Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. estelwen

    estelwen χρήσιμη Contributor

    ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ (3)

    Είσαι νέος – το ξέρω – και δεν υπάρχει τίποτε.
    Λαοί, έθνη, ελευθερίες, τίποτε.
    Όμως ε ί σ α ι. Και την ώρα που
    Φεύγεις με το 'να πόδι σου έρχεσαι με τ’ άλλο
    Ερωτοφωτόσχιστος
    Περνάς θέλεις – δε θέλεις
    Αυλητής φυτών και συναγείρεις τα είδωλα
    Εναντίον μας. Όσο η φωνή σου αντέχει.

    Πώς της παρθένας το τζιτζίκι όταν το πιάνεις
    Πάλλονται κάτω απ’ το δέρμα σου οι μυώνες
    Ή τα ζώα που πίνουν κι ύστερα κοιτούν
    Πώς σβήνουν την αθλιότητα: ίδια εσύ
    Παραλαμβάνεις απ’ τους Δίες τον κεραυνό
    Και ο κόσμος σού υπακούει. Εμπρός λοιπόν
    Από σένα εξαρτάται. Τάχυνε την αστραπή

    Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.

    (Οδυσσέας Ελύτης)
     
  2. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Η κόκκινη χτένα

    Μαζευόμασταν και λέγαμε τ’ αθέατα όνειρα μας.
    Μα το τελικό, το βασικό μας όνειρο ήταν,
    τα όνειρσ μας να υποτιμούν το μέλλον.
    Όταν ήμασταν παιδιά στις πρώτες πρώτες τάξεις,
    μας χτενίζαν οι μανάδες μας μετά το μπάνιο,
    τραβώντας πρώτα ακριβοδίκαια μια γραμμή
    με το μολύβι πάνω στον ξύλινο χάρακα
    και ψάχνοντας μετά, την που στο διάτανο
    έχεις παραπέσει κοκάλινη χτένα.
    Αγαπούσα τις χωρίστρες.
    Τις αγαπούσα, γιατί τις είχα δει στην εφημερίδα
    σε μια φωτογραφία ημερίδας ποιητών,
    που έπιανε ασπρόμαυρη τη μισή σελίδα,
    όπου στηρίζονταν μεταξύ τους χαρούμενοι όλοι
    με τους αγκώνες στους ώμους,
    όσων είχαν προλάβει μια θέση.

    ( Αλέξιος Μάινας )
     
  3. Brigitte

    Brigitte Contributor

    ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

    Σπασμένες μέσα μου εἰκόνες ἀνταπόκρισης,
    ρήμαγμα μέσα σὲ ξένες ἀγκαλιές,
    ἀπελπισμένο κρέμασμα ἀπὸ λαγόνια ξένα.
    Πέσιμο ἐκεῖ ποὺ μοναχὰ ἡ μοναξιὰ ὁδηγεῖ:
    νὰ ὑποτάξω ἀκόμη καὶ τὸ πνεῦμα μου,
    νὰ τὸ προσφέρω σὰν τὴν ἔσχατη ὑποταγή.

    (1953) Ντῖνος Χριστιανόπουλος
     
  4. Brigitte

    Brigitte Contributor

    Όσο με πληγώνεις

    Ολόκληρος στον έρωτα δοσμένος,
    άλλη χαρά δεν έχω παρά μόνο
    στην άγρια σου ματιά να κρυφολιώνω
    και να σου είμαι πάντα υποταγμένος.

    Κι όταν στα πόδια σου, γονατισμένος,
    τ’ απελπισμένα χέρια μου απλώνω,
    όπως με διώχνεις, νιώθω τέτοιο πόνο,
    που ευφραίνομαι σαν σκύλος κλωτσημένος.

    Σκληρό αγόρι, όσο με πληγώνεις,
    τόσο και πιο πολλή χαρά μού δίνεις.
    Σκιρτά η ψυχή μου, όταν τη ματώνεις.
    Και τρέμει από φόβο, μήπως γίνεις
    πιο τρυφερή μια μέρα, γιατί ξέρει
    να χαίρεται, μονάχα αν υποφέρει.

    Ντῖνος Χριστιανόπουλος
     
    Last edited: 4 Μαρτίου 2016
  5. estelwen

    estelwen χρήσιμη Contributor

    Επιμένω σ’ έναν άλλο κόσμο

    Επιμένω σ’ έναν άλλο κόσμο.
    Τον έχω τόσο ονειρευτεί,
    τόσο πολύ έχω σεργιανήσει μέσα του
    που πια
    είναι αδύνατο να μην υπάρχει...

    (Χρίστος Λάσκαρης)
     
  6. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ερωτηματικά ψυχοσαββάτων

    Έρχονται οι φίλοι μου,
    χτυπούν την πόρτα,
    τι να τους πω, θα τους ανοίξω πάλι
    κι εξ άλλου χρόνια τώρα πεθαμένοι
    κι εξ άλλου
    χρόνια τώρα που κρυώνουν.
    Και το σκυλί – τι άβυσσος αλήθεια –
    κουνώντας την ουρά
    καλωσορίζει.
    Προς τι λοιπόν οι μάταιες αντιστάσεις;
    Ποιος ορθοτόμος και
    δικαιοκρίτης;
    Και ποιος εγώ που δήθεν τοπογράφος
    οριοθετώ
    τον πάνω κόσμο από
    τον κάτω κόσμο;
    Και ποιος εσύ
    που αμίλητος ανοίγεις
    παλιά συρτάρια και
    βαθιά σεντούκια
    ψάχνοντας το χαμένο μυρογυάλι;
    Και ποιος αυτός
    που αντίκρυ μου στην τάβλα
    χύνοντας δάκρυα φλογερά
    μια πίνει κόκκινο κρασί και μια
    την ερημιά των τάφων τραγουδάει;

    ( Ορέστης Αλεξάκης )
     
    Last edited: 5 Μαρτίου 2016
  7. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Τα μηνύματα


    Ἡ Μέρα, ποὺ ἀναμένει ὁ ἄνθρωπος μηνύματα,
    εἶναι ὅλη ἀπὸ ἀβαρὲς μολύβι κανωμένη.
    Ψιλοβρέχει, δίχως νὰ δείχνει πὼς θὰ πάψει ποτέ,
    ψιλοβρέχει βροχὴ μὲ διαλυμένη τὴν αἰωνιότητα.
    Μπροστὰ του ἁπλώνεται ἡ θάλασσα μὲ κάποια ταραχήν,
    ὄχι μεγάλη. Τ’ ἀντίκρυ βουνὰ ἐντελῶς κρυφτῆκαν στὴν καταχνιά!
    Κάθεται στὸ παράθυρο τὸ κάπως παγερό. Στρέφεται ὅλος
    ν' ἀτενίζει πρὸς ἐκεῖ, ὁπόθε τὰ περιμένει. Τὸν θαρρεῖς,
    τὸν φθινοπωρινὸν ἐτοῦτον ἄνθρωπο, πὼς τ’ ἀγναντεύει
    νά 'ρχονται, σὰν καράβι, ἀπ' τὸ πέλαγο, ἢ σὰν πέρασμα
    πολλῶν πουλιῶν. Πουλιῶν ἀναρίθμητων, σύννεφο μὲς στὸ σύννεφο,
    τοῦτο τὸ ταξιδιωτικό, μὲ προορισμό του νὰ τὰ φέρει.

    Φέτος, τί πρόωρα πού 'ρθεν ὁ χειμώνας στὸ νησί.

    Ἡ νύχτα, ποὺ προηγεῖται ἀπὸ τὴ Μέρα τῶν Μηνυμάτων
    εἶναι πολὺ πιὸ ἄγρια, μονότονη ἀπελπιστικά.
    Τὴν ἀγριεύουν τὰ σκοτάδια. Κι' ἔπειτα, δὲν ἔχει
    ὡριμάσει ἐντὸς τῆς ψυχῆς ἡ ἀκριβὴς ἰδέα τοῦ τὶ θα 'ρθεῖ.
    Ἡ Ἐρημία κι’ ἡ Ἐγκατάλειψη θεριεύουν· δὲν ἁπαλύνει
    τίποτε τὴν σκέψη, παρ' ἀναδρομὲς σὲ περασμένα
    φθινόπωρα, σὲ περασμένες ἀναπολήσεις. Ἀλλὰ τὸ Πρωί,
    ὢ δὲν εἶναι τὸ ἴδιο, τὸ Πρωί. Ξημερώνει καί, ναὶ μὲν
    δὲν εἶναι Ἥλιος ν’ ἀνατείλει Φῶς, νὰ θερμάνει τὴ νέκρα τούτη,
    ἀλλ' ἀνατέλλει, γέννημα τοῦ ἁπλοῦ νερόχιονου, βουνὸ
    καταπράσινο, μιὰ Βεβαιότητα, ποὺ ὅπου καὶ νάναι, θά 'ρθουν
    Μηνύματα πολλὰ κι’ ὡραῖα, συνθεμένα σὰν Χρησμοὶ
    τοῦ Μέλλοντος ἀπὸ μακριά, ὅλο χαρὰ καὶ θέρμη.
    Καὶ τούτη ἡ Πίστη σώνει καὶ σὲ ζωογονεῖ.
    Ἄσχετα ἂν ἔρθουν ἢ δὲν ἔρθουν, φθάνει ποὺ πλασθῆκαν.

    ( Τάκης Παπατσώνης )
     
  8. Brigitte

    Brigitte Contributor

    Όλο και πιο πολύ

    Στους ανεπαίσθητους ψιθύρους της εσπέρας,
    στα μυστικά καλέσματα της νύχτας,
    ψυχή μου, άρχισες κι εσύ να ξεθαρρεύεις
    όλο και πιο πολύ κι άρχισες να `χεις
    πιο εύκολα τα μάτια και τα λόγια,
    πιο βιαστικά τα χρήματα του πάθους,
    όλο και πιο λιγότερους τους δισταγμούς
    και δίνεσαι και τρέχεις και ξεφτίζεις
    κι επιμένεις ακόμα να ελπίζεις
    με μια πυρακτωμένη φαντασία,
    μ’ ένα κορμί παρανάλωμα της έξαψης
    ώριμη πια για το χαμό...

    Ντῖνος Χριστιανόπουλος
     
  9. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Εφιαλτικό

    Τα κίτρινα φώτα
    μη τα βλέπεις πια,
    παντού υπάρχουν
    εραστές του σκότους.

    Οι καλές ώρες θρυμματίζουντε,
    τα είδωλα γιορτάζουνε
    την θλίψη της καρδιάς.

    Δυο δάκρυα παιδικά
    φοράνε ακόμα τ’ αποφόρια
    της όμορφης ευημερίας.

    Ο ονειροπόλος της θεάς καλλής
    κουράστηκε να καταγράφει
    τις φθορές, κι αξόδευτους αφήνει
    τους πάμφυλλους ροδώνες.

    ( Νίκος Α. Νομικός )
     
  10. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    "1968"

    Το βράδυ βούλιαξε στο ποτάμι,
    από τα χόρτα βγήκε μισό το φεγγάρι,
    αέρας χύθηκε στις κορνίζες
    και το παράθυρο νεκρός κρατήρας
    κοίταξε τον ίσκιο, κοίταξε τον τυφλό,
    τα ξεραμένα φύλλα του καπνού στην αποθήκη.

    Είμαι ένα κομμάτι απ' όλα όσα συνάντησα,
    είμαι το άστρο που πηδάει από τη βάρκα,
    η μουσική που κυματίζει στο μυαλό,
    το όνειρο του ποταμού κι ο ίσκιος του καθρέφτη.

    ( Αναστάσης Βιστωνίτης )
     
  11. Manfred

    When the moon is on the wave,
    And the glow-worm in the grass,
    And the meteor on the grave,
    And the wisp on the morass;
    When the falling stars are shooting,
    And the answer’d owls are hooting,
    And the silent leaves are still
    In the shadow of the hill,
    Shall my soul be upon thine,
    With a power and with a sign.

    Though thy slumber may be deep,
    Yet thy spirit shall not sleep;
    There are shades which will not vanish,
    There are thoughts thou canst not banish;
    By a power to thee unknown,
    Thou canst never be alone;
    Thou art wrapt as with a shroud,
    Thou art gather’d in a cloud;
    And for ever shalt thou dwell
    In the spirit of this spell.

    Though thou seest me not pass by,
    Thou shalt feel me with thine eye
    As a thing that, though unseen,
    Must be near thee, and hath been;
    And when in that secret dread
    Thou hast turn’d around thy head,
    Thou shalt marvel I am not
    As thy shadow on the spot,
    And the power which thou dost feel
    Shall be what thou must conceal.

    And a magic voice and verse
    Hath baptiz’d thee with a curse;
    And a spirit of the air
    Hath begirt thee with a snare;
    In the wind there is a voice
    Shall forbid thee to rejoice;
    And to thee shall night deny
    All the quiet of her sky;
    And the day shall have a sun,
    Which shall make thee wish it done.

    From thy false tears I did distil
    An essence which hath strength to kill;
    From thy own heart I then did wring
    The black blood in its blackest spring;
    From thy own smile I snatch’d the snake,
    For there it coil’d as in a brake;
    From thy own lip I drew the charm
    Which gave all these their chiefest harm;
    In proving every poison known,
    I found the strongest was thine own.

    By thy cold breast and serpent smile,
    By thy unfathom’d gulfs of guile,
    By that most seeming virtuous eye,
    By thy shut soul’s hypocrisy;
    By the perfection of thine art
    Which pass’d for human thine own heart;
    By thy delight in others’ pain,
    And by thy brotherhood of Cain,
    I call upon thee! and compel
    Thyself to be thy proper Hell!

    And on thy head I pour the vial
    Which doth devote thee to this trial;
    Nor to slumber, nor to die,
    Shall be in thy destiny;
    Though thy death shall still seem near
    To thy wish, but as a fear;
    Lo! the spell now works around thee,
    And the clankless chain hath bound thee;
    O’er thy heart and brain together
    Hath the word been pass’d–now wither!

    Lord Byron
     
  12. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Πλάνη

    Φορτώνω στη ράχη μου
    δύο νεκρά πουλιά
    τα φτερά τους
    -και πεθαμένα-
    κροταλίζουν
    κρυφά περάσματα
    στις φυλλωσιές
    και λιτανείες στο νότο
    κι έναν παλμό
    που ήτανε κάποτε
    κήπος ατίθασος
    στην όψη του αμάραντου
    και στην οσμή της σάρκας.

    Φορτώνω στη ράχη μου
    δύο νεκρά πουλιά
    κι όνειρα αμέριμνα
    που δεν κουράζονται
    ποτέ
    να επιστρέφουν
    στη φωλιά τους
    όπως το ψάθινο καπέλο
    του καλοκαιριού
    που εκτελεί πάντα
    την ίδια πορεία
    μακριά απ’ το κεφάλι μας
    όταν τ’ αφήνουμε
    να το ρουφήξει
    το πρώτο μελτέμι
    και τα ξερά φύλλα
    του φθινοπώρου
    κι ύστερα η μνήμη
    που δε συγκρατεί τίποτα
    αληθινά δικό μας
    παρά αυτή την τελευταία
    ανέλιξη
    σε μιαν αόρατη σκάλα.

    Ταλαντεύομαι
    και πληρώνω το βάρος μου
    σε κάθε βήμα
    η πτήση ξεκινά
    από την πλάτη μου
    και τελειώνει εκεί
    δεν είναι ύψους
    ενατένιση
    αλλά παράταση αναπνοής.

    ( Άννα Γρίβα )