Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ισκαριώτης

    Άυπνος έκλαψα όλη τη νύχτα,
    όταν οι άλλοι αγρυπνούσαν από ευτυχία και θάμβος.
    Οδυνηρά παλλόταν στην καρδιά μου ο καρπός,
    όταν οι άλλοι μέσα τους μακάριοι τους σπόρους μετρούσαν.
    Έλιωνε πάνω στη γλώσσα μου το αίμα του Θεού,
    όταν οι άλλοι με πίστη έπιναν τον οίνον του Κυρίου.
    Ένοιωθα μόνος με τον Θεό μέσα μου,
    τόσο που κι ο ίδιος ο Κύριος τίποτα για μένα δε γνώριζε,
    όταν ακράγγιζαν τα χέρια μας το κύπελλο με το κρασί.
    Μα ως τον φίλησα,
    ‘‘Κύριε’’ αναφωνώντας,
    μ’ αναγνώρισε.
    Από θλίψη σωριάστηκα φεύγοντας.
    Κι ως τιμωρήθηκε το φίδι για την πράξη του,
    ψηλά με κρέμασε ο Θεός
    στο ‘‘Δένδρον της Γνώσεως’’.

    ( Reinhard Paul Becker )
     
  2. Dark_Explorer

    Dark_Explorer Κλωθώ: ἄτρακτον στρέφειν Contributor

    Ο θάνατος του Αυνάν

    Πληρώνω ακριβά τη διαστροφή μου με το θάνατο.
    Στα φυματικά μου μάτια ποιος θ’ αναγνώριζε το νέο με το ρόδο στο στήθος
    να τριγυρνάει στα μηχανουργεία την ώρα που σχολνούνε οι φάμπρικες,
    να μη χάνει παρέλαση για παρέλαση
    ή να στριμώχνεται στα γήπεδα προσμένοντας σα θείο δώρο το συνωστισμό.
    Πληρώνω ακριβά τη διαστροφή μου με το θάνατο.
    Τώρα θα πήγαινα και εγώ να κατοικήσω στη Γεσέμ·
    αργότερα θα έπαιρνα μετάθεση για την πρωτεύουσα,
    γρεμίζοντας όλους τους φράχτες της αστικής ηθικής για μια στιγμή παραδομού.

    Ιωσήφ, γλυκέ μου Ιωσήφ, δόξα κι ομορφιά της Αιγύπτου,
    συχνά ο θείος Ρουβήν μού μιλούσε για σένα:
    Ην Ιωσήφ καλός τω είδει και ωραίος τη όψει σφόδρα έλεγε,
    κι εγώ που κοσμούσα το καλύβι μου μ’ αυτά τα παράξενα
    ρόδα της ηδυπάθειας, δίχως ηλεκτρικό, με μόνα τα κηροπήγια,
    κι εγώ που αναζητούσα στα μάτια του Βενιαμίν τη ματιά σου
    μοιράζοντας την καρδιά μου σε ίσες δόσεις τρυφερότητας,
    πεθαίνω φορώντας τον άσπιλο χιτώνα σου σπιλωμένο
    με το αίμα ερίφου το τελευταίο σου καλοκαίρι στη Χαναάν.

    Αδελφέ μου Ηρ, σ’ αυτή την εποχή των ισχνών αγελάδων,
    εμείς δεν έχουμε έναν Ιωσήφ, δεν υπάρχει για μάς Ιωσήφ,
    λυτρωτής Ιωσήφ, αφέντης του κορμιού και της σκέψης.
    Αδελφέ μου Ηρ, εσύ που ξέρεις γράμματα, γράψ’ του κάτι για μένα:
    όταν ανθίζουν οι πασχαλιές με παιδεύει η νοσταλγία·
    συχνά παίρνω Κάιρο στο ράδιο ν’ ακούσω τα διαγγέλματά του.
    Πεθαίνω φορώντας το σπιλωμένο χιτώνα του –
    η τελευταία που μ’ απόμεινε ηδονή.

    (Από τη συλλογή Εποχή των ισχνών αγελάδων (1950) του Ντίνου Χριστιανόπουλου)
     
  3. Φερνάντο Πεσσόα, Ολοι εμείς οι ζωντανοί

    Όλοι εμείς οι ζωντανοί ξοδεύουμε
    Μία ζωή, στο να τη ζούμε,
    Μια άλλη, στο να την σκεφτόμαστε.
    Και η μόνη ζωή που έχουμε
    Μοιράζεται ανάμεσα
    Στην αληθινή και την ψεύτικη.Αλλά ποια είναι η αληθινή
    Και ποια είναι η ψεύτικη
    Κανένας δεν μπορεί να εξηγήσει.
    Και καθώς συνεχίζουμε ζώντας
    Η ζωή που σπαταλάμε είναι αυτή
    Που είναι καταδικασμένη σε σκέψη.
     
  4. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Μεταμόρφωση

    Δεν έχω γράψει ποίημα
    για μήνες.
    Έζησα ταπεινά, διάβαζα την εφημερίδα,
    στοχαζόμουν το αίνιγμα της εξουσίας
    και τους λόγους που κάποιος υποτάσσεται σ’ αυτήν.
    Παρατηρούσα τον ήλιο να δύει
    (πορφυρό, ανήσυχο),
    άκουγα τα πουλιά να σωπαίνουν
    και τη νύχτα να βουβαίνεται.
    Έβλεπα τα ηλιοτρόπια να κουνούν ρυθμικά
    τα κεφάλια τους στο σούρουπο, λες κι ένας απρόσεκτος δήμιος
    έτρεχε ανέμελα στους κήπους.
    Η γλυκιά σκόνη του Σεπτεμβρίου μαζεύτηκε
    στο περβάζι και σαύρες
    κρύφτηκαν στις σχισμές των τοίχων.
    Έκανα μακρινούς περιπάτους
    λαχταρώντας ένα μόνο:
    την αστραπή,
    τη μεταμόρφωση,
    εσένα.

    ( Adam Zagajewski )
     
  5. Αργύρης Χιόνης, Χέρια

    Οι άνθρωποι το πιο συχνά
    δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους
    Τα δίνουν -τάχα χαιρετώντας - σ' άλλους
    Τ' αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
    Ή- το χειρότερο - τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
    και τα ξεχνούνε
    Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
    Ένα σωρό ποιήματα άγραφα
     
  6. Dark_Explorer

    Dark_Explorer Κλωθώ: ἄτρακτον στρέφειν Contributor

    Αὐτὸς ποὺ σωπαίνει, Τάσος Λειβαδίτης

    Τὸ σούρουπο ἔχει πάντα τὴ θλίψη
    ἑνὸς ἀτέλειωτου χωρισμοῦ
    Κι ἐγὼ ἔζησα σὲ νοικιασμένα δωμάτια
    μὲ τὶς σκοτεινὲς σκάλες τους
    ποὺ ὁδηγοῦνε
    ἄγνωστο ποῦ…

    Μὲ τὶς μεσόκοπες σπιτονοικοκυρὲς
    ποὺ ἀρνοῦνται
    κλαῖνε λίγο
    κι ὕστερα ἐνδίδουν
    καὶ τ᾿ ἄλλο πρωί,
    ἀερίζουν τὸ σπίτι
    ἀπ᾿ τοὺς μεγάλους στεναγμούς…

    Στὰ παλαιικὰ κρεβάτια
    μὲ τὰ πόμολα στὶς τέσσερις ἄκρες
    πλάγιασαν κι ὀνειρεύτηκαν
    πολλοὶ περαστικοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου
    κι ὕστερα ἀποκοιμήθηκαν
    γλυκεῖς κι ἀπληροφόρητοι
    σὰν τοὺς νεκροὺς στὰ παλιὰ κοιμητήρια

    Ὅμως ἐσὺ σωπαίνεις…
    Γιατί δὲ μιλᾷς;
    Πές μου!
    Γιατί ἤρθαμε ἐδῶ;
    Ἀπὸ ποῦ ἤρθαμε;
    Κι αὐτὰ τὰ ἱερογλυφικὰ τῆς βροχῆς πάνω στὸ χῶμα;
    Τί θέλουν νὰ ποῦν;

    Ὤ, ἂν μποροῦσες νὰ τὰ διαβάσεις!!!
    Ὅλα θὰ ἄλλαζαν…

    Ὅταν τέλος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια ξαναγύρισα…
    δὲ βρῆκα παρὰ τοὺς ἴδιους ἔρημους δρόμους,
    τὸ ἴδιο καπνοπωλεῖο στὴ γωνιά…

    Κι ὁλόκληρο τὸ ἄγνωστο
    τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει…
     
  7. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Τι να τους κάνω τους στίχους σας

    Τι να τους κάνω τους στίχους σας;
    Τραγούδια γεννημένα σε άνετα διαμερίσματα
    η και σε λόχμες που τις περιφρονεί ο ήλιος.
    Μεγαλωμένα με ασφάλεια σε μέρες τρόμου
    πλάι σε φυλακές όπου στενάζουν τιμωρημένοι
    ποιητές γιατί ανέπνεαν πλατιά.

    Τι να τους κάνω τους στίχους σας;
    Το άγχος σας δε με εξαπατά
    η μαθητεία σας στον περσοναλισμό.
    Δε με γελάνε τα χαμόγελα σας στη θεία ελπίδα
    σαν τη μοιράζουν τα μικρόφωνα της Κυριακής,
    ο πανικός σας μπροστά στο δικό σας θάνατο,
    η αδιαφορία σας μπροστά στο θάνατο των άλλων.

    Τι να τους κάνω τους στίχους σας;
    Δε μπορώ να παίζω μ’ εύθραυστα παιχνίδια,
    με χάρτινα λουλούδια να στολίζομαι.
    Μισώ τα γλυκερά τα χρώματα κι ανοίγω
    τα μπράτσα μου να χαιρετίσω τις κατεβασιές
    που παίρνουν με ιαχές τους προαιώνιους δρόμους
    ντυμένες μπλούζες με το χρώμα της αυγής.

    Τι να τους κάνω τους στίχους σας;
    Προσμένω να ιδώ φεγγάρια να πέφτουνε στα βάραθρα,
    κόσμο σακάτη ν’ αρματώνεται μ’ αχτίνες.
    Περιμένω την εποχή ν’ αλλάξει φόρεμα,
    περιμένω ένα κατακλυσμό να ξεδιψάσω
    τις σάλπιγγες που δεν ανέχεται η ακοή σας.

    Τι να τους κάνω τους στίχους σας;
    Φορώ γιακά την άσπρη σφαγή και με πνίγει.
    Έχω στην καρδιά μου την έκρηξη της Χιροσίμα,
    έχω στα μάτια μου την έρημο της Νεβάδα,
    νιώθω το κρύο εκατομμυρίων άστεγων.
    Έχω την περηφάνια των παιδιών που προτίμησαν το μαρτύριο
    και της συκοφαντίας σας τη μαχαιριά στις πλάτες.

    Τι να τους κάνω τους στίχους σας;

    ( Νίκος Παππάς )
     
  8. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Οι νεκροί

    Οι νεκροί πάντα κοιτάζουν κάτω σ' εμάς, λένε,
    ενώ βάζουμε τα παπούτσια μας ή φτιάχνουμε ένα σάντουιτς,
    μας κοιτάζουν από τον γυάλινο πάτο στις βάρκες τ' ουρανού
    καθώς κωπηλατούν αργά μες στην αιωνιότητα.
    Ακολουθούν τα κεφάλια μας όπως κινούνται εκεί στη γη,
    κι όταν ξαπλώσουμε σε κάποιο λιβάδι ή στον καναπέ,
    ναρκωμένοι ίσως από τον βόμβο ενός μεγάλου απογεύματος,
    θαρρούν πως τους κοιτάζουμε κι εμείς,
    αφήνουν τότε τα κουπιά και σωπαίνουν
    και περιμένουν, σαν γονείς, να κλείσουμε τα μάτια.

    ( Billy Collins )
     
  9. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Το Πένθος για τις Γάτες

    Γινόμαστε υπερβολικά συναισθηματικοί
    όταν πεθαίνουν ζώα.
    Σπαραξικάρδιοι.
    Όμως μόνο για τα ζώα που έχουνε γούνα,
    μόνο για κείνα που μας μοιάζουνε,
    έστω και κατά προσέγγιση.

    Αυτά που έχουνε μεγάλα μάτια,
    μάτια που κοιτάνε κατά μέτωπο.
    Αυτά που έχουνε μικρές μύτες
    και μικρά ράμφη.

    Κανείς δε θρηνεί μια αράχνη.
    Ούτ’ ένα καβούρι.
    Οι νηματέλμινθες δεν προκαλούν ολοφυρμούς.

    Ούτε τα ψάρια.
    Για τα βρέφη της φώκιας η θλίψη αναβαθμίζεται.
    Και για τους σκύλους, και για τις κουκουβάγιες,
    μερικές φορές.
    Για τις γάτες σχεδόν πάντοτε.
    Μήπως επειδή παρομοιάζουμε αυτά τα ζώα με νεκρά μωρά;
    Μήπως επειδή μας φαίνεται πως είναι κομμάτι δικό μας,
    η ψυχή του ζώου που έχουμε μέσα μας
    παραχωμένη κάπου στο μέρος της καρδιάς,
    γουνάτη και γεμάτη εμπιστοσύνη,
    ζωική παρόρμηση, πάντα σ’ επιφυλακή,
    βίαιη προς άλλες μορφές ζωής,
    ευδαίμων τον περισσότερο καιρό,
    αλλά και ανόητη κάποτε;

    (Γιατί σχεδόν πάντα οι γάτες; Γιατί οι νεκρές γάτες
    προκαλούν τόσα γελοία κλάματα;
    Γιατί τέτοιο βαρύ πένθος;
    Γιατί δεν μπορούμε πια να βλέπουμε
    στο σκοτάδι, χωρίς αυτές;
    Γιατί κρυώνουμε χωρίς τη γούνα τους;
    Μήπως επειδή έχουμε χάσει τον κρυφό δεύτερο εαυτό μας
    αυτόν στο οποίο θ’ αλλάζαμε
    αν θέλαμε να διασκεδάσουμε,
    αν θέλαμε να σκοτώσουμε
    χωρίς κανέναν ενδοιασμό,
    τότε που θα θέλαμε να πετάξουμε από πάνω μας
    το σκοτεινό γκρίζο βαρίδι
    που κουβαλάμε ως άνθρωποι;

    ( Margaret Atwood )
     
  10. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Μια καθημερινότητα διακριτική

    Α! ποιος θα φανταζόταν βλέποντάς μας σήμερα
    καθώς καταπιανόμαστε με τούτα και με κείνα
    καθώς κουμπώνεις το πουκάμισο εμπρός απ’ τον καθρέφτη
    κι εγώ στρώνω το κρεβάτι
    χώνοντας την άκρη του σεντονιού κάτω απ’ το στρώμα
    πως πάνω του χθες τη νύχτα κυλιόμασταν γυμνοί
    δίχως ίχνος της ευπρέπειας που μ’ αυτήν μας βλέπει
    ο κόσμος.
    Ποιος θα ’λεγε πως αναμαλλιαζόμαστε πάνω στο μαξιλάρι
    πως στενάζουμε και τυλιγόμαστε σαν φίδια
    με δόντια λερωμένα απ’ το μήλο του Δέντρου της Ζωής.
    Μιλάς για όσα έχεις να κάνεις,
    για τις υποχρεώσεις σου που σε καλούν στην πόλη.
    Εγώ σηκώνω το ρούχο και τελειώνω με το ντύσιμο.
    Το κρεβάτι ήδη στρωμένο. Το κάλυμμα στη θέση του. Τα μαξιλάρια.
    Οι κουρτίνες τραβηγμένες, ο ήλιος.
    Μυστική κρατούμε τη λαγνεία μας
    όπως άλλωστε όλοι.
    Κι εγώ, μια ακόμη από εκείνες που σήμερα θα γράψουν στα γραφεία τους,
    θα φροντίσουν τα παιδιά τους ή θα παραδώσουν μάθημα,
    διερωτώμενες αν είναι ακόμη αυτές οι ίδιες
    που με τον ερχομό της νύχτας
    παραδόθηκαν στην παραφορά.

    ( Gioconda Belli )
     
  11. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Επιβίωση

    Είχαν όλα συμβεί,
    φλόγες στα μαλλιά όταν το σπίτι κατέρρευσε,
    με το ζωντανό παιδί στην αγκαλιά στάθηκα στο παράθυρο,
    μια στιγμή τηλεοπτικής φρενίτιδας.

    Ζεστό μπογαλάκι φόβου
    κραυγάζει καταπίνοντας τη βροχή.

    Φωτογενώς παγιδευμένο στον καυτό θάνατο
    μια τέλεια καλοκαιρινή μέρα.
    Μειλίχιο φως ανάμεσα στις ακακίες,
    όταν ελπίζουμε σε περισσότερη
    ζωή, όταν κουβαλάμε
    τους αγαπημένους μας σε πορτοφόλια.

    ( Julia Fiedorczuk )
     
  12. O ΘΑΝΑΤΟΣ

    Ούτε ο τρόμος ούτε η ελπίδα ακολουθούν
    το ζώο που πεθαίνει.
    Ο άνθρωπος το τέλος περιμένει
    Τρόμο και ελπίδα έχοντας για όλα.
    Πολλές φορές έχει πεθάνει
    Πολλές φορές σηκώθηκε ξανά.
    Ένας σπουδαίος άνθρωπος περήφανος
    Με ανθρωποκτόνους αντιμέτωπος
    Εμπαίζει
    Της αναπνοής το φθίνεμα
    Το θάνατο γνωρίζει ώς το μεδούλι
    Ο άνθρωπος δημιούργησε το θάνατο.

    W.B. YATES