Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Τι σκέφτεσαι τώρα ?

Συζήτηση στο φόρουμ 'Off Topic Discussion' που ξεκίνησε από το μέλος anasia, στις 9 Δεκεμβρίου 2005.

  1. rea..

    rea.. Contributor

    Να κάνετε όπως νιώθετε, δεν ήθελα απλα να προσπεράσω αυτό που διαβάζω, χωρίς να σας πω ότι σας διαβάζουμε και σας ακούμε και σας νιώθουμε στην σιωπή μας.
     
    Last edited: 26 Μαρτίου 2025 at 17:07
  2. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Ένας λόγος παραπάνω για να σας ευχαριστήσω από   . Τόσο γιατί με διαβάζετε και με νιώθετε, όσο για την διακριτικότητα.
     
  3. ChrisZab11

    ChrisZab11 Regular Member

    Με αφορμή το πλύσιμο του ιχ σε αυτόματο μηχάνημα σκέφτηκα ότι ποτέ δεν έγινε ή άκουσα για ερωτικές περιπτύξεις σε αυτά
     
  4. Iagos

    Iagos Contributor

    Τρίτη 25 Μάρτη 2025


    Το Πεδίον του Άρεως είναι μια όαση μέσα στην ασχήμια της Κυψέλης.


    Ένας τόπος όπου τα παιδιά κυρίως, εισέρχονται σε μια άλλη δόνηση. Η μέρα μεγαλώνει, τα λουλούδια ανθίζουν, τα μυρμήγκια σκάνε μύτη, οι νεροχελώνες της λιμνούλας βγαίνουν στην όχθη και λιάζονται, τα παπαγαλάκια φτιάχνουν ορχήστρα επάνω στα πεύκα.


    Ένας κόσμος μαγικός για ένα παιδί.


    Ο ενήλικας που το φροντίζει ακολουθεί το ρυθμό του διαπιστώνοντας ότι ο χρόνος με το παιδί διαστέλλεται. Όλα γίνονται πιο αργά και με άλλη λογική. Όταν βρίσκεσαι με ένα δίχρονο στο πάρκο ακολουθείς το ρυθμό του.


    Το παιδί έχει τρυπάρει με τα χαμομήλια. Βιώνει την ευδαιμονία. Έχει χαθεί μέσα στους κίτρινους μίσχους, τα λευκά πέταλα και το έντονο άρωμα. Ζει μέσα στο όνειρο. Διακρίνει δύο μυρμήγκια και δοκιμάζει να τα ταΐσει με το κοτσάνι ενός χαμομηλιού. Η χαρά ξεχειλίζει στο πρόσωπο του. Ένα βίωμα ζωής έντονο και τρυφερό.


    Και ξαφνικά όλα αλλάζουν.


    Πλακώνουν οι ηλίθιοι από αέρος.


    Ένα σμήνος μαχητικών αεροσκαφών προκαλεί ένταση στην παιδική ηρεμία.


    Το παιδί πετάγεται όρθιο και αρπάζει τον φροντιστή από τα πόδια. Σφίγγει τα χέρια του γύρω του και φωνάζει “φοβάσαι… φοβάσαι”


    Ο φροντιστής το παίρνει αγκαλιά και το παιδί σφίγγει τα χέρια του γύρω από το λαιμό του και κρύβεται μέσα στον ώμο του. Και ενώ τα πράγματα δείχνουν να ηρεμούν οι ηλίθιοι δεν σε αφήνουν.


    Και άλλα σμήνη μαχητικών ακολουθούν. Και άλλα, και άλλα, και άλλα…. Και ακολουθούν ελικόπτερα… μικρά ελικόπτερα, μεγάλα ελικόπτερα, μεσαία ελικόπτερα….


    Το ήρεμο Πεδίον του Άρεως μετατρέπεται σε πεδίο μάχης.


    Το παιδί έχει παγώσει… το μόνο που αρθρώνει είναι “σπίτι… σπίτι”


    Στα μάτια του επικρατεί ο τρόμος.


    Ο τρόμος του μέλλοντος του…


    Εκεί διαπιστώνεις τη φρίκη…


    Αυτό το παιδί πιστώνεται στην αρχή της ζωής του 800.000.000.000 ευρώ για όπλα…


    Αυτό το παιδί θα μεγαλώσει μέσα στη φρενίτιδα των ηλιθιών για εξοπλισμούς…


    Πώς να το προστεύσεις από την καφρίλα των βλαμμένων;


    Από την παράνοια του εθνικισμού;

    Κάτω τα ξερά σας από τα παιδιά... καθάρματα...

    Iagos

     
    Last edited: 29 Μαρτίου 2025 at 16:28
  5. Iagos

    Iagos Contributor

    Η Έλλη Παππά γράφει το 1962 ένα γράμμα στο γιό της μέσα από την φυλακή,
    όπου του αφηγείται το τι συνέβη την τελευταία νύχτα.

    Το δημοσιεύει η Διδώ Σωτηρίου στο βιβλίο της «Η εντολή»

    «…Ὥσπου ξημέρωσε τὸ Σάββατο.
    Ὡς τὸ μεσημέρι δὲν εἶχε γίνει τίποτε τὸ ἐξαιρετικό, τὸ μεσημέρι γίνανε ὅλα. Δὲν ἀφήσανε τὸν δικηγόρο νὰ μᾶς δεῖ.
    Καὶ κείνη τὴν μέρα τὸν περιμέναμε μὲ ἰδιαίτερη ἀνυπομονησία, γιατί θάφερνε τὸ χαρτὶ ποῦ ἔπρεπε νὰ φτιάξει ὁ πατέρας σου γιὰ σένα –γιὰ νᾶσαι τακτοποιημένος καὶ ἀπέναντι στὸ ἑλληνικὸ κράτος.
    Ἐκείνη περίπου τὴν ὥρα εἴχανε φωνάξει τὸν Μπάτση μέσα.
    Γύρισε ἀρκετὰ ταραγμένος, εἶχε δεῖ τὸν Πανόπουλο καὶ τὸν Ρακιτζή, ποῦ τοῦ προτείνανε ἄλλη μία φορὰ νὰ γίνει ἀνοιχτὸς πιὰ χαφιές. Ἀρνήθηκε.
    Αὐτὴ ἡ ἐπίσκεψη σήμαινε φανερὰ –ἐκτέλεση.
    Ἤτανε Σάββατο.
    Πιστεύαμε ὅτι πρὶν τὴ Δευτέρα δὲν θὰ γινότανε.
    Τὴν προηγούμενη μέρα μᾶς ἀφήσανε, γιὰ πρώτη φορά, νὰ κάνουμε ἐπισκεπτήριο.
    Εἶδα τὴ θεία σου καὶ ὁ Νίκος τὴ γιαγιά σου.
    Λίγα λεπτά.
    Στὴν ἀρχὴ μᾶς εἶχε φανεῖ καλὸ σημάδι.
    Μὰ ὕστερα κι ἀπ’ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Ρακιτζῆ εἴδαμε ἀλλιῶς καὶ αὐτὸ τὸ ἐπισκεπτήριο.
    Τ’ ἀπόγευμα, ὕστερα ἀπ’ τὴ λιγόλεπτη ἔξοδο, μᾶς κάνανε πιὸ αὐστηρὴ ἔρευνα.
    Εἶδα ἀπ’τὸ κελὶ τοὺς ἀσφαλίτες νὰ ψάχνουνε ἀκόμη καὶ τὰ παπούτσια τοῦ Ἀργυριάδη.
    Ἔκαψα ὅσα γράμματα τοῦ Νίκου φύλαγα.
    Ἐκεῖνο τὸ βράδυ δὲ μιλήσαμε πολύ.
    Ρώτησα κάποια στιγμὴ τὸ Νίκο τί κάνανε. –
    « Ἀναλύουμε, διαλύουμε καὶ συνθέτουμε, …»
    μοῦ ἀπάντησε γελώντας.
    Ἤμουνα πιὰ σίγουρη πῶς θαρχότανε ἐκεῖνο τὸ βράδυ, μὰ δὲν εἶπα τίποτα.
    Κι ἐκεῖνος ἦταν σίγουρος πῶς θαρχότανε μὰ ὄχι πρὶν τὴ Δευτέρα. Καὶ κοιμηθήκαμε.
    Ἀκόμα καὶ κείνη τὴ νύχτα κοιμηθήκαμε.
    Στὸν ὕπνο μου ἄκουσα κλειδιά.
    Ἤτανε ἀκόμη στὴν αὐλὴ μὰ ἄκουσα τὸ βρόντηγμα τῶν κλειδιῶν. Τινάχτηκα πάνω καὶ φώναξα τὸν Νίκο.
    Εἶχε ἀκούσει καὶ κεῖνος.
    «Ἐ ναί, ἔρχονται…» μοῦ ἀποκρίθηκε.
    Τοὺς εἶδα.
    Ἀνοίξανε ὅλα τὰ κελιὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ δικό μου.
    Ὁ Νίκος ζήτησε νὰ μὲ δεῖ.
    Δὲ μοῦ ἀνοίξανε.
    Μᾶς ἀφήσανε τὸ παραθυράκι μὲ τὰ σίδερα γιὰ ν’ἀποχαιρετιστοῦμε. Εἶδα τὸ αἷμα νὰ χάνεται ἀπὸ τὸ πρόσωπό του ὅταν κοιταχτήκαμε καὶ ξέραμε πώς δὲν ὑπῆρχε γιὰ μᾶς ἄλλη μέρα.
    Ὁ Καλούμενος ἦρθε κοντὰ μ’ ἀνοιχτὸ πουκάμισο.
    «Πάω καὶ γῶ!»
    μοῦ εἶπε, καὶ προσπαθοῦσε αὐτὴν τὴν τελευταία στιγμὴ νὰ γίνει παλληκάρι.
    Ὁ Μπάτσης στάθηκε πιὸ πέρα.
    «Φρόντισε καὶ γιὰ τὴν κόρη μου…» μὲ παρεκάλεσε.
    «Ναὶ ἂν ζήσω», τοῦ εἶπα.
    Ὁ Νίκος ἔγειρε κοντά μου.
    «Πρέπει νὰ ζήσεις» μου εἶπε, «πρέπει…».
    Τὸ πρόσωπό του ἤτανε γκρίζο, ἔκανε πολλὴ προσπάθεια γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει νὰ κυλήσει οὔτε ἕνα δάκρυ.
    Μοῦ’ δῶσε τὸ ρολόϊ, τὸ στυλό, τὸ πορτοφόλι μὲ τὶς φωτογραφίες. «Πᾶμε», εἶπε ὁ ἐπικεφαλῆς.
    Ἕνα φιλὶ μὲς ἀπ’ τὰ σίδερα.
    Δὲν ἤξερα ἂν ζοῦσα ἢ ἂν αὐτὸ ἦταν ἡ κόλαση.
    Θυμᾶμαι πῶς τοὺς εἶχα ρωτήσει γιατί δὲν μ’ ἀνοίγουνε κι ἐμένα. «Δὲν εἶσαι στὸ χαρτί», μοῦ εἶχε ἀποκριθεῖ ὁ ἀρχιφύλακας καὶ φαινότανε στενοχωρημένος.
    Θυμᾶμαι πῶς φώναξα. «Πάρτε μὲ καὶ μένα» κι ὕστερα σωριάστηκα στὸ στρῶμα.
    Ἄργησα πολὺ νὰ συνέλθω γιὰ νὰ κλάψω.
    Ξημέρωσε, ἀνοίξανε, βγῆκα στὴν αὐλή.
    Ἤθελα νὰ βγῶ.
    Ὅπως κάθε πρωί.
    Ἤτανε συννεφιὰ καὶ στὴ στέγη τῆς φυλακῆς καθότανε ἕνα περιστέρι.
    Ἐκεῖνος δὲν ἤτανε πιά…
    Γύρισα στὸ κελὶ κι ἔκανα τὸ σχέδιό μου.
    Νὰ ζήσω, δὲν μποροῦσα. Ν’ ἀφήσω ἀνεκπλήρωτη τὴν ἐπιθυμία του, δὲ γινότανε.
    Πῶς μποροῦσα νὰ τὰ συνταιριάξω τὰ δυό;
    Ἔγραψα γράμματα καὶ περίμενα τὴν εὐκαιρία νὰ τὰ στείλω ἔξω. Θὰ ἔγραφα καὶ ἕνα ἀκόμη, ἕνα γράμμα –
    δυὸ λόγια στὸν Πλαστήρα.
    Θὰ τοῦ πέταγα στὰ μοῦτρα τὴ ζωή μου, γιατί στὴν πραγματικότητα μὲ εἶχε ἐκτελέσει
     
  6. Tenebra_Silente

    Tenebra_Silente Contributor

    Πώς την ερχόμενη Τετάρτη τέτοια ώρα θα ξαναμιλήσουμε κοιτώντας ο ένας τον άλλο στα μάτια και όχι στο τηλέφωνο. Μας πήρε καιρό αλλά στο τέλος έγινε, εκείνο που από πάντα έπρεπε να γίνει.