Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποιήματα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 22 Απριλίου 2006.

  1. MisstressAmaranth

    MisstressAmaranth Regular Member

    Μάθε τὸν πόνο... (Ἰωάννης Γρυπάρης)

    Μάθε τὸν πόνο τὸ γερὸ
    βουβὸς στὰ δόντια σου ν᾿ ἀλέθεις.
    Χύνε τῆς λήθης τὸ νερὸ
    μὲς στὸ τρελὸ κρασὶ τῆς μέθης.

    Θὰ πάει κι αὐτὸ μίαν ὀμορφιὰ
    καὶ πρὶν νὰ γύρει ἀκόμα ὁ χρόνος,
    ἔχει ὁ Θεός, τὰ ἑφτὰ καρφιὰ
    θὲ νὰ μᾶς βάλει ὁ νέος πόνος.

    Ὅριζε, μοῖρα τῶν μοιρῶ,
    ἐσὺ ποὺ γνέθεις καὶ ξεγνέθεις,
    Χύνε τῆς λήθης τὸ νερὸ
    μὲς στὸ τρελὸ κρασὶ τῆς μέθης.
     
  2. vautrin

    vautrin Contributor

    Ωχρά σπειροχαίτη

    Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικά
    βιβλία, οι αιματόχρωμες εικόνες τους, η φίλη
    που αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικά,
    ωραίο κι ό,τι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείλη...

    Το μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά, με τόση
    επιμονή, που ανοίξαμε για να 'μπει σαν κυρία
    η Τρέλα στο κεφάλι μας, έπειτα να κλειδώσει.
    Τώρα η ζωή μας γίνεται ξένη, παλιά ιστορία.

    Το λογικό, τα αισθήματα μας είναι πολυτέλεια,
    βάρος, και τα χαρίζουμε του κάθε συνετού.
    Κρατούμε την παρόρμηση, τα παιδικά μας γέλια,
    το ένστικτο να αφηνόμεθα στο χέρι του Θεού.

    Μια κωμωδία η πλάση Του σαν είναι φρικαλέα,
    Εκείνος, που έχει πάντοτε την πρόθεση καλή,
    ευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία
    -ώ κωμωδία!- το θάμπωμα, τ' όνειρο, την αχλύ.

    ...Κι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,
    στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,
    γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη
    κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν.

    Κώστας Καρυωτάκης



    Η σύφιλη ήταν ασθένεια από την οποία υπέφεραν γνωστοί καλλιτέχνες και συγγραφείς. Ανάμεσά τους o Γεώργιος Βιζυηνός και ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης. Ο τελευταίος λέγεται ότι αυτοκτόνησε κάτω από το βάρος της αδυναμίας να αποκαλύψει την αρρώστια του στους δικούς του. Ιδού ένα απόσπασμα από το γράμμα της αγαπημένης του Μαρίας Πολυδούρη που τον καλεί να παντρευτούν κι ας μην κάνουν παιδιά.

    «Ελα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί... να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα ΄μαι σε σένα.(...) Παιδιά δε θα κάνομε βέβαια, γελάς; Ω! είναι τόσο εύκολο και τόσο συνηθισμένο πράγμα αυτό σήμερα. Ο,τι με κάνει να σκέπτομαι πολύ, είναι ότι μπορεί να χάσεις το ταλέντο σου• αλλά γιατί να γίνει αυτό; Εμείς δε θα έχομε ούτε την οικογένεια ούτε τις παλιοασχολίες της. Δε θα ΄μαι η γυναίκα εκείνη που θα σου φέρει γύρω σου τις ενοχλητικές σκέψεις του οικοκυριού• όχι, θα ΄μαι η αιώνια ερωμένη σου. Ω! αν ήξερες πόσο κακό μού κάνει να σκέπτομαι πως συ, το ευγενικό εξιδανικευμένο πλάσμα με τη θεϊκή ψυχή, φέρεσαι έτσι από ανάγκη στις ελεεινές αυτές ακάθαρτες γυναίκες που σου χάλασαν την υγεία σου...πόσο κακό μου κάνει...πόσο κακό!..».
     
  3. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    Απάντηση: Ποιήματα

    Κ. Παλαμάς:

    «Γύριζε»:

    «Γύριζε, μη σταθείς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη

    ο ψεύτης είδωλο είναι εδώ, το προσκυνά η πλεμπάγια

    η Αλήθεια τόπο να σταθή για μια στιγμή δε θάβρη.

    Αλάργα. Νέκρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.



    Η Πολιτεία λωλάθηκε, κι απόπαιδα τα κάνει

    το Νου, το Λόγο, την Καρδιά, τον Ψάλτη, τον Προφήτη

    κάθε σπαθί κάθε φτερό, κάθε χλωρό στεφάνι

    στη λάσπη. Σταύλος ο ναός, μπουντρούμι και το σπίτι.



    Από θαμπούς δερβίσηδες και στέρφους μαναταρίνους,

    κι από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται.

    Χαρά στους χασομέρήδες! Χαρά στους Αρλεκίνους!

    Σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.



    Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα

    ραγιάδες έχεις, μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι

    κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα

    των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι.



    Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι

    και Μαμμωνάδες βάρβαροι και χαύνοι λεβαντίνοι

    λύκοι, κοπάδια, οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι

    και οι χαροκόποι αδιάντροποι, και πόρνη η Ρωμιοσύνη!

    (Κ. Παλαμάς, «Η πολιτεία και η μοναξιά», 1912)
     
  4. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    Απάντηση: Ποιήματα

    Μάθε τὸν πόνο τὸ γερὸ
    βουβὸς στὰ δόντια σου ν᾿ ἀλέθεις.
    Χύνε τῆς λήθης τὸ νερὸ
    μὲς στὸ τρελὸ κρασὶ τῆς μέθης.

    Θὰ πάει κι αὐτὸ μίαν ὀμορφιὰ
    καὶ πρὶν νὰ γύρει ἀκόμα ὁ χρόνος,
    ἔχει ὁ Θεός, τὰ ἑφτὰ καρφιὰ
    θὲ νὰ μᾶς βάλει ὁ νέος πόνος.

    Ὅριζε, μοῖρα τῶν μοιρῶ,
    ἐσὺ ποὺ γνέθεις καὶ ξεγνέθεις,
    Χύνε τῆς λήθης τὸ νερὸ
    μὲς στὸ τρελὸ κρασὶ τῆς μέθης.

    ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΡΥΠΑΡΗΣ
     
  5. DocHeart

    DocHeart Δυσνόητα Ευνόητος

    Book Ends

    Book Ends

    Baked the day she suddenly dropped dead
    we chew it slowly that last apple pie.

    Shocked into sleeplessness you're scared of bed.
    We never could talk much, and now don't try.

    You're like book ends, the pair of you, she'd say,
    Hog that grate, say nothing, sit, sleep, stare…

    The 'scholar' me, you, worn out on poor pay,
    only our silence made us seem a pair.

    Not as good for staring in, blue gas,
    too regular each bud, each yellow spike.

    At night you need my company to pass
    and she not here to tell us we're alike!

    You're life's all shattered into smithereens.

    Back in our silences and sullen looks,
    for all the Scotch we drink, what's still between 's
    not the thirty or so years, but books, books, books.

    II

    The stone's too full. The wording must be terse.
    There's scarcely room to carve the FLORENCE on it--

    Come on, it's not as if we're wanting verse.
    It's not as if we're wanting a whole sonnet!

    After tumblers of neat Johnny Walker
    (I think that both of us we're on our third)
    you said you'd always been a clumsy talker
    and couldn't find another, shorter word
    for 'beloved' or for 'wife' in the inscription,
    but not too clumsy that you can't still cut:

    You're supposed to be the bright boy at description
    and you can't tell them what the fuck to put!

    I've got to find the right words on my own.

    I've got the envelope that he'd been scrawling,
    mis-spelt, mawkish, stylistically appalling
    but I can't squeeze more love into their stone.

    Tony Harisson
     
  6. vautrin

    vautrin Contributor

    Η μύγα

    Κάθησε σε κορμό ιτιάς

    κοιτάζοντας μπροστά της

    μια άποψη της μάχης του Κρεσύ,

    τις φωνές, τα βογκητά, τα μουγκρίσματα

    τα ποδοβολητά και των κορμιών

    τ' άλλοχτυπήματα.

    Στη δέκατη τέταρτη επέλαση

    του γαλλικού ιππικού

    βρήκε και ταίριαξε

    με μια καστανομάτα μύγα αρσενικιά

    από το Βαντινκούρ.

    Ετριψε τα χέρια και τα πόδια της μαζί

    καθήμενη στο άλογο με τα χυμένα σπλάχνα

    και συλλογιόταν για

    την αθανασία του είδους της - της μύγας.

    Με ανακούφιση πετάχτηκε πάνω

    στην μπλαβιά γλώσσα

    του Δούκα του Κλερβώ.

    Οταν εκάθησε η σιωπή

    και μόνο ο ψίθυρος της αποσύνθεσης

    τριγύριζε απαλά τα πτώματα

    και μόνο

    κάποια χέρια και πόδια

    σπασμωδικά σαλεύανε κάτω απ' τα δέντρα

    κίνησε να γεννάει τα αυγά της

    πάνω στου μονόφθαλμου το μάτι,

    του Γιόχαν Ουρ,

    Βασιλικού Οπλονόμου.

    Κι έτσι ήταν που

    την έχαψε ένα σπουργίτι

    δραπέτης

    απ' τις φωτιές του Εστρέ.




    Μίροσλαβ Χόλουμπ

    Μετάφραση Βαλεντίνη Ποταμιάνου
     
  7. iC

    iC Regular Member

    Απάντηση: Ποιήματα

    The Tiger
    By William Blake



    TIGER, tiger, burning bright
    In the forests of the night,
    What immortal hand or eye
    Could frame thy fearful symmetry?

    In what distant deeps or skies
    Burnt the fire of thine eyes?
    On what wings dare he aspire?
    What the hand dare seize the fire?

    And what shoulder and what art
    Could twist the sinews of thy heart?
    And when thy heart began to beat,
    What dread hand and what dread feet?

    What the hammer? what the chain?
    In what furnace was thy brain?
    What the anvil? What dread grasp
    Dare its deadly terrors clasp?

    When the stars threw down their spears,
    And water'd heaven with their tears,
    Did He smile His work to see?
    Did He who made the lamb make thee?

    Tiger, tiger, burning bright
    In the forests of the night,
    What immortal hand or eye
    Dare frame thy fearful symmetry?
     
  8. vautrin

    vautrin Contributor

    Δυνάμωσις


    Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώση
    να βγη απ' το σέβας κι' από την υποταγή.
    Από τους νόμους μερικούς θα τους φυλάξει,
    αλλά το περισσότερο θα παραβαίνει
    και νόμους κ' έθιμα κι' απ' την παραδεγμένη
    και την ανεπαρκούσα ευθύτητα θα βγη.
    Από ταις ηδοναίς πολλά θα διδαχθή.
    Την καταστρεπτική δεν θα φοβάται πράξι·
    το σπίτι το μισό πρέπει να γκρεμισθή.
    Έτσι θ' αναπτυχθή ενάρετα στην γνώσι.

    Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
     
  9. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    Απάντηση: Ποιήματα

    ΝΕΑ ΧΑΡΑ!

    Μέσ᾿ στὴν καρδιά μου ἕνα ὄνειρο καινούριο ἔχει φωλιάσει
    τὸ νοιώθω μὲ λαχτάρ᾿ ἀπὸ καιρό.
    Ὅμως νὰ θαρρευτῶ, ἡ δειλὴ καρδιά μου ν᾿ ἀλαφιάση,
    σὰν ἀπὸ κάποιο φόβο δὲν μπορῶ.

    Τὰ χάδια του τῆς εὐτυχίας τοὺς οὐρανοὺς μοῦ ἀνοίγουν,
    μὰ πρὶν στὰ χείλη μου ἄφτονο φανῆ
    τὸ γέλιο, πάλι κλείνουνε καὶ πάλι δάκρια πνίγουν
    τὰ μάτια μου καὶ τὴν καρδιά μου... ἀλοί!

    Χάλκινη παραστέκεται τσιγγάνα στὰ ὄνειρά μου
    κι᾿ ὅλο μου λέει στὸν ἴδιονε σκοπό·
    μὲ δάκρια θὰ ὑποδέχουμε τὴν κάθε νέα χαρά μου
    καὶ θὰ πεθαίνη κάθε ποὺ ἀγαπῶ.

    Μ᾿ ἂς εἶναι, νέο μου ὄνειρο, γιὰ λίγο, ναὶ μονάχα,
    χάιδεψε τὶς πληγές μου μίαν αὐγή
    καὶ θὰ τὸ νοιώσω ἐγὼ βαθιὰ τὸ χάδι σου... τί τάχα
    κι᾿ ἂν θὰ γίνη μία καινούργι᾿ αὐτὸ πληγή;

    ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
     
  10. chienne royale

    chienne royale Regular Member

    Απάντηση: Ποιήματα

    Αγαπημενη...[ame="http://[/ame]
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  11. thaleia

    thaleia Contributor

    Απάντηση: Ποιήματα

    Που είσαι εσύ που μου'χεις κλέψει την ψυχή;

    Που είσαι,κύριε της καρδιάς μου;

    Ποιός,χωρίς οίκτο, έσβησε το μονοπάτι σου;

    Μήπως στο χώμα το ελαφρύ έχεις θαφτεί;

    Ούτ'ένα δάκρυ δεν υπάρχει πια στα μάτια μου,

    Εξαντλήθηκαν

    Μονάχα η ηχώ στον πόνο μου αποκρίνεται

    Και το αίμα μου,σταλαματιά-σταλαματιά στερεύει

    Έλα,ας τρέξουμε,κι οι δυό μαζί, χέρι με χέρι

    Ξοπίσω απ'τη ζωή,

    Την ευτυχία ακολουθώντας

    Κι ας επιιστρέψουμε στη γή νεκροί!

    Ινκας...
     
  12. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Απάντηση: Ποιήματα

    Εσμεράλδα

    Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
    κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές,
    δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
    κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes.

    Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
    κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς.
    Στο κάθε χάδι κι ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
    απ' το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής.

    Ο παπαγάλος σου 'στειλε στερνή φορά το γεια σου
    κι απάντησε απ' το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής:
    - "Πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου
    κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς."

    Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω "σε προδίνω"
    κι ο γρύλος τον ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού:
    - "Μη φεύγεις. Πες μου, το 'πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
    ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;"

    Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
    κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
    Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ' αρέσουν
    και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά.

    Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
    και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
    στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα,
    που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές.

    Νίκος Καββαδίας