Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποιήματα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 22 Απριλίου 2006.

  1. lara

    lara Αυτοδεσποζόμενη Contributor

    Απάντηση: Re: Απάντηση: Ποιήματα

    Επειδή τυχαίνει λόγω μεγάλης αγάπης να γνωρίζω από που προέρχονται τα συγκεκριμένα, παραθέτω το αυθεντικό απόσπασμα από το βιβλίο του Χαλίλ Γκιμπράν "Ο Προφήτης, Ο κήπος του Προφήτη". Εκδόσεις Μπουκουμάνης.

    Αγάπη (Χαλίλ Γκιμπράν "Ο Προφήτης)

    Tότε η Αλμήτρα είπε: Μίλησε μας για την Αγάπη.

    Κι εκείνος, ύψωσε το κεφάλι του κι αντίκρισε το λαό κι απλώθηκε βαθιά ησυχία.
    Και με φωνή μεγάλη είπε:

    Όταν η αγάπη σε καλεί, ακολούθησέ την, Μόλο που τα μονοπάτια της είναι τραχιά κι απότομα. Κι όταν τα φτερά της σε αγκαλιάσουν, παραδώσου, μόλο που το σπαθί που είναι κρυμμένο ανάμεσα στις φτερούγες της μπορεί να σε πληγώσει.

    Κι όταν σου μιλήσει, πίστεψε την, μ' όλο που η φωνή της μπορεί να διασκορπίσει τα όνειρά σου σαν το βοριά που ερημώνει τον κήπο.

    Γιατί όπως η αγάπη σε στεφανώνει, έτσι και θα σε σταυρώσει. Κι όπως είναι για το μεγάλωμα σου, είναι και για το κλάδεμά σου.

    Κι όπως ανεβαίνει ως την κορφή σου και χαϊδεύει τα πιο τρυφερά κλαδιά σου που τρεμοσαλεύουν στον ήλιο,
    Έτσι κατεβαίνει κι ως τις ρίζες σου και ταράζει την προσκόλληση τους στο χώμα.

    Σα δεμάτια σταριού σε μαζεύει κοντά της.
    Σε αλωνίζει για να σε ξεσταχιάσει.
    Σε κοσκινίζει για να σε λευτερώσει από τα φλούδια σου.
    Σε αλέθει για να σε λευκάνει.
    Σε ζυμώνει ώσπου να γίνεις απαλός.

    Και μετά σε παραδίνει στην ιερή φωτιά της για να γίνεις ιερό ψωμί για του Θεού το άγιο δείπνο.
    Όλα αυτά θα σου κάνει η αγάπη για να μπορέσεις να γνωρίσεις τα μυστικά της καρδιάς σου και με τη γνώση αυτή να γίνεις κομμάτι της καρδιάς της ζωής.

    Αλλά αν από το φόβο σου, γυρέψεις μόνο την ησυχία της αγάπης και την ευχαρίστηση της αγάπης,
    Τότε, θα ήταν καλύτερα για σένα να σκεπάσεις τη γύμνια σου και να βγεις έξω από το αλώνι της αγάπης.
    Και να σταθείς στον χωρίς εποχές κόσμο όπου θα γελάς, αλλά όχι με ολάκερο το γέλιο σου και θα κλαις, αλλά όχι με όλα τα δάκρυά σου.

    Η αγάπη δε δίνει τίποτα παρά μόνο τον εαυτό της και δεν παίρνει τίποτα παρά από τον εαυτό της.

    Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεται, γιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη.

    Όταν αγαπάς, δε θα 'πρεπε να λες: "Ο Θεός είναι στην καρδιά μου", αλλά μάλλον "Εγώ βρίσκομαι μέσα στην καρδιά του Θεού".

    Και μη πιστέψεις ότι μπορείς να κατευθύνεις την πορεία της αγάπης, γιατί η αγάπη, αν σε βρει άξιο, θα κατευθύνει εκείνη τη δική σου πορεία.

    Η αγάπη δεν έχει καμιά άλλη επιθυμία εκτός από την εκπλήρωσή της. Αλλά αν αγαπάς κι είναι ανάγκη να έχεις επιθυμίες, ας είναι αυτές οι επιθυμίες σου: Να λιώσεις και να γίνεις σαν το τρεχούμενο ρυάκι που λέει το τραγούδι του στη νύχτα.

    Να γνωρίσεις τον πόνο της πολύ μεγάλης τρυφερότητας.
    Να πληγωθείς από την ίδια την ίδια τη γνώση σου της αγάπης. Και να ματώσεις πρόθυμα και χαρούμενα.

    Να ξυπνάς την αυγή με καρδιά έτοιμη να πετάξει και να προσφέρεις ευχαριστίες για μια ακόμα μέρα αγάπης. Να αναπαύεσαι το μεσημέρι και να στοχάζεσαι την έκσταση της αγάπης.

    Να γυρίζεις σπίτι το σούρουπο με ευγνωμοσύνη στην καρδιά
    Και ύστερα να κοιμάσαι με μια προσευχή για την αγάπη που έχεις στην καρδιά σου και μ' έναν ύμνο δοξαστικό στα χείλη σου.
     
  2. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    απόσπασμα από τον Α' Τόμο, Α' Μέρος, Κεφάλαιον 6ο

    Τί είναι ο Έρως, διηρωτάτο η Υβόννη εν απογνώσει. Διατί να είναι τόσον δύσκολος η ολοκλήρωσίς του; Διατί να προκαλή τόσους πόνους και τόσας πικρίας, ενώ είναι το μεγαλύτερον αγαθόν, το μεγαλύτερον δώρον που εδόθη εις τους ανθρώπους, η μεγαλυτέρα απόλαυσις, η βαθυτέρα ευτυχία. Τί είναι αυτό που μετατρέπει τον Έρωτα, από Παράδεισον ηδονών, εις Κόλασιν μαρτυρίων; Τι είναι αυτό που μετατρέπει το μέλι εις χολήν; Τι είναι αυτό που κάμνει τον ατυχή ερωτευμένον να υποφέρη, υπό ορισμένας συνθήκας, τόσον; Τι είναι αυτό που ώρες-ώρες κάνει το αίμα το ζεστό να γίνεται μέσα στις φλέβες πάγος; Τι συμβαίνει, διηρωτάτο με σπαραγμόν η νεανίς, και δεν ημπορεί κανείς να απολαμβάνη πάντοτε τον έρωτα σαν μίαν ωραίαν οπώραν, σαν ένα ωραίο τοπίο, σαν ένα ωραίο ξένοιαστο πρωί, πασίχαρο, αυροφίλητο, γιομάτο ευφροσύνη, σαν ένα μυροβόλο περιβόλι ή σαν μια καθαρή αμμουδιά, λουσμένη από γαλάζιο πέλαγος ευδαιμονίας;
    Μήπως δεν φταίει καθόλου, μα καθόλου ο έρως -εξηκολούθησε να σκέπτεται μ' αιμάσσουσαν καρδίαν η Υβόννη. Μήπως φταίει ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τον έρωτα, τόσον εις το ατομικόν, όσον και εις το κοινωνικόν επίπεδον; Μήπως, αν δεν έμπαινε στη μέση το λεγόμενον «αίσθημα» κι η λεγομένη «ηθική», θα ημπορούσε τότε μόνον να είναι ο έρως τέλειος και απλός και εύκολος, επ' άπειρον πανήδονος κι απολύτως παντοδύναμος -όλο χαρά (μόνο χαρά), όλο γλύκα (μόνο γλύκα), χωρίς απαγορεύσεις, στερήσεις, πικρίες, διάφορα «μούπες-σούπα» κι άλλα αηδή κι ακατανόητα, όπως η αποκλειστικότης, η εντός του γάμου αγνότης κι όλη η σχετική με αυτόν απέραντη όσον και μάταια ηθικολογία και φιλολογία;
    Με τας τελευταίας σκέψεις, η Υβόννη έπαυσε να κλαίη. Της εφάνη ωσάν να είχε λάμψει αιφνιδίως εις το σκότος ένα φως λαμπρόν, μια δέσμη φωτεινή μεγάλου φάρου τηλαυγούς.
    Η Υβόννη εσταμάτησε και ύψωσε το βλέμμα της προς το στερέωμα. Ω, πόσον ωραία ήτο αυτή η εαρινή νυξ, πόσον λαμπροί ήσαν οι αστέρες, πόσον ακαταμέτρητον ήτο το ύψος του ουρανού! Οποία μεγαλοπρέπεια! Οποία μεγαλωσύνη! Τί ήτο αυτό το απροσμέτρητον; Ένα μεγάλο χάος ή μία σοφή διάρθρωσις στοιχείων ασυλλήπτων από την διάνοιαν του ανθρώπου, έργον ενός εξουσιάζοντος και διευθύνοντος τα πάντα παντοδυνάμου νου; Ήσαν τα πάντα τυχαία ή ωφείλοντο εις μίαν θέλησιν και μίαν λογικήν τελείως υπεράνθρωπον, εις μίαν ικανότητα ίλιγγον επιφέρουσαν, της οποίας τα έργα κατέληγαν εις μίαν θεσπέσιαν αρμονίαν; Μήπως οι απέραντοι κόσμοι που την απετέλουν ήσαν το έργον όχι του Θεού, που η εκκλησία θέλει να μας επιβάλη, αλλά ενός Θεού τελείως διαφορετικού, ενός Θεού αλήθεια παντοκράτορος, ενός Θεού αλήεια παντοδύναμου, που υπήρχε μέσα στα ίδια τα έργα του και σε όλα τα κτίσματά του, αποτελούντος ένα με αυτά, και υπάρχοντος παντού αλλ' αοράτου, όπως είναι υπαρκτή μα αόρατος η ενέργεια, όπως είναι υπαρκτόν μα αόρατον το πνεύμα, όπως είναι είναι υπαρκτόν αλλά μη ορατόν εις τους πολλούς το Μέγα Φως το 'Ακτιστον, το Μέγα Φως το 'Απιαστον, το εν μεγαλείω και δόξη καταυγάζον, το εις τους αιώνας άπιαστον, μα εκθαμβωτικά εις τους αιώνας των αιώνων ορατόν, μόνο εις όσους ευλογήθηκαν με την υψίστην Χάριν το Φως αυτό να ιδούν; Μήπως άπαντα ταύτα ήσαν ο Θεός, ο μόνος αληθινός -τουτέστιν μια παμμέγιστη, μια υπερτάτη δύναμις ή ενέργεια «λελογισμένη» και παντάνασσα κι επί της Γης κι εν Υψίστοις; Αλήθεια, μήπως αυτά ήσαν ο Θεός, και όχι εκείνος ο ηθικολόγος τύραννος και τιμωρός κριτής -τουτέστιν ένας μεγάλος 'Αρχων φωτεινός, αυτόφωτος, τελείως άσχετος με τας εννοίας του Καλού και του Κακού; Μήπως εν τη ουσία των πραγμάτων δεν υπήρχε καμμία ηθική, ούτε ανάγκη ηθικής, για να διαρθρωθή και να υπάρξη ο Κόσμος; Μήπως, μα τον Θεόν, ο μόνος Θεός ήτο ένας τεράστιος και παντοδύναμος Ψώλων και, ουσιαστικώς, υπήρχαν μόνον ηδοναί, δια του πανισχύρου Πέους του και του υπερπλουσίου Σπέρματός του χορηγούμεναι; Και μήπως αι ηδοναί αύται, τουτέστιν αι ερωτικαί, ήσαν αι πράξεις εκείναι, που επλησίαζαν ασυγκρίτως περισσότερον απ' οτιδήποτε άλλο τους ανθρώπους προς τον Μεγαλοψώλονα Θεόν, τον απόλυτον Πλάστην και Κτήτορα του Κόσμου, τον απόλυτον Κύριον των Δυνάμεων, τον απόλυτο 'Αρχοντα των Ουρανών και της μικράς μας Γης;
    Η Υβόννη ησθάνθη προς στιγμήν ίλιγγον. Δια πρώτην φοράν εις τη ζωήν της εξέρχετο από τα όρια του συμβατικού, από τα όρια του θεμιτού. Όλως αιφνιδίως αντιμετώπιζε τώρα θέματα και έννοιας, αιτήματα και προβλήματα, που ουδέποτε μέχρι τούδε είχε σκεφθεί. Πόσον μακράν ευρίσκετο από την πεπατημένην, την μικροαστικήν αθλιότητα και νοοτροπίαν! Πόσον μακράν ευρίσκετο από την δικτατορικήν εξουσίαν του Παπισμού, της Εκκλησίας, του Καθολικού Χριστιανισμού!
    Ο ίλιγγος της Υβόννης ήτο στιγμιαίος. Νέαι σκέψεις, σαν έφηβοι και νεάνιδες αφεθέντες ελεύθεροι από κρατητήρια κοσμητόρων και αστυνομιών, συνέρρεαν με ορμήν και σφρίγος εις τους χλοερούς λειμώνας και τα τερπνά άλση του ελευθέρου λογισμού, της απολύτου ελευθερίας, επάνω από τα οποία έλαμπε, ως μέγας αδάμας ΚΟ-Ι-ΝΟΡ, ο ήλιος της Αλήθειας.
    Ο στιγμιαίος ίλιγγος παρήλθε τελείως. Ήτο λοιπόν ωραία η ζωή, πλήρης ηδονών, υπό τον όρον να ξεύρη κανείς να την ζη και να ημπορή να υπερπηδά ή να καταρρίπτη τα ευρισκόμενα ή τιθέμενα εμπόδια και παγίδες.
    Η Υβόννη ανέπνευσε βαεθιά την θαλασσίαν αύραν και εκοίταζε τον ουρανόν ως εν εκστάσει. Λέξεις που είχε μάθει να αποστηθίζη μάλλον παρά να εννοή εις το σχολείον, επανήρχοντο εις τον νουν της.
    Ποιος ήτο ο Σείριος, ο Ωρίων; Ποιος ο Βέγας; Ποιος ο Ζεύς; Ποια η Αφροδίτη; Τί ήτο ο μέγας επουράνιος ποταμός, ο Γαλαξίας; Τί ήτο η μέδουσα, ο Ιππόκαμπος, ο Αστερίας; Τί ήσαν τα μαλάκια και σπονδυλωτοί ιχθύες; Τί ήτο ο Βροντόσαυρος, το Δεινοθήριον, η Φάλαινα, τα Μαμούθ, ο Ελέφας; Τί ήτο η ώσις εκείνη που εξεκίνησε από τους πυθμένας των ωκεανών εις την αυγήν της προανθρώπινης ιστορίας και έφθανε πέραν από τας αυχμηρότητας και τους κοχλασμούς της Γης, τους κατακλυσμούς και τα πλημμύρας, τας συρρικνώσεις και τους παγετούς, εις λόχμας και δάση σκιερά και εις ποταμοβρέκτους πεδιάδας, εις γεννήματα και οπώρας, ναι, ω ναι, εις οπώρας και εις καρπούς ποικίλους, που επέτρεπαν την έλευσιν άλλων ειδών και άλλων πλασμάτων...
    Και η Υβόννη, εν εξάρσει, εξηκολούθησε να σκέπτεται. Τί ήτο αυτό που εσύρετο, όταν εγκατέλειψε τα υγρά ανήλια βάθη, τι ήτο αυτό που εσύρετο, αρχικώς, εις γυμνάς θειούχους εκτάσεις, και που ωρθώθη επί τεσσάρων και εν τέλει επί δύο ποδών, και, καθώς είδε ότι είχε αποκτήσει χέρια, ήρχισε να συλλέγη τους καρπούς και τα οπώρας και να κατασκευάζη εργαλεία και όπλα; Τί ήτο αυτό που ούρλιαζε, εσφύριζε ή εβρυχάτο, εις πυκνούς δρυμούς και εις ατμώδη έλη, και έπειτα έγινε αίσθημα, οίστρος, ποιητής, ταγός και λόγος; Τί ήτο αυτό που από βαρέως τριχωτόν και φοβερόν την θέαν ποδοτετράχειρον, έγινε πίθηκος ορθούμενος και κατόπιν άνθρωπος δίπους όρθιος, άνθρωπος «σάπιενς», άνθρωπος με αισθήσεις συνειδητάς, σκέψιν και γνώσεις, τουτέστιν μάστορης, κτίστης και πολεμιστής κι εν τέλει, άρχων της Γης αναμφισβήτητος, εξουσιάζων απολύτως επί των αλόγων αδελφών πλασμάτων; Τί ήσαν αυταί αι αλλαγαί και εξελίξεις; Τί ήσαν αι μετουσιώσεις; Τί ήτο, αλήθεια, ο Σείριος, ο Ωρίων; Τί ήσαν οι προφήται; Τί ήσαν ο Μωϋσής, ο Ιεζεκιήλ, ο Ησαϊας; Τί ήτο ο Ιησούς Χριστός; Τί ήτο ο Σατανάς; Τί ήτο, εν τέλει, ο άνθρωπος; Τέκνον της ύλης ή του πνεύματος; Ή μήπως ήτο βλαστός ενός αδιαιρέτου αμαλγάματος των δύο, μιας ενότητος αδιαχωρίστου θείας;
    Αν είχαν τα πάντα αφετηρίαν, θα έλεγε κανείς ότι τέρμα δεν είχαν. Τίποτε δεν ήτο προδιαεγραμμένον. Ουσιαστικώς αδράνεια δεν υπήρχε, τα πάντα έρρεαν, άλλαζαν ή μετουσιώνοντο -οι κόσμοι και οι άνθρωποι. Ίσως όλα αυτά μαζύ, ίσως το άθροισμα όλων αυτών, ίσως το ατελεύτητον Σύμπαν να είναι ο Θεός, ο παντοκράτωρ 'Αρχων. Ναι, ναι, τα πάντα έρρεαν, άλλαζαν, ή μετουσιώνοντο επ' άπειρον, εσαεί...
    Αναπνέουσα βαθειά, η Υβόννη εκοίταζε ακόμη τον ουρανόν. Αίφνης μία άλλη σκέψις, εις αδιάπτωτον αλληλουχίαν με τας προηγουμένας ερχόμενη, έλαμψε εις τον νουν της. Ήτο μία σκέψις γοργή, θερμή, σαν αίμα σφύζοντος νεανικού οργανισμού... Μήπως αν ήλλασσε πεποιθήσεις και ιδίως την συμπεριφοράν της εις την ζωήν ως προς τον έρωτα, εις τον οποίον έως σήμερον υπήρξε τόσον πολύ ελλειμματίας, θα ήρχιζε δι΄ αυτήν νέα ζωή, μία ζωή πανήδονη, γλυκύτατη -η μόνη ορθή, αληθινή και φυσική. Αλήθεια, μήπως τούτο ήτο δυνατόν;
    Ακόμη ολίγα δευτερόλεπτα εκοίταξε τον ουρανόν ως εν εκστάσει η Υβόννη, γοητευμένη, μαγευμένη και αναπνεόυσα βαθειά την θαλασσίαν αύραν... Ω, ναι, αυτό που εσκέφθη ήτο απολύτως δυνατόν. Αλλέως, δεν θα έλαμπαν με αυτόν τον τρόπο τα άστρα· αλλέως δεν θα περιεστρέφοντο τόσον θριαμβευτικά και με τόσην ευρυθμίαν οι τρόχοι του «Μεγάλου Ανατολικού»· αλλέως δεν θα εσκόρπιζε τόσο θωπευτικά, τόσον ηδονικά, κατά διαστήματα, εις το πρόσωπόν της, το υγρόν ψιμμύθιν του θαλασίου αφρού, η απαλή πνοή του ανέμου... Ω, ναι, αυτό που εσκέφθη, ήτο δυνατόν να γίνη κι η αλλαγή αυτή, που έπρεπε να αρχίση αμέσως, θα ήτο ο λυτρωμός της.

    ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ- ΜΕΓΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ
     
  3. Απάντηση: Ποιήματα

    Στο μικρό πλανήτη σου θα γείρω,
    ασφαλής
    απ’ τα αλλόφρονα θηρία της φυλής μου
    και τα άλλα, που δεν γνωρίζω.
    Στα δυο φαράγγια θα ξαπλώνω
    ήσυχη
    τα πράγματα θα κυλούν μακριά απ’ το πλήθος
    τον αχό και τη σκόνη που τυφλώνει,
    τη σκόνη από ποδοβολητά
    περήφανων α-λόγων.

    Στο μικρό πλανήτη σου
    να μου κάνεις χώρο
    :
    Θα μεγαλώσω έναν ευκάλυπτο
    και μυριστικά της εποχής,
    της εποχής που θα σε κατοικήσω.

    Μιράντα Ποτηριάδου,
    Από τη συλλογή: Μέρες δεμένες σε σπάγγο, Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2004
     
  4. Απάντηση: Ποιήματα

    Οὐρανὲ ὁλόκληρε ἀνοίγει τὸ ἄνθος
    τῆς φωνῆς μου ψηλὰ
    ἔφυγαν ὅλα τὰ πουλιά μου τὸν χειμώνα
    δὲν προσμένω σ᾿ αὐτοὺς τοὺς τόπους ἐλευθερώνω
    ἀγγίζοντας ἔρημος τὸ γερασμένο τοῖχο τῆς βροχῆς
    κι ὅπως ἔρχεται ἀπ᾿ τὴν αὔριο
    μὲ τὸ φάσμα τοῦ τρόμου διασταυρώνομαι πάλι.
    Λὲν εἶναι, πιὰ ἡ Ἄνοιξη
    δὲν εἶναι καλοκαίρι μὰ ἐγὼ
    ἂς ἀνοίξω τὸ βῆμα κ᾿ ἐδῶ λησμονημένος
    νὰ δείξω τὴν αἰωνιότητα.
    Ἔχω ἄλλωστε τὰ φτερὰ ταξιδεύω
    πάνω ἀπ᾿ τὰ γλυκύτερα
    βάσανα τοῦ καλοκαιριοῦ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ ἔαρος.
    Ἀκούω τοὺς ἤχους τῶν τύμπανών σου Μελλοντικὲ
    ὅμως λυτρώσου ἀπὸ μᾶς
    πίσω δὲν πάει ὁ καιρὸς μονάχα σέβεται
    τὸ κορμὶ μὲ τ᾿ ἄνθη του
    ἰδοὺ λοιπὸν γιατὶ τὸ συντρίβει.
    Λησμόνησέ μας.
    Ἀκούω τὴ χαρά σου πολιτεία τοῦ θεοῦ ὑπάρχεις
    ἀλήθεια καὶ δρόμος ἀργυρόχρωμα
    κλαδιὰ κάτω ἀπ᾿ τὴ σελήνη
    ἡ μυρωμένη ἡ πορτοκαλιὰ τὸ ρόδι
    εὐτυχισμένο λάλημα τοῦ πετεινοῦ.
    Ὅταν λαλεῖ ὁ πετεινὸς πῶς σχίζει τὴν καρδιά μου
    τί ἐρημιὰ διαλαλεῖ στὸ σάπιο μεσημέρι.
    Ἀπὸ χειμώνα σὲ αἰσθάνομαι πολιτεία τοῦ ἔρωτα
    ὁ ἥλιος ἀνατέλλει καὶ τοὺς πεθαμένους ἴσκιους
    ἕνα φῶς πανάρχαιο σάβανο τυλίγει δένοντας
    σὲ λάμψεις τὴ μουσική μου.
    Μεγάλη ἡ νύχτα κ᾿ ἡ ποίηση
    τόσο χαμηλὴ γιὰ τοὺς ἀναγκασμένους.
    Χιλιάδες πόλεμοι συμβαίνουν στὸ κορμί μου.
    Ποῦ εἶναι τὰ χρόνια τῶν ὑακίνθων…
    Ὁ ἥλιος σου μάτωνε τὰ γόνατα κ᾿ οἱ ἄνθρωποι
    φαίνονταν εὐεξήγητοι
    σὰν τὰ φυτὰ τὴ βροχὴ τὸν οὐρανό!
    Καὶ τώρα νὰ ἡ μοίρα σου
    στὴν πόλη μέσα τὴ φρικτὴ
    μ᾿ ἐνάντιο σπίτι ἐναντίον ἄνεμο.
    Ἔρημος τώρα ὁ βράχος τῆς ἀγάπης —
    μὴ μὲ λησμονήσεις
    πάνω του στὰ βραδινὰ πετρώματα
    μὲ τὸ φεγγάρι καθαρὸ πουκάμισο.
    Μὴ μὲ λησμονήσεις βαθύτατε ἀέρα.
    Τὴ νύχτ᾿ ἀναστενάζουμε.
    Γλυκύτατη σελήνη φωτίζει τὰ πεῦκα μου
    ἔχει περάσει πιὰ τὸ μεσονύχτι
    κ᾿ ἐγὼ στρέφομαι στὴν πικρὴ κλίνη
    εἶμ᾿ ἕνας ἔρημος μὲ δάφνες ἕνας μοναχικὸς
    ποὺ χάθηκε στοὺς κρυστάλλινους μακρινοὺς ἤχους.
    Τῆς καρδιᾶς μου τὰ πικρὰ καὶ μαῦρα φύλλα
    πνοὴ ποὺ νὰ ῾βγεῖ ἀπ᾿ τὸν εὐλογημένο ἐντός μου
    δὲν τὰ κίνησε. Τώρα σὲ δίνες
    ἔχω χαθεῖ κάποτε ὑπῆρξα.
    ὁ ἄγγελος τῶν ὁρατῶν ὅπως ἀγάπησε βαθιά.
    Σὲ ἀκούω Ἐκτυφλωτικέ -
    πῶς ἔρχεται ἡ φωνή σου ἀπ᾿ τὸν ὕπαιθρο
    ἦχοι μου ταπεινοὶ πλαγιαύλων
    ὑπάρχω κι ἀκούω τὸ ἐλεγεῖο.
    Ἐγὼ τότε τραγουδοῦσα:
    Ἔρωτα μὲ κατοίκησες πολὺ
    φύγε ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι.

    Δὲν ἔχει οὔτ᾿ ἕνα παράθυρο νὰ βγεῖ.
    στὰ δέντρα ἡ ἐρημιά μου
    σκόνες μονάχα καὶ σύνεργα τῆς ψυχῆς.
    Οἱ ἅγιες εἰκόνες δὲν ὑπάρχουν
    ἔρωτα μὴ σημαίνεις-πιά.
    Πρέπει ν᾿ ἀρχίσω ἀπ᾿ τὴ λησμονιά.
    Μὴ δείχνεις - εἶμαι ὁ ἀνώφελος τὸ ξέρω
    σῶμα γιὰ θάνατο καὶ θάνατο
    ποὺ ἐλπίζει σ᾿ ἕνα φύλλο δέντρου.
    Ἡ φωνή μου λυγίζει.
    Ἀλλὰ δὲν παραδίδομαι ἀντίκρυ
    σ᾿ αὐτὴ τὴ δύση τρομαγμένος
    ἐγὼ μὲ ὅλο τὸ αἷμα μου
    ἔτσι ὅπως πόνεσα στοὺς δρόμους ἀτελείωτα
    μὲ τόσο σπαραγμὸ στὰ σύνορά μου.
    Ὁ οὐρανὸς εἶναι στὸν βαθυκύανο χειμώνα.
    Τὸ φῶς φωνάζει μὲ τὸν κεραυνό.
    Νὰ μὲ σώσουν τὰ ὄνειρα ἢ νὰ μὲ συντρίψουν
    - ἕνα τ᾿ ὀνομάζω.


    Σχέδιο γιὰ τὸ μέλλον τοῦ οὐρανοῦ,
    Νίκος Καρούζος
     
  5. Πικροδάφνες- Κική Δημουλά

    Εδώ δεν ήρθαμε ποτέ.
    Ο λόφος δε σε ξέρει.
    Το βήμα σου δεν βρίσκεται γραμμένο
    σε κανένα μικρό ανηφοράκι
    κι ούτε στις πράες κατηφοριές
    ακούγεται το γέλιο της βιασύνης σου.
    Γραμμένος δεν είσαι
    ούτε και στα χλωρά ερωτολόγια:
    στα σαρκώδη φύλλα των κάκτων.
    Γεμάτα μικρές μαχαιριές ονομάτων
    που δεν πάνε σε βάθος
    κι εύκολα κλείνουν,
    Έλση - Δημήτρης
    και βέλος.
    Κι άλλα ονόματα που πέρασαν
    μ'ένα καημό διαρκείας.
    Στα πιο πολλά
    η ενωτική γραμμή ανάμεσά τους
    έθρεψε κιόλας, έσβησε.
    Κι αποσυνδέθηκε το κάποτε.

    Φυσάνε όρκοι πίσω από τους θάμνους
    και κυλάνε πέτρες.
    Έρωτες που ανεβαίνουν,
    έρωτες που γλυστράνε.

    Το απόγευμα αισθάνεται
    μια μυροβόλο απάθεια
    κι ότι είναι λύπη
    μοιάζει με ησυχασμό φυλλώματος.
    Των αρωμάτων τα σώματα
    βαριά ανοιγοκλείνουν τα φτερά τους,
    βαρετά αγνοούν:
    κανένα δε μυρίζει εξαφάνιση.
    Που είσαι;
    Κάτι πικραίνει πιο πολύ κι απ'τ' όνομά τους
    τις πικροδάφνες.
    Που είσαι;

    Αλλά εδώ δεν ήρθαμε ποτέ.
    Ο λόφος δε σε ξέρει.
    Λοιπόν σώζομαι από συσχετίσεις.
    Κι έτσι μπορώ να σταθώ
    στο ύψος μιας ρεμβαστικής ουδετερότητας
    για ν'απολαύσω ανενόχλητα
    αυτό το κάθαρμα τη δύση.

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  6. Captain_Morgan

    Captain_Morgan https://www.youtube.com/watch?v=9wj6BqmyjM4

    Απάντηση: Ποιήματα

    Παραμύθι

    Ένας πρίγκηπας είχε θιγεί γιατί δεν είχε ποτέ του ασχοληθεί με κάτι έξω από την τελειότητα των χυδαίων γενναιοδωριών. Προέβλεπε εκπληκτικές επαναστάσεις του έρωτα, και υποψιάζονταν τις γυναίκες του ότι μπορούσαν κάτι καλύτερο από την ευπροσηγορία τούτη πλουμισμένη από ουρανό και πολυτέλεια. Ήθελε να δει την αλήθεια, την ώρα της ουσιαστικής λαχτάρας και της ικανοποίησης. Είτε αυτό υπήρξε μια απόκλιση από την ευσέβεια είτε όχι, το θέλησε. Κατείχε τουλάχιστον μιαν αρκετά πλατιά ανθρώπινη εξουσία.

    Όλες οι γυναίκες που τον είχαν γνωρίσει δολοφονήθηκαν. Τι λεηλασία στο πάρκο του περιβολιού της ομορφιάς! Κάτω από την σπάθη, τον ευλόγησαν. Δεν παρήγγειλε καθόλου καινούριες. — Οι γυναίκες ξαναφάνηκαν.

    Σκότωσε όλους αυτούς που τον ακολουθούσαν, μετά το κυνήγι ή τις οινοποσίες.

    — Όλοι τον ακολουθούσαν.

    Διασκέδασε σφάζοντας τα ζώα πολυτελείας. Πυρπόλησε τα παλάτια. Εφορμούσε πάνω στους ανθρώπους και τους τεμάχιζε. — Το πλήθος, οι χρυσαφένιες στέγες, τα ωραία ζώα υπήρχαν ακόμη.

    Μπορεί κανείς να εκστασιάζεται στο χαλασμό, να ξανανιώνει από την θηριωδία! Ο λαός δεν μουρμούρισε. Κανείς δεν προσέφερε την συνδρομή των βλεμμάτων του.

    Κάποιο βράδυ κάλπαζε περήφανα. Ένα Πνεύμα φάνηκε μίας άφατης ομορφιάς, ακόμη και ανομολόγητης. Από την φυσιογνωμία και την στάση του έβγαινε η υπόσχεση ενός έρωτα πολλαπλού και περίπλοκου! μιας ευτυχίας ανείπωτης, σχεδόν ανυπόφορης! Ο Πρίγκιπας και το Πνεύμα εκμηδενίστηκαν πιθανόν μέσα στην ουσιαστική υγεία. Πως θα μπορούσαν να μην πεθάνουν απ' αυτήν;

    Μαζί λοιπόν πέθαναν.

    Αλλά ο Πρίγκιπας αυτός απεβίωσε, στο παλάτι του, σε μια συνηθισμένη ηλικία. Ο Πρίγκιπας ήταν το Πνεύμα . Το Πνεύμα ήταν ο Πρίγκιπας.

    Η σοφή μουσική παραμελεί την λαχτάρα μας.

    Arthur Rimbaud - Eκλάμψεις
    μετάφραση: Αλέξης Ασλάνογλου, Εκδόσεις Ηριδανός
     
    Last edited: 3 Ιουνίου 2011
  7. MisstressAmaranth

    MisstressAmaranth Regular Member

    Απάντηση: Ποιήματα

    φωνές
    χιλιάδες φωνές:
    γαμώ το κέρατο σας
    δοσίλογοι σπιούνοι τζάκια εξουσίας
    τοπία ολέθρου κι οι βόμβες να πουλιούνται
    για να πέφτουν να φέρνουν ίδιο σ’ όλους θάνατο
    κι αυτοί που δεν λογίζονται ν’ αντισταθούν κι οι άλλοι
    με το δισάκι και
    οι άρρωστες ψυχές
    κάτω από
    το μαστίγιο
    αλυχτούν
    σαν τα σκυλιά
    δαγκώνουν
    τις σάρκες τους
    στο διάβολο αδικητές
    διψάτε για αίμα βρυκόλακες
    εμποδίζετε μ’ όλα τα μέσα το πέρασμα
    μια διάφανη ώρα όταν ο χρόνος ξαπλώνεται
    στον ξάστερο ουρανό και μ’ ένα άλμα του
    λαμπρύνει
    την αυγή




    (απόσπασμα από το ποίημα Πέραμα του Αντρέα Παγουλάτου)
     
  8. vautrin

    vautrin Contributor

    ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ / ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΦΑΣΣΗΣ, H μπαλάντα της Τασίας (της αρχοντοκνίτισσας).


    ‘Ηταν οι μέρες εκείνες
    που λυσσάγαν oι μπασκίνες
    και σου ’ρχότανε ναυτία
    όταν περνούσες τα Χαυτεία.

    Κι εσύ!

    Κρατώντας τον «Οδηγητή»
    διάβηκες από μπρος μου
    λουσμένη αρώματα Κοττύ
    στην μπόχα του υποκόσμου.

    Φώναζαν ΕΝΑ-ΔΥΟ-ΧΙ
    στα προποπρακτορεία
    μα πέρναγες αγέρωχη
    Κνιταρχοντοκυρία.

    Κανένας δεν αγόραζε
    δε δίναν σημασία
    ήρθα και σ’ έπιασα αγκαζέ
    και σου ’πα: «Έλα Τασία

    πούλησες δέκα σήμερα
    νομίζω πια πως φτάνει
    — αρχόντισσά μου και κερά —
    μάζεψ’ τα μάνι-μάνι

    πάμε τα δυο μας κορ-α-κορ
    να κάνουμε επανάσταση
    να σπάσουμε όλα τα ρεκόρ
    Χριστούγεννα κι Ανάσταση.

    Κι αν είσαι του δογματικού
    σκασίλα μου μεγάλη
    πάμε από Ηρώδου του Αττικού
    να βγούμε προς Εκάλη.

    Κνίτισσα αρχοντοκνίτισσα
    παλαιοημερολογήτισσα
    να γίνουμε ένα εγώ κι εσύ
    δόγμα και ανανέωση.

    Θα το πατήσω το πεντάλ
    μέχρι 90 και 100.
    Διάβαζε εσύ τον Ρόζενταλ
    για μένα η λίρα εκατό.

    Πάμε σ’ ένα κρυφό κουτούκι
    να φάμε πίτσα ή πεινιρλί
    να μου κάνεις λούκι-λούκι
    να σου δείξω ένα λιλί.

    Θα κάνεις σου, θα κάνω μου
    κι ό,τι άλλο θες ακόμα
    κι απά στην ώρα του χαμού
    θα σου φωνάξω: «Ένα είν’ το Κόμμα».
     
  9. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    ΣΤΕΑΡ - ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ

    Η πλάστιγξ κλίνει εκεί που προτιμάμε
    Κατά την ερμηνεία που της δίνουμε
    Κάθε φορά που επιτυγχάνουμε στα ζάρια.

    Και ιδού που επιτυγχάνουμε και πάλι
    Αφού τα ζάρια πέσαν στην κοιλιά μιας γυναικός
    Μιας γυναικός γυμνής και κοιμωμένης
    Κατόπιν κολυμβήσεως στην άμμο.

    Αυτη η γυναίκα καθώς λεν οι θρύλοι
    Είχε το θάρρος να περάσει μοναχή της
    Γυμνή με στέαρ των κολυμβητών στο σώμα
    Μια θάλασσα πλατιά και φουσκωμένη
    Απο τους στεναγμούς του γλυκασμού πολλών αγγέλων.
     
  10. MisstressAmaranth

    MisstressAmaranth Regular Member

    Γιάννης Υφαντής

    Το κέφι της


    Καθώς το IBIZA μας πήγαινε στη θάλασσα,
    με των παιδιών την ιδιότυπη εκείνη προφορά που’ χουν
    οι ξένες
    μου είπε η Ελένα ανεμίζοντας
    τη φούστα πάνω απ’ τη διχάλα των ποδιών της:
    “Γιάννη τι ευτυχία είν’ αυτή!
    Τι όμορφα περνούμ’ εμείς οι τέσσερις!”
    “Ποιοι τέσσερις;” τη ρώτησα. Κι απάντησε αμέσως:
    “Εγώ κι ο πούτσος σου, εσύ και το μουνί μου”.


    Έρημη Χώρα


    Σάρκας απόλαυση ανάμεσα σε ψάρι της Αλάσκας αχνιστό
    γαρίδες του Παλέρμου, μανιτάρια και τζατζίκι ελληνικό.
    Κι ένα ποτήρι μπίρα Bolaur.
    Κ’ ύστερα μαλακία στο κρεβάτι σου
    γιατ’ είσαι αλίμονο μονάχος σου στο Μόναχο
    την ίδια ώρα που αμέτρητες γυναίκες
    που ζουν κι αυτές μονάχες τους στο Μόναχο
    στενάζουν αγκαλιάζοντας τον Άγιο Δονητή
    γιατί απόκαμαν να παίρνουν το Θεό
    στον αριθμό 0+ ∞ + χάος
    και να μην παίρνουνε απόκριση καμμιά.
    Στενάζουν αγκαλιάζοντας τον τεχνητό φαλλό
    χωρίς να ξέρουν που ο Θεός ενσαρκωμένος
    γυρίζει ολομόναχος στο Μόναχο,
    με κινητό όπου καμμιά τους δεν τον παίρνει,
    αφού καθώς είναι καινούργιος εμιγκρές
    τον αριθμό του ούτε ο Πάπας δεν τον ξέρει.
     
  11. mescalito

    mescalito New Member

    Απάντηση: Ποιήματα

    Αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας,
    επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
    όποιος δεν αλλάζει περπατησιά,
    όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του,
    όποιος δεν μιλεί σε όποιον δεν γνωρίζει…
    Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει,
    όποιος δεν διαβάζει,
    όποιος δεν ακούει μουσική,
    όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του. ..
    Αργοπεθαίνει όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει,
    όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει.
    Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντοτε
    ότι για να είσαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη
    από το απλό γεγονός της αναπνοής.

    Κάποια αγαπημένα αποσπάσματα από το «Αργοπεθαίνει» του Pablo Neruda
     
  12. MisstressAmaranth

    MisstressAmaranth Regular Member

    Άρης Αλεξάνδρου

    Μέσα στις πέτρες


    Κι όμως δεν αυτοκτόνησα.
    Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του στο πριονιστήριο;
    Η θέση μας είναι μέσα δω σ’ αυτό το δάσος
    με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμένους τους κορμούς
    με τις ρίζες σφηνωμένες μέσα στις πέτρες.



    Το μαχαίρι


    Όπως αργεί τ’ ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι
    έτσι αργούν κι οι λέξεις ν’ ακονιστούν σε λόγο.
    Στο μεταξύ
    όσο δουλεύεις στον τροχό
    πρόσεχε μην παρασυρθείς
    μην ξιπαστείς
    απ’ τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων.
    Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι.