Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποιήματα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 22 Απριλίου 2006.

  1. vautrin

    vautrin Contributor

    Τείχη

    Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
    μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

    Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
    Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

    διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
    A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

    Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
    Aνεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

    Κ. Καβάφης
     
  2. kiss_me

    kiss_me Regular Member


    Τώρα που τίποτα δεν έχεις να πεις, που τίποτα δεν έχεις
    να δείξεις, να υποδείξεις, να υπερασπιστείς, τώρα
    που χάθηκαν τα πάντα (κ όχι μονο για σένα), τώρα ακριβώς
    μπορείς, να μιλήσεις, κυκλοφορόντας ανάμεσα
    στα σύνεργα των βασανιστηρίων, γυρίζοντας
    με το μικρό σου δάχτυλο τις ανόητες ρόδες
    των χαλασμένων ρολογιών ή τον μεγάλο εκείνο
    μετέωρο, αναντίστατο τροχό, κάπως νωπόν ακόμη
    καθώς τον ανέβασαν απ' το βυθισμένο πλοίο -

    τώρα ακριβώς, τραβώντας τα σκοινιά από το ταβάνι,
    ακούγοντας το θόρυβο απο τις τροχαλίες επάνω σου
    σε αόριστα σημεια, όπως τ' αστέρια εκείνη τη νύχτα
    όταν γυρίσαμε απ'την εξοχή, και στο μαρμάρινο προαύλιο
    είχαν τοποθετήσει σε αυστηρή διάταξη
    δυο σειρες μαύρες, ξύλινες, ψηλές καρέκλες
    και στο κέντρο τ ' ολόχρυσο κλεισμένο φέρετρο του βασιλέα
    χωρις σημαιες, χωρίς το στέμμα και το ξίφος


    Τώρα ακριβώς.
    Γ.Ριτσος
     
  3. kiss_me

    kiss_me Regular Member





    Σχήμα της απουσίας Ι

    Ὅ,τι ἔφυγε, ριζώνει ἐδῶ, στὴν ἴδια θέση, λυπημένο, ἀμίλητο
    ὅπως ἕνα μεγάλο βάζο τοῦ σπιτιοῦ, ποὺ πουλήθηκε κάποτε
    σὲ δύσκολες ὧρες,
    καὶ στὴ γωνιὰ τῆς κάμαρας, ἐκεῖ ποὺ στέκονταν τὸ βάζο,
    ἀπομένει τὸ κενὸ πυκνωμένο στὸ ἴδιο σχῆμα τοῦ βάζου, ἀμετάθετο,
    ν' ἀστράφτει διάφανο στὴν ἀντηλιά, ὅταν ἀνοίγουν πότε-πότε
    τὰ παράθυρα,
    καὶ μέσα στὸ ἴδιο βάζο, πούχει ἀλλάξει τὴν οὐσία του
    μὲ ἴδια κ' ἰσόποσην οὐσία ἀπ' τὸ κρύσταλλο τοῦ ἄδειου,
    μένει καὶ πάλι τὸ ἴδιο ἐκεῖνο κούφωμα, λίγο πιὸ ὀδυνηρὰ ἠχητικὸ
    μονάχα.
    Πίσω ἀπ' τὸ βάζο διακρίνεται τὸ χρῶμα τοῦ τοίχου
    πιὸ σκοτεινό, πιὸ βαθύ, πιὸ ὀνειροπόλο,
    σὰ νἄμεινε ἡ σκιὰ τοῦ βάζου σχεδιασμένη σὲ μία σαρκοφάγο -
    Καί, κάποτε, τὴ νύχτα, σὲ μίαν ὥρα σιωπηλή,
    ἢ καὶ τὴ μέρα, ἀνάμεσα στὶς ὁμιλίες,
    ἀκοῦς βαθιά σου κάποιον ἦχο ὀξύ, πικρὸ καὶ πολυκύμαντο
    σάμπως ἕνα ἀόρατο δάχτυλο νὰ ἔκρουσε
    κεῖνο τὸ ἀπόν, εὐαίσθητο, κρυστάλλινο δοχεῖο


    Γ.Ρίτσος
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  4. tinkerbelle

    tinkerbelle Regular Member

    ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ
    Οδυσσέας Ελύτης​


    ΤΡΙΤΗ. 7

    Βρήκα μια μικρή εκκλησία όλο τρεχούμενα νερά και την κρέμασα
    στον τοίχο. Τα μανουάλια της είναι πήλινα και μοιάζουν με τα
    δάχτυλά μου όταν γράφω. Από το πως αστράφτουν τα τζάμια
    καταλαβαίνω αν πέρασε άγγελος. Και συχνά κάθομαι τ' απογέματα έξω
    στο πεζούλι και κρατιέμαι στις κακοκαιρίες όπως το γεράνι.

    ΤΡΙΤΗ. 7 β

    Από μακριά την είδα νά 'ρχεται καταπάνω μου. Φορούσε παπούτσια
    πάνινα και προχωρούσε αλαφρή κι ασπρόμαυρη. Ως κι ο σκύλος
    πίσω της, βουτούσε ως τα μισά μέσα στο μαύρο.

    Γέρασα να περιμένω, αλήθεια.

    Κι είναι τώρα πολύ αργά για να καταλάβω πως όσο εκείνη
    προχωρούσε τόσο το κενό μεγάλωνε, κι ότι δεν επρόκειτο να
    συναντηθούμε ποτέ.
     
  5. kiss_me

    kiss_me Regular Member

    Το δέντρο, το άγαλμα, ο κήπος, η γερόντισσα –
    να συλλογιέται τη διάρκεια των λέξεων, να βγαίνεις
    έξω απ’ το χρόνο, απ’ την πύλη του ποιήματος.

    Ένας άνθρωπος μόνος χαμογελάει μέσα στο σκοτάδι,
    ίσως γιατί μπορεί να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι,
    ίσως γιατι μπορεί να διακρίνει το σκοτάδι.

    Ασε τις εξηγήσεις – τι ωφελούν; – το αντίθετο μάλιστα, πιότερο
    περιπλέκουν τα πράγματα, – αφού άλλωστε γνωρίζεις ότι η
    ποίηση
    γυμνή, σεμνή, κι αγέρωχη, δεν είναι
    παρά η εξαίσια πράξη του ανεξήγητου.

    [νύξεις]
    Γ.Ρίτσος
     
  6. Θέλω να περιγράψω το σώμα σου.
    Το σώμα σου είναι απέραντο.
    Το σώμα σου είναι ένα λεπτό ροδοπέταλο σ' ένα ποτήρι καθαρό νερό.
    Το σώμα σου ένα άγριο δάσος με σαράντα μαύρους ξυλοκόπους.
    Το σώμα σου βαθειές νοτισμένες κοιλάδες πριν βγει ο ήλιος.
    Το σώμα σου δυό νύχτες με καμπαναριά,
    με διάττοντες και μ' εκτροχιασμένα τραίνα.

    Το σώμα σου ένα ημίφωτο μπαρ με μεθυσμένους ναύτες και καπνέμπορους·
    χτυπάνε στράκες, σπάζουν ποτήρια, φτύνουν, βλαστημούν.
    Το σώμα σου ένας ολάκερος στόλος υποβρύχια, θωρηκτά, κανονιοφόροι· θορυβώδεις άγκυρες ανεβαίνουν· τρέχουν νερά στο κατάστρωμα·
    ένας μούτσος πηδάει απ' το κατάρτι στη θάλασσα.
    Το σώμα σου πολύφωνη σιωπή σκισμένη από πέντε μαχαίρια, τρεις ξιφολόγχες κι ένα σπαθί.
    Το σώμα σου μια διάφανη λίμνη, στο βυθό της φαίνεται η λευκή βουλιαγμένη πολιτεία.

    Το σώμα σου ένα τεράστιο ακάθεκτο χταπόδι μες στη γυάλα του φεγγαριού

    με ματωμένα πλοκάμια πάνω απ' τις φωταγωγημένες λεωφόρους, όπου το απόγευμα

    πέρασε αργόπρεπα η κηδεία του τελευταίου αυτοκράτορα.
    Πολλά λουλούδια πατημένα μένουν στην άσφαλτο βρεγμένα με βενζίνη.
    Το σώμα σου ένα παλιό μπορντέλο της οδού Προαστίου με γριές πουτάνες, βαμμένες

    με λιπαρά φτηνά κραγιόνια· φοράνε ψεύτικες μακριές βλεφαρίδες·

    είναι και μια νεαρή πρωτόπειρη, ηδονίζεται μ' όλους τους πελάτες,

    αφήνει τα λεφτά στο κομοδίνο της, ξεχνάει να τα μετρήσει.
    Το σώμα σου είναι ένα ρόδινο μικρό κορίτσι·
    κάθεται κάτω απ' τη μηλιά και τρώει μια φέτα φρέσκο ψωμί και μια κόκκινη αλατισμένη ντομάτα· κάθε τόσο χώνει κ' ένα άνθος της μηλιάς στα στήθη της.
    Το σώμα σου ένα τζιτζίκι στ' αφτί του τρυγητή,
    ρίχνει μια σκιά μενεξελιά στο μελαμψό λαιμό του
    και τραγουδάει μονάχο του όσα δεν μπορούν να πουν όλα μαζί τα σταφύλια.

    Το σώμα σου είναι ένα ξάγναντο μεγάλο αλώνι στη κορφή του λόφου,
    έντεκα ολόλευκα άλογα αλωνίζουνε τα στάχυα της Γραφής·
    χρυσάφι τ' άχυρα καρφώνουνε μικρούς καθρέφτες στα μαλλιά σου
    και λαμποκοπούν τα τρία ποτάμια όπου μεγάλες μαύρες αγελάδες με αδαμάντινα στέμματα σκύβουν, πίνουν νερό και κλαίνε.
    Το σώμα σου είναι απέραντο.
    Το σώμα σου απερίγραπτο.
    Και θέλω να το περιγράψω,
    να το κρατήσω πιο σφιχτά στο σώμα μου,
    να το χωρέσω και να με χωρέσει.


    Αθήνα 18.11.80


    Γιάννης Ρίτσος
     
  7. kiss_me

    kiss_me Regular Member

    Κυρά Μονεμβασιά μου, πέτρινο καράβι μου. Χιλιάδες
    οι φλόκοι σου και τα πανιά σου. Κι όλο ασάλευτη μένεις
    να με αρμενίζεις μες στην οικουμένη.
    Αθήνα, 31.ΙΙΙ.82​

    Στο διάφανο φτερό ενός εντόμου
    μελέτησα τη γεωγραφία
    της τέχνης
    Διακοφτό, 27.ΙΙΙ.82​

    Γυμνόποδη κόρη στα ρηχά.
    Με το μικρότερο ψάρι της άγγιξα
    το μικρό δάχτυλο.
    Κιάτο, 28.ΙΙΙ.82​

    Με παρελάσεις, με ήρωα, με στεφάνια -
    τι πένθος: να θυμόμαστε πάλι
    πόσο οι νεκροί είναι ξεχασμένοι.
    Διακοφτό, 25.ΙΙΙ.82​

    Αδειο το σπίτι. Τα παράθυρα κλειστά.
    Γυμνή, παλλόμενη, απλωμένη στο κρεβάτι
    η απουσία του σώματός σου.
    Αθήνα, 31.ΙΙΙ.82​

    Γ.Ρίτσος
     
  8. tinkerbelle

    tinkerbelle Regular Member

    ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ
    Οδυσσέας Ελύτης​


    ΤΕΤΑΡΤΗ, 8

    Ποιός είναι που βροντάει σε πόρτες και παράθυρα;
    Τι να 'ναι αυτό που λέει και ξαναλέει - τη μια κοντά, την άλλη
    μακριά - ο αέρας ο εγγαστρίμυθος;
    Τι θέλει αυτή με τα σχιστά μαλλιά και τα γατίσια μάτια που μου
    ζωγραφίστηκε στο τζάμι;
    Τί είδους μοναξιά να είναι αυτή που παίζει ο μακρινός ο στρατιώτης
    στην τρομπέτα του;
    Ξημερώματα είναι ή σκοτεινιάζει;

    ΤΕΤΑΡΤΗ, 8 β

    Όπως μετά την εκπυρσοκρότηση, σ' ένα παρατεταμένο κενό, άρχισε
    ν' αναδύεται το παλιό προγονικό τοπίο.
    Έλειπε απ' τη θέση της η γιαγιά και οι δείχτες από το ρολόι του
    τοίχου.
    Στο μέρος όπου είχα πρωτοϊδεί την Παναγία (ή τη Μητέρα μου)
    μύριζε καμένο πεύκο και συχώρεση.

    ΤΕΤΑΡΤΗ, 8 γ

    Μάνα πού 'σαι να με δεις: όπως γεννήθηκα, έφυγα. Παραήμουνα
    λίγος - άλλωστε ποιος νογάει; - και πολλά τα σερνόμενα τέρατα με
    τα πλάγια, λιπαρά πόδια.
    Έτσι, στο μάκρος μιας ζωής με τόση δυσκολία στημένης δεν έχουνε
    απομείνει παρά μια μισοκαταστραμμένη πόρτα και πολλές μεγάλες
    σάπιες ανεμώνες του νερού. Κείθε περνάω και πάω - που
    ξέρεις;- για μια κοιλιά γλυκύτερη από την πατρίδα.
     
  9. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    ΟΙ ΛΑΤΡΕΥΤΟΙ ΘΑ ΔΙΑΛΕΞΟΥΝ

    Είπε η Φωνή: "Ρίξτε τη χαμηλά!"

    Οι Φωνές: "Πόσο χαμηλά;"

    "Στα εφτά σκαλιά του κόσμου".

    "Πόση ώρα έχουμε;"

    "Πάρτε είκοσι χρόνια.
    Αρνιόταν τη σίγουρη αγάπη με πλούτο και τιμή!
    Οι λατρευτοί διαλέγουν, έτσι;
    Ας διαλέξουν τότε!"

    "Να την αφήσουμε να διαλέξει;"

    "Ναι, αφήστε την.
    Αναλάβετε το έργο πέραν της επιλογής της".

    Αόρατα χέρια μαζεύτηκαν στον ώμο της
    έτοιμα να ζυγιστούν πάνω της.
    Μα εκείνη στεκόταν ακίνητη,
    Με μεγάλα στρογγυλά σκουλαρίκια, από χρυσό και γαγάτη και πέρλες,
    Και μεγάλη στρογγυλή παρόμοια καρφίτσα,
    Κόκκινα τα μάγουλα,
    Περήφανη και το καμάρι των φίλων.

    Ρώτησε η Φωνή: "Μπορείτε να την αφήσετε να διαλέξει;"

    "Ναι, και πάλι θα θριαμβεύσουμε".

    "Κάντε το με χαρές, κι αφήστε την πάντα άμεμπτη.
    Ας είναι η πρώτη της χαρά ο γάμος της,
    Διότι, αν και γάμος,
    Είναι ακόμα - τέλος πάντων, κάτι που ξέρει εκείνος κι εκείνη.
    Και μετά, η επόμενη χαρά,
    Το ότι, αν και θλίβεται, ο πόνος της είναι κρυφός:
    οι φίλοι δεν ξέρουν κάτι για τη θλίψη
    Της, που να την κάνει να ντρέπεται.
    Η τρίτη χαρά, το ότι, αν και τώρα δεν
    Μπορούν να βοηθήσουν παρότι ξέρουν,
    Ευχαρίστως απομακρύνονται αρκετά
    Κι ούτε σκέφτονται ούτε πολυνοιάζονται.
    Δώστε της από ένα παιδί σε κάθε γόνατο για τέταρτη χαρά,
    Για νά 'χει να πει μόνο μια φορά, έτσι
    Που να μην το ξεχάσουν ποτέ,
    Πώς βάδιζε άλλοτε με λαμπρότητα
    και να το δουν στο χειμωνιάτικο φως του τζακιού.
    Αλλά δώστε της φίλους, γιατί έτσι
    Δεν θα έχει να λέει για τη δυσπιστία τους.
    Κι ας είναι η επόμενη χαρά της αυτή:
    Το ότι ποτέ δεν καταδέχτηκε να τους πει οτιδήποτε.
    Κάντε ακόμη και ανάμεσα στους πιο ταπεινούς
    Εκείνη να δείχνει ταπεινότερη.
    Χωρίς ελπίδα να γίνει γνωστό το ποια υπήρξε,
    Αποτυγχάνοντας ν' αγαπηθεί γι' αυτό που είναι,
    Δώστε της την παρηγοριά της έκτης,
    στο να ξέρει
    πώς εγκατέλειψε το άγνωστο για έναν τρόπο ζωής
    φτάνοντας από τόσο ψηλά, πολύ αργά όμως για να μάθει.
    Μετά στείλτε τον ΕΝΑ, με μάτια για να δει
    Και ν' αναρωτηθεί πού βρίσκεται αυτή,
    Και λέξεις να την αναζητήσει, μαθαίνοντας το πώς έφτασε εδώ,
    Αλλά χωρίς χρόνο για να καθίσει ν' ακούσει την ιστορία της.
    Ας είναι η τελευταία της χαρά
    Το να πηγαίνει η καρδιά της σ' αυτόν,
    Στον οποίο σχεδόν μιλά.
    Ξέρετε τώρα. Επτά στο σύνολο".

    "Εμπιστέψου μας", είπαν οι Φωνές.

    Robert Frost (μετάφραση Μαρία Δαμόλη)
     
  10. KAIseR

    KAIseR Regular Member

    Απάντηση: Ποιήματα

    Θα πεθάνω ένα πένθιμο:





    Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι

    μεσ' στην κρύα μου κάμαρα, όπως έζησα μόνος'

    στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν' ακούω

    και τον κούφιο τον θόρυβο που ανεβάζει ο δρόμος



    Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι

    μέσα σ'επιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,

    θα με βρουν στο κρεββάτι μου. θε ναρθεί ο αστυνόμος

    θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.



    Απ' τους φίλους που παίζαμε πότε-πότε χαρτιά

    θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: "-Τον Ουράνη

    μην τον είδε κανείς; Εχει μέρες που χάθηκε!..."

    Θ' απαντήσει άλλος παίζοντας: "-Μ' αυτός έχει πεθάνει".



    Μια στιγμή θα κιτάξουνε ο καθένας τον άλλον,

    θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι,

    θε να που: Τ' ειν' ο άνθρωπος!... Χτες ακόμα ζούσε!"

    Και βουβά το παιγνίδι τους θ' αρχινήσουνε πάλι.



    Κάποιος θάναι συνάδελφος στα "ψιλά" που θα γράψει

    πως "προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένη,

    νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, πούχε κάποτ' εκδώσει

    συλλογήν με ποιήματα πολλά υποσχομένην".



    Κι αυτός θάναι ο στερνός της ζωής μου επιτάφιος.

    Θα με κλάψουνε βέβαια μόνο οι γέροι γονιοί μου

    και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσιους παπάδες

    όπου θάναι όλοι οι φίλοι μου κι ίσως-ίσως οι οχτροί μου.



    Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι

    σε μια κάμαρα ξένη στο πολύβοο Παρίσι,

    και μια Κίττυ θαρώντας πως την ξέχασα γι' άλλην

    θα μου γράψει ένα γράμμα -και νεκρό θα με βρίσει.



    Κ. Ουράνης
     
  11. Neeva

    Neeva Regular Member

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  12. tinkerbelle

    tinkerbelle Regular Member

    ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ
    Οδυσσέας Ελύτης​


    ΠΕΜΠΤΗ, 9

    Θα 'ναι κάποιο από κείνα τα σπίτια στον κισσό
    τα κλειστά κι ακατοίκητα που 'λυσε το λουρί
    από τ' αποτρόπαια γεγονότα μέσα του

    Και νιώθεις τώρα ν' αμολιούνται πάνω σου τα ουρλιάσματα
    κείνες τις πρώτες δαγκωνιές από την εποχή του Αδάμ
    τις μασέλες του γέροντα που τολμούσε ακόμη ν' αγαπάει
    και φυσούσε ακούραστος τις μυστικές φιλύρες του
    κάποια νύχτα ευπαθή του Απρίλη.

    Αυτά που πάνε τώρα να σε γονατίσουν
    πάνε πάλι να σε κυλήσουν στα αίματα.