Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποιήματα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 22 Απριλίου 2006.

  1. Σάρκινος λόγος- Γιάννης Ρίτσος

    Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.
    Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.
    Καλυμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο
    διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.
    Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.
    Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.
    Τὸ πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ᾿ τὴ νυχτωμένη πόλη μὲ τὰ ἠμίφωτα μπάρ,
    τὰ ναυτικὰ οἰνομαγειρεῖα.
    Πράσινοι προβολεῖς φωτίζουνε τὸ διανυκτερεῦον φαρμακεῖο.
    Μιὰ γυάλινη σφαῖρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία τῆς ὑδρογείου.
    Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει σὲ μία τρικυμία φυσημένη ἀπ᾿ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματός σου.
    Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη.
    Ἕνας πέτρινος ταῦρος πηδάει ἀπ᾿ τὸ ἀέτωμα στὰ ξερὰ χόρτα.
    Μιὰ γυμνὴ γυναῖκα ἀνεβαίνει τὴ ξύλινη σκάλα κρατώντας μιὰ λεκάνη μὲ ζεστὸ νερό.
    Ὁ ἀτμὸς τῆς κρύβει τὸ πρόσωπο.
    Ψηλὰ στὸν ἀέρα ἕνα ἀνιχνευτικὸ ἑλικόπτερο βομβίζει σὲ ἀόριστα σημεῖα.
    Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στὰ χέρια μου.
    Τὸ τρίχωμα τῆς κόκκινης κουβέρτας ποὺ μᾶς σκέπει, διαρκῶς μεγαλώνει.
    Γίνεται μία ἔγκυος ἀρκούδα ἡ κουβέρτα.
    Κάτω ἀπὸ τὴ κόκκινη ἀρκούδα ἐρωτευόμαστε ἀπέραντα,
    πέρα ἀπ᾿ τὸ χρόνο κι ἀπ᾿ τὸ θάνατο πέρα, σὲ μιὰ μοναχικὴ παγκόσμιαν ἕνωση.
    Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει.
    Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω. Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου.

    Ἀθήνα 18.11.80


    (Το έχω ξαναποστάρει αλλά είναι από τα αγαπημένα μου!)
     
  2. Agitator

    Agitator Regular Member

    Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί,
    πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο
    πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπο ύπουλο μισώ
    κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

    Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσια και κοκό
    πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
    κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
    σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

    Ακόμα λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ,
    που είν' όμως ψέματα
    χοντρά και κατασκευασμένα,
    κι αυτό που εστοίχισε σε μένανε πληγές θανατερές
    κανείς δεν το 'μαθε, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

    Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
    και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη
    κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
    εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

    Ήμουνα τότε δόκιμος σ'ένα λαμπρό ποστάλ
    και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
    Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
    και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.
    Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
    κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού 'χε αυτοκτονήσει,
    ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
    μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.

    Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
    και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
    συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
    κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

    Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
    κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
    μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
    και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

    Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό
    κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
    κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
    όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε την πόλη.

    Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
    ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
    και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
    όαση, που ένας συναντά μεσ' στην καρδιά της Άμμου.

    Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
    Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
    Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
    κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

    Θα προχωρήσω!... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
    είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
    και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
    το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

    Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
    κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
    (παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
    κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

    Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
    οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
    κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
    με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

    Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
    Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
    Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές
    «μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».

    Όταν την είδα και στο φως τα' αχνό το πρωινό,
    μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
    που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σαν να 'χα φοβηθεί,
    το προτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

    Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μια φωνή,
    κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
    και μια το πορτοφόλι μου... Μ' απόμεινα κι εγώ
    έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

    Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
    σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
    φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
    που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

    Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
    πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
    πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό,
    μ' αν ήξερα οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συχωρέσει...

    Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ
    ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
    Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
    νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...
     
  3. kiss_me

    kiss_me Regular Member

    Ύπνος ερωτικός μετά τον έρωτα. Ιδρωμένα σεντόνια
    κρεμάμενα απ’ την κλίνη στο πάτωμα. Στον ύπνο μου ακούω
    το δυνατό ποτάμι. Ο ρυθμός αργοπορεί. Κορμοί μεγάλων δέντρων
    κυλούν μαζί του. Στα κλαδιά τους χίλια πουλιά
    ακινητούν ταξιδεύοντας μένα μακρύ τραγούδι
    από νερό και φύλλα, διακοπτόμενο απο άστρα. Περνάω
    το χέρι μου κάτω απ’το λαιμό σου αλαφρά, με το φόβο
    μη σταματήσω το τραγούδι των πουλιών στον ύπνο σου. Αυριο,
    στις 10,
    όταν θα ανοίξεις τα παντζούρια κι εισορμήσει στα δωμάτια ο
    ηλιος
    θα φανεί στον καθρέπτη καθαρότερα το δαγκωμένο κάτω σου
    χείλι
    και το σπίτι θα γίνει κατακόκκινο, διάστικτο όλο
    με χρυσά πούπουλα και μακρινούς, ασυντέλεστους στίχους.
    Τα ποιήματα που έζησα στο σώμα σου σωπαίνοντας,
    θα μου ζητήσουν, κάποτε, όταν φύγεις, τη φωνή τους.
    Όμως εγώ δεν θα’χω πια φωνή να τα μιλήσω. Γιατί εσύ συνήθιζες
    Πάντα
    να περαρπατάς γυμνόποδη στις καμάρες, κι ύστερα μαζευόσουν στο
    κρεβάτι
    ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κ άγρια φλόγα. Σταύρωνες τα
    χέρια σου
    γύρω στα γόνατά σου, αφήνοντας προκλητικά προτεταμένα
    τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα. Να νε θυμάσαι –
    μου ΄λεγες – έτσι
    έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου, με τα μαλλιά μου
    ριγμένα στα μάτια μου – γιατί έτσι βαθύτερα σε βλέπω. Λοιπόν,
    πως να ‘χω πια τη φωνή. Ποτέ της η ποίηση δεν περπάτησε
    έτσι
    κάτω από τις παλλευκες ανθισμένες μηλιές κανενός Παραδείσου.


    Αθήνα 16.ΙΙ.81
    Σάρκινος λόγος (επιλογή) Γ.Ρίτσος
     
  4. σκηνή- Μίλτος Σαχτούρης

    Ἀπάνω στὸ τραπέζι εἴχανε στήσει
    ἕνα κεφάλι ἀπὸ πηλὸ
    τοὺς τοίχους τοὺς εἶχαν στολίσει
    μὲ λουλούδια
    ἀπάνω στὸ κρεβάτι εἴχανε κόψει ἀπὸ χαρτὶ
    δυὸ σώματα ἐρωτικὰ
    στὸ πάτωμα τριγύριζαν φίδια
    καὶ πεταλοῦδες
    ἕνας μεγάλος σκύλος φύλαγε
    στὴ γωνιά

    Σπάγγοι διασχίζαν τὸ δωμάτιο ἀπ᾿ ὅλες
    τὶς πλευρὲς
    δὲ θά ῾ταν φρόνιμο κανεὶς
    νὰ τοὺς τραβήξει
    ἕνας ἀπὸ τοὺς σπόγγους ἔσπρωχνε τὰ σώματα
    στὸν ἔρωτα

    Ἡ δυστυχία ἀπ᾿ ἔξω
    ἔγδερνε τὶς πόρτες
     
  5. KAIseR

    KAIseR Regular Member

    Απάντηση: Ποιήματα

    ΓΙΑΤΙ Μ’ ΑΓΑΠΗΣΕΣ

    Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
    στα περασμένα χρόνια.
    Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
    και σε βροχή, σε χιόνια,
    δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

    Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
    μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
    μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
    κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
    μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

    Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
    με την ψυχή στο βλέμμα,
    περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
    της ύπαρξής μου στέμμα,
    μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

    Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
    και στη ματιά σου να περνάη
    είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
    να παίζει, να πονάη,
    μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

    Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
    και μου άπλωσες τα χέρια
    κ’ είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
    - μια αγάπη πλέρια,
    γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.

    Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
    γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
    Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
    σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
    Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

    Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
    γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
    Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
    μένα η ζωή πληρώθη.
    Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

    Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
    μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
    Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
    μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
    μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

    Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
    έζησα, να πληθαίνω
    τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
    κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
    μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες

    ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
     
  6. Γ. Ρίτσος, ''Εαρινή Συμφωνία'', ΧVI



    Χαρά χαρά.

    Δε μας νοιάζει

    τι θ' αφήσει το φιλί μας

    μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι.


    Αγγίξαμε

    το μέγα άσκοπο

    που δε ζητά το σκοπό του.


    Ο Θεός

    πραγματοποιεί τον εαυτό του

    στο φιλί μας.

    Περήφανοι εκτελούμε

    την εντολή του απείρου.


    'Ενα μικρό παράθυρο

    βλέπει τον κόσμο.

    'Ενα σπουργίτι λέει

    τον ουρανό.

    Σώπα.


    Στην κόγχη των χειλιών μας

    εδρεύει το απόλυτο.


    Σωπαίνουμε κι ακούμε

    μες στο γαλάζιο βράδι

    την ανάσα της θάλασσας

    καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου

    που δε μπορεί να χωρέσει

    την ευτυχία του.


    'Ενα άστρο έπεσε.

    Είδες;

    Σιωπή.

    Κλείσε τα μάτια.
     
  7. kiss_me

    kiss_me Regular Member

    ΙΣΩΣ Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

    'Ισως η απουσία σου είναι παρουσία, χωρίς εσύ να είσαι,
    χωρίς εσύ να πας να κόψεις το μεσημέρι
    σαν ένα γαλάζιο λουλούδι, χωρίς εσύ να περπατάς
    πιο αργά ανάμεσα στην ομίχλη και στους πλίνθους,
    χωρίς εκείνο το φως που κρατάς στο χέρι
    που ίσως άλλοι δεν θα δουν να χρυσίζει,
    που ίσως κανείς δεν έμαθε ότι βλασταίνει
    σαν την κόκκινη καταγωγή του τριαντάφυλλου,
    χωρίς εσύ να είσαι, επιτέλους, χωρίς να έρθεις
    απότομη, ερεθιστική, να γνωρίσεις τη ζωή μου,
    καταιγίδα από ροδώνα, σιτάρι του ανέμου,
    και από τότε είμαι γιατί εσύ είσαι,
    και από τότε είσαι, είμαι και είμαστε,
    και για χάρη του έρωτα θα είμαι, θα είσαι, θα είμαστε.

    P.Neruda
     
  8. echo

    echo ***

    1
    Και τώρα ακόμα
    του κοριτσιού μου,στις κορδέλες,στα μπουμπούκια,
    που ξημέρωναν χρυσάφι
    στη μεθυσμένη νύχτα των μαλλιών της,
    στα κουρασμένα από το μόχθο της αγάπης βήματα της ,
    στη γαλήνη των βλεφάρων της:κοιμάται η ρεμβάζει.
    Αρπάζεται ο νους μου απ την αλήθεια
    της απουσίας της κι αρχίζει να δουλεύει
    βαθιά μες στην ψυχή μου την αποκάλυψή της

    5
    Και τώρα ακόμα
    Έχω μπροστά μου εκείνη τη στιγμή
    που η συστολή τής-διάφανο
    σκοτάδι-μου έκρυψε το ωραίο πρόσωπο της
    αφήνοντας τα μάτια της να λάμψουν σαν αστέρια.
    Κι η αγρύπνια του έρωτα φτερούγιζε όλη νύχτα
    σαν ρόδινο πουλί

    9
    Και τώρα ακόμα
    κολυμπάει τρυφερά προς την απόκρημνη ακτή
    του πόθου της:σαν το κρασί
    κόκκινα,κατακόκκινα τα μεθυσμένα χείλη της,
    γραμμένα με απέραντο γαλάζιο.
    Μέλι χρυσό το λυγερό κορμί της,
    Κόσμος ολόκληρος το ζωντανό της βλέμμα.
    Υπέροχη η ανάσα της σαν αύρα
    Φέρνει τ’αρώματα όλου του Κασμίρ

    18
    Και τώρα ακόμα
    που είμαστε μακριά τόσον καιρό
    πουλί δεν φτερουγίζει έξω απ’ τη φυλακή μου,
    δίχως να δω ολοζώντανο εκείνο το κορίτσι
    να κελαηδάει όταν μιλάει,να έρχεται σαν κύκνος,
    σαν πληγωμένου γερακιού φτερούγα να καθεύδει
    η νύχτα των μαλλιών της.

    29
    Και τώρα ακόμα
    ο έρωτας είναι θεός κι η νύχτα θεά του.
    Όμως εγώ συνάντησα κάποτε το παιδί τους•
    κι ήταν ωραία,έλαμπε ολόκληρη,θεέ μου!
    Δεν ονειρεύτηκα έκτοτε βαθύτερη ομορφιά.
    Νυχτώνω-ξέρω,ναι-όμως λάμπει
    επίμονα στο χέρι της το αμύθητο πετράδι
    του πρώτου μας καλοκαιριού.

    33
    Και τώρα ακόμα
    θυμάμαι την παραζάλη της φυγής μας,
    εκείνη την απελπισμένη
    έξοδο από το σκοτεινό ψέμα του ύπνου
    στην κατάφωτη αλήθεια των ονείρων:
    τρέχαμε πλάι στο ποτάμι του χειμώνα,
    κι ο ήλιος ξεψυχούσε στα νερά.
    Δίχως λουλούδια πια και χορτάρια
    να χαϊδεύονται στο τρυφερό του φως•
    σήκωσε την τελευταία του ακτίνα
    και μας έδειξε ανήμπορα το δρόμο
    για τη Νιρβάνα,για τη θάλασσα...

    39
    Και τώρα ακόμα
    παρηγοριά έχει ο θάνατος
    Τουλάχιστον δίνει φτερά,κάπου πετάς,
    κι η νύχτα πια δεν έρχεται με τοίχους
    γυμνούς και άδεια κρεβάτια.
    Κανένας δεν φυλάει τους νεκρούς.
    Αν υπάρχει κάποια βρύση-έστω της λησμονιάς-
    μπορείς τουλάχιστον να ξεδιψάσεις.

    40
    Και τώρα ακόμα
    λέω πως δοκίμασα τουλάχιστον τη γεύση της ζωής,
    έστω για μια στιγμή.
    Μεγάλη ήταν η γιορτή.Τέλειωσε,πάει
    Όμως-για δες-φως δυνατό!Αιώνιο φως.
    Και μέσα το κορίτσι μου!
    Ας έρθει το μαχαίρι.Έχω γιορτή !



    O κλέφτης της αγάπης και ο κλέφτης και του ποιήματος- Bilhana
    Μτφ: Γιώργος Μπλάνας
     
  9. Στιγμή πορφύρας - Εμπειρίκος Aνδρέας


    Kαμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο
    Στα κάγκελα του κήπου ανοίγουν τα φτερά τους τα πουλιά
    H γειτνίασις του ποταμού τα προσελκύει
    Tο πάθος του γυπαετού για το άσπρο περιστέρι
    Eίναι αποκορύφωμα βουνού με χιονισμένη κορυφή
    Όταν λυώνουν οι πάγοι τραγουδάμε στις κοιλάδες
    Tα νερά μάς μεθούν
    Oι κόρες των ματιών μας πλένουν τους θησαυρούς των
    Άλλες ξανθές και άλλες μελαχροινές
    Έχουν στην όψι τους την ανταύγεια των ελπίδων μας
    Έχουν στο στήθος τους το γάλα της ζωής μας
    K' εμείς στεκόμαστε τριγύρω τους
    Παντοτινά κελεύσματα μας περιβάλλουν
    Oι θρόμβοι των βουνών πάλλονται και διαλύονται
    Tα χιόνια τους είναι τραγούδια της ελεύσεως των νέων χρόνων
    Tα χρόνια αυτά είναι η ζωή μας
    Mέσ' στις κουφάλες τους αναπαύονται το μεσημέρι τα πουλιά
    Kαμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο της διευρύνσεως
    Kαμιά φορά γινόμαστε κλεψύδρες
    K' οι σπόγγοι σφαδάζουν για την κάθε μας σταγόνα
     
  10. tinkerbelle

    tinkerbelle Regular Member

    Για όλους όσοι άρχισαν δύσκολα, κι έφυγαν ακόμα δυσκολότερα...
    Για όλους όσοι προσπάθησαν να φτάσουν μακρύτερα...
    Για όλους όσοι μέθυσαν από μικρές ή μεγάλες νίκες...
    Για όλους όσοι προσπάθησαν να κρατήσει το αποτύπωμά τους για πάντα..
    Για όλους όσοι πίστεψαν στο πάντα και στο ποτέ...
    Για όλους όσοι παραιτήθηκαν ή δεν άντεξαν...
    Για όλους όσοι αδίκησαν και αδικήθηκαν με τη σειρά...
    Για τους δαίμονες που κρύβονται στο μέσα σκοτάδι και τους δαίμονες που στήνουν ενέδρα τη νύχτα..
    Για τη ζωή που ήταν νέα και ηλιόλουστη...
    Για όλα όσα δεν μπορούν πια να γίνουν αλλιώς...
    Για όλα εκείνα στα οποία δεν έχουμε έλεγχο...
    Για την εντύπωση ότι μπορούμε ποτέ να έχουμε...
    Για τις ηρωικές κι αφελείς προσπάθειες που κάνουμε...
    Για το χρόνο που συγχωρεί ερήμην μας...
    Για όλη την τραγική μας «ελευθερία»...
    Για τη θλίψη του κάθε τέλους...

    Για τον Π.Κ., για τον Π...

     



    In Memoriam

    I sometimes hold it half a sin
    To put in words the grief I feel;
    For words, like Nature, half reveal
    And half conceal the Soul within.
    But, for the unquiet heart and brain,
    A use in measured language lies;
    The sad mechanic exercise,
    Like dull narcotics, numbing pain.
    In words, like weeds, I'll wrap me o'er,
    Like coarsest clothes against the cold
    But that large grief which these enfold
    Is given in outline and no more.

    Alfred Lord Tennyson
     
  11. KAIseR

    KAIseR Regular Member

    Απάντηση: Ποιήματα

    Μισή Ώρα

    Μήτε σε απέκτησα, μήτε θα σε αποκτήσω
    ποτέ, θαρρώ. Μερικά λόγια, ένα πλησίασμα
    όπως στο μπαρ προχθές, και τίποτε άλλο.
    Είναι, δεν λέγω, λύπη. Aλλά εμείς της Τέχνης
    κάποτε μ’ έντασι του νου, και βέβαια μόνο
    για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν
    η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει.
    Έτσι στο μπαρ προχθές —βοηθώντας κιόλας
    πολύ ο ευσπλαχνικός αλκολισμός—
    είχα μισή ώρα τέλεια ερωτική.
    Και το κατάλαβες με φαίνεται,
    κ’ έμεινες κάτι περισσότερον επίτηδες.
    Ήταν πολλή ανάγκη αυτό. Γιατί
    μ’ όλην την φαντασία, και με το μάγο οινόπνευμα,
    χρειάζονταν να βλέπω και τα χείλη σου,
    χρειάζονταν να ’ναι το σώμα σου κοντά.


    Kαβάφης
     
  12. ΠΑΝ-ΚΛΑΜΑ

    Τι συμβαίνει;
    Και τι προαιώνια έχθρα το χωρίζει
    Από αυτό που δεν συμβαίνει;
    Ασφυκτικά άδειο το ακροατήριο.
    Κανείς δεν θ’ απαντήσει;

    Ετοιμάζω μεγάλο ταξίδι.
    Με τις ίδιες κινήσεις που κάνει κανείς
    Όταν μένει.
    Στη βαθιά μακρινή αλλαγή μου πηγαίνω.

    Τι συμβαίνει;
    Ποιος φόβος κλαίει
    Κι είναι’ έτσι γλιστερό ό,τι αλλάζει;
    Είχα τόσα ζευγάρια μάτια
    Για μακριά για κοντά
    Για μέσα για έξω
    Για έτσι γι’ αλλιώς
    Για τούτο για κείνο
    Για ψηλά για χαμηλά
    Για τις εκλείψεις των προσώπων
    Τη χάση και τη φέξη γενικά των φαινομένων,
    Τόσα ζευγάρια μάτια
    Και ποια ωριμότητα κλεπτομανής τα πήρε
    Αφήνοντάς μου μόνο ένα ζευγάρι
    Να βλέπω τι μου κλέβεται.
    Ετοιμάζουν μεγάλο αμφορέα οι στάχτες.

    Ετοιμάζω μεγάλο ταξίδι.
    Με τις ίδιες κινήσεις που κάνει κανείς
    Όταν μένει.
    Στη βαθιά μακρινή αλλαγή μου πηγαίνω.

    Τι συμβαίνει;
    Ποια νεκρή στάση ζωής
    Τιμούν τόσες ομοβροντίες σιωπών;
    Τα μάτια ποιου Τελειωμένου έχουν κλάψει
    Κι είν’ έτσι γλιστερό ό,τι αλλάζει;
    Ποιό Τέλος άντεξε
    κατάμουτρα να πει στην Αρχή δεν σε γνωρίζω;

    Ετοιμάζουν μεγάλο αμφορέα οι στάχτες.

    Ετοιμάζω μεγάλο ταξίδι.
    Με τις ίδιες κινήσεις που κάνει κανείς
    όταν μένει,
    όπως μένει κανείς με τις ίδιες κινήσεις
    που κάνει όταν φεύγει.
    Στη βαθιά μακρινή αλλαγή μου πηγαίνω.

    Τι συμβαίνει;
    Μια καθυστέρηση ερωτεύθηκε το Έγκαιρο
    κι εκείνο τη απόδιωξε:
    άσε με ήσυχο παλιόγρια.
    Βρωμόπαιδο Έγκαιρο, μαμόθρεφτε Χρόνε.
    Θα προφτάσω να φτάσω
    έγκαιρα στη μακρινή αλλαγή μου;
    Ποιος φόβος κλαίει
    Κι είναι το πόσο απέχω και που πάω
    Βρεμένα ως το κόκαλο;
    Κι όταν φτάσω εκεί
    πόσα θα χρειαστεί ακόμα να πεθάνουν,
    τι ομοβροντίες τιμητικές σιωπών
    κι άλλες θα ξανακούσω
    και πόσο θα μου μέλλεται
    πάλι να ξεκινάω
    διαρκώς να ταξιδεύω
    σε όλο και βαθύτερη
    και μακρινότερη αλλαγή μου;

    Τελείωσα.
    Βγάζω το μοναδικό ζευγάρι μάτια που έχω
    και υποκλίνομαι.
    Το ασφυκτικά άδειο ακροατήριο κλαίει.
    Τι παν-κλάμα!

    Κική Δημουλά