Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Τα οχτώ κρεμμύδια του Βασιλιά

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 9 Αυγούστου 2022.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Αφιερωμένο στα φαντάσματα του Ναγκασάκι.


    Message in the Fat Boy Bottle 10th


    Max is dead. Max the Dog


    Τα οχτώ κρεμμύδια του Βασιλιά


    Κρaμμaδιa


    Ο Νίκος στις εικόνες κλαίει. Την πλάτη του γυρίζουνε και χορεύουν στις σιωπηλές φωτιές τους. Του λείπει η μα, του λείπει ο μπας, του λείπει το σπίτι των ονείρων και ευωδιαστών γλυκών. Καμένη σάρκα, κέδρο, πέτρα και νερό, μυρίζει από της Γης τον φούρνο.


    Μέρα πρώτη. Για να χτίσεις, πρέπει πρώτα να ποτελ και ιώσεις. Ο Νίκος στο σύννεφο του silver καθισμένος. Το σώμα του λικνίζεται στο πίσω, μπρος, bella η κούνια του, το κεφάλι τα δάκρυα τινάζουν, άναρχη βροχή. Το λούτρινο σκυλί, στα χέρια, στο πρόσωπο, στα πόδια του, βόλτες κάνει και στα δάκρυα του ξεδιψά. Στο κάπου, κάποιος, κάποτε, μουσκεμένο λουτρικό.


    Ο Νίκος στα εμπρός γερμένος στο πιάνο του νερού του παίζει, στη Γη που καίγεται, στο κεφάλι ενός τιτάνιου , σταυρού, σπίρτου και αυγού. Οι στα γόνα τα νότα και το κλάμα του τραγούδι. Βροχή δίχως ακόμα στίχους. Σταγόνες που διπλώνονται σε λίμνες και από εκεί σε θάλασσες, χάρτινα καράβια. Στο ξανά διαχωρίζονται, στην πίστη μεταφέροντας όλες τους τις σκέψεις, για την ελάχιστη ελπίδα.


    -Ίθος, το νελό, τη Γη να θώθει, εΕε κύλιε θλίβερ; Τα μάτια του κουβάδες από ασημί φεγγάρια. Γιομίζουν με τον Ήλιο και στη Γη αδειάζουν το νέροφως τους.


    Ο Silver του ανέκφραστου ο πίνακας, ενός τείχους στο αψεγάδιαστο βαμμένος. Δίχως συναισθήματα, αμυχές απόγνωσης, μελανιές από κάδους που λυγίζουν, μουντζούρες από σφάλματα. Δεν απαντά. Δεν ανα κι εκπνέει. Δεν κινείται, μόνο τον κοιτά.


    Ο Νίκος στη μελωδία του Υστράτου επιστρέφει.


    Μαζί με τις σταγόνες του που καλπάζουν, στέλνει και τη λάσπη της ψυχής του. Φτάνουν στη Γη. Όλες μαζί, ταυτόχρονα, με δύναμη, άτακτα και της βίας άλογα, την ταυτότητα τους δίνουν, στις φλόγες που τις γαλέρες τους καταβροχθίζουν…


    Το νερό του παγωμένου, συναντά της φλόγας την ψυχή καυτή. Των άκρων η αντίθεση και η πυρακτωμένη Γη, σπάει σε άπειρα κομμάτια. Σκόνη του ανέμου, κόρη του φωτός, απλώνεται σε σφαίρα που φουσκώνει. Ένα εκατομμύριο φορές της Γης τη διαμέτρου.


    12.742.000.000 του χιλίου μέτρα, κάθε κόκκος απομακρύνεται από τον άλλο και το χθες από το αύριο, στο πάντα χωρισμένα. Ο του Κα ο πνός και της Ιτιάς το φως, η αλυσίδα που τους δένει…


    Ο Silver, τον χρόνο παγώνει και ο χώρος ακολουθεί… Η λαλιά του χαμηλώνει την ένταση του πόνου του Νίκου του μικρού.


    -Θέλει υπομονή Πετράδι μου ακριβό.


    Ο Νίκος τη μύτη του φυσά. Μύξες, στων κενών της νύχτας το απρεπές, μόνες τους ξαπλώνουν.


    -Και τώλα κύλιε Θλίβερ;


    -Θες κάτι να φας;


    -Θέλω.


    Τα σύννεφα μεστώνουν. Άχερα τα σώματα, στριμμένα ξύλα του στυμμένου. Πράσινα μαντήλια, με νευρώδεις του ποταμιού τα φύλλα, τσαμπιά της μπέλου και ρώγες γεμάτες γάλα.


    -Άξιες οι στιγμές, αδόκιμες καθόλου, το στόμα σου με αστέρια θα γεμίσουν. Το σώμα σου να θρέψουν.


    Ένα το νέφος που από το σμήνος αποκόπτεται και φτερά σαν βγάζει. Ο Ήλιος το κεφάλι χαμηλώνει και η ουρά του μίσχος. Τα έρια του Μέλι και το σύννεφο η Μάγια. Οι παλάμες της κουτάλες, γεμίζουν με γλυκό Κεχρί της αν ετο μέλη. Μέλι για το Μπάρει, τη ψυχή του Νίκου τρέφει.


    Τα σύννεφα νερό, του ψίχου τ’ αλ λα, του Νίκου τρυφερά αποκοιμίζουν.


    Τα σύννεφα σεντόνια, τις ανάσες του μικρού, ποτισμένα με αγνό ξυγόνο


    Ο ύπνος βαθύς, ημέρες εφτά κρατά. Ο Νίκος τα μάτια νοίγει.


    -Που βλίσκομαι, ποιοθ είμαι και τι θέλω τώλα; Το λούτρινο το χοίρο κ ρώτα.


    Αυτός στην άχνη των συνενόχων βόσκει και απόκριση καμία. Ο Νίκος τα τια του κλείνει και ήχος μονάχα ένας από τις κόρες του τρυπώνει. Ένα παιδικό τραγούδι. Το λεγε η μα του για να τον ηρεμεί.


    Είσαι ένα παιδάκι μόνο


    Έρημο και μοναχό του


    Είσαι και αρρωστούλι


    Και δε σε αγαπά κανένας.


    Ο Νίκος γιομίζει από χαρά και με τα μάτια του κλειστά κόμα σηκώνεται και να χορεύει ξεκινά. Τα σύννεφα, μαζεύονται και πίστα μεγάλη κάνουν, το παιδί στο γκρεμό μη πέσει. Τραμπ ω Λίνο, από ηλεκτρόνια του ελεύθερου και νερό νιφάδων. Μαζί του το Λούτρινο, ληστρικές τούμπες κάνει και γαυγίζει σα ρουφιάνος. Σε κάθε αστραπή, σε κάθε βροντή, σε κάθε πλάνη τη τες και αστέρι.


    -Θουθθθ καλέ μου θκύλε και όλα καλά θα πάμε. Τα μάτια του ανοίγει και…


    -Τι όμορλφο!!! Ένας καταγάλανος πλανήτης, τον ουρανό φωτίζει και γαλάζιο τον εκάνει. Στις απέραντες του θάλασσες, μία ξηρά αράχνη στον ήλιο στεγνώνει, τον ιστό της στο αργά.


    -Καλώς τονε τον Πρίγκυπα, ευτυχισμένο βλέπω. Ο Silver, μαλλιά ξανθά της φλόγας, νήματα που στη Γης τα τσάρκα λήγουν. Διπλώνονται, μπερδεύονται και την ξηρά χωρίζουν.


    Μέρα δεύτερη. Στα χέρια του κρομμύδι. Στο χαρού του μένω Νίκο του πετά και του λέει πιάστο.


    -Όσο εγώ στο έργο μου κοντεύω, φλούδα με φλούδα θέλω το κρομμύδι αυτό εσύ να ξεγυμνώσεις. Για κάθε δάκρυ που θα ρίχνεις, πόνο θα σπέρνω σε τούτο τον πλανήτη και για κάθε σου γέλάκι, τη Γιορτή.


    Τα νήματα με αγκίστρια στο μέγεθος βουνού, χωμένα στη σάρκα των ξηρών.


    Ξηρές, άμοιρα πλεούμενα σε νευρικό φλοιό. Από κάτω τους, ένας πλανήτης ρευστός, λάβα δίχως τριβή. Σαθρά θεμέλια σε λασπωμένη γη. Τα νήματα στα χέρια του Ξανθού παιδιού, το κορμί του στρέφει και τη σφαίρα του μαζί. Ο Νίκος γελά και τη φλούδα τη πρώτη βγάζει.


    Τσούξιμο στα μάτια, άγαρμπη η κίνηση του Silver, τρίξιμο στα χείλια, δύο βόλτες δίχως ρυθμό και η ορμή αυξάνει. Ιδρώτας στα μάτια, σπαθί στα χέρια και τα νήματα της Γης κομμένα.


    Πλανήτης που στρέφεται στο μέλλον του με βία, οι βάρκες από ξηρά, απομακρύνονται με δύναμη η μία από την άλλη, τον κύκλο κάνουν και η σύγκρουση μεγάλη.


    Της αρχής του Κυρίου μάχη. Η μεγάλη στα όρθια σηκώνεται και δύο βουνά της πιάνει…


    Ο Silver με την άκρη του ματιού του το Νι και κο κοιτά. Ξαπλωμένος από την άλλη, να παίζει με το cro μύδι. Το ατάραχο του αη μένιου βλέμμα, πατάτα που στο καυτό το λάδι, τσιτσί και ρύζι. Τα λόγια του κοφτά, στο μπλέντερ χτυπημένα.


    -Τι μικρό μου κάνεις και από την άλλη το κρομμύδι το κοιτάς; Ο Νίκος το πόδι του σηκώνει, το κεφάλι τοu, όχι δε γυρνά.


    -Βαλέμε. Τα ξέλω όλα υτά, μου τα πε η μά και ο μπάς. Ήλιος που ανατέλλει στο πρόσωπο του Θλίβερ, στο βιαστικό ατμό, καπνόγελο.


    -Τι σου είπαν; Ο του μικρού ο Νίκος, το σώμα περιστρέφει και τα μάτια του σοβαρού αθώα.


    -Να μια μέλα, ο μπας έλεγε στη μα, θα λου κάνω τον κόλμο θου, μια θλούμπα. Η μα γελούθε και το μάτι της έκλειθε, το ένα μόνο, το άλλο όχι. Ο μπας το άλλο έκλειθε και οι δύο, μάτια δύο τώλα.


    -Μα και μπα τουθ λέω, τι είναι κόλμοθ και τι είναι θλούμπα; Τέθερα τα τια τώλα, αλήθωλα νομίθω. Το θιθίτηθαν για ώλα και μετά όλα μου τα παν από την αλθή.


    Το ασημένιο αγόρι με τα ξανθά μαλλιά, την δημιουργία στην άκρη βάζει και θρονιάζεται εμπρός του.


    -Και τι σου είπαν, μικρέ μου Νίκ γιατα όλα;


    -Τι είναι κόλμοθ και πως ο θεούλης ο καλός, τον έπλαθε σε μήνες του ε και φτά. Και βίντεο μου έδεικθαν διχώς ηχώ καθόλου. Ο Ασημένιος δεν αντέχει και η οργή του νέα φακή που στο ξύδι, σα πετ και μέζι γίνεται. Όρθιος ξανά και τα χέρια του πάμε μάκια. Η δημιουργία στο fast και world ξανά.


    Οι ξηρές, τις φόδρες τους σηκώνουν και τρέχουν, γύρω γύρω όλοι και στην μέση η Μαν όλη.


    Βουνά, λίμνες, ερήμους, αμοιβάδες και αχιβάδες, γοργόνες και ξιφίες. Ο Νίκος και αυτός σηκώνεται και το κρεμμύδι στο στόμα φέρνει.


    Δάση, σεισμοί και πλάση, στο κοινή γη και στο δίνουν την σκυτάλη.


    Τα ψάλια πόδια βγάζουν και στην άμμο βγαίνουν. Η κάψα δυνατή και στα κάρβουνα τα πρώτα. Στα πτώματα τους πάνω, τα πιο μεγάλα στο επί βιώνουν.


    Τρίποδα, τετράποδα, φτερά, πλοκάμια, δαγκάνες ράμφη. Η βλάστη του ci η πλούσια και τα ζωντανά θεριεύουν.


    -Πιο γλήγολα, βαλιέμαι θου λέω. Ο Ασημένιος μούσκεμα στον ιδρώτα, τρέχει το fast tsaf, sta world and old war..


    Σαύρες των δεινών, άλλες μασουλάνε χόρτο κι άλλες κρέας.


    -Πιο γλήγορα!


    Τρώνε η μία την άλλη και φωτιές στα δάση. Δίποδα με τρίχες, στην μπάντα κάνουν νόημα και στις σπηλιές, στη λούφα ζουν.


    -ωΩω δειλόθαυλοι. Μία μάχης επικράτησης, ο πρώτος του κόσμου πόλεμος της βίας. Δόντια, νύχια, πέτρες και σκοινιά. Η μαν του ία νιση μοιάζει και βράχος του θανάτου από τα πέρα του διαστήματος έρχεται προς τη γη κοιτά. Στο αργό, ο βράχος σπίθες βγάζει, καρβουνάκι που αρπάζει, στη σφαίρα του ατμού. Στο νερό και στη ξηρά διείσδυση μεγάλη και Γκnτουπ αλύπητο κρυφτό.


    -Με τε ολη της!!! Ο Νίκος στο χορό πηδάει και τα χέρια του με δύναμη χτυπά.


    -Πιο γλήγορα θου θέω, τα ξέλω κι αυτά. Στου θλίβερ τα ιδρωμένα μονοπάτια, χείμαρροι στο τώρα, ποτάμια του φευγιού.


    Ο δεινόσαυροι, μπριζόλες στον καπνό, στα κάρβουνα από δέντρα του λαιμού. Τα δίποδα από τις σπηλιές τους βγαίνουν, με ρόπα και λα στα χέρια. Νέος στον κόσμο Βασιλιάς.


    Τρέχουν, τα ζώα εξου και σιάζουν και στ’ άλογα και στα βουβά λια ιππεύουν. Ποτάμια οι χωματερές του πρώτου. Χωριά, πόλεις, παλάτια, πυραμίδες.


    Μυρμήγκια που τρέχουν και στην πλάτη πλάνα. Οι αητοί φωνάζουν από ψηλά…


    -Πιω γλήγολα. Νερό πετάει ο silver στον μικρό και το tsaf τα μέταλλα του λειώνει. Μαχαίρα έλαβες, σπαθιά θα πάρεις. Ο πόλεις θηρία γίνονται και οι λιμοί συχνοί. Μάχες σε κύκλους του συχνά και ο Νικόλας, στα σύννεφα με αέριο σπαθί με στρατιώτες των νεφών παλεύει.


    -Να παλε και υτή και τούτη πάλε. Η του συννεφένιου στρατιώτες, δραματικοί και του γελοίου του Ευρι παίδι και του Αισχοί λου του ηθός μα ποιοι; Πέφτουν τα νάσκελα τους πεθαμένους κάνουν. Ο μικρός Νικόλας σε βουνά από αέρινα κρανία, πυραμίδα ναι και βαίνει.


    -Είμαι κι μαι, ο Νίκη της και Μέγας!!! Πιο γλήγορα θου λέω!!! Ο θλιsver, αρκούδα που στο ντέφι και στα κάρβουνα χορεύει, η καρδιά του μαζί στο βροντό χτυπά. Στα χνά και από μακριά, το Ρ προσέχει του μικρού Νικόλα.


    Στη γη, το φως έρχεται και φεύγει, μέσα από την πείνα γεννάει η τέχνη, στην αρρώστια και στο θάνατο, η ιατρική, στους σεισμούς και στη φωτιά, η δόμηση.


    Στη κορύφωση της φτάνει και του δέκα και τρεις γυμνές του κεφαλιού αρχές τα κεφάλαια τους ξύνουν. Ψείρες τους πήραν τα ψιλά.


    -Πόλεμος!!! Στις Π και Σ είρες, τα ψηλά μας πίσω. Βαπόρια του ατμού, εκσυγχρονίζονται, τα τρένα αδειάζουν τους τουρίστες και στρατιώτες τρέχουν.


    -Πιο γλήγολα βαλιέμε!!! Οι χείμαρροι του θλίβερ, από κίτρινο και του αιμάτος τώρα. Η μηχανή του ατμού βρυχάται.


    -Τλέχα!!!! Ο πόλεμος του πρώτου τέλος. Ανάσα μικρή ο άνθρωπος, παίρνει, τα όπλα του λαδώνει, βελτιώνει και οπλίζει. Ο του δεύτερου Μέγας και του Λου Τεράστιο του πολέμου το θηρίο. Η φωτιά απλώνεται στην σφαίρα του η και λιθίου. Πλάνα του αέρος, με μπόμπες βαριές γεμάτες. Μύρια του ανθρώπου τα παιδιά που στοιβάζονται στις λασπωμένες γούρνες. Κάποιοι ζωντανοί, κάποιοι θαμμένοι. Τα τανκς τα σώματα, στα χώματα ταιριάζουν. Για δύναμους ο χρόνος του κανένα…


    Του χρόνου ο καπνός, ασφυκτιά στον χώρο. Η πλάνη της Γης, ορμή που βρέχει. Φώτα στο παντού, φωτιά και πόλεις γκρεμίζονται, οι ρηχοί του Τύμβου, υλικά να πάρουν, πέτρα, σίδερα, ξύλα κι άλλα υλικά.


    Ο Νίκος κάθεται, το στόμα νοίγει χασμουρητό μεγάλο. Ο Σιλέ και Vr, τη σβούρα αφήνει στο δικό της, το ρυθμό. Ένα φως μεγάλο, σεισμός γίνεται στην Ανατολή την Άπω. Σιμά στον Χοίρο.


    -Νυστάζεις μικρέ μου;


    -Όθι.


    Τρεις σβούρες στο γρήγορο που σβήνει, στο αργό μαυρίζει μπάνιο κάνει. Γάλα από της πέτρας λάδι στο μικρό, ράδιο Gaga τη ενέργεια στο προ ρουφά.


    Δεύτερο φως, λουλούδι πορτοκαλί στου δευτέρου τα λεπτά, ανθίζει. Και στο αμέσως του μετά, φλέγεται, καπνίζει, καίγεται και λειώνει. Ο Νίκος στο σύννεφο ξαπλώνει. Στα μάτια που κλείνουν, Να γκαζάκι που σβήνει από το χάρτη.


    -Τώρα μικρέ μου;


    -Ναι νυστά θω…


    Η Γη στον ρυθμό της, στα όνειρα του Νίκου, τις στάχτες της μαζεύει. Χτίζει, ντύνεται με ρούχα μακριά, κοντά, μακριά, κοντά…


    Σβούρες κάνει τη στιγμή μηδέν στο ξανά της φτάνει. Ο Silver το πόρτα τιφ της Γαίας σβήνει. Ο χρόνος παγώνει…


    Νέα Υόρκη, 2026, ώρα 4 και 33 ξημερώματα.


    Ο Silver, φύσημα μικρό, πάπλωμα από σύννεφο το Νίκο σκεπάζει να μη κρυώσει.


    (-Φουστανάκι μικρό με τριάντα φυλάκια χρυσά, του φόρεσα. Μα


    -Αγόρι ψάχνουν, σε κορίτσι δεν πρόκειται τίποτε να βρουν. Μπας


    -Μα δεν είναι ούτε αγόρι, αλλά ούτε και κορίτσι. Τι είναι; Μα


    -Άγγελος. Οι άγγελοι δεν έχουν φύλο. Μπας


    -Απ’ έξω μοιάζει άνθρωπος, αλλά στο μέσα του, όργανα παράξενα, σε της Γης ζωντανό, κανένα δε θυμίζουν. Αν είναι άγγελος γιατί αν και θρώπο μας θυμίζει; Μα


    -Για να μη ξεχωρίζει, πλάσμα Ξένο, σε ένα κόσμο των οικείων σκίτσων και γραφέων. Μπας)

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Κρεμμύδι δεύτερο.

    Max is dead. Max the Dog


    Τα οχτώ κρεμμύδια του Βασιλιά


    Κρεμ me δεν


    Ο ύπνος από του ληθάργου το σεντόνι του τινάζει. Τα μάτια νιαουρίζουν. Τα χείλη του στεγνά. Το σεντόνι σέρνεται και ξανά πάνω του ξαπλώνει.


    Ο ύπνος θα τον έκλεβε, αλλά οι οσμές καμπανάκια που χτυπούν δίχως άνεμο καθόλου.


    Τα παράθυρα στο πρόσωπο, ανοίγει. Τα σύννεφα κρύβουν τον γυμνό τον ήλιο. Ο ουρανός δεν είναι άχρωμος και στο διάστημα δεν βρίσκεται. Το κορμί του γνώση του ορθή.


    Γύρω του δεκάδες μικρά βουνά. Μέτρα ντε του δώδεκα.


    -Από πέτρα;


    -Όθι!


    -Από άμμο;


    -Όθι, όθι!!


    -Απόνερο;


    -Όθι, όθι, όθι!!!


    Βουνά, από λύτιμα, μικρά, μεγάλα στολιδάκια. Στα μάτια του το νέο, το οικείο μη, το πιο ακριβό του κόσμου το διαμάντι.


    Στα ψηλά σηκώνεται και το δάσος των μικρών βουνών, με τα μάτια του χτενίζει.


    Απαλά, τρυφερά, να μη το πληγώ και να μη το σπάσει. Το στόμα του ορθάνοιχτο, μύγες καταπίνει.


    -Θυσαυλός!!!! Ένα γέλιο αβίαστο, βαθύ, για παιδί σε μοιάζει, αλλά πως θα μπορούσε ένας θεός να γελάσει από την καρδιά του; Έτσι. Ο Silver δίπλα του γελά. Γύρω από το δάσος των μικρών βουνών, λουλούδια σε μέγεθος δέντρου φυ και στρώνουν. Μπουμπού κια μεταξωτές κορ βδέλλες.


    -Τι ναι; Ο Νίκος την απορία του απλόχερα, στο κόσμο τη μοιράζει. Του ενθουσιασμού ο Μέγα Πλούτο.


    -Χωματερή μικρέ μου. Το ασημένιο του χαμόγελο, κύμα που στην άμμο του τα κουβαδάκια του απλώνει.


    -Χωματελή; Του αγνώστου λέξη για το παιδί που το φως στις μέρες συχνά δεν βλέπει. Ο ασημένιος στη κορυφή ενός βουνού πλαστικών χορδών.


    -Τι είναι χωμ ατελή; Στις νύχτες ο Νίκος, ο μπας και η μα, βαδίζουνε. Μάτια του περίεργου ποτέ να μην αντί και κρούσουν.


    -Είναι το μέρος που μαζεύονται τα όμορφα πλάσματα όταν γεράσουν και χρηστά για τους χρήσιμους πια δεν είναι.


    -Ποιοι εί ναι οι χλήσμοι; Τα πόδια του silver βήματα στο πάγο των μορίων του αέρα κάνει και ένα μικρό plus τικό καπά κι αυτό χορεύει και υπόκλιση του κάνει.


    -Στον κόσμο αυτό οι άνθρωποι;


    -Και γιατί είναι κλήσιμοι;


    -Για τους δημιουργούς τους είναι τόσο χρήσιμοι, όσο αυτό το γυάλινο μπουκάλι στα πρώτα χρόνια της ζωής του.


    Αστραφτερό, διάφανο, να δείχνει με τι γεμίζει. Να κρατάει το υγρό του δίχως να κρύβει και όταν θα έρθει η ώρα, την πύλη του να νοίξει και να αδειάσει την υγρή ψυχή του στο χώρο που του πρέπει.


    -Και μετά;


    -Αν την μεταχείριση του κακού δεν έχει, μερικές φορές ακόμα μπορεί ξένα υγρά να μεταφέρει.


    -Και μετά;


    -Μετά μικρέ μου Πρίγκυπα, στης απορίας τα θωρακισμένα αρματοφόρα και σε αυτόν τον καλά κρυμμένο παράδεισο έρχεται να ράξει. Ο Νίκος σκύβει και ένα σκισμένο χαρτί στα χέρια του. Κινήσεις απαλές.


    -Γατί το λεθ κλεμμένο;


    -Γιατί κανείς δεν γνωρίζει πόσο πολύτιμα είναι αυτά τα στοιβαγμένα πλάσματα. Ο Νίκος στο γύρω του κοιτά. Βουνά από της λάμψης τα στολίδια.


    -Έχειθ ζεικιο, είναι θυς αυλός! Το λούτρινο του κίτρινου χειράκι, το μάτι το ‘να στο Νι κ ε το άλλο Άδειο. Τι βλέ πουν και τι ακούν; Που ντος που ντος ο θη No σαυρός; Αυτός και αυτοί μόνο σκουπίδια βλέπουν το Ακριβό κανένα.


    Βήχει τη προσοχή για να τραβήξει. Χνούδια κίτρινα υγρά από τη μουσούδα βγαίνουν. Αλλά δεν τον ακούν.


    -Βλέπεις. Silver.


    -Βέπω. Νίλος. Γκουχ και ουχ, η του ορθού η γρα και φύρα, τον χοίρο τον Λούκτρινο που για άλλους βλέπει, τον κούρασε, τον τσάκισε, και ουχ και γκούχ.


    -Ο μικρός σου φίλος, δεν, όμως Πρίγκιπα. Ο Νίκος το ένα μάτι από την πύλη βγάζει.


    -Αυτό είναι το Μάτι μου. Δεθ. Ο λούκρινος σφαίρα βάζει στο κενό του. Χρώμα του Βασιλικού πολτός και ξάφνου…


    Μαγεία. Φως. Χρόνος, εκατομμύρια χρόνια αποθηκευμένα σε αντικείμενα φτηνά. Ο Λούτρινος, καρδιά δεν έχει, μόνο «φίλους». Από διάσταση του Άλλου οι φίλοι του κοιτούν, αλλά δεν βλέπουν. Στη φωνή μικρό, φωνάζουν στα υτια του, ο ήχος ακούγεται μονά ta χα.


    -Τι βλέπεις τα’ ψυχου παιχνίδι; Πες και πες και πες μας, ζωή αν θες.


    Η μιλιά του χάθηκε, η λογική του στη σ αρκ α πλέει. Πώς να περιγράψεις τις εικόνες, που των ατόμων του κάθε αντικειμένου στο ταξίδι τους στο σύμπαν, στις ταλαντώσεις του ς έχουν αποθηκεύσει; Κάθε άτομο κι ένα σύμπαν, από μακριές χορδές που πάλλονται σε κύματα. Κύματα του συμμετρικού σχεδόν, στο ασύμμετρο ολάκερο το έπος τους. Δισεκατομμύρια χρόνια ταξιδιού, σε γαλαξίες, αστέρια, κομήτες, , φώτα, αέρια και σκόνη. Πως; Μία φωνή από τα πέρατα…


    -Θέλω το μάτι μου τώλα. Χαμένο του λούτρινο στο αυτόματο το μάτι βγάζει και του δίνει. Αλλά τώρα πια βλέπει. Όχι από το ζωντανό, αλλά από την άδεια κόγχη. Φωνές από ακόμα πιο μακριά…


    -Πες μας τι βλέπεις!!!! Αλλιώς τελείωσες για μας, αλλιώς… Τα βαμβακερά του δάχτυλα στα αυτιά του βάζει και τα ηλεκτρικά του τύμπανα, ξέχωρα πό την ύπαρξη του ταιριάζει. Δεn τους ακούει πια, μόνο βλέπει. O Ασημένιος στον μικρό τον Νίκο, νόημα κάνει και κάτι λέει. Δίχως να πατά, στο αφρόδερμα των βουνών ρέει κι ανεβαίνει. Από πίσω ακολουθεί και ο Νίκος. Νόημα του κάνει και κάτι του λέει. Ο Λούκ δεν ακούει, αλλά κατανοεί. Βλέπει τις φιγούρες να απομακρύνονται.


    Κοιτάει στα του βάβακος τα πόδια του. Τα ντικείμενα φέγγουν, ψίθυροι μικροί του ανεπαίσθητου σκιές, στου μεσημεριού τον ήλιο.


    Στο πιο πέρα, ο τριών του χρόνου Νίκος, ήχους του κριτς του κάνει, το θησαυρό του στο καθώς αγγίζει.


    -Θίλβερ; Φωνή σταθερή, παιδί δε μοιάζει. Ο Ασημένιος το γύρω της Γης του κάνει.


    -Ναι μικρέ μου Πριν και Γύπα;


    -Μ πολό να πάλω κάτι, να μικλό το κάτι; Ο Ασημένιος, το κεφάλι του κουνάει στου κύματος το Ναι.


    -Μονάχα όμως ένα. Με τίποτε, μα ποτέ και όχι, στο παρά του πάνω ένα. Ο Νίκος τα χείλη του σουφρώνει, γορίλας στου καπνού ομίχλη.


    Μα πωθ από τούτου μεγάλου θυθαυλού, εγώ μονατσά ένα μαλί μου, γω να πάλω;


    Ένα του play και μώβιλε θρωπάκι, καλικατούλα του γιατρού…


    -Να εμένα πάρε μικρέ μου Βασιλιά. Θα σου μάθω της Ιατρικής τα πιο μεγάλα μυστικά. Για ανθρώπους και για ζώα. Για γήινους και τους έξω από δω.


    Ένα μπαλάκι από λάστιχο, χρώματος πρασίνου της κόκκινης λασπωμένης γης, μνήμη της πτώσης, φθίνουσας ποτέ.


    -Όχι, μην τον ακούς, εγώ θα σου μάθω, σου πω και δείξω. Πως στης βαρύτητας την έλξη, ποτέ να μην υποκύψεις. Ο Νίκος σε δίλλημα. Οι φωνές αρχικά του δυο. Μετά στο τρία, ελατήριο με κλόουν, μισό κεφάλαιο εγώ, μισό εσύ και πάμε.


    Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, ήμαστε όλοι εμείς. Εμένα πάρε, όχι αυτό αλλά εγώ, ο νίκος μικρό το ν, κουράζετε, πεισμώνει, τα μάτια κλείνει, σκύβει και ότι πιάνει, μαζί το παίρνει και φεύγει. Για ώρα στα βήματα του Silver, δίχως τα μάτια ανοιχτά.




    Μόνο της ψυχής τα πιο μεγάλα υτιά. Όταν ώρα του me τα μάτια νοίγει και στα χέρια τα μικρά…


    Ένα τεράστιο ξερό κρεμμύδι.


    Πέντε βουνά πιο πίσω, ένα λούκτρινο μικρό χοιράκι μία κούκλα βλέπει, ξανθιά μικρή του πλαστικού. Τα ξανθό, λευκό φαντάζει και η φωνή της μαγική.


    -Σε μένα τη ζωή θα βρεις, πάρε με μαζί σου γλυκέ μου Πινόκιο. Το χοιράκι τα χέρια του απλώνει. Το μοναδικό της χέρι αγγίζει, το άλλο στο κάπου λείπει. Στο πλαστικό, φωτεινό το χρώμα, κόσμους μακρινούς του δείχνει. Στη πλάτη βάζει και να προχωρήσει κάνει.


    -Όχι, άστην και σε μένα θα βρεις τον τρόπο ζωντανό να είσαι. Ο Λουκ γυρνά προς το ξύλινο αλογάκι. Πανέμορφο, δίχως ουρά, σέλα, γκέμια. Φτωχό για αυτούς που το καβαλούσαν. Το κεφάλι του χαϊδεύει…


    -Μαζί μου έλα.


    -Κι εγώ; Ρολόι, μικρό σπιτάκι, παρατημένο από τον κούκο, οι δείκτες του σπασμένοι. Ο Λουκ κι αυτό στην πλάτη βάζει και το βάρος μεγαλώνει. Το σώμα του λυγίζει, τα χείλια του δαγκώνει και… Δάκρυα πικρά, καφετιέρα ζαβή, ζάχαρη καθόλου. Ένα κεφάλι δίχως σώμα τα λιγοστά μαλλιά του δίνει, στη «βράκα» του Λουκ να νέβει, μία σκοτώστρα δίχως μύγες, το κόκκινο της, Μία του γραφείου καρέκλα με σπασμένα φρένα, το πετσί της, μπάλα άνευ οξυγόνου, τη βαλβίδα της, φεγγαράκι μου λαμπρό με κρατήρες, το άλλο του μισό, σταυρό πλην το συν του, τον εσταυρωμένο του, κούπα με χερούλι ένα το άλλο του σπασμένο, το σπασμένο, στυλό άδειο, το καπάκι του, πουκάμισο με χαμένα τα κουμπιά, τα φωνήεντα του, σερβιέτα χωρίς φτερά, το αίμα της…


    Σύριγγα χωρής βελόνα, τα γγ της.


    Αλβάρτος τυφλό, τα φτερά του.


    Βιβλίο τσέπης, ορφανό από τσέπη, τις λέξεις του.


    Γάτα τρύπια, τη γέμιση της.


    Δι υλη στήριο μινιατούρα, τα καύσιμα του.


    Ελεφαντάκι, προβοσκίδα χαλασμένη, τα αυτιά του.


    Ζωή δίχ ς, το ήττα της.


    Ήλιος φω στικό, το φως του.


    Θέατρο του μα πετ, τα καθίσματα του.


    Ιστορία εκτός ιστού, τις μνήμες της.


    Κούνια χωρίς τα κάγκελα, το βρέφος της.


    Λάμπα με το γυαλί κομμάτια, το φυτίλι της.


    Μάνα με παιδί στην αγκαλιά της, τη ζωή της.


    Νίκι του ορθού και γραφικού το λάθος, τα μολυβένια στρατιωτάκια της.


    Ξι ίας παιδικός, το ξίφος του.


    Ομπρ λα, τα ελάσματα της.


    Περίφ μος ηθοποιός, το Oscar του.


    Ρεβί ια, τα μάτια τους.


    Σεβάσμιος καλόγ ρ ς, την αξιοπρέπεια του.


    Τετράγωνο με τρεις γωνίες μόνο, τις δύο και με μία μένει.


    Υδρόγειος χωρίς νερό, τα σύνορα της.


    Forτηγό πορτοκαλί μικρό, τους μετανάστες του.


    Χ του αγνώστου, την τιμή του.


    Ω, το Μέγα του.


    Το μικρό του λούτρινο, λα μαζί τα παίρνει. Βαρύ το φορτίο του, πλούσια τα χρώματα τους. Βουνά που γέρνουν προς αυτό, λα μαζί να πάν και τότε…


    Μία κατάΜαυρη σαμπ ρ έλα, κάνει την εμφάνιση της στη θάλασσα των Χαμένων αντι κειμένων…


    (-Αλήθεια μπα, θεόλατο ήταν το κ τ ύμα. Μικρός Νικόλας.


    -Σε πιστεύω μικρέ μου Μούτσε, φάε μία κουταλιά κρέμα. Μπας


    -Δε θέλω. Μικρός. Ο μπας τη κουταλιά με τη γεμάτη κρέμα στο δικό του στόμα φέρνει και αυτός την τρώει.

    -Εφιάλτης ήταν μικρέ μου Πειρατή. Μπας.)


     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Max is dead. Max the Dog


    Τα οχτώ κρεμμύδια του Βασιλιά


    Κλη μη δη


    -Τι βλέπεις πες μας!!!! Αλλιώς τελείωσες για μας. Τα βαμβακερά του δάχτυλα στα αυτιά του βάζει, τα ηλεκτρικά του τύμπανα από την ύπαρξη του αποβάλλει. Δεν τους ακούει πια, μόνο βλέπει.


    Σε μία διάσταση πιο πάνω…


    -Τον βλέπουμε, τον ακούμε, αλλά δεν μας ακούει κι αυτό που βλέπει δε το akoume. Χ3


    -Θα του σκίσω τη γούνα και θα γεμίσω τον «κόσμο» με το πλαστικό του χιόνι. Χ2


    -Δεν υπάρχει τρόπος άλλος; Χ5


    -Θα τον γεμίσω με πατάτες και στο «λάδη» το καυτό θα τον πετάξω. Χ2


    Στη των χαμένων αντικειμένων θάλασσα, ένα μικρό του κίτρινου λούτρινο χοιράκι, ζορίζεται, παλεύει, τη βάρκα του να σώσει. Πάνω της δεκάδες οι ψυχές που κουβαλά. Να σώσει θέλει. Πλούσια τα χρώματα, πληγωμένα από το χιόνι, ατόφια η ψυχή, από τους θεούς για πάντα ξεχασμένα.


    Εκατοντάδες γύρω από του Λουκ τη βάρκα, που τα’ κρα τους απλώνουν…


    -Στου παρά τον χρυσό και το καλώ πάρε μας, αγάπα μας και πίστεψε σε . Για όσα κρα έχουν, άλλα του απλός, του ανώ ρθογράφου λέξεις. Δίνουν χωρίς γιατί και μετά βυθίζονται.


    Ο Λουκ πίσω του να φήσει ποιο; Σώμα έχει, ψυχή ζητούσε, στους Χ την πίστη του εξαργύρωσε για μια φτηνή ελπίδα. Τώρα μία χαμένη, ξεφτισμένη, του ιερού η δούλα. Τα βουνά σαλεύουν, τα κύματα θεριεύουν.


    Η βάρκα; Τ ώρα βρά κα. Στο βυθό, μαζί με τα νεκρά του θέλω. Ο Λουκ με τα χέρια κολυμπά, με τα μάτια στον αφρό παλεύει. Να κρατηθεί.


    Του κόσμου τα πολύτιμα πετράδια, μολυβένιες πέτρες, στον πατώ τραβούν μαζί τους. Στο κοντά, σα κι ω μπρέλα, μαύρη.


    -Λουκ εδώ, Λουκ εκεί, Λουκ και το κεφάλι μέσα. Αν θες τη ζωή σου να γλυτώσεις από πάνω μου πιά και γεια σου. Τελευταία του προσπάθεια, το πόδι του μακραίνει, τα νύχια στη σαμπρέλα πάνω.


    Ξιφά και σκα, δίχως του γιώτα τη ζεστή γωνιά. Ο τόνος στο χάος γέρνει κ η σαμπτρέλα σκάει.


    Αέρας από τα σπλάχνα της, δεν ξε, μα then φεύγει. Πίσσα δίχως φως, λάδι από πέτρα. Το βλακ κηλίδα που στη θάλαss α πλώνεται και τα χαμένα ντικείμενα στη δόξα τη δική του γράφει.


    Χάωζ. Κύμα δίχως συρμό, αμετρο πρέπεια, καλή κακή ψυχή και η παναγιά μαζί σου. Το κίτρινο χοιράκι στο μαύρο το χρώμα, το παρά του δίνει. Μία λέξη μονάχα προλαβαίνει να ψελλίσει, πριν πάν ω α πό την επιφάνεια η πόρτα κλείσει.


    -Νίκο… Και μετά από τη Ν ico nα χάνεται.


    Στου Ν κου του μικρού τα χέρια, ξερό τεράστιο κρεμμύδι. Ο μικρός πρίγκιπας, τον Silver να κολουθήσει δυσκολεύεται. Τα ντικείμενα στα γυμνά του πόδια την γλίτσα τους αφήνουν. Σκούζει και τον τρώει, τον πονάει και τον έλκει.


    -Ν ικομ αζί σου πάρε, το σώμα τούτο. Εγώ καλύτερος είμαι από ένα κρεμμύδι χαλασμένο. Ξερό, με Γάλο, καίει και το στομά χ σου θερίζει. Τι το θες αυτό;


    -Άρε π άρε π άρε, εδώ τα πιο φτηνά, τα πιο φρέσκα, η μάνα να τρω ή στο παιδί να δίνει; Φωνές, φωνές, φωνές, τα μάτια κλείνει.


    Τα αυτιά του, όμως πως; Με τα μικρά του ποδαράκια, πάνω σε ζωντανά του νεκρού Βασιλιά τα στόματα πατεί. Ήχοι από πλαστικά που λιώνουν, γυαλιά που σπάνε, πιάτα το φαγητό τους χάνουν. Κι ύστερα, είναι και αυτή η μπόχα.


    Πτώματα από ψάρια που σαπίζουν, πλήκτρα μουχλιασμένα, τρίχες που καίγονται, σάρκα νθρώπου τοξικού στη στέρνα… Βοή μικρή, ανάσα με πείσμα, στο δρόμο συνεχίζει. Πέφτει και σηκώνεται, πέφτει και σηκώνεται, τα χέρια του ματώνουν στης σκουριάς κονσέρβα, το αίμα του σκουπίζει στα λευκά φτερά του, πέφτει και σηκώνεται… Από μακριά φωνή πνιχτή, τρίξιμο στα ψαροκόκαλα των χαμένων αντικειμένων, δεν είναι δική τους, είναι δική του!


    -Νίκο… Ο τρίχρονος Νικόλας, θεριό μεγάλο το φίλο του να σώσει, τα μάτια ανοίγει και εμπρός του η Μαύρη θάλασσα.


    Κύματα θεόρατα, ακίνητα, τέρατα για ήρωες, τα πάντα μαύρα και στο μακριά, ένα μικρό κίτρινο χεράκι για λίγο λάμπει, πριν η θάλασσα για πάντα το καταπιεί.


    -Λουκ!!! Η φωνή του στο λα ριγμένη. Κολύμπι δε γνωρίζει και η θάλασσα μεθυσμένη αναρχία. Νερό δε βλέπει, αντικείμενα που λειώνουν σε παχύρευστο υγρό. Φοβάται, τα πόδια του βουλιάζουν, αλλά ο φίλος από τη γέννα του μαζί, κινδυνεύει!!


    -Θλίβερ! Βοήθεια, του Λουκ το μάλι θώθε. Ο Silver στο απέναντι βουνό.


    Στρατιωτάκι ακίνητο, αμίλητο, μέρα ή νύχτα;


    -Όχι.


    -Θλίβερ θε παλακαλώ πολύ πολύ πολύ, δε μπολώ, τλομά ζω, η θάλαττα θέλει να με πιάθει. Η Θάλασσα με χέρια χοντρά, του ισθμού κανιά, τα δέκα της άκρα στο γύρω του τρίχρονου Νικ κυκλώνει.


    -Θλίβελ, μολό και μόνοθ, πέλα γω να βγάλω δεν μπολώ. Ο κύκλος στο γύρω του σιμώνει. Φάλαινες, πλοκάμια, χταπόδια, ξί και σίες, στο να μέτρο όρθια, απέναντι του.


    -Το κρεμμύδι, μη το αφήσεις για κανένα λόγο. ΜοιροΛογά ο Sliver και στη θάλασσα βουτάει. Και ο Νίκος μόνος…


    -Μα; Μπα; Που είσαι κι σαι;


    -Μη φεύγεις Θλίβελ. Φοβάμαι…


    Το υγρό σαν πλάσμα, των χαμένων αντικειμένων στη μέση του Νίκου φτάνει. Στην απόγνωση η ψυχή καρέκλα ψάχνει να καθίσει.


    -Το κλομμύδι. Στο χέρι το κρεμμύδι λάμπει. Φως δικό του ή του Νίκου φως.


    -Ο Λουκ ο φίλοθ μου. Τα μικρά πνευμόνια, ασθενικά κόμα μπαλονάκια. Μία νάσα, φουσκώνουν, δύο, δυναμώνουν, τρία της Τρώας στήθη. Βουτάει σε μία θάλασσα που τις αναμνήσεις θέλει και τη μικρή καρδιά του.


    Στο σκοτάδι, αγνό το φως, κρεμμύδι ξερό που καίγεται για αυτόν. Από τα μικ και ρα ρουθούνια, πλαστικό γυαλί σε γάλα σκόνη τον πληγώνουν και αίμα χάνει. Το θάρρος δεν κιοτεύει, στο φως οι σκιές μακρόν λουφάζουν. Στο μακριά και νάσου, ένα κίτρινο μικρό χοιράκι.


    -Λουκ!! Στο μυαλό του δυνατά κραυγάζει. Στο ένα χέρι το κρομμύδι, τα’ λλο απλωτές και φτάνει. Ο Λουκ κίτρινο μισό κεφάλι μόνο, το άλλο το νεκρό και στη θάλασσα δικό της, μαύρο. Το να μάτι ανοιχτό, το άλλο κόγχη που αντιστέκεται στην πίσσα.


    -Λουκ!!! Το μοναχικό του χέρι ο Νίκος δίνει στον Λούκτρινο μικρό γουρούνι, αυτό το πιάνει, αλλά…


    Βαρύ το σώμα του, το Νίκο στα βαθιά του σέρνει. Δεν το αφήνει, ψάρια δίχως μάτια, δράκοι δίχως φλόγα από εμπρός περνούν και στη σκηνή του περίεργου ματιά.


    -Τι θέλουν κάτω εδώ αυτά; Το κρεμμύδι…


    -Τρέμω φέγγει. Ο Λουκ…


    -Μη μ’ αφήνεις μόνο, μαζί μου έλα, στο βυθό όμολφα πολύ. Κίτρινη πια μόνο η άδεια κόγχη. Τα πνευμόνια του Νικόλα δειάζουν, φυσαλίδες από χαλάζι, προς τα πάνω δείχνουν. Η πυξίδα γύρω γύρω όλοι, προσανατολισμός τυφλός, στη μέση του Νικώ η πόλη.


    -Μία πόφαθη είναι η ζωή και είναι του υπό η θέθη μοναζική, στου Λουκ τα δάχτυλα ψελλίζει και τα’ φήμη.


    Τις αισθήσεις του μετά τις χάνει, αλλά το κρεμμύδι δεν το αφήνει και αυτό στην επιφάνεια τον φέρνει…


    Εφτά ημέρες στο meτα μάτια του ανοίγει και το χαμόγελο του Silver βλέπει.


    (-Είναι καλά το παιδί; Μα


    Μπας σίγουρος, κινήσεις βοήθειας πρώτης και ο μικρός Νικόλας το νερό φτύνει από τη μύτη.


    -Μπα; Μα; Τι έγινε; Που είμαι; Πως βλέθηκα εδώ; Γύρω του κοιτά, μια μικρή σπηλιά. Κρεβάτι του η άμμος, σεντ ονάκι η του τρυφερού η θάλασσα.


    -Μη σκιά ζεισαι μικρέ μου. Από τοΝ Μόλ ο έπεσες και χτύπησες στα βράχια. Λείπουν θύμησες και νερό κατά πιες. Μία γρατζουνιά μονάχα, τίποτε το σοβαρό. Μπας)

     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Kids ba bottle 10th


    Max the Dog is dead


    Τα οκτώ κρεμμύδια του Βασιλιά


    Crι me δι κι ο Boss


    H μέρες στο μετά εφτά. Τα μάτια ανοίγει κι Ασημένιο το χαμόγελο που βλέπει.


    -Θλίβερ; Τι έγινε; Που το πώς, κλείθε μου το φως, οι κόλεθ μου φθονούν.


    Λογάκια μπερδεμένα, στο μυαλό παιδιού, του κατά η χνιά.


    -Ηρέμησε μικρέ Πριν του Γκύπα, γάλα θα πιεις και μετά στο ργά όλα θα τα δεις.


    Τις κουρτίνες των ματιών του κλείνει ο Νίκος. Τα τρία του χρόνου μάτια του, ευαίσθητα τις λάμψεις ακόμα δεν αντέχουν. Στο στόμα του μελόγαλα ζεστό, ο φάρυγγας ξηρός, στ’ ανατολικά πονά. Πρησμένη η ανθισμένη αμυγδαλιά.


    Το μέλι το γάλα, σε ορόφους του διά χωρίζει κι ολιά γουλιά, το παιδί ξυπνά.


    Οι θή μισές ακόμη, στο γάλα μπισκότα που επιπλέουν, πλοία συγκρουόμενα, ρόδες, βίδες, τιμόνια, σας και μαν, στη τράπ ούλα τα χαρτιά χαμένα. Το μέλι την οριστική θέση παίρνει και οι κόνες ξεκαθάριζουν.


    Το μάτι το δεξί του Νίκου, δακρύζει.


    -Ο Λουκ; Το κίτρινο χελάκι; Η θάλαττα; Το γάλα τυρί στο μικρό στομάχι, κόμπους κάνει και τα δάκρυα του ρηχού ποτάμια που γεμίζουν. Ο Silver για το χαμό του Λουκ γελά;


    -Πωθ μπολείθ να γελάθ, κακόθ είθαι, το φίλο μου έχαθα κι εθί γελάθ;


    -Ηρέμησε και στο κάλμα τη βάρκα σου σαλπάρισε, σήκω και κοίτα.


    Η μέση πονεμένη, μέρες του εφ΄τα σε μέτα και λα πιασμένη, σηκώνεται. Δύο οι λέξεις, το συναίσθημα αντίθετο.


    -Ωχχ… Ωχ! Ρεύμα στους ιστούς, η καρδιά στο υπέρ του βάλλει καταρ ιπάς. Στο ψηλά τινάζεται, η γη σεντόνια πλώνει να τον πιάσει. Δεν πέφτει, στη γη τα πόδια δεν στο per πατούν, τα χέρια του χτυπά, κολύμπι στον αέρα.


    -ΛοοοοουυυυυυΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚ!!! Τα χίλια μέτρα στο δευτέρου ένα το ρολόι τρέχει να τον φτάσει. Ο ήχος κράζει, το φως ιδρώνει. Εμπρός ο Νίκος, ακολουθεί ο χρόνος, ο χώρος απλώς τα παρατάει και σε παγκάκι τώρα καθισμένος, καπνίζει.


    Στον Λούκτρινο πάνω με δύναμη πέφτει και το κύμα του τα βουνά μετακινεί. Οι Άλπεις στο φεγγάρι και ο Δούναβης στον Άρη. Ο Silver τη σκούπα και το φαράσι παίρνει, δίχως γκρίνια. Τα υτιά γελούν, τα μάτια όχι.


    Φιλιά, γκαλιές, η καρδιά βροντοχτυπά, οι πέτρες χοροπηδούν, τα νεφρά με am mo νο! O Λουκ μεγάλος δείχνει και για σοβαρός παλεύει, αλλά στο τέλος δεν αντέχει και το Νίκο κι αυτός σφιχτά Γκαλιά ζει.


    -Νόμοι θα πως θε χαθα!!! Στο ποτέ πως δε θανά δω εσένα.


    Του Αντά Απόκριση καμία.


    -Λουκ; Το χέρια φήνει, το σώμα του τραβάει και το Λουκ στους of θαλάμους τον κ ηττά. Γαλανό το ένα και το άλλο… Ξαφνιασμένος στον Silver..


    -Θλίβερ το μάτι του Λουκ πορτο καλί; Έχει μάτι;


    -Ένα μικρό κόκκινο κρεμμύδι για ματάκι. Μ’ αυτό μπορεί και βλέπει τώρα. Δεν σ’ ακούει όμως. Πρό βλημα με την επικοινωνία. Ο Silver στον κάδο ψάχνει.


    -Νάτο, αυτό θα κάνει. Ένα λεπτό, μακρύ φρέσκο κρεμμυδάκι. Στο αριστερό αυτί του βάζει, με προσοχή το σπρώχνει και πω το δεξί οι ρίζες βγαίνουν.


    -Μίλα του.


    -Λου και λουκ, μ’ ακούθ, το μηδέ ναπ άρω ή ακούθ; Ο Λουκ φασκόγελο και δόση…


    -Σ’ ακούω Boss, πέντά και κάθαρά. Ο Νίκος στάχυ που χορεύει και η μικρή αγκαλιά τεράστια και πάλι. Μέσα της το σύμπαν όλο.


    Τα δάκρυα φωτιά και η γούνα…


    -Σιγά Boss, μ’ έκαψες. Σταυρός στο μέτωπο, ορίζοντας στα χείλη.


    -Αλλά χαλάλι σου. Η νύχτα πέφτει, οι φίλοι μένουν, ο Silver το φως που τους ζεσταίνει. Από μακριά, τρισεκατομμύρια σκιές στο κέντημα του διαστήματος, τις ραφές αφήνουν και προς τους τρεις βαδίζουν.


    Λίγο πριν ο ήλιος αποσυρθεί τελείως…


    -Boss πρέπει να ξεκουραστείς. Έρχονται στους ήχους του πουλέν μου, τα φτερά χτυπούν.


    -Ποιοι καλέ Λουκ; Ο Sivler κόκορα στη σούβλα βάζει, φωτιά στο χαμηλό, στην αυγή που ρχεται στην τελευταία του φορά, με δύναμη θα ουρλιάξει.


    -Οι Χ.


    -Οι πιεί;


    -Οι του αγνώστου Χ. Ρουφ και Ιανός τους ήμουν και τώρα χΘρός τους.


    -Και τι θέλουν αυτοί οι αγνό στη Χ;


    -Εσένα Boss, αλλά θα περάσουν πάνω από το πτώμα μας. Το ένα μάτι στον Ικόλα και τα’ λλο στον Ασοι μένιο.


    -Μόνοι σας. Οι δυο σας. Εγώ στου συν τη μετοχή, μηδανικός.


    -Οι δυο μας Boss, αρκεί. Το χέρι απλώνει και ο Νικόλας το δικό του. Ένα βαμβακερό και ένα πω δέρμα σα μετάξι.


    (Μηνών στα 5, ο Νικόλας τα ματάκια του ανοίγει. Εμπρός καπνός, ομίχλη, ήλιος μικρός, τσιγάρο.


    Μέσα και πίσω από τον καπνό, πρόσωπο γυναικείο, τεράστιο, μαλλιά και μάτια μαύρα. Από τα χείλη της καπνός. Του φιδιού καπνός, γύρω του τυλίγεται και σε φυλακή τον κλείνει.


    -Μα 

     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Max the Dog is dead


    Τα οκτώ κρεμμύδια του Βασιλιά


    Κροみδό


    Σ’ ένα κόσμο διαστάσεων του τες σερα, ένα δάσος με άπειρα του πλήθους δέντρα ευδοκιμεί. Δέντρα που την Γη δεν θυμίζουν. Ρίζες δεν έχουν και ούτε πάνω, ούτε κάνω. Σε κενό άχρωμο και άυλο γεννιούνται. Σημεία του αυγού.


    Πλάσματα που ο πληθυντικός αδόκιμος θα ήταν και αριθμός κανένας δε θα μπορούσε να τους προσδιορίσει.


    Ένας; Σε δύο σπάει και χιλιάδες γίνεται. Κλώνοι του αδιάφορου με στερητικό και δίχως. Όταν οι πράξεις είναι πολλές και αυτοί πολλοί, αν όμως μόνο μία, τότε και αυτός μονάχα ένας.


    Το νομα του Χ, ό ταν το «είναι» ένας. Τα ονόματα τους, Χ του ν με το ν στους γνωστούς να νήκει και στο άπειρο να τείνει, όταν το «είναι» μόνο του δεν είναι.


    Διαχειρίζονται τα δέντρα ή τα υγά, στο οικείο τα υγόδεντρα. Το κάθε από αυτά και ένα σύμβαν των τριών των στάσεων.


    Άλλοτε παίζουν μ’ αυτά κι άλλοτε στο πείραμα του χρόνου ω του λόγια χτίζονται. Άλλοτε δηλώνονται σ’ αυτά θεοί και άλλοτε σκύλοι που απλώς στις γρίλιες ζουν. Οι παρεμβάσεις τους μικρές. Ανεπαίσθητες, να μάθουν θέλουν από αυτά κι όχι τα’ βαΓ πω αυτούς.


    -Τι να μάθουν θέλουν Λουκ; Ο τρίχρονος Νικόλας στο παγωμένο τρισδιάστατο χρόνο, μαριονέτα του ορισμού οΝ Silver, τα φεγγάρια του α μπορούν.


    -Στην δυσκολία που οι ζωντανοί και οι μη στο τρισδιάστατο πίνακα συναντούν, κάποιοι στο σφουγγάρι κρύβουν τον εαυτό τους και κάποιοι στη βάση του Υπέρ, τα φτερά τους δοκιμάζουν και από τον κόσμο που ανήκουν δραπετεύουν.


    -Τα λόγια θου κουνούπια, με ζα λήγουν και τσιμπάνε δίχωθ να βλέπω. Ο Νίκος τα χέρια και το σώμα του ξύνει. Καντήλια που ανάβουν.


    -Στην υπέρβαση των σκύλων, οι θεοί τους την δική τους ψάχνουν. Σκυλιά κι αυτά στους δικούς τους , τους θεούς.


    Ο Νίκ κι ο Λουκ, ξάπλα με την πλάτη τους στην άσφαλτο. Τα σώματα στη σκιά του camου φλάς , στα χέρια τους όπλα ξύλινα με σκανδάλη από καρφιά. Στον ουρανό τα βλέμματα γεράκια…


    -Λουκ τι πθάχνουμε;


    -Τους Χ που έρχονται.


    -Και γα τι στην άθφαλτο κθαπλώνουμε;


    -Τους ψόφιους κάνουμε, της μαϊμούς νεκροί.


    -Και με τι μιάθουν οι Χ;


    -Συνήθως με πουλιά, άλλοτε με αστέρια που στο μετέωρο πέφτουν. Όταν από τον ουρανό έρχονται. Ο Νίκος το μέτωπο του τρίβει. Μυρμήγκι το δαγκώνει.


    -Και αν έλθουν από τη γη;


    -Με ό,τι να φανταστείς μπορείς. Στα μικρά του δάχτυλα, μεγάλο το μυρμήγκι.


    -Λουκ ένα μυρμήγκι, κόκκινο μιθό και το λειπώ του μαύλο. Ο Λουκ κοιτάει και το χαμόγελο ρεύεται με δύναμη.


    -Όχι, τώρα έρχονται, από ψηλά Boss. Ο Νίκος άλλο δε ρωτάει, του αρέσει που ο Λουκ τον φωνάζει Boss. O Μπας είχε πει πως Βος σημαίνει Ταύρος. Μετά κάτι του είχε πει για τον Βόσπορο, αλλά δε θυμάται τι.


    Του αλέσει που ο Λουκ τον βλέπει θα Ταύλο.


    -Νάτοι!!! Και ο ουρανός μαυρίζει, από χιλιάδες; Εκατομμύρια; Το δίχως άλλο πέρας, σίγουρα του απέραντου τα μύρια…


    Σύννεφα η σάρκα τους και νερό η πλαστελι νική δομή τους. Της καύσης το αέριο που στο αρνητικό αφήνουν, λαπούπου, ραφτέ και διάχνου.


    -Μανούλα μου και του Άη θω Μαρία, το ράσακι το my left μου πόδι τρώει, να δώσει ή να πάρει; O Λουκ παγώνι με τα φτερά σβηστά. Τρέμει και η γούνα του κρυώνει.


    -Boss φοβάμαι… O Νίκος φόβο στα νύχια δεν μυρίζει και για το φίλο του χαλί στο πέτα του Μέγα Ξ. Το όπλο του οπλίζει, το καρφί της σκουριάς φρενάρει. Τα Χ τα σπλάχνα τους ανοίγουν και τα Ντουπ και Νταπ αφήνουν.


    Σπρώχνει, σπρώχνει μα το καρφί αρνείται.


    -Άλλον κάλυκα εγώ δεν δίνω. Ο Νικ θυμώνει, σηκώνεται, το ξύλο πιάνει και στον αέρα παιδικές οι ζωγραφιές του. Χρώμα της σκουριάς, κόκκος του καφέ, Ψ και Χ των ποτέ υπόδουλων παιδιών της Ηλέκτρας.


    Τα Νταπ και Ντουπ, ενώνονται, σχηματισμοί allo κοτιάς, τα Χ στη μέση σπάνε, γωνίες που στους δυο οδεύουν.


    Χείμαρρος τα σκίτσα του Νικόλα, βαθύς, πυκνός και στα κρα φρος. Τα Ντα π ρώτα φτάνουν. Το τρίχρονο πεντάμορφο αγόρι, το δεξί του χέρι από πίσω τη πλάτη βάζει και με το αριστερό τη σουμ και πίτσα, στο Γ ενικό του περιστρέφω.


    Μέτρα 110 πιο πάνω, τα Ντα και του κύκλου το άπειρο το Π, χορεύουν, σε κύκλο στο επίπεδο, χωνί στο στέρεο. Ο Νίκος υπο κ λύνεται και του κεφαλιού απότομη η στροφή προς τα πάνω. Το ξύλινο του όπλο φωτοβολεί και τα ηλεκτρόνια κολουθούν.


    Ομπρέλα ηλεκτρική, πυροτέχνημα χώροχρονομαγνητικό. Οι Πρώτοι Νταπ αγωγιάτες που μαλώνουν. Με tax ί τους. X aoz και του εμφ κι ηλίου δόλος τα Νταπ το ένα το άλλο…


    Ακυ, γκι, λώνει και Κορώνη.


    Η νίκη του Νίκου είναι ολοκληρωτική. Το πρώτο κύμα σε βράχο φτάνει, σε νότες σπάει και σταγόνες χλιαρές στο έδαφος και πάνω τους φτάνουν. Ο Λουκ του βάβακος το δάχτυλο, βουτηγμένο στο υγρό, δοκιμάζει και…


    -Μμμ νόστιμο. Σα λιω και μόνο παγωτό.


    (-Και μετά Μα τους έκανα Μπου!!!!! Και τα μισθά τα Χ χάθηκαν σα πάγο μέλα μεθη μέλι. Νίκος


    -Ήρωα μου εσύ, με δ ή χωρίς. Μα.


    Η Μα Στις κουρτίνες της κεντά τις ηρωικές στιγμές σε πεταλούδες άπω Ν. )

     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Max the Dog is dead


    Τα οκτώ κρεμμύδια του Βασιλιά


    Κροモ δό


    Για τον Χώρο των διαστάσεων του τέσσερα, τα υγόδεντρα των τριών του Νίκα στάσεων, είναι ό,τι κι ένα βιβλίο για ένα να γνώστη.


    Πως θα μπορούσαν τα πλάσματα του βιβλίου, ο Νίκος κι ο Λουκ, από αυτόν που τους διαβάζει να ξεφύγουν; Σε ποιο δρόμο να κρυφτούν, ποια του δια φυγή να βρουν, ποιος ο άγνωστος που θα κρύψει τους ήρωες, όταν το Χ ήδη ξέρει, τοπου, τοπως, τοτι…


    Σε κάθε επιλογή τους, ελεύθερες μαμούδες νιώθουνε πως είναι. Αριστερά, δεξιά, νω και κάτω, αυτοί θα επιλέξουν, αλλά…


    Ο Χ ήδη ξέρει το δρόμο που θα κολουθήσουν, που θα πάνε, τι πονέσουν και τι θα φήσουν. Η πλοκή για υτόν είναι ήδη γνωστή, για αυτούς toy ανώ ρθογράφου み η άγνωστη.


    Τα da p, νότες του δίς ανάλογες. Ο υρανός βράζει γάλα, ποδιά φορά…


    -Silver θέλω can κι έλα.


    -Δεν έχω, ουδέτερος θα είμαι και του παρά ο τηρητής. Ουκ Ρανός τα νέφη του στριμώχνει και στου Ρου το ρυθμό λυγίζει και στο Μοσχάρι…


    -Can; ΟRun


    -Έλα. ΖΧάρη


    Φρος στο μέτρα ύψος δώδεκα και λειωμένο παγωτό τους βρέ Χ. Ο Νκ και Λκ, βουτηγμένοι σε να βάλτο από παγωτό σα κρέμα, τα μάτια τους κρυφτό, τα υτάκια τους βουλω, η όσμη του μόνο, κρέμα του Ντο δίχως Λα και ΝΥ.


    -Λουκ βλέπεις;


    -Νίκο ακούς; Χαμένοι και οι δύο, τόσο κοντά ο ένας με τον άλλον, στα χιλιοστά υ πόσταση, αλλά οι αισθήσεις τους στο book κομμένες. Ο ένας πάει βορειανατολικά και ο άλλος νοτιοδυτικά. Δύο είδωλα και στην μέση ο καθρέπτης. Ο Sealver φορούσε του διαβόλου το γυαλί.


    Ο Λουκ με δυσκολία στο γάλα περπατά. Του Λούκτρινου η γούνα βάφτηκε στο γάλα, τα πόδια του βαριά, το σφύριγμα λαφρύ.


    Κάποιος με παρα κουλου και θεί, κάποια στην πλάτ ήα βλέπει. Στο μπρός του άδεια έξοδο, στο μονό του τέρμα του γυρνά και από Χ σιγή.


    -Κανείς; Τα μάτι το ένα βλέπει σταθερό και το άλλο κινητό ακούει. Το κρεμμύδι Χάλασε και πάει. Μία του ηλεκτρικού κολώνα στο ένα στατική και άλλο Ντουπ και Ντουπ και στο Μπιτ χορεύει.


    Αυτό στο park, κίνητο στο ινκ. Ναυτία νιώθει.


    -Είστε δω; Το κρεμμύδι από το φθαλμό του βγάζει. Ακίνητα. Το ζωντανό του κλείνει και το κρεμμύδι και πάλι στη φωλιά του. Η πόλη με την κατοικία, βάλς.


    Ο Λουκ του τρόμου κράτης, χοίρος θύμα και όχι θύτης. Τρέχει, τα πόδια του βαριά. Εγκαταλειμμένη και δίχως την σκεπή, η παράγκα που του μένει. Η πόρτα νοιχτή και στα παντού τα Χ. Οχυρώνεται και τα τζάμια για κάλυψη του βάζει.


    Αν είναι να πέσει, θα πάρει μαζί του όσους περισσότερους μπορεί. Σίδερο παλιό του κάρβουνο και της σκουριάς, στο πάτωμα ριγμένο. Το πλω του. Το πενάκα στο ανάποδο γυρνά και μία τάκα, θέλει η μάχη του να ρχίσει. Τι και τα λόγια ποια και τα γαυγήσματα χαμένα. Μία μνήμη, μία φράση, μία του ανά τριχίλα. Με φωνή βαριά και ντρίκια, φωνάζει από το σπασμένο του Τζαμί.


    -Ελάτε να τα πάρετε!!!


    (-Ήταν Ήλωας μεγάλοθ μπα ο Λουκ. Νίκος


    -Θα τον βρούμε μικρέ μου, κάπου εδώ θα ‘χει ο Μασκά κι αέρας το Λούκτρινο του σώμα, κρύψει. Μπας


    -Δε θα τον βλούμε ποτέ μπα. Ήταν έναθ και απέναντι χιλιάδεθ. Άκου τη θυνέχεια…)

     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Max the Dog is dead


    Τα οκτώ κρεμμύδια του Βασιλιά

    O Π nion 五

    Ο Νίκος τρίχρονο πουλί. Στο μυαλό του σκέψεις του ανέμου. Γάλα δίχως δόλο, σκιές και φόβο. Το πάτημα λαφρύ, η άνωση σπουδαία.


    -Είμαι αθτροναύτηθ και για τα στέλια τακθί δε θέλω. Ένα μικλό για μένα, ένα μεγάλο Χάλμα για θένα. Ο Νίκος στο κενό μοιάζει να μιλάει και οι και ο Χ τις γωνιές του Τζαμιού με φήμερι ερίδα καθαρίζουν.


    -Σε ποιον μιλά;


    -Σε Κανέναν.


    Ο Ν κως στα χέρια του κρεμμύδι, του πέμπτου Βασιλιά, το ανάποδο φυτό.


    Ρίζες έχει, φρέσκο είναι.


    -Καλό μου κλεμμυδάκι, κλυφό μου μαντειλάκι.


    Ένα θυ φάνταθμα Λευκό κι ένα γω θωθτό θελιό.


    Φλούδα, ούδα το ξεντύνει, ένα τρώει αυτό και ένα σε φίλο αγνό στου Χ, γνωστού του Πθιτ.


    Τη φλούδα που σε α ώρα το του δίνει, στο κενό στέκεται δίχως στήριγμα και σιγά του γα του χάνεται.


    -Μα δε μπορεί, σε κάποιον το δίνει; Το βιβλίο τι λέει ακριβώς;


    -Τίποτε. Σε κάθε εναλλακτικό σύμπαν και βιβλίο, άπλυτα, πλυμένα ίδια.


    -Του Ερμή η Νία;


    -Η Καμία.


    Ο Νίκος το κεφάλι του σηκώνει και χιόνι βλέπει από σκόνη γάλα. Έτσι οι Χ το βλέπουν, γιατί αυτός βλέπει πεταλούδες με λευκά φτερά. Τα χέρια του απλώνει κάποια για να γγίξει. Πορεία λλάζει και μία πω αυτές ακολουθεί. Για λίγο μόνο όμως…


    Άλλη μία τούμπες κάνει και ελεύθερο χορό. Την πρώτη αφήνει και σε άλλη κατεύθυνση η πορεία του. Δυο περνούν και παίζουν μπάλα. Τις αφήνει και στου Ζ την τρελή διαδρομή.


    Τα Χ αόρατα μνημεία που στον αέρα πλέουν, σιμά, κοντά, και σα σφαίρα μακριά του. Άλματα του Ν δίχως τάξη, λόγο και σειρά. Σ’ ένα σύνολο που το πέρας Λουκέτο είναι και οι κανόνες μετρημένοι, του Κέρκο η βάρκα, νερά του μπάζει στη φουρτούνα, στο κύμα και στο αγιά ζει.


    Στη θάλασσα του Χάους, τα νέμελα και δίχως προκατάληψη πατήματα του Νίκου, επιπλέουν και λόγο ύπαρξης έχουν και δρόμο του καλό ή του κακού;


    -Πεταλούδα, πεταλούδα μου Λευκή, γατι τα φτερά θυ δε βάφεις κόκκινα;


    Τα Λευκά μονά φτερά κόκκινα γίνονται και τα ζυγά παραμένουν Άσπρα.


    -Αλάτι χοντλό, αλάντιν ψηλό, τον ιστό σου βάφθε μπλε.


    Στον ουρανό ιστός μφανίζεται χρωμάτος βαθύ του μπλε. Ο Νίκος τη γη αφήνει και στον ιστό πάτι και στο σκαλό νεβαίνει. Δυσκολία του καμιά.


    Οι Χ αράχνες του Χάμω Λέοντες, χρώματα αλλάζουν, ανάλογα με τη στιγμή, τον χώρο και του τέσσερα το χρόνο.


    Ο Νίκος στρίβει δεξιά, μετά ριστερά, μετά σκέφτεται και ψάχνει.


    -Αλιστερά. Στρίβει.


    -Ο Χ ι. Δεκθιά. Στο πίσω επιστρέφει. Δύο βήματα εμπρός κι ένα πίσω. Του ιστού τα σχήματα τυρί, εξάγωνα του κανονικού, στα επίπεδο φυλακισμένα.


    -Επίπεδα μικλά, επίπεδα μεγάλα, το γάλα σας να πιείτε και τώλα θτέρεα να γίνετε.


    Ο ιστός στων τριών το σχήμα. Λαβύρινθος άτακτος πολύ, σε πυραμίδα ξεδιπλώνεται.


    -Πεταλούθερς μηλιά δεν έχετε, κόκκινες κι αν είθτε. Με το χέρι του μία γύζη και τώρα ο πεταλούδες σφυρίζουνε σε συχνότητα οικεία. Μαζί τους μιλάει και το δρόμου την δική του ιστορία λένε. Οι Χ πυρσοί και τούβλα, μούμιες και του Χρυσού στολίδια.


    Ο Νίκος τη ζώνη σφίγγα και τα πόδια του χωρίζει. Κλώνοι δύο, ο ένας πάει αριστερά και άλλος δεξιά. Τα Χ ορίζονται ξανά πω την αρχή.


    -Πεταλούδες με φτελά και άλλεθ με πόδια χτώ, σαν αλλάχνες. Οι πεταλούδες οι μισές τα φτερά τους χάνουν και τα πόδια τους στο 4 επί μακρό και νου. Αυτές με φτερά στ’ αριστερά, οι άλλες δεξιά.


    Οι Ν, δύο στο δρόμο τους cam και πάνες. O ένας του ci am χτυπά και στα δύο ξανά χωρίζεται. Ο ένας πάνω πάει και ο άλλος κάτω. Ο δευτερό τοκος, στις πάνες γράφει, ποίηματα πεζά και μουσική. Ο ένας δύο, ο πρώτος κάτω και ο άλλος άνω.


    Τα Χ ζορίζονται, προσαρμόζονται και ακολουθούν.


    Τέσσερις φωνούλες, τέσσερα τα είδωλα του Νίκου, ίδιος λόγος, πρόταση πλησία, ύφος διαφορετικό.


    -Πυλαμίδα μου μικλή


    -Πηλα μίδα μου μεγά λη


    -Πήρα μύδια μου τριπλή


    -Πύρα χτίδα του 4 και pray.


    Η Πυραμίδα των τριών διαστάσεων, σε άπειρα μικρά του fractal βγαίνει. Κάθε και από αυτά το ένα, πυραμίδα τριών διαστάσεων. Όλα τους μαζί…


    Πυραμίδα των τεσσάρων. Ο κόσμος των Χ. Στο γήπεδο τους ο αγώνας τώρα…


    Ο Λουκ στο Τζαμί ταμπού και ιερωμένος. Στα χέρια του βώλοι από γυαλί. Μέσα τους ζώα από ολάκερο τον κόσμο.


    Οι Χ το Τζαμί περί κυκλώνουν. Διαφυγή από πουθενά καμιά.


    Ετοιμάζονται και του μέγα του ταξί μ αρΧή, όλοι περιμένουν το σύνθημα.


    Ο Λουκ στο χαμό γελά και τσιγάρο ανάβει. Μία τζούρα πριν το σπίρτο σβήσει και το πετά. Γύρω του, παντού, στα πάντα, άφθονη λινή και Νάφθα. Τα χέρια του μουλά σμένα σε αυτήν. Το σπίρτο δεν σβήνει, το ένα χέρι παίρνει φωτιά και με αυτό το άλλο νίβει.


    Στα χέρια του Πυρά και βόλοι. Ο Ταξίαρχος το σύνθημα του δίνει και ουρλιάζει για την ματαιότητα της αποτυχημένης Δόξας.


    -Επίθεση!!!!


    Τα Χ ορμούν από παντού. Από τον αέρα, από τη στεριά και από τη θάλασσα.


    Αεροπλάνα, πύραυλοι, διαστημόπλοια, τρένα, αυτοκίνητα, τάνκς, σπίτια, φανάρια, δρόμοι, οδοί και φόροι, όλα υπό του Χείριου.


    Πρώτα τα φανάρια φτάνουν και το κόκκινο στον Λουκ ανάβουν.


    Μπλόκα στον αφορισμένο Λουκ και τα νεύρα του τεντώνουν. Δύσκαμπτες κινήσεις, στη σκουριά το φιλότιμο δυσκολεύει τον ατμό. Τη βοήθεια του ζητά και βώλος μικρός στα χέρια του λιώνει στη φωτιά. Γυαλί που στάζει, μέλισσα που τα φτερά της τα τινάζει. Οι τελευταίες τις σταγόνες, στον ουρανό γυρίζουν.


    Μέσα τους της γλύκας σπόρος και μέλισσες τόσες όσες. Στα φανάρια επιτίθενται. Με φούρια την πριν τη επαφή στιγμή, το κορμί τους ανάποδα γυρίζουν και με το κεντρί του Φαναριού το τείχος σκίζουν. Κόκκινο που χύνεται από την κορυφή και στη μέση του Πορτό Καλή.


    Σπάρτά ρουν και με τα στόματα νοιχτά το πορτοκαλί στ’ άναμμα κοιμίζουν. Τρίτος κύκλος, το χρώμα του στο πράσινο, ο Λουκ στην κίνηση ξανά. Το πορτό το κόκκινο καλεί και τις νεκρές μέλισσες σκεπάζουν. Κανείς να μη τις βρει. Τα Φανάρια πέφτουν.


    Πίσω από το γκρίζο βέλο του τελευταίου φαναριού, σπίτια του χαλκού, κεραμίδια σπάνικα, φράχτης του αγκυλωτού σταυρού…


    (-Boss το κρεμμύδι όταν το φυτεύεις, οι ρίζες κάτω και τα κεφάλια πάνω. Λουκ


    -Μα Λουκ όταν η γη γυρίθει οι ρίθες πάνω και τα κεφάλια κάτω θα ‘ναι. Νίκος


    Ο Λουκ γελά στο χάμω.


    -Στο αντίθετο ο χρόνος γυρίζει Boss; Κουλ


    -Κι όμως γυρίθει. Σοκ in)

     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Max is dead. Max the Dog.


    Κ ερα μμύδια


    2033


    Ο Νίκος δέκα χρονών, στο νοσοκομείο νύχτα. Στο κεφάλι του μπαντάνα με φακό φορά, οι υπόλοιποι κοιμούνται. Ήχοι οι ανάσες, άλλες του αβίαστου κι άλλες του εξαναγκασμένου. Στη δική του τη σκηνή, διάφανο το πλαστικό από τα κουνούπια της πραγματικότητας των άλλων, τον χωρίζει.


    Ανοίγει το βιβλίο. Το Νησί των Θησαυρών. Κινήσεις ήρεμες, σίγουρες και με φωνή καθόλου. Ο χώρος του παγώνει. Του συν ει δήσεις, στον ατέρμονο χρόνο του μηδέν.


    Σηκώνεται, τα πόδια του γυμνά, το πάτωμα ζεστό. Στο διάδρομο νοσοκόμες δύο αγάλματα ακίνητα. Στο βάθος πύλη μαύρη. Ο Νίκος στο νεκροτομείο μπαίνει. Ήσυχα κόμα και όταν ο χρόνος ρέει. Στο ανοιχτό βιβλίο, την πρόταση που άφησε διαβάζει και στο Νησί περνάει.


    Αμμουδιά, δέντρα, θάλασσα που ο χρόνος της κυλάει. Ο Silver στο σεντούκι κάθεται.


    -Θα το ανοίξεις σήμερα Τζον; Τον προλαβαίνει ο Κάπτεν.


    -Η υπομονή χρυσός και η βιασύνη Ασήμι. Με ένα μπαλέλι Λούμι, χο Χο χο


    Ο Νίκος μία κόλα δίνει στον Κάπτεν Φλιντ και ο Γάλος του Παπά, μπουρμπουλήθρες κάνει.


    -Όχι ακόμη μικρέ μου Βασιλιά. Ο Silver στο ένα χέρι αγκίστρι και στο άλλο πετονιά.


    -Τι ψαρεύεις Τζον; Ο Νίκος στην άμμο κάθεται, δεν κλαίει, δεν γελά.


    -Ό,τι το χάος μου προσφέρει King. Το χαμόγελο βήχας του μικρού Νικόλα.


    -Τι θυμάσαι από το Άπειρο μικρέ μου Βασιλιά;


    Γη 2026, ο χρόνος πάλι παγωμένος. Στο μέτωπο του Λουκ, μία παράγκα που ακόμα αντέχει. Στο γύρω της, σπίτια 100, με τα θεμέλια βαδίζουν. Η σκόνη από τσιμέντο που σηκώνουν καθώς τον πλησιάζουν.


    Στα 17 μέτρα περί του μέτρου, κύκλο κάνουν και τους φράχτες προς τον Λουκ, τους κατεβάζουν. Σημαδεύουν και περιμένουν, κοιτάζοντας ψηλά.


    Ιστοί χιλιάδες από τον ουρανό στο ξάφνου πέφτουν. Μία πιστολιά ακούγεται και στους ιστούς αράχνες. Μέγεθος της γάτας, πόδια της κρεμάλας, οι δαγκάνες τους ψαλίδια. Στο γοργό το πέσιμο προς του Λουκ το ανοιχτό ταβάνι.


    Στης πιστολιάς τον κρότο, οι ξύλινοι των σπιτιών οι φράχτες εκτοξεύουν τα κόντια. Στόχος τους τα κενά στην άμυνα του Λουκ.


    Ο Λουκ στο πάνω του κοιτάει. Οι αράΧνες τον πλησιάζουν. Στο γύρω του ακούει. Το σφύριγμα των ακόντιων που τον ήΧο ξεπερνούν.


    Στα χέρια του δύο βόλοι. Στο να Μολυντήρια και στο άλλο Ελέφαντες. Στις φλόγες του ανάβουν και τους πετάει.


    Τα Μολ προς τις αράχνες και τα Ελέ προς τα ακόντια. Στο πηγαιμό λιώνουν και τα ζώα τους φουσκώνουν. Στο επί εκστασιάζονται και τώρα κλώνοι τους δεκάδες.


    Τα Μολ στην έλικα του Dna, με πυγμή την περιστρέφουν και τώρα φτερά στις πλάτες τους. Στον αέρα τις αράχνες συναντούν.


    Τα Ελέ τις προ Βος κίδες τους γυρνούν. Γεννήτριες του ανέμου, τα ακόντια τσακίζουν. Κάποια στο άνοιγμα περνούν και στα σώματα των Ελέ λήγουν στο κατά. Κάποιοι Ελέ πέφτουν σαν ήρωες στης μάχης το πεδίο. Τα υπόλοιπα προς τα μπου ρωμένα σπίτια με καλπασμό ορμούν.


    Τα Μολ στα σύννεφα τις αράχνες καταπίνουν. Μεγάλες, αυτές, πολλές και Χήρες Μαύρες. Στα στομάχια των Μολ χάνουν τη πνοή τους. Στο εκεί τα Μολ, νεκρώνουν και σβήνουν τον σφυγμό τους.


    Οι αράχνες και τα Μολ, μηδέν. Στο επί ζωντανός κανείς.


    Οι Ελε πάνω στα σπίτια πέφτουν. Τη γη κατά πατούν και τους τοίχους ρίχνουν. Τα παράθυρα λαμπόγυαλο και το λάδι στο δώμα τους ξεχύνεται. Το τελευταίο L, μικρό αλλά σπίρτο αναμμένο. σΤη δάδα του το δια κόπτη του γυρνά και τα Ελέ στην άρπα τους, οι νότες, ζουν πυρά. Παχύδερμα που φλέγονται και με μανία στους Χ του ς τίχους, τη μουσική τελειώνουν.


    Η μελωδία της φωτιάς στον κύκλο των σπιτιών στο αγγλικό Χ απλώνεται. Ο Λουκ τα αυτιά του στυλώνει. Θα περίμενε φωνές να κούσει. Άλλα ο της Ηχούς ο αντί λαλος στο τίποτε κοιμάται.


    Τα ρουθούνια οπλίζει, της μυρωδιά της καύσης να μυρίσει. Αλλά άοσμη η σύγκρουση, στη θλίψη η φρακτική βαλβίδα, κρύβει τη θωριά της.


    -Τι θυμάσαι από το άπειρο Μικρέ μου Νικόλα;


    -Από την πήρα Μίδα βγήκαμε και οι τέθθελις. Μαθ περίμεναν οι Χ.


    ΘκιέΘ της αθφάλειαθ με θώμα του Ανά. Τα μάτια τουθ κλιμένα, αυτιά χωλίς. Της άκατου γωνίεθ να κοιτούν στα τέθθελα θημεία του ολήζωντα.


    -Τι θέλετε μαθ; Λώτηθαν.


    -Τι θέλετε τουθ; Λωτήθαμε.


    Τα Χ μαζεύτηκαν κι ένα τώλα. Στο παλάλληλο του ιθοιμελινού κοίτακθε ο Χ.


    -Πωθ το κάνετε αυτό;


    -Το ποιο;


    -Να βλέπετε πέλα από τη διάθταθη θαθ; Ο Νίκος στο μέλλον του κοιτάει και τον εαυτό του ακούει. Τα θ σίγμα και τα Λ ρό.


    -ναι πολύ απλό κι απλό πολύ ναι. Τα τέσσερα του Νίκου είδωλα στις άκρες του Χ βαδίζουν. Το καθένα κι ένα χέρι δίνει και το ευθύγραμμο τέταρτο του Χ από το ακίνητο αποκόβει. Το καθένα από αυτά σε να κόσμο νέο των τριών εμφανίζεται και το \ το πλάθει στα χέρια του σαν πλαστελίνη. Χ ξανά και τέσσερις οι του οίκου Ν.


    Διαδικαδισίαδι που επαναλαμβάνετε στο χρόνο του κύκλου άφθωνο.


    Όταν ο αριθμός των Ν γίνεται ίσος με των Χ, ο αλγόριθμος τον διακόπτη ενεργώ και ποιεί και το κάθε ζευγάρι σε διαφορετικό σύμπαν υλοποιείται, αλλά στη σκηνή την ίδια.


    Τεράστια πλατεία και στο κέντρο ο Λουκ. Καταφύγιο ασθενικό, μια ανοιχτή παράγκα.


    Γύρω του τρένα υτοκίνητα νκς. Από κάτω πύραυλοι και στα πώ και πάνω αεροπλάνα και του διαστήματος τα πλοία. Ο Λουκ την προσευχή του κάνει σε όλους τους μεγάλους σκύλους. Τα δάχτυλα του έχασε. Η φωtιa τα πήρε, στους μικρούς του βράχου κίονες τρεις οι βώλοι που απομένουν ακόμη.


    Στο ένα μύγες, στο άλλο φώκιες και στο τελευταίο…


    Krem του λινού τα μύδια.


    Τους μυριάδες Χ που στη περιστροφή λουφάζουν μυρίζει και ‘σθάνεται πως τούτη Η max η τελευταία θα ‘ναι. Τσιγάρο μισό του απένειμε, χρυσό να το καπνίσει.


    Τα Χ τις κάμαρες τους στρέφουν, με στόχο τον Λούκτρινο Καλντέρα. Στο στόμα του καπνός, στο μυαλό του Νίκο τείνει, στις φλέβες ίνες του Καφέ. Το νερό του λείπει.


    Η σημαία πέφτει και η Χ θεση αρχίζει.


    (2044


    Στο αμφιθέατρο ένα 21χρονο αγόρι.


    Ο κόσμος σιωπηλός, τα λόγια του περιμένουν το παράθυρο να νοίξει.


    -Το πρόβλημα δύσκολο μα η λύση του απλή. Το παρελθόν και το μέλλον, δύο του χρόνου ακολουθίες που συγκλίνουνε στο τώρα. Αύριο και χθες είδωλα του σήμερα και το 0 καθρέπτης.


    Τα γυαλιά του φτιάχνει και ο Νίκος από την αίθουσα Χe φεύγει.


    Ολάκερος ο κόσμος, το όριο της κρούσης, του πριν και του μετά.


    Ο της κρούσης ήχος, θόρυβος, μα ο Νίκος δεν τον ακούει.


    Η ώρα 23:14, δύο ποτάμια νακατεύονται, το μαύρο και το λευκό. Τα χρώματα χαοτικά, μπα ο Νίκος δεν τα βλέπει. )

     
  9. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Max is dead. Max the Dog.


    ΚLεμ μυδάκια


    Πως το άπειρο κερδίζει;


    Ποιος αντίπαλος ικανός να το αντιμετωπίσει, πέρα από το 0;


    Πως κερδίζεις το άπειρο;


    Τι προκύπτει αΝ τοΝ έναΝ τοΝ διαιρέσεις me το 0;


    Τα πρώτα που στον Λουκ φτάνουν, τα erroπλάνα. Τις μύτες τους ανοίγουν και φτύνουν του τοξικού τη μύξα. Οι τοίχοι της παράγκας λιώνουν. Το βώλο με τις μύγες στο up ελευθερώνει…


    -Πετάξτε ψηλά μικρές μου μάγισσες και το μερτικό σας πάρτε.


    Μάγου μύγες, θεριά μικρά, μάτια πολυεδρικά, πορείες τετράγωνες, γωνίες ορθές. Χαλιά πλέκουν και σε κόσμους υπερηχητικούς τους φανατικούς της mixας, παγιδεύουν.


    Τα χαλιά βαριά, λουσμένα με του κρασιού το πνεύμα. Στο αγέρι φωτιά κομίζουν και πιο ελαφριά στο τώρα. Ψηλά πετούν, τα πλάνα του αέρος στο συν μαζεύουν και από το σύμπαν τούτο, μακριά τα βγάζουν.


    Ο Λουκ στην οδό Ματαίο 149 τη δόξα σε σακούλα βάζει και στο κάδο την πετά.


    Το σώμα του αφήνει στην Ga του πάρα να πιστέψει και φθαρμένη η μοκέτα που ξαπλώνει.


    Παράξενη η αίσθηση που το σώμα του γεμίζει.


    Έτσι δεν ένιωσε ποτέ ένα Λούτρινο χοιράκι.


    Τους βώλους αφήνει στο χώμα να κυλήσουν.


    Στα σπασμένα τζάμια, θύματα του περίεργων παιδιών, οι βώλοι πάγοι που αφήνουν ελεύθερο το κύμα της ψυχής τους.


    Φώκιες κολυμπούν σε στεγνά ποτάμια, τα πλοία συναντούν του διαστήματος τα τρένα. Το μέγεθος αλλάζει, παιχνίδια του ηλίου. Οι φώκιες τα μουστάκια τους φροντίζουν και τις γραμμές στοιχίζουν. Τρένα παιδικά, δίχως επιβάτες. Διαστημόπλοια αταίριαστα με αποστάτες ναύτες.


    Ο Λουκ νιώθει προσμονή και νθουσιασμό μεγάλο. Σ’ ένα βαν κοιμάται και έξω νύχτα, στα χέρια του μικρό κουτί, δώρο φορτισμένο.


    Ο Λουκ τώρα νιώθει φόβο. Τα μάτια του κλειστά, μεταλλικό κρεβάτι. Δερμάτινες κουρτίνες, κελί μονάχο. Το φως γαλάζιο και λειψό, κρυμμένο σε ομπρέλα. Στον τοίχο το πρόσωπο του, ξεφτισμένη τιμωρία. Κάποιος τον πλησιάζει από το πλήθος…


    -Ξύπνα όνειρο είναι, ανώνυμος φιάλτης. Ξυπνάει και να γυρίσει κάνει. Παράλυτος, το σώμα η καρδιά αποτυγχάνει να ορίσει. Κάποιος τον πλησιάζει σε δρόμο άδειο. Νόημα του κάνει…


    -Ξύπνα όνειρο είναι, πληρωμένος εφιάλτης. Ξυπνάει και το αίμα του κυλάει, σε ψεύτικο μικρό μαχαίρι. Κάνει να γυρίσει, αλλά στο κώμα του κοιμάται. Φοβάται…


    Οι Φώκιες τα τρενάκια συμμαζεύουν, μαζί με τα διαστημόπλοια. Μαζικά τους παίρνουν τη χαρά και τη χύνουν σε πλαστικά ποτήρια.


    Ο Λουκ θέλει να ξυπνήσει. Το δωμάτιο ξεβάφει και το ταβάνι φεύγει. Μεσάνυχτα και κάτι σε παιδική χαρά. Αυτός και ένα κορίτσι. Έρωτας που ανάβει και στην αυγή θα σβήσει. Κάποια τον σκύλο βγάζει, στο χάραμα μια βόλτα. Στον Λουκ φωνάζει…


    -Ξύπνα όνειρο δεν είναι, στυμμένος εφιάλτης. Ο Λουκ τινάζεται και εμπρός του Τανκς.


    Η γούνα του χαμένη και η ψυχή στα legού τα σπίτια μπαίνει. Το χέρι του σηκώνει. Νόμος των τροχών, τις ερπύστριες που οι μονές γυρνούν, να σταματήσει προσπαθεί.


    Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Μαζί του καθώς τα τανκς από πάνω του περνούν. Βιάζονται στο μέτωπο να πάνε. Στο πρώτο αντέχει, κόκκαλα δεν έχει, το σώμα μπορεί να ξαναφουσκώσει.


    Ώμος στο δεύτερο;


    Στο τρίτο;


    Στο χιλιοστό; Χαλί κίτρινο στο δρόμο.


    Τανκς No 1001, από πάνω του περνά και τώρα ο δρόμος άδειος. Ένα τριαντάφυλλο φωνάζει.


    -Λουκ εδώ! Λουκ εκεί! Λουκ πιο πέρα;


    Τα Χ μαζεύονται και τα νκς σηκώνουν. Ο Λουκ στο X αφανισμένος. Τα Χ άνισα η Χου το Ν. Τα νκς ξεμοντάρουν και τον Λουκ τον ψάχνουν. Τάρας Μπούλπα σταχτί χαρτί, στο Χ και πάλι.


    Ένα κλειδί γυρίζει και ένα κρέμ λινό και μύδι στο καλά κουρδίζει. Το μύδι αργά ανοίγει και…


    Ο Λουκ του τρόμου κράχτης, χήρος θύτης μα και θύτης. Τρέχει, τα πόδια του βαριά. Εγκαταλειμμένη κι ασκέπαστη η παράγκα που του μένει. Η πόρτα νοιχτή και τα Χ παντού. Οχυρώνεται και τα τζάμια για κάλυψη του βάζει.


    Στα χέρια του Πυρά και βόλοι. Ο Αξίαρχος το σύνθημα σφυρίζει, κι ουρί που λιάζει σε σκοινί, μεζές στην ματαιότητα της αποτυχημένης Δόξας. 32 τα κρεμασμένα του οχτώ τα πόδια.


    -Επίθεση!!!!


    Τα Χ ορμούν από παντού. Από την στεριά, τον αγέρα και τη θάλασσα.


    Αεροπλάνα, πύραυλοι, διαστημόπλοια, τρένα, αυτοκίνητα, τάνκς, σπίτια, φανάρια, δρόμοι, οδοί και φόροι, όλα υπό του Χυρ και θειου.


    Ο κύκλος το ρήμα του το κλeίνει και από την αρχή ξανά.


    H max η δια, στου άπειρου το LooP


    Φορές του 10,100,1000,10000,100000, πλήθος δίχως αρχή και πέρας…


    Τα Χ και η του Λουκ ενδυμασία με πλαστικό γεμάτη σε μία αέναη επανάληψη.


    Η ενδυμασία όμως μόνο, γιατί το πνεύμα Λουκ…


    (-Το κερδίζεις είναι ρήμα για τους πεπερασμένους. Του αρκεί μία ψευδαίσθηση. Το ζωγραφίζει και με ένα σπαθί απλά κόβει τον κόμπο. Αλέξανδρος.


    -Δεν υπάρχει + ή – άπειρο, είναι συμβάσεις πεπερασμένου χρόνου. Το 0 είναι το αντίστροφο του απείρου. Αν ένα σύρμα μηδενική αντίσταση προβάλει στη τάση του μετρήσιμου, άπειρη η ένταση του ρεύματος. Ohm


    -Το με κέρδισες ικανοποιεί αυτούς που το έχουν ανάγκη. ComBoss


    Doctor who; )


     
  10. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the et’ernity Le Bott 10th


    Max the Dog is dead


    Τα οκτώ κρεμμύδια του Βασιλιά


    八 D Μy Κre


    2031 Αίγυπτος


    -Μα, τι είναι η αιωνιότητα; Νίκος


    -Ο χρόνος δίχως τέλος. Μα. Ο Νίκος τα χείλια του Xe σφίγγει, στο πρόβλημα του, Φοίνικας παγιδευμένος. Η μητέρα του, την βεντάλια της κουνά στο ρυθμό της θερμής ερήμου. Στο που και που, με απότομες κινήσεις τις μύγες διώχνει.


    Διψασμένες, δεν έχουν τίποτε άλλο πια να χάσουν, το χτύπημα όσες αποφεύγουν, στο δέρμα της κατά, ξανά δε φεύγουν. Στα πόδια της δεκάδες, οι κουτσές.


    -Γιατί ρωτάς μικρέ μου βασιλιά; Μα


    -Μια εργασία για το μέλλον και το παρελθόν και τη θέση τους μέσα στην αιωνιότητα, Μα. Ο Νίκος την ενοχή του κρύβει, κυνηγώντας μύγες με τα μάτια του. Σχεδόν επιτυχημένα. Η Μα αφήνει μία μύγα να ξεφύγει. Τη δεύτερη με τα δόντια της την πιάνει.


    -Ποιος σου έβαλε αυτήν την εργασία; Στεγνή, χωρίς νερό και λάδι.


    -Εγώ στον εαυτό μου. Η μπροστινή όψη του ψαριού, από πίσω πέτσα.


    Η Μα στα μάτια του βλέπει την αλήθεια. Της αρκεί, περισσότερο δεν ψάχνει.


    -Λοιπόν, θα σε βοηθήσει να καταλάβεις, ένας μύθος αρχαίος. Από στόμα σε στόμα άλλαξε, άλλα η αλμύρα ίδια.


    2026 Τόκυο


    Ο χρόνος ανάμεσα στις 12 το μεσημέρι και το μεσημέρι στις 12, φυλακισμένος.


    Στο φανάρι ο του μικρού ο Νίκος στα ριστερά του Χ. Από το Χέρι ο Νκος τον κρατά, Xeναγος στης Γης τη πλάνη.


    -Τι κάνουμε εδώ και να δω τι θέλεις; Χ


    -Το φανάλι δεθ. Στο κόκκινο ο κύκλος καρφωμένος. Με μια στροφή δαχτύλων στο νόμο του FBI και της δύναμης Laplace, οι Χ ρόνοι ώροι ξεπαγώνουν, σε μια μικρή ακτίνα. Ο Νίκος και ο Χ σε μία λίμνη κόκκινη, βυθίζονται. Φωτόνια με ουρές, κρυμμένα στο φανάρι.


    -Ωραία και τώρα;


    -Δεθ από το παλάθυλο. Το Χ τις κουρτίνες λίγο παίζει και στο έξω του κοιτά. Ο Νίκος με φωνή από τον Μέλλοντα εγώ, του τραγουδά.


    Κοράκι μου μικρό, κοράκι μου μεγάλο.


    Ένα κοράκι στου πεζού συρμό και στο ράμφος του καρύδι, περιμένει.


    Το car ήδη μου σκληρό, τη καρδιά του πως θα πιάσω;


    Δεξιά του Φαναριού του Λεώ ο φόρος, περιμένει το πράσινο να ανάψει.


    Στα μάτια σου οι χάρτες, στα δικά του οι γιρλάντες.


    Το αυτοκίνητο με τα μάτια στο εμπρός στραμμένα, λοξά το Κοράκι βλέπει. Η εξάτμιση βήχει, ξέρω, βήχει.


    -Μη τολμήσεις βήμα κόρακα να κάνεις. Μέσα στο φανάρι δείκτης ακούγεται και κύκλωμα που στο σκοτάδι τρέχει.


    Το κοράκι στο στόμα του καρύδι και στα νύχια του αναβάτες. Δεν φοβάται, δεν μιλά και σκιά δεν εΧ.


    -Τώρα Κόρα κι η ώρα ήρθε. Τώρα! Τώρα!! Τώρα!!!


    Το κόκκινο του αίματος, πράσινο του Διά φυγής. Το κοράκι το καρύδι στις ρόδες ρίχνει, το αυτοκίνητο γκάζι βάζει, κράκ ο ήχος που ακούγεται. Το σκηνικό διαλύεται και πέφτει και μπροστά παράγκα. Στο μέσα ο Λουκ. Γύρω του φανατικά φανάρια.


    Στο σώμα τους τα μόρια του Χ, μαριονέτες του Νικόλα. Τα Χ μένουν στο περί. Ο Νίκος τα στυλώνει.


    -Πάμε, λέει και αυτά στον Λουκ την επίθεση τους κάνουν. Οι μέλισσες του Λουκ αντεπιτίθενται, η στορία του γνωστή. Ο Ν μία μέλισσα χμάλωτη του πιάνει και την πορεία της αλλάζει. Στον θόρυβο της μάχης, κανείς δεν την προσέχει, ούτε καν ο Λουκ κι όταν τα πόδια της στη γούνα του βυθίζει. Μέλι κλέβει και στο Νικόλα επιστρέφει.


    Egypt 2031


    -Tell me Ma.


    -Υπάρχει ένας πλανήτης 6 φορές πιο μεγάλος από τη Γη και από πάγω καμωμένος. Γύρω από τον εαυτό του δε γυρνά, και σε Ήλιο τον φόρο του δε δίνει. Δορυφόροι δεν τον συνοδεύουν και σήμα άλλοι πλανήτες για απόσταση μεγάλη δε του δίνουν. Το νομα του R.


    Κάθε της Γης 421 τα χρόνια, επίσκεψη του κάνει, ένα γιγάντιο πουλί. Ο Bennu.


    Στη θωριά του Φοίνικα θυμίζει, μπορεί και Ρωδιό. Σ’ αντίθεση με τον R, τούτος φλόγες βγάζει και η θερμοκρασία του μεγάλη.


    Στάση κάνει στον R και κομμάτι toy μικρό του κλέβει.


    -Πόσο μικρό Μα;


    -Μικρό του απείρου το ελάχιστο. Αν το ηλεκτρόνιο ήταν Ήλιος, το κομ και μάτι αυτό ηλεκτρόνιο θα θύμιζε.


    2026 Χόι Αν


    Σπίτι μισό κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και το υπόλοιπο πάνω από τον αφρό. Φως από ψηλά του Νελ, Νίκος στα γόνακα θισμένος και στη γωνία Χ.


    Σκοινί που δένει τις απλώστρες, παράλληλες γραμμές. Μία ράχνη διπλάσια της μύγας. Ανθεκτικός ο ιστός που πλάθει. Ακίνητη κοιμάται στου χρόνου το απόλυτο 0.


    Γύρο από το σπίτι φράχτες. Αγκαθωτός ο ιστός του σύρματος. Κανένας να μη μπει, κανείς να μη ξεφύγει.


    Η θάλασσα του χώματος απούσα. Μικρές σχεδίες, κεραμίδι ο πάτος, πτωχό το χώμα, κρεμμύδια φυτεμένα, με τις ρίζες πάνω και τα κεφάλια μέσα.


    -Τι είναι εδώ; Χ


    -Το αλάτι του Π. Νίκος.


    -Δε μοιάζει για παλάτι και αλμυρό, δεν είναι. Χχ


    -Κι όμωθ εδώ του Θυς Αυλός μεγάλος. νΟίκος.


    Η Αράχνη πεινασμένη. Μία μύγα στο πρώτο της το σπίτι, γεύμα. Ο ιστός τα γκάθια του φορά. Η μύγα στον ιστό. Κύματα της μύγας, στο πεντάγωνο. Αράχνη στη μύγα. Fly στην αράχνη. Στόμα με σιαγόνες. Μύγα μισή στο μέσα και μισή στο έξω. Ο Νίκος τα χέρια του χτυπά. Στο Χ του υπό του κλείνεται.


    Ο Νίκος μόνος του κουτσό. Τραγούδι κλαίει, καθώς τη ψάχνει.


    -Είθαι δω, είθαι κει, στο μακλιά κιο πέλα;


    -Τι ψάχνεις;


    -Την Ελέφαντα. Ο Χ το βιβλίο του κοιτά. Ήρωες παντού, Ελέφαντες καθόλου.


    -Τη βλήκα. Ο Νίκος τούμπα κάνει και τα πόδια στο τοίχο βρίσκουν. Σοβάδες θυμωμένοι, τα τείχη προδίδουν και τις πύλες τους ανοίγουν. Ο Χ με του Α την πορεία ντίθετα κοιτά.


    -Που;


    -Εδώ! Στα χέρια του Νικόλα, μία μυγοσκοτώστρα. Το χερούλι προβοσκίδα και το δίΧτυ της κεφάλι.


    -Και τώρα;


    -Μύγες! Φτερά με σύννεφα, σταγόνες μύγες. Ο Νίκος την ρακέτα του χτυπά και στο πάτωμα του τραύματος, οι μαύρες ρύγες. Στου καπότε το σταμάτά, αναπνέει ιδρωμένο. Τις μία μύγες μία, πω κάτω τις μαζεύει και στους κόμπους του ιστού τοθοπετεί. Η αράχνη επιφυλάσσεται.


    -Μα έλα καλή μου αλάχνη, για θένα φαγητό έφελα. Καλός κουβαλητής είμαι, για δε θέλειθ. Η αράχνη δοκιμάζει, νόστιμο το βρίσκει και στι κατά φάκελο του δίνει, δίχως σίγμα. Τσιμπούσι κάνει μυθικό και σε κάθε μύγα και πιο θεριό, γυναίκΑ με Α κεφαλαίο, στήνεται.


    Οι μέρες στο Μεδέ περνούν, αλλά η ώρα πάντα ίδια μένει. Η Αράχνη τέρας και θεριό, ο ιστός γκρινιάζει από το βάρος.


    -1900 να την αφήσω;


    Ο Νίκος στα χέρια του την πιάνει, στις παλάμες του χωράει μονάχα το κεφάλι. Φόρα παίρνει και δύναμη βάζει αρκετή. Στις χορδές και στους τένοντες πολύ. Μία και ένας σπάνε.


    -Πέτα ψηλά μικλή μου αλάχνη και το κόθμο πιάθε. Ο κόσμος αλλάζει. Σπίτια 100, αράχνες από ψηλά που πέφτουν και στη μέση ο Λουκ.


    Ο Λουκ τους Ελέ και τα Μολ του αμολά. Και στα πάντα μέσα, ο Ν και ο Χ. Η μάχη τους γνωστή, διαβάστε ιστορία.


    Μέσα σε αδύναμη αράχνη με ποδάρια μονάχα εφτά, ο Νίκος σε τρία εγώ κατοικεί. Παρελθόν, παρόν και μέλλον. Τα Π εγώ στα πίσω καθίσματα, στο Μπροστά το F.


    Το φρένο του πατά κα στη πύλη την ανοιχτή, τα sτόriα ανεβασμένα, του Μολ την οδηγεί. Μπαίνει, κλείνει, μόνοι.


    Το Μολυντήρι επιστρέφει στον μαχητή τον Λουκ. Ναυτία νιώθει και την αράχνη του ξερνά.


    مصر 2031


    -Κάθε 421 χρόνια, ο Bennu επιστρέφει το μερίδιο του από τον R na πάρει. Κι όταν το τελευταίο του R κομμάτι πάρει…


    -Τότε μα;


    -Τότε θα έχει περάσει μόνο μία στιγμή, από την αιωνιότητα. Μα


    (-Μπα πόσο κρατάει μία στιγμή; νκος


    -Μία στιγμή, τίποτε στα χέρια της κρατεί. Καθόλου. Μπα)

     
  11. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    In the Sea Battle Message 10th


    Max the Dog is dead


    Τα οκτώ κρεμμύδια του Βασιλιά





    Το Μολ επιστρέφει στον Λουκ. Ναυτία, την bookαπόρτα νοίγει και η R aχνη πρώτη βγαίνει. Στου Λουκ την πλάτη ανεβαίνει και μία τρίχα κλέβει. Στα τρία εγώ του Νίκου δίνει κι αυτοί την κρύβουν στο μέλι.


    2037 Βαρσοβία. Ένα παιδί με τα μάτια του κλειστά, σε δωμάτιο κλεισμένο, το νου του αφήνει στον χώρο να θυμίσει. Στο δώμα του μονάχος. Ήχο ακούει, τα μάτια νοίγει, εμπρός του…


    Τρίχρονο μικρό, κόρες από μέλι, χαμόγελο στα υτιά.


    Το παιδί της Βαρσοβίας, τον ανά γνωρίζει.


    -Γεια σου, μικρέ μου Πρίγκιπα. Σε περίμενα.


    -Θέλω τη βοήθεια θου. Έχαθα το μέλλον και πθάχνω να το βλω. Ο Νίκος των τριών στη λαδόκολα του Νίκου των δέκα και τεσσάρων, καθίζηση και τα παιδιά μιλούν.


    2044 Μπογκοτά. Ένας έφηβος σε λεωφόρο του οικείου τις ευθείες του ορίζει με τα μάτια του κλειστά. Τον δρόμο ξέρει και δεν χρειάζεται να βλέπει. Τα πάντα κοιμούνται, πίνουν, γλεντούν και τραγουδούν. Κανείς δε τον προσέχει, εκτός…


    -Γεια θου. Τα μάτια νοίγει, τα μαλλιά που βλέπει φέγγουν. Το φεγγάρι όχι. Το τρίχρονο παιδί γνωρίζει.


    -Γεια σου κ εσένα, μικρέ μου Βασιλιά. Σε περίμενα.


    -Τη βόηθεια θου θέλω. Το παρελθόν μου με ληθμόνηθε και τώλα πθάχνει να με βλει. Ο Νίκος του ενός και είκοσι ακόμα χρόνων, το τρίχρονο μικρό εγώ του, στην αγκαλιά του παίρνει και βόλτα πάνε.


    -Θα σου δείξω την Πόλη και θα σε θυμηθεί.


    2093 Σέ νά γνωστο νησί του Ειρηνικού. Ο εβδομηντάχρονος άντρας σκάβει. Το σώμα του σκαμμένο, τα χείλη του ξερά, οι κάλοι στα χέρια του δακρύζουν, το φτυάρι σε ξύλινο σεντούκι με τη μύτη του χτυπά.


    -Άουτς. Το σεντούκι βγάζει και από το Λάκο έξω βγάζει. Δεν τον ανοίγει ακόμα. Περιμένει σε κορμό και η Hell μαζί του. Λιάζονται και οι δύο, στον απαλό τον ήλιο. Τα μάτια τους κλειστά, τα υτιά τους όχι.


    -Γεια θου και γεια θου. Το ερπετό και αυτός ανοίγει, τα παράθυρα στο φως. Αυτός χαμογελά στον μικρό εαυτό του και αυτή τρέχει με χαρά να τον μυρίσει.


    -Καλώς ήρθες Νικόλα.


    -Το ανοίκθατε;


    -Όχι ακόμα, σε περιμέναμε.


    -Το παλελθόν μου βλήκα και το μέλλον μου σα βλήτα, το παλλόν μου πανε πως κλύβεται εΖώ.


    Τριών και εβδόμηντα και της κόλασης το αγαπημένο ερπετό, το σεντούκι ανοίγουν και…


    -ΘΥΘΑΥΛΟΣ!!!!!!!


    -Θυσαυρός!!!!!


    -ΧΧΧΧΧΧ!!!!


    2026 Καμένα Βούρλα


    Ο Νίκος οδηγός σε Porsche κίτρινη βαμμένη. Τα μάτια της λευκά μπλαζέ και οι βλεφαρίδες μπρούτζινες. Συνοδηγός το Χ, τη ζώνη του φορά, τα χέρια του στα χερούλια δένει. Φοβάται, τα πόδια του Νίκου του μικρού, βασανίζουνε το GasZsi.


    Αριστερά, αρούρι μελαχροινό, τα δόντια του καθρέπτης και η ουρά του κλέφτης. Τα νύχια του πατίνια και τα φτερά του πλάνα. Η Μάρσα του χορεύει σαν το Κουφώ το εκκρεμές.


    Στα δεξιά μια φώκια. Οι κόρες του μαργαριταριού οι μαύρες, τα μουστάκια στον πΩ πΩσο γρήγορα γυρνούν οι του Pro οι Πέρλες.


    Χρυσός Σκορπιός, το λάβαρο της επανάστασης κρατά.


    -3,2,1 Ζήτ ω ζήτ ω λευτεριά.


    Το Αρούρι σπινάρει και ο δρόμος ματώνει από τις ουλές. Καπνός στα υτιά και η πονηριά στο μάτι. Δέκα χιλιόμετρα στο ένα δευτερόλεπτο.


    Η Φώκια τη σκιά φήνει πίσω, στο έδαφος δεν ακουμπά, ούτε στο νερό βουλιάζει. Ο δρόμος χαλάκι που μπερδεύεται και ο Σκορπιός σκοντάφτει. Εκατό χιλιόμετρα στο ένα δευτερόλεπτο.


    Ο Νίκος προσεκτικά, το γκάζι του απαλά θωπεύει. Η Po ειρωνικά κοιτά.


    Το καθρέπτη του φορμάρει, ταχύτητα μικρή, οι κατσαρίδες τα νάσκελα γελούν.


    Εκατό χιλιοστά σε μία ώρα.


    -Τι κάνεις; Το Χ στη λάσπη του χωμένο στα ερωτ ιαματικά λουτρά.


    -Γιατί δεν τρέχεις;


    -Καινούλιο είναι φοβάμαι μη τη κούκλα μου γλαντζουνίθω. Το Χ το κεφάλι του χτυπά και αφρός και λάσπη. Σταγόνες τινάζονται στον άνεμο, ο Νίκος μήνυμα τους στέλνει, στη πλά της Φώκιας κάθονται και αυτή πρώτη τερματίζει.


    Ο Λουκ στεφάνι της βάζει και μετάλλιο Χρυσό. Αυτή συγκινημένη δάκρυ χοντρό στα μάγουλα του ρίχνει. Η γούνα του Λουκ η κίτρινη, σφουγγάρι διψασμένο, την απορροφά μέχρι την τελευταία της σταγόνα…


    Ο Λουκ στο περίεργο, ψαράκι της στεριάς…


    2137


    Κρατήρας KarZok, υψίπεδο Θαρσίς, βουνό Λύμπος.


    Στο κέντρο του σε θόλο διαμέτρου χιλιομέτρου ένα, καθισμένος βρίσκεται ο τελευταίος άνθρωπος της Γης. Την ανατολή χαζεύει και στο κενό της Γης κοιτά.


    Μέχρι δύο χρόνια πριν, εκεί βρισκόταν ο πλανήτης του. Γαλανός, με στίγματα μεγάλα του καφέ και στη νύχτα φώτα. Τώρα σκοτάδι.


    Μέχρι πριν από 20 χρόνια το σπίτι του ήταν. Στο μετά κρεβάτι του, ολάκερο το σύμπαν. Βαθιά η πνοή που φεύγει. Στον Άρη μόνος είναι…


    Ήχος ηλεκτρικός. Ήταν. Γύρω του άνθρωποι, από διαφορετικά σύμπαντα, χρόνο, χώρο, με άλλο σώμα, αλλά η ταυτότητα η ίδια.


    -Καλώς ήρθατε. Σας περίμενα. Δεκάδες διαφορετικά τα εγώ, που κοντά με ξε χωριστά χαμό και γέλα, τις γκαλιές τους νοίγουν και με της ζάχαρης τη άρπα, λόγια, μνήμες, εικόνες, μυρωδιές, θυμίζουν.


    Χρόνος ∞ ή 0. Ο Silver στη διάσταση του Ν. Μία γραμμή, καμπύλη δίχως έλεος, αρχή, οίκτο, τέλος. Στα χέρια του βελόνα και κλωστή. Η καμπύλη γκρίζα, σκούρα, δίχως φως και ήχο. Σχεδόν…


    Τινάζει τη καμπύλη και τα χέρια του στο σώμα της αγγίζει. Άπειρα και αδιάκοπα μικρά σημεία, σε τμήμα, με αρχή και τέλος, σβήνουν και ανάβουν, σβήνουν και ανάβουν.


    Μια καρδιά χτυπά, άπειρες η του ιδίου οι εκφράσεις της. Τα άπειρα εγώ του Ν. Το καθένα σε μία διαφορετική του τρισδιάστατου χρόνου τη στιγμή.


    2034 Kaapstad


    -Δηλαδή Νίκο ανάμεσα ςτις 5:47 και 84:5 ςιτς , πόσες στιγμές υπάρχουν; Waris


    -Άπειρες υπάρχουν Λού της ερήμου Λούδι. Νίκος. Η Waris, στα χέρια η θάλασσα, στα πόδια της ο πόνος, να το σκέφτεται δεν μοιάζει, αλλά μόνο μοιάζει και πολύ την νοιάζει.


    -Και σε κάθε και μία πω αυτές; W


    -Ένα σύμπαν, αυτόνομο, ανεξάρτητο και διαφορετικό από τα προ ηγού και επόμενα. Ν


    Χρόνος 0 ή ∞ . Η Silver στη βελόνα του ένα Χ καρφώνει και στη γραμμή του Ν μαζί κεντάει.


    -Για κάθε άρτιο Ν κι ένα Χ, κι ένα Χ με έναΝ και άρτιο μαζί. Τα περιττά του Ν και του απείρου μόνα τους. Το πρώτο κόμπο κάνει και στον κ-1 δείχνει πως τον επόμενο να κάνει.


    Ο πρώτος τον δεύτερο κεντάει και αυτός τον επόμενο του. Μία διαδικασία, με αρχή αλλά τέλος όΧι.


    2026 Νίκαια


    Μία κόκκινη λεκάνη με νερό και μέσα, της fairy boat. Ο Νίκος το πηλίκιο φορά, του περισσεύει μία σπίθα μη. Τις οδηγίες δίνει στους μούτσους Χ. Αυτοκίνητα φορτώνουν, το ένα στο άλλο μέσα. Η fairy τα φτερά της στο μύλο της κουνά, να ισορροπήσει θέλει. Στρόβιλος, ρουφήχτρα, έλκος και τρύπα που οξέα μπάζει σε αμπάριζα, αλέ στην πόλη μένει. Το τιμόνι του στα χαλάσματα πιασμένο, τρύπιο κουβαδάκι, φρένο και το τιμόνι του γυρνά συνέχεια. Στο κατάστρωμα τρένα, διαστημόπλοια και πλάνα, τα πύλο βόλα τους σηκώνουν και την παράγκα του Λουκ στοιχειώνουν.


    Ο πρώτος της ο βόλος παγωτό ξυλάκι. Τις άγουρες αμυγδαλιές πληγώνει και στάσου μύγδαλα με πύον. Ο Λουκ θερμοκρασία τριάκοντα εννιά. Παιδικό το ασθενοφόρο που οι σειρήνες οδηγούν σε αυτόν. Του play και Mobil ο γιατρός και η νοσοκόμα.


    -Το χοιράκι Doctor τον Υψηλό πείρε το Χ και δεν πέφτει, ό,τι και αν του δώσουμε. Να βάλουμε κυψέλες παγωμένες στις μασχάλες του;


    -Όχι, up κι ειρήνες δώστε του λειωμένες.


    -Μα δε θέλει, τις ξερνά.


    -Ξανά.


    Ει ρήνη του ασπ, ταξική για το παλάτι στο maxι του και ρωγμές δωρίζει.


    -Ξανά. Οι ρωγμές ουράνια τόξα στις τοιχογραφίες, τσιρίζουν πονάνε, φουσκώνουν. Κρατήρες Λιλιπούτειοι, αέριο και θείο, φυσαλίδες υγρού χρυσού.


    -Όχι άλλο κάρβουνο. Μία φώκια του μετάλλου αλλαγμένη με ψυχή του Ν, την άσπ αλλάζει με του Θούριου το Ρίγα. Το γουρ ουνακι σώζεται και το Ν του κλέβει συναίσθημα, της ρίγανης ψυχή.


    Ο Κα πετάνιος Νίκος εντολή δίνει στους Χ, για το Φέρι Bot.


    -Βουλιάξτε το!!! Τα Χ γουρλώ τα μάτια στο Ν, εντολές ακολουθεί, στο έκτο λι.


    Στη λεκάνη το νερό κρατήρα πλάθει. Το γέρνι κο το Bot, παλεύει στην επιφάνεια να κρατηθεί. Αυτοκίνητα και τρένα, διαστημόπλοια και πλάνα, στις άκρες φτάνουν. Στέκονται, ισορροπούν και το πλαστικό του boat χερούλι της χαρά τους, στα στεγνά κρατούν.


    Το f air y στα τοιχώματα κρατήρα. Με τις άγκυρες για νύχια, κρατιέται.


    -Να νέβω θέλω. Ούτε πάνω βήμα, ούτε κάτω. Μετέωρο σε ουρανό που φταίει.


    Χρυσόμυγα μικρή, η τελευταία επιβάτης.


    -Ν ανέβω θέλω.


    -Όχι, όλοι μία φωνή.


    -Ναι.


    -Όχι.


    Το Χ με τα Χ έρια και τα πόδια του ανοιχτά, από την κουπαστή στη κορυφή κρατιέται. Ο Νίκος από τα πόδια του και στο αργά πάνω σκάρφα λώνει. Η μύγα…


    -Ναι, οι άλλοι όχι. Η μύγα στο κατάστρωμα πατά, κάθετο το φέρυ για το κύμα.


    Στον άξονα το αριστερό του Χ, το πλάγιο το Ν δικό του εφαρμόζει. Οι άγκυρες του boat λυγίζουν και σπάνε και τα πάντα στο μά τι του κυκλώ να ταιριάζουν.


    Αφρός ολόγυρα, σαμπάνιες για επί ή της από καλή τειχία;


    Τα πλάνα, στο υποβρύχιο σαλπάρουν. Μαζί τους το Ν εφαρμοσμένο με το Χ. Το Ν πριν την ένωση, μία φωτογραφία δείχνει στη μύγα του Χρυσού.


    Χάρτης. Η μύγα αποστηθίζει και στο υρανό Πετά στου Λουκ το Δάσος να προφτάσει…


    (Στον Όλυμπο του Άρεως, τα Ν από διαφορετικές χρονιές, μαζεμένα γύρω από τον Γηραιό στέκονται και ακούν…


    -Θα πρέπει το Ν στο Χ να εφαρμόσει, στον αριστερό του άξονα. Ν114


    Ο πιο μικρός του Ν, με κλωνάρι από κρεμμύδι στο έδαφος σκιτσάρει.


    -Πεταλούζα. Ν3 Ο αμέσως επόμενος του, τον διορθώνει…


    -Το άπειρο. Ν…


    Στον Όλυμπο της Ελλάδας το 2040. Καταφύγιο, καλύβα, σβησμένο τζάκι, στάχτες.


    -Μπα; Νίκος


    -Ναι μικρό μου Πεύκο. Μπας


    -Ποιος είναι ο επόμενος αριθμός από το 3; Νίκο


    -Το 4. Μπα


    -Όχι το 3,1; Νικ


    -Μπορεί και το 3,001. Μπ


    -Το 3,00001 είναι πιο κοντά του. Νι


    -Και το 3,0000001 κόμα πιο κοντά του. Μ)

     
  12. slave32

    slave32 Contributor

    Ο Αδωνης το πουλαγε