Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποιήματα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 22 Απριλίου 2006.

  1. tinkerbelle

    tinkerbelle Regular Member

    You and I

    I explain quietly. You
    hear me shouting. You
    try a new tack. I
    feel old wounds reopen.

    You see both sides. I
    see your blinkers. I
    am placatory. You
    sense a new selfishness.

    I am a dove. You
    recognize the hawk. You
    offer an olive branch. I
    feel the thorns.

    You bleed. I
    see crocodile tears. I
    withdraw. You
    reel from the impact.



    Roger McGough
     
  2. ariadni

    ariadni Regular Member

    Χόρχε Λουίς Μπόρχες

    Ερωτικό Προαίσθημα


    Ούτε κι αν νιώθω τόσο δικό μου αυτό το φωτεινό, σα γιορτή, μέτωπό σου
    ούτε κι αν συνηθίσω το κορμί σου, ακόμα μυστηριακό και σιωπηλό, ακόμα
    κοριτσίστικο,
    ούτε την αδιάκοπη πορεία της ζωής σου, που μια γίνεται λόγια, μια σιωπές,
    τίποτα πιο αινιγματικό δε θα μπορέσεις να μου δώσεις
    πέρ' απ' το να κοιτάζω τον ύπνο σου
    τυλιγμένο μες στην αγρύπνια των χεριών μου.
    Σαν από θαύμα ξαναγίνεσαι παρθένα, από την αθωωτική αγνότητα του ύπνου
    αμέριμνη, λαμποκοπώντας σα μια χαρούμενη στιγμή που τη διαλέγει η ίδια
    η μνήμη,
    να μου χαρίσεις τούτο τ΄ακρογιάλι της ζωής σου, π΄ούτε κι εσύ η ίδια
    ακόμα δεν το ξέρεις.
    Θα ξεχυθώ μες στη γαλήνη σου
    να εξερευνήσω αυτήν εδώ την πιο απόμακρη ακτή του εαυτού σου
    κι ίσως σε δω, πρώτη φορά,
    έτσι όπως θα πρέπει να σε βλέπει ο Θεός,
    με γκρεμισμένο το μύθο του χρόνου,
    δίχως τον έρωτα, χωρίς εμένα.


    Δεν είσαι οι άλλοι

    Δε θα σε γλιτώσουν όσα άφησαν γραμμένα
    όλοι εκείνοι που ικέτευε ο φόβος σου,
    δεν είσαι οι άλλοι και το βλέπεις τώρα
    πως είσαι το κέντρο του λαβύρινθου που χαράζουν
    τα βήματά σου. Δε σε γλιτώνει η αγωνία
    του Ιησού ή του Σωκράτη, ούτε κι ο κραταιός
    χρυσαφένιος Σιντάρτα, που δέχτηκε το θάνατο
    κάποιο απόβραδο, μέσα στον κήπο.
    Και είναι σκόνη η λέξη που έγραψε
    το χέρι σου ή τα λόγια που πρόφεραν
    τα χείλια σου. Δεν έχει οίκτο η Μοίρα
    κι η νύχτα του Θεού τέλος δεν έχει.
    Το υλικό σου είναι ο χρόνος, ο αέναος χρόνος.
    Είσαι μία μία η κάθε στιγμή.
     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Γιατί φουμάρω κοκαΐνη

    Πού 'ναι εκείνα μου τα κάλλη
    πού 'ναι η τόση εμορφιά,
    στην Αθήνα, δεν είχε, άλλη
    τέτοια λεβεντιά

    Ήμουν κούκλα, ναι στ' αλήθεια
    με μεγάλη αρχοντιά!
    δε σας λέγω παραμύθια,
    τρέλανα ντουνιά!

    Μα μ' έμπλεξε ένας μόρτης
    αχ ένας μάγκας πρώτης
    μου πήρε ό,τι είχα και μ' αφήνει
    Μου πήρε την καρδιά μου,
    τα νιάτα τα λεφτά μου,
    κι απ' τον καημό φουμάρω κοκαΐνη

    Μ' αγαπούσαν αφεντάδες
    νέοι γέροι και παιδιά
    κι όλοι πρώτοι κουβαρντάδες
    μεσ' στην αγορά

    Αχ τι όμορφα περνούσα
    με τραγούδια και κρασί,
    κάθε μέρα εγλεντούσα!
    τι ζωή χρυσή!

    Και τώρα η καημένη
    γυρίζω μαραμένη
    γιατί ο σεβντάς του μάγκα δε μ' αφήνει,
    με τρέλανε ο μόρτης
    ο κοκαϊνοπότης
    γι' αυτό κι εγώ φουμάρω κοκαΐνη

    Στίχοι: Πάνος Τούντας
    Μουσική: Πάνος Τούντας
    Πρώτη εκτέλεση: Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου, Πολίτισσα
    Άλλες ερμηνείες: Ρόζα Εσκενάζη || Χαρούλα Αλεξίου

    Ε.
     
    Last edited by a moderator: 20 Νοεμβρίου 2008
  4. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Μάνα μου Ελλάς

    Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
    Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
    Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Δημητράτος
    Άλλες ερμηνείες: Γιώργος Νταλάρας

    Δεν έχω σπίτι πίσω για να ρθω
    ούτε κρεβάτι για να κοιμηθώ
    δεν έχω δρόμο ούτε γειτονιά
    να περπατήσω μια Πρωτομαγιά

    Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
    μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα

    Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια
    εσύ φοράς τα αρχαία σου στολίδια
    και δε δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς
    που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς

    Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
    μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα

    Μα τότε που στη μοίρα μου μιλούσα
    είχες ντυθεί τα αρχαία σου τα λούσα
    και στο παζάρι με πήρες γύφτισα μαϊμού
    Ελλάδα Ελλάδα μάνα του καημού

    Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
    μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα

    Μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι
    εσύ κοιτάς τα αρχαία σου τα κάλλη
    και στις αρενες του κόσμου μάνα μου Ελλάς
    το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς

    Η.

    [nomedia=""]YouTube - Broadcast Yourself.[/nomedia]
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  5. tinkerbelle

    tinkerbelle Regular Member

    Dover Beach

    The sea is calm to-night.
    The tide is full, the moon lies fair
    Upon the straits; on the French coast the light
    Gleams and is gone; the cliffs of England stand;
    Glimmering and vast, out in the tranquil bay.
    Come to the window, sweet is the night-air!
    Only, from the long line of spray
    Where the sea meets the moon-blanched land,
    Listen! you hear the grating roar
    Of pebbles which the waves draw back, and fling,
    At their return, up the high strand,
    Begin, and cease, and then again begin,
    With tremulous cadence slow, and bring
    The eternal note of sadness in.

    Sophocles long ago
    Heard it on the Aegean, and it brought
    Into his mind the turbid ebb and flow
    Of human misery; we
    Find also in the sound a thought,
    Hearing it by this distant northern sea.

    The Sea of Faith
    Was once, too, at the full, and round earth's shore
    Lay like the folds of a bright girdle furled.
    But now I only hear
    Its melancholy, long, withdrawing roar,
    Retreating, to the breath
    Of the night-wind, down the vast edges drear
    And naked shingles of the world.


    Ah, love, let us be true
    To one another! for the world, which seems
    To lie before us like a land of dreams,
    So various, so beautiful, so new,
    Hath really neither joy, nor love, nor light,
    Nor certitude, nor peace, nor help for pain;
    And we are here as on a darkling plain
    Swept with confused alarms of struggle and flight,
    Where ignorant armies clash by night.


    Matthew Arnold


    ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

    DUCKS

    I

    From troubles of the world I turn to ducks,
    Beautiful comical things
    Sleeping or curled
    Their heads beneath white wings
    By water cool,
    Or finding curious things
    To eat in various mucks
    Beneath the pool,
    Tails uppermost, or waddling
    Sailor-like on the shores
    Of ponds, or paddling
    - Left! Right! - with fanlike feet
    Which are for steady oars
    When they (white galleys) float
    Each bird a boat
    Rippling at will the sweet
    Wide waterway ...
    When night is fallen you creep
    Upstairs, but drakes and dillies
    Nest with pale water-stars.
    Moonbeams and shadow bars,
    And water-lilies:
    Fearful too much to sleep
    Since they've no locks
    To click against the teeth
    Of weasel and fox.
    And warm beneath
    Are eggs of cloudy green
    Whence hungry rats and lean
    Would stealthily suck
    New life, but for the mien
    The hold ferocious mien
    Of the mother-duck.

    II

    Yes, ducks are valiant things
    On nests of twigs and straws,
    And ducks are soothy things
    And lovely on the lake
    When that the sunlight draws
    Thereon their pictures dim
    In colours cool.
    And when beneath the pool
    They dabble, and when they swim
    And make their rippling rings,
    0 ducks are beautiful things!
    But ducks are comical things:-
    As comical as you.
    Quack!
    They waddle round, they do.
    They eat all sorts of things,
    And then they quack.
    By barn and stable and stack
    They wander at their will,
    But if you go too near
    They look at you through black
    Small topaz-tinted eyes
    And wish you ill.
    Triangular and clear
    They leave their curious track
    In mud at the water's edge,
    And there amid the sedge
    And slime they gobble and peer
    Saying 'Quack! quack!'


    F.W.Harvey


    (Κλέβει το automerging, το μιμούμαι.

    Προς τον από κάτω μου:
    Οντως, Οι Πάπιες Του Dover είναι κυνικό ποίημα. Τόσο κυνικό που υποψιάζομαι ότι αυτές οι πάπιες έχουν και δόντια.  )
     
    Last edited: 20 Νοεμβρίου 2008
  6. SensualTorturer

    SensualTorturer Regular Member

    Εξαιρετικό κυνικό ποίημα!!!!!!!!!!!!
     
  7. female

    female Contributor



    Τριαντάφυλλο​


    Είναι κόκκινο σαν αίμα σαν ανοίγει το πρωί,
    και δροσούλα δεν τ' αγγίζει από φόβο μην καεί.


    Ανοιχτό το μεσημέρι σαν κοράλλι, σαν παιδί,
    μες στα τζάμια, μαγεμένος, σκύβει ο ήλιος να το δει.​


    Άσπρο γίνεται, κι είν' άσπρο, κοχυλάκι του γιαλού,
    σαν λιποθυμάει η μέρα στις βιολέτες του νερού.​



    Κι όταν πια σημάνει η νύχτα, τη φλογέρα τη γλυκιά,
    και τ' αστέρια αλλάξουν δύση στ' ουρανού την απλωσιά,​

    πριν τελειώσει το τραγούδι κι ο αγέρας κοιμηθεί,
    μέσα στο βαθύ σκοτάδι σιγανά θα μαραθεί.​




    Στίχοι: F. G. Lorca-Απόδοση:Αλέξης Σολωμός
    Μουσική: Χατζιδάκις Μάνος​







     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  8. tinkerbelle

    tinkerbelle Regular Member

     

    Soliloquy of the Solipsist


    I?
    I walk alone;
    The midnight street
    Spins itself from under my feet;
    When my eyes shut
    These dreaming houses all snuff out;
    Through a whim of mine
    Over gables the moon's celestial onion
    Hangs high.

    I
    Make houses shrink
    And trees diminish
    By going far; my look's leash
    Dangles the puppet-people
    Who, unaware how they dwindle,
    Laugh, kiss, get drunk,
    Nor guess that if I choose to blink
    They die.

    I
    When in good humor,
    Give grass its green
    Blazon sky blue, and endow the sun
    With gold;
    Yet, in my wintriest moods, I hold
    Absolute power
    To boycott any color and forbid any flower
    To be.

    I
    Know you appear
    Vivid at my side,
    Denying you sprang out of my head,
    Claiming you feel
    Love fiery enough to prove flesh real,
    Though it's quite clear
    All you beauty, all your wit, is a gift, my dear,
    From me.

    Sylvia Plath
     
  9. tinkerbelle

    tinkerbelle Regular Member


    There's always something
    In the greatest bliss
    To remind you of misery
    It's something I say
    Or you say
    Or don’t say
    It's something you suspect
    Or I
    Like the rose in full bloom
    Home to worms
    There is always something
    In the greatest love
    To remind you of loneliness
     
  10. smari

    smari Regular Member

    ΑΡΧΗ ΕΙΝΑΙ...

    Αρχή είναι να ξυπνάς με τα πουλιά.

    Αρχή είναι ν' ανοίγεις τους κήπους τ' ουρανού την ώρα των
    ονείρων και την ώρα του αίματος.

    Αρχή είναι να κοιτάς στα μάτια τον άνθρωπο που σε ρωτάει.

    Αρχή είναι να αγαπάς τον άνθρωπο που φεύγει.

    Αρχή είναι να θυμάσαι ότι πεθαίνει απο ανθρώπινο χέρι και
    να μην ξεχνάς το χαμένο βλέμμα των παιδιών.

    Αρχή είναι να μετράς τον τόπο σαν πατρίδα και τον χρόνο σαν
    αλήθεια.

    Αρχή είναι η πρώτη ημέρα του Ιανουαρίου ή η τελευταία
    ημέρα του Δεκεμβρίου.Αλλιώς, η κάθε σιωπή, δηλαδή η μνήμη
    του σώματος και η ανάμνηση της ψυχής.

    Αρχή είναι η Άνοιξη, ο Έρωτας, ο Πόνος και ότι μισό του
    παντός.

    Αρχή είναι το τραγούδι, η ποίηση, η προσευχή και ότι σχεδιάζεται επί χάους.

    Αρχή είναι το δώρο, η χειραψία, το δάκρυ, το χαμόγελο και ότι
    τελειώνει σε φιλί.

    ~Διονύσης Καρατζάς.
    Απ΄το μισό παράθυρο.
     
  11. Storm

    Storm Regular Member

    (Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα,
    ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως.
    Απ' τα δύο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο.
    Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δύο-τρεις
    ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής.
    Λοιπόν, η Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στον Νέο):

    Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
    Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται
    που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
    θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
    Άφησέ με να έρθω μαζί σου.

    Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
    αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
    ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
    λησμονημένα λόγια δε θέλω να τ ακούσω. Σώπα.

    Άφησε με να έρθω μαζί σου
    λίγο πιο κάτου, ως την μάντρα του τουβλάδικου,
    ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
    η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
    τόσο αδιάφορη κι άυλη
    τόσο θετική σαν μεταφυσική
    που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις
    πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
    πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του.
    Άφησε με να έρθω μαζί σου.....

    Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
    κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
    μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
    γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη,
    ακούω τον θόρυβο του φουστανιού μου
    σαν τον θόρυβο δύο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
    κι όταν κλείνεσαι μέσα σ αυτόν τον ήχο του πετάγματος
    νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
    κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
    μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
    δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
    κι ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
    (δεν είναι τούτο η λύπη μου η λύπη μου
    είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου).
    Άφησε με να έρθω μαζί σου

    Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
    μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
    Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
    Άφησε με να έρθω μαζί σου....

    Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει θέλω να πω έχει παλιώσει
    πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
    τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό,
    οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
    όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου
    απ' την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο
    όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής
    απ' τα γόνατά της
    ή όπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στην παλιά,
    ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

    Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς
    με τόση δυσπιστία
    λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική,
    μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι
    και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει
    - μιάν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,
    πιο στιλβωμένη απ' τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα δίνω
    στο στιλβωτήριο της γωνίας,
    ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος
    λικνισμένο απ' την ίδια του ανάσα,
    τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δύο
    σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει
    ή ν' ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό.
    Πάντα μου είχα μανία με τα μαντίλια,
    όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,
    τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο
    στους αγρούς με το λιόγερμα
    ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το αντικρινό γιαπί
    ή να σκουπίζω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου,
    ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μιά απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια....

    Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι
    ν' απασχολώ τα δάχτυλά μου. Και τώρα θυμήθηκα
    πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο
    με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δύο ξανθές πλεξούδες
    - 8, 16, 32, 64, -
    κρατημένη απ' το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς
    όλο φως και ροζ λουλούδια,
    (συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια κακή συνήθεια) 32, 64, -
    κι οι δικοί μου στήριζαν μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο.
    Λοιπόν, σου λεγα για την πολυθρόνα
    ξεκοιλιασμένη φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα
    έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
    μα που καιρός και λεφτά και διάθεση τι να πρωτοδιορθώσεις; -
    έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα
    τ' άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. Εδώ κάθισαν
    άνθρωποι που ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα,
    όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,
    και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ' το χώμα
    δίχως να ενοχλούνται απ' τη βροχή ή το φεγγάρι.
    Άφησε με να έρθω μαζί σου...

    Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας του Αϊ-Νικόλα,
    ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω
    έχοντας στ' αριστερό πλευρό μου τη ζέστα
    απ' το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου
    κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα
    κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ' το φεγγάρι
    που 'ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων
    και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
    πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα
    άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε
    ντυμένος την αχλύ και την δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,
    και πολλούς νέους, πιο ωραίους κι από σένα ακόμη, του εθυσίασα,
    έτσι λευκή κι απρόσιτη ν' ατμίζομαι μες στη λευκή μου φλόγα,
    στη λευκότητα του σεληνόφωτος,
    πυρπολημένη απ' τ' αδηφάγα μάτια των αντρών
    κι απ' τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,
    πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,
    άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,
    στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα 'βλεπα)
    - ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς, ό,τι θαυμάζεις,
    σου φτάνει ο θαυμασμός σου, -
    θε μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν
    σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων
    γιατί, έτσι πολιορκημένη απ' έξω κι από μέσα,
    άλλος δρόμος δε μου 'μενε παρά μονάχα
    προς τα πάνω ή προς τα κάτω.
    - Όχι, δε φτάνει.
    Άφησε με να έρθω μαζί σου ...

    Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με,
    γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια,
    έμεινα μόνη, ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,
    ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,
    γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,
    στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μένουνε
    σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο
    πέρα απ' τη ζωή μου και τη ζωή σου,
    πέρα πολύ. Δε φτάνει.
    Άφησε με να έρθω μαζί σου.

    Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
    Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
    Πρέπει πάντα να προσέχεις, να προσέχεις,
    να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
    να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
    να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
    να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
    να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ' το δοκάρι που κρέμασε.
    Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δε τολμάς να τ' ανοίξεις.
    Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
    Άφησε με να έρθω μαζί σου.....

    Τούτο το σπίτι, παρ όλους τους νεκρούς του,
    δεν εννοεί να πεθάνει.
    Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
    να ζει απ' τους νεκρούς του
    να ζει απ' τη βεβαιότητα του θανάτου του
    και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του
    σ' ετοιμόρροπα κρεββάτια και ράφια.
    Άφησε με να έρθω μαζί σου.

    Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες στην άχνα της βραδιάς,
    είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλυτη,
    κάτι θα τρίξει, - ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,
    κάποια βήματα ακούγονται, - δεν είναι δικά μου.
    Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, -
    η μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, -
    κι αν κάνεις να κοιτάξεις σ' αυτόν ή τον άλλον καθρέφτη,
    πίσω απ' την σκόνη και τις ραγισματιές,
    διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,
    το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή παρά να το κρατήσεις
    καθάριο κι αδιαίρετο.

    Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο
    σαν κυκλικό ξυράφι πώς να το φέρω στα χείλη μου;
    όσο κι αν διψώ, - πως να το φέρω; - Βλέπεις;
    έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, - αυτό μου απόμεινε,
    αυτό με βεβαιώνει ακόμη πως δεν λείπω.
    Άφησε με να έρθω μαζί σου....

    Φορές-φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση
    πως έξω απ' τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης
    με τη γριά βαρειά του αρκούδα
    με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
    σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
    ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
    και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο
    και δεν τ' αφή- νουν πιαν να βγουν έξω
    μ' όλο που πίσω απ' τους τοίχους μαντεύουν
    το περπάτημα της γριάς αρκούδας
    κι η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
    μην ξέροντας για πού και γιατί
    έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια
    να χορεύει στα πισινά της πόδια
    δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της
    να διασκεδάζει τα παιδιά, τους αργόσχολους, τους απαιτητικούς,
    και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
    αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά,
    παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της,
    δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
    την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,
    στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
    την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
    με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου έστω κι ενός αργού θανάτου
    την τελική της ανυπακοή στο θάνατο
    με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής
    που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ τη σκλαβιά της.

    Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
    Κι η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
    υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
    χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλη της
    στις πενταροδεκάρες που της ρίχνουνε
    τα ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά
    (ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
    και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
    το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ, ευχαριστώ.
    Άφησέ με να έρθω μαζί σου....

    Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα
    είναι σαν το βυθό της θάλασσας.
    Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν σα στρογγυλά,
    μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών,
    τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
    φύκια κι όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου
    δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα,
    δεν μπορώ ν' ανέβω πάλι στην επιφάνεια
    ο δίσκος μου πέφτει απ' τα χέρια άηχος, - σωριάζομαι
    και βλέπω τις φυσαλίδες απ' την ανάσα μου ν' ανεβαίνουν,
    ν' ανεβαίνουν
    και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντές τες
    κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται
    από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,
    τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;
    Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί,
    στο βάθος του πνιγμού, κοράλλια και μαργαριτάρια
    και θυσαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
    απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά μελλούμενα,
    μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
    κάποιο ξανάσαμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
    μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,
    κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια,
    μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω όχι τα δίνω,
    μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν
    πάντως εγώ τα δίνω.
    Άφησέ με να έρθω μαζί σου....

    Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
    Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να 'ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
    Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
    δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;

    Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο τι δυνατό το στήθος σου,
    - τι δυνατό φεγγάρι, - η πολυθρόνα, λέω κι όταν σηκώνω
    το φλιτζάνι απ' το τραπέζι
    μένει από κάτω μιά τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω
    να μην κοιτάξω μέσα, - αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του,
    και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου
    μην κοιτάξεις μέσα,
    έχει μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει μην κοιτάξεις,
    μην κοι- τάχτε,
    ακούστε με που σας μιλάω θα πέσετε μέσα.
    Τούτος ο ίλιγγος ωραίος, ανάλαφρος θα πέσεις, -
    ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
    ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστιριακές φωνές δεν τις ακούτε;
    Βαθύ-βαθύ το πέσιμο,
    βαθύ-βαθύ το ανέβασμα,
    το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ' ανοιχτά φτερά του,
    βαθειά-βαθειά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, -
    τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης,
    όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα,
    ανάσα ωκεανού. Ωραίος, ανάλαφρος
    ο ίλιγγος τούτος, - πρόσεξε, θα πέσεις.
    Μην κοιτάς εμένα,
    εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα ο εξαίσιος ίλιγγος.
    Έτσι κάθε απόβραδο έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες...

    Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι
    για καμμιάν ασπιρίνη,
    άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου
    ν' ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο που κάνουν
    οι σωλήνες του νερού,
    ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
    ξεχνιέμαι κ ετοιμάζω δυο ποιος να τον πιει τον άλλον; -
    αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
    ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας απ' το παράθυρο
    τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου
    σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου
    που έρχεται να με πάρει
    με τα μαντίλια μου, τα στραβοπατημένα μου παπούτσια,
    τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματα μου,
    χωρίς καθόλου βαλίτσες τι να τις κάνεις;
    Άφησέ με να έρθω μαζί σου....


    Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Όχι, δε θα έρθω. Καληνύχτα.
    Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί, επιτέλους, πρέπει
    να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι.
    Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι
    την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της,
    την πολιτεία του μεροκάματου,
    την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
    την πολιτεία που μας αντέχει στη ράχη της
    με τις μικρότητες μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
    με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τα γερατειά μας, -
    ν' ακούσω τα μεγάλα βήματά της πολιτείας,
    να μην ακούω πια τα βήματα σου
    μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα...

    (Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα έκρυψε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μια πολύ γνωστή μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η "Σονάτα του Σεληνόφωτος", μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα μ' ένα ειρωνικό κι ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ' ένα συναίσθημα απαιλευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αη-Νικόλα, πριν κατέβει τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, - ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ' ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ' το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να είναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει: "Η παρακμή μιάς εποχής". Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνίες του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή, όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; Το ραδιόφωνο συνεχίζει.) ...

    ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
     
  12. gaby

    gaby Guest

    @ tinkerbelle,

    always
    or almost always,
    as pure essence,
    by nature
    or even by definition,
    might be rare
    and fading quickly,
    but still,
    it may exist.

    δικό μου σκαρίφημα   εξιλεώνομαι παρακάτω με Μαγιακόφσκι.

    Από το "Σύννεφο με παντελόνια, Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι",
    μετάφραση Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης

    Περί της του Έρωτα Ουσίας​
    Επιστολή έκ Παρισίων πρός τόν σύντροφο Κοστρόφ​


    Συμπαθάτε
    με​
    σύντροφε Κοστρόφ​
    μέ τήν προσήκουσα
    μεγαλοθυμία​
    γιατί κατασπατάλησα
    στόν λυρισμό​
    τμήμα τών εν Παρισίοις ​
    γραμμένων στροφών.​
    Φανταστείτε
    μιά μορφονιά​
    στήν αίθουσα μπαίνει,​
    μέ γούνες
    και χρυσαφικά ντυμένη.​
    Πάω σ΄αυτή
    τήν καλλονή​
    καί λέω:​
    - σωστό ή λάθος; δεν γνωρίζω -
    Σύντροφος από την Ρωσία
    είμαι​
    και ξεκουστός πολύ στη χώρα μου.
    Γνώρισα
    κόρες ομορφες​
    γνώρισα
    κόρες λυγερές​
    κοπέλες από κείνες
    πού αγαπούν οι ποιητές.​
    Έξυπνος είμαι
    και φωνακλάς​
    δυό λογάκια θά σου πώ
    σά σταθείς νά μέ ακούσεις.​
    Δέν μού αρκούν
    ξέφτια αισθημάτων​
    μιάς περαστικής.​
    Ο έρωτας
    γιά πάντα​
    μ' έχει τραυματίσει -​
    μέ το ζόρι περπατώ.
    Για μένα ο έρωτας
    δεν είναι γάμος:​
    ξαγάπησα -
    έφυγα. ​
    Σύντροφε,
    αδιαφορώ​
    παντελώς
    γιά τους τρούλους.​
    Ας μήν μπούμε σε λεπτομέρειες,
    αφήστε τ' αστεία,
    εγώ μορφονιά μου
    δεν είμαι είκοσι χρονών - ​
    μα τριάντα...
    και βάλε. ​
    Ο έρωτας
    δέν είναι ​
    προσάναμμα φωτιάς​
    μήτε φλόγα
    πού κάρδουνα ανάβει, ​
    μά' κείνο που ορθώνεται
    πίσω από τού στήθους τά βουνά​
    καί πάνω
    άπ' τών μαλλιών τις ζούγκλες.​
    Αγαπώ -
    σημαίνει: ​
    στό βάθος τής αυλής ​
    να τρέξεις
    καί μέχρι τή νύχτα τή βαθιά​
    μ' αστραφτερό τσεκούρι
    νά κόβεις ξύλα​
    ώσπου άπ' την κούραση
    να πέσεις στο χώμα. ​
    Αγαπώ -
    είναι όταν πετάγεσαι​
    άπ της αγρύπνιας το κρεβάτι​
    ζηλεύοντας τόν Κοπέρνικο​
    γιατί είν' αυτός αντίζηλός σου
    και όχι τής Μαρίας Ιβάνοβνα​
    ο σύζυγος. ​
    Ο έρωτας
    γιά μάς​
    παράδεισος δεν είναι ​
    ο έρωτας
    φωνάζει απλά​
    πώς κίνησε ξανά
    για δουλειά​
    τής καρδιάς ο κινητήρας. ​
    Κόψατε
    τό νήμα​
    πρός τήν Μόσχα.​
    Χρόνια -
    Απόσταση. ​
    Πώς
    νά σάς εξηγήσω​
    τούτη την κατάσταση;​
    Πάνω στή γή
    φλόγες - ώς τόν ουρανό...​
    Στον γαλάζιο ουρανό
    μέγα πλήθος αστεριών.​
    Αν δέν ήμουν
    ποιητής,​
    θά γινόμουν
    αστρονόμος.​
    Βουητό στην πλατεία,
    άμαξες πηγαινοέρχονται
    βαδίζω,
    γράφοντας στίχους​
    στό σημειωματάριό μου.​
    Τρέχουν
    στο δρόμο​
    αυτοκίνητα​
    Κάτω όμως δέν με ρίχνουν.
    Οί έξυπνοι
    καταλαβαίνουν:​
    ό άνθρωπος -
    είναι σε έκσταση.​
    Είναι γεμάτος
    ώς απάνω​
    μ' όνειρα,
    οράματα
    κι ιδέες.
    Τώρα είναι
    πού η αρκούδα​
    θά 'βγαζε φτερά.
    Καί νά
    άπ' ένα φτηνό μαγειρειό​
    όταν πιά
    ξεχείλισαν όλα αυτά,
    από τό πίσω μέρος τ΄ουρανού
    πετάγεται στ' αστέρια ή λέξη​
    τού πορφυρογέννητου κομήτη.
    Ξοφλώντας
    ή ουρά​
    τό κατά τό ένα τρίτο χρέος της στούς ουρανούς,​
    φλέγεται
    και λάμπει τό ουραίο πτέρωμά της​
    γιά να μπορούν οί δύο ερωτευμένοι ​
    τ΄αστέρια νά κοιτούν​
    κάτω άπ τής πασχαλιάς τήν σκιά.
    Γιά νά σηκώσουν,
    νά στρέψουν​
    καί νά γητέψουν τό βλέμμα​
    ώσπου νά χαθεί.
    Γιά νά πέσουν
    από τούς ώμους τους τών εχθρών τα κεφάλια​
    από το θυσανωτό
    αστραφτερό σπαθί​
    Ακούω μέσα μου
    τής καρδιάς τόν τελευταίο ήχο​
    πρίν τη συνάντηση:
    ο έρωτας χτυπά, ​
    ανθρώπινος
    απλός.​
    Στή θύελλα,
    φωτιά,​
    νερό, ​
    χαλούν τόν κόσμο.
    Ποιός
    μπορεί​
    νά τά υποτάξει;​
    Μπορείτε;
    Προσπαθείστε...​
    1928​