Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Το ερπετό που ξυπνάει

    Θητεύσαμε παιδιά στη νύχτα με ένα σταφύλι θυμού ατρύγητο.
    Τι αμόλυντη περηφάνια είχαν τα λόγια μας, φωτίζοντας
    το θαύμα, πού θαύμα δεν έγινε.
    Είναι από τότε που η μνήμη ερπετό ξυπνάει και τρώει
    απ' τη θλίψη και ύστερα λουφάζει σε τάφο συλημένο.
    Γιατί πάντα θ' ανθίζει η στοργή, για τα ναυάγια που
    επιστρέφουν παράδοξα όπως σκιές του φονιά μέσα στα όνειρα.
    Και είναι από τότε που βγάζουν στο σφυρί τα κουρέλια
    εκείνου του πάναγνου έρωτα, του πάναγνου έρωτα.
    Και όσοι τάχθηκαν πρώτοι, εξαργύρωσαν την κραυγή μας ερήμην.
    Από κείνη τη νύχτα, ότι και αν πω, φωνάζει σαν αίμα.

    ( Ηλίας Γκρής, 17 Νοέμβρη 1989 )
     
    Last edited: 5 Οκτωβρίου 2014
  2. Θέλεις να πατάς σταθερά.
    Σ’ άρεσουν οι ρηχές θάλασσες.
    Σ’ αρέσει να γυρνάς τον κόσμο
    Αλλά πάντα στα ρηχά.
    Εμένα μ’ αρέσουν οι βαθιές θάλασσες
    Κι ας μη γυρνώ τον κόσμο
    Κι ας με νομίζεις κολλημένο
    Στο ίδιο σημείο.
    Δεν υπάρχει σύμπαν
    Υπάρχουν μόνο στιγμές
    Συμπαντικές στιγμές.
    Αν φτάσεις στην ακινησία
    Μπορείς παντού να ταξιδέψεις
    Γι’ αυτό το ξέχασες που σου λέγα
    Μωρό μου, κείνο το πρωινό
    Δίπλα στην σκάλα πως η ζωή
    Και ο θάνατος δεν είναι θέμα περιβάλλοντος.
    Είναι θέμα αντοχής στην ίδια γραμμή πλεύσης.
    Εγώ δεν χρειάζομαι τον κόσμο
    Κακώς έχεις νομίσει.
    Για μένα δεν υπάρχει κόσμος
    Χρειάζομαι απλά
    Να δημιουργώ κόσμους.


    Ν. Άσιμος
     
  3. anima0

    anima0 Regular Member

    Αυτό το είχε μελωποιήσει, Βεατρίκη;
     
  4. απ' όσο γνωρίζω, όχι.
    απόσπασμα από το Αναζητώντας Κροκανθρώπους είναι, νομίζω.
     
  5. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    Κλέφτικο

    Είδα τις καλύτερες γενιές του μυαλού μου
    διαλυμένες απ’ τη φαιδρότερη Λογική
    υστερικές, γυμνές και χρεωμένες
    να σέρνονται σε βαλκάνιους δρόμους την αυγή γυρεύοντας
    τρόπους για να πληρωθεί μια αναγκαία δόση,

    ρεμπέτες-άγγελοι που τσάκισαν τη ράχη τους μεταφέροντας πίτσες,
    φιλέτα ροφού σβησμένα σε σαμιώτικο, έπιπλα «κάν’ το μόνος σου» και είδη υγιεινής,
    που φτωχοί στήθηκαν καπνίζοντας μπροστά από υπερφυσικές οθόνες
    μ’ έναν τρόμο παράλυτο για τα βιογραφικά τους,
    που βρήκαν την κόμισσα Seroxat να σέρνεται ξημερώματα στην Ηπείρου
    συντροφιά με τον βαρόνο Tavor και τη μακρινή εξαδέλφη του ―
    αναιμική δεσποινίδα του ιδιωτικού παροράματος ―Xanax,

    που σκάλισαν μ’ έναν ξεκούρδιστο τζουρά
    χιτζάζ, ουσάκ, σαμπάχ και πειραιώτικους δρόμους,
    αυλακωμένα απομεσήμερα με καύσωνα
    μέσα σε τυφλά δυάρια και γρίλιες ασφυκτικές,
    που πάρκαραν τα Cherokee τους στα λιθόστρωτα του Ψυρρή
    κι έχασαν το σκαλπ τους για μια φυσική ξανθιά –που δεν ήταν φυσική ξανθιά–

    που τρέκλισαν και σκόνταψαν στο ανυπόληπτο φιλιατρό
    επιστρέφοντας με σκάρτη καρδιακότητα στη Κατανάγκα,
    που άκουσαν τον Σωκράτη να ουρλιάζει «Τα Πάγια» με σπασμένες χορδές
    απ’ τη Συκιά Χαλκιδικής ίσαμε τη Στουτγάρδη,
    που εκπόνησαν διδακτορική διατριβή
    με θέμα «Ο Υπαρξισμός μετά τον Σαρτρ και το Πρόβλημα της Αναπηρίας
    στη Νοτιοδυτική Γκάνα» και γύρισαν στην Αθήνα
    θωπεύοντας στις ουρές του ΟΑΕΔ το μακρύτερο
    μανίκι της μεταμοντερνίλας,

    που έψαξαν ανάμεσα στις 7.284 πληγές του Φαραώ
    μήπως και βρουν τη δική τους,
    που το ’ριξαν στο Ζεν και μπόλιασαν τον Στάλιν
    με στούντιο-πιλάτες και γιόγκα-πλαστικές,
    που χαιρέτησαν με τρόπους ευγενικούς καθώς αρμόζει στ’ αστόπαιδα
    το άδειο κρεμασμένο σακάκι στην πλάτη της καρέκλας του Γενικού,

    που έβαλαν σε λειτουργία τον αυτόματο πιλότο της νεύρωσης δίχως τρέλα
    και χώνεψαν τη Μέθοδο και την Δομή
    εκδίδοντας ιδίοις αναλώμασιν τ’ αβρόχοις ποσίν
    για να συνδιαλέγονται τα νούφαρα του νάρκισσου μεταξύ τους,

    που γύρεψαν την αγάπη τους ανεμίζοντας σημαίες της Κρονστάνδης,
    που διπλώθηκαν από τη μοναξιά μέσα σε γυμνά δωμάτια, καίγοντας
    τα πτυχία τους στον κάδο ανακύκλωσης κι ακούγοντας το διπλανό
    σκυλάδικο μέσ’ απ’ τον τοίχο,
    που ήπιαν νέφτι, χλωρίνη κι έφαγαν κουκούτσια ελιάς τη μέρα της μετάταξής τους
    στο 724 ΤΜΧ, στο 482 ΤΔΒ, στο Κ.Ε.Υ.Π. στο Γ.Ι.Α.Τ.Ι. και στο Μεγάλο Πεύκο,
    που γυάλισαν ερπύστριες, ερπύστριες, ερπύστριες, ζάντες παροπλισμένων Leopard,
    κάνιστρα και διόπτρες νυκτός,
    και πιάσαν φωτιά απ’ το τσιγάρο κάποιου καφρόκαυλου ΕΠΟΠ
    κι έχασαν το πρόσωπό τους > πού είναι το δέρμα σου Παναγόπουλε;
    > δεν ξέρω κύριε Στρατηγέ, κάνω πλεονασμό; σχωράτε με…
    που τάισαν το τέρας που τους τάιζε δειπνώντας μ’ έναν ντεφορμέ θεό,
    που χάραξαν στο μπράτσο τους με σκουριασμένο κοπίδι το πρώτο χαδάκι
    του έρωτα σε δίωρους γαμηστρώνες art déco,

    που βυθίστηκαν στο ζενικό φως των Εξαρχείων, των Άγιων Ανάργυρων και της Κυψέλης
    «Ντυμένοι Επίσημα», στο «Δρόμο προς το Περίπτερο», με «κύριο Κρακ»
    «Δέλτα», «Αντίποινα», «Ηλεκτρογραφία», «Μικρές Αγγελίες», Τρίποντο κι Αθλητική Ηχώ,
    που μ’ ένα Σπίρτο πυρπόλησαν κάποια Πλατεία Ηρώων,
    που ξόδεψαν το γαλάζιο τους στη Φευγάδα, σ’ ένα γκισέ τουριστικό-Vermietung Zimmer- Σούδα-Φαληράκι beach-blowjob contest-Λαγανάς-transit για Croydon -Νύχτα-
    που πληροφορήθηκαν απ’ το ραδιόφωνο πως ορίστηκε ΕΔΕ για την ΕΔΕ που ορίστηκε
    για την ΕΔΕ που δεν είχε αποτέλεσμα για την ΕΔΕ που κατέληξε στο ασφαλές
    συμπέρασμα πως πρέπει να οριστεί ΕΔΕ,
    που σουλατσάρανε εκστατικοί, άεργοι και φιμωμένοι, μέσα σε πορνοστάσια αχνά
    γράφοντας ύμνους λατρευτικούς για τα μάτια της Άννας Πάβλοβα
    διερωτώμενοι «Αν ―Αγαπήθηκε ―Κανείς ―Ποτέ ―Εδώ ―Μέσα;»
    που εργάστηκαν προσωρινά σε εταιρείες είσπραξης
    ληξιπρόθεσμων οφειλών κι είχαν για καλημέρα τους το «άι γαμήσου»,
    που φυλλομέτρησαν ακατανόητα ημερολόγια οικογενειακού προγραμματισμού
    παίζοντας στο χέρι τους τα κλειδιά του γραφείου, πάντα στις λάθος γειτονιές,
    και πάντα τη λάθος ώρα,
    που τραγούδησαν το σύνθημα κατά των πολυεθνικών πριν αυτό ξεπουληθεί
    σ’ ένα σποτάκι διαφημιστικό για καπότες,
    που εγκατέλειψαν την ανάγνωση, περίπου σ’ αυτό το σημείο,

    που έβρασαν σε μια μαστουρωμένη ολονυχτία
    τον σκελετό ανατομίας κι ήπιανε το ζουμί,
    που λόγχισαν την Ανία και πλευριτώθηκαν σε λόφους από scrap-παλιοσίδερα
    και σε ασίγαστες πρασινάδες της Σαξονίας,
    ενθύμια ασημένιων φτερών ενός όρθρου
    στο cow-tipping μαγικών μανιταριών ―ξεστρατισμένα σωθικά,
    χρόνια θολά που ζέστανε η αχρηστία,

    που είχαν όνειρα για περιπλάνηση κι απομόνωση, διαλογισμό και μελέτη
    κι απέμειναν με όνειρα για περιπλάνηση κι απομόνωση, διαλογισμό και μελέτη,

    που σκάλωσαν στην διάταξη υπ’ αριθμόν 117 και συγκεκριμένα στην παράγραφο 3 κάθετος 66 εδάφιο 34 κι αγνόησαν την άνω τελεία στο ακροτελεύτιο άρθρο
    του προεδρικού διατάγματος 238 ―παρηγορήθηκαν για λίγο στην ερμηνεία του βουλεύματος 466― μούδιασαν κι αποτρελάθηκαν σε στάση γραφειοκρατικής αμφισημίας, σκεπτόμενοι: «διάολε!… τελικά ο κόσμος δεν είναι καθόλου απλός»
    που έπαθαν ψύξη-γάγγραινα-ακρωτηριασμό, ηθικολογώντας κάτω απ’ το ορθάνοιχτο παραθυράκι του νόμου,
    που κυνήγησαν χρυσαυγίτες που κυνηγούσαν μετανάστες που κυνηγούσαν αγγέλους
    που κυνηγούσαν τυχοδιώκτες, κυνηγημένοι όλοι από δουλεμπόρους αριθμούς,
    που έφαγαν φλούδες πορτοκαλιού για να την συναντήσουν -και την συνάντησαν-
    κάτω από σημαίες χορηγών, στα 1.200 MHz, στα 18.000 BTU, στο φροντιστήριο Κύκλοτρο, —-η πτώση της απ’ τον έβδομο———
    και τα α σ θ ε ν ο φ ό ρ α,
    που μελέτησαν Λεοντάρη, Πλωτίνο, Βύρωνα, Αντόρνο και Κορτάσαρ,
    γιατί ένιωσαν τη διαλεκτική να πακτώνεται ενστικτωδώς
    κάτω από τα πόδια τους στη Νέα Κρήνη,
    που βρήκαν το παιδικό αναλόγιο του πατέρα θαμμένο στα ερείπια του Ντε Λα Σαλ,
    που μάδησαν κυκλάμινα σανατορίων δίπλα σ’ ανοιχτά παράθυρα
    και τρούλους της Τσιμισκή, κι αναρωτήθηκαν πόσο να παίζει ο μπούκης την δική τους εξόντωση,
    που στα γραπτά τους εξημέρωσαν τον Παρμενίδη
    αποκτώντας ξαφνική δυσανεξία στα κουκιά,
    που κλείδωσαν ολόκληρο μεσαίωνα σ’ ευέλικτες προθεσμιακές
    κι έκτοτε καθησυχάζονται με τεσσεράμισι τοις εκατό τόκο,
    που πόνταραν τις ελπίδες τους στην Άλλη Ελλάδα ―την «καλή»― κι εδώ γέλα όσο θες αναγνώστη ―
    που έγραψαν ιστορία αναστενάζοντας στο Legend, στο Berlin, στο Mojo και στο Astoria,
    ανασηκώνοντας κακομοίρικους ώμους στο περιβόητο τροπάριο:
    «αφού μας πολεμούν-μας κατατρόπωσαν-δεν το βλέπεις;-δεν το βλέπεις;-είμαστε λίγοι-μια τόση δα νησίδα αντίστασης-μια ελάχιστη κουκίδα στο χάρτη-μια σιωπηρή μειοψηφία-ασφαλής-στην Τάξη που την όρισε-για άλλοθί της-ακίνδυνοι-ευαίσθητοι-και μορφωμένοι- προπάντων ηττημένοι-βαράμε μύγες στα φαντασιακά-rooms to let-
    της ριζοσπαστικότητάς μας-δεν το βλέπεις;-δεν το βλέπεις;-μην το βλέπεις… εβίβα!»

    που απ’ τον δεύτερο όροφο ονειρεύτηκαν
    ένα ευήλιο διαμπερές στον τρίτο ―κι από κει
    ένα ευήλιο διαμπερές στον πέμπτο ―κι από κει
    ένα ευήλιο, ευχάριστο, διαμπερές ρετιρέ ―κι από κει
    το σπίτι ολόκληρο ―ακέραια τη γειτονιά―
    τη χώρα συθέμελη ―ει δυνατόν― μαζί με τους κατοίκους,
    που έχτισαν με το Τίμιο Σπαθί τους
    επιδαπέδια ενυδρεία με χρυσόψαρα, πιράνχας και led φωτισμό,
    που υποθήκευσαν το μυαλό τους στην Τράπεζα Παρακαταθηκών και Δανείων
    και τους το πήρε η Τράπεζα Παρακαταθηκών και Δανείων
    και τώρα δεν ξέρει τι
    να το κάνει,

    που σταύρωσαν τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη για να δουν εσένα που δεν είχες ένα όραμα
    ή εμένα που δεν είχα ένα όραμα ή αυτόν που δεν είχε ένα όραμα, γιατί ήθελαν να μετρήσουν επακριβώς ποια και κατά πόσο υπήρξε μεταξύ μας η Διαφορά,
    που έσβησαν σαν λογοκριμένα καρέ σε υπόγειες αίθουσες προβολών, άλλαξαν γνώμη και πλευρό την ώρα που ξεπιανόταν το Σύμπαν, ξύπνησαν σε απροσδόκητους Αμπελόκηπους,
    σύρθηκαν έξω απ’ τα σινεμά μπαϊλντισμένοι από κούφια ρητορική
    και χάθηκαν κουτσαίνοντας, αιώνιοι, στους κίτρινους δρόμους,

    που φάγανε το στιφάδο της κανονικότητας
    ή ψάρεψαν normalité απ’ τον πυθμένα του Έβρου,
    που αναποδογύρισαν όλους τους κάδους των Αθηνών γυρεύοντας τον ευρυγώνιο φακό του ονείρου, ή το τετράδιο με τις αγγελικές σημειώσεις ενός προπατορικού μυθιστορήματος,
    που χρονομέτρησαν αριστερόστροφα ποιήματα μ’ ένα Rolex-Oyster Perpetual- Cosmograph, πήγαν στην παρουσίαση της 15ης τους συλλογής ―έκαναν εντύπωση―
    καλά ήταν,
    που κατέβηκαν στη Λαμία, που τα παίξανε στη Λαμία, και δραπέτευσαν προσωρινά
    μα ξαναγύρισαν στη Λαμία κι ανέμεναν εκεί, κάτι απροσδιόριστο, επί ματαίω,
    που αγνάντεψαν στη Λαμία και στοχάστηκαν ―όσο επιτρέπεται να στοχαστεί
    κανείς στη Λαμία― και προσπάθησαν να μονάσουν, μα τελικά το γλέντησαν
    με τέσσερις οξυζενέ αηδόνες στην πλατεία Λαού και στην πλατεία Ελευθερίας,
    κι έφυγαν για να διερευνήσουν διαφημιστικά οράματα ήσσονος Αποκάλυψης
    και τώρα η Λαμία, στις ψησταριές και στα κωλάδικα,
    αναπολεί τσικνίζοντας τους ήρωές της,

    που σνίφαραν φόλα όταν κατάλαβαν-πως-γεννήθηκαν-για-να-πουλάνε-
    κινητά- οθόνες αφής- τρέλα-25άρες σύριγγες κι ατελέσφορα-πακέτα συνομιλίας,
    αξεσουάρ κομμωτηρίων-κρίκους- τασάκια-φαναράκια-κιμονό απ’ το Κιλκίς-
    που πιάστηκαν στα πράσα μ’ ένα τσιγάρο χασίς
    κι εξήλθαν δυόμισι χρόνια μετά απ’ τον Κορυδαλλό (όχι του Shelley)
    σωστά, επιμορφωμένα πρεζόνια, που σάλταραν
    μέσα σ’ άδεια εμπορικά βαγόνια κι έπαιξαν πρέφα με τα δελτάρια αποστολής,
    που ξεχάστηκαν μήνες και χρόνια κάτω από θερμογόνα σώματα αργοπίνοντας κουτσομπολιά, αναδεύοντας αφρόψαρα της Αρετσούς με πετονιές της Προποντίδας, ενίοτε κάνοντας : Ααααααααααα….! για λέγε-για λέγε- για πες-για λέγε- για πες-για λέγε-μελαγχολία έχουμε; φιλτράκια έστω;-για λέγε-για λέγε-για πες-

    που προδόθηκαν από αγνά λαϊκά φουστανάκια, στιχατζήδες της εργατιάς, μεσούλες γυμνές έντεχνων γλυκών του κουταλιού με το δίσκο, μεσάζοντες, λογοκριτές, λαμέ βραδιές για νεολαίες ποιμενικές, νοικοκυριά, εξοχικά, κλέφτικα, ενοχικά, εύγλωττα γιλεκάκια, Πρέβεζες, χρεολύσια, λάμιες, εικονοστάσια, φτηνό Johnny Red της Καλλιθέας για αυτοτύφλωση, free press, πρωτοχρονιές σε γέφυρες γοτθικές, κατσαδιασμένοι απ’ την αφή ―κι αμπαρωμένοι σ’ αγκαλιές― δίχως χέρια

    που φόρεσαν γραβάτες φανταχτερές μες στα δικά τους αμοργιανά καλοκαίρια
    και κρεμάστηκαν απ’ αυτές και κανένας δεν νοιάστηκε,

    που πολέμησαν το ποσοστιαίο κτήνος,
    το κτήνος της αδήλωτης καταστολής
    το κτήνος των ποδοπατημένων ψιθύρων
    κι απέμειναν τρελοί στην άκρη του δρόμου
    ψελλίζοντας μιαν απτάλικη, στερητική προσευχή,
    με την απόλυτη καρδιά του ποιήματος της Ζωής
    ξεβρασμένη από τα ίδια τους τα κορμιά,
    τροφή καλή
    για δέκα εκατομμύρια Πιόνια.

    Γιώργος Πρεβεδουράκης
     
  6. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    quantum

    Εσύ κάπου αλλού.
    Σε ένα δωμάτιο άλλης ηπείρου.
    Στολισμένο με κορνίζες από τα σκουπίδια.
    Και κάπου στο βάθος τα γράμματα μου.
    Εγώ κάπου εδώ.
    Σε άλλο δωμάτιο.
    Στολισμένο με παιδικές φωτογραφίες.
    Και κάπου στο βάθος τα γράμματα σου.
    Δεν θα ανταμώσουμε ποτέ, είπες.
    Καθένας κάτοχος της μοναξιάς του.
    Κόψαμε και τα γράμματα.
    Δεν σήκωναν άλλο στολισμό οι τοίχοι
    και τα ράφια.

    ( Άννα Νιαράκη )
     
    Last edited: 7 Οκτωβρίου 2014
  7. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Θά 'ρθει μια μέρα

    Θά 'ρθει μια μέρα που δε θα 'χουμε πια τι να πούμε.
    Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια.
    Η σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε
    βρίσκω άλλο τρόπο να στο πω.
    Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να
    πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε.
    Ο κόσμος ψάχνει σ' όλη του τη ζωή, να βρει τουλάχιστο
    τον έρωτα, μα δε βρίσκει τίποτα.
    Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή,
    που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς.
    Απ' την Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και
    στη Σαγκάη, είναι κάτι κι αυτό, δε μπορείς
    να το αμφισβητήσεις.
    Καπνίσαμε -θυμήσου- ατέλειωτα τσιγάρα,
    συζητώντας ένα βράδυ
    -ξεχνώ πάνω σε τι- κι είναι κρίμα, γιατί ήταν τόσο
    μα τόσο ενδιαφέρον.
    Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου, αλλά κι
    εκεί θα 'ρθεις και θα με ζητήσεις.
    Δε μπορεί, Θε μου, να φύγει κανείς μοναχός του.

    ( Μανώλης Αναγνωστάκης )
     
    Last edited: 9 Οκτωβρίου 2014
  8. Nemo

    Nemo Nemo D/s Jongleur

    Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
    στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου
    σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
    που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

    Στρείδι ωκεάνειο αρραβωνιάζεται το φως.
    Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι
    κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός,
    που εναποθέτανε στα βάζα οι Καρχηδόνιοι.

    Πανί δερμάτινο αλειμμένο με κερί,
    οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
    όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
    χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.

    Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό.
    Κι ένα ποτάμι με ζεστή, λιωμένη πίσσα,
    άγριο, ακαταμάχητο, απειλητικό,
    ποτίζει τους αμαρτωλούς που σ' αγαπήσαν.

    Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός,
    δόξα του κρύσταλλου, κρασί απ' τη Σαντορίνη.
    Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός
    να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκορίνη.

    Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
    Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
    Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
    μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.

    Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, αρτοφόρι.
    Άγια λαβίδα και ιερή από λαμινάρια.
    Μπροστά στην Πύλη δυο δαιμόνοι σπαθοφόροι
    και τρεις Αγγέλοι με σπασμένα τα κοντάρια.

    ~

    Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.
    Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
    Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
    Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.

    Πάντα οι κυκλώνες έχουν γυναικείο
    όνομα. Εύα από την Κίο.
    Η μάγισσα έχει τρεις κόρες στο Αμανάτι
    και η τέταρτη είν' έν' αγόρι μ' ένα μάτι.

    Ψάρια που πετάν μέσα στην άπνοια,
    όστρακα, λυσίκομες κοπέλες,
    φίδια της στεριάς και δέντρα σάπια,
    άρμπουρα, τιμόνια και προπέλες.

    Να 'χαμε το λύχνο του Αλαδίνου
    ή το γέρο νάνο απ' την Καντώνα.
    Στείλαμε το σήμα του κινδύνου
    πάνω σε άσπρη πέτρα με σφεντόνα.

    Δαίμονας γεννά τη νηνεμία.
    Ξόρκισε, Allodetta, τ' όνομά του.
    Λούφαξεν ο δέκτης του ασυρμάτου,
    και φυλλομετρά τον καζαμία.

    Ο άνεμος κλαίει. Σκυλί στα λυσσιακά του.
    Γεια χαρά, στεριά, κι αντίο, μαστέλο.
    Γλίστρησε η ψυχή μας από κάτου,
    έχει και στην κόλαση μπορντέλο.


    N.Kαββαδίας

    σε όσες πρόδωσαν και παρόλα αυτά ακόμα πιστεύουν ότι είναι Χριστοί
     
  9. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ι. Θλιμμένοι ήχοι ενός εύθυμου βαλς

    Η αλήθεια είναι πως έρχεται η ώρα,
    που δεν πενθούμε άλλο πια τη μουσική,
    τόσο ακίνητος ήχος που είναι.
    Έρχεται η ώρα που το βαλς,
    δεν είναι τρόπος πια επιθυμίας,
    τρόπος αποκαλυπτικός επιθυμίας,
    κι είναι άδειο από σκιές.

    Τόσα πολλά τα βαλς που έχουν τελειώσει.
    Κι έπειτα υπάρχει αυτός ο Χουν με τη βουνίσια σκέψη,
    το βαλς δεν ήτανε γι αυτόν ποτέ επιθυμία.
    Αυτός που βρήκε κάθε φόρμα, κάθε τάξη μες στη μοναξιά,
    που τις μορφές δεν ταύτισε ποτέ με σχήμα ανθρώπων.
    Τώρα, έχουν και γι' αυτόν χαθεί, οι φόρμες οι δικές του.
    Ούτε στη θάλασσα ούτε στον ήλιο υπάρχει τάξη.
    Οι μορφές έχασαν τη λάμψη τους.
    Είναι αυτή η αιφνίδια συρροή ανθρώπων,
    αυτά τα αιφνίδια σύννεφα προσώπων και χεριών.
    Μια πίεση τεράστια, απελευθερωμένη,
    αυτές οι φωνές που κραυγάζουν μη ξέροντας γιατί.
    Μόνο να είναι ευτυχείς, χωρίς να ξέρουν πώς,
    επιβάλλοντας φόρμες που δεν μπορούν να περιγράψουν,
    απαιτώντας την τάξη έξω απ' τα λόγια τους.

    Τόσα πολλά τα βαλς που έχουν τελειώσει.
    Αλλά οι μορφές για τις οποίες οι φωνές κραυγάζουν,
    κι αυτές, μπορεί να είναι τρόποι επιθυμίας,
    τρόποι που αποκαλύπτουν την επιθυμία.
    Τόσα πολλά τα βαλς, o λόγος της αμφιβολίας
    εκκωφαντικός πιο συχνά και σύντομα,
    θα είναι σύντομα συνεχής.
    Κάποιος μουσικός στοχαστής σύντομα σε μια μουσική στοχασμών
    θα ενώσει τις ανθρώπινες φιγούρες και οι μορφές τους
    θα λάμψουν πάλι με κίνηση, η μουσική
    θα είναι κίνηση και γεμάτη σκιές.

    ( Wallace Stevens )


    ΙΙ. Η απομυθοποίηση των δέκα η ώρα

    Τα σπίτια είναι στοιχειωμένα,
    από άσπρα νυχτικά.
    Κανένα δεν είναι πράσινο,
    η μoβ με κύκλους πράσινους,
    η πράσινο με κύκλους κίτρινους,
    η κίτρινο με κύκλους γαλανούς.
    Κανένα από αυτά δεν είναι παράξενο,
    με κάλτσες δαντελένιες
    και ζώνες χάντρινες.
    Οι άνθρωποι δεν πρόκειται,
    να ονειρευτούν μπαμπουίνους και μυρτιές.
    Μόνο, εδώ κι εκεί, κάποιος γέρος ναυτικός,
    πιωμένος και αποκοιμισμένος με τις μπότες,
    πιάνει τίγρεις σε κόκκινο καιρό.

    ( Wallace Stevens )
     
    Last edited: 12 Οκτωβρίου 2014
  10. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ίσως κάποιο πρωινό

    Ίσως κάποιο πρωινό, αποχωρώντας μέσα σ' ένα γυάλινο αέρα,
    άγονο, δίνοντας μου τον λόγο, θα δω να εκπληρώνεται το θαύμα:
    το τίποτε στην πλάτη μου, το κενό πίσω μου,
    μ' ένα τρόμο μεθυσμένου.

    Κι έπειτα, όπως σε μια οθόνη, θα στηθούν στη σειρά,
    δέντρα, σπίτια, λόφοι, για τη συνηθισμένη πλάνη.
    Μα θα ‘ναι πολύ αργά, κι εγώ θα φύγω σιωπηλός,
    ανάμεσα στους ανθρώπους που δεν γυρίζουν να κοιτάξουν, με το μυστικό μου.

    ( Eugenio Montale )
     
    Last edited: 14 Οκτωβρίου 2014
  11. libra

    libra Regular Member

    Η ΧΑΜΕΝΗ ΚΑΙ ΟΙ ΧΑΜΕΝΟΙ

    Μια φορά και έναν καιρό μια χαμένη μια χαζή
    εγύρευε να βρει στοργή
    στων χαμένων την αυλή.
    Οι χαμένοι από την άλλη
    είχαν μια αυλή μεγάλη
    στολισμένη με λουλούδια
    κρίνα και όμορφα ζουμπούλια.
    Είχε και πολλές τσουκνίδες,
    γομαράγκαθα και ακρίδες
    των χαμένων η αυλή
    που πηγαίνει η χαζη.
    Της βουλώνανε το στόμα
    της τσιμπάγανε τη ρώγα
    οι χαμένοι της χαζής
    εκεί στην άκρη της αυλής.
    Κοροϊδεύαν τη χαζή
    οι χαμένοι απ' την αρχή.
    Το κατάλαβε αργά
    όταν τη σκοτώσαν πια.
    Η χαμένη και οι χαμένοι ζούσαν σαν κατατρεγμένοι
     
  12. hecate

    hecate Regular Member

    Κάτοικε του ονείρου

    μαζεύω τη φωνή μου απο κάθε άκρη

    και το υπόλειμμά της αυτό στη σινδόνη των δέντρων

    κ' εκείνο κει ψηλά στο σκουριασμένο βράχο

    όπου οργίζεται ο γερο-κόρακας

    συγκεντρώνομαι

    για τη μεγάλη αποκάλυψη

    ρίχνω στον άνεμο μακρόσυρτη αγάπη:

    Την θέλω εγώ την απελπισία μου

    δεν την ανταλλάσσω με θαλπωρή άλλη

    έχασα.

    Μα χάνουν και τ' άνθη

    τ' άνθη ανοίγουν το μοναδικό παράθυρο...

    Κάλλιο να πλανηθεί ο χαρταετός μου

    δε θέλω πια ν' αγγίξω τα χρώματά του

    κλείνω τα μάτια μου για να δώ.

    Είναι η φωνή που με διασχίζει

    κι άλλοτε που χτυπά στον άκμονα

    χίλιες φορές.

    Είναι η φωνή απο ένα βάθος:

    Για πάντα να μην έχεις

    τίποτα για τ' αληθινά χέρια

    μονάχος

    ανήμπορος εκστατικός

    σ' αυτή την άξαφνη γιορτή του δευτερολέπτου

    που παραδίδεται ο κόσμος.


    (γαλάζια σπλάχνα, Νίκος Καρούζος)