Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποιήματα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 22 Απριλίου 2006.

  1. llazouli

    llazouli Contributor

    Και η οπτική απεικόνιση του παραπάνω αριστουργήματος, τιμής ένεκεν στον άφθαστο Γιώργο Μιχαλακόπουλο  

    [nomedia=""]YouTube - Broadcast Yourself.[/nomedia]
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  2. zinnia

    zinnia Contributor

    Σύννεφο με παντελόνια



    Τη σκέψη σας που νείρεται
    πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
    σάμπως ξιγκόθρεφτος λακές σ' ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,
    εγώ θα την τσιγκλάω επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου.
    Φαρμακερός κι αγροίκος πάντα ως να χορτάσω χλευασμό.


    Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου
    κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
    Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
    ωραίος τραβάω, τραβάω


    εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.


    Εσείς οι αβροί!...
    Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
    Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.

    Όμως εσείς, θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
    τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
    έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα;


    Ελάτε να σας δασκαλέψω,
    εσάς τη μπατιστένια απ' το σαλόνι,
    εσάς την άψογο υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων
    κι εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα-ήρεμα τα χείλη σας
    σα μια μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες του οδηγού μαγειρικής.


    Θέλετε

    θα 'μαι ακέραιος, όλο κρέας λυσσασμένος
    -κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός-

    θέλετε-

    θα 'μαι η άχραντη ευγένεια


    -όχι άντρας πια, μα σύγνεφο με παντελόνια



    Βλαδίμηρος Μαγιακοφσκι
    Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος
     
  3. llazouli

    llazouli Contributor

    TO TEΛΕΥΤΑΙΟ ΓΡΑΜΜΑ

    Σε όλους

    Για το θάνατό μου μην κατηγορήσετε κανένα
    και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά.
    Μητέρα, αδελφές και σύντροφοι, συγχωρέστε με - αυτός δεν είναι τρόπος-
    (δεν τον συμβουλεύω σε άλλους)
    μα δεν έχω διέξοδο. Λίλια αγάπαμε.
    Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι
    η Λίλια Μπρικ, η μητέρα, οι αδελφές και η Βερόνικα Βιτόλοτοβα Πολόνσκαγια.
    Αν τους εξασφαλίσεις μια υποφερτή ζωή, ευχαριστώ.

    Τ' αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρικ.
    Αυτοί θα τα ξεδιαλύνουν.
    "Το επεισόδιο θεωρείται λήξαν" καθώς λεν
    και εμείς ας πούμε
    τη βάρκα του έρωτα
    τη συνέτριψε η ζωή.
    Είμαστε πάτσι τώρα οι δυό μας
    και δεν έχει νόημα να καταγραφούνε κάθε αμοιβαίος πόνος, συμφορά και προσβολή.
    Να 'στε καλά.
    Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
     
    Last edited: 15 Σεπτεμβρίου 2008
  4. trampledgr

    trampledgr Regular Member

    ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ - ΑΜΟΡΓΟΣ

    Μὲ τὴν πατρίδα τους δεμένη στὰ πανιὰ καὶ τὰ κουπιὰ στὸν ἄνεμο κρεμασμένα
    Οἱ ναυαγοὶ κοιμήθηκαν ἥμεροι σὰν ἀγρίμια νεκρὰ μέσα στῶν σφουγγαριῶν τὰ σεντόνια
    Ἀλλὰ τὰ μάτια τῶν φυκιῶν εἶναι στραμένα στὴ θάλασσα
    Μήπως τοὺς ξαναφέρει ὁ νοτιᾶς μὲ τὰ φρεσκοβαμένα λατίνια
    Κι ἕνας χαμένος ἐλέφαντας ἀξίζει πάντοτε πιὸ πολὺ ἀπὸ δυὸ στήθια κοριτσιοῦ ποὺ σαλεύουν
    Μόνο ν᾿ ἀνάψουνε στὰ βουνὰ οἱ στέγες τῶν ἐρημοκκλησιῶν μὲ τὸ μεράκι τοῦ ἀποσπερίτη
    Νὰ κυματίσουνε τὰ πουλιὰ στῆς λεμονιᾶς τὰ κατάρτια
    Μὲ τῆς καινούργιας περπατησιᾶς τὸ σταθερὸ ἄσπρο φύσημα
    Καὶ τότε θά ῾ρθουν ἀέρηδες σώματα κύκνων ποὺ μείνανε ἄσπιλοι τρυφεροὶ καὶ ἀκίνητοι
    Μὲς στοὺς ὁδοστρωτῆρες τῶν μαγαζιῶν μέσα στῶν λαχανόκηπων τοὺς κυκλῶνες
    Ὅταν τὰ μάτια τῶν γυναικῶν γίναν κάρβουνα κι ἔσπασαν οἱ καρδιὲς τῶν καστανάδων
    Ὅταν ὁ θερισμὸς ἐσταμάτησε κι ἄρχισαν οἱ ἐλπίδες τῶν γρύλων

    Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν κι ἐσεῖς παλληκάρια μου μὲ τὸ κρασὶ τὰ φιλιὰ καὶ τὰ φύλλα στὸ στόμα σας
    Θέλω νὰ βγεῖτε γυμνοὶ στὰ ποτάμια
    Νὰ τραγουδῆστε τὴ Μπαρμπαριὰ ὅπως ὁ ξυλουργὸς κυνηγάει τοὺς σκίνους
    Ὅπως περνάει ἡ ὄχεντρα μὲς ἀπ᾿ τὰ περιβόλια τῶν κριθαριῶν
    Μὲ τὰ περήφανα μάτια της ὀργισμένα
    Κι ὅπως οἱ ἀστραπὲς ἁλωνίζουν τὰ νιάτα.

    Καὶ μὴ γελᾶς καὶ μὴν κλαῖς καὶ μὴ χαίρεσαι
    Μὴ σφίγγεις ἄδικα τὰ παπούτσια σου σὰ νὰ φυτεύεις πλατάνια
    Μὴ γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
    Γιατί δὲν εἶναι ὁ σταυραητὸς ἕνα κλεισμένο συρτάρι
    Δὲν εἶναι δάκρυ κορομηλιᾶς οὔτε χαμόγελο νούφαρου
    Οὔτε φανέλα περιστεριοῦ καὶ μαντολίνο Σουλτάνου
    Οὔτε μεταξωτὴ φορεσιὰ γιὰ τὸ κεφάλι τῆς φάλαινας.
    Εἶναι πριόνι θαλασσινὸ ποὺ πετσοκόβει τοὺς γλάρους
    Εἶναι προσκέφαλο μαραγκοῦ εἶναι ρολόι ζητιάνου
    Εἶναι φωτιὰ σ᾿ ἕνα γύφτικο ποὺ κοροϊδεύει τὶς παπαδιὲς καὶ νανουρίζει τὰ κρίνα
    Εἶναι τῶν Τούρκων συμπεθεριὸ τῶν Αὐστραλῶν πανηγύρι
    Εἶναι λημέρι τῶν Οὔγγρων
    Ποὺ τὸ χινόπωρο οἱ φουντουκιὲς πᾶνε κρυφὰ κι ἀνταμώνουνται
    Βλέπουν τοὺς φρόνιμους πελαργοὺς νὰ βάφουν μαῦρα τ᾿ αὐγά τους
    Καὶ τόνε κλαῖνε κι αὐτὲς
    Καῖνε τὰ νυχτικά τους καὶ φοροῦν τὸ μισοφόρι τῆς πάπιας
    Στρώνουν ἀστέρια καταγῆς γιὰ νὰ πατήσουν οἱ βασιλιάδες
    Μὲ τ᾿ ἀσημένια τους χαϊμαλιὰ μὲ τὴν κορώνα καὶ τὴν πορφύρα
    Σκορπᾶνε δεντρολίβανο στὶς βραγιὲς
    Γιὰ νὰ περάσουν οἱ ποντικοὶ νὰ πᾶνε σ᾿ ἄλλο κελλάρι
    Νὰ μποῦνε σ᾿ ἄλλες ἐκκλησιὲς νὰ φᾶν τὶς Ἅγιες Τράπεζες
    Κι οἱ κουκουβάγιες παιδιά μου
    Οἱ κουκουβάγιες οὐρλιάζουνε
    Κι οἱ πεθαμένες καλογριὲς σηκώνουνται νὰ χορέψουν
    Μὲ ντέφια τούμπανα καὶ βιολιὰ μὲ πίπιζες καὶ λαγοῦτα
    Μὲ φλάμπουρα καὶ μὲ θυμιατὰ μὲ βότανα καὶ μαγνάδια
    Μὲ τῆς ἀρκούδας τὸ βρακὶ στὴν παγωμένη κοιλάδα
    Τρῶνε τὰ μανιτάρια τῶν κουναβιῶν
    Παίζουν κορῶνα-γράμματα τὸ δαχτυλίδι τ᾿ Ἅη-Γιαννιοῦ καὶ τὰ φλουριὰ τοῦ Ἀράπη
    Περιγελᾶνε τὶς μάγισσες
    Κόβουν τὰ γένια ἑνὸς παπᾶ μὲ τοῦ Κολοκοτρώνη τὸ γιαταγάνι
    Λούζονται μὲς στὴν ἄχνη τοῦ λιβανιοῦ
    Κι ὕστερα ψέλνοντας ἀργὰ μπαίνουν ξανὰ στὴ γῆ καὶ σωπαίνουν
    Ὅπως σωπαίνουν τὰ κύματα ὅπως ὁ κοῦκος τὴ χαραυγὴ ὅπως ὁ λύχνος τὸ βράδυ.

    Ἔτσι σ᾿ ἕνα πιθάρι βαθὺ τὸ σταφύλι ξεραίνεται καὶ στὸ καμπαναριὸ μιᾶς συκιᾶς κιτρινίζει τὸ μῆλο
    Ἔτσι μὲ μιὰ γραβάτα φανταχτερὴ
    Στὴν τέντα τῆς κληματαριᾶς τὸ καλοκαίρι ἀνασαίνει
    Ἔτσι κοιμᾶται ὁλόγυμνη μέσα στὶς ἄσπρες κερασιὲς μία τρυφερή μου ἀγάπη
    Ἕνα κορίτσι ἀμάραντο σὰ μυγδαλιᾶς κλωνάρι
    Μὲ τὸ κεφάλι στὸν ἀγκώνα της γερτὸ καὶ τὴν παλάμη πάνω στὸ φλουρί της
    Πάνω στὴν πρωινή του θαλπωρὴ ὅταν σιγὰ σιγὰ σὰν τὸν κλέφτη
    Ἀπὸ τὸ παραθύρι τῆς ἄνοιξης μπαίνει ὁ αὐγερινὸς νὰ τὴν ξυπνήσει!

    Λένε πὼς τρέμουν τὰ βουνὰ καὶ πὼς θυμώνουν τὰ ἔλατα
    Ὅταν ἡ νύχτα ροκανάει τὶς πρόκες τῶν κεραμιδιῶν νὰ μποῦν οἱ καλικάντζαροι μέσα
    Ὅταν ρουφάει ἡ κόλαση τὸν ἀφρισμένο μόχθο τῶν χειμάῤῥων
    Ἢ ὅταν ἡ χωρίστρα τῆς πιπεριᾶς γίνεται τοῦ βοριᾶ κλωτσοσκούφι.

    Μόνο τὰ βόδια τῶν Ἀχαιῶν μὲς στὰ παχιὰ λιβάδια τῆς Θεσσαλίας
    Βόσκουν ἀκμαῖα καὶ δυνατὰ μὲ τὸν αἰώνιο ἥλιο ποὺ τὰ κοιτάζει
    Τρῶνε χορτάρι πράσινο φύλλα τῆς λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρὸ νερὸ μὲς στ᾿ αὐλάκια
    Μυρίζουν τὸν ἱδρώτα τῆς γῆς κι ὕστερα πέφτουνε βαριὰ κάτω ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τῆς ἰτιᾶς νὰ κοιμηθοῦνε.

    Πετᾶτε τοὺς νεκροὺς εἶπ᾿ ὁ Ἡράκλειτος κι εἶδε τὸν οὐρανὸ νὰ χλωμιάζει
    Κι εἶδε στὴ λάσπη δυὸ μικρὰ κυκλάμινα νὰ φιλιοῦνται
    Κι ἔπεσε νὰ φιλήσει κι αὐτὸς τὸ πεθαμένο σῶμα του μὲς στὸ φιλόξενο χῶμα
    Ὅπως ὁ λύκος κατεβαίνει ἀπ᾿ τοὺς δρυμοὺς νὰ δεῖ τὸ ψόφιο σκυλὶ καὶ νὰ κλάψει.
    Τί νὰ μοῦ κάμει ἡ σταλαγματιὰ ποὺ λάμπει στὸ μέτωπό σου;
    Τὸ ξέρω πάνω στὰ χείλια σου ἔγραψε ὁ κεραυνὸς τ᾿ ὄνομά του
    Τὸ ξέρω μέσα στὰ μάτια σου ἔχτισε ἕνας ἀητὸς τὴ φωλιά του
    Μὰ ἐδῶ στὴν ὄχτη τὴν ὑγρὴ μόνο ἕνας δρόμος ὑπάρχει
    Μόνο ἕνας δρόμος ἀπατηλὸς καὶ πρέπει νὰ τὸν περάσεις
    Πρέπει στὸ αἷμα νὰ βουτηχτεῖς πρὶν ὁ καιρὸς σὲ προφτάσει
    Καὶ νὰ διαβεῖς ἀντίπερα νὰ ξαναβρεῖς τοὺς συντρόφους σου
    Ἄνθη πουλιὰ ἐλάφια
    Νὰ βρεῖς μίαν ἄλλη θάλασσα μίαν ἄλλη ἁπαλοσύνη
    Νὰ πιάσεις ἀπὸ τὰ λουριὰ τοῦ Ἀχιλλέα τ᾿ ἄλογα
    Ἀντὶ νὰ κάθεσαι βουβὴ τὸν ποταμὸ νὰ μαλώνεις
    Τὸν ποταμὸ νὰ λιθοβολεῖς ὅπως ἡ μάνα τοῦ Κίτσου.
    Γιατί κι ἐσὺ θά ῾χεις χαθεῖ κι ἡ ὀμορφιά σου θά ῾χει γεράσει.
    Μέσα στοὺς κλώνους μιᾶς λυγαριᾶς βλέπω τὸ παιδικό σου πουκάμισο νὰ στεγνώνει
    Πάρ᾿ το σημαία τῆς ζωῆς νὰ σαβανώσεις τὸ θάνατο
    Κι ἂς μὴ λυγίσει ἡ καρδιά σου
    Κι ἂς μὴν κυλήσει τὸ δάκρυ σου πάνω στὴν ἀδυσώπητη τούτη γῆ
    Ὅπως ἐκύλησε μιὰ φορὰ στὴν παγωμένη ἐρημιὰ τὸ δάκρυ τοῦ πιγκουίνου
    Δὲν ὠφελεῖ τὸ παράπονο
    Ἴδια παντοῦ θά ῾ναι ἡ ζωὴ μὲ τὸ σουραύλι τῶν φιδιῶν στὴ χώρα τῶν φαντασμάτων
    Μὲ τὸ τραγούδι τῶν ληστῶν στὰ δάση τῶν ἀρωμάτων
    Μὲ τὸ μαχαίρι ἑνὸς καημοῦ στὰ μάγουλα τῆς ἐλπίδας
    Μὲ τὸ μαράζι μιᾶς ἄνοιξης στὰ φυλλοκάρδια τοῦ γκιώνη
    Φτάνει ἕνα ἀλέτρι νὰ βρεθεῖ κι ἕνα δρεπάνι κοφτερὸ σ᾿ ἕνα χαρούμενο χέρι
    Φτάνει ν᾿ ἀνθίσει μόνο
    Λίγο στάρι γιὰ τὶς γιορτὲς λίγο κρασὶ γιὰ τὴ θύμηση λίγο νερὸ γιὰ τὴ σκόνη...

    Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει
    Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε νὰ κοροϊδέψουν τ᾿ ἄστρα
    Μόνο φυτρώνουν ἄλογα στὶς μυρμηγκοφωλιὲς
    Καὶ νυχτερίδες τρῶν πουλιὰ καὶ κατουρᾶνε σπέρμα.

    Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ δὲ βασιλεύει ἡ νύχτα
    Μόνο ξερνᾶν οἱ φυλλωσιὲς ἕνα ποτάμι δάκρυα
    Ὅταν περνάει ὁ διάβολος νὰ καβαλήσει τὰ σκυλιὰ
    Καὶ τὰ κοράκια κολυμπᾶν σ᾿ ἕνα πηγάδι μ᾿ αἷμα.

    Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ τὸ μάτι ἔχει στερέψει
    Ἔχει παγώσει τὸ μυαλὸ κι ἔχει ἡ καρδιὰ πετρώσει
    Κρέμονται σάρκες βατραχιῶν στὰ δόντια τῆς ἀράχνης
    Σκούζουν ἀκρίδες νηστικὲς σὲ βρυκολάκων πόδια.

    Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ βγαίνει χορτάρι μαῦρο
    Μόνο ἕνα βράδυ τοῦ Μαγιοῦ πέρασε ἕνας ἀγέρας
    Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
    Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.

    Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο
    Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
    Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
    N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.

    Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη
    Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα
    Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
    Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.

    Ξύπνησε γάργαρο νερὸ ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ πεύκου νὰ βρεῖς τὰ μάτια τῶν σπουργιτιῶν καὶ νὰ τὰ ζωντανέψεις ποτίζοντας τὸ χῶμα μὲ μυρωδιὰ βασιλικοῦ καὶ μὲ σφυρίγματα σαύρας. Τὸ ξέρω εἶσαι μία φλέβα γυμνὴ κάτω ἀπὸ τὸ φοβερὸ βλέμμα τοῦ ἀνέμου εἶσαι μία σπίθα βουβὴ μέσα στὸ λαμπερὸ πλῆθος τῶν ἄστρων. Δὲ σὲ προσέχει κανεὶς κανεὶς δὲ σταματᾶ ν᾿ ἀκούσει τὴν ἀνάσα σου μὰ σὺ μὲ τὸ βαρύ σου περπάτημα μὲς στὴν ἀγέρωχη φύση θὰ φτάσεις μία μέρα στὰ φύλλα τῆς βερυκοκιᾶς θ᾿ ἀνέβεις στὰ λυγερὰ κορμιὰ τῶν μικρῶν σπάρτων καὶ θὰ κυλήσεις ἀπὸ τὰ μάτια μιᾶς ἀγαπητικιᾶς σὰν ἐφηβικὸ φεγγάρι. Ὑπάρχει μία πέτρα ἀθάνατη ποὺ κάποτε περαστικὸς ἕνας ἀνθρώπινος ἄγγελος ἔγραψε τ᾿ ὄνομά του ἐπάνω της κι ἕνα τραγούδι ποὺ δὲν τὸ ξέρει ἀκόμα κανεὶς οὔτε τὰ πιὸ τρελὰ παιδιὰ οὔτε τὰ πιὸ σοφὰ τ᾿ ἀηδόνια. Εἶναι κλεισμένη τώρα σὲ μιὰ σπηλιὰ τοῦ βουνοῦ Ντέβι μέσα στὶς λαγκαδιὲς καὶ στὰ φαράγγια τῆς πατρικῆς μου γῆς μὰ ὅταν ἀνοίξει κάποτε καὶ τιναχτεῖ ἐνάντια στὴ φθορὰ καὶ στὸ χρόνο αὐτὸ τὸ ἀγγελικὸ τραγούδι θὰ πάψει ξαφνικὰ ἡ βροχὴ καὶ θὰ στεγνώσουν οἱ λάσπες τὰ χιόνια θὰ λιώσουν στὰ βουνὰ θὰ κελαηδήσει ὁ ἄνεμος τὰ χελιδόνια θ᾿ ἀναστηθοῦν οἱ λυγαριὲς θὰ ριγήσουν κι οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ κρύα μάτια καὶ τὰ χλωμὰ πρόσωπα ὅταν ἀκούσουν τὶς καμπάνες νὰ χτυπᾶν μέσα στὰ ραγισμένα καμπαναριὰ μοναχές τους θὰ βροῦν καπέλα γιορτινὰ νὰ φορέσουν καὶ φιόγκους φανταχτεροὺς νὰ δέσουν στὰ παπούτσια τους. Γιατὶ τότε κανεὶς δὲ θ᾿ ἀστιεύεται πιὰ τὸ αἷμα τῶν ρυακιῶν θὰ ξεχειλίσει τὰ ζῷα θὰ κόψουν τὰ χαλινάρια τους στὰ παχνιὰ τὸ χόρτο θὰ πρασινίσει στοὺς στάβλους στὰ κεραμίδια θὰ πεταχτοῦν ὁλόχλωρες παπαροῦνες καὶ μάηδες καὶ σ᾿ ὅλα τὰ σταυροδρόμια θ᾿ ἀνάψουν κόκκινες φωτιὲς τὰ μεσάνυχτα. Τότε θὰ ῾ρθοῦν σιγὰ-σιγὰ τὰ φοβισμένα κορίτσια γιὰ νὰ πετάξουν τὸ τελευταῖο τους ροῦχο στὴ φωτιὰ κι ὁλόγυμνα θὰ χορέψουν τριγύρω της ὅπως τὴν ἐποχὴ ἀκριβῶς ποὺ εἴμασταν κι ἐμεῖς νέοι κι ἄνοιγε ἕνα παράθυρο τὴν αὐγὴ γιὰ νὰ φυτρώσει στὸ στῆθος τους ἕνα φλογάτο γαρύφαλο. Παιδιὰ ἴσως ἡ μνήμη τῶν προγόνων νὰ εἶναι βαθύτερη παρηγοριὰ καὶ πιὸ πολύτιμη συντροφιὰ ἀπὸ μία χούφτα ροδόσταμο καὶ τὸ μεθύσι τῆς ὀμορφιᾶς τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Εὐρώτα. Καληνύχτα λοιπὸν βλέπω σωροὺς πεφτάστερα νὰ σᾶς λικνίζουν τὰ ὄνειρα μὰ ἐγὼ κρατῶ στὰ δάχτυλά μου τὴ μουσικὴ γιὰ μία καλύτερη μέρα. Οἱ ταξιδιῶτες τῶν Ἰνδιῶν ξέρουνε περισσότερα νὰ σᾶς ποῦν ἀπ᾿ τοὺς Βυζαντινοὺς χρονογράφους.

    O ἄνθρωπος κατὰ τὸν ροῦν τῆς μυστηριώδους ζωῆς του
    Κατέλιπεν εἰς τοὺς ἀπογόνους του δείγματα πολλαπλᾶ καὶ ἀντάξια τῆς ἀθανάτου καταγωγῆς του
    Ὅπως ἐπίσης κατέλιπεν ἴχνη τῶν ἐρειπίων τοῦ λυκαυγοῦς χιονοστιβάδας οὐρανίων ἑρπετῶν χαρταετοὺς ἀδάμαντας καὶ βλέμματα ὑακίνθων
    Ἐν μέσῳ ἀναστεναγμῶν δακρύων πείνης οἰμωγῶν καὶ τέφρας ὑπογείων φρεάτων.

    Πόσο πολὺ σὲ ἀγάπησα ἐγὼ μονάχα τὸ ξέρω
    Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
    Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
    Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
    Μαύρη μεγάλη θάλασσα μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.

    Ἕνα καράβι μπαίνει στὸ γιαλὸ ἕνα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
    Μιὰ τούφα γαλανὸς καπνὸς μὲς στὸ τριανταφυλλὶ τοῦ ὁρίζοντα
    Ἴδιος μὲ τὴ φτερούγα τοῦ γερανοῦ ποὺ σπαράζει
    Στρατιὲς χελιδονιῶν περιμένουνε νὰ ποῦν στοὺς ἀντρειωμένους τὸ καλωσόρισες
    Μπράτσα σηκώνουνται γυμνὰ μὲ χαραγμένες ἄγκυρες στὴ μασχάλη
    Μπερδεύουνται κραυγὲς παιδιῶν μὲ τὸ κελάδημα τοῦ πουνέντε
    Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μὲς στὰ ρουθούνια τῶν ἀγελάδων
    Μαντήλια καλαματιανὰ κυματίζουνε
    Καὶ μία καμπάνα μακρινὴ βάφει τὸν οὐρανὸ μὲ λουλάκι
    Σὰν τὴ φωνὴ κάποιου σήμαντρου ποὺ ταξιδεύει μέσα στ᾿ ἀστέρια
    Τόσους αἰῶνες φευγάτο
    Ἀπὸ τῶν Γότθων τὴν ψυχὴ κι ἀπὸ τοὺς τρούλλους τῆς Βαλτιμόρης
    Κι ἀπ᾿ τὴ χαμένη Ἁγια-Σοφιὰ τὸ μέγα μοναστήρι.
    Μὰ πάνω στ᾿ ἀψηλὰ βουνὰ ποιοὶ νά ῾ναι αὐτοὶ ποὺ κοιτᾶνε
    Μὲ τὴν ἀκύμαντη ματιὰ καὶ τὸ γαλήνιο πρόσωπο;
    Ποιᾶς πυρκαγιᾶς νά ῾ναι ἀντίλαλος αὐτὸς ὁ κουρνιαχτὸς στὸν ἀγέρα;
    Μήνα ὁ Καλύβας πολεμάει μήνα ὁ Λεβεντογιάννης;
    Μήπως ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες;
    Οὐδ᾿ ὁ Καλύβας πολεμάει κι οὐδ᾿ ὁ Λεβεντογιάννης
    Οὔτε κι ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες.
    Πύργοι φυλᾶνε σιωπηλοὶ μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα
    Κορφὲς κυπαρισσιῶν συντροφεύουνε μία πεθαμένη ἀνεμώνη
    Τσοπαναρέοι ἀτάραχοι μ᾿ ἕνα καλάμι φλαμουριᾶς λένε τὸ πρωινό τους τραγούδι
    Ἕνας ἀνόητος κυνηγὸς ρίχνει μία ντουφεκιὰ στὰ τρυγόνια
    Κι ἕνας παλιὸς ἀνεμόμυλος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους
    Μὲ μία βελόνα δελφινιοῦ ράβει τὰ σάπια του πανιὰ μοναχός του
    Καὶ κατεβαίνει ἀπ᾿ τὶς πλαγιὲς μὲ τὸν καράγιαλη πρίμα
    Ὅπως κατέβαινε ὁ Ἄδωνις στὰ μονοπάτια τοῦ Χελμοῦ νὰ πεῖ μία καλησπέρα τῆς Γκόλφως.

    Χρόνια καὶ χρόνια πάλεψα μὲ τὸ μελάνι καὶ τὸ σφυρὶ βασανισμένη καρδιά μου
    Μὲ τὸ χρυσάφι καὶ τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ σοῦ κάμω ἕνα κέντημα
    Ἕνα ζουμπούλι πορτοκαλιᾶς
    Μίαν ἀνθισμένη κυδωνιὰ νὰ σὲ παρηγορήσω
    Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
    Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
    Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
    Μαύρη μεγάλη μοναξιὰ μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.
     
  5. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    Απάντηση: Ποιήματα

    Διερώτηση για να μην κάθομαι άνεργος [Ν. Καρούζος (1926-1990)]


    Ποτέ στ' αλήθεια δεν το 'μαθα​
    τι είναι τα ποιήματα​
    Είναι πληγώματα​
    Είναι ομοιώματα​
    Φενάκη​
    Φρεναπάτη;​


    Φρενάρισμα ίσως;​
    Ταραχώδη κύματα;​
    Τι είναι τα ποιήματα;​
    Είναι εκδορές απλά γδαρσίματα;​
    Είναι σκαψίματα;​
    Είναι ιώδιο; Είναι φάρμακα;​
    Είναι γάζες επίδεσμοι​
    Παρηγοριά ή διαλείμματα;​
    Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα​
    Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης.​



     
  6. Lonely_Unicorn

    Lonely_Unicorn New Member

    ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΕΣ - του Καρυωτάκη

    Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη
    του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
    Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
    για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.

    Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων
    αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου,
    ο Σάντσος λέει «δε σ' το 'λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
    σχεδίων, αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ' άλογό μου!»

    Έτσι αν το θέλει ο Θερβάντες, εγώ τους είδα, μέσα
    στην μίαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
    άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
    με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν' απαρνηθούν τις πρώτες.

    Τους είδα πίσω να 'ρθουνε -- παράφρονες, ωραίοι
    ρηγάδες που επολέμησαν γι' ανύπαρχτο βασίλειο --
    και σαν πορφύρα νιώθωντας χλευαστικιά, πως ρέει,
    την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!
     
  7. echo

    echo ***

    Νέα Ζωή

    Η μνήμη δεν μπορεί να μ΄αντισκόψει
    όταν σε σας, χαρά, με φέρνει η στράτα.

    Ο έρωτας λέει, το δρόμο για να κόψει:
    "Χαμό, αν δε θες, το δρόμο αυτό παράτα".

    Το χρώμα της καρδιάς το δείχνει η όψη,
    χλωμιάζει τέτοια ακούγοντας μαντάτα

    - σαν έχει το μεθύσι έτσι προκόψει
    κι οι πέτρες μοιάζουν να μου λεν: "Σταμάτα!"

    Κι όποιος κοιτά το κρίμα δε γλυτώνει
    λίγη αν δε δείξει τότε παρηγόρια
    των τρόπων μου πονώντας τον καημό τους,

    συμπόνια, που το γέλιο σας σκοτώνει,
    κι η νεκρική γυρεύει στεναχώρια

    τέτοιων ματιών, που θέλουν τον χαμό τους.


    Dante Alighieri: La Divina CommediΑ
     
  8. kiss_me

    kiss_me Regular Member

    Άρπαξα κάποιους στίχους μου στα δάχτυλα,
    τους έσκισα, τους σπάραξα, ένα-ένα
    τα χίλια κομματάκια τους κουρέλιασα
    και τα χαρτάκια επέταξαν θλιμμένα...

    Και σα λευκές ψυχούλες μου εφανηκανε...
    Το τρίξιμό τους ήταν μοιρολόι!
    Τρεμουλιαστές στον άνεμο εκολύμπησαν
    και αγκαλιά εγλυκοστάλαξαν στη χλόη...

    ...Ειναι στιγμές που πνίγομαι, που πνίγομαι,
    ανοίγω το παράθυρο και μένω
    ολόβαθα σαν να με στραγγαλίζουνε,
    με σκίζει κάποιο δάχτυλο κρυμμένο!

    Και, αχ, τα χαρτάκια ταχα δεν επόνεσαν?
    Ποιος ξέρει σε ποια γλώσσα κρυφοκλαίνε...
    Μα ο Πόνος τις ψυχές έχει χαρτάκια του.
    ...Κλάψε, κλάψε καρδιά μου, στίχε σπαραγμένε!...


    [Λευκές Ψυχούλες]

    Ν.Λαπαθιώτης
     
  9. ariadni

    ariadni Regular Member

    Kική Δημουλά - Συνέντευξις

    Φυσικά καί ονειρεύομαι.
    Ζει κανείς μόνο μ' ενα ξερό μισθό;

    Πόσο συχνά;
    Κάθε που εγκαταλείπουν συχνότατα όλοι

    Επηρεάζουν τους απόντες τα όνειρά σας;
    Βέβαια. Το ξανασκέφτονται καλά
    και μάλλον μετανιώνουν οριστικά τους όλοι.

    Είναι ελευθέρα η είσοδος;
    Όχι εντελώς. Ζητάω την άδεια του ονείρου
    πριν ελπίσω. Μου την δίνει εν γένει
    μαζί με κάποιες οδηγίες αυστηρές.
    Να πιστέψω δίχως ν' αγγίξω
    να μη μιλήσω δίολου στο καπνό
    γιατί είναι υπνοβάτης και θα πέσει
    μόνο δια του βλέμματος ν' αφήσω
    το αίτημα μου στην κρεμάστρα
    ότι μου δοθεί να το δεχτώ
    κι ας μην έχει καμία ομοιότητα
    μ' αυτό που ζωγραφίζει η έκκλησή μου -
    θα την επανέβρει μόλις ξαναχαθεί.

    Ένα μόνο δεν μου δίνει το όνειρο.
    Το όριο. Ως που να κινδυνέψω.
    Γιατί τότε πια δεν θα ήταν όνειρο.
    Θα ' ταν γεράματα.
     
  10. kiss_me

    kiss_me Regular Member

    Έκανες μια τρύπα στο χαρτί
    μπήκε ο άνεμος
    έφερε το ποίημα.
    Διακοφτό, 25.ΙΙΙ.82

    Το μακρινό κ τ’απιαστο
    Καλά το μοιραζομαστε.
    Να ’τανε και το κοντινο μας έτσι.
    Αθήνα, 28.ΙΙΙ.82

    Τι μυστικά ειπωμένες
    καλές μου λέξεις
    ανείπωτες
    Αθηνα 28.ΙΙΙ.82

    Δικό του τίποτα δεν κράτησε. Το πιο δικό του
    ήταν εκείνο που έδινε. Και τούτο πάντα
    ήταν το πιο πολύ.
    Αθήνα 31.ΙΙΙ.82

    Κείνα που θέλεις να φωναξεις μην τα πεις.
    Εκείνο που αποσιωπάς (το μόνο)
    σωστά μιλάει.
    Αθηνα 29.ΙΙΙ.82

    Γ. Ρίτσος
     
  11. kiss_me

    kiss_me Regular Member

    Όλη νύχτα
    τ' όνομά σου
    κελαϊδάει μέσα στο στόμα μου,
    πίνει το σάλιο μου,
    με πίνει.
    Τ' όνομά σου.

    Απ' το τηλέφωνο
    ακούω να ρίχνεις
    ένα ένα τα ρούχα σου
    στο πάτωμα.
    Τελευταίο το δαχτυλίδι σου.

    Σταματημένα ρολόγια.
    σταματημένα τα χέρια μου
    γύρω στη μέση σου.

    Όμορφη μέρα –
    δεν την αντέχω
    να μην είσαι εδώ.

    Μες στο αίμα μου κυκλοφορείς,
    γεμίζεις το σώμα μου.
    Χωράω τον κόσμο.

    Ψηλά που με ανεβάζουν
    τα φιλιά σου.
    Χάνομαι.
    Κράτα με.

    Τα χέρια μου σε θυμούνται
    πιο βαθιά απ' τη θύμηση

    Δε σου τηλεφωνώ.
    Σε σωπαίνω.
    Σε είμαι.
    Τις νύχτες, όταν αδειάζουν τα πάρκα
    μιλώ με τ' αγάλματα.
     
  12. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    The Sparrow

    (To My Father)



    This sparrow

    who comes to sit at my window

    is a poetic truth

    more than a natural one.

    His voice,

    his movements,

    his habits--

    how he loves to

    flutter his wings

    in the dust--

    all attest it;

    granted, he does it

    to rid himself of lice

    but the relief he feels

    makes him

    cry out lustily

    which is a trait

    more related to music

    than otherwise.

    Wherever he finds himself

    in early spring,

    on back streets

    or beside palaces,

    he carries on

    unaffectedly

    his amours.

    It begins in the egg,

    his sex genders it:

    What is more pretentiously

    useless

    or about which

    we more pride ourselves?

    It leads as often as not

    to our undoing.

    The cockerel, the crow

    with their challenging voices

    cannot surpass

    the insistence

    of his cheep!

    Once

    at El Paso

    toward evening,

    I saw--and heard!--

    ten thousand sparrows

    who had come in from

    the desert

    to roost. They filled the trees

    of a small park. Men fled

    (with ears ringing!)

    from their droppings,

    leaving the premises

    to the alligators

    who inhabit

    the fountain. His image

    is familiar

    as that of the aristocratic

    unicorn, a pity

    there are not more oats eaten

    nowadays

    to make a living easier

    for him.

    At that,

    his small size,

    keen eyes,

    serviceable beak

    and general truculence

    assure his survival--

    to say nothing

    of his innumerable

    brood.

    Even the Japanese

    know him

    and have painted him

    sympathetically,

    with profound insight

    Into his minor

    characteristics.

    Nothing even remotely

    subtle

    about his lovemaking.

    He crouches

    before the female,

    drags his wings,

    waltzing,

    throws back his head

    and simply--

    yells! The din

    is terrific.

    The way he swipes his bill

    across a plank

    to clean it,

    is decisive.

    So with everything

    he does. His coppery

    eyebrows

    give him the air

    of being always

    a winner--and yet

    I saw once,

    the female of his species

    clinging determinedly

    to the edge of

    a water pipe,

    catch him

    by his crown-feathers

    to hold him

    silent,

    subdued,

    hanging above the city streets

    until

    she was through with him.

    What was the use

    of that?

    She hung there

    herself,

    puzzled at her success.

    I laughed heartily.

    Practical to the end

    it is the poem

    of his existence

    that triumphed

    finally;

    a wisp of feathers

    flattened to the pavement,

    wings spread symmetrically

    as if in flight,

    the head gone,

    the black escutcheon of the breast

    undecipherable,

    an effigy of a sparrow

    a dried wafer only,

    left to say

    and it says it

    without offense,

    beautifully;

    This was I,

    a sparrow.

    I did my best;

    farewell.



    --William Carlos Williams