή δάνειο; πιο πέρα από αστέρια και πιο δω από τα μάτια
    ψίθυροι, γέλια πνιχτά ανάμεσα στα φύλλα και ποδοβολητά
    μέσα στον ύπνο, εκεί που ενώνονται όλα τα νερά.

    Ξύλα σκασμένα από τον πάγο και μπογιά σκασμένη από τη ζέστη.
    Eγώ το 'κανα, το 'χα ξεχάσει
    και το θυμάμαι.
    Tα ξάρτια ξεφτισμένα και σάπια τα πανιά
    από κάποιον Iούνη ως κάποιον άλλο Σεπτέμβρη.
    Tο 'κανα, χωρίς να το ξέρω, χωρίς συναίσθηση, χωρίς να με ξέρουν, δικό μου.
    Tο αμπάρι μπάζει νερά, κι οι αρμοί θέλουνε καλαφάτισμα.
    Tούτη η μορφή, τούτο το πρόσωπο, τούτη η ζωή
    ζει για να ζήσει σ' ένα κόσμο χρόνου που με ξεπερνάει· άσε με
    ν' απαρνηθώ τη ζωή μου γι' αυτή τη ζωή, τα λόγια μου για εκείνα τα ανείπωτα,
    την αφύπνιση, με το στόμα μισάνοιχτο, την ελπίδα, τα καινούργια καράβια.

    Ποιες θάλασσες και ποιες ακτές, ποια ακατάλυτα νησιά προς το σκαρί
    ποιο χελιδόνι με καλεί απ' την ομίχλη
    κόρη μου.

    --------------------------

    * Ποιος τόπος είναι αυτός, ποιο βασίλειο, ποιες ακτές ποιου κόσμου?

    ( T.S. Eliot )
     
    Last edited: 22 Ιουνίου 2015