Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. by desert flower

    IF YOu EVER FALL IN LOVE

    fall in love with some one who wants to know
    your favorite color and jast how you like
    your coffe
    fall in love with some one who
    loves the way you laught and would do
    absolutely anything to hear it
    fall in love with some one who puts their head on your
    chest just to hear heart beat
    fall in love with some one who kisses you in
    public and is proud to show you off to anyone
    they know
    fall in love with some one who makes you question why you
    were afraid to fall in love in the first place.
    fall in love with someone who would never ever want
    to hart you
    fall in love with someone who falls in love with your
    flaws and thinks you are perfect just the way you are
    fall in love with someone who thinks that you are the
    ONE they would love to wake up to each day
    fall i love with someone who care you as a rare object
    rare flower and seldom gift
    fall in love with someone who live only to LOVE YOU
    fall in love with someone who support you
     
  2. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Πολύ ποτό κι απόψε

    Μες στο πυρομάνι της σοδειάς
    και του νεκρού το άναμμα στη πρωινή την μπύρα.
    Θέλω να σπείρω για τα μπουκάλια σου που ‘μειναν στην κουζίνα.
    Τα λόγια είναι πια νυχτερινή υπόθεση.
    Το στυλ κρατιέται σαν της νύχτας το περπάτημα,
    την πατημασιά της γάτας,
    την ακρόαση,
    τα δύο χείλη στο δαχτυλίδι του οινοπνεύματος,
    τ’ ακροδάχτυλα στου σπέρματος τη φλόγα,
    το στοίχειωμα που κούρνιαξε
    και δεν του είπε τίποτα το κορμί σου.
    Ένα δάκρυ ήταν η γνώμη μου και θυμάμαι που άναβα
    με του νεκρού πατέρα το τσιγάρο.
    Κι άλλα τραγούδια λοιπόν.
    Πολλά τραγούδια.
    Οι κλασικοί μ’ ένα κωλοδάχτυλο στην τρύπα τους.
    Οι γυναίκες με λαμπερά φουστάνια.
    Σιχάθηκα να φυσάω το μπουκάλι για τη λήθη μας.
    Πάντα μόνος είσαι.
    Ας πιούμε λοιπόν μπύρα.
    Η ζωή δεν έχει άλλο καπάκι.
    Θα στρίψουμε το επόμενο νόμισμα,
    θ’ ακούσουμε τα καινούργια φτερά,
    δεν θα φορέσουμε άλλα καπέλα,
    γίνηκαν τα καλούπια των γελοίων.
    Έλα εδώ.
    Μύρισε τούτο το αλάτι.
    Στείλε κενό το γράμμα.
    Ξόρκισε το επόμενο ξόδι.
    Άσε τις ευτυχισμένες γυναίκες να κοπάσουν στη φωνή τους.
    Η ποίηση ήταν στ’ αλήθεια κάνα δυο ονόματα.
    Πνιγμένος σ’ ενός κεριού πρόσχαρου τα συχωρεμένα.
    Μια ζωή το πρόβλημα ήταν να εκτεθείς.
    Είτε είσαι ποιητής
    ή κηπουρός
    ή θεραπευτής
    ή χασάπης.
    Το ξόρκι θα είναι πάντα το ίδιο.
    Αν θες να ξεφύγεις μάθε να μένεις σ’ ένα δωμάτιο.
    Οι περισσότεροι άνθρωποι τρελαίνονται γιατί σκέφτονται άλλο ένα καλύτερο γαμήσι.
    Στέκεσαι στη πόρτα και το ξόρκι είναι εκεί.
    Ακούς την ίδια μουσική,
    ξεσκαρτάρεις το γνώριμο χειμώνα,
    βάζεις τόνους στις ίδιες επιστροφές.
    Δε μπορώ πια να γυρίσω σπίτι
    γιατί το σπίτι είναι ένα κομμάτι χαρτί.
    Δε μπορώ να κάνω έρωτα,
    είδα τα πάντα να γαμιούνται.
    Τι να δεις πια στο σκληρό χαρτί.
    Όλες οι αηδίες που πρέπει να γράψεις,
    όλα τα χέρια που μένουν ν’ αγγίξεις.
    Ξύνω γυαλιά μπας και με δει το φως.
    Στέκομαι σιμά στο φως μπας και η φωτογραφία δείξει.
    Η ευκαιρία ξεπερνάει την κίνηση
    κι εννοώ την ώρα που αρπάζεις καθώς χαϊδεύεις τα μαλλιά σου.
    Νιώθω παγωμένος.
    Γερνάω κι άλλο.
    Δεν παν’ να γαμηθούν τα δεδομένα.
    Δε θυμάμαι τι ώρα μου είπε πως είναι.
    Ποίηση είναι να μην το παίζεις ποιητής.
    Ποιητής είναι να στέκεσαι όρθιος
    την ώρα που αντιμετωπίζεις χίλιους δυο μισάνθρωπους.
    Ποιητής είσαι σα νιώθεις τα κρύα χέρια
    και δεν αποδιώχνεις τη μνήμη.
    Όταν βλέπεις το χώμα να σε πλακώνει
    και δεν παίρνεις κανέναν τηλέφωνο.
    Σαν περιμένεις και δεν φοράς τιράντες να σε κρατούν στο χώμα.
    Σαν κάτι κρόταφοι αμακιγιάριστοι
    με τα νύχια τους άκοπα στα πόδια
    και τη μουσική των γραφτών τους
    την πιο τρανή θηλιά.
    Ποίηση είναι να κουβαλάς γράμματα μέσα σ’ εποχές χαμένες.
    Να στέκουν τα μάτια σου λαβωμένα λάφυρα,
    στ’ αναχώματα της σαπισμένης σοδειάς.
    Ποίηση είναι
    πολύ ποτό κι απόψε.

    ( Γιάννης Ζελιαναίος )
     
  3. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Μουσική

    Αν σταθώ για λίγο κοντά στο Ικουέστριαν
    σταματώντας για ένα σάντουιτς με σάλτσα από συκώτι στο Μεϊφλάουερ Σοπ,
    εκείνος ο άγγελος μοιάζει να οδηγεί το άλογο στου Μπέργκντορφ
    και είμαι γυμνός σαν τραπεζομάντιλο, τα νεύρα μου βουίζουν.
    Κοντά στο φόβο του πολέμου και στα αστέρια που χάθηκαν.
    Στα χέρια μου έχω 35 σεντς μονάχα, δεν έχει νόημα να φάω !
    και σιντριβάνια αναβρύζουν πάνω απ’ τις στέρνες με τα φύλλα
    σαν τα σφυριά ενός γυάλινου πιανοφόρτε. Αν σου μοιάζει
    να έχω χείλη λεβάντας κάτω απ’ τα φύλλα του κόσμου,
    πρέπει τη ζώνη μου να σφίξω.
    Μοιάζει με μηχανή τρένου εν κινήσει, η εποχή
    της ταλαιπωρίας και της διαύγειας
    και η πόρτα μου είναι ανοιχτή στα απογεύματα του καταχείμωνου
    χιονιού που πέφτει ανάλαφρα πάνω στις εφημερίδες.
    Σφίξε με σαν δάκρυ στο μαντήλι σου, τρομπέτα
    του απομεσήμερου ! μέσα στης καταχνιάς το φθινόπωρο.
    Καθώς στήνουν τα χριστουγεννιάτικα δέντρα στη λεωφόρο Παρκ
    θα δω τα ονειροπολήματα μου να περνούν με σκύλους μέσα σε κουβέρτες,
    για κάποιο λόγο πριν αρχίσουν όλα αυτά τα φώτα των χρωμάτων !
    Μα τέρμα πια τα σιντριβάνια τέρμα και η βροχή
    και τα μαγαζιά μένουν ανοιχτά μέχρι τρομερά αργά.

    ( Frank O'Hara )
     
  4. by desert flower

    οτι και αν γινει οσο εισαι στην ζωη μου
    τα παντα ειναι μερα
    και αν πρεπει στον κοσμο να περιπλανιεμαι θα
    ηθελα να ειναι οπου εισαι εσυ
    γιατι το σπιτι μου εκει θελω να ειναι αρκει μονο
    να ακουω την μελωδια της φωνης σου γιατη ξερω
    ο μελλοντικες σκιες εξαφανιζονται
     
  5. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Προσφορές

    Όπως στο όνειρο που επιμένει
    απλώς στο απίθανο και διαρκεί
    το ένα δευτερόλεπτο μετά το άλλο,
    και γίνεται ολοένα πιο απίστευτο.
    Σαν να γύρισες αργά το πρόσωπο σου και αργά
    να μου χαμογέλασες ανάμεσα στα μάτια, προκαλώντας με
    εκεί, ανάμεσα στους ζωντανούς, να μιλήσω στους νεκρούς.
    Δεν φαινόταν όμως να γνωρίζεις τον ρόλο που έπαιζες.
    Κι όπως σε όνειρο, εγώ δεν αποκρίθηκα.
    Προσπάθησα μόνο να ξεχωρίσω την ανάμνηση
    του προσώπου σου από εκείνο το καινούργιο που φορούσες.
    Αν αποβιβαζόσουν στο Τσοκ Φαρμ, είπα στον εαυτό μου,
    θα σε ακολουθούσα σπίτι. Θα μιλούσα.
    Θα έκανα μια προσπάθεια ν’ αρπάξω
    αυτή την προσφορά, αυτό το θλιβερό υποκατάστατο
    που μου επιστράφηκε με τον θάνατο, που μου αποκαλύφθηκε
    εκεί στον υπόγειο, σίγουρα σαν να απαιτούσε
    τον έλεγχο και την επιβεβαίωση μου.
    Φτάσαμε στο Τσοκ Φαρμ. Εγώ σηκώθηκα. Εσύ παρέμεινες.
    Ήταν η στιγμή της δοκιμασίας.
    Σου αφαίρεσα το πρόσωπο και το έβγαλα
    έξω, στην αποβάθρα, σ’ αυτό το όνειρο
    που αφηγούνταν όλη τη ζωή του Λονδίνου.
    Σε παρατηρούσα καθώς απομακρυνόσουν, μεταφερόσουν μακριά
    προς τον βορρά, πίσω στην άβυσσο.
    Το αληθινό καινούργιο πρόσωπο σου αμετάβλητο, φωτεινό, ανυποψίαστο,
    ορατό για ακόμη κάμποσα δευτερόλεπτα, κι έπειτα χάθηκε
    αφήνοντας μου το αρχικό κενό
    εκεί όπου ήσουν εσύ πριν, και ξαφνικά δεν ήσουν.
    Όλα όμως προσφέρονται τρεις φορές.
    Και ξαφνικά καθόσουν στο δικό σου σπίτι.

    ( Ted Hughes )
     
  6. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ανεπίδοτα γράμματα ( Νο 2 )

    Δεν ξέρω αν διαβάζεις ανάμεσα στις δέκα μου αράδες,
    πόσο πολύ μου λείπει το βορεινό παράθυρο κλειστό,
    μην τύχει και κρυώσει
    ένα φλυτζάνι τσάι που αχνίζει
    τα περιστέρια των χεριών σου.

    Λέω να κλείσω τα παντζούρια,
    μήπως και μείνει τίποτα απ’ το σούρσιμο της χτένας στα μαλλιά σου,
    λέω ν’ ανεβάσω το φυτίλι
    μη μου χαθεί η φωνή σου.

    ( Άρης Αλεξάνδρου )
     
  7. ΑΥΤΟ

    Αχόρταγος Απρίλης, δέντρα στη σωστή θέση,
    στην ξεριζωμένη τους θέση,
    το στήσιμό τους.
    Στήσιμο έξοχο.
    Το κόκκινο των κλαδιών τους,
    το πράσινο των κορμών τους (κρούση),
    ποτάμι, εκείνο εκεί.
    Ξάφνιασα μια χήνα και έσκουξε.
    Περπατώ και περπατώ με κρύα χέρια.
    Πίσω στο σπίτι είναι γεμάτο νοσταλγία,
    τίποτα που να παίρνει μακριά τη νοσταλγία.
    Εξετάζω τη ζωή μου αναδρομικά.
    Πάω να βρω αναλογίες.

    Δεν υπάρχει καμία.
    Μα είχα ξανανοσταλγήσει ανθρώπους, είχα ξαναγαπήσει.
    Όχι έτσι.
    Δεν ήταν αυτό.

    Δώσε μου έναν κόσμο, έχεις πάρει τον κόσμο που ήμουν.

    ΑΝΝ ΚΑΡΣΟΝ
     
  8. Soraya

    Soraya Guest

    Ερωτικές Επιστολές

    επιστολές του Γκουστάβ Φλομπέρ προς την Λουιζ Κολέτ

    Ιούλιος 1846

    Είμαι δεμένος στο σώμα σου σαν άγριο σκυλί σε πάσσαλο και αλυχτάω, όχι γιατί θέλω να λευτερωθώ και να το σκάσω, αλλά επειδή δεν σε φέρνουνε σε μένα μια ώρα αρχύτερα να κόψω με τα δόντια μου τις σάρκες σου, αυτές που ντύνεσαι για να είσαι «όπως πρέπει» μπρος στους τρίτους. Το πάθος μου για σένα συγκρίνεται μονάχα με ένα μάτσο απρέπειες μη εξημερωμένου ζώου. Θέλω να σε απολαύσω αργά. Θα μένω λοιπόν κάμποσο νηστικός. Θα αφήνω την πείνα μου να ξαναμεγαλώνει σαν κλαδεμένο κλαρί, για να σε ευχαριστηθώ πάλι από την αρχή. Δεν θα σε λυπάμαι που θα κείτεσαι κι εσύ αιχμαλωτισμένη. Θα σε ποδοπατάω. Κανείς δεν λυπάται κάτι το θεϊκό. Κανείς δεν δείχνει ευσπλαχνία για το αναίτια υπέροχο. Θα τα υποστείς όλα μέχρι να γιατρευτεί η λύσσα του έρωτά μου.

    15 Αυγούστου 1846

    Θα σε σκεπάσω με έρωτα την επόμενη φορά που θα ιδωθούμε. Τα χάδια θα έχουν έκταση. Θα σε μπουκώσω με όλες τις χαρές της σάρκας μέχρι να λιγοθυμήσεις, να πέσεις να πεθάνεις. Θέλω μαζί μου να τα χάσεις ολότελα και να ομολογήσεις κρυφά στον εαυτό σου ότι ποτέ δεν είχες τολμήσει να ονειρευτείς τέτοιο παραλήρημα…

    Όταν γεράσεις, θέλω να νοσταλγείς αυτές τις λίγες ώρες, θέλω να ανατριχιάζεις ολόκληρη από την παλιά χαρά όταν στον νου σου θα τη φέρνεις.

    Γενάρης 1854

    Δεν θα με κουράσουν ποτέ οι συναντήσεις μας. Μπορεί ο άνθρωπος να χορτάσει το νερό; Μπορεί το χορτάρι να βαρεθεί τον ήλιο; Μπορεί η κορφή ου ψηλού βουνού να θελήσει να τινάξει από πάνω της το παγωμένο χιόνι; Εσύ αγάπη μου, είσαι απ’ τις ανάγκες η πιο ζωτική. Δεν έχεις τίποτα απ’ τις άλλες – όλες μαζί – να ζηλέψεις.

    Θα πέσω οριζόντια με τα χέρια παραδομένα, ανήμπορα, θα ανοίξω το στόμα διάπλατα, θα κρατήσω τα βλέφαρα ορθάνοιχτα, θα εκθέσω την καρδιά μου άφοβα, να μου δοθείς με όποιο τρόπο σταθεί δυνατό. Σαν ήλιος, σα φως, σαν αέρας, σα νερό, σα ζωή, σα θάνατος, σαν αγάπη. Είμαι αχόρταγος άνθρωπος και θα σε πείσω γι’ αυτό. Είμαι πειναλέος άνθρωπος και πείσε με γι’ αυτό. Λουίζ, σε χρειάζομαι. Επισκέψου με «πανταχόθεν…».
     
  9. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Πετρώσαμε

    Βάλε τις παλάμες στους ώμους μου,
    αγκάλιασε με,
    μόνο τα χείλη σου ανασαίνουν στα δικά μου,
    μόνο η θάλασσα στην πλάτη μας παφλάζει.
    Οι πλάτες μας σαν φεγγαρίσια όστρακα
    που πίσω μας σφαλίσαν τώρα.
    Ακούμε τεντωμένοι,
    ακουμπισμένοι.
    Εμείς - ένα διφορούμενο σχήμα ζωής.
    Στον αέρα του τσίρκου του κόσμου
    σκεπάζουμε με τους δικούς μας ώμους
    ό,τι γεννιέται ανάμεσα μας,
    όπως οι φούχτες τη φλόγα φυλάνε.
    Αν στ' αλήθεια κάθε κύτταρο έχει ψυχή,
    άνοιξε τους φεγγίτες σου εσύ
    και στους δικούς μου πόρους
    πετροχελίδονα φυλακισμένα
    οι ψυχές σου θα φτερουγίζουν μέσα σε μένα!
    Τα κρυφά κάποτε γίνονται φανερά.
    Μ' άραγε σε τι καταρράχτη από φωνές πουλιών
    τ' αγκάλιασμα θα στερηθούμε, θα μαραθούμε
    σαν τα όστρακα τα βουβά;
    Αλλά ως τότε, ανάφτρα, ξαπλώσου
    στο κέλυφος της πλάτης σου το ελαστικό.
    Έτσι εσύ σε μένα κι εγώ σε σένα θα βυθιστώ.
    Κοιμηθήκαμε.

    ( Andrei Voznesensky )
     
    Last edited: 1 Μαρτίου 2016
  10. Δώ’ μου τα χέρια σου να με αλαφιάσουν,
    χέρια που ανέκαθεν αναπολώ
    νά ’ρθουνε τη μοναξιά μου να σπάσουν,
    δώσ’ τα μου νά ιδω έτσι κι εγώ καλό.

    Άμα τα πιάνω στη φτενή μου αρπάγη
    –δάχτυλα, σκιάξιμο, σάστισμα, φούρια–…
    άμα τα πιάνω, όπως λυώνουν οι πάγοι
    και το νερό βρίσκει κοίτη καινούργια,

    νιώθεις τα ρεύματα που με διαρρέουν,
    με κατακλύζουν και με καταχτούν,
    που διατρυπούν τα πρανή των ορέων
    και τί προδίδουν όσοι έτσι αταχτούν;…

    Τί μαρτυράει εδώ η μύχια γλώσσα;
    –ρήματα αλάλητα, αγριμιών ορμές,–
    βουβά κι ανίδωτα και μύρια όσα
    είδωλα μέσα σε μαύρο καθρέφτη… Μες

    στην ανεκλάλητη πια ανατριχίλα
    τί λεν τα δάχτυλα που έξαφνα πιάνουν
    σφιχτά τη λεία τους; Τί λένε; Μίλα!
    Σε μια στιγμή-αστραπή το αχανές χάνουν!…

    Δώ’ μου τα χέρια σου, της καρδιάς μου εκμαγεία·
    σιγάει ο κόσμος –σαν δεν είναι μόνα,
    τα χέρια σου– να νιώσει τη μαγεία
    του νυσταγμού η ψυχή μου εις τον αιώνα.

    Louis Aragon, Τα χέρια της Ελσας
     
  11. dekaepta

    dekaepta New Member

    Το κάλεσμα Του..

    Γοητεία και ηδονή…
    Ηδονή και αίμα…
    Αυτά είναι τα όπλα μου…
    Η ευχή και η κατάρα μου…
    Να μένω πάντα μόνος…

    Αιώνες μοναξιάς με μόνη συντροφιά την μνήμη.
    Όλες μου οι ερωμένες είναι νεκρές…
    Αλλά πέθαναν ευχάριστα…
    Στην αγκαλιά μου…

    Πάντα μου έλεγαν: Πριν σε γνωρίσω το τελευταίο
    Πράγμα που ήθελα να δω πριν πεθάνω
    Ήταν τα αστέρια…
    Τώρα θέλω να πεθάνω και να βλέπω εσένα…

    Πως λοιπόν να τους αρνηθώ
    Έναν τόσο όμορφο θάνατο;
    Ομορφότερο από τον δικό μου…
    Που πέθανα και γεννήθηκα στο
    Χώμα…

    Δεν είμαι κακός…
    Οι συνθήκες βλέπετε…
    Ειλικρινά…
    Και εσείς αν πεινάγατε τι θα κάνατε;’’

    Αυτοί είναι οι στίχοι από ένα τραγούδι.
    Με χαρακτηρίζουν απόλυτα…
    Εμένα το σαρκοβόρο της νύχτας…
    (Και της ημέρας…)

    Τους ψιθυρίζω…
    Αναστενάζω…
    Δεν μετανιώνω όμως για τίποτα…

    Μου αρέσει πριν βγω έξω να είμαι δίπλα
    Στο τζάκι και να πίνω κόκκινο κρασί…
    Βάζω το ποτήρι μπροστά στα μάτια μου…
    Και οι φλόγες γίνονται ένα με τον κρασί…
    Σαν δύο δυνάμεις που παλεύουν…

    Και το τραγούδι συνεχίζετε…

    (V_KK19)
     
  12. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Θηριοδαμαστές

    Ένα μυστικό μέσα απ’ τα βάθη των αιώνων ακούστηκε
    καθώς η γαλήνη της κάμαρας πισώπλατα μας άγγιζε,
    χρόνια νεκροί στο ημίφως της Ιστορίας
    με σβησμένα τα χνάρια της επιστροφής
    κινήσαμε να προσεγγίσουμε τις αντίθετες δυνάμεις
    που κυβερνούν τον κόσμο·
    έμπειροι θηριοδαμαστές νωχελικών ωρών
    πίνοντας τ’ αποτσίγαρα της μοναξιάς
    κι ούτε ένας εθελοντής να σηκώσει τα πανιά στο πέλαγος
    μονάχα πεδία πολέμου διακρίνονται
    βαμμένα με το αίμα των αθώων ψυχών.
    Αυτά και άλλα πολλά σκεφτήκαμε σήμερα
    που μείναμε κολλημένοι στις καρέκλες του δωματίου
    ονειρευόμενοι μια χώρα εξωτική
    ενώ έξω τα παιδιά αρρώσταιναν με την ασκήμια
    του κόσμου
    καθώς τα καράβι ετοιμαζόταν να δραπετεύσει απ’ τα νερά
    αυτού του λιμανιού, γεμάτο σημαίες και κίτρινα φώτα
    πηγαίνοντας ποιος ξέρει πού· μπορεί σ’ εκείνο το νησί
    που είχαμε ακούσει μικροί, ίσως στον Πειραιά ή στο χαμό.
    Οι καιροί αναδιπλώθηκαν πια
    κανείς δεν προχωράει πρώτος, όλοι στην ουρά
    ουραγοί και ιδρωμένοι να μη φαίνονται
    κι εσύ ήξερες μόνο να ικετεύεις τους δειλούς
    σαν τον αυτόμολο που παραδίνεται στον εχθρό
    που έχει χάσει τη μάχη· κι οι νικητές είναι πολλοί
    κι οι ψυχές χωρίς σωτηρία, ειδικά τις Κυριακές
    περισσότερο τ’ απογεύματα μετά το ποδόσφαιρο
    που περιπλανιέσαι μόνος στους δρόμους της πόλης
    στα καφενεία με τα θολά τζάμια.
    Υποψίες περικύκλωσαν τη νύχτα
    εκδρομείς επισκέφτηκαν τα χωριά και τις τύψεις
    δυο-τρεις φαντάροι ανεβαίνουν το μονοπάτι το χωμάτινο
    φωτιές και ήχοι γαντζώνονται στις παλάμες σου
    κι όλα αυτά εντελώς φυσιολογικά σαν το χτύπο του ρολογιού
    σαν τον καστανά που πριν ήταν λαχειοπώλης·
    σημάδια εξαγοράς και προδοσίας
    στα χέρια των ληστών η οροφή του κόσμου
    στις φευγαλέες μέρες το άρωμα της άνοιξης
    ξανά και ξανά μια υπόσχεση που ναυάγησε
    στα άδεια ποτάμια, στα πηγάδια, στα τούνελ
    κι η πόλη να ερωτεύεται την ασκήμια της
    κι οι ωραίοι θνητοί να μην υπάρχουν
    μπαίνοντας προς το δύο χιλιάδες, με πόδια ισχνά
    με μάτια θαμπά με τις αξίες παραδομένες
    στην εύκολη γοητεία κι οι εραστές πνιγμένοι
    στην πλεονεξία τους – είναι πια σύγχρονοι.
    «Είμαι μοντέρνα» φώναξες Ελένη ( μα και ωραία ).
    Εγώ πάντως ζω – τίποτ’ άλλο.

    ( Γιώργος Γκανέλης )
     
    Last edited: 3 Μαρτίου 2016