Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Πόθος Έρωτας Ψυχή

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 14 Οκτωβρίου 2022.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Battle 9th


    “Το Κάστρο” (η μέρα 19)



    Πριν από 3,8 δισεκατομμύρια των Γήινων τα χρόνια, στον πλανήτη Άρη κατοικούσαν οι «θεοί»
    Θάλασσες, βουνά, νησιά και δάση, ήταν ο Παράδεισος που τα μικρά τους μεγαλώναν.
    Πλάσματα περίεργα, γονείς τους οι Ήρες και οι Δίες. Χρόνος λάθος όχι. Ελάχιστοι γνώριζαν πως οι δημιουργοί τους φύλο δεν είχαν και αριθμό μονάχα δύο, όχι.
    Στου απλοϊκού την κατανόηση οι πόλοι, οι άκρες, το αρνητικό και το θετικό σε δύο «σπίτια» πάντα συρρικνώνονται.
    Ο δυισμός των απαντήσεων σε κάθε ερώτηση, την πιο βολική διαχείριση και μόνο εξυπηρετεί.
    Λίγο πριν το τέλος του κόσμου εκείνου, μία επανάσταση επρόκειτο να συμβεί. Ο πόλεμος του ενός ενάντια σε όλους τους υπόλοιπους.
    Στο υψίπεδο του Θρασύς, στον κρατήρα του Ολύμπου, του πιο ψηλού βουνού του ηλιακού μας συστήματος, το «κρυφό» Παλάτι τους.
    Μία Μαύρη θάλασσα έμοιαζε να ξεπλένει την «βρωμιά» τους. Μαύρη δεν ήταν και για χάρη της ανωνυμίας της, θα την πούμε θάλασσα του Μπορεάλις…


    Brea king the Mirror


    “Αρμονία. Τύχη. Πειθώ. Πόθος. Έρωτας. Ψυχή”



    Γεύση καλοκαιριού και αλμύρας. Θάλασσα αλλόκοτη. Το γαλάζιο δεν είναι έντονο και η άμμος είναι γκρίζα. Δύο κορίτσια παίζουν μέσα στο νερό. Ένα όμορφο αγόρι καθισμένο στην άμμο δείχνει να τις χαζεύει. Έχει αγκαλιάσει τα γόνατα και το βλέμμα του κάτι μου θυμίζει…

    - Ίμερε θα έρθεις; Το νερό είναι ζεστό, έλα, το κορίτσι με τα πιο ανοιχτά μαλλιά χαμογελάει καθώς του φωνάζει. Το βλέμμα του αγοριού φωτίζει σα να ξυπνάει από κάποιο λήθαργο.

    -Λίγο αργότερα Αρμονία, περιμένω την Πειθώ, η φωνή του;

    -Με περιμένεις; Γιατί Πόθε μου γλυκέ; Γυρνάμε απότομα και οι δύο προς τα πίσω, μια μελαχρινή κοπέλα στέκεται, σχεδόν με αγγίζει. Τότε συνειδητοποιώ τι είπε και ξαναγυρνώ μπροστά προς το αγόρι. Αντικρίζω τον Πόθο σε μικρή ηλικία. Αποσβολωμένος κοιτάω γύρω μου. Όλα είναι αλλιώτικα, τώρα καταλαβαίνω το γιατί. Λείπουν οι άνθρωποι…

    -Ξέρεις ότι δεν μ’ αρέσει το Πόθος, το αγόρι σηκώνεται και τινάζει την άμμο από το σώμα του.

    -Αδερφέ μου, ξέρω περισσότερα από αυτό, η κοπέλα διασχίζει το κενό που τους χωρίζει διαπερνώντας με…

    - Όπως το λόγο που περιμένεις, σκύβει να τον φιλήσει. Ο Πόθος τραβάει το πρόσωπο του ελάχιστα προς τα πίσω, αλλά όχι τον κορμό του.

    -…και αν δεν πάρω το μικρό μου αντίτιμο δεν πρόκειται τίποτα να μάθεις, νικημένος αλλά όχι ξαφνιασμένος, αφήνεται στο φιλί της. Το ίδιο κάνει και στο τολμηρό της χάδι ανάμεσα στα πόδια του.

    -Πάντα έτσι κάνετε εσείς οι δύο, ξεκινάτε μόνοι σας, το κορίτσι που ο Πόθος την αποκάλεσε Αρμονία φτάνει με το νερό ακόμα να στάζει από τις σκουρόχρωμες ρώγες της, σέρνοντας κυριολεκτικά το άλλο κορίτσι από πίσω της.

    -Κοίτα, Τύχη, ο μικρός μας αδερφούλης έχει καλύτερη διάθεση σήμερα, φτάνει πίσω από τον Πόθο και του δαγκώνει την πλάτη δυνατά. Ο Πόθος πνίγει τη φωνή του και με μια απότομη στροφή πετάει την Πειθώ προς τα πίσω και γυρνάει προς την Αρμονία.



    Η πλάτη του σμιλεμένη από πιο ταλαντούχο γλύπτη, δεν ταράζεται καθόλου καθώς φτύνει την Αρμονία στο πρόσωπο. Το κορίτσι δε θυμώνει, παρά χαμογελάει πονηρά και γονατίζει. Και σκύβει ακόμα πιο χαμηλά, με τα χείλια της ελάχιστα από την άμμο πιο πάνω και φιλάει τρυφερά τις καταλήξεις των ποδιών του. Ο Πόθος τώρα, μπροστά του έχει την Τύχη που τον κοιτά αδύναμη να αντισταθεί και πίσω του την Πειθώ που σαν σκύλα σέρνεται προς τα πόδια του.

    Απλώνει το αγορίστικο μελαψό του χέρι και η Τύχη το φιλάει με φοβισμένη λατρεία. Δε το τραβά και η Τύχη ανοίγει το στόμα της και προχωρά προσεκτικά, ωθώντας έτσι τα δάκτυλα του βαθύτερα στο στόμα της. Με τον αντίχειρα μαγκώνει την κάτω σιαγόνα της και την τραβάει προς το μέρος του. Το κορίτσι ακουμπά τα οπίσθια της Αρμονίας αλλά δεν της επιτρέπει να σταματήσει. Την αναγκάζει να γονατίσει πάνω της. Το χέρι του καθοδηγεί το κεφάλι της μέχρι που το στόμα της γεμίζει με κάτι πιο πλούσιο σε σάρκα από τα δάκτυλα του.

    Οι επόμενες ώρες είναι μία καταιγίδα. Ένας τυφώνας, μία δύναμη απίστευτη, κλεισμένη μέσα στο σώμα του αγοριού που ξεσπάει πάνω στα τρία θηλυκά. Δεν προσπαθούν να αμυνθούν, υπάρχουν στιγμές που θυμίζουν άγρια σκυλιά που προσπαθούν να πληγώσουν το νεαρό λιοντάρι.



    Όταν οι δύο χτυπιούνται λυσσασμένα ανάμεσα στα μέλη του που τις ξεσκίζουν, η τρίτη προσπαθεί να τον αιφνιδιάσει ορμώντας του από πίσω. Το χέρι του όμως στο λαιμό της, αποδεικνύεται ισχυρότερος αντίπαλος από τη μανία της. Ώρα μετά δείχνουν να λυγίζουν σε αντίθεση με αυτόν που συνεχώς γεμίζει με κύματα, ψηλότερα κάθε φορά από τα προηγούμενα.



    Τώρα φέρνουν σε τρία αδύναμα λουλούδια έρμαια στον άνεμο που ξεπηδά από την κάθε του ανάσα. Δεν αντιστέκονται και οι ικεσίες τους να τις λυπηθεί δεν του ζητούν. Αλλά μέχρι το τέλος να τις πάει και στα πόδια του θανάτου να τις αποθέσει. Αυτός το χατίρι δεν τους το χαλά και τώρα νεκρές στην άμμο κείτονται.

    Τρία ημίθεα λουλούδια πάνω στην άμμο δίχως ζωή. Ο Πόθος στη θάλασσα, το σώμα του ξεπλένει από το χρυσό το αίμα τους…

    …ο χρόνος κυλάει και ο ήλιος κλέβει τα υγρά στίγματα από ένα σώμα που η τελειότητα στο σμίλευμα του, μαρτυρεί την έλλειψη της ανθρώπινη υπόστασης. Ο Πόθος κοιτάει τον ουρανό και το βλέμμα του περιμένει.

    Πρώτη επανέρχεται η Τύχη και σχεδόν ταυτόχρονα η Αρμονία. Μαζί με το οξυγόνο παίρνει και ένα γλυκό χάδι από την αγαπημένη αδερφή της. Κοιτούν την πλάτη του Πόθου, τον φοβούνται. Η σκοτεινή έλξη που τις ασκεί είναι η γλυκιά τους αμαρτία και η κατάρα τους μαζί. Σηκώνονται όσο πιο αθόρυβα μπορούν και φεύγουν μακριά του.

    Οι θολές τους φιγούρες κοντεύουν πια να σβήσουν, αλλά το χαμόγελο από τα χείλια του Πόθου, όχι. Έχει τα νώτα του στραμμένα προς το μέρος της, όταν συνέρχεται η Πειθώ. Παίρνει μια βαθιά ανάσα, η πρώτη της μετά από ώρες. Το πρόσωπο της στολίζεται από ένα παρόμοιο χαμόγελο…

    -Άργησες, με το δικό του. Αρχοντικό όπως ενός μεγάλου φιδιού…

    -Δεν αντέχω, τις ανόητες, αλλά και πάλι ύπουλο.

    -Λοιπόν, τι έχεις να μου πεις; Τι σε ήθελε η Μητέρα;

    Τα βήματα της αργά. Κουρασμένα; Όχι. Βασανιστικά; Ίσως; Το πρόσωπο της, δείχνει σκέψεις. Δείχνει στρατηγό.

    -Θέλει την βοήθεια μου, κάθεται δίπλα του. Μία γυναίκα και ένα αγόρι. Εικόνα πλανεύτρα, της αλήθειας διαφθορά.

    Ο Πόθος δεν ακολουθεί την διαδρομή που του προσφέρει. Δεν απαντά. Η Πειθώ χαμογελά πιο πλατιά αυτή τη φορά και συνεχίζει.

    -Θέλει την Ψυχή. Ο κόσμος των θνητών στρέφεται προς τα κάλλη της και η Αφροδίτη είναι οργισμένη, ακόμα μία παύση. Άμμος που κυλάει από τις χούφτες της Πειθούς. Ούτε και στην εικόνα της κλεψύδρας δεν υποκύπτει ο Πόθος. Περιμένει την συνέχεια.

    -Μίλησε στον Έρωτα, αλλά θέλει να σιγουρέψει την επιτυχία του. Θέλει την ισοπέδωση της. Δεν τον εμπιστεύεται, θέλει μετά το άγγιγμα του η μόνη λάμψη που θα βασιλεύει στα μάτια της, να είναι της τρέλας, ο τελευταίος κόκκος άμμου πέφτει. Ο θόρυβος που αφήνει είναι ορατός.



    Γυρνάει και την κοιτάει. Το πρόσωπο, του κακού η βούλα.

    -Δεν εμπιστεύεται τον λατρεμένο της; Το κακό δεν είναι δαίμονας, είναι αρρώστια.

    -Δε θέλει όμορφο λουλούδι να γεννήσει, δεν του ανταποδίδει το βλέμμα, όχι ακόμα. Η γλώσσα της παίζει με τα δόντια της ικανοποιημένη.

    Απλώνει το χέρι του και της πιάνει το πόδι. Κάθε ανάγλυφη λεπτομέρεια πάνω στο δέρμα του, ένα ηφαίστειο που με βία αντιστέκεται.

    -Θέλει να κάψει την θωριά της και ο κόσμος να τρέχει μακριά, η Πειθώ νιώθει τον κίνδυνο. Δεν τον αγνοεί. Τον ελέγχει.

    -…και θέλει την συνεισφορά μου και άρα και την δική σου, τινάζει το χέρι εκνευρισμένος και σηκώνεται θυμωμένος. Το φως της ημέρας χαμηλώνει, ίσως να φταίνε οι ήλιοι που τώρα από τα μάτια του φέγγουν.

    -ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΗΡΘΕ ΣΕ ΕΜΕΝΑ; Η Πειθώ στέκεται ακίνητη και παγωμένη. Δείχνει να ξέρει τι κάνει…

    -ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΣΚΥΛΟ; Ή να ξέρει τι δεν πρέπει να κάνει…

    …οι στιγμές κυλούν όπως οι κόκκοι της άμμου. Βήματα που σημαδεύουν την απαρχή. Ο Πόθος με την οργή του, να τρέχει ακατέργαστη μαθαίνει στην γη να τον φοβάται. Να τον αναζητά για τους αιώνες που θα ακολουθήσουν, να χαρίζει την ζεστή πνοή της σε αυτούς που τον υμνούν, αλλά πάντα να μένει στις σκιές, δίπλα του και συνάμα μακριά του. Οι ώρες περνούν.




    Καταδικασμένες να υποφέρουν αλλά να μην μπορούν να σταματήσουν. Η καταιγίδα της ψυχής Του καταλαγιάζει και η Πειθώ αρχίζει να του μιλάει. Σαν πνοή αδύναμη στην αρχή και με την ώρα που την προσοχή Του κατακτά, με τον αέρα του δημιουργού του πεπρωμένου. Ο Πόθος ακούει και στο τέλος το χαμόγελο του, το έπαθλο της.

    Ακούω κάθε της λέξη, βλέπω τον σκελετό του υποχθόνιου σχεδίου της, σαν σκίτσο ζωγραφισμένο στην άμμο. Κάποτε τελειώνει. Μαζί με την παλίρροια που ανεβαίνει. Τα ίχνη σβήνονται, το νερό σκεπάζει τα σώματα τους. Ο αφρός σφραγίζει την συμφωνία τους, σε ένα έργο που πλάθεται, με χαρακτήρες όλους καταδικασμένους κι ένοχους. Πλην μίας.



    Μια ύπαρξης αμέτοχης και άσπιλης. Το πλάσμα που το αποκαλούσαν Ψυχή. Μαζί με την ημέρα αποχωρώ και εγώ. Πίσω στην σάρκινη σπηλιά. Στα κατάβαθα του Πόθου την ψυχή…

    Βρίσκομαι στο πιο αλλόκοτο σημείο του κόσμου όλου. Ίσως όλων των κόσμων καθώς δε γνωρίζω, σε ποιο κόσμο ο Πόθος βαδίζει και αναπνέει τούτη τη στιγμή.

    Σε μια κοιλότητα, φανταστική ή υλική δε ξέρω, που ο χρόνος έχει νόημα και πάλι ίσως όχι, που από ψηλά σταγόνες αποστάγματα αναμνήσεων, κάνουν χώρο σε μια μεγάλη χαλκόχρωμη μπάλα από αδιάφανο υγρό.

    Δεν περιμένω και δεν περιμένει και η επαφή μας γίνεται λίγες μόνο στιγμές από την είσοδο μου. Έξοδος και πάλι…

    …σε μία μικρή λιμνούλα. Πίσω από θάμνους παραμονεύοντας αυτόν που παραμονεύει. Είμαι ο ξενιστής σε ένα σώμα αόρατο, του Πόθου όμως ο χτύπος της καρδιάς θα μπορούσε να ‘ναι μόνο ο θόρυβος αυτός.

    Μπροστά μας ένας άγγελος. Στο κεφάλι του στεφάνι από χρώμα του σταχυού σε ανέμελο καλοκαίρι. Μια φαρέτρα γεμάτα βέλη, χαίρεται το δέρμα του που δείχνει να λαμπυρίζει.




    Βρισκόμαστε από πίσω του, μα δε μπορώ να μη θαυμάσω. Σώμα που μοιάζει απαλό και δυνατό συνάμα. Όμορφο αρσενικό και παιδί παρόμοια. Οι θάμνοι παραμερίζουν σιωπηλά και πλησιάζουμε. Βαστώ την αναπνοή μήπως και τέτοιο πλάσμα τολμήσω να τρομάξω. Μα ο Πόθος γνωρίζει καλά τη τέχνη του και ύπουλα και τρυφερά φτάνει στον μεγάλο του αντίπαλο.



    Κοντοστέκεται και με μία κίνηση γαλήνια αβίαστη, εισχωρούμε στο κεφάλι του.

    Είμαι ξενιστής στο κέντρο του Πόθου. Είναι ξενιστής στο μυαλό του Έρωτα και τώρα γνωρίζω ότι το αλλόκοτο, πέρας δεν μπορεί να έχει.

    Ακούω τις σκέψεις των τριών μας, ο Πόθος των δυο τους και ο Έρωτας μόνο τις δικές του. Και όλοι συμφωνούμε σε πράγμα ένα μόνο.

    Δεν μπορεί να υπάρξει κάτι πιο όμορφο. Η πλάση δείχνει μηδαμινή μπροστά της. Ότι πιο τέλειο είδα και αντίκρισα ποτέ. Η πανέμορφη Ψυχή να λούζεται γυμνή μπροστά μας…

    Όταν συναντάς κάτι άσχημο σου γεννιέται αποστροφή σε βαθμό γοητείας. Όταν ατενίζεις το ουδέτερο, απολαμβάνεις την στιγμή για να προβάλεις τις σκέψεις που είχες παραμελήσει, όταν αντικρίζεις το όμορφο θέλεις να το αγγίξεις, αν είναι ακόμα πιο όμορφο νιώθεις την ιερότητα και σε μια έκρηξη οργής μπορεί να θελήσεις να το καταστρέψεις. Ακόμα πιο πολύ αισθάνεσαι τυχερός που το συνάντησες και φθόνο που δε σου ανήκει. Αν ανέβεις πιο ψηλά ζαλίζεσαι και οι δικλείδες σου μοιάζουν με φθαρμένα σκοινιά. Ίσως ακόμα πιο ψηλά, να χάνεις την αίσθηση της ανθρωπιάς και της λογικής και να κινείσαι ασυναίσθητα εμπρός ακόμα και αν βαδίζεις πάνω σε φλόγες.

    Ο Έρωτας έκανε μία απροκάλυπτη κίνηση προς το μέρος της και ο Πόθος μία ίδια νοητά. Κανένας δε πρόσεξε του άλλου. Ο πόνος μου στήριγμα γερό για τα φρένα μου.

    Το νερό απαλά διαμελιζόταν για να μην την πληγώσει. Έκαμπτε τις αντιστάσεις του καθώς κολυμπούσε στην επιφάνειά του θαρρώ. Ο συννεφιασμένος ουρανός άφηνε ένα παράθυρο ανοιχτό από το οποίο οι αχτίνες περνούσαν και ζέσταιναν το σώμα της. Να ήταν άραγε ο λόγος αυτός ή μήπως τα σύννεφα παραμέριζαν για να επιτρέψουν την θέα να φτάσει ψηλά στα ουράνια;

    Ο Έρωτας κοίταξε και αυτός ψηλά. Να σκέφτεται το ίδιο; Κρυφοκοιτάζω τις σκέψεις μου και συναντώ ένα πρόσωπο. Κάποια μας παρακολουθεί. Κάποια, κάποιοι, το σύμπαν όλο…

    Ο Έρωτας θεός, σκυθρωπιάζει και κρατά το βλέμμα του μακριά από την ψυχή. Το έργο του θα είναι πιο εύκολο αν αποφεύγει την λάμψη της.

    Ο Πόθος αντιθέτως αφήνει την προσοχή του να πλανηθεί πάνω στη λυγερόκορμη φιγούρα της. Μια νοητή γέφυρα μεταφοράς ενέργειας. Σχεδόν τη νιώθω και εγώ. Σαν πέταλα χρυσού που αποκολλιούνται γλυκά από το σώμα της, γδύνοντάς την ακόμα περισσότερο και πλέουν προς το μέρος μας.


    Ανέμελα και παιχνιδιάρικα φτάνουν προς εμάς και μετά συναντούν το πύρινο σκοτάδι του Πόθου και λιώνουν κυλώντας προς τα μέσα.

    Σε ένα εργαστήριο εμμονών, ο Πόθος συγκεντρώνει το χρυσό και το αναμειγνύει με δικά του μέταλλα. Με μαεστρία αλχημιστή το πλάθει στα χέρια του και σπάνιες πεταλούδες ξεπηδούν από τον πηλό του. Μόνο που στέκονται νεκρές ή μάλλον όχι ακόμα ζωντανές.

    Ο Πόθος με βήματα αέρινα γλιστράει σαν κλέφτης μέσα στο ναό του Έρωτα και αφαιρεί μνήμες και ποιήματα. Στα χέρια του τα φυλακίζει και στην δύναμη της βούλησής του θρυμματίζονται σε σκόνη. Επιστρέφει στο εργαστήριο και φυσάει την απαλή σαν πούδρα σκόνη λίγα εκατοστά ψηλότερα από τις πεταλούδες.

    Σαν χιόνι, σαν στάχτη, σαν τη ζωή, αργά αδιαφορώντας για την απεγνωσμένη έλξη της βαρύτητας, επικάθονται πάνω στα λαμπερά κομψοτεχνήματα. Ξυπνούν…

    Με κινήσεις ράθυμες που με ένα φύσημα ανάσας από το Πόθο, πρόθυμες γένονται, κινούνται προς τα ‘κει που καθορίζει. Το ταξίδι επιστροφής προς τη γυναίκα. Προς την Ψυχή.

    Πετώντας ανέμελα και μεταφέροντας το επικίνδυνο νέκταρ τους αφήνουν ένα φωτεινό μονοπάτι πίσω τους. Ο Έρωτας δε το παρατηρεί. Διαλέγει από το βέλη του, το πιο επιδέξιο και τα αγγίζει απαλά στη γλώσσα του. Δε θέλει να την πληγώσει, αλλά σα μια μυτερή ριπή μαΐστρου, απαλά στην αύρα της, το τραγούδι του να χαράξει.

    Η Ψυχή τις βλέπει και τις καλωσορίζει. Σα παιδί μαγεμένο από τα θαύματα που έχει αντικρίσει, προσφέρει τα λευκά της κλωναράκια σαν κλαδιά στις χρυσές πεταλούδες.


    Κάθονται, χαμηλώνουν τα φτερά και ξανά αποκοιμιούνται. Η Ψυχή τις κοιτάει χαμογελώντας και τις πλησιάζει προς το στόμα της. Τη μία μετά την άλλη, τις καταπίνει με την ανάσα που εισπνέει. Σαν μητέρα που οδηγεί με αγάπη τα παιδιά της και πάλι πίσω στη φωλιά. Μόλις χάνεται και η τελευταία, ο Έρωτας σηκώνει και πάλι το κεφάλι του και την κοιτάει.

    Στα χέρια του, το τόξο το δικό του, οπλισμένο…

    Σηκώνει και σημαδεύει και ο χρόνος την ανάσα του βαστά. Η Ψυχή κοιτάει προς το μέρος μας με ένα ύφος που δεν ανήκει σε αυτήν την εικόνα. Και τότε η έκρηξη του φωτός συμβαίνει...


    (Η γη τρέμει, στα δύο ανοίγει και από μέσα της…


    -Άσε αυτά στη γη συμβαίνουν. Πες μου το μετά στον Άρη. Συνέχεια έχει; Τι θα γίνει με τη Ψυχή, τον Έρωτα, τον Πόθο; Ο άνθρωπος, τον θεό ρωτά.


    -Έχει και συνέχεια. Νόστιμη πολύ. Πεινάς; )



    The Suite for Jazz Orchestra No. 2 is a suite by Dmitri Shostakovich. It was written in 1938 for the newly founded State Jazz Orchestra of Victor Knushevitsky, and was premiered on 28 November 1938 in Moscow (Moscow Radio) by the State Jazz Orchestra.
     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Bottle 9th


    “Το Κάστρο” (Μέρα 20η )


    Σπασμένος καθρέπτης


    “Ο Έρωτας. Η Ψυχή. Ο Πόθος.”


    Στην αρχή μοιάζει να σκοτεινιάζει απότομα. Μα όμως είναι ακόμα μέρα και ο ήλιος στέκεται ψηλά. Μα είναι λίγος, πολύ λίγος μπροστά στα αστέρια που ανατέλλουν από το σώμα της. Το αντιληπτικό τετραδιάστατο, τρεμοπαίζει σαν τον ωκεανό που συγκρούεται με ένα μετεωρίτη. Κύματα στέρεα, φωτός, ήχου, οσμής, με γεύση από μέταλλο μας χτυπούν και νοητά μας απωθούν.

    Ο Έρωτας τρέμει. Λαβώθηκε! Πληγώθηκε από το ίδιο του το βέλος. Την στιγμή που τυφλωνόταν από το φως, κατέβαζε το τόξο με μια κίνηση μηχανική και απελευθέρωνε τη χορδή. Το πόδι του τρυπημένο και το γλυκό δηλητήριο στο σώμα του παραγωγού του, τώρα να απλώνεται.



    Μόνο που είναι νοθευμένο, από του Πόθου τις πιο βαθιές εκκρίσεις και προκαλεί των ενστίκτων συναισθήματα. Σαν τα κύματα που ξεκίνησαν από την έκρηξη της Ψυχής, χρώματα που στο διάβα τους σβήνουν ό,τι άλλο συναντούν, κατακλύζουν το σώμα που μας φιλοξενεί και στη συνέχεια ερεθίζουν και τα δικά μας ένστικτα.

    Βλέπω την Ψυχή ευθεία μπροστά να περιμένει. Νιώθω να φλογίζομαι και βίαιες σκέψεις με κυριεύουν. Νιώθω ότι το όμορφο περίβλημά της είναι μόνο η προκάλυψη μιας εκπορνευόμενης Αρειανής που λαχταράει να γεμίσει. Ένα σώμα άσπιλο που του πρέπει να συληθεί, από άντρες, γυναίκες, παιδιά, ζώα, βρώμικα και καθαρά.



    Να κακοποιηθεί, να βασανιστεί, να χωθεί στην λάσπη και από πάνω του να περάσουν τόσα σώματα μέχρι να χαθεί στο πηγάδι που η ορμή τους θα σχηματίσει. Θέλω να την βιάσω και μαζί με αυτήν και ότι άλλο έχει μεθύσει με την βρώμικη μυρωδιά της. Θέλω να την χτυπήσω, να την ματώσω, να την κάνω να φωνάξει μέχρι να ακούσω τις χορδές της να σπάνε.

    Έχω χαθεί σε ένα παραλήρημα και αργώ να αντιληφθώ την κίνηση του Έρωτα. Βγαίνει από την κρυψώνα του, σέρνοντας το τραυματισμένο του πόδι. Η Ψυχή τον βλέπει, αλλά δεν δείχνει να ταράζεται. Η μολυσμένη μου συνείδηση φωνάζει…

    -Φυσικά βρώμα, το ήξερες, μια μικρή και αδύναμη φωνή κάπου μέσα μου όμως, παρατηρεί την συμμετοχή του Πόθου, αλλά ποιος της δίνει σημασία. Αυτό που έχει σημασία τώρα είναι ότι ο Έρωτας την πλησιάζει. Την φτάνουμε την τσούλα και χαίρομαι για αυτό.



    Το νερό υποδέχεται τα πέλματα του Θεού που με φιλοξενεί και το υγρό που διαφεύγει από την πληγή του, δημιουργεί μία κηλίδα που κάνει το νερό να βράζει. Αλλά και σε αυτό ποιος δίνει σημασία τώρα, γιατί την φτάσαμε την πόρνη και τώρα θα της δείξουμε.

    Ο Έρωτας απλώνει το χέρι Του προς το πρόσωπο της. Η Ψυχή γέρνει το λαιμό της προς τα πίσω και του δίνεται…

    ...απλώνει το χέρι του και αγγίζει το πρόσωπό της. Το σπρώχνει απαλά προς τα πίσω. Το σώμα της ακολουθεί κάνοντας μία καμπύλη όπως πριν από ώρα το τόξο του. Τα γόνατα της λυγίζουν και πέφτει πάνω τους. Σταγόνες νερού πετάγονται ψηλά, αιωρούνται για μία στιγμή και προσγειώνονται τολμηρά στο δέρμα της.

    Στέκεται τώρα στα γόνατα, με τα σκέλια της πιο ανοιχτά από πριν και το νερό της λίμνης να τεντώνεται για να αγγίξει την σχισμή της, που αχνίζει. Οι σταγόνες που τρέχουν, γεμίζουν τα δρομάκια που γεννιούνται από την κλίση του κορμού. Πρόστυχα, τα ποτίζουν και στεγνώνουν από την κάψα που ζητάει περισσότερα.

    Ο Έρωτας την κοιτάει και στέκεται ακίνητος. Δεν μπορώ να κοιτάξω μες τις σκέψεις του, όπως και του Πόθου μου διαφεύγουν, κυνηγώντας τις δικές μου. Νιώθω όμως τον σφυγμό τους και έχει πολλά κοινά με το δικό μου. Είναι άναρχος, τρελός, δίχως βούληση, μόνο ένστικτο και λαχτάρα.

    Η Ψυχή συνεπαρμένη από την στερεή παρουσία του Έρωτα, γητεμένη από τις σκοτεινές αλχημείες του Πόθου, νιώθοντας τα μάτια των Θεών που παρακολουθούν την σκηνή από τις σκιές, προδομένη από την ανθρώπινη φύση της αρχίζει σα ζώο να βογκάει.

    Ήχοι που δεν τρέφονται μόνο από τον υγρό αέρα των πνευμόνων της, λαρυγγισμοί που κλέβουν το τρέμουλο από τους τένοντες, ένταση που εξαρθρώνεται όπως οι κλειδώσεις της, εναλλαγή που ακολουθεί υπνωτισμένη τις συσπάσεις της, σάλια από μεθυσμένο νέκταρ που φτύνονται από το στόμα της, λάδι και ρετσίνι στη φωτιά που με κατασπαράζει.

    Κάποιος να κάνει την σκύλα να σωπάσει. Κάποιος να γεμίσει αυτό το στόμα, να πνίξει αυτή την μελωδία, να την σπρώξει πίσω από εκεί που ήρθε, βαθιά στην πηγή της και να συνεχίσει μέχρι να φτάσει στο χώμα και να την καρφώσει εκεί. Να την ακινητοποιήσει. Να την παραδώσει στα δόντια, στα σαγόνια, στις λαγόνες που πεινούν. Κάποιος…

    Ο Έρωτας σκύβει, προς την δεξιά της ρώγα, που πρησμένη μοιάζει αφύσικη σαν μια τεράστια ρώγα σταφυλιού. Ανοίγει το στόμα του και την βάζει μέσα. Νιώθω την γεύση της, καίει. Ζεματιστή σαν την κόλαση. Ο Θεός κλείνει τα δόντια του πάνω της.

    Η Ψυχή δεν σωπαίνει. Το τραγούδι της δεν υποχωρεί και δεν ταράζεται ακόμα και όταν οι κοπτήρες χώνονται μέσα στη σάρκα. Τον παροτρύνει και αυτός συνεχίζει καθώς το αίμα της σκύλας ρέει μέσα στο στόμα του, μέσα στις συνειδήσεις μας και γεμίζει το άδειο λογικό μας με κόκκινο ζεστό...



    Αίμα που σταγόνα με σταγόνα γεμίζει τα ποτήρια μας. Ο Έρωτας κόβει τη ρώγα και την καταπίνει. Εγώ και ο Πόθος νιώθουμε την γλυκιά σάρκα και γλειφόμαστε σαν άγρια σκυλιά. Η ροή αυξάνεται και γεμίζει τις χούφτες μας, για να ξεπλύνουμε τα πρόσωπα μας. Ο Έρωτας συνεχίζει να μασάει, να κόβει και να καταπίνει και η Ψυχή τώρα ουρλιάζει, όχι όμως από τον πόνο.




    Δεν νιώθει πόνο, οι μικρές πεταλούδες του Πόθου τον έχουν αντικαταστήσει, με ηδονή. Τώρα το αίμα τρέχει με βιάση και μας χτυπάει με δύναμη. Τα σώματα μας κόκκινα, σκεπασμένα με πορφυρούς υγρούς χιτώνες.

    Το ένα στήθος σώνεται και ο Έρωτας περνάει στο άλλο. Τα δάχτυλα του έχουν βυθιστεί στην τρυφερή κοιλιά της και ανοίγουν οπές. Με βία τις ξεχειλώνει και σκίζει τα στρώματα της σάρκας μέχρι να φτάσει στα εσωτερικά όργανα. Η Ψυχή προσπαθεί να τεντωθεί, ν’ «ανοίξει» κι άλλο για τον Έρωτα, να τον βοηθήσει να φτάσει «βαθιά» μέσα της.

    Τώρα τα χείλια του όμορφου Θεού, αγγίζουν το στομάχι, ανοίγουν απαλά και απελευθερώνουν τα δόντια που σαν μικρά μαχαίρια μαγκώνουν την μεμβράνη. Κρατώ εκστασιασμένος την αναπνοή μου και περιμένω. Ο Έρωτας νιώθει την μεμβράνη με την άκρη της γλώσσας του και δεν προχωρά. Σαν κάτι να περιμένει. Κάποιο σημάδι για να ξεκινήσει. Και δεν λαθεύει…



    Η Ψυχή έχει σωπάσει. Ίσως και αυτή να περιμένει. Ίσως να έχει τις αισθήσεις της απολέσει.




    Την ζωή της σίγουρα όχι. Νιώθω τους χτύπους της καρδιάς της που χτυπούν με σταθερό ρυθμό, σαν μαγεμένο τύμπανο μέσα στις σκιές. Οπότε η κραυγή που θρυμματίζει την σιγή, δεν έρχεται από τα ανοιχτά σπλάχνα της. Ούτε όμως και από του Έρωτα, ούτε και από τα δικά μου.

    Μία φωνή τεράστια ενός παιδιού που γίνεται ενήλικας. Μία κραυγή που άνθρωπο δεν θυμίζει, αλλά ούτε πλάσμα. Σαν βροντή που δεν σβήνει, αλλά όσο ο χρόνος περνάει, όσο ο Έρωτας που σαν φρενιασμένο κτήνος ρίχνεται στην πολύτιμη τροφή του και με μανία τεμαχίζει, ξεσκίζει και καταπίνει χωρίς να νοιαστεί καθόλου να μασήσει, δυναμώνει και μεγαλώνει και μοιάζει όλο τον κόσμο και αυτή να καταπίνει. Η κραυγή του Πόθου!

    Συναισθήματα που εξυφαίνονται πάνω στον αιθέρα σε ένα σχέδιο που μοιάζει με κοχλία. Σε ένα χαλί που γεμίζει το κενό. Η λαχτάρα με κλωστή από ήχους καστανούς. Η μανία με κόκκινο, η οργή με λευκό, ο πόνος με μπλε, η μοναξιά με μαύρο, το ανεκπλήρωτο με στίγματα από χρυσό που λειώνουν σε μοβ πηχτές σταγόνες.




    Η απελπισία σε γκρίζο μεταλλικό φόντο και ο πόθος του Πόθου, για την μητέρα του Αφροδίτη, σε χάλκινο καυτό…

    …η τροφή, το κόκκινο νέκταρ, οι αναμνήσεις, τα συναισθήματα, όλα έγιναν δικά του, κομμάτι του. Έχουν απομείνει πια τα κόκαλα μόνο. Βυθισμένα μέσα στο νερό να γυαλίζουν σαν αταίριαστα τεχνουργήματα. Ο Έρωτας έχει γονατίσει και το νερό τον ξεπλένει, σε μία προσπάθεια να ανακουφίσει τον πόνο του. Τα πάντα γύρω έχουν παγώσει. Κανένας, ούτε οι θεοί δεν τολμούν καν να ψιθυρίσουν αυτό που μόλις έχουν δει. Μόνο ο Πόθος, μουρμουρίζει με αυταρέσκεια…

    -Νόστιμο το γεύμα γεμάτο σάρκα. Αχχχ Έρωτα άμοιρε των Μεγάλων των στιγμών, παιχνίδι.




    Έφαγες το μόνο που μπορούσες να αγαπήσεις. Μέσα σου αναπαύεται η χαμένη σου Ψυχή, σαν το πουλί μέσα στο αυγό. Το αίμα της δικό σου θα γίνει τώρα και αυτό που θνητό θα μπορούσε να σε κάνει, για πάντα θα χαθεί…, ο Πόθος υλοποιείται μπροστά στο αδερφικό του αίμα, μπροστά στον μεγάλο του Εχθρό, μη σταματώντας να τραγουδά.



    Ο Έρωτας σηκώνει το κεφάλι και τον αντικρίζει.

    -Εσύ…

    Ο Πόθος του χαρίζει το πιο μοχθηρό του χαμόγελο.

    -Ο κόπος λίγος ήταν μιαρέ.

    -Γιατί…

    -Γιατί, γιατί, σαν μωρός να αναρωτιέσαι. Όμορφος και άδειος. Μια ζωή στις σκιές το παρά μοιράζω, για ‘σένα ανόητε αδερφέ. Να σε βλέπω να παίζεις με τις πόρνες, δίχως να σκιάζομαι καθόλου…

    -Γιατί…

    -Γιατί; Όλες δικές σου ήταν, εκτός από μία. Μία μόνο, την πιο ακριβή, αλλά και σε αυτήν τα ψεύτικα τα χέρια σου άπλωσες. Γιατί; Γιατί; Τώρα εγώ σε ρωτώ άδειε μου αδερφέ.

    -Ποια; Ποια γυναίκα άξιζε αυτό τον πόνο; Ο Πόθος ακούει τα λόγια του αδερφού του και θυμώνει μη μπορώντας να πιστέψει.

    -Ποια ήταν; Θα μπορούσες να μου το ζητήσεις, μικρέ μου αδερφέ…, ο Πόθος τινάζεται οργισμένος και κάνει βήματα μεγάλα μέχρι που τον φτάνει. Μάτια γεμάτα οργή απόσταγμα αιώνιας πίκρας, απέναντι σε μάτια πληγωμένα αλλά πελώρια σαν αστέρια που δακρύζουν μία στη φορά, στη ατέρμονη ζωή τους.

    -Ακόμα να αναρωτιέσαι το γιατί; Τόσο λίγη ήταν για ‘σένα; Τόσο φθηνός που δεν μπορείς ούτε την πιο πολύτιμη, θαρρετά να ξεχωρίσεις;

    Τον Έρωτα, ο Πόθος τον κοιτάει περιμένοντας να ακούσει. Δε θέλει την ήττα του ακόμα να δεχτεί. Δεν είναι δυνατό να μη μπορεί να καταλάβει. Το βλέμμα όμως που αντικρίζει είναι θολό και τον γεμίζει απελπισία. Έτσι και οι λέξεις του βγαίνουν ξέπνοες…

    -Τη Μητέρα, σκύλε. Τη Μητέρα που τόλμησες να αγγίξεις τον ιερό ναό της… ο Έρωτας για στιγμές λίγες ακόμα σα χαμένος τον κοιτά και μετά φωτίζει. Το χαμόγελο του που διαγράφεται στο πρόσωπο η πιο τραγική έκφραση πόνου που έχω αντικρίσει.

    -Τη Μητέρα σου, την Αφροδίτη…

    -Και Μητέρα σου, του ιερού σκύλε!

    - …τη γυναίκα που με έπλασε και από το σπέρμα μου χάρισε γιους πολλούς σε αυτό τον κόσμο…

    -Σταμάτα σκύλε, σώπασε!!

    - …και ένας από αυτούς, εσύ. Ο Έρωτας στο χαμό γελά. Ο Πόθος τον κοιτά, απορροφά το πόνο…

    …και ξεσπάει στα γέλια. Γέλια που μοιάζουν με κραυγές. Που βουτούν από ψηλά σαν κοράκια που πεθαίνουν. Κάτι σκάει δίπλα μας, με δύναμη. Δεν μοιάζουν μόνο…

    Φτερά μαύρα που πλέουν στο νερό και αίμα που μπαίνει ανάμεσα στα αδέρφια. Ο Πόθος δεν σταματάει να γελάει. Ένας παροξυσμός από ανάσες, που μοιάζουν με ψυχές που δραπετεύουν από τα σκοτεινά σωθικά του. Τις βλέπω να βγαίνουν από το στόμα του. Δεν μοιάζουν μόνο…

    Ψυχές που χορεύουν γύρω από τον Πόθο και τον Έρωτα. Ο Πόθος σηκώνει τα χέρια του ψηλά και φωνάζει…

    -Που είναι οι Θεοί, οι άμοιροι αυτού του κόσμου; Τα κοράκια πέφτουν κατά χιλιάδες γύρω μας. Στον αέρα μία ομίχλη, από μαύρα φτερωτά στιγμιότυπα.

    -Που είστε δειλοί; Που κρύβεται η αθάνατη θωριά σας; Πάλι αόρατοι τηρείται τα ατίθασα παιδιά σας;



    Ο Έρωτας ένα άγαλμα, από σάρκα, ομορφιά και θλίψη, κατεβάζει το βλέμμα του στα χέρια του. Το αίμα της Ψυχής στεγνώνει πάνω τους σαν υγρό μετάξι. Οι ψυχές που δραπετεύουν τον πλησιάζουν και σαν πουλιά τσιμπάνε από τις σταγόνες Της. Αμέσως μετά στα ψηλά πετούν, ενώ τα νεκρά κοράκια διαπερνούν την άυλη εικόνα τους.




    Φουντώνουν, φουσκώνουν και άηχα μετατρέπονται, σε μία μικρή βροχή από αιμάτινες νιφάδες. Πέφτουν αργά και συμπληρώνουν με το χρώμα τους την μαύρη ομίχλη.

    -Που είστε πια καταραμένοι; Τόσο πολύ φοβάστε; Τραβάει κάτι από τη ζώνη του. Ένα μικρό μαχαίρι. Το σηκώνει ψηλά και σκίζει την παλάμη του. Τον Έρωτα τον έχουν σκεπάσει πια οι ψυχές που τσιμπούνε πεινασμένες.




    Από την πληγή του Πόθου ξεχύνεται υγρό. Σαν αίμα, αλλά όχι κόκκινο. Βαθύ, μπλε και αχνίζει. Γύρω μας, μαύρες και κόκκινες νιφάδες αποκρύπτουν το τοπίο. Σα αυλαία που πρόκειται να πέσει. Ο ήχος από τα πουλιά που πέφτουν στο νερό, δείχνει να σκεπάζει τα βήματα Τους. Πλησιάζουν!

    Ο Πόθος φέρνει το πληγωμένο το χέρι κοντά στο στήθος του. Πλησιάζει και το άλλο και κάνει μία τομή στη ρώγα του. Πηχτές και γαλακτώδης σταγόνες που ξεχύνονται και αναμιγνύονται με το μπλε της παλάμης.

    Οι ήχοι σταματούν απότομα όπως ξεκίνησαν. Οι νιφάδες στέκονται ακίνητες, η μία απέναντι από την άλλη. Μία αιμάτινη για κάθε μία από τις μαύρες. Σα να υπολογίζουν, σα να ετοιμάζονται να χιμήξουν ή να ασελγήσουν, η μία στην άλλη.

    Ο Πόθος κατεβάζει το χέρι του χαμηλά. Είναι ερεθισμένος, το μόριο του αφύσικα μεγάλο, σαν μικρό σπαθί, περιμένει πειθαρχημένο.

    Κρύβομαι πιο βαθιά στις σκιές του μυαλού του Πόθου. Ακόμα και εδώ Τους νιώθω να σιμώνουν. Όλα γύρω δείχνουν να περιμένουν, ο Πόθος σκίζει το πέος του και πράσινο της φύσης χρώμα συναντά με ορμή, το μπλε και το λευκό. Τραβάει το χέρι του πάνω στο σώμα του, σηκώνει το κεφάλι του και τινάζει τα χρώματα με δύναμη γύρω του!

    Δεν είναι πια τρία,,, αλλά Μία. Στριφογυρνά με οργή, γύρω από το σημείο που στέκεται και το Χρώμα φεύγει με δύναμη προς όλες τις κατευθύνσεις. Διασπάται σε σταγονίδια που αυτόνομα, το καθένα από αυτά ταξιδεύει προς τ’ άλλα δύο, τα ακίνητα.




    Τα συναντά, τα παγιδεύει μέσα του και γίνονται το Ένα. Το Χρώμα της δημιουργίας, της Ζωής, της Σύλληψης, της Μηδενικής Στιγμής.

    Σφαίρες, στο μέγεθος μικρού καρπού, κάθε μία και μία ένωση. Ξαφνικά καταρρέουν προς τα μέσα και το Χρώμα γίνεται έντονο. Εκτυφλωτικό από την συσπείρωση της ενέργειας Του. Μία κατάρρευση που είναι αντιστρόφως ανάλογη από την ένταση του φωτός που εκλύει. Το μέγεθος κάθε καρπού τείνει προς το σημείο, προς το μηδέν.




    Η ένταση του Φωτός, αγγίζει το Άπειρο. Κλείνω τα μάτια μου, αλλά δεν μπορώ να ξεφύγω. Με καίει, με απογυμνώνει, με ισοπεδώνει, με κομματιάζει, καταπίνει σαν έρημος το μικρό ποτήρι της υγρής λογικής μου.

    Εκατομμύρια σύμπαντα την στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης. Που κρατάει για χρόνο μηδέν. Μου μοιάζει για αιώνας. Για λίγο ταξιδεύω έξω από το ποτάμι του Χρόνου. Ίσως για λίγο, ίσως για Πάντα. Ίσως αυτό που τώρα εδώ, στη θέση μου ακόμα στέκεται, να μην είμαι εγώ. Η ύπαρξη μου, διχοτομείται. Το ένα είδωλο καίγεται. Αυτό που μένει διχοτομείται. Ξανακαίγεται. Ξαναδιχοτομείται. Κάποτε , τα πάντα σβήνουν. Αυτό που μένει, είναι μία σκιά από την Σκιά μου. Ανοίγω τα μάτια και βλέπω.

    Τους βλέπω και Τα βλέπω…

    Τα Όντα που πλάστηκαν από το Χρώμα και τους Θεούς που έφτασαν…

    …η ομίχλη κατακάθεται. Στόματα δίχως πρόσωπο εμφανίζονται στη γη και ανοίγουν ορθάνοιχτα. Ένας ήχος ακούγεται σαν κάποιος θαμμένος να παίρνει ανάσα μετά από καιρό. Εκατομμύρια άλλοι ακολουθούν. Η γη ρουφάει την ομίχλη.

    Πλάσματα με την θωριά του ανθρώπου μας περικυκλώνουν. Κανένας δεν συνοδεύει κανέναν. Άντρες, γυναίκες και ένα παιδί. Οι Θεοί.

    Ο Έρωτας σηκώνει αργά το κεφάλι του και τους κοιτάει. Έναν προς ένα. Το βλέμμα του δείχνει τον πόνο. Κινείται προς το νοητό κύκλο που έχουν χαράξει. Στα χέρια του ακόμα τα υπολείμματα της ψυχής.



    Ο Πόθος με το χρώμα τραγουδάει και στο αέρα στίχους με εικόνες πλέκει




    Του Πόθου το τραγούδι…




    Ένοχος ο Έρωτας που την Ψυχή χωνεύει




    Και γονατίζει.
    Και γονατίζουν.
    Και τα χέρια του στο πρόσωπο του φέρνει.
    Και τα χέρια τους στο πρόσωπο τους φέρνουν.
    Και ακουμπά τα δάχτυλα του στους μέχρι πριν, αθάνατους βολβούς.
    Και ακουμπούν τα δάχτυλα τους στους μέχρι πριν, αθάνατους βολβούς.
    Και βυθίζει τους αντίχειρες του, μέσα μέχρι το τέλος.
    Και βυθίζουν τους αντίχειρες τους, μέσα μέχρι το τέλος.
    Και υγρό γυαλί, μπλε, χύνεται και θάλασσα γεννιέται.
    Και υγρό γυαλί, πράσινο, χύνεται και χορτάρι γίνεται..
    Και υγρό γυαλί, μελί, σκορπίζει και το ξύλο χρωματίζει…
    Με το λευκό, το μαύρο, να χορεύουν σαν εχθροί…
    Το κίτρινο και το κόκκινο, να πολεμούν για τη φωτιά….
    Και τους αντίχειρες πιο βαθιά βυθίζει. Μέχρι να διαρρηχτούν οι θύρες. Και οι δικές του και οι δικές τους.
    Τα κρανιά τους, να ραγίσουν στην αρχή και μετά να κράξουν, σε χιλιάδες κομμάτια σαν σούπερ νόβα
    που στο μέγεθος μία μικρής μπάλας, σαν συμπιέστηκε στο χρόνο,
    στις αναμνήσεις,
    στα όχι και στα μη,
    στα ναι και στα γιατί,
    στο τώρα και στο πριν,
    στο μέλλον και στο παρόν,
    στη θλίψη, στο χαμόγελο και
    στο ατέρμονο παράλογο, ζευγάρι,
    δεν μοιάζει να έχει, μα ούτε πατριό,
    ούτε μητέρα, ούτε σκύλο και αδερφό,
    ούτε θάνατο σωστό, μα ούτε γιατρειά
    και τα κομμάτια των θεών, γεμίζουν,
    το κενό, ανάμεσα στα γράμματα,
    πλάθουν ψίθυρους και λέξεις,
    ποιος, ποια, ποιοι είμαστε,
    στον χώρο και στο χρόνο,
    τα ονόματα μας με βία,
    θα βάψουν τα παιδιά,
    τόλμησες να είσαι,
    τόλμησε αυτή,
    βροχή να
    γίνει
    και μέσα στην αλλοφροσύνη και στο παράξενο καιρό ξέσπασε η βροχή…




    Ο Πόθος την ανάσα παίρνει με τη βία και συνεχίζει…




    Νερό που έπεφτε, για να ξεπλύνει τις τύψεις αυτών που έπαιξαν μαζί μου.
    Κρασί που πότισε τους πόθους μου και γέννησε τα τραύματα.
    Σπέρμα τυχαίο που άφησε λεκέδες και γέννησε παιδιά, στα χρόνια της αρρώστιας.
    Δηλητήριο που εισχώρησε μέσα στις ψυχές τους και τους έκανε να ξεχάσουν να αγαπούν.
    Να τρέχουν πεινασμένοι, για ακόμα λέξη, για ένα ακόμα δισταγμό, για ένα ακόμα αχ.



    Ο Πόθος προς την Αφροδίτη στρέφεται…




    Μισογεμάτοι στην αρχή, να στέκονται στο τσίρκο για να δουν το θάμα, μέχρι που δίψασαν, αλλά δεν έφυγαν. Ήπιαν από τα ούρα τους.



    Και όταν πείνασαν, έφεραν το χέρι τους στο στόμα και έφαγαν τα δάχτυλα τους. Και έκλαψαν, με τα δάκρυα μας και πήραν θέση, στο θυμό μας και ο χρόνος περνούσε και εμείς κάναμε κούνια και αγκαλιαζόμασταν σαν μικρά παιδιά και τους άρεσε και το σπίτι τους ξεχάσανε και έμειναν κι άλλο, σε αυτή τη φυλακή, για μία ακόμα λέξη, για ένα βραδινό μας, με πιπεριές καυτές, με την κάψα, να μας καίει και να τους καίει και να διψούν ξανά, το αίμα τους τούτη τη φορά και τα γόνατα τους λύγισαν.

    Και εσύ έφυγες και ήρθες ξανά και σταμάτησες τον έρωτα μαζί μου, ένιωθες ντροπή σαν κάποιος να σε ‘βλεπε. Στη δίνη του δικού τους έρωτα που νέκρωνε, αφού άρρωστοι ξέχασαν να ζήσουν.

    Και σταμάτησες να χαμογελάς, σα να μην ήταν μόνο τα μάτια τα δικά μου, που σε κοιτούν.

    Αλλά δεκάδων άλλων, νεκρών ή ζωντανών;

    Και σταμάτησες να μου μιλάς, σαν μην τα αυτιά τα δικά μου, με τη μελωδία σου, να μεθούν.
    Αλλά δεκάδων άλλων που στα κρυφά ερωτευμένοι, ήταν με τη δική μας τη ζωή.
    Και σταμάτησες να μου λες ότι με αγαπάς, λες και ήταν κακό, όχι για μένα, αλλά για το φθόνο που γεννούσε στις σκιές. Και εγώ ηλίθιος, λιπώδης, ιλαρός, ανόητος, σαχλός, ένας ήλιος, μικρός στάθηκα μπροστά σου.




    Ανόητοι και αδύναμοι, να σταθούν στο ύψος τους και να κοιτάξουν κάποιον στα μάτια.
    Σε ένα σκαμπό πάνω να ανεβούν και να το παίξουν Βασιλιάδες.
    Σε ένα σκαμπό πάνω το ταίρι τους να ανεβάσουν μπας και νιώσουν κάτι από τον άλλον.
    Και με τις λέξεις και τους ορισμούς να παίξουν και να βαφτίσουν την Κυριαρχία ως αρετή.
    Μπας και η αδυναμία τους ως αρρώστια, ποτέ μήπως φανεί.

    Και όλα αυτά κλέβοντας από τον κλέφτη, των πιο σκιερών μαντάτων της ψυχής τους. Κλέβοντας από τον έρωτα, που ήταν ανίκανοι να ζήσουν.
    Κλέβοντας στιγμές, που ήταν ανίκανοι να αποκτήσουν.
    Οι φτωχοί όχι στο πνεύμα, αλλά στην αλήθεια και στο ψέμα. Γιατί κανένα από τα δύο δεν κατείχαν.



    Τι ο λίγος, πολύ μπορεί να έχει, πέρα από μιζέρια, κακία και πόνο στη ψυχή του.


    Και μαζί τους έκατσα, για να με δούνε να γερνάω κάθε μέρα και ένα χρόνο, μακριά σου. Και ένα δάκρυ, για ένα τόνο. Και σε έψαχνα, γιατί ήξερα ότι ακόμα και στον πόνο μας, σε οργασμό θα έρχονταν, ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά, στις θύμησες που δικά μας παιδιά ήταν.



    Και έκατσα μαζί τους να με δουν να αρρωσταίνω, μπας και ξυπνήσουν και σταματήσουν να πεθαίνουν, μπας και σαν μικρά φοβισμένα παιδιά, κάνουν ένα βήμα προς τη ζωή.

    Και θα μας πλησίαζαν, τώρα που χώρια θα ‘μασταν, μπας και κλέψουν κάτι από την καρδιά μας, οι άμοιροι, από την στιγμή που αποδεχτήκαν, ότι καρδιά δεν έχουν.




    Και πάλι δεν θύμωσα μαζί τους, ούτε λιποψύχησα, όταν άρχισαν σαν ψίθυροι φοβισμένοι, να μου λένε ότι με ξέρουν, ότι μας ξέρουν, ενώ ξεχνούσαν τη ψυχή τους και την άφηναν να σαπίσει και μυρίσει και στο θάνατο μόνο, να θέλει να χορέψει.

    Που ξέχασαν να αγκαλιάσουν τα παιδιά τους, γιατί μάτι έκαναν. Μέχρι που τα έχασαν.
    Που ξέχασαν να φιλήσουν τη μητέρα τους, γιατί μάτι έκαναν. Μέχρι που την έχασαν.
    Που ξέχασαν να στηρίξουν τον πατέρα τους, γιατί μάτι έκαναν. Μέχρι που έπεσε και έσπασε.
    Που ξέχασαν να πάρουν ανάσα, γιατί μάτι έκαναν. Μέχρι που άδειασαν από το λιγοστό οξυγόνο που στα σπλάχνα τους, με το ζόρι κρατούσαν, μήπως και αυτό, τους εγκαταλείψει.




    Που ξέχασαν την Αγάπη και έφεραν τη Βία.
    Που ξέχασαν το Γάμο και ξέσκισαν το Δέρμα.
    Που από το μάτι, αντικατέστησαν την Ελπίδα, με το Ζόρι.
    Τον Ήλιο, με το Θάνατο. Τον Ιπποκράτη, με τον Κυρίαρχο. Τη Λευτεριά με τη Μαλθακότητα. Το Νέο με το Ξαφνικά.


    Το Όπως, με το Ποτέ. Τη Ρόδα, με το Σταμάτα. Το Ταπεινό, με τη Φήμη. Τη Χαρά, με το Ψέμα.
    Δεν τους αξίζει ούτε καν το Υπέρ, ούτε καν η Ώρα.

    Ούτε το τέλος, που τόσο μα τόσο επιθυμούν.

    Αλλά εδώ θα μείνουν, για πάντα, χαμένοι, να ψάχνουν για την γυναίκα που έχασαν πριν από χρόνια, για τον σύντροφο που λησμονήσαν, για τη σάρκα τους που έφυγε, πέταξε, πήγε στα σκουπίδια. Και τώρα σκελετοί, έμειναν και δεν τρομάζουν πια κανένα.



    Οι κακόμοιροι, ούτε ζωντανοί, ούτε πια νεκροί.


    Και του Πόθου το τραγούδι σβήνει. Στάχτες που χορεύουν στον άνεμο, οι λέξεις του. Με θλίψη τα βήματα τελεύουν και στον Πόθο επιστρέφουν…


    -Λοιπόν; Είστε άξιοι εμπρός μου να σταθείτε; Ή μήπως ανάξιοι για πάντα στις σκιές σας ακίνητοι θα στέκεστε;


    (-Και μετά και μετά και μετά, τι έγινε μετά; Η Ἰλιάς τον δημιουργό της τον τυφλό ρωτάει.


    -Τον άντρα τον πολύπραγο τραγούδησέ μου, ω Μούσα,
    που περισσά πλανήθηκε, σαν κούρσεψε τής Τροίας
    το ιερό Κάστρο, και πολλών ανθρώπων είδε χώρες
    κι έμαθε γνώμες, και πολλά στα πέλαα βρήκε πάθια,
    για μία ζωή παλεύοντας και γυρισμό συντρόφων… {Ὁμήρου Ὀδύσσεια


    Ραψωδία α Θεῶν ἀγορά. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον. Μνηστήρων εὐωχία.


    Μετάφραση Ἀργύρη Ἐφταλιώτη})


    Υ.Γ. Πέρασαν 5 χρόνια μέχρι να γράψω τη συνέχεια. Ένα μικρό κεφάλαιο είχα στο νου μου, 200 σελίδες μου προέκυψαν. Το ύφος είναι διαφορετικό. Πειραματίστηκα σε ένα νέο τρόπο γραφής, βρήκα κάτι που μ’ αρέσει, θα ξενίσει, αλλά εμένα μ’ αρέσει κι αυτό μου αρκεί. Είναι σαν εκείνες τις φωτογραφίες, που όταν τις κοιτάς με διαφορετική οπτική, βλέπεις άλλες ιστορίες από κάτω. Είναι ακατέργαστο υλικό και θα υπάρξουν προσθήκες, αλλαγές και ανατροπές, οπότε θα κυλάει πιο αργά. Νομίζω…