Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος eysa, στις 19 Δεκεμβρίου 2024.

  1. eysa

    eysa stardust

    Ήταν μια μέρα όπως οι προηγούμενες. Περπατούσες σε δρομάκια που δεν ήξερες και κοιτούσες ανέμελα τον κόσμο που περνούσε και τις βιτρίνες.

    Ξαφνικά πήρε το μάτι σου ένα μικρό μαγαζάκι, λίγο διαφορετικό από τ' άλλα, με μια διακριτική ταμπέλα “Το Εργαστήρι”. Φαινόταν να μην έχει σκοπό να διαφημιστεί, ώστε να το βρουν όσοι είναι λίγο πιο προσεκτικοί. Μέσα αχνοφαινόταν μια μορφή που κρατούσε κάτι περίεργο. Σαν ένα γλυκάκι με απροσδιόριστη μορφή, σκοτεινό, που άλλαζε σχήμα διαρκώς. Σου κίνησε την προσοχή και πλησίασες πιο κοντά στην πόρτα, αλλά δεν τόλμησες να μπεις. Ήταν λίγο τρομακτικό.

    Όπως πλησίασες ανακάλυψες ότι από κάπου ερχόταν μια λαχταριστή μυρωδιά που έκανε το στόμα σου να γεμίσει σάλια και το στομάχι σου να γουργουρίσει. Τα μάτια σου είχαν κολλήσει στη μορφή, μεγάλη και θαυμαστή, και στο περίεργο γλυκάκι που κρατούσε. Ήσουν βέβαιη ότι η μυρωδιά ερχόταν από το γλυκάκι, αλλά αναρωτήθηκες πώς θα μπορούσες να δεις λίγο καλύτερα, με τι θάρρος να ανοίξεις την πόρτα και να μπεις στο σκοτεινό εργαστήρι.

    Έμεινες απ’ έξω αρκετή ώρα και παρατηρούσες τη μορφή κι όλο μεγάλωνε μέσα σου η απόφαση να μπεις. Η μυρωδιά σού είχε σπάσει τη μύτη ενώ μια φωνούλα στο μυαλό σου φώναζε να το βάλεις στα πόδια. ‘Δεν θα μείνω πολύ’ σκέφτηκες ‘Θα κάνω μόνο μια ερώτηση, να μάθω τι είναι αυτό που κρατάει και θα φύγω αμέσως. Δεν κινδυνεύω από κάτι’ προσπάθησες να ηρεμήσεις τη φωνούλα.

    Έσπρωξες την πόρτα δειλά και πριν χάσεις το θάρρος σου, πριν καν δεις καθαρά τη μορφή, μίλησες όσο δυνατά άντεχες.

    -Συγγνώμη που σας ενοχλώ. Μπορώ να κάνω μια ερώτηση, παρακαλώ;

    Τότε η μορφή σε πρόσεξε, άρχισε να σε πλησιάζει και πριν προλάβεις να δεις καθαρά, άκουσες την απάντηση.

    - Παρακαλώ, καμία ενόχληση. Σε τι μπορώ να βοηθήσω;

    Σου κόπηκαν τα πόδια. Η βαθιά φωνή βρόντηξε μέχρι μέσα σου, κι από πίσω η μορφή έπαιρνε σχήμα όσο προχωρούσε προς το μέρος σου και τα μάτια σου συνήθιζαν στο σκοτάδι. Έκλεισες τα μάτια, πήρες μια βαθιά ανάσα και ρώτησες

    -Τι είναι αυτό που μυρίζει;

    Βροντερό γέλιο ακούστηκε και σε τάραξε. ‘Άραγε προλαβαίνω να φύγω;’ σκέφτηκες. Όμως ήταν μάλλον αργά. Η μορφή στεκόταν τώρα μπροστά σου. Σήκωσες τα μάτια και Τον είδες. Τουλάχιστον ένα κεφάλι πιο ψηλός, έσκυβε για να σε περιεργαστεί. Δυο πύρινα μάτια σε κοιτούσαν παντού, κάθε εκατοστό του κορμιού σου και λες κι έφταναν μέχρι την ψυχή σου. Αργά ένα σατανικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη Του -ευχαρίστηση ήταν αυτό;- άνοιξε το χέρι Του και σου έδειξε αυτό που κρατούσε. Ξαφνιάστηκες. Είχες ξεχάσει τον λόγο που μπήκες, είχες ξεχάσει τι ρώτησες, το μόνο που έβλεπες ήταν Αυτός. Κοίταξες στο χέρι Του, αυτό ήταν που μύριζε τόσο υπέροχα, που σε μέθυσε και σε ανάγκασε να μπεις. Ένα σκοτεινό, πανάσχημο πράγμα από καπνό και φλογίτσες, στερεό αλλά χωρίς σχήμα. Απερίγραπτο. Αναρωτήθηκες πώς μπορεί αυτό το πράγμα να το σκέφτηκες σαν γλυκάκι; Και πώς μπορεί να αναδίδει τόσο λαχταριστή μυρωδιά;

    -Αυτό που βλέπεις υπάρχει, μα δεν έχει σχήμα. Εγώ θα του το δώσω. Αλλά τα υλικά του είναι δύσκολα, η πηγή τους δυσεύρετη και το αποτέλεσμα αμφίβολο. Και μπορεί η πηγή να τα δώσει όλα και να μην επιβιώσει. Αυτό που βλέπεις και σε μαγνητίζει, σου μυρίζει ωραία, όχι γιατί πεινάς γενικά αλλά γιατί πεινάς γι’ αυτό αποκλειστικά. Για την ακρίβεια, έχεις λυσσάξει στην πείνα. Κι αν το θέλεις στ’ αλήθεια, αν νιώθεις ότι δεν μπορείς χωρίς αυτό, η πηγή θα είσαι εσύ. Μαζί θα το φτιάξουμε, εγώ θα δίνω τις οδηγίες, θα απαιτώ τα υλικά και θα το σχηματίζω. Κι εσύ θα μου δίνεις ό,τι επιθυμώ, για να το φτιάξω όπως επιθυμώ. Γιατί θα μου ανήκεις. Κι ίσως κάποια υλικά σου φανούν ευχάριστα, και τα πάρω εύκολα. Άλλα όμως θα είναι δύσκολα, πολύ δύσκολα, μα πάλι θα τα δίνεις ευχάριστα. Γιατί θα τα ζητώ εγώ. Αυτό που βλέπεις και λαχταράς αποτελείται από πόνο κι ευτυχία, δάκρυα, κεραυνούς, ηδονές, γαλήνη και βροχή και ηρεμία, από φως και σκοτάδι, απελπισία και πλήρωση κι άλλα τόσα που δεν ξέρεις ή μπορείς να φανταστείς. Και θα τα δώσεις όλα.

    Με μάτια γουρλωμένα και με κομμένη ανάσα Τον κοιτούσες, γιατί όσο μιλούσε μεγάλωνε μπροστά σου, και θέριευε, μέχρι που είχε γίνει τεράστιος κι ήταν σαν να έπιανε όλο τον χώρο γύρω σου. Και τα λόγια Του ξεκίνησαν σαν αεράκι και κατέληξαν τυφώνας που παρέσυραν τα πάντα. Μέχρι που χύθηκαν ρευστά σαν μέλι, καταλάγιασαν μέσα σου και σε ακινητοποίησαν. Η φωνούλα πλέον ούρλιαζε να φύγεις, μα το σώμα δεν άκουγε, τα μέλη είχαν παραλύσει και πεινούσες. Πεινούσες πολύ. Όσο τρομακτικά ήταν τα λόγια Του, τόσο δυνάμωνε η μυρωδιά και δεν μπορούσες να σκεφτείς τίποτα άλλο πια, εκτός από αυτό που έβλεπες στο χέρι Του.

    -Έχεις μια ευκαιρία να φύγεις. Η πόρτα έχει κλείσει, αλλά αν το θελήσεις μπορείς να βγεις. Είναι η πρώτη και η τελευταία επιλογή που σου δίνω, η τελευταία φορά που θα διαλέξεις ελεύθερα. Μα βλέπω ήδη το πρώτο υλικό, χωρίς να το ζητήσω. Ο φόβος. Το θέλεις λοιπόν;

    Και τώρα έπρεπε ν’ απαντήσεις -έπρεπε;- αλλά με τι φωνή. Τ’ αυτιά σου βουίζαν, δεν ήσουν σίγουρη αν θ’ αντέξεις ή θα λιποθυμήσεις. Για ένα πράγμα όμως ήσουν σίγουρη. Με όση δύναμη σου έμεινε ψέλλισες

    -Σας ανήκω.


    Κι όλα έγιναν όπως σου υποσχέθηκε. Γέλια και ηδονές, δάκρυα και πόνος, θύελλες και τσουνάμια, τα έδωσες όλα. Και σου άρεσε, κάθε επιθυμία Του ήταν μελωδία στ’ αυτιά σου, ό,τι έκανες, ό,τι ένιωθες, όλα Του ανήκαν, ακριβώς όπως σου είχε πει. Και το γλυκάκι έπαιρνε σχήμα, ομόρφαινε και σε χόρταινε.

    Και περνούσες τις μέρες σου γονατιστή μπροστά στη βιτρίνα, μέσα στο σκοτεινό εργαστήρι, μα όλα σου φαίνονταν φωτεινά πια. Κι Αυτός μπορεί να μην ερχόταν συχνά -ο βασανισμός σου ήταν κύριο συστατικό για το γλυκάκι- αλλά εσύ το πάλευες. Τον κρατούσες μέσα σου, στο μυαλό σου και στην καρδιά σου, κι αν καμιά φορά ταλαντευόσουν, πάντα έβρισκες τρόπο να ηρεμήσεις και να νιώσεις σταθερή. Πλήρης.

    Κι ο καιρός περνούσε, κι οι επισκέψεις Του αραίωναν και το βασανιστήριό σου μεγάλωνε. Μέχρι που σταμάτησαν κι είχες μόνο τη φωνή Του -αχ, αυτή η φωνή Του. Γέμιζε το μέσα σου, σε ανέβαζε στα ουράνια και σε πέταγε στη γη. Και συνέχισες να δίνεις ό,τι είχες, αλλά αυτά που είχες πια ήταν μόνο δάκρυα και πόνος. Σου έλειπε, μα πώς να το εκφράσεις; Γιατί αυτό ήταν το μόνο υλικό που μπορούσε να χαλάσει τη συνταγή. Η επιθυμία. Και το πάλευες, το έπνιγες, νικούσες τη μια στιγμή και την άλλη έχανες. Χτυπούσες τη βιτρίνα και μετά ηρεμούσες. Έγερνες απ’ τη θέση σου. Μα το ήξερες ότι Αυτός θα ερχόταν μόνο όποτε το επιθυμούσε, και δεν ήθελες κάτι άλλο. Αλλά ήθελες. Και περνούσαν οι μέρες κι οι εβδομάδες κι οι μήνες, και σταμάτησε κι η φωνή Του.

    Δεν ήθελες να ρωτήσεις γιατί. Εσύ Του ανήκες κι Αυτός μόνο ζητούσε, εσύ ποτέ. Όμως η μυρωδιά γινόταν αδύναμη, πεινούσες και δεν χόρταινες πια. Άραγε χρειαζόταν και την παρουσία Του το γλυκάκι; Μα αν χρειαζόταν Αυτός θα το ήξερε, μόνο Αυτός ήξερε πώς φτιάχνεται. Μήπως η μπουκωμένη σου μύτη απ’ τα κλάμματα δεν μπορούσε πια να μυρίσει; Αναρωτιόσουν και μπερδευόσουν και προσπαθούσες να ηρεμήσεις, να βρεις την προηγούμενη πληρότητα. Μα δεν τα κατάφερνες πια. Πεινούσες αλλά δεν μπορούσες να μυρίσεις, δεν μπορούσες να δώσεις τίποτα άλλο. Είχες αποτύχει.

    Κι ήρθε η μέρα που σηκώθηκες με τρεμάμενα πόδια και πήγες προς την πόρτα. Ήταν ανοιχτή και το φως σε τύφλωσε. Δεν ήθελες να βγεις, αυτό το σκοτεινό εργαστήρι ήταν ο κόσμος σου. Φοβόσουν ότι τίποτα δεν θα μπορέσει πια να σε χορτάσει. Δεν θυμόσουν πια πώς να περπατάς, αλλά το πάλεψες και βγήκες. Η πόρτα έκλεισε πίσω σου απαλά μ’ ένα κλικ, που όμως το άκουσες μέχρι την ψυχή σου σαν βροντή. Κάθισες κάτω, με την πλάτη στην πόρτα, για λίγο, για να την νιώσεις στην πλάτη σου. Για την ψευδαίσθηση. Προσπάθησες να συνηθίσεις στο καινούριο φως. Το φως στο σκοτεινό εργαστήρι που έζησες ήταν πιο ζεστό, πιο φωτεινό. Δεν είχε σημασία πια, σ’ αυτό το φως έπρεπε να συνηθίσεις πάλι. Κι έπρεπε να σηκωθείς, να περπατήσεις, ν’ αποχαιρετίσεις το εργαστήρι.


    Πριν ξεβουλώσει η μύτη σου κι αρχίζες να μυρίζεις ξανά.
     
  2. bas

    bas Διαθέσιμη μόνο για υπάκουα κορίτσια

    Υπέροχο! Μπράβο! Τέλειο!