Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποιήματα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 22 Απριλίου 2006.

  1. kiss_me

    kiss_me Regular Member

    Εδώ στου δρόμου τα μισά
    έφτασε η ώρα να το πω
    Άλλα είν’εκείνα που αγαπώ
    γι’ αλλού γι’αλλού ξεκίνησα

    Στ’ αλήθινα στα ψεύτικα
    το λέω και τ’ ομολογώ
    Σαν να’μουν άλλος κι όχι εγώ
    μες στη ζωή πορεύτηκα

    Όσο κι αν κανείς προσέχει
    όσο κι αν τα κυνηγά
    Πάντα πάντα θα ‘ναι αργα
    δεύτερη ζωή δεν έχει.


    Οδ. Ελύτης


    * το εχει τραγουδησει υπέροχα η Ελ.Αρβανιτάκη

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  2. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ

    Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,
    μόνος,στόν Παράδεισο

    Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
    Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
    Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

    Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

    Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
    Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
    Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.


    Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
    Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν
    Εάν είναι αλήθεια

    Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά
    Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
    Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
    Μιά στόν αέρα μιά στή μουσική

    Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
    Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
    Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
    Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
    Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες
    Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
    Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
    τούς καταρράχτες

    Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
    Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
    Στόν τοίχο μέ τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
    Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

    Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
    Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
    Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.

    Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

    Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
    Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
    Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή
    σεντόνια
    Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
    Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
    Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
    Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

    Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
    Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
    Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
    Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
    Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

    Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
    Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
    Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά

    Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
    Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
    Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
    Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
    Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
    Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
    Εξαργυρώνει:

    Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
    Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
    Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
    Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
    Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

    Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
    Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
    Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
    Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
    Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
    Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
    Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

    Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.

    Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς
    Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ’ακούς
    Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς
    Μαχαίρι
    Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
    Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
    Είμ’εγώ,μ’ακούς
    Σ’αγαπώ,μ’ακούς
    Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
    Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς
    Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς

    Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς

    Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
    Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς
    Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
    Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς
    Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,ν’ακούς
    Τών ανθρώπων
    Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
    Στά νερά ένα-- ένα , μ’ακούς
    Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς
    Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς
    Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
    βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς
    Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς
    Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
    Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
    Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους
    Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς

    Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς
    Τής αγάπης
    Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
    Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς
    Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς
    Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας
    Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς

    Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς

    Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς
    Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς
    Μές στή μέση τής θάλασσας
    Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς
    Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς
    Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
    Άκου,άκου
    Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
    Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
    Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.

    Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
    Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
    Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
    Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
    Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
    Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
    Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

    Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
    Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
    Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
    Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

    Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
    Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
    Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

    Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
    Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
    Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
    Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
    Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
    Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
    Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

    Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
    Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
    Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή

    Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
    Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
    Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
    Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια

    Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
    Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
    Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
    Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
    Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
    Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
    Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.

    Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
    Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
    Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
    Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
    Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
    Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
    τής θάλασσας

    Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
    Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
    Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
    Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

    Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

    Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
    Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
    Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
    Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

    Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
    νεογέννητο
    Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
    Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
    Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
    Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
    Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !


    Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
    Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

    Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
    Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
    Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

    Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
    και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.
     
  3. MasterPerris

    MasterPerris Contributor In Loving Memory

    Απάντηση: ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ



    Ερωτευμενη και πληγωμενη η μικρη μας ?
     
  4. Dolmance

    Dolmance Contributor In Loving Memory

    Απάντηση: Ποιήματα

    Απολείπειν ο θεός Αντώνιον


    Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακουσθεί
    αόρατος θίασος να περνά
    με μουσικές εξαίσιες, με φωνές --
    την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
    που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
    που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
    Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
    αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
    Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πείς πως ήταν
    ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
    μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
    Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
    σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
    πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
    κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
    με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
    ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
    τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
    κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

    Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1911)
     
  5. ShyMistress

    ShyMistress Regular Member

    ROBERT FROST- The road not taken

    Two roads diverged in a yellow wood,
    And sorry I could not travel both
    And be one traveler, long I stood
    And looked down one as far as I could
    To where it bent in the undergrowth;

    Then took the other, as just as fair,
    And having perhaps the better claim,
    Because it was grassy and wanted wear;
    Though as for that the passing there
    Had worn them really about the same,

    And both that morning equally lay
    In leaves no step had trodden black.
    Oh, I kept the first for another day!
    Yet knowing how way leads on to way,
    I doubted if I should ever come back.

    I shall be telling this with a sigh
    Somewhere ages and ages hence:
    Two roads diverged in a wood, and I—
    I took the one less traveled by,
    And that has made all the difference.
     
  6. camera_obscura

    camera_obscura Regular Member

    @Dolmance

    Κι εδώ φυσικά πάει ο φόρος τιμής ενός άλλου διαχρονικού εραστή:

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  7. Dolmance

    Dolmance Contributor In Loving Memory

    Απάντηση: Ποιήματα

    Κ. Καρυωτάκης, "Πρέβεζα"

    Θάνατος είν' οι κάργες που χτυπιούνται
    στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
    θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
    καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

    Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
    με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
    ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη ο ήλιος,
    θάνατος μέσα στους θανάτους.

    Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει,
    για να ζυγίσει, μιά "ελλιπή" μερίδα,
    θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
    κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

    Βάσις, Φρουρά, Εξακονταρχία Πρεβέζης.
    Την Κυριακή θ' ακούσουμε τη μπάντα.
    Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης,
    πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

    Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
    "υπάρχω;" λες, κι ύστερα: "δεν υπάρχεις!"
    Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
    Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.

    'Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους αυτούς,
    ένας επέθαινε από αηδία...
    Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
    θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

    Song ("I almost went to bed ...") from "The Spice-Box of Earth"


    Leonard Cohen...


    I almost went to bed
    without remembering
    the four white violets
    I put in the button-hole
    of your green sweater

    and how i kissed you then
    and you kissed me
    shy as though I'd
    never been your lover

    Merci camera obscura.....Mais, je craigne, Alexandra ne partira jamais...Elle n' était pas là...
     
    Last edited: 1 Σεπτεμβρίου 2008
  8. zinnia

    zinnia Contributor

    «… χρωματίζω πουλιά
    χάρτινα πουλιά
    και περιμένω να κελαηδήσουν …»

    Τ. Λειβαδίτης
     
  9. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Μικρή Μοναξιά

    Στη γωνιά της αυλής, μέσα στα σαπουνόνερα,
    κάτι τριαντάφυλλα καμπούριασαν απ' το βάρος της ευωδιάς τους.
    Κανένας δε μύρισε αυτά τα τριαντάφυλλα.

    Καμιά μοναξιά δεν είναι μικρή.


    Γιάννης Ρίτσος
     
  10. hermis

    hermis Regular Member

    Stairway to Heaven


    There's a lady who's sure all that glitters is gold
    And she's buying a stairway to heaven
    And when she gets there she knows if the stores are closed
    With a word she can get what she came for

    And she's buying a stairway to heaven

    There's a sign on the wall but she wants to be sure
    And you know sometimes words have two meanings
    In a tree by the brook there's a songbird who sings
    Sometimes all of our thoughts are misgiven

    And she's buying a stairway to heaven

    There's a feeling I get when I look to the west
    And my spirit is crying for leaving
    In my thoughts I have seen rings of smoke through the trees
    And the voices of those who stand looking

    And she's buying a stairway to heaven

    And it's whispered that soon, if we all call the tune
    Then the piper will lead us to reason
    And a new day will dawn for those who stand long
    And the forest will echo with laughter

    And it makes me wonder

    If there's a bustle in your hedgerow
    Don't be alarmed now
    It's just a spring clean for the May Queen

    Yes there are two paths you can go by
    but in the long run
    There's still time to change the road you're on

    Your head is humming and it won't go in case you don't know
    The piper's calling you to join him
    Dear lady can't you hear the wind blow and did you know
    Your stairway lies on the whispering wind

    And as we wind on down the road
    Our shadows taller than our soul
    There walks a lady we all know
    Who shines white light and wants to show
    How everything still turns to gold
    And if you listen very hard
    The tune will come to you at last
    When all are one and one is all
    To be a rock and not to roll

    And she's buying a stairway to heaven



    Jimmy Page - Robert Plant
     
  11. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Οδοστρωτήρας

    Ένας οδοστρωτήρας έμεινε καταμεσίς του δρόμου,
    να τον τρώει ο ήλιος κ' η σκουριά - καταμόναχος
    ανάμεσα στις παπαρούνες, τις τσουκνίδες, τ' αγριόχορτα.

    Κι όμως εδώ είχαν περπατήσει με σημαίες και τύμπανα.
    Οι χωρικοί με τις αξίνες τους σκάβαν το δρόμο.
    Τούτος ο οδοστρωτήρας που είτανε ν' ανοίξει το δρόμο,
    φράζει τώρα το πέρασμα. Δεν ακούγονται μήτε τα τζιτζίκια.

    Ή μήπως έμεινε εδώ πέρα για οδόφραγμα;


    Γιάννης Ρίτσος
     
  12. echo

    echo ***

    Πρόδρομος Μάρκογλου- Η δίνη

    Όλο κάποιος μας εγκαταλείπει.
    Δε μας προδίδει,
    ανοίγει μόνο την πόρτα και φεύγει.

    Τότε φωταγωγούμε το δωμάτιο,
    ξεσκονίζουμε τα έπιπλα,
    ανοίγουμε το ραδιόφωνο σε όλη την ένταση.

    Με το θόρυβο
    τα εκτυφλωτικά φώτα
    με το να κρύβουμε στο υπόγειο τις άδειες καρέκλες
    προσπαθούμε να καλύψουμε το κενό,
    να ξεχάσουμε.

    Όμως η πόρτα πάντα ανοίγει
    κι η νύχτα παίρνει τη θέση αυτού που έφυγε.
    Το κενό όλο μεγαλώνει
    ανεβαίνει στην οροφή, κατεβαίνει στο πάτωμα,
    στριφογυρίζει,
    γίνεται δίνη μάς παρασέρνει
    στο κέντρο της περιστροφής
    και πια δεν ξέρεις
    αν είσαι αυτός που έφυγε
    ή αυτός που έχει μείνει.


    Από τη συλλογή Έγκλειστοι (1962)