Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ειδικά γυαλιά

    Έπρεπε να τα ψάξω αλλού,
    γιατί δεν υπάρχουν σε κανένα κατάστημα.
    Φαίνονται ολόιδια με γυαλιά ηλίου
    σ' ελαφριά απόχρωση και ασημί σκελετό,
    αλλά αντί να φιλτράρουν τις επικίνδυνες
    ακτίνες του ήλιου,
    φιλτράρουν την επικίνδυνη θέα σου-
    εσένα καθώς πλησιάζεις,
    εσένα στη δική μου στάση λεωφορείου,
    εσένα, πρόσωπο σε βραδινό παράθυρο.
    Κάθε πρωί τα φοράω
    και βγαίνω από την πίσω πόρτα,
    σφυρίζοντας έναν ευχαριστήριο σκοπό στη μύτη
    και τ' αυτιά μου που τα στηρίζουν, τέλεια,
    τραγουδώντας ένα τραγούδι ευγνωμοσύνης
    στον τροχό των φακών πάνω στη βαριά βάση του
    και στους ίδιους τους φακούς,
    γιατί αφήνουν να τους διαπεράσει κάθε τι, μα όχι εσύ.
    Πώς ξεχωρίζουν τη διαφορά
    ανάμεσα στον πράσινο φράχτη, τον πέτρινο τοίχο
    κι εσένα δεν καταλαβαίνω,
    όμως τα λεωφορεία έρχονται φλασάροντας
    μες στη βροχή, όπως κι ο ταχυδρόμος χαιρετώντας
    τα δυο σκυλιά μάνα κόρη στη δίπλα πόρτα,
    ύστερα είναι κι η τσαγιέρα
    έτοιμη να παίξει τη συγχορδία της -
    όλα περνάνε μέσα εκτός από σένα, κορίτσι.
    Ναι, όπως το νυχτερινό αεράκι περνάει τη σήτα,
    όχι όμως το κουνούπι,
    κι όπως το νερό στροβιλίζεται στο σιφόνι
    όχι όμως του αυγού το τσόφλι,
    έτσι τα ανθισμένα καφασωτά και το φεγγάρι
    περνούν μες απ' τα ειδικά γυαλιά μου, μα όχι εσύ.
    Ας μείνει έτσι, λέω στον εαυτό μου,
    καθώς αφήνω τα ειδικά γυαλιά μου στο κομοδίνο,
    τραβάω τα κορδόνι της λάμπας,
    και προσεύχομαι –αντίθετα με το τραγούδι-,
    να μη σε δω στα όνειρα μου.

    ( Billy Collins )
     
  2. Οι δίκαιοι

    Κάποιος που καλλιεργεί τον κήπο του όπως θα το ‘θελε ο Βολταίρος.
    Κάποιος που νιώθει ευγνωμοσύνη γιατί στον κόσμο υπάρχει μουσική.
    Αυτός που ανακαλύπτει με χαρά μια ετυμολογία.
    Δύο πελάτες που σε κάποιο καφενείο παίζουν το σιωπηλό τους σκάκι.
    Ο πηλοπλάστης που προκαθορίζει ένα σχήμα ή ένα χρώμα.
    Ο στοιχειοθέτης που στήνει όμορφα τούτο το κείμενο και που ίσως δεν τ’ αρέσει.
    Μια γυναίκα κι ένας άντρας που διαβάζουν μαζί τις τελευταίες στροφές ενός ποιήματος.
    Κάποιος χαϊδεύοντας ένα ζωάκι που κοιμάται.
    Κείνος που συγχωρεί ή θέλει να συγχωρέσει το κακό που του ‘γινε.
    Κάποιος που νιώθει ευγνωμοσύνη γιατί σ’ αυτό τον κόσμο έζησε ο Στήβενσον.
    Κάποιος που προτιμά να ‘χουν δίκιο οι άλλοι.
    Οι άνθρωποι αυτοί, που μεταξύ τους δεν γνωρίζονται, έχουν σώσει τον κόσμο.

    Xόρχε Λουίς Μπόρχες
     
  3. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Περί αυτού που είμαι

    Σ' αυτό το σώμα
    όπου ήδη η ζωή νυχτώνει,
    ζω εγώ.
    Στομάχι πλαδαρό, η κεφαλή γυμνή.
    Λίγα δόντια
    και μέσα εγώ
    σαν κατάδικος.
    Είμαι μέσα κι ερωτευμένος είμαι
    κι είμαι γέρος.
    Τον πόνο μου ερμηνεύω με την ποίηση
    και το αποτέλεσμα ιδιαιτέρως οδυνηρό,
    φωνές που αναγγέλουν: ιδού, οι φόβοι σου καταφθάνουν.
    Φωνές σπασμένες: ήδη περάσαν οι μέρες σου.
    Η ποίηση είναι η μόνη σύντροφος,
    συνήθισε στις μαχαιριές της,
    γιατί είναι η μόνη.

    ( Raul Gomez Jattin )
     
  4. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Διάλειμμα χαράς

    Ήμασταν χαρούμενοι όλοι εκείνο το πρωί θεέ μου πόσο χαρούμενοι.
    Πρώτα γυάλιζαν οι πέτρες τα φύλλα τα λουλούδια
    έπειτα ο ήλιος
    ένας μεγάλος ήλιος όλο αγκάθια μα τόσο ψηλά στον ουρανό.
    Μια νύμφη μάζευε τις έννοιες μας και τις κρεμνούσε στα δέντρα
    ένα δάσος από δέντρα του Ιούδα.
    Ερωτιδείς και σάτυροι παίζαν και τραγουδούσαν
    κι έβλεπες ρόδινα μέλη μέσα στις μαύρες δάφνες
    σάρκες μικρών παιδιών.
    Ήμασταν χαρούμενοι όλο το πρωί η άβυσσο κλειστό πηγάδι
    όπου χτυπούσε το τρυφερό πόδι ενός ανήλικου φαύνου
    θυμάσαι το γέλιο του: πόσο χαρούμενοι!
    Έπειτα σύννεφα βροχή και το νοτισμένο χώμα
    έπαψες να γελάς σαν έγειρες μέσα στην καλύβα
    κι άνοιξες τα μεγάλα σου τα μάτια κοιτάζοντας
    τον αρχάγγελο να γυμνάζεται με μία πύρινη ρομφαία-
    «Ανεξήγητο» είπες, «ανεξήγητο,
    δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους,
    όσο και να παίζουν με τα χρώματα
    είναι όλοι τους μαύροι».

    ( Γιώργος Σεφέρης )
     
  5. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ο γέρος

    Ο γέρος ο εκατοχρονίτης,
    όπου εγνώρισα στο ίδιο νησί μου, τη Λευκάδα,
    αφού πέρασε βοσκός σαράντα χρόνια
    στη βουνοκορφή, στα Σταυρωτά,
    κατέβηκε να παντρευτεί μια μέρα
    στο γιαλό, στο Μεγανήσι
    κι από τότε γίνηκε ψαράς
    κι απόχτησε τρεις θυγατέρες
    κι όσο ήτανε μικρές, κυβέρναε μονάχος
    το ψαροκάϊκο, το πεζόβολο, τα παραγάδια και τα δίχτυα
    κι άμα η πρώτη θυγατέρα ήρθε στο χνούδι της
    τη πήρε στα κουπιά να δέσει το κορμί της,
    έπειτα τη πάντρεψε και πήρε τη κατοπινή
    κι αφού έδεσε και τούτη,
    κράτησε λίγο καιρό τη τρίτη στα κουπιά
    και σα τη πάντρεψε κι αυτήν,
    έμεινε πάλι μες στη βάρκα μοναχός,
    προσμένοντας το θάνατο, ήσυχα να τον ῾γγίξει,
    καθώς σβεί στρωτά ο αγέρας
    στο νερό τα δειλινά...

    ( Άγγελος Σικελιανός )
     
  6. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ο νεκρός

    Ήρθαν τα πρώτα τηλεγραφήματα,
    σταμάτησαν τα πιεστήρια και περιμέναν,
    έγιναν οι παραγγελίες στις αρμόδιες αρχές.

    Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.

    Όλοι φορέσαν τις μαύρες γραβάτες,
    δοκίμασαν στον καθρέφτη τις συντριμμένες πόζες,
    ακούστηκαν οι πρώτοι λυγμοί τα θλιβερά εγκώμια.

    Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.

    Στο τέλος οι ώρες γινήκαν μέρες,
    εκείνες οι φριχτές μέρες της αναμονής,
    οι φίλοι άρχισαν να διαμαρτύρονται.
    Έκλεισαν τα γραφεία τους, σταμάτησαν τις πληρωμές,
    γυρνούσαν τα παιδιά τους αδέσποτα στους δρόμους,
    έβλεπαν τα λουλούδια να μαραίνονται.

    Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.

    ( Τόσα και τόσα πράγματα που δεν προβλέπονται.
    τόσες συνέπειες ανυπολόγιστες, τόσες θυσίες,
    σε ποιους υπεύθυνους να διαμαρτυρηθείς, πού να φωνάξεις; )

    Και ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.

    ( Μανόλης Αναγνωστάκης )
     
    Last edited: 3 Σεπτεμβρίου 2015
  7. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    23 κόκκινα φῶτα οἱ βραδινοὶ στόχοι μου,
    στόχοι τοῦ νοῦ καὶ στόχοι τοῦ ὅπλου.
    Χαϊδεύω τὸ σκύλο, ρίχνω μία πέτρα, γεμίζω τὸ ὅπλο.
    Σημαδεύω τὸ φεγγάρι, πέφτει τὸ φεγγάρι
    καὶ τότε λέω τό ῾ριξα ῾γώ, ὁ τρελὸς ὁ μανιακός.

    Γύρω γύρω ὅλοι, δεμένοι μὲ σοῦστες,
    φεύγουν ταξίδια, πᾶνε γιὰ μπάνιο
    κι ἐγὼ στὴ μέση στημένος
    ἐλέγχω τὸ δρόμο, ἐλέγχω τὶς πίστες,
    στὴ μέση ἀρχηγός, ἐγώ, ὁ τρελὸς ὁ μανιακός.

    Μὲ μάτια ποὺ καῖνε ἐλέγχω τὸ δρόμο, ἐλέγχω τὶς πίστες.
    Ὁ ἥλιος βαράει κι ἡ ὥρα δὲν περνάει,
    κι ἐγώ, στὴ μέση στημένος,
    ἐλέγχω τὸ δρόμο, ἐλέγχω τὶς πίστες,
    ἐγώ, ὁ τρελὸς ὁ μανιακός.

    Τὸ κίτρινο αὐτοκίνητο μὲ θλίβει ἀφάνταστα
    γιατὶ δὲν μπορῶ ποτὲ νὰ τὸ ἐλέγξω.
    Πάντα τὸ ξεχνάω καὶ πάντα, πάντα περνάει
    νὰ μοῦ φέρει τὴ θλίψη
    καὶ τότε κλαίω, καὶ κλαίω πάντα,
    ἐγώ, ὁ τρελός, μοναχός.

    Ἀργύρης Μπακιρτζῆς

     
  8. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Είπα ν’ αφήσω

    Είπα ν’ αφήσω αυτό το πεθαμένο σπίτι,
    να πάω να κατοικήσω επάνω στη θάλασσα.
    Σκιές το κατοικούν, ξεχασμένες φωνές,
    εξαρθρωμένες κούκλες ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες.

    Το παράθυρο μένει γυμνό μέσα στη νύχτα,
    όλα τα τζάμια έχουν πέσει.
    Κομμάτια από γυαλί πάνω στη σκόνη.

    Και μένω κι αγωνίζομαι να βρω τη σκιά μου,
    ίχνος από παλιό λησμονημένον.

    ( Γιώργος Θέμελης )
     
  9. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ο γάμος που δεν έγινε

    Ο θλιβερός γάμος που δεν έγινε,
    αναποδογύρισαν τα βάζα,
    σπάσαν τα λουλούδια,
    τα στέφανα πήραν φωτιά
    και τα πετροβολήσαν με κουφέτα.

    ( Μίλτος Σαχτούρης )
     
  10. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Αίφνης

    Αυτὸ που λέμε όνειρο δεν ειν᾿ όνειρο
    που η πλατιὰ πραγματικότητα δεν είναι πραγματική.
    Κάπου γελιέμαι μα εκει κιόλας υπάρχω απόλυτα,
    σαν το σύννεφο που αλλάζει στα νωθρὰ δευτερόλεπτα
    όντας μονάχα η ακάλεστη μεταμόρφωση.
    Κανένα λιοντάρι δεν παραγνώρισε το θήραμα
    και η πάπια δεν έπαψε να πιπιλίζει τη λάσπη·
    το χταπόδι βγαίνει απ᾿ το ρηχό θαλάμι του με γαλαζόπετρα
    στα ξέφωτα η τίγρη λησμονιέται ανεπίληπτα.
    Νυχτώνει και σήμερα. Η αγωνία
    λέει πάλι: θα βοσκήσω το μαύρο.

    ( Νίκος Καρούζος )
     
  11. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Πιάνο βυθού

    Αυτές οι νότες
    που σας στέλνω με την άνωση,
    δεν έχουν πια κανένα μουσικό ενδιαφέρον.
    Απ’ τον καιρό του ναυαγίου
    που αργά μας σώριασε τους δυο,
    ως κάτω στον βυθό
    σαν βάρος έκπληκτο
    το πιάνο του ολόφωτου υπερωκεανίου κι εγώ
    έχουμε γίνει μάλλον μια διακόσμηση πυθμένος,
    μια υπόκωφη επίπλωση βυθού,
    ένα λουλούδι εξωτικό
    ή ένα τεράστιο όστρακο,
    φωλιά ιπποκάμπων,
    διάδρομος ψαριών που όλο απορούν
    μπρος στην ασπρόμαυρη αυτή μνήμη
    του παπιγιόν, των πλήκτρων, του κολάρου.
    Κι αν σε καμιά βαρκάδα σας
    διακρίνετε στην ήρεμη επιφάνεια
    τρεις πέντε δέκα φυσαλίδες,
    σαν ντο και σολ και μι,
    μη φανταστείτε μουσική,
    είναι λίγη σκουριά που όταν θυμάται,
    πιέζει κι ανεβαίνει.
    Γι’ αυτό να μην ανησυχείτε,
    το πιάνο μου κι εγώ
    είμαστ’ εδώ πολύ καλά,
    εκπνέοντας ίσως πότε πότε νότες άσχετες,
    αλλά μες στην ασφάλεια πλήρους ναυαγίου
    και ιδίως
    μακριά επιτέλους
    από κάθε προοπτική πνιγμού.

    ( Γιάννης Βαρβέρης )
     
  12. Beat Generation

    Και όποιος εν τέλει έτρεξε μέσα στους παγωμένους δρόμους κυριευμένος από
    την ξαφνική αναλαμπή της αλχημείας της χρήσης της γεωμετρικής έλλειψης
    του καταλόγου του μέτρου και του δονητικού πεδίου,
    που ονειρεύτηκε και δημιούργησε ενσαρκωμένα χάσματα στον Χώρο και τον Χρόνο
    μέσα από εικόνες συγκρινόμενες, και παγίδεψε τον αρχάγγελο
    της ψυχής ανάμεσα σε δύο οπτικά είδωλα και συνένωσε
    τα βασικά ρήματα και έβαλε το ουσιαστικό και την παύλα της
    συνείδησης μαζί αναπηδώντας με την αίσθηση
    του Pater Omnipotens Aeterna Deus
    για να δημιουργήσει πάλι το μέτρο και την σύνταξη της φτωχής ανθρώπινης πρόζας
    και να σταθεί μπροστά σου άφωνος και ευφυής και
    τρεμάμενος από ντροπή, απορριμμένος μα εξoμολογώντας
    την ψυχή για συμπόρευση με τον ρυθμό της σκέψης μες στο
    γυμνό του και ατέλειωτο κεφάλι,
    ο τρελός αλήτης και άγγελος μπιτ μέσα στον Χρόνο, άγνωστος,
    θέτοντας όμως εδώ αυτό που ίσως αξίζει να ειπωθεί
    στον χρόνο μετά τον θάνατο,
    και αναστήθηκε μετενσαρκωμένος με τα φασματικά ρούχα της τζαζ
    μέσα στον χρυσοκέρατο ίσκιο της μπάντας και έπαιξε τον πόνο του
    γυμνού μυαλού της Αμερικής για την αγάπη μ’ ενός σαξόφωνου την κραυγή
    ηλί ηλί λαμά σαβαχθανί που ρίγησε
    τις πόλεις ως το τελευταίο ραδιόφωνο
    με την απόλυτη καρδιά του ποιήματος της ζωής σφαγμένη βγαλμένη απ’ τα
    κορμιά τους τροφή καλή για χίλια χρόνια.

    Allen Ginsberg