Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. thief

    thief παλιοπαιδο ο Νικολακης Contributor

    Βαρέθηκα τα χλιαρά
    Βαρέθηκα τα χλιαρά
    Το θέμα είναι να ικανοποιείς και να ικανοποιήσε, μωρό μου
    Σε κάθε επίπεδο. Να γεμίζεις εικόνες. Να μετράς στιγμές.

    Να σου μιλάω και να ξεχνάς την φωνή σου
    Να σου λέω φύγε και να ακούς την ανάγκη μου, να μείνεις
    Να σ' αγγίζω και να μην μπορείς να εξηγήσεις
    Να μην περιμένεις. Να έρχεσαι.
    Να μην σου ζητάω. Να δίνεις.
    Να δίνεις κι ύστερα να δίνεσαι
    Να γίνομαι επιλογή και προτεραιότητα
    χωρίς να ζητιανεύω την προσοχή σου
    Να καταλαβαίνεις. Να μένεις.
    Να τις ακούς τις σιωπές και τα γέλια μου
    Τα κλάματα μου και τις ανασφάλειες, να τις ακούς
    Γιατί μέσα μου ουρλιάζουν και κλωτσάνε και φωνάζουν
    και σε θέλω εκεί να τους μιλάς αργά και να τις ηρεμείς

    Αν δεν ήρθες για τα δύσκολα βράδια
    και τις πιο καλές μου μέρες, τότε τι;
    Αν δεν είσαι εδώ γι αυτά που με πνίγουν
    πως να μοιραστώ τις ανάσες μου ξαπλωμένος πλάι σου;
     
  2. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Από την "Σάρκα των αγγέλων"

    Απόψε ονειρεύτηκα τον έρωτα
    ήταν τρυφερός σαν εσάς
    και δίχως σάρκα,
    αλλά η ανάσα του γέμισε τις νύχτες μου
    με απελπισία και τραγούδι.
    Έτσι είναι το χέρι σας που χαϊδεύει τους ταπεινούς
    και τους κάνει σιωπηλούς σαν εκείνους που
    μολονότι υποφέρουν
    δεν ήρθε ακόμα η ώρα τους να πεθάνουν.
    Όμως τι είναι ο θάνατος
    αν όχι ένα μεγάλο δέντρο ολόγιομο τραγούδι;
    Ονειρεύτηκα έναν άντρα
    αλλά τον άντρα εκείνον, τον είχε πλάσει όλον ο Θεός.
    Μέρος εκείνου του άντρα ήτανε μες
    στο στόμα σας.
    Κι όλοι οι άντρες αγαπήθηκαν
    απ’ τους αγγέλους
    που τους καταβρόχθισαν
    μες στην απέραντη αγάπη τους.

    ( Alda Merini )
     
  3. thief

    thief παλιοπαιδο ο Νικολακης Contributor

    Θέλεις κάτι ήρεμο και στα μέτρα σου
    που να σου μοιάζει, ξέρω
    Κάτι πιο βατό κυρίως
    Κάτι που να μην σε ταράζει,
    να μην σε ξαφνιάζει
    Κάτι που να το θες, αλλά να μην σε τρομάζει
    Κάτι πιο συνηθισμένο ρε παιδί μου, καταλαβαίνω
    Κάτι λιγότερο ξένο,
    κάτι περισσότερο εσύ
    Κάτι one size, ίδιο σαν όλους
    Να μην χάνεις τον έλεγχο...

    Και ήρθε.

    Πολυ αλλόκοτος για τα δεδομένα σου, λες
    Μα αναρωτιέμαι δεν βαρέθηκες τόσο καιρό με τους εύκολους;
    Με τους δεδομένους.
     
  4. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Από την Πορεία

    1.

    Οι σημειώσεις μου: «Ολοκληρωτικά δεμένοι με
    τον ορίζοντα, με την αναπνοή των φύλλων. Όλοι μας
    στόχοι: ο λαβύρινθος μπορεί να ξεράσει τη φωτιά του
    ανά πάσα στιγμή. Ο Θεός, ένα κερί μέσα στη νύχτα.
    Ο εχθρός λαχανιάζει. Και πού να τραγουδήσεις;
    Τραγούδα επί τόπου!»
    Οι σημειώσεις μου τους έκαναν να γελάσουν. Εξάλ-
    λου, είναι λιγότερο ύποπτες όταν τις διαβάζω εγώ.

    2.

    Απόψε η γιορτή. Με προσκαλούν. Νοιώθω ότι δεν
    είναι και πολύ σίγουροι τι να κάνουν με μένα. Ούτε
    κι εγώ.
    Τόλμησα: «δεν έχουμε κανένα νέο, κι αν οι μάχες
    σταμάτησαν; αν υπέγραψαν ειρήνη;», έστρεψε τα μά-
    τια του στα ωραία μου παπούτσια πορείας, το βλέμμα
    και το χαμόγελό του με βάφτισαν άσχετο. Πληγωμέ-
    νος, θέλησα να ανταπαντήσω, να του πω ότι στην ίδια
    του την πόλη, ο ζαχαροπλάστης πλουτίζει εις βάρος
    του: όμως, ούτε αυτό το ’πα.

    «Για την ώρα, κάθε καρδιά και τάφος», μου είχε
    πει.
    «Το ίδιο κι η δική του» είχε προσθέσει εννοώντας
    τον αιχμάλωτο.

    3.

    «Έρημος μέσα στο μυαλό, έρημος μες στα χρόνια,
    έρημος μες στις προσευχές, βήμα το βήμα. Βήμα το
    βήμα από παιδιά μέχρι εδώ. Ασύλληπτο.
    Κι όμως πιθανό. Εδώ είμαστε.
    Το μόνο που απομένει, τα ζωντανά μας σχήματα κι
    ο έρωτας. Ελευθερία. Δυστυχία.»
    Οι σημειώσεις μου τους έκαναν πάλι να γελάσουν,
    μεταφρασμένες κατά προσέγγιση και διαβασμένες στ’
    αγγλικά: «good, good, thank you».

    Γνώρισαν την ειρήνη μέσα σ’ αυτή την κοιλάδα,
    είδαν την ειρήνη, περπάτησαν μέσα στην ειρήνη,
    ήπιαν νερό καθάριο από τα πηγάδια αυτών των χω-
    ριών που τώρα ισοπεδώθηκαν.
    Είμαι ένας ξένος. Είμαστε ξένοι; Με παρασύρουν
    στο δίκιο τους;
    Για πρώτη φορά μου έρχονται δάκρυα. Επειδή
    άκουσαν αυτές τις ύποπτες σημειώσεις

    4.

    Δεν θα ξαναγράψω ποτέ πια όπως πριν, μονολογώ.
    Ξέρω όμως ότι αυταπατώμαι. Όταν θα έχω ζήσει μή-
    νες σπίτι μου, θα γράφω όπως πριν. Θα ξεχάσω τον
    αιχμάλωτο, θα ξεχάσω τα σύνορα, θα ξεχάσω το τέ-
    λος.
    Γράφω για να μην ξεχνώ. Ακόμα κι αν η μνήμη
    διώχνει τον φόβο, ακόμα κι αν ο φόβος διώχνει τη
    μνήμη.
    Θα θυμηθώ τα δυο κοτσύφια που βλέπαμε να κά-
    θονται ανάμεσα στα πτώματα, να χοροπηδούν. Μετά
    ένα σκύλο που ζύγωνε με βήματα αργά. Περιπλάνη-
    ση. Κάποιος τράβηξε στον αέρα μόνο και μόνο για να
    φοβίσει τα ζώα, και ν’ αφήσουν ήσυχο το χωριό.
    Ονειρεύομαι τις εποποιίες, μόνη δυνατή λογοτε-
    χνία εδώ.
    Κανείς δε σταμάτησε το περιστέρι που ξανάπιανε
    το γουργουρητό του. Κι η πρωινή δροσιά περιέχει
    επίσης ηρωισμό.

    Λύτρωση

    5.

    Εξαφανίστηκε,
    Ρώτησα «where is he?», «Πού είναι;», «Gone»,
    «Έφυγε», «Where?», «Don't know»,
    Τώρα ξέρω: «He wanted to go...», «Θέλησε να δρα-
    πετεύσει»: ψηλά απά τη γέφυρα, τον γκρέμισαν στα
    βράχια.
    Γρήγορα, να με γυρίσουν στα σύνορα, δεν ξέρω πια
    ποιος κατοικεί μέσα μου βαθιά, τον γυρεύω ακόμα,
    μα βρίσκομαι πάλι σ' ένα στρατόπεδο, στο δικό τους
    στρατόπεδο.
    Γίνεται μια σιωπή μεγαλύτερη μέσα μου.
    Δεν μου επιτρέπεται η συνενοχή. Ήμουν πιστός
    σ' αυτή την πορεία, ο ένας πίσω απ' τον άλλον. Δεν
    θέλω πια συντρόφους.
    Θέλω να φύγω, γρήγορα...

    ( Jean Philippe Carlot )
     
    Last edited: 13 Ιουλίου 2015
  5. Dark_Explorer

    Dark_Explorer Κλωθώ: ἄτρακτον στρέφειν Contributor

  6. Dark_Explorer

    Dark_Explorer Κλωθώ: ἄτρακτον στρέφειν Contributor

    Ἡ δύσκολη Κυριακή
    Ἀπ᾿ τὸ πρωὶ κοιτάζω πρὸς τ᾿ ἀπάνω ἕνα πουλὶ καλύτερο
    ἀπ᾿ τὸ πρωὶ χαίρομαι ἕνα φίδι τυλιγμένο στὸ λαιμό μου

    Σπασμένα φλυτζάνια στὰ χαλιὰ
    πορφυρὰ λουλούδια τὰ μάγουλα τῆς μάντισσας
    ὅταν ἀνασηκώνει τῆς μοίρας τὸ φουστάνι
    κάτι θὰ φυτρώσει ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ χαρά
    ἕνα νέο δέντρο χωρὶς ἀνθοὺς
    ἢ ἕνα ἁγνὸ νέο βλέφαρο
    ἢ ἕνας λατρεμένος λόγος
    ποῦ νὰ μὴ φίλησε στὸ στόμα τὴ λησμονιά

    Ἔξω ἀλαλάζουν οἱ καμπάνες
    ἔξω μὲ περιμένουν ἀφάνταστοι φίλοι
    σηκώσανε ψηλὰ στριφογυρίζουνε μιὰ χαραυγὴ
    τί κούραση τί κούραση
    κίτρινο φόρεμα -κεντημένος ἕνας ἀετός-
    πράσινος παπαγάλος -κλείνω τὰ μάτια- κράζει
    πάντα πάντα πάντα
    ἡ ὀρχήστρα παίζει κίβδηλους σκοποὺς
    τί μάτια παθιασμένα τί γυναῖκες
    τί ἔρωτες τί φωνὲς τί ἔρωτες
    φίλε ἀγάπη αἷμα φίλε
    φίλε δῶσ᾿ μου τὸ χέρι σου τί κρύο

    Ἤτανε παγωνιὰ
    δὲν ξέρω πιὰ τὴν ὥρα ποὺ πέθαναν ὅλοι
    κι ἔμεινα μ᾿ ἕναν ἀκρωτηριασμένο φίλο
    καὶ μ᾿ ἕνα ματωμένο κλαδάκι συντροφιὰ


    -ἀπὸ τὴ συλλογή
    Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ,
    Μίλτος Σαχτούρης-
     
  7. K. Γ. Καρυωτάκης, Όταν κατέβουμε τη σκάλα...

    (Γράφτηκε τον Απρίλιο-Μάιο του 1928. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ξεκίνημα (7, Ιούλιος 1933) μετά το θάνατο του Καρυωτάκη).

    Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμε
    στους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε,
    αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι,
    μ' ένα χαμόγελο στ' ανύπαρκτα τους χείλη;

    Τουλάχιστον δωπέρα είμαστε μόνοι.
    Περνάει η μέρα μας, η άλλη ξημερώνει,
    και μες στα μάτια μας διατηρούμε ακόμα
    κάτι που δίνει στα πράγματα χρώμα.

    Αλλά εκεί κάτου τι να πούμε, πού να πάμε;
    Αναγκαστικά ένας τον άλλον θα κοιτάμε,
    με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες,
    ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες.

    Αν έρθει κανείς την πλάκα μας να χτυπήσει,
    θα φαντάζεται πως έχουμε ζήσει.
    Αν πάρει ένα τριαντάφυλλο ή αφήσει χάμου,
    το τριαντάφυλλο θα 'ναι της άμμου.

    Κι αν ποτέ στα νύχια μας ανασηκωθούμε,
    τις βίλες του Posilipo* θα ιδούμε,
    Κύριε, Κύριε, και το τερραίν του Παραδείσου
    όπου θα παίζουν cricket οι οπαδοί Σου.

    *Posilipo: ένα από τα πιο φημισμένα προάστια της Νάπολης - το Παυσίλυπον - το οποίο είχε πάρει την ονομασία του από την πολυτελέστερη ρωμαϊκή βίλα που υπήρχε εκεί.
     
  8. brenda

    brenda FU very much

    ΓΕΓΟΝΟΤΑ (ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ)
    Μόνη, ἐντελῶς μόνη
    περπατῶ στὸ δρόμο
    καὶ πέφτω πάνω σὲ μεγάλα γεγονότα:
    Ὁ ἥλιος σὰν ἐπειγόντως νὰ ἐκλήθη ἀπὸ τὴ Δύση
    ἀφήνοντας ἡμιτελὲς τὸ δειλινό...

    Σὲ λίγο ἡ νύχτα,
    κρατώντας τοὺς ἀμφορεῖς τοῦ μυστηρίου,
    τῶν ἰδιοτήτων της ἐπαίρετο,
    ὅταν τὸ ρεμβῶδες μάτι της, τὸ φεγγάρι,
    ἕνα ἀπρόδεκτο, λαθραῖο σύννεφο, πάτησε
    καὶ τὴν τύφλωσε.

    Τοῦ ἀτυχήματος τούτου
    ἐπωφελήθηκε
    κάποιος παράξενος κατάσκοπος
    -τὸ μεσονύχτιο ὑποπτεύονται-
    τὸ σύμπαν πυροβόλησε
    καὶ τὸ ἄφησε ἀκίνητο...

    Μετὰ ἀπὸ τέτοια γεγονότα,
    τὸ γεγονὸς πὼς εἶμαι πάλι μόνη
    παρελείφθη.
     
  9. brenda

    brenda FU very much

    Η σιωπη που ακολουθεί. Βύρων Λεοντάρης

    Όχι μόνο τ' αθώα παράπονα,
    που αναποδογυρίζουνε με μια κλωτσιά στο στήθος,
    όχι μόνο οι φωνές, που τις ξαπλώνουν στις πλατείες,
    όχι μόνο οι ανύποπτοι ενθουσιασμοί.
    Πιο δυνατή είναι, πιότερο βαραίνει
    η σιωπή που ακολουθεί,
    η σιωπή των πεισμωμένων δρόμων, των κλειστών παραθυριών,
    η σιωπή των παιδιών μπροστά στον πρώτο σκοτωμένο,
    η σιωπή μπροστά στην ξαφνική ατιμία,
    η σιωπή του δάσους,
    η σιωπή του αλόγου δίπλα στο ποτάμι,
    η σιωπή ανάμεσα σε δυο στόματα, που δεν μπορούν να φιληθούν,
    κι εκείνη η «ενός λεπτού σιγή»,
    που παρατείνεται και γιγαντώνεται
    μες στις καρδιές, μες στους αιώνες,
    η σιωπή που αποφασίζει
    τι είναι να μείνει, τι είναι να χαθεί.
     
  10. brenda

    brenda FU very much

    Εξαιρετικά επίκαιρο...

    Κ. Καβάφης
    Η Τράπεζα του Μέλλοντος

    Την δύσκολη ζωή μου ασφαλή να κάνω
    εγώ στην Τράπεζα του Μέλλοντος επάνω
    πολύ ολίγα συναλλάγματα θα βγάλω.
    Κεφάλαια μεγάλ’ αν έχει αμφιβάλλω.
    Κι άρχισα να φοβούμαι μη στην πρώτη κριση
    εξαφνικά τας πληρωμάς της σταματήσει.
     
  11. de7

    de7 s

    The Raven
    by Edgar Allan Poe

    Once upon a midnight dreary, while I pondered, weak and weary,
    Over many a quaint and curious volume of forgotten lore—
    While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
    As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
    “’Tis some visitor,” I muttered, “tapping at my chamber door—
    Only this and nothing more.”

    Ah, distinctly I remember it was in the bleak December;
    And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
    Eagerly I wished the morrow;—vainly I had sought to borrow
    From my books surcease of sorrow—sorrow for the lost Lenore—
    For the rare and radiant maiden whom the angels name Lenore—
    Nameless here for evermore.

    And the silken, sad, uncertain rustling of each purple curtain
    Thrilled me—filled me with fantastic terrors never felt before;
    So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating
    “’Tis some visitor entreating entrance at my chamber door—
    Some late visitor entreating entrance at my chamber door;—
    This it is and nothing more.”

    Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
    “Sir,” said I, “or Madam, truly your forgiveness I implore;
    But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
    And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
    That I scarce was sure I heard you”—here I opened wide the door;—
    Darkness there and nothing more.

    Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
    Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before;
    But the silence was unbroken, and the stillness gave no token,
    And the only word there spoken was the whispered word, “Lenore?”
    This I whispered, and an echo murmured back the word, “Lenore!”—
    Merely this and nothing more.

    Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
    Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
    “Surely,” said I, “surely that is something at my window lattice;
    Let me see, then, what thereat is, and this mystery explore—
    Let my heart be still a moment and this mystery explore;—
    "Tis the wind and nothing more!”

    Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
    In there stepped a stately Raven of the saintly days of yore;
    Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
    But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door—
    Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door—
    Perched, and sat, and nothing more.

    Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
    By the grave and stern decorum of the countenance it wore,
    “Though thy crest be shorn and shaven, thou,” I said, “art sure no craven,
    Ghastly grim and ancient Raven wandering from the Nightly shore—
    Tell me what thy lordly name is on the Night’s Plutonian shore!”
    Quoth the Raven “Nevermore.”

    Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
    Though its answer little meaning—little relevancy bore;
    For we cannot help agreeing that no living human being
    Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door—
    Bird or beast upon the sculptured bust above his chamber door,
    With such name as “Nevermore.”

    But the Raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only
    That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
    Nothing farther then he uttered—not a feather then he fluttered—
    Till I scarcely more than muttered “Other friends have flown before—
    On the morrow he will leave me, as my Hopes have flown before.”
    Then the bird said “Nevermore.”

    Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
    “Doubtless,” said I, “what it utters is its only stock and store
    Caught from some unhappy master whom unmerciful Disaster
    Followed fast and followed faster till his songs one burden bore—
    Till the dirges of his Hope that melancholy burden bore
    Of ‘Never—nevermore’.”

    But the Raven still beguiling all my fancy into smiling,
    Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird, and bust and door;
    Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking
    Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore—
    What this grim, ungainly, ghastly, gaunt, and ominous bird of yore
    Meant in croaking “Nevermore.”

    This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
    To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom’s core;
    This and more I sat divining, with my head at ease reclining
    On the cushion’s velvet lining that the lamp-light gloated o’er,
    But whose velvet-violet lining with the lamp-light gloating o’er,
    She shall press, ah, nevermore!

    Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censer
    Swung by Seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor.
    “Wretch,” I cried, “thy God hath lent thee—by these angels he hath sent thee
    Respite—respite and nepenthe from thy memories of Lenore;
    Quaff, oh quaff this kind nepenthe and forget this lost Lenore!”
    Quoth the Raven “Nevermore.”

    “Prophet!” said I, “thing of evil!—prophet still, if bird or devil!—
    Whether Tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
    Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted—
    On this home by Horror haunted—tell me truly, I implore—
    Is there—is there balm in Gilead?—tell me—tell me, I implore!”
    Quoth the Raven “Nevermore.”

    “Prophet!” said I, “thing of evil!—prophet still, if bird or devil!
    By that Heaven that bends above us—by that God we both adore—
    Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
    It shall clasp a sainted maiden whom the angels name Lenore—
    Clasp a rare and radiant maiden whom the angels name Lenore.”
    Quoth the Raven “Nevermore.”

    “Be that word our sign of parting, bird or fiend!” I shrieked, upstarting—
    “Get thee back into the tempest and the Night’s Plutonian shore!
    Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
    Leave my loneliness unbroken!—quit the bust above my door!
    Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!”
    Quoth the Raven “Nevermore.”

    And the Raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
    On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
    And his eyes have all the seeming of a demon’s that is dreaming,
    And the lamp-light o’er him streaming throws his shadow on the floor;
    And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
    Shall be lifted—nevermore!

    ------------------------------------------

    Το Κοράκι
    του Edgar Allan Poe

    Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα
    κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο
    μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο
    σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου.»
    Κανένας ξένος «σκέφτηκα» οπού χτυπά τη πόρτα,
    τούτο θα είναι μοναχά και όχι τίποτ’ άλλο.

    Θυμάμαι ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη
    και κάθε λάμψη της φωτιάς σα φάντασμα φαινόταν.
    Ποθούσα το ξημέρωμα, μάταια προσπαθούσα
    να δώσει με παρηγορία στη λύπη το βιβλίο,
    για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη τη κόρη
    όπως οι αγγέλοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
    για πάντα ούτε όνομα.

    Και τ’ αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες
    με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς,
    και για να πάψει τ’ άγριο το χτύπημα η καρδιά μου
    σηκώθηκα φωνάζοντας: «Θα είναι κάποιος ξένος
    όπου ζητά να κοιμηθεί έδω στη κάμαρά μου
    αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι».

    Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο,
    «Κύριε» είπα, «ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε,
    γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος,
    ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα
    «κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη τη πόρτα
    σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ’ άλλο.

    Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος,
    γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε
    η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε,
    μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο
    κι «Ελεονόρα» μοναχά ακούγονταν η ηχώ
    από τη λέξη που ‘βγαινε απ’ τα ανοιχτά μου χείλη.
    Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ’ άλλο.

    Γυρίζοντας στη κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα,
    άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα.
    «Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι,
    ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο,
    ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά και θα το λύσω,
    θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ’ άλλο.’

    Άνοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο
    με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε
    και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν’ αμφιβάλλει λίγο
    επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα
    απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
    Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ’ άλλο.

    Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν
    τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει.»
    Χωρίς λοφίο, ρώτησα, «κι αν είν’ η κεφαλή σου
    δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι,
    που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;
    Στ’ όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ’ όνομά σου!»
    Και το κοράκι απάντησε: «Ποτέ από ‘δω και πια».

    Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί
    ν’ ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα
    αν κι η μικρή απάντηση που μου ‘δωσε δεν ήταν
    καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα,
    γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις μες στη ζωή σου
    ένα πουλί να κάθεται σε προτομή γλυμμένη
    απάνω από τη πόρτα σου να λέει:
    «Ποτέ πια».

    Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισμένο
    δεν είπε άλλη λέξη πια σα να ‘ταν η ψυχή του
    από τις λέξεις: «Ποτέ πια», γεμάτη από καιρό.
    Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του
    να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά:
    «Τόσοι μου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες
    κι όταν θε να ‘ρθει το πρωί κι εσύ θε να μου φύγεις».
    Μα το πουλί απάντησε: «Ποτέ από δω και πια».

    Ετρόμαξα στη γρήγορη απάντηση που μου ‘πε
    πάντα εκεί ακίνητο στη προτομήν απάνω.
    «Σίγουρα» σκέφτηκα, «αυτό που λέει και ξανα λέει
    θα είναι ό, τι έμαθε από τον κύριό του
    που αμείλικτη η καταστροφή θα του κοψ’ το τραγούδι
    που θα ‘λεγεν ολημερίς και του ‘καμε να λέει λυπητερά το
    «Ποτέ πια» για τη χαμένη ελπίδα».

    Μα η θέα του ξωτικού πουλιού μ’ έφερε γέλιο
    κι αρπάζοντας το κάθισμα εκάθισα μπροστά του
    και βυθισμένος σ’ όνειρα προσπάθησα να έβρω
    τι λέει με τη φράση αυτή, το μαύρο το Κοράκι,
    το άχαρο, τ’ απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων,
    σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις:
    «Ποτέ Πια!».

    Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα
    χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι
    που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με καίγαν.
    Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στο βελουδένιο μέρος
    του παλαιού καθίσματος γερμένο το κεφάλι,
    στο μέρος που το χάιδευαν η λάμψη της καντήλας,
    εκεί όπου η αγάπη μου δε θ’ ακουμπήσει
    πια!

    Τότε ο αγέρας φάνηκε σα να ‘ταν μυρωμένος
    από ‘να θυμιατήριο αόρατο που αγγέλοι
    και Σεραφείμ το κούναγαν και τ’ αλαφρά τους πόδια
    ακούγονταν στο μαλακό χαλί της κάμαράς μου.
    «Ναυαγισμένε» φώναξα, «αναβολή σου στέλνει
    με τους αγγέλους, ο Θεός και μαύρη λησμοσύνη
    για τη χαμένη αγάπη σου την όμορφη Λεονόρα.
    Πιες απ’ το μαύρο το πιοτό της Λήθης και λησμόνα
    εκείνην όπου χάθηκε «. Και το Κοράκι είπε:
    «Ποτέ από δω και πια!».

    Είπα: «Προφήτη των κακών, είτε πουλί είτε δαίμων
    είτε του μαύρου πειρασμού αποσταλμένε συ
    είτε στης άγριας θύελλας το μάνιασμα χαμένε,
    αλλ’ άφοβε, στον κόσμο αυτόπου κατοικεί ο Τρόμος,
    πες μου με ειλικρίνεια, υπάρχει δω στον κόσμο
    της λύπης κανά βάλσαμο που δίνει η Ιουδαία;
    Πες μου!», μα κείνο απάντησε:
    «Ποτέ από δω και πια!».

    «Προφήτη», είπα, «δαίμονα, της Συφοράς πουλί,
    Προφήτης όμως πάντοτε, στον Ουρανό σ’ ορκίζω,
    που απλώνεται από πάνω μας παρηγορήτρα αψίδα,
    εις του Θεού το όνομα που οι δυο μας τον λατρεύουν,
    πες μου αν στον Παράδεισο θε ν’ αγκαλιάσω κείνη,
    εκείνη που οι άγγελοι τη λεν Ελεονόρα»;
    Και το κοράκι απάντησε:
    «Ποτέ από δω και πια!».

    «Ας γίν’ η μαύρη φράση σου το σύνθημα να φύγεις»,
    εφώναξα αγριωπός πηδώντας κει μπροστά του.
    «Πήγαινε πάλι να χαθείς στην άγρια καταιγίδα
    ή γύρνα στις ακρογιαλιές της Πλουτωνείου Νύχτας
    ούτ’ ένα μαύρο σου φτερό δε θέλω δω ν’ αφήσεις
    ενθύμηση της φράσης σου της ψεύτικης και πλάνας
    βγάλ’ απ’ τη δόλια μου καρδιά το ράμφος που ‘χεις μπήξει
    και σύρε τη φανταστική μορφή σου στα σκοτάδια!»
    Και το Κοράκι απάντησε:
    «Ποτέ από δω και πια!».

    Και το Κοράκι ακίνητο στη προτομή όλο μένει,
    στης Αθηνάς τη προτομή απάνω από τη πόρτα
    και τ’ αγριωπά τα μάτια του σα του Διαβόλου μοιάζουν
    όταν μονάχος σκέφτεται. Και το θαμπό λυχνάρι
    ρίχνει σκιά στο πάτωμα σαν πέφτει στο Κοράκι.
    Και η ψυχή μου ανήμπορη δε θα μπορέσει πια
    να βγει απ’ τον αμφίβολο τον κύκλο της Σκιάς
    που φαίνεται στο πάτωμα.
    Ποτέ από δω και πια!


    Μετάφραση ποιήματος: Κώστας Ουράνης
     
  12. Μπέρτολτ Μπρεχτ, Μήνυμα του ετοιμοθάνατου ποιητή στη νεολαία..

    Εσείς οι νέοι άνθρωποι των εποχών πού έρχονται
    Και της καινούργιας χαραυγής πάνω στις πολιτείες
    Πού δε χτίστηκαν ακόμα, και σεις
    Πού δε γεννηθήκατε, ακούστε τώρα
    Τη φωνή τη δική μου, πού πέθανα
    Όχι δοξασμένα.

    Αλλά
    Σαν τον αγρότη πού δεν όργωσε το χωράφι του
    Και τον χτίστη πού ξετσίπωτα το βάλε στα πόδια
    Σαν είδε την τρύπια στέγη,

    Έτσι κ' εγώ,
    Δε βάδισα με την εποχή μου, ξόδεψα τις μέρες μου,
    Και τώρα πρέπει να σας παρακαλέσω
    Να πείτε εσείς αυτά πού δεν ειπώθηκαν,
    Να κάνετε αυτά πού δεν έγιναν, και μένα
    Γρήγορα να με ξεχάσετε, σας παρακαλώ,
    Για να μην παρασύρει και σας
    Το δικό μου κακό παράδειγμα.

    Αχ, γιατί κάθησα στων στείρων το τραπέζι
    Τρώγοντας το φαΐ
    Πού αυτοί δεν ετοίμασαν;
    Αχ, γιατί ξόδεψα τα καλύτερα μου λόγια
    Στη δική τους
    Άσκοπη κουβέντα. Έξω όμως
    Διάβαιναν οι αδίδαχτοι
    Διψασμένοι να μάθουν.

    Γιατί ο δικός μου λόγος
    Είναι στάχτη και μεθυσμένου παραλήρημα στο στόμα
    Εκείνων πού είναι χρήσιμοι και δημιουργικοί.

    Ούτε μια λέξη
    Δεν ξέρω να πω σε σας, γενιές των εποχών πού έρχονται,
    Μήτε μια υπόδειξη δε θα μπορούσα να σάς κάνω
    Με δάχτυλο τρεμάμενο,
    Γιατί πώς το δρόμο να δείξει
    Αυτός πού δεν τον διάβηκε!

    Γι αυτό σε μένα που τη ζωή μου
    Έτσι σπατάλησα άλλο δε μένει
    Παρά να σας ζητήσω
    Να μη δώσετε προσοχή σε λέξεις
    Πού βγαίνουν από το δικό μας
    Σάπιο στόμα, μήτε και συμβουλή
    Καμιά να μη δεχτείτε
    Απ' αυτούς πού στάθηκαν τόσο ανίκανοι,
    Αλλά μόνοι σας ν' αποφασίσετε
    Ποιό το καλό για σάς και τι σάς βοηθάει
    Τον τόπο να χτίσετε πού εμείς αφήσαμε
    Να ρημάξει σαν την πανούκλα,
    Και για να κάνετε τις πολιτείες
    Κατοικήσιμες.