Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποιήματα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 22 Απριλίου 2006.

  1. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Lack of Enthusiasm

    We strolled alone along the night
    On pavements old and cracked we trod
    And when I asked, she said “I might,”
    And her breath glimmered in the cold,

    “Come back to your place for a while,
    And take a glass of port with you,
    But don't suppose just 'cause I smile
    I'm suddenly in love with you.”

    And I said, “Fine, have it your way,
    pressure just makes people choke.”
    And when we walked along my driveway,
    I thought “I'd rather do some coke.”

    And so she left two hours later,
    Her taxi racing round the block.
    I watched a film with Cristian Slater,
    And rubbed Daktarin on my cock.
     
  2. Aribecy

    Aribecy Regular Member

    ..χαθηκαν τα αστερια στις παλαμες σου..
    εμεινε η ελπιδα τελευταια ανασα,
    νοσταλγοντας ψιθυρους των ονειρων σου
    που σε συντροφευαν πριν πολλα φεγγαρια...
     
  3. tinkerbelle

    tinkerbelle Regular Member

     

    When I have fears that I may cease to be
    Before my pen has glean'd my teeming brain,
    Before high piled books, in charact'ry,
    Hold like rich garners the full-ripen'd grain;
    When I behold, upon the night's starr'd face,
    Huge cloudy symbols of a high romance,
    And feel that I may never live to trace
    Their shadows, with the magic hand of chance;
    And when I feel, fair creature of an hour!
    That I shall never look upon thee more,
    Never have relish in the faery power
    Of unreflecting love;—then on the shore
    Of the wide world I stand alone, and think,
    Till Love and Fame to nothingness do sink.


    John Keats
     
    Last edited: 3 Δεκεμβρίου 2008
  4. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Πόσο βαθὺ κι ἀσήμαντο συνάμα,
    τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Τέχνης σου τὸ δρᾶμα,
    σ᾿ ἕνα παιχνίδι μάταιο καὶ γελοῖο,
    τοῦ Νοῦ σου νὰ σκορπᾷς τὸ μεγαλεῖο!
    Μέρα-νύχτα νὰ παίζεις μὲ τὶς λέξεις,
    πῶς, πρέπει, μεταξύ των, νὰ τὶς πλέξεις
    καὶ πῶς, μαζί, νὰ σμίξεις κάποιους ἤχους,
    ὥστε νὰ κλείσεις τ᾿ Ὄνειρο σὲ στίχους!
    Πόσος κόπος καὶ πόνος κι ἀγωνία,
    νὰ πλάσεις ἀπ᾿ τὴ θλίψη σου ἁρμονία

    καὶ νὰ τὴ πλάσεις μ᾿ ὅλους σου τοὺς τρόπους,
    γιὰ νὰ τὴ ξαναδώσεις στοὺς ἀνθρώπους!
    Μήτε κι ἀληθινὰ ποὺ ξέρω πρᾶμα
    πιὸ θλιβερό, ἀπ᾿ τοῦ πόνου σου τὸ δρᾶμα,

    τοῦ Πόνου αὐτοῦ, ποὺ στέργει γιὰ κλουβί του,
    τὸ χῶρο ἑνὸς ἀνθρώπινου ἀλφαβήτου!

    Κι ἀφοῦ, σὰ τὰ μικρὰ παιδάκια, παίξεις,
    τόσο καιρό, μὲ ρίμες καὶ μὲ λέξεις

    κι ὅλες σου τὶς ἐλπίδες ἀφανίσεις,
    χαμένος, ὅλος, μέσ᾿ στὶς ἀναμνήσεις,

    μόλις φανοῦν οἱ πρῶτες μαῦρες τύψεις
    κι ἔρθ᾿ ἡ στιγμὴ νὰ σκύψεις, νὰ μὴ σκύψεις...

    Ποιητής
    Ναπολέων Λαπαθιώτης


    E...
     
  5. kardy_

    kardy_ Regular Member

    journey

    Anticipated moments
    Long and lingering hours
    Moments stolen in a rush
    A journey Wwe share
    A lifestyle Wwe desire
    A lifestyle cherished by Ttwo
    Cravings, wants and needs
    enhance by hunger
    To kneel
    at Masters feet
    To obey
    Master's every word
    To know
    Master's love
    To feel the joy
    of Master's pleasure
    In the throws of passion
    sultry muffled moans escape
    a gag between her lips
    His restraints that bind
    her body exposed
    to soft leather fingers
    of Master's flogger
    kissing upon soft flesh
    perfectly warmed
    a soft shade of crimson rising
    her body visibly quivering
    Anticipation grows
    for what is yet to be
    what is still unknown
    but frightened, she is not
    her trust... her devotion
    given to Him completely
    no questions asked
    no fear within her body
    possessed and owned
    by the Man she calls Master
    controlled
    Owned
    Treasured
    Cherished
    Adored
    by only Him
    feeding from Him
    Aroused
    by His touch
    her body responds
    bringing to Him
    the depth of her feelings
    the pride and joy
    mind, body and soul
    contentment
    the fact that she is owned
    she is, Master's pet
    His... bebe
     
  6. koralenia

    koralenia Regular Member

    Where is my love
    Where is my hope
    Where is my reason to live

    I’m sorry I had fun moments
    I’m sorry I gave you presents
    I’m sorry I held your hair back
    when you were puking in a sac

    I didn’t feel like crying
    when you were dying
    I know a new start
    can be pretty hard

    It didn’t work out well for you

    Where is my love
    Where is my hope
    Where is my reason to live

    I’m lonely and left over I know
    and I’m living by the flow
    Yesterday the flow spat me out
    that’s life, no doubt.

    I didn’t feel like crying
    when you were dying
    I know a new start
    can be pretty hard

    and we don’t always survive that

    I’m lonely and left over now
    I’m solitary but I don’t wanna be
    I’m lonely and left over

    I’m all alone and I’m tired of it

    Where is my love
    Where is my hope
    Where is my reason to live.


    Michael Vincent
     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Μεθύστε

    Πρέπει νά ῾σαι πάντα μεθυσμένος.
    Ἐκεῖ εἶναι ὅλη ἡ ἱστορία: εἶναι τὸ μοναδικὸ πρόβλημα.
    Γιὰ νὰ μὴ νιώθετε τὸ φριχτὸ φορτίο τοῦ Χρόνου
    ποὺ σπάζει τοὺς ὤμους σας καὶ σᾶς γέρνει στὴ γῆ,
    πρέπει νὰ μεθᾶτε ἀδιάκοπα. Ἀλλὰ μὲ τί;
    Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.
    Ἀλλὰ μεθύστε.

    Καὶ ἂν μερικὲς φορές, στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ,
    στὸ πράσινο χορτάρι ἑνὸς χαντακιοῦ,
    μέσα στὴ σκυθρωπὴ μοναξιὰ τῆς κάμαράς σας,
    ξυπνᾶτε, μὲ τὸ μεθύσι κιόλα ἐλαττωμένο ἢ χαμένο,
    ρωτῆστε τὸν ἀέρα, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι,
    τὸ κάθε τι ποὺ φεύγει, τὸ κάθε τι ποὺ βογκᾶ,
    τὸ κάθε τί ποὺ κυλᾶ, τὸ κάθε τι ποὺ τραγουδᾶ,
    ρωτῆστε τί ὥρα εἶναι,
    καὶ ὁ ἀέρας, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι,
    θὰ σᾶς ἀπαντήσουν:

    -Εἶναι ἡ ὥρα νὰ μεθύσετε!

    Γιὰ νὰ μὴν εἴσαστε οἱ βασανισμένοι σκλάβοι τοῦ Χρόνου,
    μεθύστε, μεθύστε χωρὶς διακοπῆ!

    Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.

    Ποιητής: Charles Baudelaire (1821-67)

    ..Η
     
  8. L_Strike

    L_Strike Contributor

    Ολα τα παραμύθια ξεκινούνε όμορφα, σε μια χώρα των Θαυμάτων
    Υστερα διαφαίνεται το ψέμα
    Στολίδια πλουμιστά απλόχερα πουλάς
    Τσίγκος είναι ο χρυσός, σίδερο η πλατίνα.

    Ψάξε να βρεις δικαιολογία
    Ελπίζοντας να σωπάσεις τις φωνές που σε κρίνουν
    Υπολογίζεις μόνο τον εαυτό σου, ενώ κλαις με δάκρυα ερπετού για “λίγη ανθρωπιά”
    Τα φαύλα εποίησες και τα όμοιά τους θα απολαμβάνεις
    Ρίξε το βλέμμα σου στον καθρέφτη το είδωλο της ψυχής σου για να δεις
    Ακρωτηριασμένο από το νυστέρι του στομωμένου σου μυαλού.
    !

    - θ' κομ
     
  9. Γ. Θ. Βαφόπουλος, Το δάπεδο

    Άσπρα και μαύρα πλακάκια,
    σ΄εναλλασσόμενη τάξη,
    την επαφή των βημάτων μου δέχονται.

    Στο διορισμένο μου δάπεδο τούτο
    παίζω σαν ένα παιδί,
    προσπαθώντας μονάχα
    στις λευκές να πατώ επιφάνειες.

    Δύσκολη άσκηση, ακροβασία περίτεχνη.

    Κάποτε χάνω του σώματος
    την ισορροπία.
    Κάποτε χάνω του πνεύματος τον υπολογισμό.

    Και μπερδεύεται τότε
    των βημάτων μου η τάξη.
    Και πλανημένο το πέλμα μου,
    παραπατάει στα μαύρα πλακάκια.

    Πρέπει πάλι ν' αρχίσω
    απ' την αρχή το παιχνίδι.
    Πρέπει ν' ασκήσω το πνεύμα μου
    στην τέλεια ακροβασία.

    Όμως αρχίζοντας πάλι και πάλι,
    το αποσταμένο μου πνεύμα
    περιδινείται σε ιλίγγου στροβίλισμα.

    Και του δαπέδου ο ακίνητος δίσκος
    περιστρέφεται μ' ένταση.
    Και των χρωμάτων συγχέεται
    η εναλλασσόμενη τάξη.

    Των αισθήσεων σύγχυση.

    Κι όπως ένα παιδί,
    που του χαλούν το παιχνίδι,
    κι όπως ένα παιδί,
    που η υπομονή του εξαντλείται,
    τρέχω με πείσμα,
    τσαλαπατώντας
    του δαπέδου την τάξη.
    Με το πέλμα σκουπίζω
    τις γραμμές που χωρίζουν
    τα λευκά και τα μαύρα πλακάκια.

    Και ξαπλώνομαι χάμου,
    με βουρκωμένο το πνεύμα μου,
    και ραντίζω με δάκρυα
    τη συντριμμένη μου πίστη.

    Πόσο με κούρασε η επίμονη άσκηση.
    Όμως τώρα πια βλέπω
    φανερά τι σημαίνει
    του δαπέδου το γύρισμα.

    Τώρα βλέπω το νόημα
    της συνουσίας των χρωμάτων.


    Από τη συλλογή Το δάπεδο και άλλα ποιήματα (1951)
     
  10. ariadni

    ariadni Regular Member

    Με αφορμή το νήμα "αγαπημένοι ήρωες/ηρωίδες" θυμήθηκα ένα ποιηματάκι του Πολυχρόνη Κουτσάκη το οποίο και παραθέτω.


    Ιστορικά κενά


    Θυμάμαι τη μέρα που σε γνώρισα

    αιώνες πριν

    αιώνες αιώνων

    καθόσουν κάτω από ένα πλάτανο

    που απολάμβανε την παρέα σου

    ήξερες όλους τους σημερινούς φίλους μου

    μας σύστησαν

    αντί χειραψίας είπα σ’ αγαπώ

    μ’ αρνήθηκες γελώντας -πώς είναι δυνατόν, δεν με ξέρεις

    μα τι λες, εδώ και χιλιετηρίδες, αντέτεινα

    μάταια



    Μετά από διακόσια τριάντα χρόνια ξαναβρεθήκαμε

    στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου

    ήσουν η Γκουίνεβιρ

    δεν ήμουν ο Λάνσελοτ

    ούτε καν ο Αρθούρος

    πάλι ατύχησα



    Περίμενα κι άλλο

    εκατόν δεκατρείς εποχές πέρασαν

    σε λάτρευα πια τότε

    κι ήμουν σίγουρος πως θα σε καταφέρω

    μα εσύ πήγες και κάηκες στην πυρά

    ηλίθια Ιωάννα της Λοραίνης



    έπειτα ήσουν η Εσμεράλδα

    εγώ είχα διαλέξει -τι έκπληξη!- τον λάθος χαρακτήρα

    ήμουν ένας από το ανώνυμο πλήθος

    με τσαλαπάτησαν όταν προσπάθησα να τους εμποδίσω

    ήθελαν οπωσδήποτε να σε λιντσάρουν

    ευτυχώς σ’ έσωσε ο Κουασιμόδος

    χάθηκε, βέβαια κι αυτός, όπως κι εγώ

    όμως βούτηξε ευτυχισμένος

    είχε δεχτεί το χάδι σου

    το απόβρασμα!



    Τελικά τα κατάφερα κάποια φορά

    έκανα τη σωστή επιλογή

    έγινα ο Μάριος

    ο νεαρός επαναστάτης των Αθλίων

    εσύ ήσουν η Κοζέτ

    διπλό το καλό

    σε κέρδισα

    και γνώρισα τον Αγιάννη

    αλλά και τον Ιαβέρη -ήταν πιο ενδιαφέρων αυτός

    ήμουν ευτυχισμένος για όλη μου τη ζωή

    μετά πεθάναμε όμως

    μόλις έκλεισε ο αναγνώστης το βιβλίο

    κι άρχισα πάλι ν’ αγωνιώ

    περισσότερο από παλιά

    μου έλειπε, βλέπεις, η τελευταία φωτογραφία

    όποιος γλυκαθεί γίνεται απαιτητικός



    Τώρα, που έχουν πια χαθεί οι μεγάλες αγάπες

    πραγματικές και φανταστικές

    δεν βρίσκω κάποιον ήρωα να ταυτιστώ

    εσύ είσαι χαμένη σε μια άχρωμη αγκαλιά

    έχοντας χάσει την προαιώνια μνήμη

    κι εγώ χτίζω τις μέρες μου σ’ ένα εργαστήρι

    παρέα με το θείο Αλβέρτο

    προσπαθώ να κατασκευάσω μια μηχανή του χρόνου

    για να ξαναβαπτιστώ

    Μάριο θέλω να με λένε.
     
  11. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Λήθη - Λορέντζος Μαβίλης

    Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
    την πίκρια της ζωής. Όντας βυθήση
    ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήση,
    μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να 'ναι.

    Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
    στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση
    μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίση,
    α' στάξη γι' αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.

    Κι αν πιούν θολό νερό ξαναθυμούνται,
    διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι,
    πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται...

    A' δε μπορής παρά να κλαις το δείλι,
    τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
    θέλουν μα δε βολεί να λησμονήσουν.
     
    Last edited: 12 Δεκεμβρίου 2008
  12. Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

    Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
    είδα το βράδυ αυτό.
    Κάποια χρυσή, λεπτότατη
    στους δρόμους ευωδιά.
    Και στην καρδιά
    αιφνίδια καλοσύνη.
    Στα χέρια το παλτό,
    στ' ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
    Ηλεκτρισμένη από φιλήματα
    θα 'λεγες την ατμόσφαιρα.
    Η σκέψις, τα ποιήματα,
    βάρος περιττό.

    Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
    Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
    το καλοκαίρι αυτό.
    Για ποιον ανέλπιστη χαρά,
    για ποιες αγάπες
    για ποιο ταξίδι ονειρευτό.

    Κώστας Καρυωτάκης