Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ποιήματα

Συζήτηση στο φόρουμ 'Τέχνη' που ξεκίνησε από το μέλος Ricardo, στις 22 Απριλίου 2006.

  1. llazouli

    llazouli Contributor

    Απάντηση: Ποιήματα

    ΔΙΑ ΣΗΜΑΔΙΝ ΕΧΩ ΛIΟNTA

    Διά σημάδιν έχω λιόντα
    στην ώχραν όπου 'ν γοιόν άστρον,
    πράσινον δεντρόν σαν κάστρον
    πάντα στέκεται θωρώντα,
    μ' όρεξην παντές βιγλώντα
    του δεντρού τους κλώνους χάσκει,
    να πηδήση πάνω πάσκει
    και γι' αυτόν στέκει στεκόντα.

    H καρδιά μου με τον λιόντα
    τούτον εμπορεί να μοιάση
    απού του δεντρού να πιάση
    την κορφήν πάσκει πηδώντα,
    η καρδιά μου πεθυμώντα
    στα ψηλά θεν να πετάση
    και μην δύνοντα να φτάση
    στέκει χαμηλά κλαμόντα.

    Στίχοι : Ανώνυμος Κύπριος - 16ος αιώνας

    Μουσική, ερμηνεία: Ρούσσης Ανδρέας

     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  2. iC

    iC Regular Member

    Απάντηση: Ποιήματα

    _X20-eJ1HAk[/media]]YouTube - ‪Derek Jarman - Pearl Fishers In Azure Seas‬‏


    Pearl fishers
    In azure seas
    Deep waters
    Washing the isle of the dead
    In coral harbours
    Amphora
    Spill
    Gold
    Across the still seabed
    We lie there
    Fanned by the billowing
    Sails of forgotten ships
    Tossed by the mournful winds
    Of the deep
    Lost Boys
    Sleep forever
    In a dear embrace
    Salt lips touching
    In submarine gardens
    Cool marble fingers
    Touch an antique smile
    Shell sounds
    Whisper
    Deep love drifting on the tide forever
    The smell of him
    Dead good looking
    In beauty's summer
    His blue jeans
    Around his ankles
    Bliss in my ghostly eye
    Kiss me
    On the lips
    On the eyes
    Our name will be forgotten
    In time
    No one will remember our work
    Our life will pass like the traces of a cloud
    And be scattered like
    Mist that is chased by the
    Rays of the sun
    For our time is the passing of a shadow
    And our lives will run like
    Sparks through the stubble.

    I place a delphinium, Blue, upon your grave
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  3. Ηλίας Πετρόπουλος

    Όλα τα δικά σου τα ξέρω.
    Πώς κοιτάς όταν λες ψέματα.
    Πώς κόβεις το κρέας με το μαχαίρι.
    Πώς ακριβώς μυρίζει η επιδερμίδα σου.
    Ακουμπώ το κεφάλι στην κοιλιά σου
    και τα έντερά σου γουργουρίζουν.
    Την Γυναίκα την αγαπάς στο σύνολό της,
    ή καθόλου.

    *

    Έρχεσαι πάντα
    μαζί με το μουνί σου.

    *

    Ο σημερινός ερωτισμός
    της φαίνεται κοινότυπος.
    Εξίσου μπανάλ είναι ο Παρθενών.

    *

    Μουνί, εσύ, σκοτεινό,
    Μουνί κλειστό, Μουνί σιωπηλό,
    Μουνί που δεν μου χαμογελάς πια,
    Μουνί στεγνό και Μουνί θυμωμένο,
    κάνω υπομονή, δείχνω επιμονή,
    περιμένοντας να ραγίσεις άλλη μια φορά
    και να ξαναγίνεις το Μουνί που ξέρω
    — το Μουνί της Συμφιλίωσης
    με τον εαυτό μου.
     
  4. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    ΕΡΩΤΑΣ ΤΑΧΑ- ΘΕΩΝΗ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΠΑΠΠΑ (ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ)

    Έρωτας τάχα να είν’ αυτό
    που έτσι με κάνει να ποθώ
    τη συντροφιά σου,
    που σα βραδιάζει, τριγυρνώ
    τα φωτισμένα για να ιδώ
    παράθυρά σου;

    Έρωτας να ειν’ η σιωπή
    που όταν σε βλέπω, μου το κλείνει
    σφιχτά το στόμα,
    που κι όταν μείνω μοναχή,
    στέκω βουβή κι εκστατική
    ώρες ακόμα;

    Έρωτας να είναι ή συφορά,
    με κάποιου αγγέλου τα φτερά
    που έχει φορέσει,
    κι έρχεται ακόμη μια φορά
    με τέτοια δώρα τρυφερά
    να με πλανέσει;

    Μα ό,τι και να’ναι το ποθώ,
    και καλώς να’ ρθει το κακό
    που είν’ από σένα.
    θα γίνει υπέρτατο αγαθό,
    στα πόδια σου αν θα σωριαστώ
    τ’ αγαπημένα…
     
  5. MisstressAmaranth

    MisstressAmaranth Regular Member

    Μαρία Θεοφιλάκου

    Δύσκολες ανατολές


    Ανασαίνουμε νύχτα
    ελεύθεροι, γιατί είναι μοναξιά
    σε κάθε μας τυφλό βήμα,
    τρεκλίζον
    Κλείνουν τα θέατρα
    Θεριεύουν οι σκιές
    Οι αλήθειες αλαλάζουν στα βουνά
    και πεινασμένες κατεβαίνουν προς την πόλη

    Ανασαίνουμε νύχτα
    Σφικτά ταμπουρωμένα σώματα
    μα είμαστε πιο πάνω από τις σάρκες˙
    κείνες δεν είναι παρά μια αφορμή
    Τα αγρίμια ας κοπιάσουν,
    μας γνωρίζουν
    Στα πόδια μας εμπρός
    θε να κουρνιάσουν

    Ελεύθεροι, γιατ’ είναι μοναξιά
    από τη διαλεχτή
    που αρνείται τις κρυψώνες
    και σκίζει των αυλών τα δηλητηριασμένα ρόδα,
    έτσι εισπνέουμε τη νύχτα
    πηκτή στο λάρυγγα
    στο χνώτο όμως ρημάδι
    και βγάζουμε το πρώτο φώς



    Παρακμή [ή η εύλογη απορία]


    Ξάφνου ο χρόνος σώθηκε,
    αφήνοντας μας όλους σαστισμένους
    Εν όψει και της σύγκρισης μας με τους άλλους,
    έμελλε καθώς φαίνεται σ' εμάς
    άδικα το κακό να πέσει
    Τώρα τι να λογίζουν τα κιτάπια μας;
    Και στα παιδιά πώς να εξηγηθούμε,
    για αυτό το εκνευριστικό τικ τακ
    που τίποτα δε μένει να μετράει;
     
  6. vautrin

    vautrin Contributor

    Alma Perdida


    Δική σας, ακαθόριστες λαχτάρες· ενθουσιασμοί·

    σκέψεις μετά το πρόγευμα· διαχύσεις της καρδιάς·

    μαλάκωμα ύστερ' από την ικανοποίηση

    των αναγκών των φυσικών· αναλαμπές του

    πνεύματος· διαταράξεις

    όταν γίνεται η χώνεψη· ηρεμία

    μετά την καλή χώνεψη· χαρές χωρίς αιτία·

    ταραχές της κυκλοφορίας του σώματος· ερωτικές

    ενθύμησες·

    μυρωδιά θυμαριού στο μπάνιο το πρωί· όνειρα

    ερωτικά·

    μεγάλο καστιλιάνικο κέφι μου, απέραντη

    πουριτάνικη θλίψη μου, προσωπικά μου γούστα·

    σοκολάτες, μπομπόνια τόσο που να καίν,

    ζαχαρωμένα, παγωμένα πιοτά·

    πούρα που σε μουδιάζουνε· και σεις, που φέρνετε

    ύπνο, σιγαρέτα·

    χαρές της γρηγοράδας· γλύκα τού να 'σαι

    καθισμένος· καλοσύνη

    του ύπνου μες στ' απόλυτο σκοτάδι·

    μεγάλη ποίηση των πιο κοινών πραγμάτων·

    μικροπεριστατικά, ταξίδια·

    ατσίγγανοι· περίπατοι με το έλκηθρο· βροχή στη

    θάλασσα·

    τρέλα μιας νύχτας πυρετού, μόνος με μερικά βιβλία·

    απάνω-κάτω του καιρού και της θερμοκρασίας·

    στιγμές από μι' άλλη ζωή ξαναφερμένες· θύμησες·

    προφητείες·

    κι εσείς λαμπράδες της κοινής ζωής και της

    συνηθισμένης,

    δική σας η χαμένη αυτή ψυχή.




    Βαλερύ Λαρμπώ (1881-1957), μετάφραση Μήτσου Παπανικολάου.
     
  7. Απάντηση: Ποιήματα

    Δεν ξέρω. Μου λείπει ένα νόημα, ένα χάδι
    Για τον έρωτα, τη δόξα, τη ζωή...
    Σε τι χρησιμεύει οποιοδήποτε γεγονός
    Ή οποιαδήποτε ιστορία;

    Είμαι μόνος, μόνος όσο κανείς δεν ήταν,
    Άδειος μέσα μου, χωρίς αύριο ή χθες.
    Οι στιγμές περνούν χωρίς να με κοιτάζουν,
    Περνούν πολλές, χωρίς το βήμα τους να είναι ελαφρύ.

    Αρχίζω να διαβάζω, αλλά με κουράζει
    Αυτό που ακόμη δεν διάβασα.
    Θέλω να σκεφτώ αλλά με πονάει
    Το ότι σε συμπεράσματα πρέπει να φτάσω.
    Το όνειρο με βαραίνει πολύ πριν το δω. Αν νιώσω κάτι,
    Είναι σαν οποιοδήποτε κάτι, που έχω ήδη νιώσει.

    Δεν είμαι τίποτα, φιγούρα μιας νουβέλας,
    Χωρίς ζωή, θάνατο υλικό, μια ιδέα,
    Ένα οποιοδήποτε πράγμα που τίποτα
    Ωφέλιμο ή ανώφελο δεν κάνει,
    Ένας ίσκιος σ' ένα ανύπαρκτο δάπεδο,
    ένα όνειρο σ' έκσταση.


    Alvaro de Campos
    (Μετάφραση Γιάννης Σουλιώτης)
     
  8. vautrin

    vautrin Contributor

    Πιέρ Πάολο ΠΑΖΟΛΙΝΙ


    Ποιήματα του κόσμου


    Όλη μέρα δουλεύω σαν καλόγερος
    Και το βράδυ τριγυρνώ σαν παλιόγατος
    Που ψάχνει τον έρωτα… Θα κάνω πρόταση
    Στο Βατικανό να με αγιοποιήσει.
    Στην πραγματικότητα απαντώ στην απάτη
    Με την πραότητα. Βλέπω με το μάτι
    Μιας εικόνας τους υπευθύνους του λιντσαρίσματος.
    Παρατηρώ τον εαυτό μου να σφάζεται, με το γαλήνιο
    Κουράγιο ενός επιστήμονα. Φαίνομαι
    Να νιώθω μίσος, ενώ γράφω
    Στίχους γεμάτους ακριβολόγα αγάπη.
    Μελετώ την απιστία σαν ένα
    Μοιραίο φαινόμενο, λες και δεν είμαι θύμα της.
    Νιώθω συμπόνια για τους νεαρούς φασίστες,
    Και στους γέρους, που τους θεωρώ σχήματα
    Του πιο τρομερού κακού, αντιστέκομαι
    Μόνο με τη βία της λογικής.
    Παθητικός σαν ένα πουλί που τα βλέπει
    Όλα πετώντας, και στο πέταγμά του
    Στον ουρανό έχει στην καρδιά του τη συνείδηση
    Που δεν συγχωρεί.





    Μια απελπισμένη ζωντάνια

    […] VIII


    «Ήρθα στον κόσμο την εποχή
    Της Αναλογικής.
    Δούλεψα
    Σ’ αυτό τον τομέα σαν μαθητευόμενος.
    Ύστερα ήρθε η Αντίσταση
    Κι εγώ
    Αγωνίστηκα με τα όπλα της ποίησης.
    Αποκατέστησα τη Λογική, και ήμουνα
    Ένας πολιτικός ποιητής.
    Τώρα είναι η εποχή
    Της Ψυχαγωγικής.
    Μπορώ να γράφω μόνο προφητεύοντας
    Συνεπαρμένος με τη Μουσική
    Από περίσσεμα σπόρου ή συμπόνιας».

    «Αν τώρα επιβιώνει η Αναλογική
    Κι έχει περάσει η μόδα της Λογικής
    (μαζί κι η δικιά μου:
    Κανείς δε μου ζητά πια ποίηση), υπάρχει
    Η Ψυχαγωγική
    (εις πείσμα της Δημαγωγίας
    Που πάντα είναι περισσότερο κυρία
    Της καταστάσεως).
    Γι’ αυτό
    Μπορώ να γράφω για Θέματα και Θρήνους
    Ακόμη και Προφητείες
    Σαν πολιτικός ποιητής, α, ναι, πάντα!».

    «Όσο για το μέλλον, άκου:
    Οι γιοι σου οι φασίστες
    Θ’ απλώσουνε πανιά
    Για τους κόσμους της Νέας Προϊστορίας.
    Εγώ θα στέκομαι εκεί,
    Σαν κάποιος που ονειρεύται το χαμό του
    Στις όχθες της θάλασσας
    Απ’ όπου ξεκινά η ζωή.
    Μόνος, ή σχεδόν μόνος, στην παλιά παραλία
    Ανάμεσα σε χαλάσματα αρχαίων κοινωνιών,
    Τη Ραβένα
    Την Όστια, ή την Βομβάη – είναι το ίδιο –
    Με θεούς που ξεφλουδίζουν, προβλήματα παλιά
    Όπως η πάλη των τάξεων –
    Που
    Διαλύονται…
    Σαν ένας παρτιζάνος
    Που πέθανε πριν το Μάη του ‘45
    Θ’ αρχίσω σιγά σιγά ν’ αποσυντίθεμαι
    Μέσα στο εκτυφλωτικό φως αυτής της θάλασσας,
    Ποιητής και πολίτης ξεχασμένος».

    ΙΧ
    (επίλογος)

    «Ω Θεέ μου, μα τότε τι έχετε στο ενεργητικό σας;…»
    «Εγώ; – (ένα τραύλισμα, ο άθλιος δεν πήρα το ηρεμιστικό,
    Τρέμει η φωνή μου σαν άρρωστου παιδιού) –
    Εγώ; Μια απελπισμένη ζωντάνια».



    Πιέρ Πάολο Παζολίνι, Ποίηση σε σχήμα τριαντάφυλλου.
     
  9. Απάντηση: Ποιήματα

    Είναι πιο δύσκολο να ξυπνήσεις από το όνειρο των ανοιχτών ματιών,
    παρά απο τ’ όνειρο των σφαλιστών ματιών,
    να ξυπνήσεις χωρίς να κλείσεις ξανά τα μάτια
    μπροστά στην απειλή ή την υπερβολική καθαρότητα του τοπίου,
    να ξυπνήσεις δίχως να βουλιάξεις ξανά σε άλλο όνειρο.

    Το κακό βρίσκεται στα μάτια, όχι στα πράγματα.
    Ο άνθρωπος είναι ένα πένθιμο βλέμμα
    που πέφτει από όνειρο σε όνειρο
    γιατί δεν ξέρει πότε πρέπει
    να κλείσει ή ν’ ανοίξει τα μάτια.
    Γι’ αυτό, κατά λάθος,
    τα ανοίγει όταν γεννιέται
    και τα κλείνει όταν πεθαίνει.

    Ρομπέρτο Χουαρρόθ
     
  10. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠ’ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ, CARLOS PELLICER

    Εσύ είσαι περισσότερα από τα μάτια μου γιατί βλέπεις
    όσα στα μάτια μου έχω απ΄ τη ζωή σου.
    Κι έτσι περπατάω τυφλός από μέναν τον ίδιο
    φωτισμένον απ’ τα μάτια μου που καίνε
    με τη δική σου φωτιά.

    Εσύ είσαι περισσότερα από την ακοή μου γιατί ακούς
    όσα στην ακοή μου έχω απ΄ τη φωνή σου.
    Κι έτσι πορεύομαι κουφός από μέναν τον ίδιο
    γεμάτον απ΄ την τρυφεράδα της προφοράς σου.
    Η μόνη φωνή από σένα!

    Εσύ είσαι περισσότερα από την όσφρησή μου γιατί μυρίζεις
    όσα η όσφρησή μου έχει απ΄ τη μυρωδιά σου.
    Κι έτσι πορεύομαι αγνοώντας το ίδιο το άρωμα,
    που αποπνέει ο χώρος με τις μυρωδιές σου,
    το όψιμο περιβολάκι σου.

    Εσύ είσαι περισσότερα απ’ τη γλώσσα μου γιατί δοκιμάζεις
    όσα στη γλώσσα μου έχω από σένα μόνο,
    κι έτσι πορεύομαι αναίσθητος στις γεύσεις μου
    γευόμενος την τέρψη των δικών σου,
    μόνη γεύση από σένα.

    Εσύ είσαι περισσότερα από την αφή μου γιατί σ’ εμένα
    το χάδι σου χαϊδεύεις και ξεχειλίζεις.
    Κι έτσι αγγίζω στο σώμα μου την απόλαυση
    των χεριών σου καμένων απ’ τα δικά μου.

    Εγώ είμαι μονάχα ο ζωντανός καθρέφτης
    των αισθήσεών σου. Η πίστη
    στο λαρύγγι του ηφαιστείου.
     
  11. Απάντηση: Ποιήματα

    Όλα τα πήρε το καλοκαίρι,
    τ' άγρια μαλλιά σου στην τρικυμία
    το ραντεβού μας η ώρα μία
    Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
    τα μαύρα μάτια σου το μαντήλι
    την εκκλησούλα με το καντήλι
    Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
    κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι

    Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
    με τα μισόλογα τα σβησμένα
    τα καραβόπανα τα σκισμένα
    μεσ΄τις αφρόσκονες και τα φύκια
    όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
    τους όρκους που έτρεμαν στον αγέρα
    όλα τα πήρε το καλοκαίρι
    κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.

    Οδυσσέας Ελύτης



     
  12. Astrovroxi

    Astrovroxi Το κοπρογατο Contributor

    ΜΑΙΡΗ ΡΩΜΑΙΟΥ - ΛΟΓΙΚΟΙ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΙ

    Είναι κάτι πελώριες στιγμές
    Σαν ξέφωτα του χρόνου
    Που ψαχουλεύουν την καρδιά
    Στα τρίσβαθά της.
    Σάμπως,
    Κατήγοροι ζωής
    Να θρονιαστούν
    Εντός μου.

    Είχα, ένα πάθος μια φορά
    και μιαν αγάπη κόκκινη
    Στα σπλάχνα μου κλεισμένη
    Που καίει ακόμα
    Απείραχτη
    Στη μνήμη
    Και στο χρόνο.
    Όμως, προς τι;
    Το μάγεμα χαλάρωσε
    Το φέγγος εσκιάστη.
    Ξόδεψα όνειρα ακριβά
    Χιλιόμετρα ελπίδας
    Και στίχους ασυγκράτητους
    Ερωτικής μανίας.
    «Δε θα μας σώσει τίποτα»
    Πασιφανές
    Φτασμένο.
    Η ανταρσία ξέσπασε
    Όπως είχε ανθίσει
    Για να κυριαρχήσει,
    Ξανά το τίποτα.

    Μεγενθύνεσαι
    Όσο περνάει ο καιρός κι απομακρύνεσαι
    Γίγαντας γίνεσαι
    Και με συντρίβεις.


    Φως μου εσύ
    Της προσμονής σου αντίδωρο
    Τις ρίζες της ζωής μου
    και τους καρπούς
    σπατάλησα
    Απούσασ’ όλες τις γιορτές
    κι από τις ζωγραφιές του κόσμου
    Ξένη
    Μένειακόμα
    Της ύπαρξής σου η πυρκαγιά
    η γιγαντένια μέθη
    του ερχομού σου
    Για μένα
    αξία υπέρτατη


    Όπωςτο χίλια εννιακόσια τίποτα
    Εκείνο το Χειμώνα
    Όπως
    Το ίδιο πρωϊνό
    Όπως
    Την ίδια ώρα
    Και μέρα ίδια
    Σάββατο
    Που φεύγει η βδομάδα
    Πυρός κι αλλόφρονας
    Στο φως
    της γης
    Στου ήλιου τ’ αδυσώπητο
    Το φέγγος
    Θάρθεις.


    Σ’ αγαπώ,
    Όπως την πρώτη τη φορά,
    Ανθέ μου,
    Να πω και περισσότερο;
    Μη και δεν το πιστέψεις.
    Αφήνω μόνος σου να δεις
    Καθώς περνά ο χρόνος.


    Η έλλειψή σου
    Λεηλασία
    Λογισμού και κόρφου.
    Σκότος
    Των πόθων των ασίγαστων
    που διαφέντευαν το είναι.


    Δεν σε υποψιάζεται
    κανένας,
    βίος μου.
    Και να σε δείξω,
    ονειρικό της φαντασίας φέγγος.
    Και να τους πω το όνομα,
    δεκάδες όμοιά του.
    Μόνο στα στεφανώματα
    άλαλοι θα μας ραίνουν.


    Ίσως
    Να μη σε γνώρισα ποτέ.
    Τα δάχτυλά σου ίσως
    Ποτέ να μη μου σκέπασαν το σώμα.
    Το σάλιο σου το σάλιο μου ποτέ
    δεν έσμιξε
    φιλώντας με στο στόμα.
    Ίσως
    Γυμνοί δεν είδαμε το φως
    κάποιας πανσέληνου
    λουσμένοι από πόθο.
    Κι ούτε στα χέρια σου με πήρες σαν τρελλός
    Δικό μου ήτανε κι αυτό, όνειρο νόθο.


    Άπληστο στόμα
    Άπληστο
    Κορμί.
    Γέννα
    Σελήνης.
    Το μάγεμα εκείνης
    της νύχτας
    που πήγε;
    Τρύγε
    του Αυγούστου
    Ηδονή
    του Μάη.
    Μυρωδιά
    του Απρίλη.
    Χείλη
    αχόρταστα.
    Εσείς
    ο έρως.
    Η ζωή
    Εσείς
    Το ζέσταμα του ήλιου…


    Να σου δώσω
    ότι θέλεις
    Σαν,
    να ξαναρχίζω
    τώρα.
    Σαν,
    καινούργιο πεπρωμένο
    κοριτσίστικο.
    Είσαι,
    ήλιος που θα ανατείλει
    Κι είμαι,
    πρωινό του Απρίλη
    αλητίστικο.


    Σε ποιάν απεραντωσύνη να σε ψάξω
    Και πώς να σε φωνάξω
    να σε βρω.
    Ποιους κόσμους να ρωτήσω
    να τους τάξω,
    Τι;
    Γιατί;
    Σιωπώ.
    Ωχρές οι ώρες
    Ερημιά παντού
    Κυρίαρχος
    Κανένας.
    Ενας
    άπληστος έρωτας
    στην απεραντοσύνη
    μόνο.


    «Πόθε μου»
    Είπες.
    «Μέθυσμα της σάρκας που πλανεύει»
    Ελα στους ήλιους της καρδιάς
    στα άπειρα του νου μου.
    Ελα να δεις τις θύελες της σκέψης μου
    τις λύπες
    και τις σιωπές που πέρασα
    στο φως της προσμονής σου.

    «Ελα να δεις
    το τίποτα του χρόνου μου
    τις ώρες που δεν ήσουνα
    τις άσκοπες
    Τις νύχτες,
    που η θύμησή σου ορφάνευε
    τους μανιασμένους κόρφους.

    «Ελα να δεις
    την Άλωση της ύπαρξής μου
    τώρα που αδειάσανε τα όνειρα
    και γίναν τα τραγούδια
    άθλια γιουχαΐσματα
    του παραλογισμού μου.


    Διαπερνάς το σώμα μου
    μάγια.
    Μου μεταγγίζεις
    ανομολόγητες βουλές.
    Με κατοικείς!
    Νερό και γης
    Φωτιά κι αγέρας
    Ήλιος
    Αποτυπώνεσαι
    Πηλός
    Σάρκινος
    Στα έγκατά μου
    Ασφυχτικά
    Απομυζώντας
    Όλα.


    Τόσο μεγάλη άνοιξη
    Τόσο μικρή ανάσα
    Δε σε χωράω
    Ασέληνη
    Νύχτα της Πασχαλιάς
    Που είσαι;
    Σε χρειάζομαι.
    Ζωή αντλώ από σένα
    Και δίνω
    Απερίσκεπτα
    Τα πάντα.


    Άπλωσες την ανάσα σου
    Και τα φιλήματά σου
    Ήπιες τον ήλιο. Αμείφτηκες
    Και έφυγες μετά.
    Νίκη ποιανού ο μισεμός
    Γιορτή ποιος απ’ τους δύο;


    Ουρλιάζω
    Κάτω απ’ τα σκεπάσματα
    Το όνομά σου
    Σαν ευχή
    Σαν προσμονή
    Σαν έλα.


    Σε τούτη την ακρογιαλιά
    Ετούτο εδώ το θέρος
    θα πλανευτώ
    αγύρτισσα
    στα πράσινα φεγγάρια.
    Χνάρια γυναίκας
    πύρινα
    στα διάσελα του απείρου
    πορεία για το άγνωρο
    στη ζήτηση του ονείρου.
    Κείθε,
    που λήγει ο ουρανός
    κι η άχνα των ανθρώπων
    στις εσχατιές του πουθενά
    κατάντικρα στη νύχτα
    Για μια μερίδα Έρωτα.


    Ελέγχεις
    Κάθε μου μυστική φωνή
    Κάθε μου σκέψη.
    Ορίζεις
    την ηρεμία του είναι μου
    Ορθώνεσαι μπροστά μου
    αναταράζοντας το χτες
    σφραγίζοντας το τώρα,
    καθώς περνάς στο αίμα μου
    καθώς γίνεσαι έρωτας
    ξανά
    ο πιο Μεγάλος.


    Να σ’ ανασαίνω
    ανασεμιά
    συνένοχης κραιπάλης
    Καθώς τα πάθη θα σιγούν
    κι οι πόθοι θα μερεύουν.
    Να σε διψάω
    σα νερό
    τον ίδρω σου να πίνω
    γουλιά γουλιά ροδόσταμο
    απ’ το γυμνό σου σώμα.
    Να σε πεινάω
    Κορεσμού
    τιμάτινα σημάδια
    Στόμα με στόμα
    λαίμαργα
    προσφάι
    αίμα και μέλι…


    Κάποτε
    ήτανε έρωτας
    Στρόβιλος
    στο πέλαγος της νιότης.
    Ήτανε θάλασσα
    που φώναζε
    συνέχεια τ’ όνομά σου.
    Κάποτε
    ήτανε βροχής
    ο ψίθυρος.
    Το ρόδο
    Το πρώτο
    Το ανοιξιάτικο
    που πήρε τ’ όνομά σου.

    Κάποτε
    ήτανε ήλεκτρο
    που με διαπερνούσε
    από το δέρμα ίσαμε
    τα σπλάχνα μου
    ασωτεία.
    Ήτανε έκσταση
    δύναμη
    που με ακινητούσε
    που γέμιζε το είναι μου
    ανείπωτη ευτυχία.


    Να με κρατάς
    Να αισθάνομαι
    Να με φιλάς
    Να υπάρχω
    Να κοιμηθείς στο στήθος μου
    Σάρκας σημάδι να ‘χω
    Όμοιο με το σώμα σου
    Και με τ’ αρώματά σου.


    Τόση
    Σιωπή
    Τόση
    Άπνοια
    Μετά τη γονιμότητα
    Της ύπαρξής σου
    Τόση
    Σιωπή
    Τόσο
    Τίποτα
    Σαν ήττα
    Σαν συντέλεια.


    Πέτρα η απουσία σου
    σπάει τη λογική μου
    κι οι λέξεις συνωστίζονται
    καθώς σου γράφω.
    Είμαι
    Γυναίκα μέσα στη σιωπή
    Ανάξια του πόθου
    Ταμπουρωμένη στ΄ άδυτα του είναι μου
    Απούσα
    Άπραγη και παράταιρη
    στο σάλο των ανθρώπων.
    Έφυγες
    κι έφυγα, Άνεμε,
    κι ο κόσμος ένα χάος.
    Είναι κι αυτό Παράδεισος.


    Χτυπάει το τηλέφωνο
    Κι αρνούμαι
    Σαν τις πέτρες
    Λυπούμαι ήλιε,
    Λείπουμε
    Πάνε τέσσερις μήνες


    Ήταν
    Μια περιπέτεια
    Ερωτική
    Σταλμένη
    Λες απ’ τη μοίρα
    Δόλωμα
    Λες απ’ τη φύση
    Κάρπισμα
    Για διαιώνησή της.


    Θ’ αναριχηθώ
    Ψηλά στην κορφή του λόφου.
    Στις κατάγυμνες πέτρες
    Στους σωρούς των θυμαριών
    Στα μυρωδάτα ρείκια
    Συνοδοιπόρος των πουλιών
    Των μελισσών
    Του ανέμου
    Ανέμου αντίλαλος κι εγώ
    Βουή η φωνή μου ν’ ακουστεί
    Γιατί;
    Θεέ Γιατί;


    Τουλάχιστον
    να ερχόσουνα συχνότερα
    Τ’ αρώματα της σάρκας
    εντονότερα
    να ευώδιαζαν
    στο ερωτικό γιορτάσι.
    Τα χείλη σου,
    του κόσμου τα ωραιότερα,
    στα χείλη μου
    ν’ ακούμπαγαν συχνότερα
    σαν τάμα
    σε παληό εικονοστάσι.


    Έρωτας είναι
    των χεριών
    Και των χειλιών
    Γαλάζιος.
    Ένδοξος
    Απερίσκεπτος
    Ακόρεστος
    Κλεμμένος
    Γένος
    Ανθρώπινο
    Άβυσος
    Κι άλογοι
    Οι λογισμοί του!


    Είμαι παρούσα
    Επιζώ
    Ισορροπώντας αδέξια
    Μπρος στην απόγνωση
    Αυτή
    Της απουσίας σου.


    Πλανιέσαι ακόμα,
    ακριβή σκιά,
    στην κάμαρή μου.
    Πόσο σε θέλω,
    σκιάζομαι
    και που το μαρτυράω.
    Νίκη ποιανού ο μισεμός;
    Γιορτή ποιος απ’ τους δύο;


    Έγραψα κύκλους στο γυαλί
    αντί για τ’ όνομά σου.
    Κι ύστερα με το χνώτο μου
    τους έσβησα κρυφά.
    Μοιάζανε με μηδενικά
    και τρόμαξα
    Φαντάσου
    Μηδενικά τα ιδανικά!


    Ακόμα δε με φίλησες
    Γιατί;
    Καλά καλά,
    στα μάτια δε με κοίταξες ακόμα.
    Κι ήταν το στόμα εκεί
    σα φυλακή
    να κλείσει το δικό σου στόμα.

    Ακόμα δε μου μίλησες
    Γιατί;
    Καλά, καλά
    μια λέξη δε μου είπες.
    Μόνο γειά σας.
    Και γέμισε ο χώρος μουσική
    από τον ήχο της δικιάς σου ανάσας.

    Ακόμα δε μ’ αγάπησες
    Γιατί;
    Καλά, καλά
    γυμνώθηκα μπροστά σου. Δεν το είδες;
    Σε ονομάτιζαν του πόθου δωρητή
    καλωσορίζοντας σε στη ζωή μου
    οι αρχηστρίδες.
    Κι εσύ,
    Ακόμα δεν κατάλαβες. Γιατί;

    (Βραβευμένο)


    Σώματα στο ημίφωτο
    γυμνά
    μασκαρεμένα
    έρωτα.
    Χνώτα
    αδερφωμένα.
    Στήθη με στήθη
    σύμπλεγμα ερωτικό.
    Δικάστε.
    Καταραμένοι;
    Άσωτοι;
    Λαθρεραστές;
    Γενναίοι;
    Σταπρώστε τους.
    «ΑΜΑΡΤΩΛΟΙ»
    το κρίμα στο λαιμό μας.



    Γδύθηκα
    Την αβάσταχτη αιδώ του ερωτισμού σου
    Κι ήρθα
    Σ’ ανομολόγητο σμίξιμο να χαθώ
    ακροβατώντας
    μεταξύ της γης και τ’ ουρανού σου
    Άπνοη
    Ηλιοστόλιστη
    Να σου παραδοθώ.



    Φοβάμαι!
    Είμαστε άοπλοι
    Σε σύρμα περπατάμε.
    Στραμμένα ξίφη πάνω μας
    μπροστάρηδες περνάμε
    των παρορμήσεων έρμαια
    και πάμε.
    Πεινάμε!
    Τα χείλη ο ένας ταλλουνού
    και λαίμαργα φιλάμε
    με βουλημία αγριμιού
    που πάμε;
    Τι ζητάμε;
    Άοπλοι
    Ανυπεράσπιστοι
    Μπροστάρηδες περνάμε
    μες απ’ τα ξίφη
    Έλεος
    Φοβάμαι!



    Στόμα στο στόμα
    Ερημιά.
    Μάτια στα μάτια
    Νύχτα.
    Άδεια κρεβάτια
    Ομοιώματα
    Ανθρώπινων σωμάτων.



    Η απουσία σου γιορτή
    Αφού θαρθείς
    Και τότε
    Για πάντα εδώ
    Αβίαστα
    Θυμίσου το
    Θα μείνεις.

    Να σε φιλούσα!
    Να… έτσι ν’ ακουμπούσα
    Τα χείλια μου στα χείλια σου για λίγο
    Σα μέλισσα σε τρύγο.



    Θα περπατήσω ολόγυμνη
    Στ’ ολόγιομο φεγγάρι
    Αυτό το παλικάρι
    Που ερωτεύτηκα
    Είχε χέρια βεντάλιες
    Είχε μάτια τανάλιες
    Και λόγια ψεύτικα.



    Το σώμα σου στο σώμα μου
    σαν ξένο.
    Τα χείλη άψυχα
    το βλέμμα καρφωμένο
    στο πουθενά.
    Κι ήταν αυτά τα πρωινά
    ταμένα
    όλα σε μένα.
    Και είχα πλάσει ένα Θεό
    Εσένα.
    Κι έκανα υπεράνθρωπα χρυσόνειρα
    σπαρμένα
    ήλιους
    και Γαλαξίες στρέμματα
    για τους ταξιδεμούς μας.
    Κάποτε
    Ήταν έρωτας.


    Πλήθυναν τα μηνύματα
    Δονήθηκα
    Πλαταίνεις.
    Παμπάλαια οράματα
    θεριώνουν την ψυχή μου
    απογειώνουν το κορμί
    πυρώνουνε το αίμα.
    Σ’ ευγνωμονώ
    Λευτερωτή του λογισμού
    του ξεχασμένου πόθου
    της φαντασίας άνθισμα
    της κάμαράς μου ήλιε.
    Μερεύω
    Γοητεύομαι
    Πανέτοιμη ασωτεύω
    Χαμένη
    στα παράφορα
    καλέσματά σου,
    Αγάπη.


    Σε παρακαλώ
    τηλεφώνησέ μου.
    Νά ‘χω άφησέ μου
    περιθώρια
    Είναι η αγάπη
    κι ο εγωισμός μου
    πάνω από τ’ ανθρώπινα
    τα όρια.



    Μείνε για πάντα
    μυστική φωνή
    Ιριδισμός
    Φωτιά που καίει
    Ρίζα.
    Μείνε,
    Μαγεία.
    Κάρφωσε τον ήλιο
    Μείνε βάγιο.
    Μυρτιά ανοιξιάτικη
    βροχή
    αχός φλογέρας
    κήπος.
    Οσμή απ’ το Φθινόπωρο
    Ευλογημένος τρύγος
    Το ρίγος
    του ξεδιψασμού
    Το φτέρωμα του πόθου
    Μείνε εσύ
    Αξόδευτη
    πηγή της έμπνευσής μου,
    Νιόκοπο ηλιοτρόπιο,
    των πόθων μου δυνάστη.


    Πόσα φιλιά δε σούδωσα!
    Πόσα φιλιά δεν πήρα!
    «Είναι καιρός» σκεφτόμουνα
    κι αύριο μέρα είναι.
    Εγωισμός μη και φανεί
    Τι άπληστη που είμαι.


    Με ζήτησες ικετεύοντας
    κι εκλιπαρώντας
    «Έλα»
    είπες
    «Να σπείρω ήλιους πύρινους
    κι ανατολές γαλάζιες
    και δύσεις βαθυπόρφυρες
    στο καλωσόρισμά σου.
    Έλα,
    να στρώσω κρίνα
    αγκαλιές ροδόφυλλα
    φεγγάρια,
    Κέδρους μυρτιές Υάκινθους
    ανθούς λεβάντας
    στάχυα
    και ανθισμένες ρίγανες
    των μελισσών το μέλι.
    Έλα,
    Το φως παίρνει το σχήμα σου
    οι ίσκιοι μεγαλώνουν
    της πολιτείας την ερημιά
    λες και απομονώνουν
    τον ακριβό διάδρομο
    αυτόν τον γυρισμό σου.


    Ω Πόθε μου,
    Ω Λογισμέ,
    Ω Μόσχο σάρκας,
    Μέθη ανάσας
    Αχόρταστης
    Σαν έρωτας
    Σα μοίρα.
    τον ήλιο
    κι έλουσα
    το πρόσωπό σου.
    Λάπης τα μάτια
    Αμέθυστοι
    τα μαλλιά
    στεφανωμένα μ’ άνθια.
    Πως ν’ αποθέσω τα φιλιά
    που καίγουνε το στήθος
    Πώς να προφέρω
    ερωτικά λόγια
    που με βαραίνουν
    Βυζαντινό εικόνισμα
    ασώματο
    Κερένιο.
    Του έρωτά μου θέωση
    Του πόθου μου ικεσία
    Φτέρωμα απροσμέτρητο
    του νου
    και του κορμιού μου.
    Εγώ η γυναίκα αγαπώ
    κι ο αγαπώς μου εσύ.



    Αφήνω τη τζαμόπορτα μισάνοιχτη.
    Ελπίζω.
    Πάνε τρεις μήνες έντεκα ημέρες και δυο ώρες.
    Γεμίζω
    Από την απουσία σου
    Με παγιδεύεις,
    όντας
    απών
    Κι εγώ ελπίζω
    Κι επιζώ
    Αντλώντας
    Έρωτα
    Μέσα απ’ το παράλογο
    Με λογικές προφάσεις
    Αδιαφορώντας για ότι πουν
    οι ανθρώποι αυτής της πόλης,
    Θεός θνητός και τρυγητός
    της ύπαρξης μου όλης,
    Εσύ.



    Να ξημερωθούμε
    στην ακρογιαλιά.
    Το πρώτο φως το ορθρινό
    μαζί να δούμε.
    Δικαιωμένοι, πλουσιόγευστοι εραστές
    κατάντικρα το παν
    το τίποτα
    να βρούμε.

    Ν’ απογειωθούμε
    στων Γαλαξιών τα διάσελα.
    Τ’ ανάκρουσμα της γης
    ν’ αφουγκραστούμε.
    Πάνω απ’ τις στρατόσφαιρες
    αρνούμενοι
    τα πάντα
    να χαθούμε.

    Ν’ αγαπηθούμε
    εκεί στα πέρατα.
    Δοσμένοι στη μαγεία του απείρου
    Κυνηγημένοι απ’ τους νόμους
    για τον έρωτα,
    αυτόν
    τον ανεκπλήρωτο του ονείρου.



    Άσε να φύγει ο Αύγουστος
    Το φως του με γυμνώνει.
    Αλήτικη η σκέψη μου
    φτερώνει το κορμί
    σε ηδονικά πλαγιάσματα
    με τριανταφυλλιά σεντόνια
    και διψασμένα στόματα
    για λόγια και φιλί.

    Άσε να φύγει ο Αύγουστος.
    Αυτός ο καυτός μήνας.
    Ο φλογισμένος μαστροπός
    των κοριτσιών της γης
    κι έλα Σεπτέμβρη,
    αδρόσιστο λιοπύρι μου, να πάμε
    πέρα απ’ τους ανθρώπινους
    φραγμούς της λογικής.