Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποιήματα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 22 Απριλίου 2006.

  1. tinkerbelle

    tinkerbelle Regular Member

    Be Kind

    we are always asked
    to understand the other person's
    viewpoint
    no matter how
    out-dated
    foolish or
    obnoxious.

    one is asked
    to view
    their total error
    their life-waste
    with
    kindliness,
    especially if they are
    aged.

    but age is the total of
    our doing.
    they have aged
    badly
    because they have
    lived
    out of focus,
    they have refused to
    see.

    not their fault?

    whose fault?
    mine?

    I am asked to hide
    my viewpoint
    from them
    for fear of their
    fear.

    age is no crime

    but the shame
    of a deliberately
    wasted
    life

    among so many
    deliberately
    wasted
    lives

    is.

    Charles Bukowski​
     
  2. danai

    danai Regular Member

    Ποιήματα: Κατερίνα Γώγου



    Είναι επειδή είμαστε παρέα με το παιδί
    κι αμέτρητες φορές- αγκαλιά απ’τη μέση
    μετρήσαμε τ’άμέτρητα τ’άστρα
    και κείνα που λέγανε για καλύτερα χρόνια
    τα φάγαμε βγάζοντας κουβάδες με νερό
    για να μπορούν να ταξιδεύουνε για πάντα
    τα πλοία που δεν άραξαν
    κι είναι επειδή μια και κάτω
    κατεβάσαμε όλα τα ξινισμένα κρασιά
    και βγάλαμε τα σωθικά μας τραγουδώντας
    γεμάτα παράπονο-παιδιακίσα πράγματα-
    τον Ιούλιο κάποτε
    Γι’αυτό άμα κάνει κανείς μια κίνηση έτσι
    για να μας χαϊδέψει
    κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω
    σα να μη φάμε ξύλο.
    Γι’αυτό αν τύχει και μ’αγαπήσεις
    πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ
    πώς θα μ’αγκαλιάσεις. Πονάει εδώ.
    Κι εδώ. Κι εκεί. Μη! Κι εδώ .
    Κι εκεί.

    Κατερίνα Γώγου
    (από το "Ιδιώνυμο")
     
  3. Απάντηση: Ποιήματα

    Η ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΕΤΡΑ

    Μίλα.
    Πὲς κάτι, ὁτιδήποτε.
    Μόνο μὴ στέκεις σὰν ἀτσάλινη ἀπουσία.
    Διάλεξε ἔστω κάποια λέξη,
    ποὺ νὰ σὲ δένει πιὸ σφιχτὰ
    μὲ τὴν ἀοριστία.
    Πές:
    «ἄδικα»,
    «δέντρο»,
    «γυμνό».
    Πές:
    «θὰ δοῦμε»,
    «ἀστάθμητο»,
    «βάρος».
    Ὑπάρχουν τόσες λέξεις ποὺ ὀνειρεύονται
    μιὰ σύντομη, ἄδετη, ζωὴ μὲ τὴ φωνή σου.

    Μίλα.
    Ἔχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
    Ἐκεῖ ποὺ τελειώνουμε ἐμεῖς
    ἀρχίζει ἡ θάλασσα.
    Πὲς κάτι.
    Πὲς «κῦμα», ποὺ δὲν στέκεται.
    Πὲς «βάρκα», ποὺ βουλιάζει
    ἂν τὴν παραφορτώσεις μὲ προθέσεις.

    Πὲς «στιγμή»,
    ποὺ φωνάζει βοήθεια ὅτι πνίγεται,
    μὴν τὴ σῴζεις,
    πὲς
    «δὲν ἄκουσα».

    Μίλα.
    Οἱ λέξεις ἔχουν ἔχθρες μεταξύ τους,
    ἔχουν τοὺς ἀνταγωνισμούς:
    ἂν κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς σὲ αἰχμαλωτίσει,
    σ᾿ ἐλευθερώνει ἄλλη.
    Τράβα μία λέξη ἀπ᾿ τὴ νύχτα
    στὴν τύχη.
    Ὁλόκληρη νύχτα στὴν τύχη.
    Μὴ λὲς «ὁλόκληρη»,
    πὲς «ἐλάχιστη»,
    ποὺ σ᾿ ἀφήνει νὰ φύγεις.
    Ἐλάχιστη
    αἴσθηση,
    λύπη
    ὁλόκληρη
    δική μου.
    Ὁλόκληρη νύχτα.

    Μίλα.
    Πὲς «ἀστέρι», ποὺ σβήνει.
    Δὲν λιγοστεύει ἡ σιωπὴ μὲ μιὰ λέξη.
    Πὲς «πέτρα»,
    ποὺ εἶναι ἄσπαστη λέξη.
    Ἔτσι, ἴσα ἴσα,
    νὰ βάλω ἕναν τίτλο
    σ᾿ αὐτὴ τὴ βόλτα τὴν παραθαλάσσια.

    Κική Δημουλά​
     
  4. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Συγκοινωνούντα φαινόμενα - Δημουλά Κική

    Eγώ λουλούδια δεν εκτρέφω στο μπαλκόνι μου.
    Bάσκανος μίμηση ολόγυρα με ξεραίνει.

    Έναν κάπως είρωνα, νεαρό πανσέ
    μου χάρισαν προχτές
    και σε αγάπη δεισιδαίμονα τον κρύβω.

    Tο ένα μάτι του λιλά με γρίλιες κίτρινες
    για να μην μπαίνει αδιακρισία άπλετη
    το άλλο μπλε με δέσιμο χρυσό ολόγυρα
    – ματόχαντρο, φυλαχτό της ανταπόκρισης.

    Aλλήθωρη ανταπόκριση θα πεις.
    Mα τι απ' όσα αγαπήσαμε μας κοίταζε ευθέως;

    Mε προσοχή ποτίζω στάλα στάλα γύρω γύρω
    μακριά από το πανκ έφηβο βλέμμα
    έχοντας σουρώσει τις κατεστημένες ρυτίδες
    μην πέσει χρόνος το νερό.

    Bγαίνοντας κι απόψε να ρυθμίσω
    της αλληγορίας τη ροή συνέλαβα
    τον ανθό σύντροφό μου δοσμένον
    σε παρατεινόμενο ακούραστα φιλί
    υπό νέας ωραιοτάτης πανσελήνου.

    Δι' απεσταλμένης αποστάσεως, θα πεις.
    Mα ποιο που μας συνέβη εγγύτατο φιλί
    ήταν αυτοπροσώπως.
     
  5. danai

    danai Regular Member

    Ποιήματα: Κ. Καβάφης

    Επέστρεφε

    Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
    αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με-
    όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη ,
    κ’επιθυμία παλιά ξαναπερνά στο αίμα
    όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
    κ’αισθάνονται τα χέρια σαν ν’αγγίζουν πάλι.

    Επέστρεφε συχνά και παίρνε με τη νύχτα,
    Όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται…


    Κ. Καβάφης
     
  6. Απάντηση: Ποιήματα

    Η φωνή σου! Αυτήν πρωτάκουσα
    καθάρια, σαν την ανεμοδαρμένη
    πηγή στη δροσιά
    της αυγής.
    Τη φωνή σου! Αυτήν ακούω και τώρα,
    στο χρυσαφένιο ηλιοβασίλεμα
    του ζωντανού μου ονείρου,
    άστρο στο τελευταίο φως
    του ήλιου.
    Η φωνή σου! Γαλήνη της καινούριας μέρας
    στο ξύπνημά μου. Γλυκιά
    νυκτωδία που καλεί σε ανάπαυση…
    Η φωνή σου!

    Jimenez
     
  7. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Méditations poétiques
    L'Isolement
    Alphonse de Lamartine

    Souvent sur la montagne, à l’ombre du vieux chêne,
    Au coucher du soleil, tristement je m’assieds ;
    Je promène au hasard mes regards sur la plaine,
    Dont le tableau changeant se déroule à mes pieds.

    Ici, gronde le fleuve aux vagues écumantes,
    Il serpente, et s’enfonce en un lointain obscur ;
    Là, le lac immobile étend ses eaux dormantes
    Où l’étoile du soir se lève dans l’azur.

    Au sommet de ces monts couronnés de bois sombres,
    Le crépuscule encor jette un dernier rayon,
    Et le char vaporeux de la reine des ombres
    Monte, et blanchit déjà les bords de l’horizon.


    Cependant, s’élançant de la flèche gothique,
    Un son religieux se répand dans les airs,
    Le voyageur s’arrête, et la cloche rustique
    Aux derniers bruits du jour mêle de saints concerts.

    Mais à ces doux tableaux mon âme indifférente
    N’éprouve devant eux ni charme ni transports,
    Je contemple la terre, ainsi qu’une ombre errante :
    Le soleil des vivants n’échauffe plus les morts.

    De colline en colline en vain portant ma vue,
    Du sud à l’aquilon, de l’aurore au couchant,
    Je parcours tous les points de l’immense étendue,
    Et je dis : Nulle part le bonheur ne m’attend.


    Que me font ces vallons, ces palais, ces chaumières ?
    Vains objets dont pour moi le charme est envolé ;
    Fleuves, rochers, forêts, solitudes si chères,
    Un seul être vous manque, et tout est dépeuplé.

    Que le tour du soleil ou commence ou s’achève,
    D’un œil indifférent je le suis dans son cours ;
    En un ciel sombre ou pur qu’il se couche ou se lève,
    Qu’importe le soleil ? je n’attends rien des jours.

    Quand je pourrais le suivre en sa vaste carrière,
    Mes yeux verraient partout le vide et les déserts ;
    Je ne désire rien de tout ce qu’il éclaire,
    Je ne demande rien à l’immense univers.

    Mais peut-être au-delà des bornes de sa sphère,
    Lieux où le vrai soleil éclaire d’autres cieux,
    Si je pouvais laisser ma dépouille à la terre,
    Ce que j’ai tant rêvé paraîtrait à mes yeux ?


    Là, je m’enivrerais à la source où j’aspire,
    Là, je retrouverais et l’espoir et l’amour,
    Et ce bien idéal que toute âme désire,
    Et qui n’a pas de nom au terrestre séjour !

    Que ne puis-je, porté sur le char de l’aurore,
    Vague objet de mes vœux, m’élancer jusqu’à toi,
    Sur la terre d’exil pourquoi restè-je encore ?
    Il n’est rien de commun entre la terre et moi.

    Quand la feuille des bois tombe dans la prairie,
    Le vent du soir s’élève et l’arrache aux vallons ;
    Et moi, je suis semblable à la feuille flétrie :
    Emportez-moi comme elle, orageux aquilons !
     
  8. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα,
    μόνος,στόν Παράδεισο


    Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
    Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
    Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

    Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

    Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
    Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
    Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.


    ΙΙ.

    Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
    Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν
    Εάν είναι αλήθεια

    Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά
    Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
    Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
    Μιά στόν αέρα , μιά στή μουσική

    Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
    Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
    Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
    Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
    Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες
    Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
    Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
    τούς καταρράχτες

    Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
    Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
    Στόν τοίχο , τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
    Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

    Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
    Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
    Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.


    ΙΙΙ.

    Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

    Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
    Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
    Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή σεντόνια
    Νά μαδάω γιασεμιά --κι έχω τή δύναμη
    Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
    Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
    Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

    Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
    Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
    Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
    Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
    Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

    Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
    Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
    Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
    Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
    Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
    Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
    Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
    Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
    Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει:

    Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
    Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
    Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
    Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
    Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

    Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
    Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
    Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
    Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
    Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
    Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
    Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

    Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.

    ΙV.

    Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς
    Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς
    Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς
    Μαχαίρι
    Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
    Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
    Είμ’εγώ,μ’ακούς
    Σ’αγαπώ,μ’ακούς
    Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
    Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς
    Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς

    Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς

    Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
    Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς
    Νά μάς θάψουν , κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
    Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς
    Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς
    Τών ανθρώπων
    Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει

    Στά νερά ένα ένα , μ’ακούς
    Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς
    Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς
    Όπου κάποτε οί φιγούρες
    Τών Αγίων
    Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς
    Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς
    Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
    Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
    Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους
    Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς

    Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς
    Τής αγάπης
    Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
    Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς
    Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς
    Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας
    Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς

    Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς

    Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς
    Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς
    Μές στή μέση τής θάλασσας
    Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς
    Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς
    Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
    Άκου,άκου
    Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
    Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
    Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.

    V.

    Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
    Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
    Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
    Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
    Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
    Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
    Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

    Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
    Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
    Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
    Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

    Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
    Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
    Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

    Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
    Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
    Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
    Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
    Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς
    Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
    Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

    Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
    Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
    Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή

    Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
    Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
    Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
    Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια

    Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
    Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
    Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
    Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
    Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
    Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
    Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.


    VI.

    Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
    Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
    Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
    Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
    Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
    Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
    τής θάλασσας

    Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
    Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
    Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
    Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

    Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

    Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
    Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
    Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
    Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

    Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
    νεογέννητο
    Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
    Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
    Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
    Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
    Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !


    VII.

    Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
    Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

    Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
    Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
    Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

    Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
    και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.



    Οδυσσέας Ελύτης - Το Μονόγραμμα
     
  9. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Robert Desnos

    Poème à la mystérieuse


    J'ai tant rêvé de toi que tu perds ta réalité.
    Est-il encore temps d'atteindre ce corps vivant
    Et de baiser sur cette bouche la naissance
    De la voix qui m'est chère?

    J'ai tant rêvé de toi que mes bras habitués
    En étreignant ton ombre
    À se croiser sur ma poitrine ne se plieraient pas
    Au contour de ton corps, peut-être.

    Et que, devant l'apparence réelle
    de ce qui me hante
    Et me gouverne depuis des jours et des années,
    Je deviendrais une ombre sans doute.

    O balances sentimentales!

    J'ai tant rêvé de toi qu'il n'est plus temps
    sans doute que je m'éveille.
    Je dors debout, le corps exposé
    À toutes les apparences de la vie
    Et de l'amour et toi, la seule
    qui compte aujourd'hui pour moi,
    Je pourrais moins toucher ton front
    Et tes lèvres que les premières lèvres
    et le premier front venu.

    J'ai tant rêvé de toi, tant marché, parlé,
    Couché avec ton fantôme
    Qu'il ne me reste plus peut-être,
    Et pourtant, qu'a être fantôme
    Parmi les fantômes et plus ombre
    Cent fois que l'ombre qui se promène
    Et se promènera allègrement
    Sur le cadran solaire de ta vie.

    --

    Εἰς τὴν μυστηριώδην


    Σὲ ὀνειρεύτηκα τόσο ποὺ χάνεις τὴν πραγματικότητά σου.
    Προφταίνω ἀκόμη ἄραγε νὰ ἀγγίξω τοῦτο τὸ ζωντανὸ σῶμα
    καὶ νὰ φιλήσω πάνω σὲ τοῦτο τὸ στόμα τὴ γένεση
    τῆς φωνῆς ποὺ λατρεύω;

    Σὲ ὀνειρεύτηκα τόσο ποὺ τὰ χέρια μου συνήθισαν
    σφιχταγκαλιάζοντας τὴ σκιά σου
    νὰ σταυρώνονται πάνω στὸ στῆθος μου καὶ δὲν θὰ διπλώνονταν
    γύρω ἀπὸ τὸ περίγραμμα τοῦ σώματός σου, μᾶλλον.

    Καὶ ποὺ μπροστὰ στὴν πραγματικὴ ἐμφάνιση
    αὐτοῦ ποὺ μοῦ στοιχειώνει τὰ σωθικὰ
    καὶ μὲ κυβερνᾶ μέρες καὶ χρόνια
    θὰ γινόμουνα ἴσκιος πιθανόν.

    Ὢ ἀμφιταλαντεύσεις συναισθημάτων!

    Σὲ ὀνειρεύτηκα τόσο ποὺ δὲν προφταίνω πιὰ
    σίγουρα νὰ ξυπνήσω.
    Ὄρθιος κοιμᾶμαι, τὸ σῶμα μου ἐκτεθειμένο
    σὲ ὅλα τὰ φαινόμενα τῆς ζωῆς
    καὶ τῆς ἀγάπης καὶ σύ, ἡ μόνη
    ποὺ μετρᾶ γιὰ μένα σήμερα,
    θὰ μποροῦσα ἄραγε νὰ ἀγγίξω τουλάχιστον τὸ μέτωπό σου
    καὶ τὰ χείλια σου σὰν τὰ πρῶτα τυχόντα χείλη
    καὶ τὸ πρῶτο τυχὸν μέτωπο.

    Σὲ ὀνειρεύτηκα τόσο, περπάτησα τόσο, μίλησα,
    ξάπλωσα τόσο μὲ τὸ φάντασμά σου
    ποὺ δὲν μοῦ ἀπομένει ἴσως πιά,
    κι ὅμως, παρὰ νά ῾μαι κι ἐγὼ φάντασμα
    ἀνάμεσα στὰ φαντάσματα καὶ πιότερο ἴσκιος
    ἑκατὸ φορὲς καὶ ἀπὸ τὸν ἴσκιο ποὺ περιδιαβαίνει
    καὶ θὰ περιδιαβαίνει εὐδιάθετα
    πάνω ἀπὸ τὸ ἡλιακὸ καντρὰν τῆς ζωῆς σου.

    (Στον Κ.)
     
  10. ΓΡΑΨΕ ΛΑΘΟΣ - Κική Δημουλά

    Δὲν φτάνει ποὺ ἤσουν ἐρχομὸς θερμοκηπίων
    ἐνόχλησες καὶ τὴν ὀρθογραφία μου.
    Κατ᾿ ἐπανάληψη λές, μ᾿ ἔπιασες νὰ γράφω
    συνδιάζω ἀντὶ συνδυάζω ποὺ σημαίνει
    σύν-δυό, βάζω τὸ ἕνα δίπλα στὸ ἄλλο
    τὰ δυὸ μαζὶ ἑνώνω - τὸ ζῶ τὸ ἀφήνουμε ἔξω
    γιὰ μετά, ἂν πετύχει ὁ συνδιασμός.
    Δὲν εἶναι λάθος φίλε μου.
    Εἶναι μιὰ πρόωρη ἀνάπτυξη ἀδυναμίας.
    Δεῖξε μου ἐσὺ ἕνα ὕψιλον
    ποῦ νὰ κατάφερε ποτὲ σωστὰ νὰ μᾶς ἑνώσει.
    Συνδιασμοὶ πολλοὶ ἀλλὰ πόσοι γνώρισαν
    τὴ ρηματικὴ τοῦ ζῶ ἀπεραντοσύνη.
    Ἀπ᾿ τὴ σκοπιὰ τοῦ καθ᾿ ἑνὸς ἡ ὀρθογραφία.
    Πάρε γιὰ παράδειγμα
    τί κινητὰ ποὺ γράφεται τὸ ψέμα:
    ὅταν ἐσὺ τὸ ἐξακοντίζεις πρὸς τὸν ἄλλον
    σωστὰ τὸ γράφεις μέσα σου, θαρραλέα.
    Ὅμως ὅταν ἐσὺ τὸ δέχεσαι κατάστηθα
    τότε τὸ γράφεις ψαίμα.
    Ρωτᾷς ἀπὸ ποῦ ὡς ποῦ
    γράφω τὴ συμπόνοια μὲ ὄμικρον γιώτα.
    Ποιὸς ξέρει θὰ μὲ παρέσυρε ἡ ἄπνοια
    ὁ ἀνοίκειος τὸ ποίημα ἡ οἴηση
    τὸ κοιμητήριο ἡ οἰκουμένη τὸ οἰκτρὸν
    καὶ ἡ ἀοιδὸς ἐπιθυμία
    ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ νὰ ξαναγραφόταν ὁ κόσμος.
    Ἐξάλλου σοῦ θυμίζω ἡ συμπόνια
    πρωτογράφτηκε λάθος ἀπὸ τὸ θεό.
     
  11. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    Απάντηση: Ποιήματα

    Οι Εχθροί

    Τον Ύπατο τρεις σοφισταί ήλθαν να χαιρετήσουν.
    Ο ύπατος τους έβαλε κοντά του να καθίσουν.
    Ευγενικά τους μίλησε. Κ' έπειτα, να φροντίσουν,
    τους είπε, χωρατεύοντας. "Η φήμη φθονερούς
    κάμνει. Συγγράφουν οι αντίζηλοι. Έχετ' εχθρούς."
    Απήντησ' ένας απ' τους τρεις με λόγους σοβαρούς.

    "Οι τωρινοί μας οι εχθροί δεν θα μας βλάψουνε ποτέ.
    Κατόπι θα 'λθουν οι εχθροί μας, οι καινούριοι σοφισταί.
    Όταν εμείς, υπέργηροι, θα κείμεθα ελεεινά
    και μερικοί θα μπήκαμε στον Άδη. Τα σημερινά
    τα λόγια και τα έργα μας αλλόκοτα (και κωμικά
    ίσως) θα φαίνονται, γιατί θ' αλλάξουν τα σοφιστικά,
    το ύφος και τα τάσεις οι εχθροί. Όμοια σαν κ' εμένα,
    και σαν κι αυτούς, που τόσο μεταπλάσαμε τα περασμένα.
    Όσα ημείς επαραστήσαμεν ωραία και σωστά
    θα τ' αποδείξουν οι εχθροί ανόητα και περιττά
    τα ίδια ξαναλέγοντας αλλιώς (χωρίς μεγάλον κόπο).
    Καθώς κ' εμείς τα λόγια τα παλιά είπαμε μ' άλλον τρόπο".

    Κ.Π. Καβάφης
     
  12. Κωνσταντίνος Καβάφης

    Ο Σεπτέμβρης του 1903

    Τουλάχιστον με πλάνες ας γελιούμαι τώρα
    την άδεια την ζωή μου να μη νιώθω.

    Και ήμουνα τόσες φορές τόσο κοντά.
    Και πώς παρέλυσα, και πώς δειλίασα·
    γιατί να μείνω με κλειστά τα χείλη·
    και μέσα μου να κλαίει η άδεια μου ζωή,
    και να μαυροφορούν οι επιθυμίες μου.

    Τόσες φορές τόσο κοντά να είμαι
    στα μάτια, και στα χείλη τα ερωτικά,
    στ’ ονειρεμένο, το αγαπημένο σώμα.
    Τόσες φορές τόσο κοντά να είμαι.




    (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)