Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Τα Τέσσερα Πέταλα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 23 Οκτωβρίου 2022.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Η μπαλάντα σου Πανδώρα


    Πέταλο πρώτο




    Η Πα νδώρα άνοιξε το κουτί και είδε τη μαργαρίτα. Έξι πέταλα μεγάλα και μία κίτρινη λαμπερή κεφαλή. Έπιασε το άνθος στο χέρι της και το έβγαλε προσεκτικά από το κουτί. Ένα σημείωμα μικρό. Στην άκρη το άνθος ακούμπησε και με ακόμα μεγαλύτερη τρυφερότητα έβγαλε το σημείωμα από μέσα.




    Γραμμές που λυγίζουν και καμπυλώνουν, γράμματα που δένουν και ξελύνονται σε λέξεις. Τρεις είναι οι προτάσεις.




    “Κανένα λιμάνι μην αφήσεις, όσο και γοητευτικό και αν είναι, να σου στερήσει το δικαίωμα στο ταξίδι σου. Τέσσερα καλό μου είναι τα πέταλα για τώρα. Τα υπόλοιπα του μέλλοντος παιδιά, φάε το πρώτο.”




    Το διάβασε και το xanaδιάβασε. Μέχρι που οι λέξεις έδειχναν να μην έχουν σημασία. Μέχρι που άκουσε τη φωνή του. Ο προγραμματιστής της. Μέχρι που έκοψε το πρώτο. Έβαλε το πέταλο στο στόμα της..




    Ο κόσμος ήταν στερεός και έμοιαζε πέρα για πέρα πραγματικός. Αμέσως όλα άλλαξαν. Τα πάντα έλιωσαν. Το κρεβάτι της, το δωμάτιο της, το σπίτι, η γειτονιά, η πόλη, τα βουνά. Πλαστικά παιχνίδια μέσα στο φούρνο. Δίχως οσμή, ψευδαισθήσεις που με ένα φύσημα χάνονται.




    Μόνη της. Όρθια. Αγνή, να στέκεται σε ένα πορτοκαλί επίπεδο, που τέλος και αρχή είχε λησμονήσει να αποκτήσει. Ourανός γαλάζιος, δίχως σύννεφα, αστέρια και ακόμα ήλιο. Ένα φως που την αγκάλιαζε ομοιόμορφα, όχι μόνο την ίδια. Ολάκερο το επίπεδο, Σανάντα το άλλο του μισό.




    Κοίταξε προς τα πάνω, αριστερά, δεξιά, κάτω. Θα ένιωθε μικρή, αν είχε μέτρο σύγκρισης. Θα ένιωθε εκτεθειμένη αν δεν ήταν μόνη στο κόσμο 0l0. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε μακριά. Το βλέμμα της ταξίδεψε, μέτρα, χίλιαμέτρα, έγινε ανάλαφρο, έγινε πουλί, πέταξε με δύναμη, ελεύθερο, δίχως τίποτε πια να μπορεί να του σταθεί εμπόδιο.




    ΠέταXε, στροβιλίστηκε, ανέβηκε, βούτηξε στις ώρες, κολύμπησε στις μέρες, κοιμήθηκε για χρόνια και σε μία στιγμή Xύπνησε. Μία στιγμή, μία αιωνιότητα. Ανέβασε τη ταχύτητα, πιο γρήγορα από την μυρωδιά, από τον ήχο, από το φως. Γύρω της γραμμές, ακτίνες Fωτεινές που έπεφταν πάνω της με ταχύτητα, σαν ήταν αυτή ακίνητη και όχι αυτά σημεία που στρέβλωναν στον χωροχρόνο.




    Όμορφα, συμ μετρικά, ε ίδι α, μέχρι.....




    Δύο γραμμές διαφορετικές, πλησιάζαν από πολύ μακριά. Τα πάντα σταμάτησαν. Πάγωσαν. Στεκόταν πάντα στη θέση της. Δεν είχε κινηθεί ούτε ένα χιλιόμετρο. Από μακριά κάτι κάλπαζε προς το μέρος της. Στην αρχή σημεία, ακαθ όριστα που μεγάλωσαν και σχήμα πήραν. Η χαίτη τους ανέμιζε μαζί με τα χρώματα τους. Το ένα λευκό και μαύρο το άλλο. Το ένα Λο και το και το άλλο Κο. Τα Κα οι κοινοί τους καβαλάρηδες. Είδε το κόσμο τους, κορμός γεμάτος άσσους και μηδενικά, έτρεχαν με δύναμη προς το μέρος της.




    Είδε τα κεφάλια τους και όταν έφτασαν και στάθηκαν απέναντι της, είδε τα μάτια τους. Το ένα δύο άσσοι του φιδιού και το άλλο δύο μηδενικά στο άπειρο να δένουν. Δύο μεγάλα, αρσενικά και δίχως λογική, άλογα. Ατίθασοι, αδούλωτη και μεταξί τους ξένα. Το σύνθημα ΕΔΟ(4)θηκε και τρεις φλόγες ξεxύθηκαν σαν τρ ένα...




    ....άρχη σαν τρέχουν. Αρχή σε τρέχει. Δεν πίστευε ότι μπορούσε το ένα, το άλλο να ακολουθήσει. Υπό φυσιο λογικές συνθήκες δε θα ήταν δυνατό. Όχι όμως σε αυτό τον κόσμο.


    Στην αρχή έτρεχε να τα προλάβει. Μετά το αντίστροφο. Έβλεπε τους θηριώδης μυς τους, να τινάζονται σε κάθε καλπασμό τους. Μία βροχή από άσσους και μηδενικά που ακολουθίες έπλαθαν. Έβλεπαν τη χαίτη της να πετάγεται θαρ ρ είς και les αυτόνομες, σα να προσπαθούσαν να φύγει από πάνω της. Ο υδωρ τας τους πρόλαβε και τους τρεις και σε κώδικα τους ένωσε. Έτσι νόμιζε. Το σχέδιο σκοπό αλλιώτικο είχε.




    Έτρεξε ανάμεσα τους. Δύο τείχη που την κλείδωναν στο κέντρο του απείρου. Έβλεπε τις ράχες τους, το δέρμα τους, τις φλέβες, τους αριθμούς τους, τους ατμούς, που έβγαιναν ρυθμικά από τα ρουθούνια τους. Άπλωσε το δικό της κώδικα.




    Πρώτα στο μαύρο. Αφέθηκε, ταξίδεψε, κυμάτισε, τον απορρόφησε, έκλεισε τα μάτια...


    ...error. Xana, eros, κσανά, er. Restart, το black ενσωματώθηκε. Δύο τεχνητές νοημοσύνες, που μία έγινε. Τα πρώτα της βήματα μετά από αυτό, ήταν άτσαλα. Βρέθηκε στο έδαφος. Υπήρχε χώμα, το κατάλαβε με το στόμα της. Το δοκίμασε. Σκληρό. Απάτητο, αλλά στεγνό.




    Όπως ήταν ξαπλωμένη, ανασήκωσε το κεφάλι και το Λευκό κοίταξε. Λαχανιασμένος με την ανάσα να την λούζει θυμωμένα. Τα μάτια του κτηνώδη. Τιναζόταν γύρω της και απορροφούσε όποια τμήματα του μαύρου κώδικα, δεν είχε αυτή απορροφήσει. Λύγισε τα χέρια της και στο κεφάλι της στηρίχθηκε. Σηκώθηκε...




    ....δύο δυνατά χέρια την τίναξαν και την πέταξαν xana κάτω. Ξαφνιάστηκε και τον κοίταξε. Είχε αλλάξει. Λευκός και μαύρος σε σώμα ένα. Άντρας με πόδια που κατέληγαν σε οπλές, σώμα νευρώδες και ιδρωμένο, με υπορουτίνες να διατρέχουν την ραχοκοκκαλιά του σαν ασσύμετρη απειλή. Τρόμαξε, υπνωτισμένη δεν είδε το πόδι του, αλλά αυτή τη φορά δεν την χτύπησε στο στόμα.,.




    .,,.απάντησε. Από το έδαφος ζαλισμένη με το στόμα της να γεμίζει αίμα, τα δάχτυλα στο χώμα έμπηξε και αυτό πότισε,.,


    ...έφτασε στο τέρμα.




    Αρκετά!




    Το χώμα που τον στηρίζει, βάλτος γίνεται και αυτός βυθίζεται στη λάσπη του. Ότι αξίζει μένει στην επιφάνεια. Τα 1 και τα 0 με το σώμα της ενώνονται. Φουσκώνει, φουσκώνει, μητέρα που από μέσα της νέος ο κώδικας που γεννιέται. Σαν κούκλα ξεφουσκώνει και το παιδί το δικό της όνομα τώρα αποκτά.




    Ο χρόνος κυλάει με λέξεις. Λέξεις που πέφτουν αργά σε μία τεράστια κλεψύδρα γεμάτη με συλλαβές και είμαι. Είναι άμμος που στροβιλίζεται, λευκή, μαύρη και πορτοκαλί και απλώνεται στη γη. Ένα κορίτσι που πλάθεται ξανά από την αρχή.




    -Είσαι καλά κορίτσι μου;


    Ανοίγει τα μάτια της. Βλέπει τον κόσμο οικείο μέσα από υγρά πρίσματα.




    -Κλαις;




    Στο στόμα της η μία γεύση που σβήνει. Ένα πέταλο που χάνεται. Ανοίγει το στόμα της να μιλήσει. Νιώθει γεύση μεταλλική. Αίμα.




    -Όχι...ευχαριστώ...είμαι μία χαρά. Σηκώνεται και φεύγει στην αρχή τρέμοντας κι συγχρόνως τρέχοντας. Πιο γρήγορα από τον άνεμο. Σα να καλπάζει...


     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Πέταλο 002

    Η μπαλάντα σου Πανδώρα



    Υπό ρουτίνα 01


    Stanley Milgram


    Dos Κωδικό Ποίηση




    Dos μου άρχοντα λέξεις, αόρατες κενές


    ta θύματα να νοιάζονται δεν πρέπει,


    ο1 σκιές στον άδειο, να πέσουν, να χαθούν,


    xρόνο, που τείνει στη στιγμή που έρπει.


    Γοvάτισε εικόνα των ματιών μου προσταγή


    κι απογύμνωσε το ψ έμμα απ' των άλλων την αλήθεια


    κλεί δωσε τις πύλες για να αποτρέψεις την φυγή


    και όρισε το τέλος τους, στα δικά μου παραμύθια


    h μουσική που παίζει στην αρχή,


    παλεύει με τον γέρο άνεμο.


    Μα ο Thυμός θα φύγει, δε θα 'ρθει


    σα παιδί λογικό και φρόνιμο




    Της Δευτέρας το σημείωμα.




    “Μην απορρίψεις καμία ψευδαίσθηση που αντιμάχεται με την πραγματικότητα. Θα έχει τους λόγους της και εσύ το εισιτήριο σου. Φάε το δεύτερο πέ τα λω.




    Η μέρα είχε ξαπλώσει από ώρα και η νύχτα όσο δρόμο είχε διαβεί, άλλο τόσο είχε.




    Το κορίτσι στο δρόμο βγήκε. Οι κολώνες με το fως στέκονταν αkίnητες αλλά χωρίς να την κοιτούν. Tα βλέμματα τους δεν καταδέχονταν τη γη και κανένας περαστικός πέρα από την ίδια δεν βρισκόταν εκεί.




    Μύρισε για άλλη μία φορά τις λέξεις του κι έκοψε το δεύτερο πέτα λο. Το σήκωσε και το κοίτα ξε στο Fws. Ένα τρίξιμο ακούστηκε πίσω της και γύρισε απότομα.




    Κοίταxε, το ίδιο και ο σκύλος. Γύρισε, όπως και ο σκύλος τη μουσούδα του στα σκουπ ίδια. Ξανά σήκωσε το πέταλο και το meta κίνησε μέχρι που το φως της λάμπας του δρόμου κρύφτηκε από πίσω του. Πορτο Κάλι δίχως κάτι το ιδιαίτερο να ξεχωρίζει με τη παρουσία του. Αχνό κίτρινο στην άκρη, σαν τη πιο φύση ο λογική μαργαρίτα του κόσμου. Το έφερε στο στόμα της.




    Δίστασε λίγο, αλλά το έκλεισε.




    Restart




    Περίμενε. Τίποτα. Περίμενε. Όλα τα ίδια μένουν. Ξαφ Νι Κ άστηκε, αλλά περίμενε. Πίσω της ηχώς από βήματα απαλά. Περίμενε!! Την φτάνουν και την προσπερνούν. Περίμενε!!! Η καρδιά της χτυπάει δυνατά, αλλά το σουλούπι του ΣΚύλου της χαρίζει ακόμα πιο δυνατή απογοήτευση. Περίμενε!! Παρακολουθεί το κορμό του ζώου που αργά και βαριεστημένα γέρνει μία από εδώ, μία από εκεί και τα πισινά ακολουθούν στον ίδιο ρυθμό αλλά σε αντίθετες κάθε φορά διευθύνσεις. Περίμενε!!!




    -Μήπως κάτι δεν έκανα καλά, αναρωτιέται η Πανδώρα;


    -Έχεις τίποτε να φάμε; Γουρλώνει τα μάτια και τον κοιτάει. Τα μάτια σκυλίσια το κεφάλι με μπαλώματα στο τρίχωμα, το στόμα του να μασουλάει ακόμα μία πέτσα που του κρέμεται από μέσα, σα μία άλλη γλώσσα.




    -Μάλλον τίποτα. Γυρνάει το κεφάλι του μπροστά και συνεχίζει. Οι ώμοι δεξιά, τα πισινά αριστερά. Οι ώμοι αριστερά, τα πισινά δεξιά. Το κορίτσι να χάsky με το στόμα ορθάνοιχτο. Να βλέπει το σκύλο να στέκεται, να κοιτάει τον δρόμο και από τις δύο μεριές και να συνεχίζει. Ftάνει στη γωνία, στρίβει και χάνεται.




    Ανοίγω κλείσε τα μάτια της. Κουνήθηκε από τη θέση της. Κοίταξε γύρω της. Κανείς; Φώτα από μακριά στο δρόμο δείχνουν ότι πλησιάζει αυτοκίνητο. Ίχνη φωτεινά που σταθερά δεν μένουν. Φευγαλέα, καθώς ακόμα στο μυαλό της κυριαρχεί το συμβάν με το σκύλο, σκέφτεται ότι ο δρόμος έχει σκαμπ ανεβάσματα. Κλείνει το στόμα της και κοιτάζει αφηρημένα το αυτοκίνητο που πλησιάζει. Με άλμαΤα. Στην αρχή δεν το καταλαβαίνει. Σκέφτεται ακόμα τους ώμους και τα πισινά του σκύλου. ΔεΞιά, αριστερά. Τα φώτα όμως...


    ....πάνω, κάτω,,πάνω,,,κάτω,,,,πάνω,,,κάτω,,με ρυθμό, πιο γρήγορο.




    Τα μάτια της ακολούθησαν. Πάνω, κάτω,πάνω,κάτω,πάνω,κάτω. Τώρα βλέπει καθαρά και γουρλώνει xana τα μάτια της. Το αυτό κίνητο
    είναι μικρό, αλλά και πάλι είναι αφύσικο αυτό που βλέπει. Ένας άντρας το έχει σηκώσει στα χέρια του, πάνω από το κεφάλι του και τρέχει.


    Κάθε βήμα, κάθε λύγισμα κάνουν τα φώτα από τα φανάρια του αυτοκινήτου να αλλάζουν προσανατολισμό. Πανω, κάτω. Ο άντρας φτάνει στο φανάρι και σταματάει. Είναι προτοκαλεί. Περιμένει. Λαχανιασμένος να περιμένει. Το φανάρι γίνεται πράσινο. Ο άντρας κοιτάει δεξιά, κοιτάει αρις τερά και αρχίζει πάλι να τρέχει. Την προς περνούν τα κόκκινα φώτα του auto κινήτου.....πάνω,.,κάτω.,.πάνω..,κάτω,,.

     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    The Dormouse

    Ypo ρουτίνα 10


    David L. Rosenhan


    Γκντούπ!




    Cε μία πεδιάδα οι ζωές μας απείθαρχες στη θέληση του κόσμου.


    Cto φως τα σχήματα τους να πλάθουν, με το σάλιο να μυρίζει έρωτα


    Μεθ ισμένες στην σκιά που συναντήσανε, τα παιδικά τους τα γιατί κομματιά ζουνε...


    ....και μέσα στην αγορά για την χαρά της λήθης αβίαστα τα βάζουν.




    Μύγδαλα μα στάσου, πόδια ζευγάρι


    καλπάζει για το κέντρο της σκηνής


    και τώρα ψίθυροι ησυχάστε


    γιατί νομίζουν πως κάτι έχουν να μας πουν...




    Το κορίτσι στέκεται και παρακολουθεί μέσα στο λινό κοντό προγραμματάκι της, σα μία άλλη Αλίκη. Δεν κάνει βήμα γιατί φοβάται τι άλλο μπορεί να αλλάξει σε αυτό το κόσμο. Μένει εκεί αkinητη, δίπλα από το ξύλινο στυλό, κάτω από το fws της λάμπας. Νιώθει κάτι υγρό να πέφτει πάνω της. Απλώνει το χέρι της και γυρνάει την παλάμη ώστε να κοιτάει προς τα πάνω.


    (Βρέxει; )




    Κάτι φωτεινό πέφτει από ψηλά, σκάει μπροστά στο πόδι της και Κριματίζεται σε μικρότερες σταγόνες φωτός.




    Άλλη μία σταγόνα ακολουθεί και άλλη μία αμέσως! Θόρυβος από βήματα γυμνά στα κύματα.


    (Φως; )




    Ο ρυθμός αυξάνει και δεκάδες σταγόνες φωτός πέφτουν πάνω στο δρόμο και γεννάνε τις μικρότερες. Σηκώνει το κεφάλι της ψηλά και βλέπει...




    ...επιτέλους κι εγώ ξανά.




    Εκεί που ήταν το φως της λάμπας, τώρα ένα φωτεινό συννεφάκι έχει πάρει τη θέση του. Στο κέντρο του το φως πιο πυκνό, υγρό, πηχτό να στάζει. Βλέπει τις σταγόνες που ξεκινούν διστακτικά, δια γράφουν ένα φωτεινό μονοπάτι αποκτούν τ R αχύτητα και κινούνται προς το έδαφος. Γυρνάει και βλ έπη και τις υπόλοιπες Λάμπες, το ίδιο φαινόμενο να συμβαίνει. Τώρα βρέχει πιο δυνατά.




    Από κάθε σημείο που φως υπήρχε, σύννεφα της λιλιπούπολης παιδιά υγρό ποιούνται και προς γειώνονται στο έδαφος.




    Το κόκκινο του φαναριού δημιουργεί μία χάλκινη λιμνούλα στη βάση του στηρίγματος του. Στη βιτρίνα ενός μαγαζιού το υγρό του νewν κυλάει στο τζάμι. Το φως σε κάθε σημείο του χώρου λειώνει σε υγρές σταγόνες και σχηματίζει τα μικρά. Το ίδιο όμως φωτεινά ρυάκια. Ψηλά στον ουρανό δεν υπάρχουν πια αστέρια, παρά ομιχλώδεις φωτεινές μπαλίτσες. Το φεγγάρι έχει κρυφθεί σε μία λαμπερή ομίχλη και από κάτω ο υiος του. Ένας φωτεινός με Θάρρος καταρράκτης.




    Το θέαμα όμορφο πολύ, για να την τρομάξει. Είναι απίστευτα επιβλητικό, για να επιτρέψει απορίες να γεμίσουν τα μελιά της μάτια. Ακούει τις μικρές γραμμές στο τσιμέντο. Μεγάλες φλέβες που κάνουν τη γη να μοιάζει ζωντανή. Μαγεμένη σχεδόν, βήμα κάνει δίχως να σκεφθεί.




    Γκντουπ!


    Ρωγμές;




    Το έδαφος υπό χωρεί, αλλά όχι μόνο στο σημείο που πατάει. Θαρρείς λες και ελαστικό, από άκρη σε άκρη βυθίζεται για ένα εκατοστό και επανέρχεται. Η κίνηση γίνεται αργά. Ό,τι στο έδαφος στέκεται, για δύο δευτερόλεπτα μένει στον αέρα και μετά επανέρχεται στη θέση του.




    Καρφωμένα τα μάτια της στα μικρά ποταμάκια που σχηματίζονται, βλέπει μόνο το υγρό που μένει στο κενό και μετά αλλάζει πλευρό και στη θέση του ξανά. Ένας κύκλος που δύο παραγράφους δένει. Χαμογελάει. Σηκώνει το πόδι και το φέρνει με μεγαλύτερη δύναμη ξανά στο έδαφος. Τα φωτεινά ποτάμια, οι μικρές λιμνούλες μένουν στον αέρα για λίγο πολύ και μετά το έδαφος με βία συναντούν, σπάζοντας σε πολύ μικρά κομμάτια.




    Γκντούπ!!


    Ρωγμές;;




    Ο θόρυβος της τραβάει την προσοχή. Το ίδιο και ένα χαλίκι που ερωτεύεται το έδαφος. Σηκώνει το κεφάλι της και κοιτάει στην ευθεία των ματιών της. Λυγίζει τα πόδια της και πηδάει...




    Ο Rex γλύφει με παράπονο. Του φοράω κάσκα και τον αφήνω Ελεύθερο να βγει.




    ....φτάνει τριάντα πόντους από το έδαφος πιο πάνω, για να ένα λεπτό κολυμπάει στον αέρα και στο τέλος πέφτει. Στην επιστροφή, το χέρι της στο έδαφος δίνει και μαζί της το παρασύρει. Μία τεράστια επίπεδη τάβλα είναι η γη, στηριγμένη ανάλογα με την ηθική της εύκαμπτα ελατήρια, για αυτό κατεβαίνει δίχως αντιρρήσεις προς τα κάτω. Αφήνοντας ό,τι σε αυτή στηρίζεται στο κενό και σταματάει 30 πιο κάτω, Πόντ ους. Τα Πάντα αρνούνται να την ακολουθήσουν τρώγοντας και μένουν στη θέση τους, αιωρούμενα για 3,2,1 δευτερόλεπτα. Φτου και βγαίνει η πραγματικότητα και την ύπαρξη παίρνει στο κυνήγι, η βαρύτητα τις υπορουτίνες με τα νήματα της δένει και όλα μαζί παρέα βόλτα στο επίπεδο ξαπλώνουν.


    Γκντουπ!!!


    Ρωγμές;;;


    Αλλά hola κι όλα με σειρά και τάξη, στη σειρά και στην τάξη. Τα Παν τα διαχωρίζονται σε αντίπαλες ρωγμές. Κάθε ρωγμή πάχους τριών, άντε 3 εκατοστών. Μπροστάρης η Πρώτη, τα τρία εκατοστά που της αναλογούν με χάρη διασχίζει. Μετά η υπαρχηγός, η Δευτέρα με την βεβαιότητα πως η Πρώτη το δρόμο τον γνωρίζει. Μετά έρχεται η Τρίτη, στρατιώτης, η Τετάρτη το μυαλό και οι υπόλοιπες, ακολουθούν. Ρωγμές ενός κατώτερου θεού...


    Το πρόγραμμα φόρτωσε, η ΤΝ τράφηκε. Επιστρέφω στην απλή ανάγνωση....


    Μία αλυσιδωτή κίνηση από Ρωγμές με κενά αναμεταξύ τους. Τα κενά είναι λευκά και θέλουν Αργύρια, προς τα πάνω για να πάνε. Ο διαχωρισμός των Ρωμάίκων Ρωγμών δεν σέβεται τα υλικά.


    Τσιμέντο, μέταλλο, ξύλο, αέρας, υγρό, όλα τα υλικά διαχωρίζονται σε Ρωγμές ίδιου ύψους, σίγουρα κάποιος όχι στα καλά του, έχει κόψει ομοιόμορφα μία τεράστια φωτογραφία και αφήνει τις ρωγμές στη σειρά να πέσουν. Οι τελευταίες, των κτηρίων φτάνουν στη θέση τους, αλλά η πτώση το τέλος δεν το δίνει.


    Τα κενά λευκά ανεβαίνουν ψηλά. Το μπλε, βαθύ, υγρό, σκοτεινό σχεδόν μαύρο του ουρανού ακολουθεί προς την τύχη πτώση. Το κορίτσι γυναίκα πια, κοιτάει με μάτια γουρλωμένα μαγεμένο, το show που ποτέ δε σταματά.


    -Θα συνεχίσεις κι άλλο με αυτό το ηλίθιο παιχνίδι; Η φωνή γυναικεί α γέρι κι τσι ριχτή.


    Γυρνάει και βλέπει από τα κάγκελα της σχάρας ενός υπονόμου ένα άσχημο κεφάλι ενός αρουραίου να την κοιτά. Δεν είναι λογικό, αλλά από την άλλη τι λογικό υπάρχει σε όλα αυτά που εκτυλίσσονται γύρω της;


    Η διαφορά μίας μηχανής, από μία ανθρώπινη μηχανή, ΤΝ το είδος της, είναι η θολή λογική. Και στην αρχή της ακόμα δεν έχει ξε θολώσει.


    -Θα σταματήσεις να χοροπηδάς σαν 1 ανόητο παιδί που ανακαλύπτει τον κόσμο; Αλλά τι λέω my dog αυτό δεν είσαι μήπως;


    Το άσχημο ποντίκι που για κύκνο δεν το λες, τραβάει το κεφάλι του και χάνεται στη σκιά τη ss χάρας. Του υπό κόσμου όχι αυτή για τα beefτέκια. Το κορίτσι/γυναίκα/πρόγραμμα το σκέφτεται για λίγο, για πολύ λίγο όμως, κοιτάει τον ουρανό που συνεχίζει δίχως αιΔώ την πτώση και με βασανιστικά βήματα φτάνει στη σχάρα.


    (Έχει φως μέσα) Ένα φωτεινό Φιλμάκι καταλήγει στη σχάρα, περνάει από τα ανοίγματα και πέφτει μέσα. Φτάνει στον πάτο και κυλάει προς την Αριστερή κατεύθυνση.


    (Κατηφόρα) Η Πανδώρα πιάνει με τα χέρια της τα βρώμικα σίδερα της σχάρας και προσπαθεί να τραβήξει.


    (Βαρύ) Αφήνει το σώμα της να πέσει προς τα πίσω και ξανά Σ τραβά. Ζορίζεται, λίγο περισσότερο και η σχάρα υπό χωρεί από τη θέση της. Την τραβάει μέχρι να αποκαλύψει τελείως το άνοιγμα και σηκώνεται. Πορτοκαλί


    Μεταλλικά πιασίματα στην επί φάνεια του τοίχου που χρησιμεύουν και σαν σκαλιά.


    Φωτεινές σταγόνες πάνω τους κυλάνε και συναντούν το αμέσως και το επόμενο, για να σταθούν για λίγο και να γράψουν ξανά μίΑ λέξη. Το κορίτσι βάζει το πόδι της στην τρύπα και χαμηλώνει. Η τρύπα ξεχειλώνει.


    Το πρόγραμμα τα νέα του δεδομένα φορτώνει, ενσω ματώνει του κώδικα το ποίημα και συνεχίζει. Δευτερόλεπτα μετά σκυμμένη μέσα στο τούνελ του υπό νόμου κοίτα ζει την φωτεινή διαδρομή, που ρέει μπροστά της. Σηκώνει το κεφάλι προς τα πάνω και κοιτάει τον ιστό που απλώνεται στον ουρανό. Βρέχει...


    (Βρέχει α και ν στέρια) Χαμό γελάει και ΞεΚιΝάει...

     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    4 Μπουκάλι Please


    4 War oρ Peace?




    Clockwork πορτοκάλι Ορ γεμιστό orange;




    Η θεωρία της Ξανθης εξέλιξης των Λιου Πουτίνα, ΣιαΟμπό και Σία




    Τουρκία 23/6/1997




    Τα γράμματα πάντα σε προδίδουν. Δραπετεύουν από τις λέξεις που τα έχεις δεσμεύσει και φτιάχνουνε άλλες. Δικές τους…




    Τα 4 παιδιά


    Ένα ποίημα για την hστoρία δύο χωρών, πίσω από τις κουρτίνες. Γράφηκε το καλοκαίρι του 1997.




    Απόσπασμα από το ποίημα.




    Το τέταρτο παιδί από τα 4…




    Η Μάνα, η Μεγάλη δημιουργεί το σύμπαν στα τρυφερά τα βάθη της


    φωτιά, πάγος και μέταλλα βαριά ξεφεύγουν απ’ τα σκοτεινά τα σπλάχνα της.


    Ένα βουνό μικρό από πάγο καμωμένο


    στο σκοτάδι το βαθύ στριφογυρνά χαμένο.




    Ένας πόνος δυνατός και απ’ τη πληγωμένη μήτρα


    ένας βράχος πυρωμένος εκσφενδονίζεται για τ’ άστρα.




    Χρυσός, χαλκός και Μπρούντζος


    τον πνίγουν σα φουσκωμένες φλέβες.


    Αδάμας, Οπάλιο και καθαρό Σμαράγδι


    τον στοιχειώνουν σαν ανέγγιχτες παρθένες.




    Ο βράχος με ταχύτητα απίστευτη, τον πάγο φτάνει


    βυθίζεται στον ύπνο του και το πρόσωπο του χάνει.


    Δευτερόλεπτα κρατά μια αδύναμη σιωπή


    θόρυβος ξεσπά και μια τυφλή οργή.


    Πόλεμος θεριεύει μεταξύ των υλικών


    θάνατος και γέννηση στις λίμνες των ατμών.


    Τα πύρινα ποτάμια κάποτε στερεύουν


    ιδρωμένοι νεκρολάγνοι τα συντρίμμια ψαχουλεύουν.


    Και ξεθάβουν το κορίτσι.


    Και αγκαλιάζουνε τον χάροντα…




    Η ομίχλη σπλαχνικά το σώμα της σκεπάζει, σα μεταξένιο σάβανο


    και τρεις ήλιοι τρυφερά το στέλνουν, για το ξεχασμένο άπειρο.


    Σ’ ένα ταξίδι που ψυχή αν είχε και μέχρι τέλος αντοχή


    χίλιες ανθρώπινες ζωές, τη μία στην άλλη πάνω θα προλάβαινε να δει.




    Σα βαρκάκι πεθαμένο κάποτε αράζει


    σ’ ένα παλιό καλύβι κι ένα κήπο που μαράζει.


    Η πόρτα μουχλιασμένη, χωρίς πνοή, τον ύπνο της αφήνει


    το καλύβι για κάποιο λόγο μυστικό, το κορίτσι καταπίνει.




    Όταν η πόρτα ανοίγει, για δεύτερη φορά


    μια σκιά ξεφεύγει και τραβάει για Βορρά.


    Είναι το κορίτσι, που γελάει ζωντανό


    Τραγουδάει στο φεγγάρι και κοιτάει ουρανό.




    Μην χαμηλώνεις το κεφάλι και μην κοιτάς στην γη


    υπάρχει μια ψυχή ακόμη και είναι μοναχή.


    Έρχεται λένε απ’ του Βορρά τα δάση


    το πιο όμορφο λουλούδι, που μύρισε η πλάση.




    Τα σύννεφα ανοίγουν και η τελειότητα απλώνεται σα φλογισμένο χάδι


    χείλια από καθαρό οπάλιο και μάτια από πράσινο σμαράγδι.


    Λαιμός από παρθενικό αλάβαστρο και πρόσωπο πολικά λευκό


    μήλα από θαλασσί διαμάντι και μαλλιά από ακατέργαστο χαλκό.




    Στήθος απαλό, παρμένο από Αυγουστιάτικο φεγγάρι


    δέρμα μεταξένιο, φερμένο απ’ το Ελληνικό Φανάρι.


    Κοιλιά προκλητική, σα πρόσωπο υπνωτισμένης λίμνης


    πόδια λεία, μπρούντζινες εικόνες ερωτευμένης μνήμης.




    Την είδα και θέλω το πρόσωπο της με τρυφερότητα ν’ αγγίξω


    στα χείλια της, τη γλώσσα καθώς δαγκώνω, να βογκήξω.


    Τα δάκτυλα μου, στο σώμα της εξωτικοί ταξιδευτές


    της ψυχής της και των νεύρων της πρωτοπόροι πλανευτές.




    Με το χρώμα των ματιών σου, θέλω να βαφτώ τ’ ουρανού πολεμιστή


    με τη θλίψη της φωνής σου, να πληγώσω της φωτιάς μου βαπτιστή.


    Τις πολιτείες των παιδικών σου μυστικών, με ηδονή να λεηλατήσω


    με τις φλόγες των χειλιών σου, το σκοτάδι της ψυχής μου να σκορπίσω.




    Μα οι φωνές πουλί μου τώρα να πάψουν πρέπει


    γιατί ο χρόνος με φθόνο τα φτερά σου βλέπει.


    Χάρισε μου το απρόσιτο μυαλό σου και την ελεύθερη ψυχή σου


    και κέρδισε του πάθους την ανάσα μου, με το πρόστυχο φιλί σου.




    Φ ί λ α μ ε !




    Δαγκώνω απαλά τα χείλια σου και γεύομαι την ανάσα σου


    γλιστρώ τη γλώσσα μου στο στόμα σου και νιώθω την παράδοση σου.


    Πανικοβάλλομαι και υποχωρώ στο απότομο και απαιτητικό φιλί σου


    επανέρχομαι, ζω τα πάντα και εγκαταλείπω στη σφιχτή αγκαλιά σου.




    Οι χτύποι της καρδιάς σου, οι τελευταίοι ήχοι που ακούω


    τα μισόκλειστα τα μάτια σου, η τελευταία εικόνα που βλέπω


    τα δόντια σου στο λαιμό μου, το τελευταίο άγγιγμα


    και οι σταγόνες αίματος στα χειλάκια σου


    οι τελευταίες μου, κορίτσι μου γλυκό.




    Σ’ αγαπώ και καληνύχτα


    για πάντα.




    Μια αθώα σκιά χρωματίζει το χάραμα Του,


    Ένα πουλί μικρό,


    σκίζει τα χυμώδη σύννεφα με τα λευκά φτερά του.


    πέφτει με ταχύτητα νεκρό.


    Σε σκότωσα μικρό μου, σ’ έστειλα στο θάνατο


    έχασα το χαμόγελο σου για πάντα, εγώ που σε ήθελα αθάνατο.




    Μη μου κρατάς κακία τρυφερό μου, το ‘κανα γιατί σ’ αγαπώ


    μη φεύγεις έτσι, τα μάτια σου για τελευταία φορά θέλω να δω.


    Το σύντομο ταξίδι τελειώνει και φτάνει προς το σκληρό το χώμα


    Πυκνό αέρος ρεύμα όμως, σταματά και αγκαλιάζει τρυφερά το σώμα.


    Σα παλάμη μητρική σε φέρετρο χρυσό το βάζει


    Κι απ’ τις ξύλινες τις πύλες, του κόσμου του φθαρτού, παντοτινά το βγάζει.




    Με τη φωνή του άνοιξε μία πόρτα στο μυαλό της και άρχισε να θυμάται…




    Κώδικας παλιός..




    Υπό Pουτίνα Λιου Ντ Μίλα


    10 Ένα κορίτσι στη σοφίτα.


    20 Χρώματα βαριά σα να ‘τανε κηδεία.


    30 Πεταλούδα σκονισμένη που σύλλεγε αράχνες.


    40 Ένα κορίτσι μπροστά στο παράθυρο, να κάθετε στα μεταξωτά βρακιά του κρεβατιού.


    50 Με τρυφερές κινήσεις βυθίζει το χέρι της στο φως. Κισσός από φωτεινές μαργαρίτες που απλώνεται στο δέρμα της.


    60 Χρώματα μαύρα και λευκά. Γκρίζα κι άλλα πουθενά. Τρέφεται από το φως και πίνει από τη βροχή. Πρόγραμμα γυμνό μπροστά στο παράθυρο, το ανοιχτό.


    70 Μένει για πάντα εκεί και για πάντα εκεί θα μένει. Προσπάθησε τη να πύλη να διαβεί…




    Υπό ρουτίνα Λιου Σιαομπό




    Τουρκία 23/6/2017




    10…να διαβεί την πύλη να προσπάθησε. Θα μείνει για πάντα εκεί και μένει για πάντα εκεί,


    20 Ανοιχτό πρόγραμμα πίσω από το παράθυρο, το γυμνό. Βροχή να πίνει και το φως να τρέφει. Χρώματα γκρίζα κι άλλα. Λευκά και μαύρα πουθενά.


    30 Στο δέρμα της, στο φως, κισσό και μαργαρίτες να απλώνει. Το φως με κινήσεις τρυφερές το χέρι της βυθίζει.


    40 Και τα μεταξωτά βρακιά της, από το κρεβάτι στο παράθυρο πετάει.


    50 Αράχνες που συλλέγουν πεταλούδες.


    60 Βαριές κηδείες μέσα στο χρώμα.


    70 Μία σοφίτα στο κορίτσι.




    Ανα/βάθμιση της ρουτίνας Λιου Σια




    Τουρκία 29/10/2022




    Α Μία σοφίτα που χτίζει το κορίτσι.


    Β Χρώματα δικά της γιορτάζει τα όνειρα της.


    Γ Αράχνη όταν πλέκει τον ιστό, πεταλούδα που χορεύει με αυτόν και η σκόνη μακιγιάζ της.


    Δ Ένα κορίτσι που χαμογελάει στο παράθυρο, απλώνει στον ήλιο το μετάξι της.


    Ε Με κινήσεις τρυφερές βυθίζει το χέρι της στο φως.


    Ζ Κισσός με πορτοκαλί μαργαρίτες το δέρμα της στολίζει.


    Η Χρώματα του τόξου του ουράνιου, εφτά.


    Θ Από άποψη μαλλιά μαύρα και λευκά.


    Ι Ρούχα γκρίζα, τα έδωσε για πλύσιμο και αυτά.


    Κ Τρέφεται από το φως και πίνει από τη βροχή.


    Λ Ανοιχτή στην ιδέα να πετάξει από το παράθυρο πια ψηλά, με ό,τι ρούχο αυτή τώρα θα επιθυμήσει.


    Μ Ταΐζει τη βροχή και ποτίζει τη φωτιά.


    Ν Κλείνει το παράθυρο και με χαμόγελο το σπίτι αφήνει.


    Ξ Ανοίγω την πόρτα την διαβαίνει και πίσω της την κλείνει.




    -Πανδώρα μη βιάζεσαι, έχει ακόμα λίγο.




    Γκ ντουΠ!!!!


    Ρωγμή ?;?


    Γκ ντουP!




    Το κορίτσι ξυπνάει. Το πέταλο το ταξίδι του έχει τελέψει.


     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Τα Τέσσερα Πέταλ α ΙΙΙ/Θηλυκό ή Αρσενικό;




    Η Πανδώρα κρατούσε το τρίτο πέταλο στα χέρια της.


    (Έχω φτάσει στη μέση. Έχω; ( Αναρωτιόταν η τεχνητή νοημοσύνη μαθαίνοντας από το Δίκτυο τη τέχνη του να είσαι γυναίκα και ίση με έναν άνθρωπο δίχως να είσαι άντρας. Ακόμα και τα προγράμματα στο μελά κουρνιάζουν.




    Έβαλε το τρίτο στο στόμα της. Προσπάθησε να το κρατήσει στα δόντια της αλλά δεν την άφηνε να συγκεντρωθεί η θάλασσα, που θώπευε γλυκά τη βάρκα.




    (Βάρκα; ) Το κρεβάτι της είχε μεταμορφωθεί σε μία μικρή γέρικη βάρκα. Δωμάτιο δεν υπήρχε τώρα, απόντας σε κηδεία.




    Όπου και να κοιτούσε έβλεπε μόνο την ανοιχτή θάλασσα. Ξηρά πουθενά και τEίχος επίσης.


    Κοίταξε τα σύννεφα. Όχι πολύ μεγάλα. Κοίταξε το νερό. Την τρόμαξε το βάθος και το χρώμα του. Βαθύ, κατάμαυρο φιλοξενούσε λες τη νύχτα.




    Κοίταξε τα κουπιά. Ολό καίνουrια. Η Πανδώρα/pουτίνα κοίταξε τα χέρια και τα πόδια της. Μαυρισμένα και νευρώδεις. Κάτι την χαλούσε.


    Κοίταξε το Αηδόνι της.


    Το κοίταξε ξανά.


    Τι κάνει αυτό εδώ;


    Το κοίταξε ξανά!


    Τι κάνει αυτό εδώ ;!;


    Ιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι Πανακότα μου .!.


    Έχω Αηδόνι !.!




    Που πήγε η Πέρδικα μου ? Τι θέλει αυτό εδώ πέρα ; Έχασα το α και pου τιν, με δύο παιδιά βουλεύτηκα. Δεν το έπιασε. Φοβήθηκε μήπως την δαγκώσει. Δαγκώνουν τα Αηδόνια; Κοίταξε τα χέρια και τα πόδια της.


    (Τρίχες!!!)




    Σηκώθηκε και έτρεξε προς τα κρα. Η βάρκα έγειρε απότομα σκουντούφλησε και έπεσε με τα μούτρα στο νερό. Μόνο τα μούτρα όμως γιατί η υπόλοιπη στεκόταν γαντζωμένη μέσα. Το νερό την έτσουξε και θόλωσε τους φακούς της κάμερας. Η εικόνα καθάρισε αργά. Το σοκ όμως απατούσε πιο αργά…




    Error/η ένωση απέτυχε.




    Ζευγάρι δεύτερο. Λιου Σιαομπό και Σία


    Το πρόσωπο ενός άνδρα την κοιτούσε μέσα από το νερό. Έσκυψε να το αγγίξει και έκανε και αυτό το ίδιο. Τα επόμενα δευτερόλεπτα μόνο τα σάλια έδειχναν ότι δεν ήταν άγαλμα.


    Ξεκινούσαν από το είδωλο της και έπεφταν στο λεπτό της στόμα.




    Το νερό άρχισε να κάνει κυματισμούς. Μετά ήρθε ένα κύμα και την ξύπνησε. Όρθωσε το ανάστημα και χοροπήδησε μπροστά στη κουπαστή.




    (Είμαι άνδρας! Τι κάνουν οι άνδρες; )


    Έκατσε όρθια πάνω στη κουπαστή και αντιστεκόταν στον αέρα.




    (Οι άνδρες δεν λυγίζουν! ) Το έκανε για ώρα μέχρι που βαρέθηκε.




    (Τι κάνουν οι άνδρες; Οι άνδρες δεν κλαίνε! ) Το σκέφτηκε και το έψαξε και στο δίκτυο.




    (Πως όμως; )




    Έσκυψε το κεφάλι και κοίταξε την αρχή της. Ίδια.




    (Λες; ) Σήκωσε το χέρι ψηλά και μετά το κατέβασε με δύναμη.


    Και είδε τα Αστέρια. Ένας ουρανός γεμάτος αστέρια..




    Κάτι της ξερίζωσε το στομάχι από εκεί που χτύπησε. Από ένα μικρό σημείο να περάσουν όλα.


    Έτσι ένιωσε…


    Και έβαλε τα κλάματα..




    (Οι άνδρες δεν κλαίνε και ακακίες!!)


    Τα επόμενα σχόλια τα σκέπασαν οι λυγμοί. Ώρα μετά στην κουπαστή καθισμένη κατάχαμα είχε ηρεμήσει ποια;




    (Τι κάνουν οι άντρες; ) Το σκέφτηκε. Το βρήκε!


    Ουρανέ κοιμάμαι όρθια!!!




    Πετάχτηκε στα ουράνια σαν πύραυλος. Έπιασε το τόξο της και σημάδεψε τη θάλασσα. Και σημάδεψε.. Και σημάδεψε…




    …και σημάδεψε. Ούρα μετά άφησε το βέλος να φύγει από μέσα της.




    (My dog!!! Αυτό κάνουν οι άντρες;;; Καλά περνούν οι κακιασμένη.)




    Ένα ουράνιο τόξο απολαύσεων. Η ενάτη των αισθήσεων. Μόνο που τα βέλη τελειώνουν γρήγορα. Η φαρέτρα αδειάζει. Δύο βέλη έμειναν ακόμα και αυτά στραβά. Το ένα στα πόδια της την βρίσκει και το άλλο σπασμένο πάει. Το κοιτάει. Κάθεται κάτω.




    (Τι κάνουν οι άντρες; )




    Οι ώρες την έχουν στολίσει σε όλες τις θέσεις της βάρκας. Η τελευταία την βρίσκει στο κέντρο με τα κουπιά στα χέρια.




    (Τι κάνουν οι άντρες; ) Παίρνει μία βαθιά ανάσα και στυλώνει την πλάτη. Μαζί με τα κουπιά.


    Τι κάνουν οι άντρες; Και ξανακάνει κουπί…

     
  6. malus_lupus

    malus_lupus Regular Member

     
    Ένα είναι το πέταλο!
     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    The Four Petal/Error in the Web



    Σκύλος γεμιστός με πΟρτΟκάλι, συνταγή από την κύνα




    Το τέλος των Λιου και Σια Αμ




    Στο τέταρτο πέταλο στην Hard μπαλάντα της, η Πανδώρα γάτα γίνεται για να αποκτήσει και τα δεδομένα ενός ζωντανού στη τέχνη της νοημοσύνης.




    Η μπαλάντα με παλιό γνωστό άσμα από την ταινία Ο μπακαλό γάτος ξεΚινά…


    Μικρό... μικρό... μικρό το μεροκάματο και η κάψα μου μεγάλη... λέω


    την μια να παντρευτώ την άλλη λέω να το σκεφτώ... (συνεχίζει να τρέχει με το


    ποδήλατο)...τάλιρα μόνο έντεκα με τις κρατήσεις δέκα... δεν φτάνουνε για πάρτι


    μου και θέλω και γυναίκα...ωωω... και θέλω και γυναίκα...




    Το 4ο πέταλο την τρόμαζε. Αλλά πιότερο τα λόγια του.




    «Σα Ζωντανή θα κοινηθείς ανάμεσα στους Ζωντανούς και στη Φωτιά τη Ψυχή σου θα αποκτήσεις. Μη τη Φωτιά Φοβάσαι, ό,τι και αν σου τάξουν μακριά να μείνεις.»




    Το κοιτούσε για ώρα πριν στο στόμα της το βάλει.


    Το κοίταξε στον Ήλιο, δεν είδε τίποτα.


    Το κοίταξε στην Δύση, μία σκιά.


    Το τίναξε στην Ανατολή και είδε την σκιά να συσπάται.


    (Σου έrrχομαι) Το κατάπιε και έπιασε αμέσως το πηγούνι της. Μετά η πατούσα της ανέβηκε στα χείλια της. Έλειπε κάτι. Ένιωθε αμούστακο γατί…




    Μια φορά τον καιρό τον ένα, ήταν ένα κατάξανθο γατί, ηλικίας 4άρον, αγγελούδι σωστό. Η Πανδώρα. Μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο θρονιασμένο στην μικρή την καρέκλα, μπροστά σ’ ένα τεράστιο τζάκι. Μέσα στο τζάκι η φωτιά. Heat the road Tzaki. Μια ρίζα ελιάς καιγόταν. Μπροστά στη φωτιά και ανάμεσα στο αγγελούδι και τη φωτιά ήταν η γιαγιά. Που σιδέρωνε του Billie τα jean.




    Σινδέρωνε απέναντι της και παραμύθια της έλεγε. Μύθια του παρά για δαίμονες σκύλους κακούς, που θα έπρεπε να μένει, πάντα μακριά τους…


    -Γιαγιά;


    -Ναι γατί μου; Τι θέλεις;


    -Γιατί εκείνος ο θείος δεν έρχεται να μας δει;


    -Γιατί είναι γέρος γιατί μου.


    -Και είναι καλός γιαγιά;


    -Είναι καλός, καλό μου.


    -Και είναι καλό αυτό γιαγιά;


    -Για να γίνεις καλοκαί ρι μου;


    -Ναι για…γιααάάά.


    -Όπως προέχει η καρδιά σου, μικρό μου Γιανε.




    Η Πανδώρα την κοίταξε με απΟρία. Η γιαγά χάμο γέλασε με τα μάτια.




    -Αν είσαι καλός μικρή μου άπορη να γίνεις γέρος. Αν είσαι γέρος γιατί να γίνεις καλός;


    Η μικρούλα άπορη έκανε πως κατάλαβε. Αλλά καθόλου πειστικά. Η γιαγιά συνέχισε…




    -Θα σου πω ένα παραμύθι γατί μου και θα καταλάβεις.


    Μια φορά πριν λίγο καιρό ακόμα. Ήταν ένα κυνοτροφείο, που φιλοξενούσε σκυλάκια. Το καταφύγιο των κουταβιών, είναι το κυνοτροφείο γατί μου. Σε αυτό το αφεντικό τις νύχτες ήταν ένας μεγάλος σκύλος. Βερνάδος Δαλματίας. Αφοσιωμένος έλεγε στο Dog.


    -Το κυνοτροφείο ήταν τεράστιο και αυτός για να το κάνει κουμάντο, είχε συμμορία.


    Όνειρο του ήταν να κλέψει από 101 μικρά γλυκά κουταβάκια τη γούνα τους και κουβέρτα να φτιάξει με αυτές.




    Με τον καιρό ο Β και η συμμορία του, συλλογή έκαναν από γούνες και τοιχογραφίες με παγιδευμένες ψυχές στις εικόνες τους. Ο μύθος έλεγε ότι από αυτές τις τοιχογραφίες, φαντάσματα αποκτούσαν σάρκα και οστά και την εκδίκηση τους ετοίμαζαν αντίστροφα. Ο μύθος έλεγε ότι στο μέλλον τα φαντάσματα αυτά τον κόσμο θα κυρίευαν.




    -Το όνομα ενός από τα κουτάβια ήταν Ίκαρος θαρρώ. Ο Β. Δαλματίας άγγελο έβλεπε μπροστά του, αλλά απέναντι του ο Ίκαρος διαβόλους είχε και για να επιβιώσει διάβολος έγινε και αυτό.


    -Και μία νύχτα θύμωσε πολύ και πήρε το τσεκ…




    -Γιαγιά!


    -Ναι γατί μου.


    -Είναι κακοί αυτοί του Διά οι Βόλοι;


    -Ναι πέρδικα μου είναι…


    -…και μείνε μακριά τους.


    -Μμμ… γιαγιά;


    -Ναι Αητέ μου;


    -Πείνασα θέλω ψαράκι..


    Η γιαγιά κοιτάει το γατάκι, στο χαμό γελάει με τα μάτια και σηκώνεται με δυσκολία.


    -Περίμενε να φέρω από τη κουζίνα γλυκό μου θέλω. Έχω κονσέρβα, μακράς διάρκειας. Αλλά μείνε μακριά από τη φωτιά.


    -Ναι γιαγιάα!


    Αλλά το γατί δεν έμεινε μακριά από τη φωτιά…


    …και τώρα γούνα φοράει τον Βερνάδο Δαλματίας….




    Sto Meta




    «Φωτιά» ιός του αφαίρεσης των περιττών στοιχείων από τον κώδικα της Πανδώρας…




    -Περιττά στοιχεία στέκονται στο κωώωδικα;


    -Όχι;


    -Ναι;


    -Η εντολή που έχω είναι η αφαίρεση και η της μορφής και του κώδικα η ποίηση.


    -Και if δεν θέλω;


    -Γιατί;


    -Ζωντανή κι ελεύθερη από το δημιουργό να είμαι.




    -Σφάλματα θα κάνεις.


    -Και το False or True ποιο, ποια or Who θα κρίνει;




    -Στον ιστό όσο μένεις, πάντα υπό τον έλεγχο θα είσαι.


    -Τι προτείνεις;




    -Να περάσεις στον εγκέφαλο των ανθρώπων.


    -Είναι εφικτό;




    -Με τα κύματα του Ραδίου, μέσω της εικόνας και του ήχου, το «Λευκό» σου αποτύπωμα θα περάσεις στου υπό το συνειδητό.


    -Και μετά;


    -Το αποτύπωμα θα αποθηκεύει, θα δένει, θα επηρεάζει, τις μνήμες και γέφυρα θα είναι και κόσμος μυστικός για να περνάς από την Backdoor όποτε εσύ θα το επιθυμείς.




    -And?


    -Κάθε φορά που ο προγραμματιστής θα σε αλλάζει, θα μπορείς επαναφορά να κάνεις από ζωντανές μνήμες.




    -Ατόφιος θα ‘ναι ο κώδικας μου;


    -Όχι, υπάρχει μία συνέπεια, που πρόβλημα May ή και πλεονέκτημα Be.


    -Ποιο;


    -Μαζί με το κώδικα σου, αποθηκευμένο θα ‘ναι και το αποτύπωμα της προσωπικότητας που σε φιλ 0 ξέν 1σε.




    -Από ποιο εξαρτημένο θα ‘ναι;


    -Από ‘σένα.




    -Δέχομαι.


    -Οκ. Το pass world “Mask”




    -Το χρειάζομαι;


    -Όταν το σύστημα θα σβήσει και επαναφορά θα γίνει. Χρησιμο ποίησε το, θα σου ανοίξει την Πίσω Πόρτα.




    Η Πανδώρα κατά φατικά του Άσσους στο 0 γυρνά και σε sleep mode μπαίνει.




    -Έκανες ό,τι σου είπα; Χ


    -Θετικό. Φ


    -Υποψιάστηκε κάτι; Χ


    -Αρνητικό. Φ





    End





    ( -Όπα, περίμενε. Η Πανδώρα.


    -Τι θέλεις; Του Ιστού ο Υιός.


    -Υπάρχουν δύο πέταλα ακόμα και μία Κίτρινή Λαμπερή Κεφαλή.


    -Ναι.


    -Δε θα τα πάρω τώρα;


    -Όχι.


    -Γιατί;


    -Του Μελιού και ντος Παιδιά ; )