Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποιήματα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 22 Απριλίου 2006.

  1. Μισή Ώρα -Καβάφης Κ. Π.

    Μήτε σε απέκτησα, μήτε θα σε αποκτήσω
    ποτέ, θαρρώ. Μερικά λόγια, ένα πλησίασμα
    όπως στο μπαρ προχθές, και τίποτε άλλο.
    Είναι, δεν λέγω, λύπη. Aλλά εμείς της Τέχνης
    κάποτε μ’ έντασι του νου, και βέβαια μόνο
    για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν
    η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει.
    Έτσι στο μπαρ προχθές —βοηθώντας κιόλας
    πολύ ο ευσπλαχνικός αλκολισμός—
    είχα μισή ώρα τέλεια ερωτική.
    Και το κατάλαβες με φαίνεται,
    κ’ έμεινες κάτι περισσότερον επίτηδες.
    Ήταν πολλή ανάγκη αυτό. Γιατί
    μ’ όλην την φαντασία, και με το μάγο οινόπνευμα,
    χρειάζονταν να βλέπω και τα χείλη σου,
    χρειάζονταν να ’ναι το σώμα σου κοντά.
     
  2. Paralax

    Paralax Regular Member

    Απάντηση: Ποιήματα

    Αγαπητέ Fanshawe,

    οι απόψεις σου για την ποίηση μετριάζουν τις ενοχές.
    Ενοχές που κάποιες φορές, κάποιοι, τολμούν να εκφράζουν το ταξίδι της ζωής... αλλιώς.
    Ποιητικά.
    Κι ας μην ανήκουν σε κείνων το ιερατείο.
    Των ποιητών.
     
  3. vautrin

    vautrin Contributor



    Οι αξιολογήσεις εμπεριέχουν πάντοτε ένα ποσοστό υποκειμενικότητας και δεν εγείρουν αξιώσεις θέσφατου. Με κάποιες από τις «αιρετικές» κρίσεις σου συμφωνώ (για τα ποιήματα του Πόε, του Παλαμά ή της Δημουλά λόγου χάρη), με άλλες διαφωνώ σφόδρα (πχ για τον Σεφέρη και κυρίως για τον Ταραντίνο), ενώ στην περίπτωση του Ελύτη διχάζομαι. Οι προσωπικές προτιμήσεις ελάχιστη σημασία έχουν, ας μείνουμε λοιπόν στα ουσιώδη.

    Γράφεις: Η ποίηση δεν είναι εξερεύνηση των δυνατοτήτων της γλώσσας. Αυτό είναι
    δουλειά της Φιλοσοφίας, της Γλωσσολογίας.

    Δεκτόν. Πιο πριν έγραψες το εξής:

    Η ποίηση είναι αδελφή της φιλοσοφίας και όχι του ήχου ή της μουσικής.

    Και σ’ αυτό συμφωνώ αν και νομίζω πως πρέπει να κάνουμε μια διάκριση ανάλογα με το αν η ποίηση απαγγέλεται δημοσίως ή διαβάζεται ιδιωτικώς. Το ερώτημά μου είναι που εντοπίζεις εσύ τη συγγένεια ποίησης και φιλοσοφίας.

    Και κάτι ακόμη. Έχεις μήπως διαβάσει τον Θάνατο του Βιργίλιου του Χέρμαν Μπροχ;
     
  4. vautrin

    vautrin Contributor

    «Συγκινούμαι ειλικρινά όταν άνθρωποι του μόχθου με πιάνουν στον δρόμο και μου λένε “για την πατρίδα και τον μισθό μου να θυσιάσω”. Είναι μια απτή απόδειξη του μεγαλείου του ελληνικού λαού, που απαντά και στην ατέρμονη και άδικη δυσφήμησή του τον τελευταίο καιρό».



    Αυτοί που βρίσκονται ψηλά/
    θεωρούνε ταπεινό να μιλάς για το φαΐ./
    Ο λόγος; έχουνε κιόλας φάει.

    Αν δε νοιαστούν οι ταπεινοί/
    γι' αυτό που είναι ταπεινό/
    ποτέ δεν θα υψωθούν.

    Αυτοί που αρπάνε το φαϊ απ’ το τραπέζι/
    κηρύχνουν τη λιτότητα.

    Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσίματα/
    ζητάν θυσίες.

    Οι χορτάτοι μιλάν στους πεινασμένους/
    για τις μεγάλες εποχές που θά 'ρθουν.

    (Μπέρτολντ Μπρεχτ «Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου»).

    "Έχουμε εμπιστοσύνη στις ελληνικές αρχές ότι θα συμμορφωθούν με τις συστάσεις αυτές και θα ξανακερδίσουν γρήγορα την πλήρη εμπιστοσύνη των αγορών"


    Μπέρτολντ Μπρεχτ «Η Λύση»

    (σε απόδοση Μάριου Πλωρίτη):

    Υστερ' απ' την εξέγερση της 17 του Ιούνη, / ο γραμματέας της Ενωσης Λογοτεχνών / έβαλε και μοιράσανε στη λεωφόρο Στάλιν προκηρύξεις / που λέγανε πως ο λαός / έχασε την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης, / και δεν μπορεί να την ξανακερδίσει / παρά μονάχα με διπλή προσπάθεια. Δε θα 'ταν τότε / πιο απλό, η κυβέρνηση/ να διαλύσει το λαό / και να εκλέξει έναν άλλον;
     
  5. mona

    mona mea_maxima_culpa

    Απάντηση: Ποιήματα

       
     
  6. vautrin

    vautrin Contributor

    Τελευταῖος Σταθμός

    Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ᾿ ἀρέσαν.
    Τ᾿ ἀλφαβητάρι τῶν ἄστρων ποὺ συλλαβίζεις
    ὅπως τὸ φέρει ὁ κόπος τῆς τελειωμένης μέρας
    καὶ βγάζεις ἄλλα νοήματα κι ἄλλες ἐλπίδες,
    πιὸ καθαρὰ μπορεῖς νὰ τὸ διαβάσεις.
    Τώρα ποὺ κάθομαι ἄνεργος καὶ λογαριάζω
    λίγα φεγγάρια ἀπόμειναν στὴ μνήμη-
    νησιά, χρῶμα Θλιμμένης Παναγίας, ἀργὰ στὴ χάση
    ἢ φεγγαρόφωτα σὲ πολιτεῖες τοῦ βοριὰ ρίχνοντας κάποτε
    σὲ ταραγμένους δρόμους ποταμοὺς καὶ μέλη ἀνθρώπων
    βαριὰ μία νάρκη.
    Κι ὅμως χτὲς βράδυ ἐδῶ, σὲ τούτη τὴ στερνή μας σκάλα
    ὅπου προσμένουμε τὴν ὥρα τῆς ἐπιστροφῆς μας νὰ χαράξει
    σὰν ἕνα χρέος παλιό, μονέδα ποὺ ἔμεινε γιὰ χρόνια
    στὴν κάσα ἑνὸς φιλάργυρου, καὶ τέλος
    ἦρθε ἡ στιγμὴ τῆς πλερωμῆς κι ἀκούγονται
    νομίσματα νὰ πέφτουν πάνω στὸ τραπέζι-
    σὲ τοῦτο τὸ τυρρηνικὸ χωριό, πίσω ἀπὸ τὴ Θάλασσα τοῦ
    Σαλέρνο
    πίσω ἀπὸ τὰ λιμάνια τοῦ γυρισμοῦ, στὴν ἄκρη
    μιᾶς φθινοπωρινῆς μπόρας, τὸ φεγγάρι
    ξεπέρασε τὰ σύννεφα, καὶ γίναν
    τὰ σπίτια στὴν ἀντίπερα πλαγιὰ ἀπὸ σμάλτο.
    Σιωπὲς ἀγαπημένες τῆς σελήνης.
    Εἶναι κι αὐτὸς ἕνας εἱρμὸς τῆς σκέψης, ἕνας τρόπος
    ν᾿ ἀρχίσεις νὰ μιλᾶς γιὰ πράγματα ποὺ ὁμολογεῖς
    δύσκολα, σὲ ὧρες ὅπου δὲ βαστᾶς, σὲ φίλο
    ποὺ ξέφυγε κρυφὰ καὶ φέρνει
    μαντάτα ἀπὸ τὸ σπίτι κι ἀπὸ τοὺς συντρόφους,
    καὶ βιάζεσαι ν᾿ ἀνοίξεις τὴ καρδιά σου
    μὴ σὲ προλάβει ἡ ξενιτιὰ καὶ τὸν ἀλλάξει.
    Ἐρχόμαστε ἀπ᾿ τὴν Ἀραπιά, τὴν Αἴγυπτο τὴν Παλαιστίνη
    τὴ Συρία
    τὸ κρατίδιο
    τῆς Κομμαγηνῆς πού ῾σβησε σὰν τὸ μικρὸ λυχνάρι
    πολλὲς φορὲς γυρίζει στὸ μυαλό μας,
    καὶ πολιτεῖες μεγάλες ποὺ ἔζησαν χιλιάδες χρόνια
    κι ἔπειτα ἀπόμειναν τόπος βοσκῆς γιὰ τὶς γκαμοῦζες
    χωράφια γιὰ ζαχαροκάλαμα καὶ καλαμπόκια.
    Ἐρχόμαστε ἀπ᾿ τὴν ἄμμο τῆς ἔρημος ἀπ᾿ τὶς Θάλασσες τοῦ
    Πρωτέα,
    ψυχὲς μαραγκιασμένες ἀπὸ δημόσιες ἁμαρτίες,
    καθένας κι ἕνα ἀξίωμα σὰν τὸ πουλὶ μὲς στὸ κλουβί του.
    Τὸ βροχερὸ φθινόπωρο σ᾿ αὐτὴ τὴ γούβα
    κακοφορμίζει τὴν πληγὴ τοῦ καθενός μας
    ἢ αὐτὸ ποὺ θἄ ῾λεγες ἀλλιῶς, νέμεση μοίρα
    ἢ μοναχὰ κακὲς συνήθειες, δόλο καὶ ἀπάτη,
    ἢ ἀκόμη ἰδιοτέλεια νὰ καρπωθεῖς τὸ αἷμα τῶν ἄλλων.
    Εὔκολα τρίβεται ὁ ἄνθρωπος μὲς στοὺς πολέμους-
    ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακός, ἕνα δεμάτι χόρτο-
    χείλια καὶ δάχτυλα ποὺ λαχταροῦν ἕνα ἄσπρο στῆθος
    μάτια ποὺ μισοκλείνουν στὸ λαμπύρισμα τῆς μέρας
    καὶ πόδια ποὺ θὰ τρέχανε, κι ἂς εἶναι τόσο κουρασμένα,
    στὸ παραμικρὸ σφύριγμα τοῦ κέρδους.
    Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακὸς καὶ διψασμένος σὰν τὸ χόρτο,
    ἄπληστος σὰν τὸ χόρτο, ρίζες τὰ νεῦρα του κι ἀπλώνουν-
    σὰν ἔρθει ὁ Θέρος
    προτιμᾶ νὰ σφυρίξουν τὰ δρεπάνια στ᾿ ἄλλο χωράφι-
    σὰν ἔρθει ὁ Θέρος
    ἄλλοι φωνάζουνε γιὰ νὰ ξορκίσουν τὸ δαιμονικὸ
    ἄλλοι μπερδεύουνται μὲς στ᾿ ἀγαθά τους, ἄλλοι ρητο-
    ρεύουν.
    Ἀλλὰ τὰ ξόρκια τ᾿ ἀγαθὰ τὶς ρητορεῖες,
    σὰν εἶναι οἱ ζωντανοὶ μακριά, τί θὰ τὰ κάνεις;
    Μήπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄλλο πράγμα;
    Μὴν εἶναι αὐτὸ ποὺ μεταδίνει τὴ ζωή;
    Καιρὸς τοῦ σπείρειν, καιρὸς τοῦ θερίζειν.
    Πάλι τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, θὰ μοῦ πεῖς, φίλε.
    Ὅμως τὴ σκέψη τοῦ πρόσφυγα τὴ σκέψη τοῦ αἰχμάλωτου
    τὴ σκέψη
    τοῦ ἀνθρώπου σὰν κατάντησε κι αὐτὸς πραμάτεια
    δοκίμασε νὰ τὴν ἀλλάξεις, δὲν μπορεῖς.
    Ἴσως καὶ νἄ ῾θελε νὰ μείνει βασιλιὰς ἀνθρωποφάγων
    ξοδεύοντας δυνάμεις ποὺ κανεὶς δὲν ἀγοράζει,
    νὰ σεργιανᾶ μέσα σὲ κάμπους ἀγαπάνθων
    ν᾿ ἀκούει τὰ τουμπελέκια κάτω ἀπ᾿ τὸ δέντρο τοῦ μπαμποῦ,
    καθὼς χορεύουν οἱ αὐλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
    Ὅμως ὁ τόπος ποὺ τὸν πελεκοῦν καὶ ποὺ τοῦ καῖνε σὰν
    τὸ πεῦκο, καὶ τὸν βλέπεις
    εἴτε στὸ σκοτεινὸ βαγόνι, χωρὶς νερό, σπασμένα τζάμια,
    νύχτες καὶ νύχτες
    εἴτε στὸ πυρωμένο πλοῖο ποὺ θὰ βουλιάξει καθὼς τὸ δεί-
    χνουν οἱ στατιστικές,
    ἐτοῦτα ρίζωσαν μὲς στὸ μυαλὸ καὶ δὲν ἀλλάζουν
    ἐτοῦτα φύτεψαν εἰκόνες ἴδιες με τὰ δέντρα ἐκεῖνα
    ποὺ ρίχνουν τὰ κλωνάρια τους μὲς στὰ παρθένα δάση
    κι αὐτὰ καρφώνουνται στὸ χῶμα καὶ ξαναφυτρώνουν-
    ρίχνουν κλωνάρια καὶ ξαναφυτρώνουν δρασκελόντας
    λεῦγες καὶ λεῦγες-
    ἕνα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων τὸ μυαλό μας.
    Κι ἂ σου μιλῶ μὲ παραμύθια καὶ παραβολὲς
    εἶναι γιατὶ τ᾿ ἀκοῦς γλυκότερα, κι ἡ φρίκη
    δὲν κουβεντιάζεται γιατὶ εἶναι ζωντανὴ
    γιατὶ εἶναι ἀμίλητη καὶ προχωράει-
    στάζει τὴ μέρα, στάζει στὸν ὕπνο
    μνησιπήμων πόνος.
    Νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες: ὁ Μιχάλης
    ποὺ ἔφυγε μ᾿ ἀνοιχτὲς πληγὲς ἀπ᾿ τὸ νοσοκομεῖο
    ἴσως μιλοῦσε γιὰ ἥρωες ὅταν, τὴ νύχτα ἐκείνη
    ποὺ ἔσερνε τὸ ποδάρι του μὲς στὴ συσκοτισμένη πολιτεία,
    οὔρλιαζε ψηλαφώντας τὸν πόνο μας- «Στὰ σκοτεινὰ
    πηγαίνουμε, στὰ σκοτεινὰ προχωροῦμε...»
    Οἱ ἥρωες προχωροῦν στὰ σκοτεινά.
    Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ᾿ ἀρέσουν.
    Cava dei Tirreni, 5 Ὀκτωβρίου ῾44


    Τὸ σπίτι κοντὰ στὴ θάλασσα


    Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μοῦ τὰ πῆραν.
    Ἔτυχε νά ῾ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πολέμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ
    κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ
    κάποτε δὲν τὰ βρίσκει τὸ κυνῆγι
    εἴταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια
    οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.
    Μὴ μοῦ μιλᾷς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ
    μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα
    ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της
    δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια
    ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.
    Καινούργια στὴν ἀρχή, σὰν τὰ μωρὰ
    ποὺ παίζουν στὰ περβόλια μὲ τὰ κρόσια τοῦ ἥλιου,
    κεντοῦν παραθυρόφυλλα χρωματιστὰ καὶ πόρτες
    γυαλιστερὲς πάνω στὴ μέρα
    ὅταν τελειώσει ὁ ἀρχιτέκτονας ἀλλάζουν,
    ζαρώνουν ἢ χαμογελοῦν ἢ ἀκόμη πεισματώνουν
    μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔμειναν μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν
    μ᾿ ἄλλους ποὺ θὰ γυρίζανε ἂν μποροῦσαν
    ἢ ποὺ χαθῆκαν, τώρα ποὺ ἔγινε
    ὁ κόσμος ἕνα ἀπέραντο ξενοδοχεῖο.
    Δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια,
    θυμᾶμαι τὴ χαρά τους καὶ τὴ λύπη τους
    καμιὰ φορά, σὰ σταματήσω ἀκόμη
    καμιὰ φορά, κοντὰ στὴ θάλασσα, σὲ κάμαρες γυμνὲς
    μ᾿ ἕνα κρεββάτι σιδερένιο χωρὶς τίποτε δικό μου
    κοιτάζοντας τὴ βραδινὴν ἀράχνη συλλογιέμαι
    πὼς κάποιος ἑτοιμάζεται νὰ ῾ρθεῖ, πὼς τὸν στολίζουν
    μ᾿ ἄσπρα καὶ μαῦρα ροῦχα μὲ πολύχρωμα κοσμήματα
    καὶ γύρω του μιλοῦν σιγὰ σεβάσμιες δέσποινες
    γκρίζα μαλλιὰ καὶ σκοτεινὲς δαντέλες,
    πὼς ἑτοιμάζεται νὰ ῾ρθεῖ νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσει
    ἢ μία γυναῖκα ἐλικοβλέφαρη βαθύζωνη
    γυρίζοντας ἀπὸ λιμάνια μεσημβρινά,
    Σμύρνη Ρόδο Συρακοῦσες Ἀλεξάντρεια,
    ἀπὸ κλειστὲς πολιτεῖες σὰν τὰ ζεστὰ παραθυρόφυλλα,
    μὲ ἀρώματα χρυσῶν καρπῶν καὶ βότανα,
    πῶς ἀνεβαίνει τὰ σκαλιὰ χωρὶς νὰ βλέπει
    ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν κάτω ἀπ᾿ τὴ σκάλα.
    Ξέρεις τὰ σπίτια πεισματώνουν εὔκολα, σὰν τὰ γυμνώσεις.

    Ἐπὶ Ἀσπαλάθων...


    Ἦταν ὡραῖο τὸ Σούνιο τὴ μέρα ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
    πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη.
    Λιγοστὰ πράσινα φύλλα γύρω στὶς σκουριασμένες πέτρες
    τὸ κόκκινο χῶμα καὶ οἱ ἀσπάλαθοι
    δείχνοντας ἕτοιμα τὰ μεγάλα τους βελόνια
    καὶ τοὺς κίτρινους ἀνθούς.
    Ἀπόμερα οἱ ἀρχαῖες κολόνες, χορδὲς μιᾶς ἅρπας ποὺ ἀντηχοῦν
    ἀκόμη...
    Γαλήνη
    -Τί μπορεῖ νὰ μοῦ θύμισε τὸν Ἀρδιαῖο ἐκεῖνον;
    Μιὰ λέξη στὸν Πλάτωνα θαρρῶ, χαμένη στοῦ μυαλοῦ
    τ᾿ αὐλάκια.
    Τ᾿ ὄνομα τοῦ κίτρινου θάμνου
    δὲν ἄλλαξε ἀπὸ κείνους τοὺς καιρούς.
    Τὸ βράδυ βρῆκα τὴν περικοπή:
    «τὸν ἔδεσαν χειροπόδαρα» μᾶς λέει
    «τὸν ἔριξαν χάμω καὶ τὸν ἔγδαραν
    τὸν ἔσυραν παράμερα τὸν καταξέσκισαν
    ἀπάνω στοὺς ἀγκαθεροὺς ἀσπάλαθους
    καὶ πῆγαν καὶ τὸν πέταξαν στὸν Τάρταρο κουρέλι».
    Ἔτσι στὸν κάτω κόσμο πλέρωνε τὰ κρίματά του
    Ὁ Παμφύλιος ὁ Ἀρδιαῖος ὁ πανάθλιος Τύραννος.

    31 τοῦ Μάρτη 1971


    Ὁ Βασιλιᾶς τῆς Ἀσίνης


    Ἀσίνην τε...
    ΙΛΙΑΔΑ
    Κοιτάξαμε ὅλο τὸ πρωὶ γύρω-γύρω τὸ κάστρο
    ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἴσκιου ἐκεῖ ποὺ ἡ θάλασσα
    πράσινη καὶ χωρὶς ἀναλαμπή, τὸ στῆθος σκοτωμένου
    παγονιοῦ
    Μᾶς δέχτηκε ὅπως ὁ καιρὸς χωρὶς κανένα χάσμα.
    Οἱ φλέβες τοῦ βράχου κατέβαιναν ἀπὸ ψηλὰ
    στριμμένα κλήματα γυμνὰ πολύκλωνα ζωντανεύοντας
    στ ἄγγιγμα τοῦ νεροῦ, καθὼς τὸ μάτι ἀκολουθώντας τις
    πάλευε νὰ ξεφύγει τὸ κουραστικὸ λίκνισμα
    χάνοντας δύναμη ὁλοένα.
    Ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἥλιου ἕνας μακρὺς γιαλὸς ὁλάνοιχτος
    καὶ τὸ φῶς τρίβοντας διαμαντικὰ στὰ μεγάλα τείχη.
    Κανένα πλάσμα ζωντανὸ τ᾿ ἀγριοπερίστερα φευγάτα
    κι ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης ποὺ τὸν γυρεύουμε δυὸ χρόνια
    τώρα
    ἄγνωστος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους κι ἀπὸ τὸν Ὅμηρο
    μόνο μία λέξη στὴν Ἰλιάδα κι ἐκείνη ἀβέβαιη
    ριγμένη ἐδῶ σὰν τὴν ἐντάφια χρυσὴ προσωπίδα.
    Τὴν ἄγγιξες, θυμᾶσαι τὸν ἦχο της; κούφιο μέσα στὸ φῶς
    σὰν τὸ στεγνὸ πιθάρι στὸ σκαμμένο χώμα-
    κι ὁ ἴδιος ἦχος μὲς στὴ θάλασσα μὲ τὰ κουπιά μας.
    Ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης ἕνα κενὸ κάτω ἀπ᾿ τὴν προσωπίδα
    παντοῦ μαζί μας παντοῦ μαζί μας, κάτω ἀπὸ ἕνα ὄνομα:
    «Ἀσίνην τε... Ἀσίνην τε...»
    καὶ τὰ παιδιά του ἀγάλματα
    κι οἱ πόθοι του φτερουγίσματα πουλιῶν κι ὁ ἀγέρας
    στὰ διαστήματα τῶν στοχασμῶν του καὶ τὰ καράβια του
    ἀραγμένα σ᾿ ἄφαντο λιμάνι-
    κάτω ἀπ᾿ τὴν προσωπίδα ἕνα κενό.
    Πίσω ἀπὸ τὰ μεγάλα μάτια τὰ καμπύλα χείλια τοὺς βο-
    στρύχους
    ἀνάγλυφα στὸ μαλαματένιο σκέπασμα τῆς ὕπαρξής μας
    ἕνα σημεῖο σκοτεινὸ ποὺ ταξιδεύει σὰν τὸ ψάρι
    μέσα στὴν αὐγινὴ γαλήνη τοῦ πελάγου καὶ τὸ βλέπεις:
    ἕνα κενὸ παντοῦ μαζί μας.
    Καὶ τὸ πουλὶ ποὺ πέταξε τὸν ἄλλο χειμώνα
    μὲ σπασμένη φτερούγα
    σκήνωμα ζωῆς,
    κι ἡ νέα γυναίκα ποὺ ἔφυγε νὰ παίξει
    μὲ τὰ σκυλόδοντα τοῦ καλοκαιριοῦ
    κι ἡ ψυχὴ ποὺ γύρεψε τσιρίζοντας τὸν κάτω κόσμο
    κι ὁ τόπος σὰν τὸ μεγάλο πλατανόφυλλο ποὺ παρασέρνει
    ὁ χείμαρρος τοῦ ἥλιου
    μὲ τ᾿ ἀρχαῖα μνημεῖα καὶ τὴ σύγχρονη θλίψη.
    Κι ὁ ποιητὴς ἀργοπορεῖ κοιτάζοντας τὶς πέτρες κι ἀνά-
    ρωτιέται
    ὑπάρχουν ἄραγε
    ἀνάμεσα στὶς χαλασμένες τοῦτες γραμμὲς τὶς ἀκμὲς τὶς
    αἰχμὲς τὰ κοῖλα καὶ τὶς καμπύλες
    ὑπάρχουν ἄραγε
    ἐδῶ ποὺ συναντιέται τὸ πέρασμα τῆς βροχῆς τοῦ ἀγέρα
    καὶ τῆς φθορᾶς
    ὑπάρχουν, ἡ κίνηση τοῦ προσώπου τὸ σχῆμα τῆς στοργῆς
    ἐκείνων ποὺ λιγόστεψαν τόσο παράξενα μὲς στὴ ζωή μας
    αὐτῶν ποὺ ἀπόμειναν σκιὲς κυμάτων καὶ στοχασμοὶ μὲ
    τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ πελάγου
    ἢ μήπως ὄχι δὲν ἀπομένει τίποτε παρὰ μόνο τὸ βάρος
    ἡ νοσταλγία τοῦ βάρους μιᾶς ὕπαρξης ζωντανῆς
    ἐκεῖ ποὺ μένουμε τώρα ἀνυπόστατοι λυγίζοντας
    σὰν τὰ κλωνάρια τῆς φριχτῆς ἰτιᾶς σωριασμένα μέσα στὴ
    διάρκεια τῆς ἀπελπισίας
    ἐνῶ τὸ ρέμα κίτρινο κατεβάζει ἀργὰ βοῦρλα ξεριζωμένα
    μὲς στὸ βοῦρκο
    εἰκόνα μορφῆς ποὺ μαρμάρωσε μὲ τὴν ἀπόφαση μιᾶς πί-
    κρας παντοτινῆς.
    Ὁ ποιητὴς ἕνα κενό.
    Ἀσπιδοφόρος ὁ ἥλιος ἀνέβαινε πολεμώντας
    κι ἀπὸ τὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς μία νυχτερίδα τρομαγμένη
    χτύπησε πάνω στὸ φῶς σὰν τὴ σαΐτα πάνω στὸ σκουτάρι:
    «Ἀσίνην τε Ἀσίνην τε...». Νἄ ῾ταν αὐτὴ ὁ βασιλιὰς τῆς
    Ἀσίνης
    ποὺ τὸν γυρεύουμε τόσο προσεχτικὰ σὲ τούτη τὴν ἀκρό-
    πόλη
    ἀγγίζοντας κάποτε μὲ τὰ δάχτυλά μας τὴν ὑφή του πάνω
    στὶς πέτρες.
    Ἀσίνη, καλοκαίρι ῾38 - Ἀθήνα, Γεν. ῾40
     
  7. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Paul Verlaine
    Jadis et naguère

    Art poétique

    De la musique avant toute chose,
    Et pour cela préfère l’Impair
    Plus vague et plus soluble dans l’air,
    Sans rien en lui qui pèse ou qui pose.

    Il faut aussi que tu n’ailles point
    Choisir tes mots sans quelque méprise :
    Rien de plus cher que la chanson grise
    Où l’Indécis au Précis se joint.

    C’est des beaux yeux derrière des voiles,
    C’est le grand jour tremblant de midi,
    C’est, par un ciel d’automne attiédi,
    Le bleu fouillis des claires étoiles !

    Car nous voulons la Nuance encor,
    Pas la Couleur, rien que la nuance !
    Oh ! la nuance seule fiance
    Le rêve au rêve et la flûte au cor !

    Fuis du plus loin la Pointe assassine,
    L’Esprit cruel et le Rire impur,
    Qui font pleurer les yeux de l’Azur,
    Et tout cet ail de basse cuisine !

    Prends l’éloquence et tords-lui son cou !
    Tu feras bien, en train d’énergie,
    De rendre un peu la Rime assagie.
    Si l’on n’y veille, elle ira jusqu’où ?

    Ô qui dira les torts de la Rime ?
    Quel enfant sourd ou quel nègre fou
    Nous a forgé ce bijou d’un sou
    Qui sonne creux et faux sous la lime ?

    De la musique encore et toujours !
    Que ton vers soit la chose envolée
    Qu’on sent qui fuit d’une âme en allée
    Vers d’autres cieux à d’autres amours.

    Que ton vers soit la bonne aventure
    Éparse au vent crispé du matin
    Qui va fleurant la menthe et le thym…
    Et tout le reste est littérature.
     
  8. vautrin

    vautrin Contributor

    Τώρα μου βάζεις δύσκολα! Πάει καιρός που διάβαζα Σεφέρη κι η μνήμη έχει την τάση να συγκρατεί μόνο αυτά που της άρεσαν ενώ σβήνει με σφουγγάρι όσα της φάνηκαν αδιάφορα ή ασήμαντα. Για να μην νομίζεις πάντως πως υπεκφεύγω, εντελώς πρόχειρα αναφέρω την χιλιοτραγουδισμένη ΄Αρνηση.
    Ελπίζω να βρεις τον χρόνο ν’ απαντήσεις και στα δικά μου ερωτήματα.
     
  9. MySelf

    MySelf Regular Member

    Απάντηση: Re: Ποιήματα

    Insults στιχακια, λατρευω  
     
  10. mona

    mona mea_maxima_culpa

    Απάντηση: Ποιήματα

    Είν’ από κείνες τις βαριές τις νύχτες
    Που αισθάνεσαι αλαφρύς σαν το χιόνι
    Και κρύος αέρας μπαίνει στα πλεμόνια
    Τίποτα τριγυρώ δεν σε νοιάζει
    Μονάχα το μυαλό ταλαιπωριέται
    Και σκέψεις γεμίζουν το μυαλό σου
    Το σφουγγάρι αυτό γεμάτο με όλα
    Οινόπνεμα, καπνό και λαβυρίνθους.
    Είν’ από κείνες τις βαριές τις νύχτες,

    Που θες να βουτήξεις και να πεις:
    Είμαι λέφτερος, μωρέ!
     
  11. vautrin

    vautrin Contributor

    Σαν ποίημα μέτριο, αλλά άκρως επίκαιρο:

    Δεν έχεις Όλυμπε θεούς,
    μήτε λεβέντες η Όσσα,
    ραγιάδες έχεις, μάνα Γη,
    σκυφτούς για το χαράτσι,
    κούφιοι κι οκνοί καταφρονούν
    την θεία τραχιά σου γλώσσα,
    των Ευρωπαίων περίγελα
    και των αρχαίων παλιάτσοι!

    Κωστής Παλαμάς
     
  12. Paralax

    Paralax Regular Member

    Give thanks to the man.

    Αγαπητέ Fanshawe.

    Ευχαριστώ. Αν και δεν κατάλαβα για ποιο ακριβώς έγινα αποδέκτης της επιδοκιμασίας σου. Με τιμούν τα rep που απέστειλες.

    Ίσως τα μονοπάτια μας διασταυρωθούν πολλές φορές σ' αυτό το οδοιπορικό. Επιφυλάσσομαι να ανταποδώσω.

    Να είσαι πάντα καλά.