Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποίηση της παρακμής. Η μοντερνιστική τομή.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

  1. stratos83

    stratos83 Regular Member

    ΦΘΟΡΑ

    Στὴν ἄμμο τὰ ἔργα στήνονται μεγάλα τῶν ἀνθρώπων,
    καὶ σὰν παιδάκι τὰ γκρεμίζει ὁ Χρόνος μὲ τὸ πόδι.

    Κώστας Καρυωτάκης
    (1896-1928)
     
  2. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Όσοι κοιμούνται

    Όσοι κοιμούνται βαριά,
    κάθε βράδυ κάνουν πρόβα το θάνατο.
    Δεν τους διακόπτουν όνειρα,
    ούτε το αιώνιο άγχος του ξυπνήματος,
    γιατί έχουν κάτι τάχα να προλάβουν.

    ----------------------------------------------------

    Χαλικόδρομος

    Νυχτερίδες, γρύλοι,
    σκονισμένα λιόδεντρα.

    Στο τυφλό σκοτάδι,
    διαβάτης σκαντζόχοιρος
    σαλεύει τα χόρτα.

    Κάθε βράδυ
    τα μικρά σου χρόνια
    τραβούν προς τη θάλασσα.

    ( Ντέμης Κωνσταντινίδης )
     
  3. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Μια φούχτα

    Έτριβες το δέρμα μου προσεχτικά
    όλη τη νύχτα με το δέρμα σου,
    ώσπου το δωμάτιο φωτίστηκε,
    πήρε φωτιά η πολυκατοικία,
    ούρλιαξε απ’ το ξαφνικό κακό∙
    και το πρωί σε πήγαν στους
    χωροφύλακες, με μια φούχτα στάχτη
    στη φούχτα σου.

    -------------------------------------------------

    Το ποίημα της Πλυτώς

    Σιωπή είναι ένας πόνος που αρχίζει
    από το στήθος σαν μοναξιά.

    Το μεσημέρι κιτρινίζει,
    ρημάζει το δέρμα μου,
    μπαίνει στο μυαλό.
    Σκόνη σηκώνεται, τα τζάμια στάζουν,
    η προσπάθεια αιμορραγεί.

    Στηρίξου πάνω μου, είπα στον καθρέφτη.
    Θα σε κρατήσω.

    ( Αλέξανδρος Ίσαρης )
     
  4. Brigitte

    Brigitte Contributor

    «Κόκκινο ήταν το χρώμα σου…Η βελούδινη μακριά σου φούστα, ένας αιμάτινος επίδεσμος…

    Το δωμάτιό μας ήταν κόκκινο…Κι έξω απ’ το παράθυρο παπαρούνες ντελικάτες κι εύθραυστες…
    Τα χείλη σου ένα βαμμένο, βαθύ κόκκινο… Οτιδήποτε έβαφες, το έβαφες λευκό κι ύστερα το ‘πνιγες στα τριαντάφυλλα…
    τριαντάφυλλα που έκλαιγαν, κι ακόμα περισσότερα τριαντάφυλλα και μερικές φορές, ανάμεσά τους, ένα μικρό γαλαζοπούλι.»

    Τεντ Χιουζ
     
  5. Seras Victoria

    Seras Victoria "Play stupid games, win stupid prizes" Contributor

    Προσωπικό αγαπημένο ...

    ΠΗΔΑ ΠΡΩΤΟΥ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ

    Του κινδύνου η αίσθηση δεν πρέπει να χαθεί:
    ο δρόμος είναι βέβαια και σύντομος και απόκρημνος,
    όσο ομαλός κι αν φαίνεται από δώθε.
    Αν θέλεις κοίταξε, όμως πρέπει να πηδήξεις.

    Άνθρωποι με γερό μυαλό στον ύπνο τους χυλώνουν
    και τους νόμους παραβαίνουν που τηρεί ο κάθε ευήθης.
    Η συμβατικότητα δεν είναι αλλά ο φόβος
    που έχει κάποια τάση να χαθεί.

    Του πολυάσχολου σωρού οι ανήσυχες προσπάθειες,
    η ανακρίβεια, η βρομιά και η μπίρα,
    κάθε χρόνο προκαλούν τα έξυπνα ευφυολογήματα.
    Γέλασε αν μπορείς, όμως θα πρέπει να πηδήξεις.

    Τα ρούχα που τα θεωρούν σωστά να τα φορείς
    δεν είναι ούτε συνετά ούτε φτηνά,
    όσο δεχόμαστε να τα φορούμε σαν τα πρόβατα
    με δίχως ποτέ νύξη για όσους έχουνε χαθεί.

    Πολλά θα έλεγε κανείς για την κοινωνική ευπρέπεια,
    μα το να χαίρεσαι όταν κανείς δεν είναι γύρω
    είναι πιο δύσκολο απ'το να κλαίς.
    Κανείς παρών για να σε δει, όμως θα πρέπει να πηδήξεις.

    Μύριες οργυιές μία μοναξιά στο βάθος της
    στηλώνει το κρεβάτι σου, αγαπητέ μου:
    Μόλο που σ'αγαπώ, θα πρέπει να πηδήξεις.
    Της σιγουριάς μας το όνειρο θα πρέπει να χαθεί.

    W.H. Auden
     
  6. Seras Victoria

    Seras Victoria "Play stupid games, win stupid prizes" Contributor

    Κανένας από τον πορφυρό Εσμό
    Που κρατάει τη Σημαία σήμερα
    Να δώσει μπορεί τον ορισμό
    Της Νίκης τόσο ξεκάθαρα

    Όσο ο ηττημένος που -ξεψυχώντας-
    Στ'αυτιά του τα σκοτεινά
    Του θριάμβου οι μακρινές ιαχές
    Αγωνιώδεις ξεσπούν καθαρά!

    Emily Dickinson
     
  7. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ο νεκρός τις γιορτές

    Εδώ και πολλά χρόνια
    σαν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα,
    (αυτός) ο νεκρός γεννιέται μέσα μου.
    Δε θέλει δώρα,
    δε θέλει χρήματα,
    πάγο και χρόνια,
    χιόνια και πάγο,
    σκισμένα ρούχα,
    αχνά παπούτσια,
    ο χρυσός νεκρός
    θα βγει έξω.
    Δεν τον γνωρίζει κανένας
    τον αλήτη νεκρό,
    θα κάτσει στο πικρό καφενείο
    να πιει τον καφέ του
    κι ύστερα πάλι
    σε λίγες μέρες,
    ήσυχα θα πεθάνει.

    ( Μίλτος Σαχτούρης )
     
    Last edited: 12 Δεκεμβρίου 2016
  8. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Επιστροφή

    Άκυρα γράμματα,
    σκληρά ταχυδρομεία.
    Τα χρόνια που έλειψες
    δεν ξέρεις ποιοι γεράσανε
    και ποιοι γεράσαν.
    Τους έκλαψες ερήμην
    όλους ανεξαίρετα.
    Στα ξένα όλοι μπερδεύονται
    και πιο πολύ
    η νοσταλγία με το πένθος.

    Τώρα που γύρισες,
    για όποιους δεν βρεις
    θλίψη δεν έχεις.
    Τους έχεις κλάψει,
    μ’ όση χαρά δεν έχεις
    για όσους βρήκες.

    ( Γιάννης Βαρβέρης )
     
  9. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Άγγισα την ομορφιά

    Άγγισα την ομορφιά
    με τα χέρια μου.

    Η φορεσιά μου με ζώνει
    ερωτευμένη.

    Έξω απ’ το σχήμα
    κι’ από το ρόδο
    του σώματός μου.

    Άπληστα χείλη,
    άπληστα δάχτυλα που τρέχουν
    σα δάκρυα.

    Άστρα λευκά,
    κόκκινες στάλες αγάπης
    μέσα στις φούχτες μου.

    Στο στήθος,
    στ’ ασημένια μαλλιά,
    αντίλαλοι
    σωπασμένων
    αυλών.

    Καθρεφτισμένο πρόσωπο,
    ανείπωτο,
    απέραντο,
    πολλαπλό.

    Σαν ένα δέντρο που εκτείνεται
    μέσα
    στον άνεμο.

    ( Γιώργος Θέμελης )
     
  10. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Το πορτρέτο της Άννας

    Η Άννα κατάκοιτη
    πάνω σε μια νύχτα που απλωνόταν σαν τις φλοκάτες στη βροχή.

    Το σπίτι μικρό, τόσο μικρό, που ούτε η σιωπή
    έβρισκε μέρος να σταθεί.
    Για κουρτίνες είχε το νυφικό της φόρεμα
    και στα πολύφωτα κούρνιαζε σκόνη μαύρη σαν ρόγχος
    ή σαν θηλιά δεμένη πρόχειρα.

    Κάποτε είχε φυτρώσει ένα χταπόδι-δέντρο στο σαλόνι
    και οι γείτονες μαζεύτηκαν με τα κουζινομάχαιρα να το πελεκήσουν
    κι ύστερα κάθισαν και τους κέρασε γλυκό.

    Η Άννα κατάκοιτη
    έριχνε στο ποτάμι των μαλλιών της ενθύμια και βρισιές,
    για έναν άντρα που αγάπησε τετρακόσια χρόνια
    – όσα τα χρόνια που έζησε με την αρρώστια –
    με τα βλέφαρα της στο κομοδίνο
    σ’ ένα ποτήρι δάκρυα.

    Τη μέρα που τη θάψαμε, ο ήλιος είχε πρόσωπο συγκεκριμένο.
    Ένας ήλιος γκρινιάρης, σακάτης και μοχθηρός,
    ανεβοκατέβαινε από τον κόσμο των τυφλών
    στον κόσμο των βαριεστημένων.

    --------------------------------------------------------------

    Κεντρικός συνοικισμός

    Αν δε δίναμε σημασία στα λόγια των ειδημόνων, καθότι
    καμία λέξη δεν μπορεί να εξηγηθεί,
    κι αν στο επόμενο φανάρι ανοίγαμε τις πόρτες και βγαίναμε
    σε διαφορετική ζωή, η φύση θα έβρισκε πάλι τρόπο
    να μας γεννήσει.

    Μεγαλώνοντας ανατρέπεις πολλά δεδομένα, αυτό είναι γνωστό,
    και ξαφνικά τα μάτια δακρύζουν.
    Μην αναρωτιέσαι λοιπόν γιατί τα σπίτια τρίβονται,
    γιατί το χορτάρι φυτρώνει στις ταράτσες και γιατί
    όσα ονειρεύτηκες δε θα εκπληρωθούν.

    Εδώ τελούνται μυστήρια. Ζωή γεμάτη πολυφαινόλες
    και άγρια δέντρα.

    Είναι μαγεία να ανακαλύπτεις κατσαρόλες στα ερείπια.

    ( Δημήτρης Πέτρου )
     
  11. Brigitte

    Brigitte Contributor

    Μακρύς, μακρύς ο δρόμος…
    Και πολλοί οι λαβύρινθοι από τη φυλακή του νου
    Ως την ελευθερία του ονείρου

    Για δες το ερημοπούλι που ‘χει αίμα στο φτερό
    Πετά τ’ αψήλου- κι ας είναι λαβωμένο- κόντρα στον καιρό
    Έχει τιμή το πέταγμα με κόντρα τον καιρό, κι ας μένεις μόνος

    Άνοιξες πνοές τα μάγουλά σου ψηλαφίζουν
    Και πλανευτής ο ήλιος το νου σου συνεπαίρνει
    Κι αρχίζεις το τραγούδι…είναι οι νότες σου γλυκές
    Και την αγάπη μου για σένα τη θεριεύουν

    Είναι μάταιο να μάχεσαι τον έρωτα, γι αυτό παραδώσου αμαχητί.

    Γράφω ποιήματα. Πόλεμο κάνω με τις λέξεις.
    Πολλές οι νίκες και πολλές οι ήττες.
    Μα περισσότερα τα θύματα
    Γιατί και στις νίκες και στις ήττες
    Πάντα τα θύματα περισσεύουν.

    Τα κρυμμένα δάκρυα, αυτά είναι που πονάνε περισσότερο.
    Και δεν το ξέρατε; Να σας το πω…

    Από έρωτες ηττημένους πάσχουμε

    Εσαεί και…

    ανιάτως

    Οι καλύτερες μουσικές κρυμμένες είναι

    Μα η πιο καλή η πιο γλυκιά μουσική

    Πίσω απ’ τα μάτια σου κρυμμένη

    Τα κοιτάζω επίμονα διεισδυτικά

    Και λαίμαργα ρουφώ

    Νότες του έρωτα και μουσικές του πάθους..
     
  12. stratos83

    stratos83 Regular Member

    Charles Bukowski , “Ένα ποίημα είναι μια πόλη”

    “Ένα ποίημα είναι μια πόλη γεμάτη δρόμους και υπόνομους
    γεμάτη αγίους, ήρωες, ζητιάνους, παλαβούς,
    γεμάτη κοινοτοπίες και ποτά,
    γεμάτη βροχή αστραπές και περιόδους
    ξηρασίας, ένα ποίημα είναι μια πόλη εμπόλεμη.
    ένα ποίημα είναι μια πόλη που ρωτάει γιατί το ρολόι,
    ένα ποίημα είναι μια πόλη παραδομένη στη φωτιά.
    ένα ποίημα είναι μια πόλη κατεχόμενη,
    τα κουρεία της γεμάτα με κυνικούς μπεκρήδες.
    ένα ποίημα είναι μια πόλη όπου ο Θεός διατρέχει
    τους δρόμους με άλογο, γυμνός, σαν τη Λαίδη Γκοντίβα,
    εκεί που σκύλοι γαβγίζουν μες στη νύχτα, κυνηγώντας
    τη σημαία, ένα ποίημα είναι μια πόλη ποιητών,
    σχεδόν όλοι όμοιοι μεταξύ τους,
    και ζηλιάρηδες, και πικρόχολοι…
    ένα ποίημα είναι τώρα αυτή η πόλη,
    50 μίλια πιο πέρα από το πουθενά,
    στις 9.09 το πρωί,
    η γεύση του ποτού και του τσιγάρου,
    δίχως αστυνόμους, δίχως εραστές στους δρόμους,
    αυτό το ποίημα, αυτή η πόλη, τις πόρτες της κλείνει,
    οχυρωμένη, σχεδόν αδειανή,
    πένθιμη δίχως δάκρυα, γερνώντας δίχως λύπηση,
    τα άγρια βουνά,
    ο ωκεανός σαν φλόγα μαβιά,
    ένα φεγγάρι που τη δόξα του στερείται,
    μια αμυδρή μουσική από τσακισμένα παράθυρα…
    ένα ποίημα είναι μια πόλη, ένα ποίημα είναι ένα έθνος,
    ένα ποίημα είναι ο κόσμος…
    και τώρα τούτο βάζω κάτω από το μικροσκόπιο
    ο παλαβός εκδότης να το αξιολογήσει,
    και η νύχτα είναι αλλού
    και γριές κατάκοπες στέκονται στη σειρά,
    στις εκβολές οι σκύλοι σε παράταξη,
    οι σάλπιγγες αναγγέλουν κρεμάλες,
    καθώς ασήμαντοι άνθρωποι κομπάζουν
    για πράγματα που δεν μπορούν να κάνουν.”