Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Αδειανό

    Δεν ορίζει πλέον η αναμονή το αποτέλεσμα.
    Από εδώ φύγαν όλοι.
    Έμεινα να στρώνω τα κρεβάτια τους,
    να καθαρίζω τα δωμάτια που κατοικούσαν.

    Αποχαιρέτησα.
    Όλο αποχαιρετώ.

    Κι η λέξη "καλωσόρισες",
    κρυφά φυγαδεύτηκε σε μια βαλίτσα.

    ( Μάκης Κατραφύλλιας )
     
  2. estelwen

    estelwen χρήσιμη Contributor

    Ίσως παράξενο

    Ο κόσμος είναι γεμάτος εμπορεύματα αμαξοστοιχίες
    Οι επιβάτες είναι αγελάδες
    Και γάλα και βούτυρο.
    Και τυρί και νόστιμη μαρμελάδα
    Και ταύροι και άλογα,
    Και κόκορες και κότες.
    Η αγελάδα είναι η μητέρα του γάλακτος,
    Και γιαγιά και του τυριού και του βουτύρου.
    Το τυρί είναι ξάδελφος της μαρμελάδας.
    Το άλογο είναι ξάδελφος του κόκορα
    Η κότα γεννά τα αυγά.
    Το αυγό είναι ξάδελφος του τυριού και του βουτύρου,
    Που είναι o γιος και η κόρη του γάλακτος.
    Δεν είναι παράξενο;
    Είναι.

    Kurt Hermann Eduard Karl Julius Schwitters, 1887-1948
     
    Last edited: 17 Ιουνίου 2016
  3. Dark_Explorer

    Dark_Explorer Κλωθώ: ἄτρακτον στρέφειν Contributor

    [Όταν κατέβουμε τη σκάλα...]

    Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμε
    στους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε,
    αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι,
    μ' ένα χαμόγελο στ' ανύπαρκτα τους χείλη;

    Τουλάχιστον δωπέρα είμαστε μόνοι.
    Περνάει η μέρα μας, η άλλη ξημερώνει,
    και μες στα μάτια μας διατηρούμε ακόμα
    κάτι που δίνει στα πράγμα χρώμα.

    Αλλά εκεί κάτου τι να πούμε, πού να πάμε;
    Αναγκαστικά ένας τον άλλον θα κοιτάμε,
    με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες,
    ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες.

    Αν έρθει κανείς την πλάκα μας να χτυπήσει,
    θα φαντάζεται πως έχουμε ζήσει.
    Αν πάρει ένα τριαντάφυλλο ή αφήσει χάμου,
    το τριαντάφυλλο θα 'ναι της άμμου.

    Κι αν ποτέ στα νύχια μας ανασηκωθούμε,
    τις βίλες του Posilipo θα ιδούμε,
    Κύριε, Κύριε, και το τερραίν του Παραδείσου
    όπου θα παίζουν cricket οι οπαδοί Σου.


    Καρυωτάκης


    Γράφτηκε τον Απρίλιο-Μάιο του 1928. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ξεκίνημα (7, Ιούλιος 1933) μετά το θάνατο του Καρυωτάκη. Ενδιαφέρον έχει το σημείωμα του περιοδικού που συνόδευε το ποίημα (βλ. παρακάτω).

    Σημείωμα της σύνταξης του περιοδικού Ξεκίνημα:

    Το ανέκδοτο αυτό τραγούδι του Καρυωτάκη, που είναι και το τελευταίο που έγραψε ο ποιητής -- λίγες μέρες πριν την αυτοκτονία του --, βρέθηκε από το διάδοχό του στην υπηρεσία της Νομαρχίας Πρεβέζης και σημερινό Δ/τή της κ. Θανάσην Γκέλην, ανάμεσα στα υπηρεσιακά έγγραφα. -- Ο φίλος νέος ποιητής κ. Τάκης Τσιάκος είχε την ευγενική καλοσύνη να μας το στείλει για δημοσίευση, αντιγράφοντάς του από το πρωτότυπο. -- Στο τραγούδι αυτό είναι φανερή η σύγχυση των εννοιών του ποιητή, που το έγραψε σε στιγμή φρικτής απελπισίας.
     
  4. Dark_Explorer

    Dark_Explorer Κλωθώ: ἄτρακτον στρέφειν Contributor

    Αισιοδοξία

    Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
    στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
    Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
    μ' αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού
    θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ' ουρανού,
    και με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσει.

    Ας υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρα,
    σε χώρες άγνωστες, της δύσης, του βορρά,
    ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,
    οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
    Για να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφερά,
    έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.

    Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύρος
    άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν,
    τα παντελόνια μας και, με του πτερνιστήρος
    το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν.
    Πηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --
    ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.

    Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
    από εκατό δρόμους, στα όρια της σιγής,
    κι ας τραγουδήσουμε, -- το τραγούδι να μοιάσει
    νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής --
    τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
    και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει.


    Καρυωτάκης
    Γράφτηκε τον Απρίλιο-Μάιο του 1928. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη Νέα Εστία (6, 63, 1 Αυγούστου 1929) μετά το θάνατο του ποιητή.

     
     
  5. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ο κόσμος είναι τρομακτικός

    Ο κόσμος είναι τρομακτικός,
    αλλά μέσα του κολυμπούν
    σ' ένα ατελείωτο ενυδρείο,
    συμήδες, αλεπούδες,
    χείμαρροι λουλουδιών,
    εξοχικοί δρόμοι
    και ξύλινα σπίτια
    κι επιπλέον τα κοντσέρτα του Μπράμς
    και τα βάλς του Σοπέν.

    ( Jarosław Iwaszkiewicz )
     
    Last edited: 17 Ιουνίου 2016
  6. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Το μαρτύριο

    Μοσχοβολούσε το φεγγάρι,
    σκύλοι μ᾿ άσπρα λουλούδια στο κεφάλι
    περνούσανε στο δρόμο εκστατικοί
    κι ο δρόμος κάτω έφεγγε από κρύσταλλο
    και μέσα φαίνονταν
    τα σφυριά και τα μαχαίρια.

    Μέσα στα χέρια μου έσπασα το κρύσταλλο.

    Και τότε είδα το κόκκινο το σύννεφο,
    να μεγαλώνει, ν᾿ ανάβει την καρδιά μου
    και τ᾿ άλλο το γκρίζο σαν καπνός,
    ν' αδειάζει από μέσα μου, να φεύγει.

    ( Μίλτος Σαχτούρης )
     
    Last edited: 18 Ιουνίου 2016
  7. Brigitte

    Brigitte Contributor

    Οι γυναίκες με τα αλογίσια μάτια - Τάσος Λειβαδίτης (απόσπασμα του έργου του)

    ...γι αυτό και μέσα σε κάθε ζωή υπάρχει πάντα κάτι πιo βαθύ
    απ' τον εαυτό της - η ζωή των άλλων.
    ...η μοναξιά είναι τόσο απέραντη
    ώστε έρχονται δυο - δυο για να την υπομείνουν.
    Στα πρόσωπά τους οι βαθιές ρυτίδες
    είναι τ' αυλάκια που κυλάει ο χρόνος
    πέφτοντας αθόρυβα
    στην αιωνιότητα.


    ...κι είναι περίεργο πόσο ψεύτικα φαίνονται καμιά φορά
    τα πιo αληθινά πράγματα...


    Ήθελε να ζήσει
    και δεν υπάρχει άλλος τρόπος ζωής, έξω απ' τη ματαιοδοξία.
    Δεν ήξερε,
    πως το κλειδί της φυλακής του καθένας το κρατάει στην τσέπη του...


    Γιατί οι γυναίκες έχουν προαιώνιους,
    μυστικούς δεσμούς με το αίμα
    αίμα της ήβης, αίμα της παρθενιάς, αίμα της γέννησης...


    ...οι πράξεις τρέχουν αίμα
    απ' τη δειλία αποκεφαλισμένες...
    ...αίμα για να γεννηθείς,
    αίμα για να πεθάνεις
    βαθύ, σα θαύμα, ανθρώπινο αίμα.


    ...σε τούτο το πανάθλιο ξενοδοχείο
    γινόταν το πανάρχαιο μυστήριο της τιμωρίας και της συγχώρεσης...
    Γιατί η ζωή είναι ατελείωτη και μπορεί κανείς να ξαναρχίσει
    και δυο φορές - να ξαναρχίζει κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή...
    Kι είσαι ξέχειλος από ανθρώπινα πεπρωμένα.
    ...ένα καινούργιο ζευγάρι ανεβαίνει κιόλας τη σκάλα
    έτοιμο να ριψοκινδυνέψει την ψυχή του στη μεγάλη
    αβεβαιότητα του έρωτα.
    Kαι πέρα στο βάθος απλώνεται η πόλη απέραντη, πολύβουη,
    κατάφωτη, αμφιθεατρική, σαν ένα αρχαίο, γιγάντιο
    στάδιο
    όπου οι δειλοί δεν έχουν θέση.
    Kι α, ποια άλλη, αλήθεια, πιο απροσμέτρητη λεηλασία
    υπάρχει της απρόσιτης αιωνιότητας,
    απ' το τραγούδι.
    "Aύριο", λες,
    και μέσα σ' αυτήν τη μικρή αναβολή παραμονεύει ολόκληρο
    το πελώριο ποτέ.
    ...τους μιλούσε για την ελπίδα και το μέλλον - κι άλλες
    τέτοιες βλασφημίες.
    Kαι τ' όνομά του ήταν μεγάλο, σαν οποιοδήποτε
    ανθρώπινο όνομα.
    Mια ζωή, αλήθεια, μπορεί να τελειώσει στη μέση, μια
    άλλη να μην αρχίσει ποτέ...

    A, ναι, με τούτο το μικρό κλειδί κει πάνω στο κομοδίνο
    τα κορίτσια κλειδώνουν κάθε βράδυ τις εισπράξεις και
    τη μνήμη τους
    για να μπορούν να ζουν.
    Kαι μόνο εκείνη η γυναίκα, θάρθει η αναπότρεπτη ώρα,
    μια νύχτα, που θα νιώσει με τρόμο ξαφνικά,
    πως στέρησε τον εαυτό της απ' την πιο βαθειά, την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
    μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.
    ...κι απ' όλα πιό χειρότερο, όταν όχι η ελπίδα πια, μα κι
    αυτός ο ίδιος ο πόνος σου σ' αφήνει.
    Kι όπως αργά, μεσάνυχτα, γυρίζαμε στα σπίτια μας
    τρεκλίζοντας, δεν ήμασταν μεθυσμένοι. Γυρίζαμε
    βαρειοί απ' αλήθειες.
    Mα να,
    που όπως ύστερ' από καιρό μπαίνει κανείς στο σπίτι που του λήστεψαν, ανοίγουμε δακρύζοντας και
    μπαίνουμε
    στην Iστορία.

    Mα πιο πολύ νοιώσαμε την αδυναμία που κρύβεται
    πίσω απ' την κακία.
    ...είπαμε ψέματα από φόβο
    κι ύστερα είπαμε ψέματα, έτσι, απο συνήθεια.
    Ή κάποτε είπαμε και την αλήθεια, μα δε μας πίστεψαν.



    ...σ' αναζητάω
    σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας
    σ' ένα σπίτι πού ‘πιασε φωτιά.
    Kι ο άνεργος που γυρίζει αργά, για να χουν όλοι κοιμηθεί
    στο σπίτι...
    ...να λιχνίζει κι ο κίνδυνος την ψυχή μας και να μένει ότι
    πιο άγιο και καθαρό.
    ...νύχτες υψωμένες ως το άπειρο, κι ακόμα ψηλότερα, ως
    τον εαυτό μας,
    ωριμάζοντας το απίθανο και το οριστικό.
    Ήρεμος και απόμακρος, σα μια πράξη που έγινε
    και την ακολουθεί η σιωπή.

    ...αν η καλοσύνη είναι το χέρι του Θεού πάνω απ' τον κόσμο,
    η δικαιοσύνη είναι το πρόσωπο του μεγάλου ανθρώπινου πλήθους
    μέσα μας.

    Γιατί ο πόνος, ο απέραντος ανθρώπινος πόνος, σ' ανασηκώνει
    πάνω απ' τον εαυτό σου...
    Kαι τότε καταλαβαίνεις
    τους πόνους του απείρου
    όταν κοιλοπονούσε τον κόσμο. Kαι τους πόνους της γής
    για να γεννήσει ένα στάχυ. Ή τους πόνους ολόκληρης
    της αιωνιότητας, για να γεννηθεί κάποτε
    ένα τραγούδι.

    Kαι μέσα στη φωνή μας τρέμαν όλοι οι αιώνιοι χωρισμοί.
    ...μη μας στερήσεις ποτέ, ω άγια, γλυκειά ζωή
    την αγάπη μας για σένα!
    Mα τα χέρια τους είναι τυφλά,
    σακατεμένα απ' το βάρος όλων αυτών
    που δεν έδωσαν.

    ...άνθρωποι μικρόψυχοι μέσα στις αρετές τους, κι άλλοι
    εξαγνισμένοι απ' τις πελώριες αμαρτίες τους.

    ...κι ο κάθε πόνος μας είναι μια μυστική, πικρή επιστροφή
    στην άγια ταπεινότητα των απλών πραγμάτων...

    Δικές μας απαιτήσεις απ' τους άλλους,
    ενώ μαντεύαμε κι εκείνων τη μικρότητα
    και τη δική μας υστεροβουλία.

    Λόγια που τα προμελετήσαμε, μα που όταν
    ήρθε η ώρα
    δώσαν τη θέση τους σε μια δειλή σιωπή...

    ...που να πας τότε; πού θα κρυφτείς! Tι την έκανες
    την ανεπανάληπτη ζωή σου;

    Γιατί στο βάθος, μας βασανίζει ανελέητα η απόγνωση
    να χουμε κάτι ολότελα δικό μας...
    ...κι ο εγωισμός,
    είναι κι αυτός ένας απελπισμένος τρόπος
    να υπάρξεις.

    Mα όστις απωλέσει την ψυχήν αυτού, με τι θέλει
    την αντικαταστήσει;

    Ω μάνα, Γη!
    H σημαία μας είναι αγέρωχη σαν τα φέρετρα
    η σημαία μας είναι αναμάρτητη σαν τις μητέρες
    η σημαία μας είναι σκληρή σαν το Θεό.
    Nά 'σαι τόσο πρόσκαιρος,
    και να κάνεις όνειρα
    τόσο αιώνια!
     
    Last edited: 17 Ιουνίου 2016
  8. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Νοσταλγία

    Ένα σπιτάκι μου ’ρχεται στο νου μου κάθε βράδυ,
    στη γειτονιά που υψώνεται μια πληχτικιά εκκλησία,
    που ζει και που ονειρεύεται με την ανησυχία
    κάποιου ξενιτεμένου.
    Πόσο βαθιά η ανάμνηση στην ώρα τη θλιμμένη,
    την ώρα που τα σύγνεφα φωτοπεριχυμένα
    απ’ τα στερνά ηλιοχρώματα παν κι έρχονται στα ξένα
    με τα βαριά βαπόρια.
    Με τα βαπόρια που έρχονται κι αράζουν στο λιμάνι
    κι απ’ την καρδιά μου κλέβουνε του γυρισμού τον πόθο
    κι όταν σε λίγο φεύγουνε πάντοτ’ εγώ τα νιώθω
    χωρίς εμέ να φεύγουν.
    Και μέσα στην ανάμνηση, που ‘ρχεται κάθε βράδυ,
    του άσπρου σπιτιού που είναι κοντά στην πληχτικιά εκκλησία,
    περνάει σε μιαν ατέλειωτη και θλιβερή οπτασία
    ολ’ η παλιά ζωή μου.

    ( Μήτσος Παπανικολάου )
     
    Last edited: 19 Ιουνίου 2016
  9. Brigitte

    Brigitte Contributor

    Γυναίκες - Τάσος Λειβαδίτης

    “…Φτωχές γυναίκες,

    μοδίστρες, δακτυλογράφοι,
    ασπρορουχούδες,


    τίμιες ή σπιτωμένες, ακόμα κι
    άλλες


    εκείνες του σκοινιού και του

    παλουκιού,

    γυναίκες του ανέμου, της
    βροχής, του κουρνιαχτού,


    νιώσαμε το φόβο που κρύβεται
    καμιά φορά


    πίσω από την αγνότητα,

    την κούραση πίσω από την
    καλοσύνη ή την αδιαφορία


    πίσω απ’ την υπακοή.

    Μα πιο πολύ νιώσαμε την
    αδυναμία που


    κρύβεται πίσω απ’ την κακία.

    Συχνά μας άφησαν εκείνοι που
    αγαπούσαμε
    πολλές, πάνω στη τρέλα τους, τους ρίξανε βιτριόλι,


    οι πιο πολλές βέβαια κλάψαμε,
    χτυπηθήκαμε,


    μα φροντίσαμε σύντομα να
    βρούμε έναν άλλον,


    γιατί τα χρόνια περνάνε…
    Αν μας έβλεπε κανείς το βράδυ, όταν μένουμε μονάχες


    και βγάζουμε τις φουρκέτες,
    τις ζαρτιέρες, και κρεμάμε


    στην κρεμάστρα το πανωφόρι κι
    αυτήν τη βαμμένη μάσκα


    που μας φόρεσαν, εδώ και
    αιώνες τώρα, οι άντρες


    για να τους αρέσουμε –

    αν μας έβλεπαν, θα τρόμαζαν
    μπροστά σε τούτο


    το γυμνό, κουρασμένο πρόσωπο.

    Αχ, γυναίκες έρημες,

    κανείς δεν έμαθε ποτέ πόση
    αγωνία κρύβεται πίσω απ’


    τη λαγνεία, ή την υστεροβουλία
    μας.


    Και πάντα γυρεύαμε το
    καλύτερο….


    Συχνά καταφύγαμε και στις
    χαρτορίχτρες,


    τρέχουμε στα μέντιουμ να
    μάθουμε- τι να μάθουμε;


    Διαβάζουμε καθημερινά το
    ωροσκόπιο στις εφημερίδες,


    πηγαίνουμε σε διάφορους
    ύποπτους αστρολόγους…


    λοιπόν πού πάμε; Από πού
    ερχόμαστε; Τι ψάχνουμε


    παλεύοντας αιώνια με τα έξω
    και τα μέσα μας στοιχεία;


    Ερχόμαστε απ’ το φόβο και το
    φόνο, απ’ το αίμα και


    την επανάληψη. Ερχόμαστε απ’
    την παλαιολιθική αρπαγή-


    κι αρχίζουμε την ανθρώπινη
    φιλία.


    Τέλος, ύστερα από πολλά,
    παντρευόμαστε,


    κάνουμε κάμποσες εκτρώσεις,
    αρκετά παιδιά,


    ύστερα έρχεται η κλιμακτήριος,
    οι μικρονευρασθένειες,


    κι ύστερα τίποτα. Όλα
    καταλαγιάζουν μέσα μας.


    Κι επιθυμίες κι αναμνήσεις- αχ
    περνάει


    γρήγορα η ζωή, ούτε το
    καταλαβαίνεις.


    Τα παιδιά ζούνε σ’ ένα δικό
    τους κόσμο, δε μας ξέρουν


    παρά μονάχα σα μητέρες, δεν
    μπόρεσαν να μας δουν


    ποτέ λίγο κι εμάς σαν
    ανθρώπους-


    με τις μικρότητες ή τις
    παραφορές τους.


    Έτσι ζήσαμε. Αγνοημένες και
    μονάχες μέσα


    στο εσωτερικό μας πάθος,

    αγνοημένες κι έρημες μέσα στην
    ιερότητα


    της μητρότητάς μας…”
     
  10. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Τα μήλα

    Περπατώ στο χωριό με τα παλιά μισογκρεμισμένα του σπίτια.
    Τα πιο πολλά, για παραθυρόφυλλα έχουνε κόκκινους μπερντέδες
    και καθώς ο άνεμος τους σηκώνει κάθε τόσο, φανερώνονται από μέσα καπνισμένα δοκάρια.
    Σ’ ένα μπαλκόνι με ωραία σκαλισμένα κάγκελα, στέκεται μια γυναίκα με άσπρα μαλλιά
    και μακρύ φόρεμα• το χρώμα του θυμίζει βατόμουρα.
    Στο λαιμό της για μαντήλι φοράει ένα ολοκαίνουργιο πράσινο χαρτονόμισμα,
    πιασμένο με μια καρφίτσα που το ρουμπίνι της λάμπει σαν χοντρός κόμπος αίμα.
    Είναι σκυμμένη στη γλάστρα της και την ποτίζει τραγουδώντας.
    Έχει γλυκιά κι απαλή φωνή• κάθομαι δακρυσμένος και την ακούω.
    Για μια στιγμή οι ματιές μας συναντιούνται και μου γνέφει πως θέλει κάτι να μου δώσει.
    Απλώνω τα χέρια μου – όπως μου δείχνει – αγκαλιά.
    Κι αρχίζει να μου ρίχνει, βγάζοντας μέσ’ απ’ το φουστάνι της που τα είχε κρυμμένα,
    μήλα ζεστά, όπως αυτά που πουλάνε στα πανηγύρια, ψημένα σε μικρούς χωματένιους φούρνους,
    πασπαλισμένα με άχνη ζάχαρη και καρφωμένα ύστερα, σαν κεφαλάκια μωρών,
    πάνω σε μακριά ξύλα με πολλά παρακλάδια.

    ( Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς )
     
  11. dina

    dina Σκλαβα της Brt Contributor

    Και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
    και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ'τον άλλο.
    Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος τρόπος να γνωριστουν.
    Γιατί οι ανθρωποι-συντροφε-ζουν απ'τη στιγμή που βρίσκουν
    μια θεση στη ζωή των άλλων...
    Και τότε καταλαβαίνεις,γιατί οι απελπισμένοι,γίνονται
    οι πιο καλοί επαναστάτες.
    Τ.Λ.
     
  12. dina

    dina Σκλαβα της Brt Contributor

    Οργανωμένη Δολοφονία

    Μια δειλή πράξη που
    σε κάνει να πεθαίνεις μέσα στους αλλους,
    με μια συγγνώμη αργοπορημένη
    πεθαίνουν οι άλλοι μέσα σου.
    Λίγη περισσότερη σιωπή μπορεί να σκοτώσει
    το ίδιο αλανθαστα όπως και μια λέξη.
    Μια κίνηση αδιαφορίας,ένα επίμονο βλέμμα,
    το κουδούνι που δε χτύπησε,το γράμμα που δεν ήρθε,κάνουν το ίδιο καλά τη δουλειά τους όπως ένα μαχαίρι ή λίγο υδροκυανιο.
    Κάθε μέρα,όλες τις νύχτες,24 ολακερες ώρες,
    ο φόβος σκοτώνει,η απροσδιοριστια σκοτώνει,τ'όνειρο σκοτώνει,
    η πράξη σκοτώνει...

    Κι όταν πεθάνεις
    κανείς δεν ξέρει από πόσους καθημερινούς
    θανάτους σε προφυλάσσει
    αυτό το μικρό χωματενιο ύψωμα.
    Τ. Λ.