Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Τελευταία Προεκλογική Δημοσκόπηση

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Afrodoxia, στις 16 Μαϊου 2023.

  1. Afrodoxia

    Afrodoxia Regular Member

    «Θεέ μου, τον χτύπησαν οι μπάτσοι σαν τον Χριστό», φώναζε απνευστί η Μαρίκα στον Τίμο. Ωραίο κομπλιμάν σκεφτόμουν όσο ξεγυμνωνόμουνα για να μου περιποιηθεί τις πληγές. Ούτε Χριστός ήμουν ούτε οι μπάτσοι με είχαν τσακίσει. Όμως, η αλήθεια είναι ότι το καλλιεργημένο αυτό ζευγάρι συνταξιούχων του Δημοσίου το είχα γνωρίσει σε μία διαδήλωση και ότι και οι δύο είχαν την αστεία συνήθεια όταν ερεθίζονταν να επικαλούνται τον Σωτήρα μας.

    Προς το τέλος της πορείας ο Τίμος μού πρότεινε να πάμε στο ταβερνάκι της πλατείας Θεάτρου και δέχτηκα. Εκεί, μετά το πρώτο κιλό λευκό, αισθάνθηκα να μου αγγίζει το γόνατο.

    Δεν κρατιόμασταν μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι τους στου Ζωγράφου. Πηδηχτήκαμε σαν έφηβοι στο υπέρδιπλο στρώμα της κρεβατοκάμαρας, εκεί που τώρα η Μαρίκα με άλειφε με βαλσαμόλαδο και ο Τίμος έβριζε χυδαία το εγχώριο κατεστημένο.

    Ήταν Παρασκευή απόβραδο, μόλις είχα πάρει το ρεπό μου από την εβδομαδιαία εργασία ως δουλάκι στην Κυρία Θεοδώρα του Ψυχικού και είχα πάει να περάσω τη νύχτα και το Σάββατο το πρωί με το φιλικό μου αυτό ζευγάρι.

    Μόνο που την τελευταία εβδομάδα η Κυρία μου ήταν πιο νευρική από ό,τι συνήθως. Το τιμωρητικό μένος της είχε κάτι από τον προεκλογικό πυρετό των μαζών. Φυσικά ποτέ δεν δίσταζε να επιβάλει τη θέλησή της με τον πιο απηνή τρόπο, και εγώ εξομολογούμουνα τα πάντα στην κάθε λεπτομέρεια τους. Ήξερε, για παράδειγμα, για το ζευγάρι των συνταξιούχων, για την θαλπωρή που αισθανόμουν μέσα στα μπούτια της Μαρίκας και πόσο γλύκα είχε η μαλακή ψωλή του Τίμου, κάτι σαν πάστες αγορασμένες από εμένα από το ζαχαροπλαστείο για το τραπέζωμα.

    Όμως εκεί που αναψοκοκκίνιζε ήταν όταν της μιλούσα για τον Παντελή, ένα νεαρό εργάτη από την παλιά Κοκκινιά. Κοντοπίθαρος αλλά μ΄ ατσαλένιο κορμί και δασύτριχο στέρνο, κυκλοφορούσε χειμώνα-καλοκαίρι πάντα μ’ ανοιχτό πουκάμισο. Έπεσε ο ένας με δύναμη πάνω στον άλλον μία Κυριακή πρωί στην Καλλιθέα. Εγώ τινάχτηκα δύο μέτρα μακριά και σωριάστηκα καταγής. Αμέσως ένιωσα μία δαγκάνα στο δεξί μου μπράτσο να με τινάζει εκ νέου στον αέρα. Κοιταχτήκαμε στα μάτια για ώρα χωρίς να μιλάμε, και χωρίς να χαλαρώνει η λαβή.

    Ο Παντελής την ερέθιζε στ’ αλήθεια την Κυρία, ήθελε πολύ να τον γνωρίσει-πηδήξει και όσο δεν γινόταν αυτό τόσο πιο πολύ ξύλο έτρωγα. Τι και αν της εξηγούσα με επιχειρήματα και ιστορικά πειστήρια το αδιαπραγμάτευτο του χαρακτήρα του. Τη στιγμή που θα μάθαινε ότι δουλεύω για Εκείνη, θα με σκότωνε επιτόπου. Αυτή δεν κινδύνευε. Τότε κατάλαβα ότι ο μαζοχισμός μου οφείλεται καθαρά σε αντικειμενικούς παράγοντες!

    Με τον Παντελή τα Σαββατόβραδα πηγαίναμε στις ψαροταβέρνες της Χαραυγής και ξεσκάγαμε. Ακούγαμε Τσιτσάνη και Μπέλλου, τρώγαμε γαρίδες και πίναμε πολλά κιλά χύμα. Πάντα την επόμενη μέρα ξυπνούσα μετά από πολύωρη αναισθησία την Κυριακή, είχα φριχτούς πόνους σε όλους μου τους μυς σαν να είχα παλέψει με Κένταυρο. Και ποτέ τον έβρισκα πλάι μου!

    Πλήρωνα το ξενοδοχείο και έπαιρνα τον Ηλεκτρικό για Κηφισιά, να συναντήσω την Κλεοπάτρα. Είμαστε κολλητοί από το Γυμνάσιο και έκτοτε πηδιόμαστε. «Πώς αντέχεις τους παππούδες», μου πέταγε με αηδία. Σταύρωνε τα πόδια και τέντωνε τις γάμπες της για να λάμψουν στον αέρα οι γόβες της. Ήταν φετιχίστρια. Το βράδυ θα βλέπαμε αγκαλιασμένοι μία σινεφίλ ταινία και θα κάναμε όνειρα να κάνουμε ένα παιδί και να ζήσουμε ευτυχισμένοι. Τα μεσάνυχτα θα μου έλεγε να πλύνω τα πιάτα και να ξεκουμπιστώ.

    «Χριστέ μου, φύλαξε!», μουρμούριζε σπαραχτικά η Μαρίκα, με εμένα βαθιά μέσα της. Τους είχα σαν γονείς μου, μου μαγείρευαν, με συμβούλευαν τι πρέπει να κάνω στη ζωή μου: «Μία θέση στο Δημόσιο, γιέ μου», μονολογούσε στοχαστικά ο Τίμος καθώς τον πιπίλιζα. Με μία λέξη, τους αγαπούσα. Και γι’ αυτό δεν τους έλεγα τίποτα – ποιος ο λόγος να τους πικράνω;