Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     




    Εμείς, εδώ
    στη Μεγάλη Μοναξιά
    συζητούμε για σένα
    κατεβήκαμε απ’το όνειρο
    μ’ένα κομμάτι ουρανό
    και γίναμε μια δρασκελιά φωτός
    στο μαύρο χώμα

    Σφυροκοπάει το μάταιο
    τη ζωή στις φλέβες μας
    αγγίζουμε τα νιάτα στη σάρκα
    και γίνεται χρόνος
    και χάνεται

    λαμποκοπάει το μέταλλο του πόνου
    παίρνει κεφάλια κάθε μέρα
    κάθε λεπτό
    ο Λήσταρχος που φλέγεται από πόθο
    για το χαμόγελό μας

    φωτιά και ύαινες
    και άρπαγες και οιμωγές
    και στερεώματα οργωμένα από βλέμματα
    και προσευχές ιερές
    κατάρες, φονικά
    και αγκαλιές σαν ξέφωτα ήλιου

    πλούσιο το τραπέζι μας…

    Εμείς, εδώ
    στη Δριμιά Ανάγκη
    κάθε πρωινό συνωμοτούμε
    κι εργαζόμαστε
    το θάνατό σου

    και κάθε βράδυ
    σε γιορτάζουμε
    κάνουμε έρωτα τον Έρωτα
    και απλωνόμαστε

    και το Όνειρο εκείνο
    όνειρο κάνουμε
    και μέσα του ξεχνιόμαστε…D.P.
     
  2. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     


    Να ακεραιωθείς…
    Να μην φοβηθείς…
    Να μην κερματιστείς…

    Αλλά να μην πάψεις να δέχεσαι…

    Να πυργωθείς
    Πάνω απ’το αίμα
    Να μην δωρίσεις στο εγώ
    Το ακριβό σου σπέρμα
    Να μην κλειδωθείς στο ενδέχεται

    Αλλά να εμπειρωθείς
    Τη φυσικότητα του ρυθμού σου…

    Κι από το Αχανές να κλέψεις
    Μονάχα όσα σου στερούν
    Την δίψα για ολότητα…D.P.
     
  3. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     






    Κάποτε περπάτησα δίπλα στον Άνεμο.
    Και ο Άνεμος είχε ανθρώπινη φωνή και μου είπε:

    Βρίσκομαι μέσα σε κάθε τι
    και κάθε τι με περιέχει
    είμαι εκείνο που πλημμυρίζει το κενό
    και το κενό δεν με περιέχει
    Φουσκώνω τα στήθια της σκέψης
    και απλώνομαι στα ύστατα της Νύχτας
    αόρατος είμαι
    βλάσφημος δηλαδή
    στα μάτια του Πεπερασμένου
    μα τίποτα δεν μπορεί να με αναλώσει
    γιατί αόρατος είμαι
    κι έτσι ανύπαρκτος
    για κείνους που θέλω να στοιχειώνω...



    Κάποτε κοιμήθηκα μαζί με τη Φωτιά
    Και η Φωτιά είχε ανθρώπινη φωνή και μου είπε:

    Είμαι η δίψα του Σύμπαντος
    η λαγνεία της Δημιουργίας
    Είμαι το εκζητούμενο των φιλοσόφων
    και η άπιαστη ροή της ιστορίας
    είμαι μια ηλικιωμένη θεά που αμετανόητη πυρώνει
    τα όνειρα των ποιητών
    τη μοναξιά των πολεμιστών
    Το ιερό φετίχ των αγαπημένων
    το σάβανο των ανίερων επικλητών μου
    κι έχω θεριέψει στις ψυχές των όντων
    κι έχω λατρευτεί γιατί'μαι Αθάνατη!...



    Κάποτε φιλοξενήθηκα στον Οίκο της Νόησης
    Και η Νόηση είχε ανθρώπινη φωνή και μου είπε:

    Χιλιάδες και εκατομμύρια σπείρες από Ατόφια Ενέργεια
    Χιλιάδες και εκατομμύρια περιδινήσεις από Λευκό και Κυανό
    Χιλιάδες και εκατομμύρια στοιβάδες από Πυρ και Εξέλιξη
    Είμαι...
    Τίποτε δεν μπορεί να με αγγίξει
    και γεννιέμαι συνέχεια
    τίποτε δεν μπορεί να με ακυρώσει
    και εκλεπτύνομαι αέναα
    τίποτε δεν μπορεί να με οραματιστεί
    έχω τα κλειδιά του Άμορφου
    Ως και ο Χρόνος πάλεψε να με ορίσει:
    Στη σύλληψη
    μια αιωνιότητα
    Στη μόρφωση
    μια ανθρώπινη ζωή
    Στην ηδονή
    μια νύχτα από πυρετούς
    Στην αθανασία
    μια στιγμή μονάχα
    με φυλακίζουν οι διανοητές
    κι εγώ δραπετεύω
    με σαγηνεύουν οι ικέτες στοχαστές
    κι εγώ τους προδίδω
    και στον Έρωτα του Θεού παραδίνομαι...



    Κάποτε διδάχθηκα από τον Φόβο
    Και ο Φόβος είχε ανθρώπινη φωνή και μου είπε:

    Κάτι απ'την κατάρα που λες
    κι εγώ ευλογία
    κάτι απ'την απουσία ζωής που αισθάνεσαι
    κι εγώ στην επιστρέφω
    σαν ώριμη, γενναία ανταρσία
    κάτι απ'τη μικρότητα που χλευάζεις
    κι εγώ την χτίζω κάθε μέρα με ελευθερία
    μη διστάσεις να γευτείς
    γιατί κι άλλο όνομα έχω.....D.P.
     
  4. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     


    Σε κείνο το παλιό σου όνειρο
    Θυμάσαι;
    Στεκόσουν στο μικρό αίθριο
    Σε μια στάση ιερής από-στασης
    Απ’ό,τι ψηλαφείται
    Απ΄το νου…

    Τον περίμενες

    Ο ουρανός έπεφτε κομμάτια
    Σαν αρχαία σιωπή
    Πρώτα γινόταν μια μαύρη θύελλα από ρόδα
    Που κλείναν τους ορίζοντες
    Και σχημάτιζαν παράξενες σκεπτομορφές
    Από τους μύστες των αιώνων
    Κι ύστερα βροχή, τόσο πυκνή
    Που σου πονούσε τη σάρκα…

    Δεν φοβόσουν
    Μονάχα άνοιγες το στόμα σου
    Να πιεις…

    Σε κείνο το όνειρό σου
    Κείνος που σε κλείδωσε
    Ανάμεσα σε γη και ουρανό
    Σου αρνιόταν τη φυγή
    Τον περίμενες!
    Θα ερχόταν, το ήξερες
    Μέσα από τον αλάστορα Χρόνο
    Να σε διατρήσει
    Ως τα μύχια έγκατά σου
    Να σε αλώσει
    Να σε ενώσει με το Άρρητο…

    Τον περίμενες
    Και έπινες αχόρταγα
    Με δίψα ασίγαστη
    Έπινες την Αλήθεια…

    Εκεί σε βρίσκω
    Πάντα…
    Να στέκεις
    Βαφτίζοντας το κάθε τι
    Ξανά και ξανά
    Μεθοκοπώντας
    Ονοματίζοντας τα πάντα
    Ένα προς ένα τα σώματα
    Και τις υπάρξεις…D.P.
     
  5. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     


    Στήθος
    Το σταχτί δεν θα ζήσει
    άλλο δε θα τυραννήσει το φως
    εκείνο που γεννιόταν απ’τη σκιά του Νάρκισσου…
    αν ήσουν ένα κατάλευκο ρόδο
    θα σε αρνιόμουν

    Το σκοτάδι θα εκλείψει
    ο Περσέας βγήκε απ’το κατώφλι του νου
    και η Μέδουσα κοιτάζει τον εαυτό της
    και αφανίζεται
    αν ήσουν ένας απόστατος κρίνος
    θα σε αγνοούσα

    Το αγόρι εισέρχεται στο Ναό
    με το δεξί του χέρι λαβωμένο
    έχει δυο μάτια άπληστα
    και ένα σκισμένο τετράδιο ποιημάτων
    στον κόρφο του
    και του σιγοτρώει την καρδιά
    κάθε μέρα
    εδώ
    στο βωμό θα το αφήσει
    και θα επιστρέψει το αίμα του
    στις φλέβες
    αν ήσουν ένα κλεμμένο βλέμμα
    θα σε εξόριζα
    στο Νότιο σύνορό μου


    είσαι ένας επαναστάτης ήλιος
    και σε φιλοξενώ

    στο στήθος

    για να με καις…
    D.P.
     
  6. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     






    Σε αυτή τη διάσταση που έχει κατισχύσει η σιωπή, όλα εργάζονται πια ένα αλλόκοτο φως. Κι αυτή αναδεικνύεται και πάλλεται ως η μοχθηρή ομορφιά τους. Καθώς τούτη η σιωπή δεν μοιάζει με καμιά άλλη που γνώρισε ποτέ έλλογο ον, είναι ταυτόχρονα δεσμός και ελευθερία, νόσος και θεραπεία, οίηση και ταπεινότητα. Σε τούτη τη διάσταση που τρόμος του κενού έχει αντικατασταθεί μέσα από μια μετουσίωση και μεταστοιχείωση σε τρόμο της απουσίας του κενού, όλα μοιάζουν να συνομιλούν με όλα. Συνομιλούν όμως μονάχα μέσα στον πανικό της φανέρωσής τους. Και η φανέρωσή τους, μέσα σε αυτό το αλλόμορφο φως που δεν είναι λευκό αλλά υποκρίνεται θαυμάσια τη λευκότητα και την ενδύεται χωρίς καμιά ενδοστρέφεια αλλά με την πεποίθηση και την βεβαιότητα του θριαμβευτή, ανάβει και σβήνει, έρχεται και φεύγει, απλώνεται και συρρικνώνεται. Διαρκώς. Σε μια ατελεύτητη διαλεκτική του κενού και της απουσίας του κενού.

    Κανείς δεν θα γνωρίζει σε λίγο ποιο είναι τι και πώς γεννήθηκε το κάθε τι. Αυτός είναι ο υπέρτατος τρόμος. Να απολέσεις όλες τις αναφορές σου.

    Κι αυτή είναι η ύστατη και υπέρ-ύστατη ελευθερία. Να ελευθερωθείς από τις αναφορές σου.

    Και κανείς δεν θα μάχεται πια σε λίγο για τις πτυχώσεις του Αχανούς που κάποτε ρυτίδωναν την ύπαρξη με ρίγη ομορφιάς. Ομορφιά θα είναι πια το απόλυτο κενό.

    Και κανείς δεν θα μπορεί να δει αλλιώς, να θαυμάσει αλλιώς, να απορήσει αλλιώς, να ερωτευτεί αλλιώς, να πεθάνει αλλιώς.

    Άλλωστε ο θάνατος θα είναι σε πλήρη συμφωνία με την μεταξίωση των αξιών και την εγκαθιδρυμένη και ιερή και όσια κενότητα, η πλήρης και απόλυτη και οντική κατάφαση πως ο τρόμος του κενού αφανίστηκε.

    Και τίποτε δεν μπορεί να πλημμυρίσει τον χώρο και τον χρόνο άλλο από το κενό.

    Και τα πάντα, το κάθε τι ξεχωριστά μα και όλα σε μια αρμονική συμφωνία, θα ανασαίνουν ελεύθερα, ηδονικά, στους λυγρούς αιώνες που αργοσέρνονται, την υπο-μηδαμινότητά τους… την ασημαντότητά τους, την ουδενότητά τους… την ανυπαρξία τους… την υπέροχη και όλβια και λιπαρή ανυπαρξία τους...D.P.
     
  7. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     


    Παραξενα αεχιπελαγη.....

    Έρχομαι εδώ
    Από μακρινές
    Παράξενες θάλασσες
    Είδα τόσα πολλά
    Που δεν ορίζονται ακόμη
    Κι από το πιο φιλόδοξο στερέωμα
    Ανθρώπους ‘διαφορετικούς’
    Ανθρώπους άδειους
    Ανθρώπους μαγικούς
    Λαούς και τόπους
    Συναρπαστικούς
    Αν ξεκινούσα να ιστορώ
    τέλος η διήγηση δε θα’χε…
    Έρχομαι ξανά
    Από τις βόρειες θάλασσες
    Που στα άπειρά τους βάθη
    Λένε
    Ζουν τα θηριώδη κτηνη
    Και στο άκουσμά τους μόνο
    Τρομοκρατούνται ως και οι απόγονοι
    Των Βίκινγκς
    Στα φοβερά πλοκάμια τους
    Τσακίστηκαν πλοία περήφανα
    Στις σκοτεινές σπηλιές τους
    Αναπαύονται αμέτρητοι σκελετοί
    Γενναίων ναυτικών…
    Έρχομαι πάλι
    Από τα παράξενα, ωκεάνια αρχιπελάγη
    Είδα τόσα και βίωσα
    Που δεν χαρτογραφούνται από Κολόμβους εκατό
    και χίλιους Μαγγελάνους
    Ανθρώπους όμορφους
    Ανθρώπους γελαστούς
    Κι είδα ακόμη
    Παιδιά με βλέμμα μελαγχολικό
    Γέροντες αγριεμένους από τη μοναξιά
    Γυναίκες που ρήμαξε η σιωπή
    Ανθρώπους είδα ‘διαφορετικούς’
    Και τόσο ίδιους…
    Έρχομαι πίσω
    Από τις παγωμένες θάλασσες
    Και έχω μαζί μου ένα πλούτος
    Από χρώματα
    Από γέλια
    Από κλάματα
    Από σπαραγμό
    Από αηδία…
    Έρχομαι πίσω
    Από τις μυθικές ακρογιαλιές
    Των Υπερβορείων
    Ρούφηξε η ματιά μου
    Τοπία πανέμορφα
    Βουνά ομιχλώδη
    Και λίμνες μαγικές
    Κι ακόμα είδα
    Κλειστά παράθυρα
    Κλειστές ψυχές
    Το φόβο για το θάνατο
    Το φόβο για το Άπειρο
    Την τρομερή παγκόσμια δίψα
    Των ανθρώπων
    Για ένα άγγιγμα
    Για ένα φιλί
    Την σκιά στο βλέμμα του πατέρα
    Που θάβει το παιδί του
    Τη σιωπή, το άχρονο
    Στο πρωινό ξύπνημα του ήλιου
    Πάνω από το καθημερινό άδικο…
    Γύρισα πίσω
    Από την Θούλη των Αποκρυφιστών
    Κι έχω μαζί μου ένα θησαυρό ατίμητο
    Δυο λέξεις πάνω σ’ένα κίτρινο χαρτί
    Καλό ταξίδι
    Ένα αγχωμένο σ’αγαπώ
    Πάνω στα χείλη μου
    Κληρονομιά του αρχαίου ρίγους
    Στα μυθικά αρχιπελάγη των μοναχικών ψυχών
    Όσων ακόμη επιμένουν
    Να χαράσσουν θύελλες με το στεναγμό τους
    Ανέμους να πλέκουν με τον σάρκινο αργαλειό
    Της νιότης που εξαγόρασαν
    Για ένα χωράφι ήλιο
    Της φρίκης του μοναδιαίου ανύσματος
    Που πάντα δείχνει το ίδιο τέλος
    Για όσους
    Έχουν το βλέμμα να αντέχει ακόμα
    Και τη ψυχή
    Να το στερεώνει
    Με την υπέροχη ψευδαίσθηση της ζωής…D.P.
     
  8. dina

    dina Σκλαβα της Brt Contributor

    "Παρακαλούνται όσοι δεν αγάπησαν ποτέ και κανέναν να υποκριθούν έστω ένα αίσθημα παρεμφερές. Μπορεί μια μέρα να παράξουν και ένα αυθεντικό που θα τους σώσει από την ξηρασία που τους απειλεί...

    ...Έναν ερωτα παρακαλώ.
    Διπλό. Χωρίς πάγο. Σκέτο.
    Να μου κάψει τη συνείδηση.
    Σώμα να απομεινω.
    Ασήμαντο.
    Μωρός εαυτός.
    Άγνωστος.
    Άλλος."

    Τ. Τζανατος
     
  9. Μαύρη Ντάλια

    Μαύρη Ντάλια Η μόνη ανωμαλία είναι η ανικανότητα να ερωτευθείς.

    ''ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ''
    Η μυρωδιά
    απ’ το κορμί σου
    ένας τσακισμένος χάρτης
    για τις ποταπές διαδρομές
    του άλλου μου εγώ,
    οδηγός
    σ’ ένα ταξίδι αγιάτρευτο,
    ένα χάρτινο πλοίο
    για να διασχίσεις την έρημο,
    η μυρωδιά απ’ το κορμί σου
    στα άβατα του μυαλού μου
    και τ’ απροσπέλαστα,
    μεθυστικό να αγαπάς
    ό,τι θα σε σκοτώσει,
    ένα άυλο λάβαρο
    για τον εορτασμό του χαμού μου,
    ένας εαυτός
    δισυπόστατος
    για το χατίρι της ζωής και του Άδη
    ξοδεύεται αχόρταγα
    στα προσκυνήματα του πόθου σου,
    ένα κορμί
    δικαιωμένο από λαγνεία αβάσταχτη,
    να σκίζονται οι αχτίδες της ημέρας
    να παίρνουν φωτιά
    στα ατοπήματα των προσταγών σου,
    μια υποταγή ταπεινωτική
    σ’ ένα λάθος
    που την ευτυχία χάλασε,
    μια πληρωμή ακριβή.

    Η ευωδία του κορμιού σου
    ένας χάρτης για τον Άδη μου,
    ένα φιλί απαγορευτικό
    και είμαι ήδη στην κόλαση. Χρυσάνθη Ιακώβου
     
  10. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     



    Η ημέρα
    Ο άνθρωπος με το ανεξιχνίαστο βλέμμα ήταν υπερήφανος που είχε την ημέρα. Καμάρωνε για τούτο το έργο, το ολόδικό του. Μοιάζει με την ανάσα μου, σκεφτόταν. Η ημέρα είναι το δικό μου έργο, είναι αληθινό, είναι η δημιουργία μου. Και με το πιο πλατύ χαμόγελο που θα μπορούσε να αντέξει το πρόσωπό του, αποφάσισε να αποδράσει σ’αυτήν.

    Η ημέρα του θα ξεκινούσε κάπως μελαγχολικά. Θα επισκεπτόταν ένα μνήμα.

    Ήρθα να σου μιλήσω πατέρα, είπε δυνατά. Ήρθα να σου μιλήσω για τον παιδικό μου ήλιο, για την εφηβική μου άνοιξη, για το χειμώνα της ενηλικίωσής μου. Τι απόγιναν εκείνα τα βράδια που μοιραστήκαμε τα όνειρά μου; Τι απόγιναν εκείνες οι βόλτες κάτω απ’τον ήλιο της ωρίμανσής μου; Τι απόγιναν εκείνα τα πρωινά στη θάλασσα του φόβου; Δεν έχω εκείνο το βλέμμα πια πατέρα. Όμως, έχω κάτι σπουδαίο και ήρθα να στο πω. Έχω πια την ημέρα. Την πρώτη αληθινή, δική μου. Και ήρθα με ένα χαμόγελο να στο πω. Στο αφήνω τούτο το χαμόγελο εδώ και φεύγω για να τη ζήσω.

    Η επόμενη στάση του ήταν ένας βράχος, δίπλα στη θάλασσα. Κάπου εδώ έχω ξεχάσει εκείνο το βλέμμα μου, είπε και άρχισε να ψηλαφεί το βράχο. Ύστερα από λίγα λεπτά, χαρούμενος για την επιτυχία της αναζήτησης, κάθισε στο μικρό βράχο και σιωπηλός μίλησε στη θάλασσα.

    Δεν με ξεγελάς με το απέραντό σου αδελφή μου. Έχεις φωλιάσει στο γνόφο του Αγνώστου και μονάχα οι ποιητές μπορούν να σε διαβάσουν. Κρύβεσαι όσο μεγάλη κι αν είσαι. Είσαι άγνωστη, μυστηριώδης αλλά δεν είναι εκεί η γοητεία σου. Οι ποιητές μοιάζουν με τα μικρά παιδιά, νομίζουν πως συντονίζονται με την αναπνοή του κόσμου. Εσύ όμως ξέρεις, τίποτε απ’αυτά δεν είναι αληθινό. Μονάχα τούτη η ημέρα είναι αληθινή και δεν θα μοιραστώ το βλέμμα της μαζί σου. Γιατί εσύ ξέρεις μονάχα να κλέβεις τα βλέμματα. Όμως, εγώ βρήκα εκείνο που αναζητούσα και σε αφήνω τώρα.

    Κάποια στιγμή, βρέθηκε σε μια παγωμένη περιοχή του κόσμου. Σε μια φιλόξενη, ζεστή γωνιά, επισκέφτηκε τη φωλιά δυο λύκων που προστάτευαν τα τρία μικρά τους. Ο αρσενικός αντιλήφθηκε την παρουσία του και αντέδρασε με ένα απαλό γρύλλισμα. Η θηλυκιά έδειξε προς στιγμή τα δόντια της αλλά σύντομα παραμέρισε και άφησε τον άνθρωπο με το ασύνορο βλέμμα, να πλησιάσει τα μικρά που είχαν κουρνιάσει δίπλα της.

    Για σας ήρθα ως εδώ αδέλφια μου. Για σας. Είστε η υπόσχεση μιας υπέροχης ζωής και το ανυπότακτο και ανεξημέρωτο της φύσης σας μου ταιριάζει όσο τίποτε άλλο. Ήρθα να σας αφηγηθώ τη ζωή μου. Θα μείνω και θα μεγαλώσω μαζί σας. Όσο η ημέρα μου να φτάσει στο μεσουράνημά της, όσο η αναπνοή μου να γίνει αξεχώριστη με τη δική σας, όσο η καρδιά μου, θα αντέχει να στοχάζεται τη θνητότητά σας.
    Κι ήρθε το μεσημέρι και αποφάσισε να εγκαταλείψει την οικογένεια των λύκων. Και μετά, έφτασε σε έναν οικισμό ψαράδων, σε κάποιο άγνωστο, απόμακρο νησί της Γης. Κάθισε να γευματίσει με μια πολυμελή οικογένεια σε μια ταπεινή καλύβα, πάνω απ’τη μελαγχολική θάλασσα. Ο πατέρας μιλούσε σε μια ακατάληπτη γλώσσα και συχνά γελούσε. Η μητέρα καθόταν σιωπηλή και έτρωγε από το κοινό μεγάλο βαθύ πιάτο. Τα έξι παιδιά, καθισμένα το ένα στριμωγμένο δίπλα στο άλλο, δεν αντιδρούσαν. Μονάχα το μικρότερο, ένα όμορφο κοριτσάκι, είχε στυλώσει το βλέμμα του στον άγνωστο επισκέπτη και δεν έτρωγε.

    Για σένα ήρθα μικρή μου αδελφή. Για σένα. Ήρθα λοιπόν, να ξέρεις, ως εδώ, γιατί ήθελα να συνομιλήσω με το απροσδόκητο, με το νημερτές, το αείρροο… κάποτε θα αναζητήσεις κι εσύ το δικό σου βλέμμα αδελφή μου, θα το αναζητήσεις με πάθος… σου εύχομαι να έχεις τη φωτιά από τα ηφαίστεια της Μάνας και την ευρύτητα του Ωκεανού που θρέφει την οικογένειά σου. Εσύ είσαι όλοι οι άνθρωποι, αυτό να ξέρεις κι όταν στρέψει κάποιος το σκληρό του βλέμμα πάνω στο δικό σου Αχανές, να ξέρεις, κι αυτός εσύ είσαι … και δεν θα σκληρύνει η καρδούλα σου…

    Ήταν κιόλας απόγευμα. Ο άνθρωπος με το Αχανές στο βλέμμα του, βιαζόταν. Έφτασε στα πέρατα του κόσμου, σε μια απόκρημνη κατάξερη βραχοσειρά που την είχε ψήσει ο ήλιος και κάθισε έξω από τη φωλιά ενός αετού. Υπήρχε ένας νεοσσός εκεί που τον υποδέχτηκε κουνώντας τα αδύναμα φτερά του και άνοιξε το στοματάκι του. Ελάχιστα μετά, ακούστηκε το φτερούγισμα του πατέρα του που ερχόταν να το ταΐσει. Η μάνα το είχε αφήσει μόνο του για λίγο, θα το τάιζαν εναλλάξ για καιρό ακόμα. Ο πελώριος, πανέμορφος αετός κάλυψε με τις φτερούγες του τη θέα του μικρού και από το ράμφος του κρεμόταν ένα διαμελισμένο ζωάκι. Άρχισε να το κόβει σε κομματάκια και να το χώνει στο ορθάνοιχτο στόμα του μικρού που έκρωζε τρισευτυχισμένο. Ο άγνωστος με το βλέμμα του Απείρου χαμογέλασε.

    Ήρθα για σένα μικρέ μου αδελφέ. Κάποτε θα ορίζεις με το πέταγμά σου όλο το στερέωμα. Μα τώρα, δεν το ξέρεις, τώρα είσαι αναπαυμένος στις φροντίδες του βασιλιά πατέρα σου. Κι όμως, μπορείς να μ’ακούσεις. Θέλω να σου αφηγηθώ τη ζωή μου και δεν έχω πια άλλο χρόνο. Όταν θα μεγαλώσεις και το ανάπτυγμα των φτερών σου καλύψει τις φαντασιώσεις των βάρδων της νύχτας, τότε θα ακούσεις τη φωνή μου… θα με καταλάβεις, θα το αφηγηθείς κι εσύ στο στερέωμα που θα δονείται από τις ιαχές σου…

    Η ημέρα τελείωνε και θλίψη γέμισε την καρδιά του ανθρώπου. Πριν επιστρέψει, έπρεπε να πάει κάπου ακόμα.

    Ήταν ένα συνηθισμένο, μικρό διαμέρισμα κι ένα συνηθισμένο υπνοδωμάτιο. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ξαπλωμένη. Κάτωχρη, σιωπηλή, έτοιμη για το ταξίδι της. Στο προσκεφάλι της ένας άντρας της κρατούσε το χέρι. Είχε την ηλικία της ίσως λίγο μεγαλύτερος και τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και πρησμένα. Είχε έναν απαλό, εσωτερικό λυγμό που του έφερνε μια μικρή δύσπνοια. Το οστεώδες, μικρό χέρι της γυναίκας ήταν χωμένο στο μεγαλύτερο δικό του και εκείνος το έτριβε με άπειρη τρυφερότητα ενώ που και που το έπλενε με τα δάκρυά του.

    Για σένα ήρθα αδελφή μου, είπε ο άνθρωπος με το Πρώτο Βλέμμα στα μάτια του και είχε ένα παράξενο φως στο πρόσωπό του. Για σένα και τη μοναξιά που κληροδοτείς. Τη μοναξιά που κληρονόμησες κι εσύ κάποτε. Κι όμως, δεν ήρθα να σου πάρω τον πόνο γιατί δεν το έχεις ανάγκη. Ήρθα για να σου αφηγηθώ τις τελευταίες μου ενοράσεις για το Απόλυτο και να ζεστάνω την καρδιά εκείνου που σε λατρεύει και υιοθέτησε το λυγμό σου και τον ανασαίνει τώρα. Οι νύχτες του πια θα είναι απέραντες σαν τις ερήμους της Γης και ο ήλιος δεν θα ανατείλει ποτέ πια. Όμως, έχεις φροντίσει να μην αδικήσει το χρόνο που του απομένει με τον αιώνιο θρήνο για το μάταιο του βίου. Ετοίμασες ένα υπέροχο δείπνο αναμνήσεων για κείνον και να το ξέρεις, από τούτο το φαγητό, δεν θα χορτάσει ποτέ του.

    Ήταν ώρα να επιστρέψει.

    Αρπάχτηκε από το φεγγάρι που συνόδευε τα βήματά του, έκλεισε κάτω απ’τη μασχάλη του το μικρό σακίδιο με τα άχρονα όνειρά του, πήγε στο μικρό παρκάκι που είχε την πρώτη ανάμνηση της σάρκινης πορείας του στον κόσμο, ξάπλωσε σε ένα μοναχικό παγκάκι, έβαλε το σακίδιο κάτω απ΄το κεφάλι του και με το ομορφότερο χαμόγελο που θα μπορούσε να αντέξει το πρόσωπό του, αποκοιμήθηκε.D.P.
     
  11. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     





    Σήκωσε το φως
    όλο το μολυσμένο έρεβος
    ν’αποκαλύψει ένα παλάτι
    από στοιχειωμένα χτες
    τυχοδιώκτες κόκκοι από άστρα
    πυρήνες ήλιοι
    πεθαμένοι από αιώνες
    χορεύουν ξεδιάντροπα
    μπροστά στα μάτια μου
    ακούω τον συριγμό της νύχτας
    ακούω το λιπαρό φως
    το ρίγος απ’το αείποτε
    που στερεώνει δοκάρια
    σε μια ξεδοντιασμένη οροφή ονείρων
    πάνω απ’το κεφάλι μου
    δεν βλέπω πια
    δεν υπακούω στο Εν
    δεν με αφορά η σωτηρία
    η απώλεια
    το τράνταγμα οστών αγίων
    ή ληστών
    που έχουν σκουριάσει πια
    που έγιναν φωλιές
    για ανταύγειες κίβδηλες
    Σήκωσε ράθυμα ο ήλιος
    όλο το κλειδωμένο χτες
    κι εγώ στηρίζω με την πλάτη μου
    το λερωμένο τοίχο
    κουφάρια χρώματα
    μια ταλαιπωρημένη ταμπακιέρα
    με οχτώ τσιγάρα
    που δεν καπνίστηκαν ποτέ
    και τα γυαλιά σου
    που ορφάνεψαν από πρόσωπο
    και μάτια
    και μου διηγείται αυτό το ψεύτικο αύριο
    ιστορίες που δεν ειπώθηκαν ποτέ
    και ανασαίνω τη μορφή σου…D.P.
     
  12. DARK-PYRAMID

    DARK-PYRAMID Regular Member

     


    aeternum exilium


    το φιλί της

    εκείνη την ημέρα

    που θυμάται το σώμα

    κι εσύ κοντεύεις να ξεχάσεις

    είχε τη δροσιά του ήρεμου

    μοναχικού πρωινού

    σε τόπο απόμακρο

    δίχως θεούς ή ανθρώπους

    και με το χρόνο να έχει σκαρφαλώσει

    στη ράχη σου

    και να σε γδέρνει σα μικρό γατί



    αυτό ήταν το κύρος της στιγμής

    κι εσύ το αγνόησες

    έμεινες στο εγγύς, στο κερδισμένο άκοπα

    της νεανικής γοητείας

    και σου λείπει τόσο…



    μα έρχεται η μέρα

    που θα αποκαταστήσει τα πάντα

    στην πρώτη τους δόξα

    και το φως

    για όσους δεν είναι τόσο τυφλωμένοι

    θα κάνει διάφανο αυτό που έπεται

    στυφό ή πικρό

    γλυκό ή άγευστο

    με το βλέμμα νιώθεις

    κι όχι με το άγγιγμα



    αν είναι αυτή η εξορία

    ή η αιώνια που ακολουθεί

    τι να σε ενδιαφέρει πλέον…



    εσύ δεν ήσουν εδώ

    όταν γεννιόταν

    κι έτσι απαρηγόρητος

    δεν συγκλονίζεσαι

    δεν σπαράζεις…



    τι κρίμα…D.P.