Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Τοκάτα και Φούγκα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 8 Δεκεμβρίου 2023.

  1. KingDom92

    KingDom92 New Member

    Αριστο... Τη φέτα δε θα τη ξαναβρισεις! Την φέτα!!!
     
  2. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 5ο - Αυτό που μετράει

    Στην καφετέρια καθίσαμε μέχρι περίπου τις 19:30 και μετά σηκωθήκαμε και κάναμε ένα μεγάλο περίπατο στο λιμάνι και αυτή τη φορά δεν περπατούσαμε αγκαζέ, άλλοτε αγκαλιά και άλλοτε χεράκι-χεράκι. Περπατούσαμε αργά, χωρίς βιάση, απολαμβάνοντας τη βόλτα και φλυαρώντας περί ανέμων και υδάτων, με τον Αρίστο αρκετά πιο λυμένο να κάνει χαβαλέ, και ο τρόπος του μπορεί να ήταν πιο υπόγειος και λιγότερο slapstick από αυτόν του Μιχάλη, αλλά ήταν εξίσου ξεκαρδιστικός. Πρέπει να ήταν μετά τις 21:00 όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

    Έχοντας κάνει το πρώτο βήμα, το επόμενο που έπρεπε να καθοριστεί ήταν ο ρυθμός. Από τα 15 μου και την τραυματική μου εμπειρία με τον Διονύση, είχα αποφασίσει ότι το λεγόμενο «βουρ και στον πατσά» ήταν συνταγή για καταστροφή, εκτός και αν δεν ενδιαφερόμουν για τίποτα παραπάνω από μια ξεπέτα. Μπορεί να ακούγεται οξύμωρο αλλά παρότι ντροπαλή δεν είμαι από αυτές που ντρέπονται, αν πραγματικά θέλω κάτι προσπαθώ να το αποκτήσω, ή όπως λέει και ο μπαμπάς μου «όποιος ντρέπεται μένει νηστικός». Με εξαίρεση το Διονύση -και τις ξεπέτες- σε όλες τις σχέσεις μου πήγαινα αργά, αν δεν του έκανε του άλλου ο ρυθμός μου, αντίο κι ευχαριστώ για τα ψάρια.

    Με τον Αρίστο, αν και ήμουν εγώ που είχα κάνει πρώτη το βήμα, δεν ήμουν σίγουρη, κάτι μέσα μου μου έλεγε ότι τον όποιο ρυθμό δε θα ήμουν εγώ αυτή που θα τον δώσει, είτε θα ακολουθούσα το δικό του, είτε θα χαιρετούσα. Δεν ξέρω, ίσως με είχε επηρεάσει το γεγονός ότι τον γνώρισα μέσω ενός BDSM forum αν και ο ίδιος απ’ ότι είχα καταλάβει δεν ενδιαφερόταν για τίποτα περισσότερο από σαδομαζοχιστικά παιχνίδια. Ο Μιχάλης ήταν servicing top, του άρεσε να κάνει τα γούστα των bottoms από τη μεριά του Top, αν κάτι δεν άρεσε στην παρτενέρ του πολύ απλά ήταν out of the question όσο τον αφορούσε. Παρά τα σεξουαλικά υπονοούμενα που μου πετούσε πριν πάρει προβιβασμό σε fuck buddy, δεν είχε κάνει καμία άλλη κίνηση, και ο Μιχάλης δεν είναι από αυτούς που ντρέπονται ή φοβούνται μη φάνε χυλόπιτα, το μοναστήρι να είναι καλά!

    Δεν κάναμε πάντα σεξ όταν βρισκόμαστε, ίσα-ίσα, τις περισσότερες φορές απλά βγαίναμε για ποτό ή φαγητό και κουβέντα και τις φορές που καταλήγαμε να βγάλουμε τα μάτια μας, συνήθως ήμουν εγώ που έπαιρνα την πρωτοβουλία. Με τον Αρίστο είχα κάνει εγώ την πρώτη κίνηση -και ούτε καν πρόλαβα να το σκεφτώ πριν του …ορμίσω- και αν και έδειξε να αιφνιδιάζεται στην αρχή, δεν έδειξε δυσαρέσκεια. Για την ακρίβεια αυτό «και τώρα που το λύσαμε αυτό…» που είπε αμέσως μετά το πρώτο μας φιλί εγώ σαν ανακούφιση το εξέλαβα.

    - «Μια δεκάρα για τη σκέψη σου» μου είπε, επαναφέροντάς με.
    - «Τίποτα… σκεφτόμουν!»
    - «Ναι, κάτι κατάλαβα. Για προχώρα στο παρασύνθημα τώρα!»
    - «Σκεφτόμουν αυτό που μου είπες όταν σταματήσαμε να φιλιόμαστε την πρώτη φορά»
    - «Ναι…» είπε και γύρισε για πολύ λίγο το κεφάλι του, χαμογελαστός, προς εμένα.
    - «Είπες “και τώρα που το λύσαμε αυτό πάμε, πάμε να ξεσαλώσουμε στη λίμνη”»
    - «Θυμάμαι τι είπα» μου υπενθύμισε.
    - «Γιατί το είπες;»
    - «Γιατί να μην το πω, αυτό δεν έγινε;»
    - «Τι έγινε;»
    - «Δεν ξέρεις τι έγινε;»
    - «Από τη δική μου σκοπιά ξέρω, τη δική σου πασχίζω να καταλάβω»
    - «Και γιατί το στριφογυρίζεις και δεν το ρωτάς στα ίσια;»
    - «Φιληθήκαμε»
    - «…και συνεχίζει» μου είπε πειρακτικά.
    - «Ωραία, δεν σε βλέπω όπως το Μιχάλη»
    - «Ναι, θα ήταν παράλογο να είσαι ερωτευμένη μαζί μου μέσα σε δυο-τρεις μέρες!»
    - «Δεν εννοώ αυτό!»
    - «Το ξέρω, σε πειράζω!»
    - «…»
    - «Would it be stairway to heaven, or would it be highway to hell, I don’t know; we just took the first step»
    - “That we did” του απάντησα κι εγώ στα αγγλικά χαμογελώντας, τουλάχιστον είχαμε κοινή κατανόηση στο που είμαστε και τι κάνουμε.
    - «Και τώρα που το λύσαμε και αυτό, έχω να σου κάνω ακόμα μια ανήθικη πρόταση!»
    - «Χμμμ… Για πες;»
    - «Πριν γυρίσεις σπίτι σου να με συνοδέψεις στη βόλτα που θα κάνω τη Sadie!»
    - «Ευχαρίστως, αρκεί να μη χρειαστεί να την κρατάω εγώ!» του απάντησα νιώθοντας ταυτόχρονα ανακούφιση και απογοήτευση.
    - «Δε χρειάζεται να την κρατάμε, είναι εκπαιδευμένη. Το λουρί, αν πραγματικά ήθελε να φύγει, δε θα έκανε και τίποτα, ούτε και οι δυο μας μαζί δε θα μπορούσαμε να τη συγκρατήσουμε»
    - «Για αύριο ισχύει, έτσι;»
    - «Φυσικά και ισχύει!»
    - «Τι ώρα να έρθω;»
    - «Όσο πιο νωρίς γίνεται!» μου είπε χαμογελαστός.
    - «Πρωινό σερβίρετε;»
    - «Ακριβώς αυτή είναι η ιδέα, θα φτιάξω pancakes!»
    - «Δέκα είναι καλά;»
    - «Μια χαρά και μη με ρωτήσεις για καφέδες!»
    - «Κάπως το εμπέδωσα αυτό σήμερα!»

    Δε μας πήρε πάνω από μισή ώρα να φτάσουμε στο σπίτι του και ευτυχώς που είχα επιλέξει να φορέσω τα σνίκερς μου γιατί η βόλτα που κάναμε τη Sadie ήταν αρκετά μεγάλη, περπατήσαμε γύρω στη μια ώρα παρά το γεγονός ότι είχαμε περπατήσει άλλη τόση -ίσως και περισσότερη- στη Χαλκίδα. Όταν τελειώσαμε και τη βόλτα είχε πάει έντεκα παρά. Δε μπήκα στο σπίτι του, με πήρε αγκαλιά και με φίλησε έξω από το αυτοκίνητό μου και με περίμενε μέχρι που βγήκα έξω και πήρα το δρόμο του γυρισμού.

    Από τη μία ένιωθα ανακούφιση γιατί δεν ήμουν σίγουρη ότι ήθελα να προχωρήσω παραπάνω από τώρα και από την άλλη ένιωσα απογοήτευση για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Η αγκαλιά του και τα φιλιά του με ηλέκτριζαν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από αυτό του Μιχάλη… τι λέω, σε μεγαλύτερο βαθμό ακόμα και με τον Κώστα. Ο Διονύσης… άλλη ιστορία, ήμουν και μικρούλα π’ ανάθεμά τον και κείνον, π’ ανάθεμά με και μένα. Αν και μου άφησε τραύμα ήμουν τυχερή που δε μου άφησε και κανένα κουσούρι, δεκαπέντε χρονών ήμουνα, τα μυαλά μου ήταν στο μίξερ.

    Η αλήθεια είναι πάντως πως ό,τι και αν έγινε μετά, ο Διονύσης ήταν πολύ τρυφερός, πολύ προσεκτικός και η πρώτη μου φορά ήταν όμορφη, πολύ όμορφη. Θα μπορούσε να με κάνει ό,τι θέλει, αν μου ζητούσε να γίνω χαλί στα πόδια του θα το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη, ωστόσο εκείνος ποτέ δεν ζήτησε το κάτι παραπάνω, ούτε καν να τελειώσει στο στόμα μου, κάτι το οποίο το είχαν ζητήσει όλοι οι υπόλοιποι με τους οποίους είχα κάνει σεξ. Και ήξερα και τι απάντηση θα έδινα στον Αρίστο αν μου έκανε αυτή την ερώτηση: «Όπου θέλεις» και το ήξερα χωρίς να έχω ξεκαθαρίσει μέσα μου το γιατί. Γιατί έτσι! Με το που μπήκα σπίτι πήρα τηλέφων0 τον Αρίστο. Τηλέφωνο, όχι Skype!

    - «Έλα μου» μου απάντησε. «Έφτασες καλά;»
    - «Ναι, μια χαρά» του απάντησα χαμογελαστή. «Τι κάνεις εσύ;»
    - «Αμαρτάνω, έχω πέσει στις τάρτες που μου έφερες, έχω φάει ήδη δύο!»
    - «Μα γι’ αυτό στις πήρα βρε Αρίστο, για να τις φας!»
    - «Να τις φάω, όχι να με φάνε!»
    - «Κουράγιο, θα αντέξεις!»
    - «Το μεν πνεύμα πρόθυμο… Θεέ μου!!!! Αυτή η κρέμα τους…»
    - «Να σου πω και το καλύτερο;»
    - «Έχει και καλύτερο;»
    - «Αμέ; Το ζαχαροπλαστείο από το οποίο της πήρα είναι ακριβώς απέναντι από το σπίτι μου!»
    - «Stairway to heaven, τότε» μου απάντησε κάνοντας την καρδιά μου να ρίξει άλλες δυο κωλοτούμπες.
    - «Τι θα κάνεις τώρα;»
    - «Τώρα λέω να πάω στο terra vibe για το rave party, όσο για το after, κάτι θα σκεφτώ!»
    - «Ζακέτα να βάλεις!» του είπα εξίσου πειραχτικά
    - «Ναι μαμά!»
    - «Λοιπόν μικρέ, αύριο 10:00 θα είμαι εκεί και μου έχεις τάξει πρωινό!»
    - «Α, δεν καταλάβατε μαδάμ! Πρωινό σας έταξα αλλά θα το φτιάξουμε παρέα, να μαθαίνεις κι εσύ την τέχνη, θα σου χρειαστεί»
    - «Αυτό τώρα τι είναι, απειλή;»
    - «Όχι κοριτσάρα μου, δεν είναι απειλή. Υπόσχεση είναι!»

    ΚΟΡΙΤΣΑΡΑ ΜΟΥ!!!!!!!!!

    - «Και τι κοριτσάρα ε; Ένα μέτρο και ένα μίλκο» είπα αυσαρκαζόμενη.
    - «Όχι και ένα!» μου είπε με προσποιητή αγανάκτηση «Μισό, άντε τρία τέταρτα» συνέχισε κάνοντας με να βάλω τα γέλια.
    - «Του μίλκο, θέλω να ελπίζω!»
    - “I’m pleading the fifth” απάντησε συνεχίζοντας να με δουλεύει ψιλό γαζί.

    Συνεχίσαμε το ping pong για κανένα δεκάλεπτο ακόμα και όταν κλείσαμε έπεσα στον καναπέ, με το ηλίθιο χαμόγελο που είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπό μου να μη λέει να σβήσει. «Το Μιχάλη, πρέπει να πάρω το Μιχάλη» σκέφτηκα. Το ειρωνικό της κατάστασης δε μου διέφυγε, αλλά δεν είχα και κανέναν άλλον να μοιραστώ τη χαρά μου. Πήγα να τον πάρω τηλέφωνο και τότε θυμήθηκα ότι είχε έρθει η μητέρα του.

    «Πες μου ότι είσαι σπίτι και μπορείς να μιλήσεις!!!»
    «Εσύ τι λες, να έχω βγάλει μπαρότσαρκα τη μάνα μου; Συνέβη κάτι; Που είσαι; Να πάρω το τανκ;»
    «Χαχαχα, σπίτι μου είμαι και αυτή τη στιγμή κάθομαι στον καναπέ χαμογελώντας σα βλαμμένο!»
    «Ουφ, θα με σκάσεις τώρα. Δώσε μου πέντε, θα σε πάρω!»

    Πράγματι, πέντε λεπτά αργότερα βούιξε το messenger μου με τον ήχο της κλήσης.

    - «Γοριλλάκι μου!!!!!» του είπα όταν μου απάντησε.
    - «Μαγδάλω …μου;»
    - «Πάντα θα είμαι η μαγδάλω σου! I took the first step, *we* took the first step!»
    - «Τα βρακιά σου τα φοράς μωρή ή τα ξέχασες εκεί;»
    - «Ούτε καν τα κατέβασα… οκ, τα κατέβασα για να κατουρήσω αλλά ως εκεί!»
    - «Τι έγινε;»
    - «Αν ήμουν στο σχολείο θα σου έλεγα τα φτιάξαμε»
    - «Και τώρα που δεν είσαι στο σχολείο;»
    - «Θα στο πω με δικά του λόγια “Would it be stairway to heaven or would it be highway to hell, I don’t know; we just took the first step”» και συνέχισα εξηγώντας του τη συζήτηση που είχαμε στο αυτοκίνητο. «Και αύριο το πρωί με κάλεσε για να φάμε μαζί πρωινό και το μεσημέρι θα έρθει και ο φίλος του που του έδωσε τη Sadie με κάποιους γνωστούς του» και συνέχισα εξηγώντας του το προξενιό. Και μετά του είπα αναλυτικά όλα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της ημέρας και φυσικά ότι ο Αρίστος ήθελε να τον γνωρίσει.
    - «Αμέ, να μας γνωρίσεις!»

    Συνεχίσαμε τη φλυαρία αρκετή ώρα, είχα υπέροχη διάθεση και του Μιχάλη δεν του έκανε καρδιά να με διακόψει, και τελικά τον άφησα ελεύθερο πάνω από μία ώρα αργότερα. Ούτε για κατούρημα δεν είχα πάει και ένιωθα ότι θα σκάσω, με το που έκλεισα το τηλέφωνο έφυγα σφαίρα προς το μπάνιο. Όταν τέλειωσα και με το πλύσιμο των δοντιών κόντευε μεσάνυχτα, οπότε έβαλα ξυπνητήρι στις 07:30 για να ξυπνήσω να βάλω θερμοσίφωνα και δεύτερο ξυπνητήρι στις 08:30 για να σηκωθώ να κάνω μπάνιο, 10:00 έπρεπε να είμαι εκεί οπότε ήθελα να ετοιμαστώ με την ησυχία μου. Έπεσα στο κρεββάτι και η υπερένταση δε με άφηνε να χαλαρώσω αλλά τελικά κάποια στιγμή η κούραση με νίκησε και κατέβηκε ο γενικός.

    Στις 07:30 χτύπησε το ξυπνητήρι αλλά ο ύπνος με πήρε σχεδόν αμέσως με το που γύρισα στο κρεββάτι. Στις 08:30 σηκώθηκα και αφού έβγαλα τις πιτζάμες μου πήγα στο μπάνιο με το εσώρουχο το οποίο πέταξα στα άπλυτα και αφού έκανα την πρωινή μου τουαλέτα άνοιξα το νερό και το άφησα να τρέχει μέχρι να έρθει το ζεστό, και όταν πήρε τη θερμοκρασία που ήθελα χώθηκα στο ντουζ.

    Χθες είχα πάει με φόρεμα, σήμερα επέλεξα να ντυθώ πιο απλά, τζινάκι με κρουαζέ μπλούζα γιατί είχα πονηρούς σκοπούς, αφενός τόνιζε διακριτικά το στήθος μου και αφετέρου, αν το έφερνε, θα ήθελα μπορεί να περάσει το χέρι του μέσα από το ντεκολτέ. Ανέβηκα στη ζυγαριά και εκεί με περίμενε άλλη μια ευχάριστη έκπληξη, παρά το γεγονός ότι χθες το μεσημέρι, καθώς και την Παρασκευή, είχα φάει του σκασμού, η ζυγαριά έδειξε 47,2, σχεδόν ένα κιλό κάτω από την προηγούμενη Κυριακή. Είναι μετά να μη βγω χοροπηδώντας και φωνάζοντας la vita è bella?

    Στις 09:30 μπήκα στο σαραβαλάκι μου αλλά δεν ήθελα να πληρώσω και πάλι Αττική οδό και μιας και δεν είχε κίνηση πήγα από την άλλη διαδρομή που πρότεινε το google maps και γύρω στις 10:00 ήμουν απ’ έξω. Τον πήρα στο τηλέφωνο και μου άνοιξε και, όπως και χθες, με περίμενε κάτω.

    - «Καλώς το μου» μου είπε χαρίζοντάς μου ένα πλατύ χαμόγελο και ανοίγοντάς μου την αγκαλιά του στην οποία έτρεξα σχεδόν να χωθώ.
    - «Καλημερούδια» του είπα όταν σταματήσαμε να φιλιόμαστε. «Λοιπόν πάμε μέσα, σου έχω έτοιμο και καφεδάκι!»
    - «Αχ είσαι γλύκας!»
    - «Είμαι, να τα λέμε αυτά!» μου απάντησε παιχνιδιάρικα.

    Στα ενδότερα με περίμενε η Sadie που όπως και εχθές ήρθε και με έσπρωξε με τη μουσούδα της να τη χαϊδέψω. Τα γατιά από την άλλη ήταν στο γατόδεντρό τους και ίσα που μου έριξαν μια ματιά πριν συνεχίσουν τον ύπνο του δικαίου.

    - «Έχω μερέντα, μαρμελάδα φράουλα, μαρμελάδα βερίκοκο, και μέλι, οι μαρμελάδες είναι σπιτικές, προσφορά της θειας Μαριγούς και το μέλι είναι από ένα φίλο εδώ, μελισσοκόμο, δεν είναι του εμπορίου». Όλως παραδόξως και παρόλο που λατρεύω την πραλίνα, με νίκησε η περιέργεια να δοκιμάσω τις σπιτικές μαρμελάδες και το μέλι.
    - «Μ’ αρέσει η πραλίνα αλλά μερέντα παίρνω και στο σπίτι, μαρμελάδα από τα χεράκια της θειας Μαριγούς δεν τρως κάθε μέρα!»
    - «Μ’ αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι. Πιες το καφεδάκι με την ησυχία σου και πάμε να ετοιμάσουμε τα pancakes!»
    - «Τον καφέ μπορώ να τον πάρω και μαζί μου!»
    - «Πεινάς κροκοδειλάκι;»
    - «Κροκοδειλάκι;;; Να κάτι που δεν είχα ξανακούσει!»
    - «Για όλα υπάρχει η πρώτη φορά. Άντε, πάμε!»

    Τελικά η βοήθεια μου ήταν όλη και όλη να βγάλω τις μαρμελάδες από το ψυγείο αλλά βοήθησα στην κατανάλωση, να τα λέμε αυτά. Οι μαρμελάδες ήταν υπέροχες, αλλά σάμπως η στάκα που είχα λιανίσει χθες πήγαινε πίσω; Χρυσοχέρα η θεια Μαριγώ!

    - «Τι ώρα θα έρθουν οι φίλοι σου» τον ρώτησα μασουλώντας.
    - «Μετά τις 13:00 μου είπε ο Κώστας»
    - «Ο φίλος της φίλης του φίλου θα φέρει και το σκύλο του;»
    - «Ναι, έτσι μου είπε»
    - «Και οι γάτες;»
    - «Αφενός δεν σκοπεύω να τον βάλω μέσα στο σπίτι και αφετέρου απ’ ότι μου είπε ο Κώστας και ο φίλος της φίλης του έχει γάτες και ο σκύλος του τα πάει μια χαρά με αυτές»
    - «Σήμερα θα τα βάλετε να ζευγαρώσουν;»
    - «Όχι βέβαια! Αφενός η Sadie δεν έχει οίστρο και αφετέρου να δω κι εγώ το γαμπρουδάκι μου, τι έτσι; Γουρούνι στο σακί;»
    - «Έτσι όπως το θέτεις έχεις ένα δίκιο.»

    Τελειώσαμε το φαγητό και αυτή τη φορά τον άφησα να βάλει αδιαμαρτύρητα τα πιάτα στο πλυντήριο και πήγαμε στο καθιστικό να συνεχίσουμε τα καφεδάκια μας.

    - «Έχεις όρεξη για Wiiiiiiiiiii» με ρώτησε
    - «Τι πράγμα;»

    Ούτε που κατάλαβα πως πέρασαν δυο ώρες, πραγματικά όμως. Παίξαμε από bowling μέχρι ξιφομαχία και από golf μέχρι και τένις και ρίξαμε το γέλιο της αρκούδας. Όταν τελειώσαμε ήμουν τελείως αναψοκοκκινισμένη, το ρημάδι είναι πιο κουραστικό απ’ ότι του φαίνεται!

    - «Σ’ άρεσε;» με ρώτησε όταν σωριαστήκαμε στον καναπέ.
    - «Ήταν απίθανο!» του απάντησα ειλικρινά. «Σοβαρά τώρα, πήγε κιόλας 12:30;»
    - «Είδες; Είσαι γλύκα έτσι όπως είσαι αναψοκοκκινισμένη» μου δήλωσε και εγώ χαμογέλασα σαν το χαζό. Έγειρε στην άκρη του καναπέ και μου έκανε νόημα και κατάλαβα ότι ήθελε να γείρω με την πλάτη πάνω του. Όταν το έκανε μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο κεφάλι και μετά με έβαλε να κάτσω σε πιο όρθια στάση και άρχισε να μου κάνει απαλό μασάζ στο σβέρκο και στους ώμους κάνοντάς με να λιώσω τελείως. Σταμάτησε λίγη ώρα και μου έδειξε πως ήθελε να γυρίσω προς το μέρος του. «Μαριλίζα, θέλω να ξεκαθαρίσουμε κάτι τώρα που είναι αρχή» και η αλήθεια είναι ότι ένιωσα ένα κόμπο.
    - «Για πες»
    - «Ήμουν, είμαι και θα είμαι πολυγαμικός.»
    - «Μάλιστα» του απάντησα
    - «Οπότε αν για σένα αυτό είναι no-go όπως ξεκινήσαμε έτσι θα σταματήσουμε. Την θεώρησή μου την ξέρεις, δεν ανήκουμε σε κανέναν εκτός από τον εαυτό μας, μοιραζόμαστε το χρόνο μας με αυτούς που επιλέγουμε στην ποσότητα που επιλέγουμε.»
    - «Αν είμαι κι εγώ πολυγαμική;»
    - «Είσαι;»
    - «Για χάρη της συζήτησης ας πούμε ότι είμαι. Για σένα είναι go ή no-go?»
    - «Ό,τι ισχύει για μένα, ισχύει και για σένα. Υπάρχουν δύο βασικοί όροι, που παρομοίως ισχύουν και για τους δυο μας: Υποχρεωτική χρήση προφυλακτικού και όχι στα κρυφά ακόμα και αν η ενημέρωση γίνει εκ των υστέρων.»
    - «Δεν ξέρω» του απάντησα ειλικρινά. «Θα είμαι ειλικρινής, δε θα ήθελα να σταματήσω να βλέπω το Μιχάλη αλλά αν μου ζητούσες να σταματήσω τα τσιλιμπουρδίσματα μαζί του, θα το έκανα.»
    - «Δε θα σου ζητήσω ποτέ κάτι τέτοιο. Μαριλίζα μου οι άνθρωποι είμαστε κάτι περισσότερο από ατομικές μονάδες, είμαστε και το περιβάλλον μας. Η Μαριλίζα με την οποία είμαι τώρα μαζί, η Μαριλίζα την οποία γουστάρω και πάω με χίλια, είναι η Μαριλίζα που έχει το Μιχάλη στη ζωή της σα φίλο και είναι η Μαριλίζα που τσιλιμπουρδίζει με το fuck buddy της. Ο φίλος σου ο Μιχάλης με τον οποίο είσαι ερωτευμένη, πολύ ή λίγο δεν έχει σημασία, είναι ο Μιχάλης που κυνηγάει τις μικρούλες του, είμαστε μονάδες αλλά ολοκληρωνόμαστε στο περιβάλλον μας. Δε θα σου ζητήσω ποτέ να σταματήσεις τα τσιλιμπουρδίσματά σου, αρκεί να πληρούνται οι όροι, αν το κάνεις ποτέ αυτό θα πρέπει να είναι δική σου επιλογή και χωρίς να απαιτεί ανάλογο αντάλλαγμα.»
    - «Δεν έχω ξανακάνει τέτοιου είδους σχέση, ο Μιχάλης δε μετράει, τον Μιχάλη δεν το βλέπω…» είπα και σταμάτησα μη ξέροντας πως να προχωρήσω.
    - «Ως boyfriend?»
    - «Έτσι σε βλέπω» του είπα χωρίς να έχω το κουράγιο να τον κοιτάξω στα μάτια.
    - «Κι εγώ ομοίως σε βλέπω σαν girlfriend, Μαριλίζα. Αυτό ήταν το first step, δε σε βλέπω όπως τη φίλη μου με την οποία σουρτούκευα την Παρασκευή. I will never promise you a rose garden που λέει και το τραγούδι, δεν ξέρω αν θα είναι stairway to heaven or highway to hell, αλλά ξέρω τούτο: Αν δεν κάνεις το πρώτο βήμα, δε θα υπάρξει δεύτερο, και αν δεν κάνεις το δεύτερο δε θα υπάρξει τρίτο. Το πρώτο βήμα το κάναμε, το αν θα κάνουμε και το δεύτερο εξαρτάται από το τι θα απαντήσεις σε αυτό που σε ρώτησα: η πολυγαμία μου είναι για σένα go ή no go?»
    - «Δεν ξέρω, χρειάζομαι χρόνο να το σκεφτώ.»
    - «Πάρε όσο χρόνο χρειάζεσαι, δε μας βιάζει κανείς.»
    - «Θα… θα επικοινωνούμε;»
    - «Αν και λέω πάντα στους φοιτητές μου ότι δεν υπάρχουν χαζές ερωτήσεις, τι ερώτηση είναι αυτή ρε Μαριλίζα; Μέχρι να μου πεις “no go” you’re my girl»
    - «Είμαι;»
    - «Είσαι!»
    - «Φίλα με! Σε παρακαλώ φίλα με» του είπα σχεδόν ικετευτικά. Αντί απάντησης έγειρε προς το μέρος του και με φίλησε απαλά στο στόμα και μετά με έσφιξε πάνω του και το φιλί μας έγινε πιο έντονο, πιο παθιασμένο αλλά πάνω στο καλύτερο χτύπησε το τηλέφωνό του.

    - «Έλα Κώστα. Απ’ έξω είστε; Ναι, πες τους να το βάλουν μέσα, χώρο δόξα τω Θεώ έχουμε. Ναι, ερχόμαστε και εμείς. Ναι, πρώτο πληθυντικό» είπε και μου έκλεισε πονηρά το μάτι, χαμογελώντας. «Όχι, δεν εννοώ τη Sadie. Θα δεις!» είπε και το έκλεισε. «Λοιπόν, πάμε;»
    - «Πάμε» είπα κι εγώ ελαφρά αμήχανη.
    - “Sadie, πάμε” διέταξε τη Sadie που έκανε τη φλοκάτη αριστερά από το τζάκι και πετάχτηκε αμέσως πάνω. «Κάτσε!» της είπε όταν βγήκαμε έξω από το σπίτι.

    Είχαν παρκάρει δύο αυτοκίνητα, και τα δύο SUV. Δεδομένου ότι μέσα στο δεύτερο υπήρχε ένας τεράστιος σκύλος, υπέθεσα ότι ο άνδρας που βγήκε από το πρώτο SUV ήταν ο φίλος του ο Κώστας και η γυναίκα η φίλη του Κώστα. Ο πρώτος θα πρέπει να ήταν συνομήλικος του Αρίστου ενώ η ηλικία της γυναίκας θα πρέπει να ήταν γύρω στα 35. Στο δεύτερο αυτοκίνητο με περίμενε μια έκπληξη που με έκανε να ξεροκαταπιώ, τον άνδρα που βγήκε, συνοδευόμενος από μια νεαρή και πολύ όμορφη κοπέλα γύρω στα είκοσι, η οποία υπέθεσα ότι ήταν η κόρη του, τον ήξερα. Ήταν ο Στεργίου, ο δεύτερος στην ιεραρχία στην εταιρία που εργάζομαι. Εκείνος δεν έδειξε να με αναγνωρίζει, άλλωστε δεν κινούμαστε ακριβώς στους ίδιους κύκλους. Τον σκύλο τον άφησαν προς το παρόν μέσα στο SUV

    - «Καλωσορίσατε» είπε ο Αρίστος.
    - «Καλώς σε βρήκαμε» του απάντησε εγκάρδια ο Κώστας. «Να σας συστήσω, από εδώ είναι η κυρα-συμπεθέρα, η Κλέλια. Ο …συμπέθερος είναι ο Αντώνης και η νεαρή δεσποινίς είναι η Αναστασία»
    - «Χαίρω πολύ» είπε ο Αρίστος και έδωσε το χέρι του σε όλους. «Από εδώ η φίλη μου η Μαριλίζα» είπε δείχνοντάς με και εκεί ακολούθησε δεύτερος γύρος χειραψίας. Ο Στεργίου εξακολούθησε να μη δείχνει σημάδι ότι μ’ αναγνώρισε κάπου.
    - «Κλέλια, Αναστασία, Αντώνη καλωσήρθατε. Και από εδώ είναι η νύφη» είπε και έδειξε την Sadie.
    - «Αχ κούκλα είναι» είπε η Αναστασία χτυπώντας ενθουσιασμένη παλαμάκια και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα σιγανό γελάκι.
    - «Να σας γνωρίσουμε και το γαμπρό, τότε» είπε χαμογελώντας ο Αντώνης και άνοιξε την πόρτα. «Ράντι, δεύρω έξω» είπε και από το πίσω κάθισμα πήδησε κάτω ένας σκύλαρος που είτε το πιστεύετε είτε όχι ήταν ακόμα μεγαλύτερος από τη Sadie. Σε αντίθεση με τη Sadie που το τρίχωμά της ήταν γκρίζο, μαύρο και μπεζ ο Ράντι ήταν ανοιχτός καστανός, σχεδόν ξανθός και με πιο κοντό τρίχωμα. Μόλις πήρε χαμπάρι τη Sadie κοκκάλωσε για λίγο και μετά άρχισε να κουνάει την ουρά του χαρούμενος. Η Sadie ήταν ακόμα καθισμένη εκεί που της είχε πει ο Αρίστος.
    - «Sadie, έλα εδώ» της είπε και η Sadie πλησίασε επιφυλακτικά.
    - «Ράντι, στη θέση σου εσύ» του είπε ο Στεργίου και ο Ράντι κάθισε κάτω, κουνώντας ωστόσο ακόμα την ουρά του. «Γουφ» έκανε παιχνιδιάρικα στη Sadie που τον πλησίασε ακόμα πιο επιφυλακτικά. Ο Ράντι σηκώθηκε όρθιος αλλά δεν κουνήθηκε, περίμενε τη Sadie κουνώντας της την ουρά, η οποία τον πλησίασε αργά και αρχίσανε να μυρίζονται. Κρίνοντας από τον ενθουσιασμό με τον οποίο άρχισε να κουνάει και εκείνη την ουρά της μερικές στιγμές αργότερα, μάλλον της άρεσε ο γαμπρός.
    - «Ελεύθερη» της είπε ο Αρίστος και η Sadie άρχισε να χοροπηδάει χαρούμενη ενώ ο Ράντι κλαψούρισε ανυπόμονος.
    - «Άντε, πήγαινε κι εσύ» του είπε και ο Στεργίου και ο Ράντι πήγε προς το Sadie και αφού μυριστήκανε εκ νέου κουνώντας τις ουρές τους άρχισαν να τρέχουν σαν τα παλαβά κυνηγώντας ο ένας τον άλλον.
    - «Εδώ υπάρχει ένας έρωτας μεγάλος» είπε τραγουδιστά ο Κώστας.
    - «Κοίτα να δεις» είπε εντυπωσιασμένος ο Αρίστος. «Η Sadie δεν είναι επιθετική αλλά ποτέ δεν την έχω δει να κάνει έτσι με άλλο σκύλο πέραν του Bart, αλλά ο Bart είναι και αδερφός της!»
    - «Ἔρως ἀνίκατε μάχαν, Ἔρως, ὃς ἐν κτήνεσι πίπτεις, ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις, φοιτᾷς δ᾽ ὑπερπόντιος ἔν τ᾽ἀγρονόμοις αὐλαῖς·» ξεκίνησε η Αναστασία και τέσσερα άτομα γυρίσαμε και την κοιτάξαμε καλά-καλά. Ο Στεργίου κατά τα φαινόμενα ήταν συνηθισμένος στα antics της και δεν έδειξε να εντυπωσιάζεται. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν κόρη του, βλέποντάς τους ξανά ωστόσο, άρχισα να έχω αμφιβολίες.
    - «Λοιπόν, πάμε μέσα» είπε ο Αρίστος. «Θέλετε καφεδάκι;»
    - «Ευχαριστούμε, εμείς ήπιαμε όσο περιμέναμε Κώστα και Κλέλια να έλθουν να μας βρουν στο Αντλιοστάσιο», είπε ο Στεργίου. «Από την άλλη αν έχεις κανένα φυσικό χυμό, δε θα έλεγα όχι. Αναστασία;»
    - «Κι εγώ χυμό, αν δηλαδή έχετε!»
    - «Έχουμε. Τι θέλετε, μήλο-καρότο-πορτοκάλι ή ροδάκινο»
    - «Το πρώτο» είπε ο Στεργίου και το ίδιο ζήτησε και η Αναστασία.
    - «Κώστα, Κλέλια;»
    - «Εμείς ήπιαμε το καφεδάκι στο σπίτι του συμπεθέρου αλλά ένα νεράκι θα το έπινα»
    - «Κώστα;»
    - «Δε θέλω κάτι αγορίνα μου, ευχαριστώ»

    Πήγα μαζί με τον Αρίστο και φέραμε σε Αναστασία και Στεργίου το χυμό τους και στην Κλέλια το νερό της.

    - «Ο Μπαρτ θα γίνει μπαμπάς σε λίγες μέρες» είπε ο Κώστας.
    - «Η Τρίσια θα γίνει δεύτερη φορά μαμά, ο Ράντι είναι παιδί της» μας εξήγησε η Κλέλια.
    - «Πόσο είναι ο Ράντι;» ρώτησε ο Αρίστος.
    - «Σχεδόν δύο» απάντησε ο Στεργίου.
    - «Αλήθεια, πόσα κουτάβια θα κάνει;» ξαναρώτησε ο Αρίστος.
    - «Έξι» απάντησε η Κλέλια. «Ευτυχώς αυτή τη φορά έχω περισσότερους ενδιαφερόμενους από κουτάβια. Ο Κώστας θα πάρει δύο, ένα θα πάρει η αδερφή μου και ένα έχω υποσχεθεί στον Αντώνη για μια φίλη του. Τα άλλα δύο όποιος προλάβει τον Κύριοι οίδε»
    - «Θα πάρετε και δεύτερο;» ρώτησα τον Στεργίου και δαγκώθηκα καθότι μου ξέφυγε ο πληθυντικός. Ο Αρίστος μου είχε πει ότι αν ζευγάρωνε το Ράντι με την Sadie θα έδινε τα τέσσερα, τι διάολο, συλλογή θα τα έκανε;
    - «Δεν είναι για εμένα, είναι για μια φίλη στην Κρήτη»
    - «Η Φοίβη, έτσι λένε την φίλη, όσο ήταν φοιτήτρια στο Ηράκλειο...»
    - «Φοίβη;» ρώτησε ο Αρίστος ξαφνιασμένος, διακόπτοντας την Αναστασία. «Μήπως το επίθετό της είναι Μαρτίνου;»
    - «Ναι, Μαρτίνου τη λένε» απάντησε αυτή τη φορά ο Στεργίου, εξίσου έκπληκτος. «Τη γνωρίζεις;»
    - «Εδώ και σχεδόν 25 χρόνια» απάντησε ο Αρίστος χαμογελώντας και συνέχισε «Έχουμε κάνει και τρεις δημοσιεύσεις μαζί, η τελευταία ούτε καν τρία χρόνια πριν. Κοίτα να δεις!»
    - «Καλά το λένε, μικρός που είναι ο κόσμος!» είπε ο Στεργίου
    - «Μικρός δε θα πει τίποτα!» συμφώνησε ο Αρίστος και τότε έβαλε ένα σιγανό γελάκι. «Μην μιλήσετε σας παρακαλώ!» είπε και σήκωσε το τηλέφωνό του και πήρε ένα νούμερο και το κάλεσε σε ανοιχτή ακρόαση.
    - «Κύριε Σαμιωτάκη, γυρίσατεεεεεεεεεεεεεεεε;» απάντησε μια γυναικεία φωνή στο τηλέφωνο και με δυσκολία κατορθώσαμε να συγκρατηθούμε και να μη βάλουμε τα γέλια.
    - «Χαχαχα, μια ζωή τρελοκομείο ήσουν, στα γεροντάματα θ’ άλλαζες;» την πείραξε ο Αρίστος.
    - «Γεροντάματα; Δικέ μου την πάτησες, ε; Έκλεισες τάφο ρε; Γιατί εμένα ένας άλλος που με είπε γριά τον έκανα αφίσα, ακόμα τον ξεκολλάνε απ’ τον τοίχο!» είπε η γυναικεία φωνή από το τηλέφωνο και αυτή τη φορά δεν κατορθώσαμε να πνίξουμε τα γέλια μας ενώ ο Αρίστος μας έκανε απελπισμένος νόημα να κάνουμε ησυχία.
    - «Τι κάνεις Φοίβη; Τι κάνει ο Ανδρέας και τα παιδιά;»
    - «Μια χαρά είναι όλοι Αρίστο. Εσύ καλά είσαι; Χαθήκαμε ρε άνθρωπε. Από πότε έχουμε να τα πούμε, από το ’20; Πώς και αυτό το ξαφνικό;»
    - «Ξαφνικό αλλά ευχάριστο, θέλω να πιστεύω. Άκου, δε μπορείς να φανταστείς ποιοι είναι εδώ μαζί μου. Take a wild guess!»
    - «Χμμμ… δεν πάει κάπου το μυαλό μου, να το πάρει το ποτάμι»
    - «Περιμένεις ένα αρκουδοκούταβο σε κανένα μήνα, σωστά;»
    - «Πού το ξέρεις εσύ;» τον ρώτησε έκπληκτη.
    - «Έχω εδώ τους ιδιοκτήτες του μπαμπά του και της μαμάς του, τον Κώστα και την Κλέλια και όχι μόνο… Μαζί τους είναι και ο …συμπέθερος!»
    - «Ποιος συμπέθερος;»
    - «Εδώ και δύο χρόνια έχω κι εγώ κι εγώ ένα θηλυκό καυκάσιο, για την ακρίβεια είναι η αδερφή του Bart, και επειδή θέλω να τη ζευγαρώσω σήμερα γνώρισα το γαμπρουδάκι μου το Ράντι και τον ιδιοκτήτη του, τον Αντώνη!»
    - «Α στο διάολο!!!!!»
    - «Γεια σου Φοίβη» είπε ο Στεργίου.
    - «Ε ρε φίλε μικρός που είναι ο κόσμος! Γεια σου Αντώνη! Τι κάνεις;»
    - «Γεια σου Φοίβη» είπε με τη σειρά της και η Αναστασία.
    - «Απαρτία δηλαδή! Τι κάνεις κούκλα μου;»

    Το τηλεφώνημα κράτησε κάμποση ώρα, για την ακρίβεια λίγη ώρα αργότερα ο Αρίστος της έκανε κλήση στην… τηλεόραση και κάπως έτσι γνώρισα και εγώ τη Φοίβη που έμελλε να γνωρίσω ακόμα πιο …στενά στο μέλλον, αλλά μην προτρέχω. Όταν κλείσαμε ήμασταν όλοι με χαμόγελα, καλά την είχε πει τρελοκομείο, στην πραγματικότητα, και αν εξαιρούσες τις μπερμπαντιές του, η Φοίβη θύμιζε έντονα θηλυκή εκδοχή του Μιχάλη. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι.

    - «Πρέπει να ήρθαν οι μεζέδες που παράγγειλα» είπε ο Αρίστος.
    - «Μεζέδες;» τον ρώτησε ο Κώστας. «Ρε απατεώνα μου έταξες παϊδάκια!»
    - «Ξεροσφύρι θα τα ψήσουμε καημένε;»
    - “Now you’re talking”
    - «Εσύ να τα βλέπεις άπιστε Θωμά!»

    Εκτός από μεζέδες είχε παραγγείλει και σαλάτες για αργότερα οπότε αυτές τις βάλαμε στο ψυγείο. Μεζέδες και μπύρες μεταφέρθηκαν έξω, εκεί που θα ψήναμε.

    - «Δε βιαζόμαστε, έτσι;» ρώτησε ο Αρίστος; «Καλό το υγραέριο αλλά σαν το ξύλο τίποτα! Βρε καλώς τους» είπε σε Sadie και Ράντι που τους μύρισε φαγητό και ήρθαν να δηλώσουν παρόντες.
    - «Κάτσε κάτω βρε ζήτουλα» ψευτομάλλωσε ο Στεργίου το Ράντι, «έτσι θα το ρίξεις το κομενάκι;»
    - «Ναι, γιατί του λόγου της είναι καλύτερη νομίζεις;» είπε γελώντας ο Αρίστος. «Μωρέ κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.

    Η Αναστασία πήγε προς τα δύο σκυλιά και εκείνα άρχισαν να τις κάνουν χαρές και να τη γλείφουν ντουέτο. Όπως είχε κάτσει στα γόνατα, αμφότερα της έριχναν σε ύψος, μα δεν ήταν σκυλιά αυτά, γάιδαροι ήταν, δεν υπερβάλω ότι το κεφάλι της Sadie έφτανε μέχρι σχεδόν το στήθος μου και ο Ράντι ήταν ακόμα μεγαλύτερος. Εκείνη δεν έδειξε να τη νοιάζει παρόλο που στο τέλος την κάνανε σύχρηστη καθώς αμφότερα προσπαθούσαν να της τραβήξουν την προσοχή για να τους κάνει χάδια. Καλά το είπε ο Αρίστος, κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.

    Η Κλέλια είχε πιάσει κουβέντα με τον Στεργίου και τον Κώστα και με την Αναστασία να ασχολείται με τα σκυλιά και τον Αρίστο να ψήνει, έμεινα μόνη μου να τους παρατηρώ. Ο Κώστας ήταν γύρω στα 50 με ψαρά μαλλιά και αδρά χαρακτηριστικά. Η Κλέλια ήταν κοντούλα και στρουμπουλή και με νεανικό πρόσωπο, την έκανα γύρω στα 35-40 αλλά στην πραγματικότητα ήταν συνομήλικη του Στεργίου ο οποίος ήταν 45. Κάπου είχα ακούσει ότι είχε χηρέψει πριν δυο χρόνια αλλά δεν είχα ιδέα ότι είχε κόρη. Και εδώ που τα λέμε όσο περισσότερο τους παρατηρούσα τόσο περισσότερο αμφέβαλλα, είμαι πολύ καλή στο να διαβάζω τους άλλους και ο Στεργίου με την Αναστασία συμπεριφέρονταν περισσότερο σα ζευγάρι παρά σαν πατέρας με κόρη. Σκατά, αυτό έχω να πω!

    - «Μαριλίζα, μπορείς να έρθεις λίγο μαζί μου;» με ρώτησε ο Αρίστος και μετά γύρισε προς τον Κώστα. «Έχε σε παρακαλώ το νου σου, επιστρέφουμε σε δυο λεπτά!»
    - «Ναι, βεβαίως» του απάντησα και πήγαμε προς τα μέσα.
    - «Μαριλίζα τι τρέχει;» με ρώτησε όταν βρεθήκαμε μόνοι μας. «Έχεις καταπιεί τη γλώσσα σου και κάνεις σα να είδες φάντασμα.»
    - «Ουφ… ο Στεργίου… ο Αντώνης δηλαδή, είναι ο CFO στην εταιρία που εργάζομαι. Δε με αναγνώρισε και λογικό είναι, πρώτη φορά τον βλέπω κι εγώ από κοντά.»
    - «Για όνομα του θεού, ρε Μαριλίζα, αυτό είναι όλο και με κοψοχόλιασες;»
    - «Δεν είναι αυτό το πρόβλημα.»
    - «Τότε ποιο είναι;»
    - «Δε νομίζω πως η Αναστασία είναι κόρη του»
    - «Και ούτε τη σύστησε ως κόρη του, ποιο είναι το πρόβλημά σου;»
    - «Ποιο να είναι το πρόβλημα μου βρε Αρίστο; Είναι ο δεύτερος στην εταιρία μετά το Γιαννακουδάκη και αν η πιτσιρίκα είναι φιλενάδα του, δε νομίζω πως είναι κάτι που θα το διαφημίζει.»
    - «Το τι του είναι και τι δεν του είναι η μικρή, δε σε αφορά» μου είπε αυστηρά. «Και ακόμα και έτσι, τι θα σου κάνει δηλαδή; Θα σ’ απολύσει; Και στην τελική-τελική, αν ήθελε να κρατήσει κάτι κρυφό από τους πάντες δεν θα την έφερνε μαζί του, και εμείς μπορεί να του είμαστε άγνωστοι αλλά μην ξεχνάς ότι η Κλέλια είναι παιδική του φίλη. Και επιπλέον την μικρή την ξέρει και η Μαρτίνου, δεν είδες πως της μίλησε; Ό,τι και αν έχουν μεταξύ τους δεν είναι κρατικό μυστικό. Λοιπόν, συγκεντρώσου και πάμε έξω.»
    - «Μάλιστα» του απάντησα χωρίς να το σκεφτώ και κινήσαμε ξανά προς τα έξω.

    Ομολογώ ότι παρά τις όποιες επιφυλάξεις μου μέχρι το τέλος της ημέρας ο Αντώνης -κατάφερα τελικά να τον δω ως Αντώνη και όχι σαν τον CFO της εταιρίας- και πολύ περισσότερο η Αναστασία, κατόρθωσαν να με κερδίσουν. Μικρή ή όχι, σε εγκυκλοπαιδικές γνώσεις συναγωνιζόταν τον Αρίστο, εδώ και αν κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι, μας τρέλαναν στα trivia. Ναι, ούτε μία στο εκατομμύριο δεν ήταν απλά η νοικάρισσα του διαμερίσματός του, αν τους παρακολουθούσες προσεκτικά πως κοίταζαν ο ένας τον άλλον, θα έπρεπε να είσαι στραβός για να μην διακρίνεις το βλέμμα των ερωτευμένων.

    Τελικά το διαλύσαμε σχετικά αργά το απόγευμα με το Ράντι να διαμαρτύρεται εντόνως και την Sadie να πέφτει μετά σε βαθιά περισυλλογή και μιας και κατά τα φαινόμενα θα συμπεθεριάζανε ο Αρίστος τους κάλεσε εκ νέου την επόμενη Κυριακή για play date με τα σκυλιά και όχι απλά τους κάλεσε, τους έταξε και αντικριστό! Βασίλης και Κλέλια, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας΄, δεν μπορούσαν να είναι εδώ την ερχόμενη Κυριακή και στο μεταξύ θα έπρεπε κι εγώ να αποφασίσω το ίδιο.

    - «Δε φαντάζομαι να φύγεις από τώρα, έτσι;» με ρώτησε ο Αρίστος βγάζοντάς με από την περισυλλογή στην οποία είχα πέσει. «Είναι μόλις 18:00»
    - «Όχι» του απάντησα αφηρημένη.
    - «Τι σκέφτεσαι;»
    - «Έχω να πάρω μια απόφαση»
    - «Δεν χρειάζεται να την πάρεις τώρα δα, σου είπα, έχεις όσο χρόνο χρειάζεσαι»
    - «Δεν μπορώ να λειτουργήσω έτσι, Αρίστο. Δε μ’ αρέσει να αφήνω μπροστά μου εκκρεμότητες, και δη τόσο σημαντικές»
    - «Άκου, Μαριλίζα μου, δεν ξέρω κατά πόσο θα σε βοηθήσει αυτό που θα σου πω αλλά τα πράγματα είναι πολύ απλά. Σου αρέσω; Σου αρέσει αυτό που είμαι;»
    - «Το ρωτάς μωρέ Αρίστο;»
    - «Η πολυγαμία μου έχει πλάσει μέρος αυτού που σου αρέσει. Ας στο θέσω αλλιώς, ο υποθετικός μονογαμικός Αρίστος μπορεί να μη σου άρεσε. Το αυτό ισχύει και για σένα.»
    - «Εγώ δεν έχω υπάρξει πολυγαμική.»
    - «Μπορεί, αλλά υπάρχει ένα κομμάτι σου που λέει Μιχάλης. Χωρίς αυτό το κομμάτι σου πιθανώς να μην ήσουν η Μαριλίζα που μου αρέσει. Δε θέλω να το χάσεις, δε θέλω να το στερηθείς. Δεν ξέρω πως αλλιώς να στο πω. Δε δέχομαι θυσίες, δέχομαι μόνο προσφορές. Προσφορές, όχι θυσίες, δεν είναι το ίδιο πράγμα»
    - «Δε θα ήταν θυσία, τι είναι αυτά που λες;»
    - «Θυσία θα ήταν, Μαριλίζα. Θα θυσίαζες ένα κομμάτι σου προσδοκώντας κάτι άλλο. Η θυσία είναι ανταλλαγή, η προσφορά όχι»
    - «Σαν τι ανταλλαγή;»
    - «Θυσιάζεις κάτι για χάρη κάτι άλλου. Ανταλλάζεις. Όταν προσφέρεις δεν περιμένεις αντάλλαγμα, το κάνεις για την χαρά της ίδιας της πράξης. Θυμάσαι που μιλούσαμε για D/s? Οι σκλάβες δεν θυσιάζουν την ελευθερία τους σε κάποιον Αφέντη, η πλήρωση έρχεται με την ίδια την υποταγή τους σ’ εκείνον. Δεν κάνουν παροχή υπηρεσιών, προσφέρουν.»
    - «Δεν αγοράζω Αρίστο, όλες οι ανθρώπινες σχέσεις είναι πάρε-δώσε. Δίνεις κάτι, παίρνεις κάτι.»
    - «Ωραία, ας στο θέσω αλλιώς. Εσύ τι κερδίζεις ως bottom? Τι κερδίζεις ως people’s pleaser? Δεν ανταλλάζεις κάτι, κορίτσι μου, προσφέρεις γιατί σε γεμίζει η ίδια η προσφορά προς τους τυχερούς στους οποίους προσφέρεις. Δεν το προσφέρεις στον καθένα, επιλέγεις η ίδια που θα το κάνεις γιατί διαφορετικά αυτή σου η προσφορά δε θα σε γεμίζει. Το πραγματικό πάρε-δώσε, αν το καλοσκεφτείς, είναι με τον εαυτό σου και στο τέλος της ημέρας είναι και ο μόνος στον οποίο έχεις να δώσεις λόγο»

    Κάτι μέσα μου έκανε κλικ, ξαφνικά ένιωσα τόσο σίγουρη όσο λίγες φορές στη ζωή μου. Δεν ήξερα ποια Ιθάκη θα με περίμενε, δεν ήξερα καν αν θα υπάρξει κάποια Ιθάκη να με περιμένει, ήξερα ωστόσο ότι αυτό που έχει πραγματικά αξία, αυτό που πραγματικά μετράει, είναι το ίδιο το ταξίδι.

    …και όπου μας έβγαζε.

    --- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ---
     
    Last edited: 15 Δεκεμβρίου 2023
  3. skia

    skia Contributor

    Ε , αλίμονο!!!
     
  4. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    Καλά θα πάει κι αυτό.
     
  5. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 6ο - Blitzkrieg

    Και όπως είχα πάρει την απόφασή μου, το μυαλό μου πλημμύρισε και πάλι με αμφιβολίες. Δεν είμαι από αυτές που βάζουν το κεφάλι τους στον ντορβά αλλά υπάρχουν στιγμές στη ζωή μας που πρέπει να ρίξεις τη ζαριά. Και στην τελική δεν έχουμε συμβόλαιο με τη μοίρα, κάτι που μπορεί να ξεκινήσει αβέβαιο μπορεί να καταλήξει υπέροχο και -όπως διαπίστωσα δις- κάτι να ξεκινήσει υπέροχα και να τελειώσει με μένα στα βράχια. Δεν είχα σκεφτεί πότε μου τον εαυτό μου ως πολυγαμικό, στις σχέσεις μου ήμουν πάντα πιστή, το θεωρούσα αυτονόητο ότι όταν είμαι με κάποιον είμαι μαζί του και μόνο μαζί του και αντιστρόφως.

    Μπορεί να ήμουν μια από τις πολυάριθμες ερωμένες του Μιχάλη αλλά ποτέ δε ζήλεψα το χρόνο του με κάποιαν άλλη αλλά truth to be told, και ακόμα και με το σεξ στο μενού, ποτέ δεν τον είδα ως κάτι περισσότερο από φίλο. Παρόλο που προχθές είχα σουρτουκέψει και η ίδια, ομολογώ ότι ένα μικρό τσίμπημα το ένιωσα όταν κατάλαβα ότι ο Αρίστος είχε πράξει ανάλογα. Υποκρισία το ξέρω, αλλά αυτό δεν αλλάζει το πως ένιωσα.

    Αργά ή γρήγορα θα το έβρισκα ξανά μπροστά μου και πολύ πιθανό να έτρωγα και πάλι τα μούτρα μου με φόρα, και όσο περισσότερο προχωρούσαν τα πράγματα, τόσο περισσότερο θα πονούσε καθώς δεν ήταν απλά ενθουσιασμός και γοητεία. Η σκέψη του Αρίστου έκανε την καρδιά μου να χτυπάει, λαχταρούσα την παρουσία του, κοντολογίς είχα αρχίσει να τον ερωτεύομαι, κάτι υπέροχο και συνάμα τρομαχτικό, τόσο γρήγορα είχα ερωτευτεί μόνο το Διονύση, και τι καλά που πήγε αυτό…

    Το μόνο σίγουρο ήταν πως αν έπρεπε να ρίξω τη ζαριά θα έπρεπε να το κάνω τώρα. Αν το άφηνα την ήξερα την κατάληξη, ο φόβος μου θα με υπερνικούσε και θα κλεινόμουν και πάλι στο καβούκι μου και μετά… και μετά θα περνούσα την υπόλοιπη ζωή μου αναρωτώμενη, γιατί αν είναι μια φορά άσχημο το να μετανιώσεις κάτι που έκανες, το να μετανιώσεις για κάτι που δεν έκανες είναι δέκα φορές χειρότερο. Η σιγουριά που είχα νιώσει πριν λίγο μπορεί να είχε πάει περίπατο αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έπρεπε να πάρω την απόφαση τώρα, ή forever hold my peace. Ή ταν ή επί τας.

    - «Αρίστο;»
    - «Μαριλίζα;»
    - «Αν δεν κάνω το δεύτερο βήμα, τότε δε θα υπάρξει τρίτο. Και θέλω να το κάνω. Το θέλω»
    - «Πάρε το χρόνο σου Μαριλίζα μου»
    - «Δε χρειάζομαι άλλο χρόνο. Αν το μετανιώσω, το μετάνιωσα μα ξέρεις τι; Αν δεν κάνω το δεύτερο βήμα, το να μετανιώσω γι’ αυτό θα είναι δέκα φορές χειρότερο.»
    - «Μερικές φορές από εμάς η ζωή απαιτεί να ρίξουμε τα ζάρια.»
    - «Ακριβώς αυτό σκεφτόμουν!!!!»
    - «Τα μεγάλα πνεύματα συναντιούνται»
    - «Μεγάλο αρχαίο πνεύμα, θα με πάρεις αγκαλίτσα;»
    - «Αρχαίο; Υπαινίσσεσαι κάτι για την ηλικία μου νεαρά;»
    - «Δεν είναι υπαινιγμός»
    - «Έλα αγκαλίτσα» μου είπε και πήγα και χώθηκα στην αγκαλιά του. Με έσφιξε πάνω του και άρχισε να με χαϊδεύει.
    - «Τι ήταν αυτό σήμερα; Στο τέλος παραλίγο να βγούμε όλοι συγγενείς ένα πράγμα!»
    - «Έλα ντε!»
    - «Αλήθεια, εσύ τη Φοίβη από που τη γνωρίζεις;»
    - «Η Φοίβη είναι συνάδελφος»
    - «Ναι, αυτό το κατάλαβα όταν είπες ότι έχετε κάνει δημοσιεύσεις»
    - «Δεν είναι απλά συνάδελφος, και του λόγου της στη θεωρία πολυπλοκότητας είναι το διδακτορικό της και αυτό είναι και το ερευνητικό της αντικείμενο. Περίπου τρεις-τέσσερις μήνες μετά τη δημοσίευση του διδακτορικού μου επικοινώνησε μαζί μου με e-mail. Τότε, αν δεν με απατά η μνήμη μου, ήταν στο πρώτο ή το δεύτερο έτος του μεταπτυχιακού της και είχε αναλάβει να κάνει μια εργασία που βασιζόταν στο thesis μου και χρειαζόταν κάποιες διευκρινήσεις. Της απάντησα στο e-mail και έτσι αρχίσαμε να αλληλογραφούμε τακτικά. Το 2002 ή το 2003, δεν θυμάμαι, ήρθαν Καλιφόρνια για να επισκεφτούνε με τον Ανδρέα -το σύζυγό της- την κουμπάρα τους· και εκείνη στο Berkeley έχει κάνει διδακτορικό, και τη γνώρισα από κοντά. Αν και τα τελευταία χρόνια χαθήκαμε, μιλούσαμε αρκετά τακτικά, έχω πάει και στο σπίτι τους στο Ηράκλειο όπως έχουν έρθει και εκείνοι εδώ, και φυσικά έχουμε συνεργαστεί και σε τρία papers. Μη τη βλέπεις έτσι μουρλοκομείο, το μυαλό της κόβει σαν ξυράφι, είναι από τους πιο έξυπνους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου και, πίστεψέ με, έχω γνωρίσει πολλούς έξυπνους ανθρώπους. Φαντάσου ότι οι δομές και βάσεις δεδομένων είναι απλά χόμπι της και ότι μια σχετική εφαρμογή που ξεκίνησε ως φοιτήτρια, τώρα χρησιμοποιείται μέχρι και στα smart watches και μέχρι σήμερα είναι ακόμα η κύρια προγραμματίστρια! Αν τη συμπάθησες βλέποντάς την για δέκα-δεκαπέντε λεπτά στο Skype δε μπορείς να φανταστείς πως είναι από κοντά!»
    - «Τώρα είναι η σειρά μου να σου πω ότι μιλάς σαν ερωτευμένος!»
    - «Ξέρεις κάτι; Για μερικούς ανθρώπους -και η αφεντιά μου ανήκει σε αυτό το σύνολο- είναι φύσει αδύνατο να γνωρίσουν τη Φοίβη και να μην την ερωτευτούν έστω και λίγο»
    - «Να ‘τα και τα πιπεράτα, που λες κι εσύ συχνά στο forum!»
    - «Μάντεψε ποια μου κόλλησε αυτή τη φράση!»
    - «Ξέρεις, αυτό σκέφτηκα κάποια στιγμή, αν εξαιρέσεις τις μπερμπαντιές του, η Φοίβη μοιάζει σα να είναι η αρσενική εκδοχή του Μιχάλη. Γιατί γελάς;»
    - «Γιατί, Μαριλίζα μου, όταν εγώ ή ο Μιχάλης ακόμα πηγαίναμε, η Φοίβη γυρνούσε για δέκατη φορά. Δε διανοείσαι τι έχει κάνει στη ζωή της αυτή η γυναίκα με θερμό συμπαραστάτη τον ίδιο τον άντρα!»
    - «Αν δεν το ρωτήσω θα σκάσω… πόσο κοντά έχεις βρεθεί με τη Φοίβη;»
    - «Ποιο κοντά δεν υπάρχει»
    - «Και ο Ανδρέας;»
    - «Ήταν απασχολημένος με τη Χριστίνα» μου απάντησε με το αιώνιό του deadpan ύφος στέλνοντας για ακόμα μια φορά το σαγόνι μου στο πάτωμα. «Γιατί με κοιτάζεις έτσι, πολυγαμικός ήμουν και πριν την γνωρίσω και ό,τι είπα σε εσένα είχα πει και σ’ εκείνη»
    - «Δίκιο έχεις. Δεν ξέρω, είναι πολλά πράγματα που χρειάζεται να κάνω process. Είμαι σε σχέση μαζί σου και όχι απλά δε σε πειράζει που είμαι ψιλοερωτευμένη με κάποιον άλλον, απαιτείς κι από πάνω να συνεχίσω να βρίσκομαι μαζί του!»
    - «Δεν το απαιτώ» με διέκοψε. «Αυτό που απαιτώ να μην το διακόψεις επειδή είσαι σε σχέση μαζί μου ή, αν το κάνεις, να είναι καθαρά επειδή δε σε γεμίζει πλέον, και χωρίς να περιμένεις ανάλογο αντάλλαγμα»
    - «Έστω. Είμαι λοιπόν σε σχέση μαζί σου και εσύ όχι απλά δεν ενοχλείσαι στην προοπτική να βγάζω τα μάτια μου με άλλους, το ενθαρρύνεις κιόλας, η τουλάχιστον το ενθαρρύνεις όσον αφορά το Μιχάλη»
    - «Συνέχισε…»
    - «Και φυσικά απαιτείς το ίδιο πράγμα, αν όχι ενθάρρυνση τουλάχιστον ανοχή.»
    - «Ναι, δεν κατάλαβες καλά. Δεν απαιτώ την ανοχή σου, Μαριλίζα, αν είναι απλά ανοχή το μόνο που θα καταφέρεις είναι να φας τα μούτρα σου. Θα πρέπει να καταλάβεις, θα πρέπει να συνειδητοποιήσεις και να αποδεχτείς, ότι ο μόνος χρόνος μου που σου ανήκει είναι αυτός ο οποίος μοιράζομαι μαζί σου. Στο χέρι σου είναι να κερδίσεις ακόμα περισσότερο, να κερδίσεις όμως, όχι να απαιτήσεις. Το χρόνο που σου έχω αφιερώσει όλο το τελευταίο διάστημα τον έχεις κερδίσει, με έχεις κάνει με τον τρόπο σου να θέλω να στον δώσω και μου αρέσει που το κάνω.»
    - «Please bear with me, προσπαθώ να καταλάβω»
    - «Δεν θύμωσα, απλά σου εξηγώ»
    - «Υπάρχει ή θα υπάρξει απαίτηση να συμμετάσχω σε… ξέρεις…»
    - «Όχι εφόσον δεν το θέλεις. Θα υπάρξει όμως απαίτηση να σε δω να πηγαίνεις με άλλον άνδρα, είναι βίτσιο μου.»
    - «Ο-ορίστε;»
    - «Αυτό που άκουσες, το ποιος θα είναι θα το επιλέγεις πάντα εσύ, ωστόσο υπάρχει περίπτωση -δηλαδή είναι σχεδόν σίγουρο- ότι κάποιες φορές θα σου ζητήσω να πας με κάποιον επειδή το θέλω εγώ.»
    - «Κι αν δε θέλω;»
    - «Τότε δεν μπορούμε να συνεχίσουμε μαζί»
    - «Υπάρχει κάτι άλλο το οποίο είναι εκ των ων ουκ άνευ για σένα που δε μου έχεις πει;»
    - «Ναι, υπάρχει. Είμαι αλγολάγνος, θεωρώ το S/m παιχνίδι δεδομένο. Θα εξερευνήσω τις αντοχές σου αλλά δεν θα σε σπρώξω πέρα από εκεί που μπορείς και ούτε θα δοκιμάσω πράγματα που εσύ δεν θέλεις/δεν αντέχεις, μπορώ να τα βρω και αλλού αυτά. Επίσης θεωρώ αυτονόητο πως όταν επιλέξω να τελειώσω στο στόμα σου θα καταπιείς, όπως θεωρώ αυτονόητο ότι θα σε πάρω και από πίσω, και όχι once off. Τέλος, θέλω να κάνεις τακτικά εξετάσεις για αφροδίσια, το ίδιο κάνω κι εγώ και όσο για την εχεμύθεια δε χρειάζεται να ανησυχείς, έχω δικούς μου γνωστούς.»
    - «Μάλιστα» απάντησα ελαφρώς παγωμένη.
    - «Κοίτα Μαριλίζα, δε θα σε βάλω κάτω να σε χτυπάω με το single tail μέχρι να βγάλεις αίμα, και ούτε θα σε βάλω στο pillory για να σε βιάσω παρά φύσιν. Όλα θα γίνουν με το ρυθμό τους. Μέχρι τώρα έχεις υπάρξει πολύ ειλικρινής και θέλω να συνεχίσεις να είσαι, αν κάτι σε απασχολεί θα πρέπει να μου το πεις *αμέσως*, δε θέλω να κρατάς μέσα σου πράγματα. Δε θα το απαιτήσω, αλλά θα ήθελα -από σήμερα κιόλας- στο τέλος της ημέρας να κάθεσαι να γράφεις ημερολόγιο και στο οποίο θα έχω κι εγώ πρόσβαση»
    - «Αναφορά;»
    «Όχι, όχι αναφορά. Όλα αυτά που σου λέω μπορεί να σου ακούγονται κάπως αλλά δεν είναι D/s, ούτε το επιθυμώ, ούτε το επιζητώ. Θέλω να είσαι ανεξάρτητη, θέλω να έχεις τη ζωή σου, θέλω να συνεχίζεις να παίρνεις μόνη σου τις αποφάσεις, απλά σου ζητώ να τα μοιράζεσαι μαζί μου ακόμα και με τη μορφή ημερολογίου. Το ημερολόγιο δεν είναι απαίτηση, είναι επιθυμία μου, το αν θα το κάνεις ή όχι είναι επιλογή σου και το εννοώ, δε θα υπάρξουν από τη μεριά μου αντίποινα εντός ή εκτός εισαγωγικών»
    - «Θα σε χαλάσει όμως!»
    - «Θα με χαλάσει… Θα προτιμούσα να το κάνεις, βρίσκω εξόχως γοητευτική τη γυναικεία θεώρηση των πραγμάτων, πόσο μάλλον από τη γυναίκα με την οποία έχω σχέση, αλλά δεν είναι απαράβατος όρος, είναι δική σου απόφαση και μόνο.»
    - «Αρίστο, δεν ξέρω πραγματικά, ωστόσο θα επανέλθω στα του χρόνου γιατί εντόπισα ακριβώς αυτό που με τριβελίζει. Αν δεν δίνουμε προτεραιότητα ο ένας στον άλλον, τότε σε τι πραγματικά θα διαφέρει το μεταξύ μας σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους που υπάρχουν στη ζωή μας;»
    - «Μάτια μου, ποιος σου είπε ότι δεν την έχεις ήδη αυτή τη στιγμή; Φυσικά και την έχεις, και την έχεις γιατί την έχεις κερδίσει. Είναι ωστόσο άλλο πράγμα η προτεραιότητα και άλλο πράγμα η αποκλειστικότητα.»
    - «Αν έχεις δηλαδή κανονίσει κάτι με μια φίλη σου και εγώ που δεν το ξέρω σου ζητήσω να κάνουμε κάτι μαζί, τι θα κάνεις;»
    - «Φαντάζομαι το ίδιο που θα έκανες κι εσύ, θα προσπαθούσα να αναβάλλω το άλλο. Ωστόσο αν σου πω ότι την τάδε μέρα θα βγω με τη φίλη μου, περιμένω να το σεβαστείς και -εκτός και αν συμβεί κάτι απρόοπτο- να μη μου ζητήσεις να το αλλάξω»
    - «Και αν αυτό τη χάλαγε τη φίλη σου;»
    - «Υγεία και ζουμί από λάχανο»
    - «Αρίστο, έχω πάθει λίγο overload. Θα ήθελα ένα ποτό, κάτι πέρα από μπύρα»
    - «Έχω κρασί, έχω ουίσκι, έχω βότκα, έχω ρούμι… και φυσικά έχω και ρακή. Θέλεις να σου φτιάξω ρακόμελο που σ’ αρέσει; Το μέλι που έχω είναι πευκόμελο, ότι πρέπει!»
    - «Θα πιείς εσύ;»
    - «Ρακόμελο όχι, προτιμώ τη ρακή σκέτη, αλλά θα πιώ μαζί σου»
    - «Εντάξει!»
    - «Λοιπόν, πάω να το φτιάξω, θα μου πάρει κανένα δεκάλεπτο»
    - «Θες βοήθεια;»
    - «Βοήθεια όχι, παρέα ναι!»

    Πήγαμε στην κουζίνα και πήρε ένα πλαστικό δοχείο-μετρητή και βγάζοντας το μπουκάλι με τη ρακή από το ψυγείο γέμισε 100 ml. Έβαλε τη ρακή σε χαμηλή φωτιά και όταν ζεστάθηκε πρόσθεσε μιάμιση κουταλιά της σούπας μέλι, ένα ξυλάκι κανέλας και λίγο γαρύφαλλο και άρχισε να το ανακατεύει μέχρι που έλιωσε το μέλι. Όταν τελείωσε την έβαλε σε μια μικρή καράφα και από το ντουλάπι πήρε δύο μικρά ποτήρια.

    - «Έτοιμη, δεν την έκανα πολύ γλυκιά»
    - «Καλά έκανες, δε τη θέλω να είναι και σα γλυκό του κουταλιού»

    Πήραμε την καράφα, τα δυο ποτήρια και το μπουκάλι με την υπόλοιπη ρακή και επιστρέψαμε στο σαλόνι. Πριν κάτσουμε έριξε ένα μεγάλο κούτσουρο στο τζάκι και επέστρεψε στον καναπέ. Μου γέμισε το ποτήρι με ρακόμελο και γέμισε και το δικό του με σκέτη ρακή.

    - «Σκουτελοβαρίσκω σε!»
    - «Τσε αντιστέκομαί σε!» του απάντησα κάνοντάς τον να χαμογελάσει πλατιά και αφού τσουγκρίσαμε ήπιαμε μια μικρή γουλιά ο καθένας μας. Την είχε κάνει πολύ καλή, ακριβώς τόσο γλυκιά όσο χρειαζόταν, καλύτερη από αυτή του μαγαζιού. «Αχ, είναι υπέροχη» του είπα νιώθοντας την γλυκιά κάψα να απλώνεται στο λαιμό μου και το στομάχι μου.
    - «Με το μαλακό, βαράει κατακέφαλα» με συμβούλεψε όταν ήπια σχεδόν αμέσως και δεύτερη γουλιά.
    - «Αμ δεν το ξέρω; Πώς νομίζεις ότι έγινα ντίρλα προχθές;»
    - «Τι κάνατε προχθές;» με ρώτησε στα ίσια.
    - «Ε… εννοείς…»
    - «Εννοώ»
    - «Αυτό σηκώνει ακόμα μια γερή γουλιά» του είπα και κατέβασα το ποτήρι μονοκοπανιά και ένιωσα και πάλι το γνωστό κάψιμο να απλώνεται μέσα μου. «Η αλήθεια είναι ότι δεν κάναμε σεξ. Δηλαδή στην αρχή ήθελα να κάνουμε σεξ αλλά στα προκαταρκτικά ένιωσα να απολαμβάνει τόσο πολύ το στοματικό που του έκανα που δε μου έκανε καρδιά να το σταματήσω. Μετά θέλησε να μου το ανταποδώσει αλλά βάλε και την κούραση, βάλε και το ποτό, δεν ήμουν για πολλά-πολλά, οπότε απλά πέσαμε για ύπνο»
    - «Που τελείωσε;»
    - «Στο… στο στόμα μου»
    - «Κατάπιες;»
    - «Ν-ναι.»
    - «Καταπίνεις πάντα;»
    - «Ούτε καν. Συνήθως δεν τους αφήνω καν να τελειώσουν στο στόμα μου, να φανταστείς ότι ο Κώστας ήταν ο πρώτος και ακόμα και εκεί σπάνια κατάπινα. Με το Μιχάλη συνήθως ήταν προκαταρκτικό αλλά την πρώτη φορά που με έκανε και μίλησα με το Θεό ήθελα απλά να του το ανταποδώσω και του έσπρωξα το χέρι όταν πήγε να με σπρώξει. Δεν κατάπια τότε, τα έφτυσα και άρχισε το δούλεμα, κάθε φορά μου έλεγε «να προσέχεις τα κουκούτσια» το κωλόπαιδο. Γελάς ε; Ε, για πρώτη φορά κατάπια την προηγούμενη Κυριακή… και το χρωστάει σε σένα!»
    - «Σε μένα;» ρώτησε έκπληκτος.
    - «Ναι… είχα εξαιρετική διάθεση και… μάντεψε ποιος μου την είχε προκαλέσει. Τέλος πάντων, για να τον τυλίξω και να κοιμηθεί σπίτι μου του έταξα και δεύτερη πίπα το πρωί και εγώ το λόγο μου τον κρατάω, αν και του Μιχάλη δεν είναι ακριβώς βολικού μεγέθους, κάθε φορά νομίζω ότι θα πάθω κράμπα στο στόμα!»
    - «Τι άλλο έχετε κάνει;»
    - «Όπως σου είπα και τις προάλλες διάφορα light S/m παιχνίδια. Και μη νομίζεις, τις περισσότερες φορές που βγαίνουμε έξω δεν καταλήγουμε να βγάλουμε τα μάτια μας, συνήθως μένουμε στο ποτό ή στο φαγητό.»
    - «Από πίσω;»
    - «Με το Μιχάλη; Θεός φυλάξοι, αυτό δε θα είναι σεξ, ανασκολοπισμός θα είναι.»
    - «Με άλλους;»
    - «Με το Διονύση και με τον Κώστα. Σειρά σου, εσύ τι έκανες την Παρασκευή»
    - «Όπως σου είχα πει αρχικά είχα πάει για καφέ αλλά το ένα πράγμα έφερε το άλλο και τελικά κάθισα μέχρι τα μεσάνυχτα σχεδόν»
    - «Τι κάνατε δηλαδή;»
    - «Φάγαμε παστίτσιο» μου είπε σκάζοντας στα γέλια. «Και μετά γαλακτομπούρεκο. Και μετά είδαμε ταινία»
    - «Δεν έβγαλες τα μάτια σου;»
    - «Όχι, σταμάτησα το παστίτσιο πριν μου πεταχτούν έξω και αυτό επειδή υπήρχε και γαλακτομπούρεκο!»
    - «Βρε αχρείε!» του είπα ενώ ο Αρίστος είχε δακρύσει από τα γέλια. «Θα σε φτιάξω εγώ» του είπα και του όρμισα προσπαθώντας να τον γαργαλήσω και όπως αποδείχτηκε είναι γαργαλιάρης.
    - «Μηηη» φώναζε γελώντας. «Θα με πεθάνεις γέρο άνθρωπο!»
    - «Μεσήλικα, μην τα λέμε πάλι» του είπα συνεχίζοντας να τον γαργαλάω ανελέητα.
    - «Έτσι είσαι;» μου είπε και με έβαλε κάτω και άρχισε να με γαργαλάει με τη σειρά του και… εγώ και αν είμαι γαργαλιάρα.

    Και εκεί σταμάτησε να με γαργαλάει και έπεσε πάνω μου και με φίλησε, σχεδόν μου έκοψε την ανάσα. Τον άρπαξα από το σβέρκο και τον κόλλησα πάνω μου, δείχνοντας ανάλογο ενθουσιασμό και αυτή τη φορά τα χέρια του δεν έμειναν στην πλάτη και στα μαλλιά, με χούφτωσε στην αρχή πάνω από τη μπλούζα και μετά πέρασε το χέρι του μέσα, έκανε πέρα το σουτιέν και με χούφτωσε κάτω από αυτό κάνοντάς με να νιώθω πάλι ότι με διαπερνάει ρεύμα. Με ανασήκωσε και μου έβγαλε μπλούζα και σουτιέν και για πρώτη φορά έμεινα γυμνή από πάνω μπροστά του. Συνέχισε να με φιλάει στο στόμα ενώ το χέρι του πότε χούφτωνε απαλά και πότε μάλαζε το δεξί μου στήθος και μετά άρχισε να με φιλάει στο λαιμό και μετά συνέχισε προς τα κάτω μέχρι που πήρε τη ρόγα του αριστερού μου στήθους στο στόμα του και άρχισε να την πιπιλάει απαλά.

    Ανασηκώθηκα και τον βοήθησα να βγάλει πουκάμισο και τη φανέλα που φορούσε από κάτω και άρχισα με τη σειρά μου να τον φιλώ στο στέρνο και στο στήθος. Μου άρεσε που δεν ήταν ιδιαίτερα τριχωτός! Όσο το έκανα αυτό εκείνος πέρασε το χέρι του και το έβαλε ανάμεσα στα πόδια μου, πάνω από το παντελόνι, κάνοντάς με να μου ξεφύγει ένα σιγανό βογγητό.

    - «Θες να πάμε πάνω;» με ρώτησε και αντί απάντησης απλά του κούνησα καταφατικά το κεφάλι και έτσι, για πρώτη φορά, ανέβηκα στο δεύτερο όροφο που ήταν η κρεβατοκάμαρά του.

    Το κρεββάτι του ήταν υπέρδιπλο και στρωμένο. Σήκωσε το πάπλωμα και χωθήκαμε από κάτω φορώντας ακόμα τα παντελόνια μας. Με ξάπλωσε και μου κατέβασε το παντελόνι και με χούφτωσε πάνω από το κιλοτάκι και άρχισε να με χαϊδεύει. Αν και είχα γίνει μούσκεμα, εκείνη την ώρα δεν ήθελα να κάνω σεξ. Χαζομάρα θα μου πείτε αλλά ο Αρίστος δεν ήτανε ξεπέτα και με όσα μου είχε πει το δεύτερο βήμα ήταν ακόμα μετέωρο, παρά τη λαχτάρα μου να πάω και στο τρίτο. Τον σταμάτησα και τον ξάπλωσα ανάσκελα και άρχισα και πάλι να τον φιλάω και να τον πιπιλάω στο στέρνο και μετά συνέχισα προς το στομάχι του και εκεί τον βοήθησα να κατεβάσει το παντελόνι και το μποξεράκι του. Το όργανό του είναι ΥΠΕΡΟΧΟ, δεν ξέρω πως να το πω αλλιώς, ΥΠΕΡΟΧΟ. Το έπαιξα για λίγο με το χέρι μου και μετά ακολούθησε το στόμα μου.

    Ξεκίνησα με τη γλώσσα μου, από το κεφαλάκι μέχρι τη βάση του και πάλι πάνω ενώ ταυτόχρονα εξακολουθούσα να τον κρατάω από την άλλη μεριά στο χέρι μου. Όταν έφτασα ξανά στο κεφαλάκι και αφού το έπαιξα λίγο με την γλώσσα μου, τον πήρα στο στόμα μου μέχρι σχεδόν τη βάση του και του Αρίστου του ξέφυγε ένα ελαφρύ ηδονικό βογγητό. Συνέχισα να κάνω το ίδιο και τα βογγητά του πολλαπλασιάστηκαν και εκεί άλλαξα τακτική. Τον έπιασα από τη βάση και άρχισα να τον παίζω κάνοντας απαλές κυκλικές κινήσεις ενώ συνέχισα να τον παίρνω στο στόμα μου μέχρι που συναντούσα το χέρι μου. Τα σιγανά βογγητά του και οι κοφτές του ανάσες με ξετρέλαιναν και συνέχισα με ακόμα μεγαλύτερη όρεξη.

    Κάποια στιγμή ένιωσα το χέρι του στο κεφάλι μου, ήθελε να μου δώσει ρυθμό και τον ακολούθησα υπάκουα και, δυο-τρία λεπτά αργότερα, γεύτηκα τους καρπούς των κόπων μου, καθώς με κράτησε ακίνητη ενώ το όργανό του δονούνταν μέσα στο στόμα μου, πλημμυρίζοντάς το. Το σπέρμα του ήταν πικρούτσικο αλλά ούτε στιγμή δε διανοήθηκα να το φτύσω, το κατάπια όλο και συνέχισα να τον γλείφω και να τον φιλάω μέχρι που τον έκανα λαμπίκο. Πήρε το χέρι του από το κεφάλι μου και δίνοντας ένα τελευταίο φιλάκι στο κεφαλάκι, σήκωσα το βλέμμα μου και κοίταξα τον Αρίστο χαμογελαστή που μου έκανε νόημα να έρθω πάνω του.

    Ξάπλωσα στην αγκαλιά του και τράβηξε το πάπλωμα και μας σκέπασε καθώς εκείνος ήταν τελείως γυμνός ενώ εγώ ήμουν μόνο με το κιλοτάκι μου. Οι ανάσες του που ήταν γρήγορες στην αρχή, ηρέμισαν σιγά σιγά. Γύρισα στο πλάι και τον κοίταξα, το βλέμμα του ήταν ακόμα στο ταβάνι, κοιτούσε χωρίς να εστιάζει. I guess I passed the test, όσον τουλάχιστον αφορούσε το στοματικό. Μου είχε πει ότι θεωρούσε αυτονόητο ότι θα καταπιώ αν τελειώσει στο στόμα μου και η αλήθεια είναι ότι, τουλάχιστον μαζί του, το ίδιο έκανα κι εγώ. Γιατί έτσι, αυτό δεν σκεφτόμουν χθες; Όλα όσα μου είχε πει με είχαν ζορίσει, το παραδέχομαι, αλλά από την άλλη έβλεπα τις άμυνές μου, άμυνες που είχα χτίσει μετά την κασκαρίκα μου με το Διονύση, να καταρρέουν η μία μετά την άλλη σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.

    Γιατί ένιωθα να με μαγνητίζει τόσο έντονα αυτός ο άνθρωπος; «Τι σημασία έχει ρε Μαριλίζα;» μάλωσα τον εαυτό μου. «Τώρα τι κάνεις είναι το ερώτημα». Μπορεί να ξεκινήσεις κάτι και δεν είναι σίγουρο ότι θα το τελειώσεις, είναι όμως σίγουρο ότι δεν πρόκειται να τελειώσεις κάτι που δεν ξεκίνησες. Το ευτυχώς που δεν πάθαμε και τίποτα είναι fair assessment αλλά είναι fair μόνο αν ξέρεις τι γλίτωσες, τι πήγαινες να πάθεις. Εδώ είχα απλά το φόβο του αγνώστου με ένα άνθρωπο που δε μασούσε τα λόγια του, ήξερε τι ήθελε και είτε πήγαινες με τα νερά του, είτε χαιρετούσες. Και δεν είναι ότι αυτά που έλεγε δεν είχαν νόημα, ίσα-ίσα, αλλά ακόμα κι έτσι το να βάλεις στην άκρη ιδεοληψίες μιας ζωής δεν το λες και εύκολο, πόσο μάλλον όταν μέχρι τώρα αυτές τις ιδεοληψίες τις θεωρούσες περίπου αυτονόητες.

    Τι θα έλεγε ο Μιχάλης γι’ αυτό; Χαζή ερώτηση, το πιθανότερο ήταν ότι θα συμφωνούσε με ενθουσιασμό. Βέβαια από την άλλη το πρώτο πράγμα που θα με ρωτούσε θα ήταν «Αυτό που έχει σημασία τελικά είναι πως το βλέπεις εσύ, όχι πως το βλέπω εγώ. Εγώ είμαι αυτός που είμαι, what you see is what you get. Are you ok with it? Go get it. Are you not? Then goodbye and thank for all the fish» Μην είμαι άδικη, ο Κώστας παρά το πως καταλήξαμε είχε θετική επιρροή στη ζωή μου, για παράδειγμα αν δεν τον είχα γνωρίσει δε θα ήξερα αυτή τη φράση: Αντίο κι’ ευχαριστώ για τα ψάρια.

    Και μιας και λέμε για ψάρια, άλλη μια αγαπημένη φράση του πατέρα μου είναι το «αν δεν βρέξεις κώλο ψάρι δεν τρως». Χαμογέλασα στη σκέψη, το ψάρι Αρίστος δεν απαιτούσε απλά βρέξιμο του κώλου. Δεν ήταν μεγάλος αλλά στην αρχή θα με ζόριζε και, αν και μου είχε λείψει, τόσο του Διονύση όσο και του Κώστα ήταν μικρότερα από αυτό του Αρίστου. Και μικρότερα και λιγότερο όμορφα, του Αρίστου ήταν… Αριστούργημα. Χαμογέλασα και πάλι στη σκέψη, fitting, very fitting.

    - «Χμμμ, προς τι το πονηρό χαμόγελο νεαρή;»
    - «Τίποτα» χαχάνισα. «Να… το όργανό σου είναι υπέροχο»
    - “Er… thanks, I guess?”
    - «Του Αρίστου είναι …Αριστούργημα!» του είπα χαχανίζοντας και πάλι.
    - «Έχει το όνομα, έχει και τη χάρη!»
    - «Μ’ αρέσεις που δεν είσαι τριχωτός!»
    - «Αν ήμουν θα με χώριζες;»
    - «Όχι βέβαια, θα σε ξύριζα» του είπα κι έβαλε τα γέλια.
    - «Αφού δε θα μου τις τραβούσες με κερί καλά να λέω δηλαδή!»
    - «Όχι, να δείτε τι τραβάμε εμείς τα κοριτσάκια!»
    - «Μπρος στα κάλλη τι είναι ο πόνος»
    - «Καλά, ας έκανες εσύ κερί και θα σου έλεγα εγώ»
    - «Τι είμαι για να κάνω κερί, μέλισσα;» με πείραξε και πάλι. «Το ξέρεις ότι είσαι κουκλί;»
    - «Είμαι;» τον ρώτησα κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
    - «Δεν το ξέρεις;»
    - «Δεν απάντησες!»
    - «Είσαι. Πολύ-πολύ γλυκιά χαμογελαστή φατσούλα με όμορφα αμυγδαλωτά μάτια, υπέροχη μυτούλα και αισθησιακά χείλη… υπέροχα χείλη… τόσο όσο!» μου είπε κάνοντάς με να χαμογελάω σα χαζό. «Μ’ αρέσει το στήθος σου, μ’ αρέσουν οι υπέροχες ρώγες σου αλλά ξέρεις τι μ’ αρέσει περισσότερο;»
    - «Τι;»
    - «Αυτό εδώ» είπε και μου τσίμπησε απαλά το κοιλουμπίνι μου. «Κατά πάσα πιθανότητα μπορεί να διαφωνείς αλλά πίστεψέ με, είναι υπέροχο, σε κάνει πιο αληθινή, πιο γήινη»
    - «Κοίτα να δεις κι εγώ προσπαθώ να το ξεφορτωθώ και αυτό εκεί!»
    - «Μη διανοηθείς!» μου είπε και ήταν πολύ σοβαρός. «Είσαι γυναίκα Μαριλίζα, αληθινή γυναίκα, δεν είσαι πλαστική κούκλα. Οι μικρές μας ατέλειες είναι που μας κάνουν ανθρώπινους. Το στήθος σου που βαραίνει ελαφρά. Το κιλουμπίνι σου. Η μικρή ελιά στη βάση του λαιμού σου. Τα ελαφρώς μεγαλύτερα μπροστινά σου δοντάκια. Τα φουσκωτά σου μαγουλάκια. Το τσουπωτό σου πωπουδάκι»
    - «Ε, δεν το λες και ατέλεια που είναι τσουπωτός-τσουπωτός! Ξέρεις τι αγώνα ρίχνω για να το κρατάω έτσι;»
    - «Είναι υπέροχο, κοριτσάκι μου» μου είπε τρυφερά και έτριψα το πρόσωπό μου στο στέρνο του.
    - «Μ’ αρέσει που με λες κοριτσάκι σου!»
    - «Θέλω να παίξω λίγο πιάνο, έχεις όρεξη να μ’ ακούσεις;»
    - «Και το ρωτάς;» του απάντησα χαμογελαστή.
    - «Ωραία, ντύσου να κατέβουμε»
    - «Εχμ, το πάνω μέρος είναι κάτω!» του υπενθύμισα.
    - «Χαχαχα, δεν πειράζει» είπε και σηκωθήκαμε. Το παντελόνι μου είχε πέσει κάτω και έτσι όπως έσκυψα να το πιάσω μου τράβηξε μια δυνατή σφαλιάρα στο κωλομέρι.
    - «Άουυυυυ» διαμαρτυρήθηκα.
    - «Μη σκύβεις έτσι προκλητικά μπροστά μου!»
    - «Δεν έσκυψα προκλητικά, το παντελόνι μου πήγα να πιάσω!»
    - «Εγώ ακόμα κάτω το βλέπω!»
    - «Μα πήγα να το πιάσω και μου έριξες σφαλιάρα!»
    - «Ακριβώς, γιατί έσκυψες προκλητικά! Μη μου ζωγραφίζεις στόχο, βαράω στο δοξαπατρί!»
    - «Ουφ!» είπα και αυτή τη φορά αντί να σκύψω χαμήλωσα ολόκληρη και πήρα από κάτω το παντελόνι. Με το που σηκώθηκα ωστόσο ακολούθησε νέα σφαλιάρα στα κωλομέρια!
    - «Άουυυυυ! Τώρα γιατί βαράς;»
    - «Γιατί μπορώ!» μου είπε και μου έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι.
    - «Διαμαρτύρομαι εντόνως!»
    - “Dully noted” μου απάντησε κοροϊδευτικά.

    Όταν κατεβήκαμε κάτω βρήκα τη μία γάτα πάνω στο σουτιέν μου και την άλλη γάτα πάνω στη μπλούζα μου και όχι μόνο αυτό αλλά δεν έκαναν καν την κίνηση να σηκωθούν όταν πήγα να τα μαζέψω με αποτέλεσμα να τις σηκώσω και να μου νιαουρίσουν αποδοκιμαστικά και τα δύο.

    - «Μωρ’ τι μας λες» είπα στον Τσάρλι που μου νιαούριζε ακόμα κάνοντας τον Αρίστο να βάλει και πάλι τα γέλια!
    - «Είσαι ζωγραφιά!» μου είπε και πήγε προς το πιάνο. Εγώ γέμισα ξανά το ποτήρι μου με ρακόμελο και τον ακολούθησα. Ο Αρίστος κάθισε μπροστά στο πιάνο και τέντωσε μπροστά τα χέρια του σπάζοντας τα δάχτυλά του. Μετά σηκώθηκε και πάλι και πήγε στη βιβλιοθήκη. «Χρειάζομαι την παρτιτούρα, έχω πολύ καιρό να το παίξω.» Γύρισε με την παρτιτούρα που έψαχνε και αφού την άνοιξε κάθισε και πάλι και ξεκίνησε.

    Οι πρώτες νότες έπεσαν και το αναγνώρισα αμέσως, ήταν η Ουγγρική Ραψωδία νο2. Έκλεισα τα μάτια μου αφήνοντας και πάλι τη μελωδία να ρεύσει μέσα μου. Έπαιζε πολύ όμορφα, κάποιοι άνθρωποι είναι πραγματικά προικισμένοι. Τα ίδια χέρια που ώρες-ώρες χόρευαν στο πιάνο, τα ίδια χέρια δίναν σχήμα, δίναν σάρκα και οστά στα έπιπλα που έφτιαχνε, στα ηλεκτρονικά που επισκεύαζε, στα λουλούδια που φρόντιζε.

    - «Καλά το πήγα» είπε όταν τελείωσε. «Έκανα μερικά λαθάκια πάντως»
    - «Αν το ξαναπαίξεις είμαι σίγουρη ότι δε θα κάνεις κανένα»
    - «Το ελπίζω. Λοιπόν, θα παίξω κάτι πιο απαιτητικό από μνήμης οπότε… bear with me»
    - «Ξέρεις κάτι Αρίστο; Λάθη δεν κάνει μόνο όποιος δεν προσπαθεί!»
    - «Δεν είναι για πιάνο και είναι εξαιρετικά δύσκολο… hear goes nothing» είπε και ξεκίνησε να παίζει την καλοκαιρινή καταιγίδα από τις τέσσερις εποχές του Vivaldi. Έκανε και εδώ κάποια λαθάκια αλλά all-in-all ήταν πολύ όμορφο και εντάξει, για βιολί έχει γραφτεί, όχι για πιάνο. Όταν τέλειωσε χειροκρότησα ενθουσιασμένη και σηκώθηκε και μου έκανε υπόκλιση.
    - «Τι, αυτό ήταν;»
    - «Εσύ τι θα ήθελες να σου παίξω;»
    - «Σονάτα του σεληνόφωτος, το τρίτο μέρος»
    - «Κάτι πιο δύσκολο δε μπορούσες να μου πεις;»
    - «Μισές δουλειές θα κάνουμε;»
    - «Άντε να δούμε» είπε και ξεκίνησε να παίζει πάλι από μνήμης και έκλεισα και πάλι τα μάτια μου απολαμβάνοντας την υπέροχη μελωδία. Παρά τους φόβους του το έπαιξε σωστά, δηλαδή εντάξει, έκανε δυο-τρία λαθάκια αλλά δεν έδινε και κονσέρτο. Όταν τελείωσε χειροκρότησα και πάλι ενθουσιασμένη. «Δε μου λες, θέλεις να δούμε καμιά ταινία ή καμιά σειρά;»
    - «Αμέ, πολύ!!!»
    - «Θέλεις να φτιάξουμε ποπκόρν?»
    - «Λάθος ερώτηση! Η σωστή ερώτηση είναι πόσο ποπκόρν θέλεις να φτιάξουμε»
    - «Κροκοδειλάκι!»
    - «Αλιγατοράκι που συνάδει και με το χαιρετισμό, το κροκοδειλάκι είσαι εσύ!»
    - «Χαχαχα, έστω. Σήκω τσούπρα, πάμε!»

    Πήγαμε στην κουζίνα, είχε και μηχανή για ποπκόρν αλλά εντάξει, εδώ είχε επαγγελματική καφετιέρα, μηχανή του ποπκόρν, και μάλιστα την ίδια, είχα κι εγώ αν κι η δική μου απλά αράχνιαζε στο ντουλάπι. Όταν ετοιμάσαμε το ποπκόρν γυρίσαμε στο σαλόνι.

    - «Δε μου λες, το Τσερνόμπιλ το έχεις δει;»
    - «Όχι, αλλά έχω ακούσει τα καλύτερα αλλά που θα τη δούμε; Δεν την έχει το Netflix, την έχει;»
    - «Όχι, την έχει ο πειρατής της γειτονιάς μας. Stremio αγάπη μου!» Καθίσαμε και ξεκινήσαμε να βλέπουμε το πρώτο επεισόδιο.
    - «Αρίστο μου, μπορείς να βάλεις υπότιτλους; Δεν είμαι αμερικανοθρεμμένη σαν εσένα, μπορώ να παρακολουθήσω αλλά με κουράζει»
    - «Φυσικά κοριτσάκι μου, το ρωτάς;»
    - «Με είπες πάλι κοριτσάκι σου» του είπα γλυκουλινιάρικα.
    - «Βρε θα συγκεντρωθείς να δούμε τη σειρά ή θα σου ορμίσω;»
    - «Να δούμε τι σειρά και να μου ορμίσεις!» του είπα.
    - «Ναι, δε θα δούμε σειρά έτσι, το μυαλό μου θα είναι στο πότε θα τελειώσει το ρημάδι να σου ορμίσω!»
    - «Σε αυτή την περίπτωση, φρόνιμα Τζακ!»
    - «Υποτίθεται ότι αυτός που καταπιέζει είμαι εγώ!»
    - «Αφενός μου είπες ότι το D/s δεν είναι του γούστου σου και αφετέρου ξύπνησαν οι σκλάβοι Αντωνάκη!»
    - «Και πάει και το μου» απάντησε και βάλαμε και οι δύο τα γέλια.

    Συνεχίσαμε το επεισόδιο και όντως όσα είχα ακούσει για αυτή αποδείχτηκαν πραγματικότητα, η σειρά είναι ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ. Το πρώτο επεισόδιο το ακολούθησε στο καπάκι και το δεύτερο και όταν τελείωσε και εκεί αποφασίσαμε να σταματήσουμε για σήμερα.

    - «Έχεις φέρει μπουφάν;»
    - «Εχμ… ναι, στο αυτοκίνητο το έχω αφήσει, γιατί;»
    - «Γιατί είναι ώρα να βγάλουμε τη Sadie τη βόλτα της».

    Όχι, δε μου διέφυγε το πρώτο πληθυντικό, τα βρακιά μου λέρωσα. Βγήκαμε έξω στην βραδινή σιγαλιά και αυτή τη φορά περπατήσαμε για περισσότερη από μια ώρα ενώ η Sadie τριγύριζε αριστερά και δεξιά χωρίς ωστόσο να απομακρυνθεί από εμάς για περισσότερο από 5-10 μέτρα. Στο δρόμο συναντήσαμε άλλον έναν γείτονα που είχε βγάλει το σκύλο του ο οποίος γαύγισε τη Sadie που δεν καταδέχτηκε να του ρίξει ούτε δεύτερη ματιά, πάντως για καλό και για κακό ο Αρίστος την είχε πιάσει από τη λαβή που έχει το σαμάρι της. Όταν γυρίσαμε κόντευε 22:30.

    - «Τι ώρα δουλεύεις αύριο;»
    - «Αύριο και για την υπόλοιπη εβδομάδα θα είμαι 12:00 – 20:00 τις καθημερινές και 10:00 – 18:00 το Σάββατο με ενδιάμεσο ρεπό την Τετάρτη.»
    - «Δύσκολο πράγμα οι βάρδιες»
    - «Δε βαριέσαι, το έχω συνηθίσει και τουλάχιστον οι Κυριακές μου είναι πάντα ελεύθερες. Αρίστο να σου πω… θέλεις την Τετάρτη να σου κάνω εγώ το τραπέζι ή έχεις κανονίσει;»
    - «Ακόμα και αν είχα κανονίσει θα ξεκανόνιζα… και ελπίζω αυτό να σου απαντάει την ερώτησή σου για τις προτεραιότητες. Τι θα φτιάξεις;»
    - «Κεφαλλονίτικο φαγητό, κουνέλι λαγωτό με τηγανιτές πατάτες, ρύζι ή μακαρόνια, ότι προτιμάς, και ριγανάδα.»
    - «Τι είναι το λαγωτό;»
    - «Σαν το στιφάδο αλλά δεν έχει κρεμμύδια και μαγειρεύεται με διαφορετικό τρόπο. Η ριγανάδα είναι περίπου σαν το ντάκο, με κεφαλλονίτικη φέτα, δεν είναι όλες οι φέτες ίδιες!»
    - “Sold!” μου απάντησε μονολεκτικά.
    - «Α, και φυσικά φρέσκες τάρτες από το ζαχαροπλαστείο απέναντι. Αλήθεια, έμεινε καμιά τάρτα;»
    - «Ναι αλλά μέχρι την Τετάρτη θα έχουν τελειώσει οπότε θα χρειαστεί refill!»
    - «Χαχαχα, εντάξει»
    - «Κοκκινιστό είναι το λαγωτό;»
    - «Ναι, γιατί ρωτάς»
    - «Λογικά ταιριάζει με κόκκινο ξηρό»
    - «Σωστά!»
    - «Ωραία, θα φέρω εγώ κρασί!»
    - «Εντάξει» του απάντησα χαμογελαστή.
    - «Δε μου λες, την Παρασκευή το βράδυ τι κάνεις; Δε θα το ξενυχτήσουμε μιας και στις 10:00 δουλεύεις το Σάββατο αλλά έλεγα να πάμε κάπου έξω και ξέρεις τι; Αν θες πες και του Μιχάλη να έρθει!»
    - «Πολύ ευχαρίστως. Θα του το πω αλλά το πιο πιθανό είναι με το που πάει τη μάνα του στο αεροδρόμιο, τη φιλοξενεί εδώ αυτή την εβδομάδα, να πάει καρφί Πάτρα να βρει την πιτσιρίκα του ή θα έρθει εκείνη εδώ.»
    - «Ας φέρει και την πιτσιρίκα του μαζί, όλοι οι καλοί χωράνε»
    - «Εντάξει, θα του το πω. Έχεις κάτι συγκεκριμένο στο νου;»
    - «Ξέρω ένα πολύ καλό κρητικό μεζεδοπωλείο στην Ηλιούπολη και μιας και είναι κρητικός και ο Μιχάλης θα το εκτιμήσει, αν δηλαδή δεν το ξέρει ήδη!»
    - «Θα του το πω!» τον διαβεβαίωσα και πήρα τα πράγματά μου και με συνόδεψε στο αυτοκίνητο. «Όταν μπεις θα με πάρεις τηλέφωνο, ναι;»
    - «Θα σε πάρω Αρίστο μου»

    Με πήρε αγκαλιά και αφού φιληθήκαμε μπήκα στο αυτοκίνητο και πήρα το δρόμο της επιστροφής και ούτε καν μισή ώρα αργότερα μπήκα στο σπίτι μου. Πήγα μια γρήγορη στο μπάνιο και πριν καν αλλάξω τον πήρα τηλέφωνο.

    - «Έφτασες καλά;»
    - «Ναι Αρίστο μου, μια χαρά!»
    - «Δε νομίζω ότι χρειάζεται να στο πω πόσο όμορφα πέρασα σήμερα»
    - «Όχι ότι με χαλάει να το ακούω» του απάντησα χαμογελαστή. «Κι εγώ πέρασα πολύ-πολύ όμορφα!»
    - «Τι θα κάνεις τώρα;»
    - «Αρχικά θα βάλω τις πιτζαμούλες μου και μετά θα δω, το πιο πιθανό πάντως είναι να κάτσω να διαβάσω μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Εσύ τι θα κάνεις;»
    - «Ένα ζεστό μπανάκι και μετά θα ξαπλώσω κι εγώ, είτε θα διαβάσω είτε θα χαζολογήσω με το τάμπλετ μέχρι να με πάρει ο ύπνος»
    - «Εντάξει Αρίστο μου. Καλή σου νύχτα, όνειρα γλυκά!»
    - «Τα αλμυρά είναι πιο ενδιαφέροντα» μου είπε σκανταλιάρικα. «Όνειρα γλυκά!»
    - “Later alligator!”
    - “After a while crocodile!”

    Πήγα και άλλαξα και έστειλα μήνυμα στο Μιχάλη ο οποίος ωστόσο δε μου απάντησε. Γαμώτο, ήθελα να του πω για τη μέρα μου, για όλα όσα έγιναν. Και εκεί θυμήθηκα αυτό που μου είχε προτείνει ο Αρίστος, να γράψω ημερολόγιο. Δε βαριέσαι, αφού δεν έχω κάποιον να τα πω, θα τα πω στον εαυτό μου.

    Σήκωσα το ένα μαξιλάρι για να μου στηρίζει την πλάτη και αφού κάθισα καθιστή στο κρεββάτι, πήρα το δεύτερο μαξιλάρι και ακούμπησα πάνω του το laptop και το άναψα. Μερικές στιγμές αργότερα άνοιξα το Word και ξεκίνησα να γράφω.

    Alligator’s diaries

    Κυριακή 14/1

    Σήμερα ήταν υπέροχη μέρα!

    …​

    Έγραφα σχεδόν μέχρι τις 01:30.

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
    Last edited: 17 Δεκεμβρίου 2023
  6. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    εχμ... τρίζει η "καρέκλα" του Στέφανου!  
     
  7. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    Μην ξύνεις πληγές… 
     
  8. skia

    skia Contributor

    Κορίτσια, υπομονή και κουράγιο. Της ίδιας συνομοταξίας είναι όλοι τους. Σε ένα καζάνι βράζουν, θα μάθουμε τα νέα τους έστω και σε άλλη ιστορία.
     
    Last edited: 17 Δεκεμβρίου 2023
  9. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 7ο - Happy birthday to you

    Κόντευε 21:00 όταν μπήκα σπίτι μου το βράδυ της Δευτέρας και με το κεφάλι μου κουδούνι, σε αντίθεση με Πέμπτη και Παρασκευή σήμερα τα πράγματα ήταν ζόρικα. Δεν είχα ιδιαίτερη διάθεση να μαγειρέψω αλλά δεν ήθελα να παραγγείλω πάλι, οπότε αποφάσισα να φτιάξω μια από τις έτοιμες σούπες. Αμφιταλαντεύτηκα μεταξύ τοματόσουπας και μανιταρόσουπας και τελικά αποφάσισα το δεύτερο. Έβαλα σε ένα κατσαρολάκι 750 ml νερό και μιας και σήμερα είχε συννεφιά, πριν πάω στο δωμάτιό μου να ξεντυθώ, άναψα και το θερμοσίφωνα. Έβγαλα το σουτιέν και φόρεσα πιτζάμες και γύρισα στην κουζίνα να περιμένω το νερό να βράσει. Όταν έγινε αυτό χαμήλωσα το μάτι και έριξα τα περιεχόμενα της έτοιμης σούπας στο κατσαρολάκι και το ανακάτεψα για μερικά λεπτά. Έκλεισα το μάτι, έβγαλα από το ντουλάπι ένα μπολ για σούπα και αφού το γέμισα, το άφησα στον πάγκο για να κρυώσει λίγο και πήγα στο σαλόνι και πήρα τον Αρίστο τηλέφωνο.

    - «Καλησπέρα κοριτσάρα μου!»
    - «Καλησπέρα Αρίστο μου, τι κάνεις;»
    - «Καλά είμαι, ετοιμαζόμουν να βγάλω βόλτα τη Sadie. Εσύ τι κάνεις;»
    - «Πριν από λίγο μπήκα σπίτι και είμαι ψόφια, ήταν δύσκολη μέρα. Έφτιαξα λίγη σουπίτσα και σε πήρα να σε ακούσω για λίγο περιμένοντάς τη να κρυώσει!»
    - «Και πολύ καλά έκανες. Όπως πολύ καλά έκανες που ξεκίνησες το ημερολόγιο»
    - «Το διάβασες;»
    - «Φυσικά και το διάβασα!»
    - «Να δω με τι κουράγιο θα γράψω σήμερα…»
    - «Το ξέρω ότι μπορεί να σου φαίνεται βουνό τώρα, αλλά αφιέρωσε του μισή ώρα, in the long run θα με θυμηθείς»
    - «Εντάξει Αρίστο μου, θα το κάνω»
    - «Λοιπόν πήγαινε τώρα να φας, να πάω κι εγώ τη Sadie βόλτα, και όταν γυρίσω θα σε καλέσω στο Skype να σε δω κιόλας, ναι;»
    - «Θα σε περιμένω, γλυκούλη!» του απάντησα.
    - «Γλυκούλη, ε;»
    - «Ε, αφού είσαι, τι να σε κάνω;»
    - «Χαχαχα, εντάξει. Λοιπόν τα λέμε σε καμιά ωρίτσα. Φιλάκια του»
    - «Φιλάκια του, να προσέχεις!»
    - «Θα προσέχω μαμά!»
    - «Και ζακέτα να βάλεις!»
    - «Χαχαχα, θα βάλω, later alligator!»
    - “After ‘while crocodile!”

    Πήγα στην κουζίνα και δοκίμασα λίγο τη σούπα. Ήταν καυτή ακόμα αλλά πεινούσα, οπότε κάθισα στο τραπέζι, πήρα και δυο μικρά παξιμάδια και ξεκίνησα να τρώω. Ίσα που είχα προλάβει να πλύνω μπολ και κουτάλι όταν χτύπησε το κινητό μου και από τον ήχο κατάλαβα ότι ήταν κλήση στο messenger, ποιος άλλος, ο Μιχάλης!

    - «Γοριλλάκι μου!» του απάντησα ενθουσιασμένη.
    - «Μαγδάλω μου!»
    - «Τι κάνεις Μιχαλιώ; Πώς τα περνάς με τη μανούλα;»
    - «Τα ίδια όπως κάθε φορά, μου γκρινιάζει πότε θα της κάνω εγγόνι!»
    - «Χαχαχα, τα έπιασε τα λεφτά της!»
    - «Δε βαριέσαι, συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια»
    - «Πού γυρνούσες βρε ρεμάλι χθες;»
    - «Ναι, την είδα την κλήση αλλά όταν γυρίσαμε είχε πάει μεσάνυχτα και δεν ήθελα να σε ενοχλήσω. Σε κάτι συγγενείς είχαμε πάει… τις φλέβες μου φέτες ήθελα να κόψω αλλά τι να κάνω που την αγαπάω;»
    - «Και πολύ καλά κάνεις, μάνα είναι μόνο μία!»
    - «Εσύ τι κάνεις; Πώς τα πέρασε χθες;»
    - «Χιχιχι, θα στα πω αναλυτικά αλλά πριν ξεκινήσω με τις χθεσινές μου πομπές…»
    - «Πομπές;» με διέκοψε.
    - «Εχμ… ναι!»
    - «Ε, μ’ αυτές ξεκίνα!»
    - «Υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός. Την Παρασκευή μου πρότεινε ο Αρίστος να πάμε σε μια κρητική ταβέρνα που ξέρει, στην Ηλιούπολη.»
    - «Στο Ραχάτι;»
    - «Δεν έχω ιδέα πως το λένε το μαγαζί αλλά δεν σε ήθελα γι’ αυτό. Μου είπε να σε καλέσω κι εσένα να έρθεις αν θες. Ξέρω ότι την Παρασκευή φεύγει η μάνα σου αλλά δεν ήξερα ώρα και δεν ξέρω κιόλας αν έχεις κανονίσει να πας Πάτρα ή να έρθει η Πάτρα σε σένα!»
    - «Παρασκευή πρωί φεύγει η κυρά-Λένη. Θα έρθει η Πάτρα αλλά θα έρθει Σάββατο πρωί με τη δροσούλα.»
    - «Οπότε αν δεν κανόνισες κάτι με καμιά άλλη μικρούλα, έλα μαζί μας!»
    - «Και τι θα κάνω, θα κρατάω το φανάρι;»
    - «Γιατί βρε αχάριστε, σου παραπονέθηκα εγώ ποτέ όταν βγαίναμε παρέα και ήσουν με το χαρέμι σου;»
    - «Καλά καλά, θα έρθω. Και τώρα προχώρα στο παρασύνθημα!» μου είπε και του εξιστορήθηκα με το νι και με το σίγμα τι έγινε χθες. «Εμ βέβαια, μόνο τα δικά μου έχουν κουκούτσια!» με πείραξε όταν φτάσαμε στο επίμαχο σημείο.
    - «Νομίζω ότι δε έμεινες παραπονεμένος τις τρεις τελευταίες φορές!»
    - «Ορθά νομίζεις, μαγδάλω μου εσύ!»
    - «Και ξέρεις τι αγώνα δίνω, κράμπες στο σαγόνι παθαίνω κάθε φορά!»
    - «Τι να κάνουμε, είμαι προικισμένο αγόρι.»
    - «Είσαι π’ ανάθεμά σε, είσαι!»
    - «Τέλος πάντων και τι έγινε μετά;»
    - «Μετά κατεβήκαμε κάτω και μου έπαιξε πιάνο και μετά ξεκινήσαμε το Τσερνόμπιλ που είχες λυσσάξει, και είχες απόλυτο δίκιο και μπράβο σου, μετά πήγαμε τον τριχωτό δεινόσαυρο βόλτα και μετά γύρισα σπίτι. Α, πριν γυρίσω σπίτι τον κάλεσα την Τετάρτη για φαγητό»
    - «Φαγητό το λέμε τώρα;»
    - «Ε θα φάμε κιόλας!»
    - «Ναι, με πολλούς τρόπους!»
    - «Το ελπίζω γιατί περιμένω να μου έρθει και περίοδος και δε θα έχει καθόλου πλάκα να μου σκάσει Τετάρτη!»
    - «Μπορεί να έχεις περίοδο αλλά έχεις κι άλλη δίοδο και απ’ όσο μου είπες σκοπεύει να στον κάνει χωνί, λες και εμάς δε μας έκανε μανούλα!»
    - «Εσύ δε θα μου τον έκανες χωνί, κόρνα θα μου τον έκανες!»
    - «Γιατί τι έχει η κόρνα; Μια χαρά όργανο είναι!»
    - «Το όργανο μπορεί, το να αποκτήσω αντίλαλο στο κωλαράκι μου δεν είναι καθόλου μια χαρά!»
    - «Κοτάρα!»
    - «Είμαι και φαίνομαι. Τέλος πάντων, εσύ τι λες για όλα αυτά;»
    - «Τι να πω; Συμφωνώ μέχρι κεραίας με τον Αρίστο αλλά το θέμα δεν είναι τι λέω εγώ ή εκείνος»
    - «Το ξέρω μωρέ Μιχαλιώ μου αλλά τι να πω κι εγώ η έρμη, σάμπως και το έχω ξανακάνει;»
    - «Αν θες την γνώμη μου έπραξες σωστά που δε λάκισες.»
    - «Και αν όντως δε μπορέσω στο τέλος;»
    - «Τουλάχιστον θα το ξέρεις μετά βεβαιότητας. Άκου Μαριλίζα, στη ζωή δεν υπάρχουν εγγυήσεις και όσο και ταχτοποιημένα να τα θέλεις τα πράγματα έρχονται οι φορές που πρέπει να τη ρίξεις αυτή τη ρημάδα τη ζαριά»
    - «Αυτό σκέφτηκα κι εγώ»
    - «Ωστόσο θέλω να είμαι απόλυτα ξεκάθαρος σε κάτι. Αν σε στείλει ο καλός σου να πηδηχτείς μαζί μου γιατί του ήρθε πάνω στην τρέλα του, δε θα το κάνω αν δεν το θέλεις 1000% και η ίδια, και πίστεψέ με θα το καταλάβω και θα σε πάρει και θα σε σηκώσει, αντιλαβού;»
    - «Ναι Μιχαλιώ μου, μην ανησυχείς»
    - «Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι. Κατά τα άλλα όποτε έχεις ορεξούλες για Μιχάλη, εγώ είμαι εδώ, λαμβάνοντας πάντα υπόψη το φορτωμένο μου πρόγραμμα!»
    - «Χαχαχα, είσαι όργιο. ΙΙΙΙ!!!!!!, παραλίγο να το ξεχάσω, αύριο μπαίνεις στα τελευταία σου -άντα!»
    - «Τελευταία; Εγώ σκοπεύω να πάω από βόλι απατημένου συζύγου μετά τα 130!!!»
    - «Φιλόδοξος, μ’ αρέσεις. Για πες, πώς θα τα γιορτάσεις;»
    - «Με γκρίνια από την κυρά-Λένη!»
    - «Ε κάνε της κι εσύ κανένα εγγόνι, τόσες μικρούλες έχεις!»
    - «Δεν φιλοδοξώ να ανοίξω βρεφονηπιακό σταθμό!»
    - «Ε, τότε κάτσε και άκου τη γκρίνια!»
    - «Πέρα από την πλάκα αύριο κατά τις 22:00 έχω ραντεβού με το Μηνά και το Σταύρο στο Local Pub, στη γειτονιά σου. Πέρνα καμιά βόλτα!»
    - «Και η μανούλα;»
    - «Θα συνεχίσει τη γκρίνια την Τετάρτη»
    - «Ναι, γιατί όχι; Άλλωστε Τετάρτη έχω και ρεπό!»
    - «Τώρα μιλάς σωστά!»
    - «Ωραία, στη Local Pub είπες; Που είναι δαύτη;»
    - «Στη Χαϊμαντά, στην ουσία είναι ευθεία από το σπίτι σου!»
    - «Ωραία, μια χαρά τότε. Και ξέρεις τι; Έλα να πάμε παρέα, να βάλεις και τη νταλίκα σου στο parking μου, θα βρω εγώ κάπου να χώσω το φιατάκι»
    - «Αχ, γι’ αυτό σ’ αγαπάω μωρή μαγδάλω!»
    - «Ρε, έτσι και μάθω ότι έχεις καμιά άλλη μικρούλα που τη λες μαγδάλω, τα δεύτερά σου -άντα θα είναι και τα τελευταία σου!»
    - «Όχι μαγδάλω μου, που να μου μαραθεί ο Διαμαντής!»
    - «Έχει καλώς! Λοιπόν, τα λέμε αύριο, σε περιμένω!»
    - «Χωρίστρα να κάνεις!»
    - «Ρε ά στο διάολο» του είπα και τον έκλεισα γελώντας.

    Μάλλον για το Μιχάλη ισχύει αυτό που μου είπε χθες και ο Αρίστος για τη Φοίβη, για κάποιες σαν εμένα είναι αδύνατο να μην τον ερωτευτούν έστω και λίγο. Σηκώθηκα και αφού έκλεισα το θερμοσίφωνα έκανα ένα γρήγορο ντουζ και μετά επέστρεψα στο σαλόνι και έβαλα μουσική περιμένοντας τον Αρίστο να επιστρέψει και χωρίς να το καταλάβω με πήρε ο ύπνος. Ξύπνησα αλαφιασμένη από τον ήχο της κλίσης.

    - «Έλα Αρίστο μου!»
    - «Σε πήρα στο Skype πρώτα αλλά δεν απαντούσες» μου δήλωσε και διέκρινα κάποιο εκνευρισμό στη φωνή του.
    - «Με είχε πάρει ο ύπνος, δεν το άκουσα να χτυπάει. Συγνώμη Αρίστο μου»
    - «Τέλος πάντων, σε καλώ» μου είπε και σιγουρεύτηκα ότι είχε εκνευριστεί. Λίγες στιγμές αργότερα χτύπησε το Skype αλλά όταν πήγα να απαντήσω κράσαρε. Βλαστήμησα και χωρίς χρονοτριβή του έγραψα σε SMS ότι κράσαρε το Skype και ότι θα τον πάρω εγώ αμέσως πίσω. Άνοιξα ξανά το Skype και πάτησα το εικονίδιο της κλήσης video και αυτή τη φορά άκουσα το χαρακτηριστικό ήχο της κλήσης.
    - «Έλα Αρίστο μου, χίλια συγνώμη, πήγα να σου απαντήσω και κράσαρε»
    - «Ναι, το διάβασα το μήνυμά σου. Τέλος πάντων» είπε και πήρε μια-δυο βαθιές ανάσες. Σοβαρά τώρα; Εκνευρίστηκε έτσι για ψύλλου πήδημα; Ξαφνικά αισθάνθηκα πολύ άσχημα.
    - «Πώς ήταν η βόλτα;»
    - «Ήσυχα ήταν, δεν πετύχαμε ψυχή στο δρόμο. Εσύ τι έκανες;»
    - «Έφαγα και στα καπάκια με πήρε ο Μιχάλης τηλέφωνο, α, του είπα για την Παρασκευή και είπε πολύ ευχαρίστως αλλά θα έρθει μοναχός του, η Αντιγόνη θα έρθει το Σάββατο το πρωί από την Πάτρα. Αλήθεια, με ρώτησε αν εννοούσες… πως το είπε…»
    - «Στο Ραχάτι έλεγα να πάμε!»
    - «Ναι!!! Αυτό με ρώτησε, αν εννοείς το Ραχάτι, το ξέρει μάλλον»
    - «Ε, τότε ακόμα καλύτερα!»
    - «Α, και αύριο έχει τα γενέθλια του, μπαίνει στα σαράντα, και το βράδυ θα βγει με δυο φίλους του εδώ σε μια μπυραρία και με κάλεσε κι εμένα, στις 22:00 θα περάσει να με πάρει από το σπίτι και θα πάμε με τα πόδια, πέντε λεπτά περπάτημα είναι!»
    - «Να τον χαίρεσαι. Τι δώρο θα του πάρεις;»
    - «Έλα ντε, είμαι τελείως γαϊδάρα, το θυμήθηκα όταν με πήρε, και αύριο ίσα που θα προλάβω να κάνω ένα μπανάκι πριν να έρθει να με πάρει»
    - «Ε, μιας και δουλεύεις στις 12:00, ξύπνα λίγο πιο νωρίς και πετάξου στο κέντρο στο Χαλάνδρι, δίπλα σου είναι άλλωστε»
    - «Κάτι τέτοιο σκεφτόμουν!»
    - «Και όταν γυρίσετε να του κάνεις ένα πολύ σπέσιαλ στοματικό!» μου πέταξε και έμεινα παγωτό. «Γενέθλια έχει ο φίλος σου, δεν του αξίζει μια πιο special περιποίηση;»
    - «Μα…» ξεκίνησα να λέω και σταμάτησα. Ξεροκατάπια, είχα μπλοκάρει τελείως.
    - «Μαριλίζα, αυτό που σου είπα χθες ισχύει στο ακέραιο. Δε θέλω να σταματήσεις να τσιλημπουρδίζεις μαζί του εκτός και αν εσένα σταματήσει για τους όποιους λόγους να σου κάνει κούκου»
    - «Ναι οκ… το είπες. Κοίτα, όταν μίλησα στο Μιχάλη του είπα για την κουβέντα που κάναμε χθες και μου είπε δεν έχει καμιά αντίρρηση να βγάλει μαζί μου τα μάτια του αν μου ζητήσεις να βγάλω τα μάτια μου με κάποιον ωστόσο έθεσε ως απαράβατο όρο ότι θα το κάνει *μόνο* αν το θέλω εγώ αλλιώς θα μου κόψει τα ποδάρια, και με διαβεβαίωσε -και τον πιστεύω- ότι θα καταλάβει αν πραγματικά το θέλω ή όχι»
    - «Η ιδέα είναι να το θέλεις, θα κάνει τα πράγματα εξαιρετικά πιο απλά!»
    - «Ναι αλλά δεν είχα στο μυαλό μου αύριο να κάνω κάτι τέτοιο!»
    - «Ναι, μόνο που για αύριο δε στο ζήτησα, στο πρότεινα. Και γενικά όταν στο ζητήσω δε θα στο ζητήσω σήμερα για σήμερα ή σήμερα για αύριο, θα σου δώσω το χρόνο σου»
    - “Nice to know” του απάντησα ξερά.
    - “It’s take it or leave it” μου απάντησε στον ίδιο τόνο και ξαφνικά μου γύρισε το μάτι. «Πίπα θες να του κάνω, πουλάκι μου; Γενηθήτω το θέλημά σου»
    - «Οκ, θα τον κάνω να ξεχάσει τ’ όνομά του αύριο το βράδυ»
    - «Έτσι σε θέλω!» μου απάντησε και φωτίστηκε το πρόσωπό του κάνοντας την τσαντίλα μου να διαλυθεί σα σαπουνόφουσκα. «Έτσι σε θέλω!» επανέλαβε. «Δε μου λες, θέλεις να συνεχίσουμε το Τσερνόμπιλ;»
    - «Θέλω αλλά πώς;»
    - «Κλείσε και κάλεσε με από το laptop σου»
    - «Εντάξει, σε παίρνω σε λίγο» του είπα και πήγα να πάρω το laptop το οποίο είχα αφήσει στο δωμάτιό μου. Εκεί το σκέφτηκα λίγο παραπάνω και αποφάσισα να κάνω ό,τι και χθες, έβαλα το ένα μαξιλάρι πίσω από την πλάτη και το άλλο στα μπούτια μου και ακούμπησα το laptop πάνω του και μόλις ταχτοποιήθηκα άνοιξα το skype και τον κάλεσα.
    - «Έλα μου» μου απάντησε. «Βλέπεις την οθόνη μου;»
    - «Ναι!»
    - «Ωραία ξεκινάω» είπε και πράγματι ξεκίνησε το τρίτο επεισόδιο.
    - «Αρίστο, δεν ακούω ήχο!»
    - «Αμάν, έχεις δίκιο. Κάτσε!» Η εικόνα σταμάτησε για λίγο και μετά ξεκίνησε εκ νέου και ναι, αυτή τη φορά είχε ήχο. «Ακούς τώρα;»
    - «Αμέ, κανονικότατα» και αφοσιώθηκα στην παρακολούθηση. Το τέλος του επεισοδίου με βρήκε να κλαίω του καλού καιρού. «Οκ, όχι άλλο για σήμερα» μου είπε.
    - «Ναι, Αρίστο μου, όχι άλλο!»
    - «Λοιπόν, να σε αφήσω να γράψεις το ημερολόγιο σου και να πέσεις να κοιμηθείς, έχεις να ξυπνήσεις και πιο νωρίς αύριο»
    - «Εντάξει Αρίστο μου, θα το κάνω. Όνειρα γλυκά να έχεις!»
    - «Κι εσύ κοριτσάρα μου. Later alligator!»
    - “After ‘while crocodile”

    Άνοιξα το κομοδίνο μου και έβγαλα ένα πακέτο χαρτομάντηλα, σκούπισα τα δάκρυά μου και φύσηξα και τη μύτη μου. Μετά έβαλα πάλι το laptop στο μαξιλάρι και ξεκίνησα να γράφω.

    Alligator’s diaries

    Δευτέρα 15/1

    Σήμερα ήταν δύσκολη μέρα… δύσκολη και περίεργη.

    Το πρωί το ξυπνητήρι χτύπησε στις 09:00. Σηκώθηκα και αφού έκανα την πρωινή μου τουαλέτα και έπλυνα τα δόντια μου, ντύθηκα πρόχειρα για να κατέβω στο κέντρο στο Χαλάνδρι. Προβληματίστηκα στην αρχή τι θα του πάρω αλλά όπως κατέβαινα την Αγίου Γεωργίου το μάτι μου έπεσε στο Hobby Planet και τα πράγματα έγιναν απλούστερα. Μηχανολόγος ο Μιχάλης, του άρεσαν πολύ οι κατασκευές και ο μοντελισμός και επειδή είχε λυσσάξει με το The Mandalorian του πήρα το «Razor Crest» και έτσουξε λιγάκι, είπαμε το budget μου είναι περιορισμένο, αλλά ένα γοριλλάκι το έχω. Μου το τύλιξαν για δώρο και με τη σακούλα ανά χείρας επέστρεψα σπίτι για να ετοιμαστώ για τη δουλειά. Πριν ξεκινήσω να πάω στη δουλειά πήγα να πάρω το κουνέλι από το χασάπη, το λαγωτό πρέπει να το αφήσεις όλο το βράδυ μαριναρισμένο με ξύδι και όταν θα γυρνούσα δεν θα προλάβαινα ανοιχτό το χασάπη.

    Επέστρεψα στο σπίτι λίγο πριν τις 21:00 και πήγα τρέχοντας να ανάψω το θερμοσίφωνα. Εντάξει, σπίτι μου θα τον περίμενα, αν καθυστερούσα και λίγο δε θα έτρεχε κάτι, θα ανέβαινε και θα με περίμενε. Το αυτοκίνητό μου το είχα ξεπαρκάρει από την πυλωτή το πρωί που γύρισα -και που είχε και διαθέσιμες θέσεις γύρω- και ο Μιχάλης ήξερε ποια θέση είναι η δική μου. Ελπίζοντας ότι είχε μείνει και κάτι από τη λιακάδα της ημέρας γύρω στα 20 λεπτά αργότερα έκλεισα το θερμοσίφωνα και μπήκα για ένα γρήγορο ντουζ. Όταν τέλειωσα και τυλιγμένη ακόμα με το μπουρνούζι πήγα για να μαρινάρω το κουνέλι και αφού το έβαλα στο ψυγείο, πήρα στα γρήγορα τηλέφωνο τον Αρίστο.

    - «Καλώς το μου»
    - «Καλησπέρα Αρίστο μου, μόλις τώρα τέλειωσα το ντουζ και πάω να ετοιμαστώ»
    - «Στις 22:00 δεν είπες ότι θα περάσει να σε πάρει;»
    - «Ναι, στις 22:00»
    - «Δεν έχεις και πολλή ώρα, άντε, πήγαινε να ετοιμαστείς.»
    - «Να σου πω, επειδή θα γυρίσω σχετικά αργά, το ημερολόγιο θα το γράψω αύριο το πρωί, αφού τελειώσω με τα ψώνια, δεν σε πειράζει, έτσι;»
    - «Κανένα πρόβλημα κοριτσάκι μου, στο είπα άλλωστε, δεν ήταν διαταγή, επιθυμία μου ήταν»
    - «People’s pleaser, να συστηθούμε;» του είπα κάνοντάς τον να γελάσει.
    - «Τι ώρα θα γυρίσετε;»
    - «Λογικά μία, μιάμιση… δε νομίζω να πάει παραπάνω»
    - «Όταν γυρίσεις σπίτι σε παρακαλώ να μου στείλεις μήνυμα!»
    - «Εχμ… δε θα γυρίσω μόνη μου»
    - «Α ναι… το δώρο!»
    - «Το δεύτερο δώρο, το πρωί του πήρα και ένα σετ μοντελισμού»
    - «Εξαιρετική επιλογή! Εντάξει, στείλε μήνυμα όταν φύγει ή πριν πέσετε για ύπνο, τέλος πάντων, να ξέρω ότι γύρισες και είσαι σπίτι»
    - «Εντάξει, θα σου στείλω μήνυμα!»
    - «Να περάσετε όμορφα!»
    - «Σ’ ευχαριστώ!»
    - “Later alligator”
    - “After ‘while crocodile!”

    Η αλήθεια είναι ότι πριν μιλήσω με τον Αρίστο χθες, δεν είχα κατά νου να κάνω έξτρα δώρο στο Μιχάλη αλλά τώρα είχα πεισμώσει, θα τον έβαζα κάτω και θα τον ξεζούμιζα, και αυτός ήταν και ο λόγος που έβαλα καλά σέξι εσώρουχα και ντύθηκα με τρόπο που τόνιζε -όχι πολύ διακριτικά, είναι η αλήθεια- τις καμπύλες μου. Και στήθος έχω και πεταχτό, τσουπωτό, κωλαράκι, αμέ! «Ε, ρε κράξιμο που έχω να φάω στο γυμναστήριο, κοντά δυο βδομάδες έχουν να με δουν» σκέφτηκα μέσα μου. Λίγο μετά τις 22:00, και πάνω που τέλειωνα με το άπλωμα του κραγιόν, χτύπησε και το κουδούνι.

    - «Μιχάλη, ανέβα λίγο πάνω, δεν έχω τελειώσει ακόμα!»
    - «Μας περιμένουν μωρή μαγδάλω!»
    - «Να περιμένουν! Ανέβα» του είπα και πήγα να τελειώσω. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, μου άρεσε πολύ το αποτέλεσμα. Λίγες στιγμές αργότερα χτύπησε το κουδούνι μου και πήγα να του ανοίξω.
    - «Καλώς το γοριλλάκι μου» του είπα και παρά τα τακούνια ανασηκώθηκα για να τον αγκαλιάσω και να τον φιλήσω, στο στόμα εννοείται! «Χρόνια πολλά Μιχαλιώ μου»
    - «Φτου σου, φτου σου! Κουκλί ζωγραφιστό είσαι! Ευχαριστώ Μαριλίζα μου» μου είπε σφίγγοντάς με πάνω του σαν αρκούδα.
    - «Αμέ, τι, έτσι θα σε συνόδευα; Μια φορά το χρόνο έχει γενέθλια το γοριλλάκι μου!»
    - «Μωρό μου εσύ!» μου είπε γλυκά. «Είσαι έτοιμη;»
    - «Ναι, αλλά πρώτα το δωράκι σου!»
    - «Μου πήρες και δωράκι! Θα λιποθυμήσω!»
    - «Να δεις τι σου ‘χω για μετά» του είπα προκλητικά.
    - «Ώπα, ανεβάζεις πολύ ψηλά τον πήχη!»
    - «Εγώ μεσιέ τις κρατάω τις υποσχέσεις μου!»
    - «Γιατί μωρή μαγδάλω, εγώ δεν τις κρατάω;»
    - «Προς Θεού γοριλλάκι μου, δεν υπονόησα το αντίθετο. Για κλείσε τα μάτια σου τώρα»
    - «Ουφ, θα με σκάσεις» είπε αλλά ήξερα ότι το καταδιασκέδαζε. Πήγα και του έφερα το δώρο του.
    - «Μπορείς να το ανοίξεις!»
    - «Χμμμ… τι είναι αυτό;»
    - «Άνοιξέ το και θα δεις!» του είπα και άνοιξε προσεκτικά, χωρίς να σκίσει, το περιτύλιγμα. Όταν είδε το περιεχόμενο το χαμόγελό του έφτασε από το ένα αφτί στο άλλο.
    - «Γι’ αυτό σ’ αγαπάω μωρή μαγδάλω! Που ‘σαι, αν σε παρατήσει ο καλός σου, να ξέρεις ότι πάντα θα έχεις περίοπτη θέση στο χαρέμι!»
    - «Μονοψήφια;»
    - «Εννοείται!»
    - «Πρώτη, δεύτερη;»
    - «Ε, μη ζορίζεις την τύχη σου» μου είπε και βάλαμε τα γέλια. «Λοιπόν, πάμε;»
    - «Πάμε!» του είπα και κατεβήκαμε κάτω και πήγαμε περπατώντας μέχρι τη Χαϊμαντά, πραγματικά ήταν μια ευθεία από το σπίτι.

    Στη μπυραρία μας περίμεναν Μηνάς και Σταύρος που σε καφριλίκι συναγωνίζονταν στα ίσια το Μιχάλη αν και στα υπόλοιπα δεν τον έφταναν ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι. Αν και με είχαν ξαναδεί, σήμερα με έτρωγαν και οι δύο με τα μάτια τους, και φρόντισα να μην τους κάνω τη ζωή εύκολη, οπότε σε αντίποινα το καφριλίκι, που ήταν ήδη σε υψηλά επίπεδα, έφτασε στρατόσφαιρα. Δε βαριέσαι, όπως έχω πει μπορώ να γίνω εξαιρετικά χοντρόπετση όταν το απαιτούν οι περιστάσεις και η αλήθεια είναι ότι τελικά πέρασα πολύ όμορφα. Βάλε και το ότι η μπυραρία είχε ό,τι απίθανη μπύρα μπορούσες να φανταστείς και έχοντας φάει κάτι πρόχειρο στη δουλειά, γιατί ήξερα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να προλάβω να φάω σπίτι, όταν τελικά φύγαμε γύρω στις 01:30 είχα γίνει πάλι κουδούνι. Όταν ανεβήκαμε σπίτι μου τον έβαλα να κάτσει αναπαυτικά στον καναπέ και του είπα να περιμένει.

    - «Και τώρα το δεύτερο μέρος!» του είπα αινιγματικά. Άνοιξα το καλό Bluetooth ηχείο που είχα και που το είχα κερδίσει στη χριστουγεννιάτικη κλήρωση στη δουλειά και πήγα στο tablet και επέλεξα το κομμάτι που ήθελα και, αφού βεβαιώθηκα ότι θα έπαιζε στη σωστή έξοδο, πάτησα το Play. Έπεσαν οι πρώτες νότες και ο Μιχάλης που κατάλαβε που το πήγαινα, άρχισε να σφυρίζει.

    Άρχισα να χορεύω αισθησιακά -και μου έχουν πει ότι είμαι πολύ καλή- μπροστά του. Τα ρούχα μου άρχισαν να φεύγουν ένα-ένα.

    Watching her
    Strolling in the night so white
    Wondering why
    It's only after dark


    Πρώτα κατέβασα το φόρεμά μου.

    In her eyes
    A distant fire light burns bright
    Wondering why
    It's only after dark


    Ακολούθησε το δικτυωτό καλτσόν.

    I find myself in her room.
    Feel the fever of my doom.
    Falling falling
    Through the floor
    I'm knocking on the devil's door yeah!


    Μετά ξεκούμπωσα το σουτιέν μου αλλά το κράτησα με το χέρι μου, συνεχίζοντας τον αισθησιακό χορό.

    In the dawn
    I wake up to find her gone
    And the note
    Says "only after dark"


    Άφησα το σουτιέν να πέσει κάτω και μετά γυρίζοντάς του πλάτη άρχισα, χωρίς να σταματήσω ούτε μια στιγμή να χορεύω προκλητικά, να κατεβάζω το κιλοτάκι μου

    Burning burning in the flame
    Now I know her secret name
    You can tear her temple down
    But she'll be back and rule again yeah


    Γύρισα προς το μέρος του και τον πλησίασα. Άπλωσε τα χέρια του και με τράβηξε προς το μέρος του χαϊδεύοντάς με. Τον άφησα για λίγο και τραβήχτηκα δυο βήματα πίσω. Σηκώθηκε και με ακολούθησε.

    In my heart a deep and dark
    And lonely part
    Wants her and waits for
    After dark
    After dark
    After dark
    After dark


    Γονάτισα μπροστά του και του ξεκούμπωσα τη ζώνη. Δεν τον άφησα να βοηθήσει, τον έκανα πέρα. Μετά του ξεκούμπωσα το παντελόνι και αφού το κατέβασα και τον βοήθησα να το βγάλει, πλησίασα το …ανακόντα που είχε θεριέψει μέσα στο μποξεράκι του. Το φίλησα πάνω από το ύφασμα και σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα που κοίταζε χωρίς να βλέπει, έχοντας πιάσει συνομιλία με το πάνθεο. Του κατέβασα το μποξεράκι και το θηρίο πετάχτηκε ελεύθερο από τη φυλακή του. Το αγκάλιασα με τη χούφτα μου -και δε μπορούσε να κλείσει καλά-καλά γύρω του- και άρχισα να τον παίζω ενώ του έγλειφα το κεφαλάκι… δηλαδή τι κεφαλάκι, τέλος πάντων! Θα πάθαινα πάλι κράμπα στο σαγόνι αλλά χαλάλι του. Τον αγκάλιασα από τα κωλομέρια και ανοίγοντας το στόμα μου όσο μπορούσα άρχισα να τον παίρνω μέσα μου, δηλαδή όσο χωρούσε.

    Του Μιχάλη του ξέφυγε ένα δυνατό βογγητό, είναι και φωνακλάς π’ ανάθεμά τον, ωστόσο έδειχνε πόσο πολύ το ευχαριστιόταν και αυτό μου έδωσε φτερά. Γενικά δεν είμαι φαν της πίπας αλλά σήμερα, όπως και την Κυριακή, πραγματικά την απολάμβανα. Δεν έβαλα τα χέρια μου, τον κρατούσα σφιχτά από πίσω, χρησιμοποιούσα μόνο τα χείλη και τη γλώσσα μου. Ο Μιχάλης κατέβασε το χέρι του στο κεφάλι μου και Θεέ μου πόσο μου άρεσε η αίσθηση του να με πιέζει και να μου δίνει ρυθμό και, παρά το γεγονός ότι είχε πιάσει γραμμή με Βαλχάλα, πρόσεχε πόσο θα με σπρώξει και τι ρυθμό θα μου δώσει και, παρά το τέρας που γέμιζε το στόμα μου φτάνοντας μέχρι σχεδόν το λαρύγγι, κατάφερε να μη με κάνει να νιώθω ότι πνίγομαι περισσότερο απ’ όσο μπορούσα να αντέξω. Δεν είναι και εύκολο, τα μάτια δακρύζουν αντανακλαστικά και η μύτη βουλώνει και με το τέρας στο στόμα δεν έχεις και κάτι άλλο για να ανασάνεις, από τους πόρους είχα διαπιστώσει πως δεν αρκούσε.

    Κάποιες στιγμές που ένιωθα ότι δεν αντέχω τραβιόμουν μέχρι να βγει και το κεφαλάκι απ’ έξω, έπαιρνα μερικές ανάσες, και συνέχιζα. Τα βογγητά του είχαν αρχίσει να εντείνονται και πίεσα τον εαυτό μου να μην κόψει και να ακολουθήσει το ρυθμό που μου έδινε και τελικά, κι εγώ δεν ξέρω πως, στο τέλος τα κατάφερα και κρατώντας με ακίνητη και βογκώντας δυνατά -και εδώ μάλλον θα ακούστηκε και έξω από το σπίτι- τέλειωσε με σπασμούς μέσα στο στόμα μου πλημμυρίζοντάς το με μια πολύ σεβαστή ποσότητα σπέρματος. Στην αρχή ήθελα να τα μαζέψω στο στόμα μου και να του τα δείξω πριν καταπιώ αλλά όπως λένε κανένα σχέδιο δεν επιβιώνει της πραγματικής μάχης, η ποσότητα ήταν τέτοια που άρχισα να καταπίνω γιατί αλλιώς θα έτρεχαν απ’ έξω και δεν ήμουν για τέτοια.

    Όπως και να έχει στο τέλος κατάφερα να κρατήσω αρκετό μέσα στο στόμα μου για να του δείξω αυτό που ήθελα. Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα και άνοιξα το στόμα μου για να του δείξω τα περιεχόμενά του. Ο Μιχάλης που μέχρι εκείνη τη στιγμή κοίταζε το υπερπέραν, κατέβασε το κεφάλι προς τα κάτω και με κοίταξε. Κατάπια επιδεικτικά για τελευταία φορά και μετά χαμογελώντας έγλειψα προκλητικά τα χείλη μου. Τελειώνοντας έδωσα ένα φιλάκι στη …βοϊδοκεφάλα του Διαμαντή και σηκώθηκα όρθια. Ο Μιχάλης με έσφιξε πάνω του και χαμηλώνοντας -γιατί μια υψομετρική διαφορά την έχουμε, και με τόκο!- με φίλησε στο στόμα, δηλαδή τι φιλί, δεύτερη σερί λαρυγγοσκόπηση ήταν!

    - «Χρόνια πολλά αρκούδε μου!»
    - «Πήρα προαγωγή από γοριλλάκι;»
    - «Είναι που μου έταξες ότι θα είμαι στην πρώτη δεκάδα!» του απάντησα παιχνιδιάρικα.
    - «Πάμε μέσα!» μου είπε.
    - «Δεν χρειάζεται Μιχαλιώ μου» πήγα να πω αλλά μου έσκασε μια γερή στα κωλομέρια, που όπως ήταν και γυμνά, με έκανε να χοροπηδήσω.
    - «Προχώρα, δεν ακούω κουβέντα!»

    Πήγαμε στο κρεββάτι μου και αφού σήκωσε το πάπλωμα με έβαλε να ξαπλώσω. Ήξερε τι παιχνίδια έχω και που τα βάζω, και σήμερα επέλεξε το μικρό δονητή. Ξάπλωσε προσεκτικά -και χωρίς να με πλακώνει- πάνω μου και άρχισε να με φιλά στην αρχή στο στόμα και μετά στο λαιμό και από εκεί στα στήθη μου όπου έμεινε πολλή ώρα γλείφοντάς τα, πιπιλώντας τα, χαϊδεύοντάς τα και μαλάζοντάς τα. Μετά κατέβηκε με τη γλώσσα του σιγά-σιγά προς τα κάτω, μέχρι την κορυφή της ήβης μου και εκεί περνώντας από το σημείο που ενώνεται ο κορμός με τα πόδια, προσπέρασε το ενδιάμεσο, και κατέβηκε μέχρι κάτω, μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών. Μετά ανέβηκε σιγά σιγά προς τα πάνω, ξαναπέρασε πάνω από την αρχή της ήβης, και ακολουθώντας την αντίστοιχη διαδρομή έφτασε μέχρι τα δάχτυλα του άλλου ποδιού και αυτή τη φορά ήμουν εγώ που είχα πιάσει γραμμή με Όλυμπο. Ή Βαλχάλα. Ή κι εγώ δεν ξέρω τι!

    Ο κερατάς είναι άσσος στην αιδοιολειχία αλλά το όλο προκαταρκτικό παιχνίδι με είχε ήδη ξετρελάνει και όταν άρχισε να μου γλείφει απαλά την κλειτορίδα, ήμουν που ήμουν, αποτρελάθηκα. Μα να ήταν μόνο αυτό; Εκείνη τη στιγμή άνοιξε το μικρό δονητή στην τρίτη σκάλα και άρχισε να μου πιέζει απαλά την κλειτορίδα προς τα πάνω ενώ η γλώσσα του έπαιζε με τα χείλη μου, πότε πότε μπαίνοντας μέσα. Μετά έβαζε μέσα μου το δονητή και με έπαιρνε απαλά ενώ ήταν τα χείλη και η γλώσσα του που έπαιζαν με την κλειτορίδα μου. Είμαι αρκετά βραδύκαυστη αλλά ακόμα κι έτσι ανάθεμα και αν πέρασαν 3-4 λεπτά με αυτό το παιχνίδι μέχρι που άρχισα να τραντάζομαι νιώθοντας ότι θα διαλυθώ, αυτός δεν ήταν οργασμός, ήταν τα ύστερα του κόσμου, και αν δεν είχε ακουστεί ο Μιχάλης πριν, δεν υπήρχε περίπτωση να μην ακούστηκα, όχι απλά στα διπλανά διαμερίσματα αλλά σε ολόκληρη η γειτονιά!

    - «Μη, όχι άλλο… όχι άλλο…» του είπα ανασαίνοντας με το ζόρι, ήταν τόσο δυνατός ο οργασμός που πραγματικά νόμιζα ότι θα μείνω στον τόπο, δεν είχα ποτέ μέχρι τότε ζήσει κάτι τόσο έντονο. Μου έδωσε ένα τελευταίο φιλάκι στα χαμηλά και ανέβηκε προς τα πάνω και χώθηκα στην αγκαλιά του.
    - «Με ξετρέλανες σήμερα» μου εξομολογήθηκε. «Δε στο είχα!»
    - «Όχι ότι δεν το ανταπέδωσες» του απάντησα χαμογελαστή. «Όσο για το άλλο… τι να πω, είμαι γεμάτη εκπλήξεις!»
    - «Είσαι π’ ανάθεμά σε, είσαι. Μαριλίζα, αν αυτό που μου έκανες πριν δεν ήταν η πίπα της ζωής μου, να μου πέσει και να μου ξεραθεί» μου εξομολογήθηκε και η αλήθεια είναι ότι ξαφνιάστηκα.
    - «Έλα τώρα!»
    - «Αλήθεια σου λέω, είδα το Χριστό φαντάρο!»
    - «Όχι ότι δε μου το ανταπέδωσες, πραγματικά Μιχαλιώ μου σε κάποια φάση νόμιζα ότι θα μου έρθει ντουβρουτζάς!»
    - «Ναι… ακούστηκες λίγο παραπάνω απ’ ότι συνήθως!»
    - «Να δω με τι μούτρα θα αντικρύσω τους γείτονες!»
    - «Με χαμογελαστά, ελπίζω»
    - «Από χαμόγελο άλλο τίποτα» είπα και το εννοούσα, ακόμα δεν έλεγε να σβηστεί από το πρόσωπό μου.
    - «Ουφ, ποιος σηκώνεται τώρα;»
    - «Κοιμήσου εδώ γοριλλάκι μου, μην βγαίνεις στους δρόμους νυχτιάτικα!»
    - «Για να γκρινιάζει ακόμα περισσότερο η κυρά-Λένη αύριο; Ευχαριστώ δε θα πάρω!»
    - «Άχου το μωρέ φοβάται πως θα το μαλώσει η μαμά του!»
    - «Ορίστε, κάνε φίλους σου λένε!»
    - «Φίλοι-φίλοι, καρυοφύλλι!» του είπα χαχανίζοντας.
    - «Αλήθεια μωρή, εσένα τι σ’ έπιασε σήμερα; Όχι ότι παραπονιέμαι δηλαδή, φωτιά θα πέσει να με κάψει!»
    - «Θα σου πω αλλά μη μου θυμώσεις»
    - «Ο Αρίστος σε έβαλε;»
    - «Όχι. Θα στο είχα πει αυτό Μιχάλη, αν ποτέ μου ζητήσει κάτι τέτοιο θα στο πω. Δε θέλω ποτέ να νομίζεις ότι σε χρησιμοποιώ!»
    - «Μωρέ αν είναι να με χρησιμοποιείς έτσι…» ξεκίνησε να αστειευτεί αλλά τον έκοψα.
    - «Μιλάω σοβαρά τώρα, όπως εσύ μου είπες ότι το να το θέλω εγώ είναι απαραίτητη προϋπόθεση, το ίδιο ισχύει και για σένα»
    - «Εντάξει»
    - «Δε μου το ζήτησε ο Αρίστος, μου το πρότεινε ωστόσο»
    - «Τι γλυκά του αρέσουν; Θα του πάρω ένα ψυγείο την Παρασκευή»
    - «Χαχαχα, και δε χρειάζεται να πας και μακριά, τάρτες από απέναντι! Κοίτα, ομολογώ ότι αρχικά δεν ήταν στις προθέσεις μου μέχρι που το πρότεινε και μετά μου είπε κάτι που μου γύρισε το μάτι και πείσμωσα»
    - «Χμμμ…»
    - «Και μεταξύ μας… ήθελα να δω αν μπορώ να λειτουργήσω κι εγώ έτσι»
    - «Να πας με κάποιον επειδή στο πρότεινε/ζήτησε;»
    - «Όχι, να πάω με κάποιον που γουστάρω ούσα μέσα σε σχέση»
    - “You’ve passed with flying colors!”
    - “Not yet” του είπα και ανασηκώθηκα και τον φίλησα.

    Ανταπέδωσε το φιλί και χωρίς να σταματήσουμε αρχίσαμε να χαϊδευόμαστε και πάλι. Όταν έφτασα να γίνω ξανά μούσκεμα, κατέβηκα φιλώντας τον και τον ξαναπήρα στο στόμα μου. Σταμάτησα για λίγο και του είπα «Στο κομοδίνο» και κατάλαβε. Ψάρεψε από μέσα ένα προφυλακτικό και όταν του τον έκανα και πάλι κατάρτι, σταμάτησα και τον άφησα να το φορέσει. Του άρεσε πολύ το lady on top αν και τις πρώτες φορές είχα βρει το διάολό μου με δαύτο. Ανέβηκα από πάνω του, έπιασα το θηρίο και το οδήγησα προσεκτικά μέσα μου και άρχισα να κινούμαι απαλά. Είχα κλείσει τα μάτια και είχα γείρει το κεφάλι μου προς τα πίσω ενώ ο Μιχάλης με χούφτωνε και μου μάλαζε και τα δυο μου στήθη. Συνεχίσαμε με αυτό το ρυθμό για αρκετή ώρα και όταν άρχισα να κουράζομαι, έσκυψα προς τα πάνω του και αυτή τη φορά το ρυθμό τον έδωσε εκείνος.

    Μωρέ μου έδωσε και κατάλαβα, πάλι δε θα μπορούσα να πάρω τα πόδια μου αύριο το πρωί, αλλά χαλάλι του. Μπορεί να μην τέλειωσα, η αλήθεια είναι ότι εξαιρετικά δύσκολα τελειώνω μόνο με διείσδυση, αλλά παρά το κοπάνημα θα ήμουν ψεύτρα αν έλεγα ότι δεν μου άρεσε, πόσο μάλλον βλέποντας πόσο το ευχαριστιόταν ο Μιχάλης, του οποίου τα βογγητά είχαν αρχίσει και πάλι να πολλαπλασιάζονται, ακριβώς όπως και οι φωνούλες που έβγαζα καθώς μπαινόβγαινε μέσα μου σαν έμβολο. Με κράτησε ακίνητη και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα δυνατό «ΑΑΑΑΧ» καθώς τελείωνε, όπως κι εγώ ένα απολαυστικό «ΜΜΜΜΜ» καθώς τον ένιωθα να συσπάται βαθιά μέσα μου.

    Με άφησε και κατέβηκα προσεκτικά από πάνω του και έβγαλε το προφυλακτικό και σηκώθηκε για να το πετάξει στο καλαθάκι στην τουαλέτα και να ξεπλύνει και το Διαμαντή. Γύρισε μετά από λίγο αλλά δεν έπιασε να ντυθεί, ξάπλωσε και πάλι δίπλα μου και κατάλαβα ότι θα κοιμόταν μαζί μου το βράδυ.

    - «Και η μαμά που θα γκρινιάζει;»
    - «Μαθημένα τα βουνά στα χιόνια!»
    - «Τι ώρα θα ξυπνήσεις;»
    - «Αύριο δε χρειάζεται να κατέβω Ελαιώνα οπότε δε χρειάζεται να μοιράσω και το γάλα!»
    - «Δε θα ανησυχήσει η κυρά-Λένη;»
    - «Όχι, θα της στείλω μήνυμα»
    - «Τώρα που το λες, κι εγώ έχω να στείλω μήνυμα στον Αρίστο»
    - “You do that”
    - «Τι ώρα να βάλω ξυπνητήρι;»
    - «Τι ώρα σκόπευες να σηκωθείς;»
    - «Γύρω στις 09:00, να πιώ τον καφέ μου και μετά να πάω χασάπη και σούπερ μάρκετ»
    - «Μια χαρά!»

    «Έχουμε γυρίσει σπίτι και τώρα θα πέσουμε για ύπνο. Καλή σου νύχτα» ήταν το μήνυμα που έστειλα στον Αρίστο. Έβαλα το ξυπνητήρι μου στις 08:45 και χώθηκα στην αγκαλιά του Μιχάλη.

    - «Μιχάλη, θέλω να σου εξομολογηθώ κάτι»
    - «Ωχ!»
    - «Δε βοηθάς!»
    - «Έλα, χαζούλα, σε πειράζω. Λοιπόν, άνοιξε την ψυχή σου τέκνο μου!»
    - «Είμαι κομμάτι ερωτευμένη μαζί σου» του μπουμπούνισα!
    - «Σώωωωπα!»
    - «Βρε αχρείε το είχες καταλάβει και δεν έλεγες τίποτα;»
    - «Χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει! Άλλωστε, τι να σου έλεγα;»
    - «Είναι κι αυτό… δε σε πειράζει;»
    - «Γιατί να με πειράξει βρε όργιο; Αλήθεια, εσύ δεν το έχεις καταλάβει ότι ανάλογα αισθήματα έχω κι εγώ; Έχω πολλές μαγδάλες νομίζεις;» μου ξεφούρνισε αφήνοντάς με παγωτό.
    - «Και ο Αρίστος;»
    - «Εσένα σε πειράζει που υπάρχει η Αντιγόνη, η Εύη, η Χρύσα, η Μαρία, η Νίτσα…» ξεκίνησε να κάνει κατάλογο αλλά τον έκοψα.
    - «Όχι… και μου έκανε φοβερή εντύπωση!»
    - «Ε, ομοίως κι εγώ. Όχι απλά δε με πειράζει, χαίρομαι που επιτέλους αποφάσισες να κάνεις το επόμενο βήμα και να ξεκολλήσεις από το μαλάκα!»
    - «Και αν μου βγει και ο άλλος μαλάκας;»
    - «Εδώ θα είμαι εγώ, κοριτσάρα μου. Εδώ θα είμαι εγώ μέχρι να ξεκινήσεις ξανά.»
    - «Θα βάλω τα κλάματα τώρα!» του είπα και όπως το είπα το έκανα.
    - «Μη, κλαις και φάλτσα» με πείραξε, έχοντας εμπειρία από ταινίες που έχουμε δει μαζί, και το κλάμα έγινε κλαυσίγελος. Με χάιδεψε και μου σκούπισε τα δάκρυα. «Έλα, φύσα τη μυτούλα τώρα και πάμε για ύπνο»
    - «Είσαι υπέροχος!»
    - «Γιατί, εσύ τι νομίζεις ότι είσαι;»

    Φύσηξα τη μύτη μου και επέστρεψα στην αγκαλιά του άρτι προβιβασμένου από γοριλλάκι σε αρκούδο Μιχάλη, και η ζέστη και η ασφάλεια που ένιωθα εκείνη τη στιγμή νίκησαν την υπερέντασή μου και ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω.

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  10. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    Ωχ, περιπλέκονται τα πράγματα...
     
  11. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 8ο - Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου

    Το πρωί με το που χτύπησε το ξυπνητήρι πετάχτηκα όρθια και το έκλεισα αμέσως προκειμένου να αφήσω το Μιχάλη να κοιμηθεί λίγο παραπάνω. Έκανα την πρωινή μου τουαλέτα και αφού έπλυνα και τα δόντια μου, φόρεσα μια φόρμα και πετάχτηκα στα γρήγορα απέναντι για να πάρω καφέδες, καθώς και στο φούρνο για να του πάρω την τετράγωνη πίτσα που φτιάχνει, και που ξέρω ότι τη λατρεύει και, πείτε με ανόητη, αλλά επέστρεψα και πάλι στο ζαχαροπλαστείο και του πήρα μια σοκολατίνα, που επίσης λατρεύει, και ένα κεράκι. Ανέβηκα πάνω και πήγα και τον ξύπνησα χαϊδεύοντάς τον τρυφερά.

    - «Μιχαλιώ μου;»
    - «Μμμ… καλημέρα μαγδάλω μου!»
    - «Καλημέρα αρκούδι μου! Ξύπνα, σου έχω φέρει καφεδάκι και την τετράγωνη πίτσα που σ’ αρέσει!»
    - «Αχ, γι’ αυτό σ’ αγαπάω!»
    - «Και που με βάζεις;»
    - «Στην πρώτη δεκάδα αχάριστη!» μου είπε και έβαλα τα γέλια. «Τι ώρα είναι;»
    - «Εννιά παρά πέντε, έλα, σήκω να ντυθείς να πιούμε τα καφεδάκια μας»

    Τον άφησα να ντυθεί και να κάνει την πρωινή του τουαλέτα και στο μεταξύ πήγα τους καφέδες και την πάστα στο σαλόνι, έβαλα το κερί και τον περίμενα. Με το που ήρθε άναψα το κερί και άρχισα να του τραγουδάω

    «
    Να ζήσεις Μιχάλη και χρόνια πολλά
    Και πάντα να έχεις κορίτσια τρελά
    Παντού να σκορπίζεις της βίτσας το φως
    Και όλες να λένε πονάει ο πωπός!
    »


    Εντάξει, αυτοσχεδίασα πάνω στη στιγμή, αλλά το αποτέλεσμα με δικαίωσε, ο Μιχάλης στην αρχή έβαλε τα γέλια και μετά συνέχισε να χαμογελά σαν κρετίνος, με τα μάτια του ύποπτα υγρά, και ένιωσα και πάλι να λιώνω.

    - «ΦΦΦΦΦ» είπε και φύσηξε σαν τυφώνας σε μικρογραφία.
    - «Χρόνια πολλά Μιχαλιώ μου, να είσαι πάντα γερός και δυνατός, ό,τι ποθείς να το αποκτάς και ότι αποκτάς να το χαίρεσαι!» του είπα αγκαλιάζοντάς τον.
    - «Σ’ ευχαριστώ κοριτσάρα μου. Δεν… δεν έχω λόγια! Σ’ ευχαριστώ!»
    - «Έλα εδώ αρκούδε να βγάλουμε selfie!»
    - «Θα τη βγάλω εγώ, φίλα με στο μάγουλο» μου είπε και έτσι και έκανα. Τράβηξε τη φωτογραφία, ήταν πολύ τρυφερή και αστεία.
    - «Είναι πολύ τυχερός ο Αρίστος σου και αν σου κάνει το παραμικρό θα τον επάρει και θα τον εσηκώσει, είπα και ελάλησα και αμαρτία ουκ έχω!»
    - «Εχμ… η ιδέα είναι να μου κάνει» του είπα και του έκλεισα το μάτι! «Σαδίσταρος είναι και του λόγου του!»
    - «Άλλο αυτό! Αυτό να στο κάνει, και μπράβο του!»
    - «Αν κάνω εγώ μαλακία και τον χάσω;»
    - «Τότε θα φας το ξύλο σου από τα ίδια μου τα χεράκια αλλά θα είμαι πάντα εδώ, ακούς; Πάντα!»
    - «Θα με κάνεις να βάλω τα κλάματα πάλι» του είπα και… ε, τα έβαλα, sue me!
    - «Έλα κλάψα σταμάτα! Ωχ, και ποιος παίρνει τηλέφωνο τώρα την κυρά-Λένη!» κλαψούρισε και το κλάμα μου μετατράπηκε πάλι σε κλαυσίγελο.
    - «Πάρε τη μαμά σου να φας το ξύλο σου σαν άντρας» του είπα ρουφώντας τη μύτη μου.

    Αφού άκουσε τον εξάψαλμο από την κυρά-Λένη, έφαγε την πίτσα και την πάστα και μετά καθίσαμε και ήπιαμε τα καφεδάκια μας χαζολογώντας μέχρι περίπου τις 10:00. Πήρε το δώρο του και τον κατέβασα μέχρι το αυτοκίνητο και αφού μου έκανε ένα bear hug συνοδευόμενο από νέα λαρυγγοσκόπηση, μπήκε στο …τριαξονικό του και ξεκίνησε για να γυρίσει σπίτι του, όπου πιθανότατα θα ακολουθούσε και νέος εξάψαλμος, τι να πεις, κυρά-Λένη is a harsh mistress. Εγώ από την άλλη κατέβηκα στο super μάρκετ στην Σοφοκλή Βενιζέλου για να κάνω τα απαραίτητα ψώνια για το βράδυ.

    Όλα έδειχναν ότι όσο αφορούσε την περίοδο που περίμενα θα ήταν touch and go, απλά ήλπιζα να μου έρθει αύριο το πρωί αντί για σήμερα το βράδυ, ωστόσο την έβλεπα να έρχεται κατά πάνω μου σαν τυφλός ρινόκερος. Αναστέναξα και γύρισα σπίτι για να γράψω το ημερολόγιό μου. Πώς θα έπαιρνε άραγε ο Αρίστος όσα συνέβησαν; I guess we would find out, πριν ξεκινήσω να γράφω ωστόσο, τον πήρα τηλέφωνο.

    - «Καλημέρα κοριτσάκι μου» μου είπε χαρίζοντάς μου το πιο γλυκό του χαμόγελο και είναι που είναι γλύκας… ένιωσα και πάλι να λιώνω.
    - «Καλημέρα Αρίστο μου, τι κάνεις;»
    - «Εδώ, διαβάζω ένα mail που μου έστειλε η Φοίβη, θέλει να κάνει προδημοσίευση αλλά πριν από αυτό θέλει να το δω κι εγώ»
    - «Θα το κάνεις;»
    - «Δεν της έχω απαντήσει ακόμα, αλλά ναι, φυσικά και θα το κάνω, πέρα από τις κοινές μας δημοσιεύσεις, κάνουμε κατά καιρούς τα αρχικά peer review ο ένας στον άλλον. Φυσικά θα περάσει και από άλλους αλλά ναι, είναι τιμή μου και χαρά μου. Για πες μου τώρα, εσύ τι κάνεις;»
    - «Μόλις γύρισα από το σούπερ μάρκετ. Αλήθεια, τι ώρα θα έρθεις;»
    - «Εσύ με κάλεσες Μαριλίζα μου, εσύ θα μου πεις τι ώρα με θέλεις εκεί!»
    - «Τώρα!» τον προκάλεσα και τον άκουσα να γελά.
    - «Παραδέξου ότι με θέλεις για να σου καθαρίσω τα κρεμμύδια!»
    - «Το λαγωτό δεν έχει κρεμμύδια.»
    - «Δεν μπορώ πριν τις 15:00 κοριτσάκι μου, μακάρι να μπορούσα.»
    - «Ουφ, εντάξει!»
    - «Για πες τώρα, πώς τα πέρασες χθες;»
    - «Όμορφα, πολύ όμορφα!»
    - «Έκανες αυτό που σου πρότεινα;»
    - «Και όχι μόνον αυτό!»
    - «Και;»
    - «Τι και;»
    - «Το μετάνιωσες;»
    - «Όχι… όχι… θα έπεφτε φωτιά να με κάψει»
    - «Εσύ να τα βλέπεις αυτά που είχες αρχίσει τα καλέ μη, καλέ μη, καλέ σταμάτα!» μου είπε κάνοντας τα τελευταία με λεπτή φωνή κάνοντάς με να χαμογελάσω.
    - «Εμ, σάμπως το είχα ξανακάνει η δόλια;»
    - «Για όλα υπάρχει η πρώτη φορά! Δε θέλω να μου πεις λεπτομέρειες, θέλω να τις διαβάσω αναλυτικά στο ημερολόγιό σου.»
    - «Ναι, αυτό θα κάτσω να κάνω πριν αρχίσω να ετοιμάζω το φαγητό!»
    - «Λοιπόν, ξεκίνα το γράψιμο… αλήθεια, τι ώρα θέλεις να έρθω;»
    - «Σου είπα αλλά μου κάνεις το δύσκολο, τέτοιος είσαι!»
    - «Χαχαχα εντάξει, θα έρθω το νωρίτερα δυνατό, λογικά κοντά στις 16:00, εντάξει;»
    - «Εντάξει» του απάντησα χαμογελαστή.
    - “Later alligator!”
    - “After ‘while crocodile!”

    Έκλεισα το τηλέφωνο, πήγα και πήρα το laptop και κάθισα στην τραπεζαρία και, αφού το άνοιξα, ξεκίνησα να γράφω.

    Alligator’s diaries

    Τρίτη 16/1

    Σήμερα ήταν και πάλι περίεργη μέρα. Περίεργη αλλά υπέροχη!

    Τελικά έγραφα μέχρι που πήγε σχεδόν 12:00 και αν και το λαγωτό χρειάζεται λίγο πάνω από ένα δίωρο, δεν ανησυχούσα, είχα ακόμα πολύ χρόνο μπροστά μου. Κάνοντας και κάποιες άλλες δουλειές στο σπίτι η ώρα πέρασε πολύ γρήγορα. Γύρω στις 14:30 το κουνέλι ήταν έτοιμο, οπότε καθάρισα και έκοψα μερικές πατάτες για να τις έχω και αυτές έτοιμες για το τηγάνισμα, αλλά αυτό θα το έκανα αφού έρθει εδώ ο Αρίστος για να τις έχουμε φρέσκες. Ομοίως και η ριγανάδα δεν έχει ιδιαίτερη προετοιμασία, θα την έφτιαχνα όσο θα τηγανίζονταν οι πατάτες.

    Γέμισα πάλι τη μπανιέρα και κάθισα μέσα να λιώσω στο καυτό νερό. Η αλήθεια είναι ότι πονούσα και λίγο κάτω, μια όχι και τόσο ευγενική προσφορά του Διαμαντή, που κάθε φορά που συναντιόμασταν μου άλλαζε τα φώτα. Τι να τον κάνω, είναι προικισμένο αγόρι ο Μιχάλης. Όσο έγραφα το ημερολόγιο σκεφτόμουν περισσότερο αυτά που εξομολογήσαμε ο ένας στον άλλο παρά τα όσα κάναμε, σάμπως -και αν εξαιρέσεις το στριπτήζ- ήταν η πρώτη φορά; Ή η τελευταία; Το δεύτερο η αλήθεια είναι ότι ακόμα με προβλημάτιζε, κάπου ένιωθα τύψεις που το είχα ευχαριστηθεί τόσο πολύ. Όλα αυτά τα είχα καταγράψει αναλυτικά στο ημερολόγιο, άντε να δούμε τι θα βγει από αυτό όταν το διάβαζε και ο Αρίστος, Αρίστος ο οποίος τελικά με πήρε τηλέφωνο γύρω στις 16:30.

    - «Έλα κοριτσάκι μου, ψάχνω να παρκάρω και έρχομαι»
    - «Χθες είχα βγάλει το αυτοκίνητό μου από την πυλωτή να παρκάρει ο Μιχάλης το δικό του καθώς είναι μεγάλο σα νταλίκα, και η θέση μου είναι ακόμα άδεια. Έλα να το αφήσεις εδώ, θα κατέβω να σου δείξω που!»
    - «Εντάξει, απέναντι από το ζαχαροπλαστείο δεν είσαι;»
    - «Ναι, βάλε το στην πυλωτή με alarm και κατεβαίνω αμέσως»
    - «Θα σε περιμένω» μου είπε.

    Ντυμένη και έτοιμη ήμουν, οπότε κατέβηκα στα γρήγορα. Είχε έρθει με τη μπέμπα του. Τον πλησίασα και κατέβασε το παράθυρο και έσκυψα και του έδωσα ένα φιλάκι.

    - «Καλώς τον μου, εδώ αριστερά είναι η θέση μου» του είπα και του έδειξα που να αφήσει το αυτοκίνητό του. Κατέβηκε με μια χάρτινη σακούλα στο χέρι, στην οποία υπέθεσα ότι είχε το κρασί. Σε αντίθεση με τις άλλες μέρες που είχε ντυθεί πιο σπορ, σήμερα φορούσε σκούρο μπλε κουστούμι και από μέσα λιλά πουκάμισο με κόκκινη πλουμιστή γραβάτα. Ήταν κούκλος και συγχάρηκα τον εαυτό μου που είχα την πρόνοια να φορέσω ένα από τα καλά μου φορέματα.
    - «Είσαι κούκλα» μου είπε κοιτάζοντάς με από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
    - «Εσύ να δεις!» του είπα και παρόλο που το πρωί στο ίδιο σημείο με είχε φιλήσει ο Μιχάλης, χώθηκα στην αγκαλιά του και τον φίλησα με πάθος, πάθος το οποίο ανταπέδωσε. «Πώς και δεν ήρθες με το άλλο;» τον ρώτησα προχωρώντας αγκαζέ προς την είσοδο.
    - «Σήμερα είπα να βάλω τα καλά μου» μου είπε παιχνιδιάρικα.
    - «Δε σε είχα ξαναδεί με κουστούμι, είσαι κούκλος! Ξερολούκουμο!»
    - «Ε όχι και ξερό, ζουμερός-ζουμερός είμαι!» μου είπε και έτριψε την κοιλιά του.
    - «Είναι και αυτό μέρος της γοητείας σου!». Ήταν γεματούλης, αν και σε αναλογίες, καθότι πιο κοντός, ήταν λιγότερο γεμάτος από το Μιχάλη, αλλά αυτό για μένα δεν ήταν πρόβλημα, το αντίθετο θα έλεγα, μου αρέσουν οι ζουμπουρλούδοι!

    Ανεβήκαμε πάνω και πέρασε μέσα και τον πήγα προς την τραπεζαρία, στο σαλόνι.

    - «Δεν έχω βάλει ακόμα τις πατάτες, τώρα θα τις τηγάνιζα, για να τις φάμε φρέσκες και στο μεταξύ θα φτιάξω και την ριγανάδα»
    - «Θέλεις βοήθεια;»
    - «Όπως λέει και ένας γνωστός μου, όνομα και μη χωριό, βοήθεια όχι, παρέα ναι!»
    - «Πάμε, τσούπρα!»
    - «Πάμε …τσούπρε!»

    Άναψα τη φριτέζα και όταν ζεστάθηκε το λάδι έριξα μέσα προσεκτικά τις πατάτες και μέχρι να γίνουν έφτιαξα το τη ριγανάδα. Όταν τελείωσαν, έβγαλα δυο καλά πιάτα και μοίρασα τις πατάτες και από πάνω τους σέρβιρα το λαγωτό, το οποίο είχα φροντίσει κατεβάζοντάς το σε πολύ χαμηλή φωτιά να είναι ζεστό. Έκοψα και μερικές φέτες ψωμί και ο Αρίστος με βοήθησε να τα μεταφέρουμε στην τραπεζαρία, την οποία είχα στρώσει από πριν. Γύρισα στην κουζίνα και επέστρεψα με δυο ποτήρια του κρασιού.

    Ο Αρίστος πήρε την πετσέτα που ήταν δίπλα από το πιάτο του και την έβαλε στα πόδια του και το ίδιο έκανα κι εγώ. Γέμισε το ποτήρι μου και το ποτήρι του με κρασί και μου έκανε νόημα να τσουγκρίσουμε.

    - «Καλώς ήρθες» του είπα χαμογελαστή.
    - «Καλώς σε βρήκα!»

    Όχι μπράβο μου, είχα βάλει όλη μου την τέχνη και το φαγητό ήταν αντάξιό της.

    - «Μμμ, είναι υπέροχο» μου είπε κάποια στιγμή με την απόλαυση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του και απλά χαμογέλασα σα χαζή.

    Τελειώσαμε το φαγητό και με βοήθησε να μαζέψω το τραπέζι και επιστρέψαμε και πάλι στο σαλόνι.

    - «Θέλεις να σου στρίψω ένα τσιγάρο; Αλήθεια, πού μπορώ να βγω να καπνίσω;»
    - «Έχω το μπαλκόνι, αλλά δε χρειάζεται να βγεις έξω Αρίστο μου και εδώ που τα λέμε, δεν το έχω καθαρίσει.»
    - «Δε θέλω να γεμίσουμε το σαλόνι με καπνό»
    - «Για μια φορά δεν πειράζει, θα ανοίξω και το παράθυρο αν είναι, και σου υπόσχομαι ότι όταν ξαναέρθεις θα έχω και το μπαλκόνι καθαρό, αν θελήσεις να βγεις για τσιγάρο»
    - «Εντάξει, θα το πάμε έτσι σήμερα, but I’ll hold you to that, μπορεί να καπνίζω πολύ σπάνια αλλά δε θέλω να το κάνω σε κλειστό χώρο!»
    - «Σου δίνω το λόγο μου» τον διαβεβαίωσα.
    - «Εσύ θέλεις;»
    - «Όχι Αρίστο μου, σ’ ευχαριστώ». Έστριψε ένα τσιγάρο και το άναψε και τον παρακολούθησα να απολαμβάνει το τσιγάρο του. Με έτρωγε η περιέργεια αν είχε διαβάσει το ημερολόγιο μου και φυσικά τι είχε νιώσει διαβάζοντάς το. Αν και έδειχνε απόμακρος, αυτό δεν ήταν παρά ένα από τα πολλαπλά τείχη που είχε χτίσει γύρω του, ήταν άνθρωπος που είχε επαφή με τα συναισθήματά του. Δεν ήθελα να τον κόψω αλλά με νίκησε η περιέργειά μου ή -για να είμαι πιο ακριβής- η αγωνία μου. «Αρίστο, διάβασες το ημερολόγιό μου»
    - «Το διάβασα, ναι» μου είπε τραβώντας μια τζούρα. Τον κοίταξα προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω την έκφρασή του αλλά φορούσε poker face. «Παίζει! Παίζει μαζί μου!» συνειδητοποίησα.
    - «Το διασκεδάζεις, ε;»
    - «Πολύ» μου απάντησε και στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε ένα πλατύ χαμόγελο. Τον κοίταξα για μερικές στιγμές αναποφάσιστη και πήρε και πάλι το poker face, δεν είχε πρόθεση να μου το κάνει εύκολο. Μετά χαμογέλασε και πάλι. «Γιατί δε με ρωτάς αυτό που θέλεις, Μαριλίζα;»
    - «Πώς… πώς σου φάνηκε;»
    - «Πιπεράτη διήγηση, μ’ αρέσεις» μου είπε παιχνιδιάρικα και μετά σοβάρεψε και ένιωσα το βλέμμα του να με διαπερνάει. «Γιατί δε με ρωτάς αυτό που πραγματικά θέλεις;»
    - «Ωραία, παραδίνομαι. Τι ένιωσες;»
    - «Εξεπλάγην ευχάριστα» μου είπε και τον κοίταξα με τη σειρά μου προσεκτικά, ναι, απ’ όσο μπορούσα να καταλάβω ήταν ειλικρινής. «Μαριλίζα, δε χρειάζεται να προσπαθείς να με διαβάσεις, αν θέλεις κάτι να με ρωτήσεις, θέλω να το κάνεις ευθέως»
    - «Τι… τι σε εξέπληξε;»
    - «Το όλο σκηνικό, δεν το έκανες απλά για να το κάνεις, το έκανες με στυλ. Είμαι άνθρωπος που δεν του αρέσουν οι εκπλήξεις αλλά στο ομολογώ, μ’ έστειλες αδιάβαστο!»
    - «Δεν σε πειράζει που τα αισθήματα προς το Μιχάλη δεν είναι μονόπαντα;»
    - «Όχι, με ξαφνιάζει που δεν το είχες καταλάβει, είσαι πολύ οξυδερκής για να σου ξεφύγει κάτι τόσο σημαντικό και τείνω να πιστέψω πως δεν σου είχε ξεφύγει, έκανες ότι δεν το έβλεπες»
    - «Πραγματικά ξαφνιάστηκα Αρίστο, δεν το είδα να έρχεται»
    - «Ή έκανες ότι δεν το έβλεπες. Για σκέψου…»
    - «Για ποιο λόγο;»
    - «Για τον ίδιο λόγο που διστάζεις να με ρωτήσεις ευθέως, για τον ίδιο λόγο που προσπαθείς να μαντέψεις, να εκμαιεύσεις τα κίνητρα των άλλων. Γιατί το να συγχωρήσεις τον εαυτό σου, αν θεωρήσεις ότι κάτι δε διάβασες σωστά, σου είναι πιο εύκολο από το αναζητήσεις στα ίσια αυτό που θέλεις. Στην περίπτωσή του Μιχάλη, έκανες ότι δεν το βλέπεις γιατί αν τα αισθήματά σου είχαν ανταπόδοση τότε τι έκανες μαζί του; Γιατί δε διεκδικούσες αυτό που θεωρείς ότι σου αναλογεί;»

    Τα λόγια του μου προξένησαν ταραχή. Ήταν δυνατό να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Μήπως αυτό είχε συμβεί και με τον Κώστα, μήπως έκανα ότι δεν το έβλεπα γιατί μου ήταν πιο εύκολο να συγχωρήσω τον εαυτό μου που δεν το είδα να έρχεται από το να δράσω επ’ αυτού; Μήπως αυτό είχε συμβεί και με το Μιχάλη, έκανα ότι δεν βλέπω ότι είχε ανάλογα αισθήματα για μένα αλλιώς θα όφειλα στον εαυτό μου να τον διεκδικήσω ακόμα και αν γνώριζα προκαταβολικά ότι θα φάω τα μούτρα μου;

    - «Μαριλίζα, παίξε μου σε παρακαλώ κάτι στο φλάουτο» μου είπε βγάζοντάς με από τις σκέψεις μου. Ουφ, μια κουβέντα ήταν αυτή.
    - «Έχω… έχω να παίξω πολύ καιρό»
    - «Δεν πειράζει, δεν δίνεις εξετάσεις. Παίξε κάτι για μένα!»
    - «Θα το κάνω Αρίστο μου» είπα και σηκώθηκα και πήγα στο δωμάτιό μου.

    Άνοιξα τη ντουλάπα και έβγαλα βαλιτσάκι με το φλάουτο καθώς και το αναλόγιο, που το είχα ξεμοντάρει, κάποτε αυτό το κομμάτι το έπαιζα με κλειστά τα μάτια, τώρα χρειαζόμουν την παρτιτούρα. Γύρισα στο σαλόνι και τα έστησα. Έβγαλα το φλάουτο και το έφερα προς στο στόμα μου παίζοντας δοκιμαστικά μερικές νότες. Γύρισα πίσω στη βιβλιοθήκη στο μικρό δωμάτιο, δηλαδή αυτό που κάποτε ήταν το δικό μου, και σκαλίζοντας βρήκα αυτό που έψαχνα. Γύρισα πίσω και άνοιξα την παρτιτούρα.

    - “Here goes nothing” του είπα και ξεκίνησα να παίζω.
    - «Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός Φαύνου» είπε και έβαλε τα γέλια. «Είσαι απίθανη, δεν κάνεις κάτι απλά, το κάνεις με στυλ! Είσαι απίθανη, απίθανη!». Χρειαζόμουν απελπισμένα εξάσκηση, έχοντας να παίξω τρία χρόνια, φτάνοντας προς το τέλος, μπράτσα και ώμοι είχαν πιαστεί. «Σ’ ευχαριστώ κοριτσάκι μου, ήσουν υπέροχη». Έβαλα το φλάουτο προσεκτικά στη βαλιτσάκι του και πήγα και κάθισα δίπλα του στον καναπέ. «Έλα αγκαλίτσα» μου είπε και έγειρα πάνω του και με έσφιξε φιλώντας με απαλά στο κεφάλι.
    - «Γιατί νιώθω ακόμα τύψεις;» τον ρώτησα.
    - «Γιατί είσαι χαζούλα» μου απάντησε φιλώντας με ξανά στο κεφάλι. «Μαριλίζα μου, δε μου στέρησες κάτι με το να περάσεις όμορφα χθες το βράδυ. Για σκέψου. Θα είχες το ίδιο κέφι σήμερα το πρωί; Θα είχες την ίδια ενέργεια; Θα είχες ξυπνήσει το ίδιο γεμάτη, το ίδιο χαρούμενη;;»
    - «Όχι» ομολόγησα διστακτικά και ανασηκώθηκα και κάθισα δίπλα του για να μπορέσω να τον βλέπω.
    - «Πέρασες όμορφα χθες και ένα κομμάτι αυτής της ενέργειας θα το μοιραστείς μαζί μου, θα γευτώ κι εγώ τους καρπούς, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που την προηγούμενη Κυριακή γεύτηκε ο Μιχάλης τους καρπούς της καλής διάθεσης που σου είχα προκαλέσει εγώ. Η ζήλεια είναι ποταπό συναίσθημα, σε δηλητηριάζει. Ο καθένας μας προκαλεί διαφορετικό άγγιγμα στους άλλους ανθρώπους, αλλιώς σε αγγίζω εγώ, αλλιώς σε αγγίζει ο Μιχάλης, αλλιώς σε άγγιξαν κάποτε Διονύσης και Κώστας. Τι νόημα θα είχε να ζηλεύω το αποτύπωμα του Μιχάλη όταν γεύομαι ο ίδιος τους καρπούς του;»
    - «Δεν ξέρω…»
    - «Ο χρόνος μας είναι δικός μας, στο ξαναείπα, εμείς επιλέγουμε πως θα τον μοιραστούμε με τους άλλους.»
    - «Δεν είναι μόνο ο χρόνος, είναι και η ποιότητα»
    - «Ισχύει, ωστόσο δεν αλλάζει κάτι. Αν δεν σου κάνει ο χρόνος ή η ποιότητα προσπαθείς να το αλλάξεις ο ίδιος, δεν έχει νόημα ούτε να το ζητάς, ούτε περισσότερο να το απαιτείς. Δεν χρωστάμε ο ένας στον άλλον, Μαριλίζα. Δίνεις επειδή θέλεις να δώσεις και λαμβάνεις γιατί θέλουν να σου δώσουν»
    - «Δίνεις για να λάβεις όμως»
    - «Αν δεν σου αρκεί αυτό που λαμβάνεις προσπαθείς να κερδίσεις περισσότερο»
    - «Και αν δεν παίρνω πίσω αυτό που δίνω;»
    - «Αν δίνεις με σκοπό να λάβεις πίσω, τότε κάνεις λάθος. Μαριλίζα μου, μόνο ένα είδους δόσιμο μπορεί να μας γεμίσει, αυτό που δίνουμε για τη χαρά της ίδιας της προσφοράς»
    - «Δεν αρκεί από μόνο του, πρέπει να λαμβάνεις κιόλας»
    - «Φυσικά, δεν είπα το αντίθετο, άλλο προσπαθώ να σου πω: Δεν δίνεις προσδοκώντας να λάβεις, προσφέρεις για τη χαρά της ίδιας της προσφοράς, προσδοκώντας να σε γεμίσει αυτό που σου προσφέρεται που και πάλι είναι για τη χαρά της ίδιας της προσφοράς. Αν δεν σου κάνει κοιτάζεις να το αλλάξεις και αν δεν μπορείς να το αλλάξεις τότε πρέπει να αποφασίσεις πως θα συνεχίσεις, ωστόσο αυτό που δεν μπορείς να κάνεις είναι να απαιτήσεις από τον άλλο. Δε σου χρωστάνε επειδή έδωσες, Μαριλίζα, ούτε χρωστάς επειδή σου έδωσαν, δεν είναι εμπορική συναλλαγή»
    - «Πολύ εξιδανικευμένο μου ακούγεται!»
    - «Στο είπα ξανά, το πραγματικό αλισβερίσι είναι με τον εαυτό σου, μπορεί να δίνεις εκατό και να λαμβάνεις δέκα, αυτό που πραγματικά πρέπει να αξιολογήσεις είναι αν αυτά τα δέκα σε γεμίζουν, και αν όχι, τι μπορείς να κάνεις για να αυξηθούν, όχι όμως επειδή ο άλλος σου χρωστάει επειδή του δίνεις εκατό. Αν δεν σου κάνουν, αν δεν μπορείς να το αλλάξεις, πας για άλλα. Αν απαιτήσεις, ακόμα και αν τελικά σου δοθεί, αργά ή γρήγορα αυτό θα προκαλέσει έλλειμα στον άλλον, που το πιο πιθανό είναι πως δε θα μπορέσεις να του το αναπληρώσεις ακόμα και αν τα εκατό τα κάνεις διακόσια και τρακόσια. Ή τουλάχιστον, έτσι το βλέπω εγώ»
    - «Δεν μπορείς να μην έχεις κάποια minimum στο τι θα λάβεις. Για παράδειγμα εσύ ο ίδιος μου είπες ότι απαιτείς πώς όταν τελειώσεις στο στόμα μου θα καταπιώ.»
    - «Δεν το απαίτησα, Μαριλίζα, το θεώρησα αυτονόητο.»
    - «Τι διαφορά έχει;»
    - «Μεγάλη. Αν δε θέλεις να καταπίνεις τότε πολύ απλά δεν κάνω για σένα, αν το κάνεις ως θυσία, όπως σου είπα και πριν, αργά ή γρήγορα αυτό θα προκαλέσει ένα έλλειμα και μοιραία θα έρθει και ο καιρός που αυτό το έλλειμα θα πρέπει να πληρωθεί. Αν το κάνεις ωστόσο γιατί αρέσει στην ίδια να το κάνεις, αν σε γεμίζει ο τρόπος που το απολαμβάνω, τότε τα πράγματα θα είναι τελείως διαφορετικά. Ομοίως και το παρά φύσιν, ομοίως και τα σαδομαζοχιστικά παιχνίδια, πρέπει να σε γεμίζουν, αν τα κάνεις για να μη με χάσεις, αργά ή γρήγορα θα φτάσουμε εκεί και όχι με ευχάριστο τρόπο. Να στο θέσω διαφορετικά, ο Μιχάλης σε ζορίζει λόγο μεγέθους ακόμα και στο στοματικό, και όμως εξακολουθείς να το κάνεις γιατί σε γεμίζει η ίδια η πράξη, γιατί σου αρέσει που το απολαμβάνει. Σκέψου τώρα να απαιτούσε να σε πάρει από πίσω»
    - «Δε θα το έκανε ποτέ αυτό»
    - «Σε πιστεύω, αλλά για χάρη της συζήτησης, σκέψου να το απαιτούσε. Ακόμα και αν κατάφερνες να το κάνεις, πόσο καιρό θα το συνέχιζες μέχρι να σου γυρίσει το μάτι ανάποδα; Από την άλλη, αν το κάνεις επειδή για δικούς σου λόγους θέλεις να του το δώσεις έστω και μια φορά, πόσο διαφορετικό δε θα είναι; Αν σου είχε ξεκαθαρίσει εξαρχής ότι το θεωρεί αυτονόητο ότι το κωλαράκι σου θα πρέπει να του είναι διαθέσιμο όταν το ζητήσει, δε θα είχες κόψει με τη μία ρόδα μυρωμένα;»
    - «Ναι, έχεις δίκιο» ομολόγησα.
    - «Με ρώτησες ποια είναι τα δικά μου sine qua non και σου απάντησα, μένει να απαντήσεις κι εσύ στον εαυτό σου αν είσαι εντάξει με αυτά, όχι ωστόσο σαν εμπορική συναλλαγή, αλλά για να δεις αν αυτός ο άνθρωπος που είναι απέναντί σου σου ταιριάζει για σχέση. Για σχέση, Μαριλίζα, όχι για εμπορική συναλλαγή»
    - «Εσύ όμως δε ρώτησες ποια είναι τα δικά μου»
    - «Όχι, δεν το έκανα.»
    - «Γιατί;»
    - «Γιατί θεωρώ αυτονόητο ότι θα μου τα πεις, ότι δε θα περιμένεις να τα μαντέψω με κάποιο μαγικό τρόπο. Σου είπα τα δικά μου και εφόσον έκανες το επόμενο βήμα χωρίς να μου τα αναφέρεις, θεώρησα ότι είτε δεν έχεις, είτε θεωρείς ότι τα πληρώ»
    - «Υπήρχαν κάποια πράγματα που θεωρούσα αυτονόητα που τώρα με κάνουν και αμφιβάλλω κατά πόσον πραγματικά είναι, για παράδειγμα η αποκλειστικότητα. Ομολογώ ότι ακόμα αισθάνομαι άβολα και ας είμαι εγώ που μέχρι στιγμής έχω κάνει την όποια …ατασθαλία. Ωστόσο Αρίστο έκανα το επόμενο βήμα γιατί… γιατί έριξα τη ζαριά, ελπίζοντας ότι… ότι δε θα φάω τα μούτρα μου»
    - «Μερικές φορές χρειάζεται και αυτό αλλά θέλω να είναι απόλυτα ξεκάθαρο, το βλέποντας και κάνοντας είναι ένα πράγμα και το fake it until you make it είναι άλλο»
    - «Ναι, το ξέρω. Όχι… όχι, δεν κάνω το δεύτερο, στο πρώτο είμαι!»
    - «Το δεύτερο συνήθως δε δουλεύει καλά»
    - «Μιλάς εκ πείρας;»
    - «Ναι, εκ πείρας» είπε αναστενάζοντας. «Θεέ μου, είναι τόσο γλυκούλης!»
    - «Τι σκέφτεσαι βρε τέρας;» με ρώτησε παιχνιδιάρικα.
    - «Ότι είσαι τόσο γλυκούλης… είσαι υπέροχος!» είπα προκαλώντας του ακόμα ένα σιγανό γελάκι. «Άκου τέρας!» συμπλήρωσα με προσποιητή αγανάκτηση.

    Αντί για απάντηση πλησίασε προς το μέρος μου και έγειρε το κεφάλι του. Έκλεισα τα μάτια μου και παραδόθηκα στο φιλί του ενώ σήκωσα το δεξί μου χέρι και, φέρνοντάς το στο μάγουλο και στο σαγόνι του, τον κράτησα από εκεί. Πέρασε το χέρι από κάτω και άρχισε να μου χαϊδεύει, και στη συνέχεια να μου χουφτώνει και να μου μαλάζει απαλά πάνω από το φόρεμα, το αριστερό μου στήθος. Το φιλί έγινε ακόμα πιο έντονο και το χάδι του στο στήθος μου έκανε τις ανάσες μου να βγαίνουν κοφτές. Σταμάτησα το φιλί και αφού του χαλάρωσα τη γραβάτα, τον βοήθησα να τη βγάλει και μετά του ξεκούμπωσα το πουκάμισο, περνώντας το χέρι μου από μέσα του, και άρχισα να του χαϊδεύω κι εγώ το στέρνο πάνω από το φανελάκι, ενώ τα στόματά μας ξαναβρέθηκαν ενωμένα.

    Σταμάτησα το φιλί και σηκώθηκα όρθια και του έδωσα το χέρι μου. Το πήρε και με ακολούθησε στο δωμάτιό μου. Σταματήσαμε δίπλα από το κρεββάτι και με τράβηξε πάνω του και αρχίσαμε και πάλι να φιλιόμαστε με μένα να έχω σταυρώσει τα χέρια μου πίσω από το σβέρκο του. Σταμάτησε το φιλί και με γύρισε με την πλάτη προς το μέρος του και με έσφιξε και πάλι πάνω του. Γύρισα και γύρεψα το στόμα του και οι γλώσσες μας συναντήθηκαν και πάλι στις άκρες των χειλιών μας. Μου σήκωσε τα χέρια ψηλά και άρχισε να με χαϊδεύει στα μπράτσα και μετά συνέχισε χαϊδεύοντας με στα πλευρά, κάνοντάς με να ανατριχιάσω.

    Έφερε τα χέρια του μπροστά μου και άρχισε να μου μαλάζει αισθησιακά και τα δυο μου στήθη, και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τους στεναγμούς μου. Αυτό σα να του έδωσε περισσότερο θάρρος και άφησε τα στήθη μου, πιάνοντάς με μέ το ένα χέρι από τη μέση, ενώ το άλλο άρχισε να ταξιδεύει στα πλευρά μου, στο κιλουμπίνι μου και τη μέση μου, και μετά πήγε ακόμα πιο χαμηλά μέχρι που βρέθηκε εκεί που λαχταρούσα, κάνοντας να μου ξεφύγει και νέο σιγανό βογγητό. Πολύ προσεκτικά μου σήκωσε το φόρεμα και με βοήθησε να το βγάλω.

    - «Από μπροστά» του υπέδειξα ψιθυριστά για το πως ξεκούμπωνε το σουτιέν μου. Το άνοιξε και με χούφτωσε και πάλι από τα δυο στήθη ενώ ταυτόχρονα με φιλούσε και με πιπιλούσε στο σβέρκο. Έσφιξε ελαφρά τις ρώγες μου που είχαν πετρώσει και μετά κατέβασε το χέρι του και άρχισε να με χαϊδεύει, πάνω από το εσώρουχο, ανάμεσα στα πόδια κάνοντας το σώμα μου να μυρμηγκιάσει. Μετά πέρασε το χέρι του κάτω από το κιλοτάκι μου και άρχισε να με παίζει απαλά κάνοντάς μου να μου ξεφύγει ένα «αααχ μωρό μου» και με το ξεφύγει εννοώ το «μωρό μου», όχι το αααχ. Εκείνος δεν έδειξε να πειράζεται, αν μη τι άλλο συνέχισε με περισσότερο ενθουσιασμό.

    Παρόλο που λάτρευα αυτό που κάναμε τον ήθελα μέσα μου. Τον σταμάτησα απαλά και γύρισα προς το μέρος του. Τον βοήθησα να βγάλει το πουκάμισο και το φανελάκι του, και του χάιδεψα για λίγη ώρα το στέρνο. Κατέβασα τα χέρια μου προς τα κάτω και του ξεκούμπωσα τη ζώνη και μετά το παντελόνι. Τον βοήθησα να το βγάλει και γονάτισα και του έβγαλα και τις κάλτσες. Πήρα το παντελόνι και το δίπλωσα προσεκτικά στην καρέκλα δίπλα από την τουαλέτα μου και επιστρέφοντας γονάτισα μπροστά του. Του κατέβασα το μποξεράκι και αφού τον χάιδεψα στη μέση, έκλεισα τα μάτια μου και πήρα το ορθωμένο του όργανο βαθιά στο στόμα μου. Κατέβασε τα χέρια του και σταυρώνοντάς τα στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου με έσπρωξε προς το μέρος του και με κράτησε ακίνητη για λίγη ώρα εκεί. Με άφησε να τραβηχτώ μέχρι το κεφαλάκι και μετά επανέλαβε την κίνηση και μπήκα στο νόημα και άρχισα να το κάνω από μόνη μου.

    Θα προτιμούσα να μπει μέσα μου αλλά αφού ήθελε πίπα… πίπα, πίπα που όπως και χθες την απολάμβανα, για την ακρίβεια την απολάμβανα περισσότερο από χθες γιατί σήμερα -και σε αντίθεση με χθες- δε χρειαζόταν να κάνω γυμναστική για να χωρέσει στο στόμα μου. Με κράτησε ακίνητη από το κεφάλι και άρχισε να κουνιέται εκείνος και οι κοφτές του ανάσες και τα βογγητά του πολλαπλασιάστηκαν και εγώ συνέχισα πρόθυμα και υπάκουα να τον ικανοποιώ με το στόμα και τη γλώσσα μου, περιμένοντάς τον να τελειώσει. Δηλαδή αυτό νόμιζα ότι ήθελε να κάνει, αλλά με διέψευσε.

    Σταμάτησε και με βοήθησε να σηκωθώ και πάλι όρθια και με έβαλε να σκύψω πάνω στο κρεββάτι και μου κατέβασε και μου έβγαλε το κιλοτάκι. Μετά γονάτισε από πίσω μου και άρχισε να με φιλάει στους γλουτούς ενώ ταυτόχρονα πέρασε το χέρι του ανάμεσα από τα πόδια μου αρχίζοντας και πάλι να με παίζει απαλά. Ένιωσα τη γλώσσα του στην πίσω μου τρυπούλα και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ακόμα ένα ηδονικό βογγητό, δεν το ήξερα, το είχα ανακαλύψει με το Μιχάλη ότι λάτρευα να μου τρώνε το κωλαράκι και ο Αρίστος αποδείχτηκε εξίσου αριστοτέχνης και όχι τίποτε άλλο αλλά έδειξε να το απολαμβάνει, το έκανε για πολλή ώρα. Κάποια στιγμή σταμάτησε και βούτηξε το μεσαίο του δάχτυλό στο μουνάκι μου και αφού με έπαιξε για λίγη ώρα, το τράβηξε από μπροστά και το βύθισε αργά και προσεκτικά στο κωλαράκι μου.

    Είχα πολύ καιρό να το κάνω από πίσω και η αλήθεια είναι ότι παρά την προετοιμασία, σωματική και ψυχική, που είχα κάνει πριν έρθει σπίτι μου, ένιωσα ενόχληση και πόνο, στην αρχή τουλάχιστον. Ο Αρίστος συνέχισε να βάζει και να βγάζει το δάχτυλό του μέσα μου κάνοντας απαλές κυκλικές κινήσεις και η αρχική ενόχληση άρχισε σιγά-σιγά να καταλαγιάζει και να αντικαθίσταται από απόλαυση. Δεν είχα ψευδαισθήσεις ότι δε θα πονέσω όταν θα ακολουθούσε το όργανό του, πάντα πονούσε στην αρχή, αλλά μου άρεσε, το λάτρευα να προσφέρω το σώμα μου για την ικανοποίηση του παρτενέρ μου, και ήταν και ο τρόπος με τον οποίο τελικά το απολάμβανα.

    - «Έχεις λιπαντικό;»
    - «Ναι Αρίστο μου… στο… στο κομοδίνο, στο συρτάρι» του είπα. Σταμάτησε για λίγο και άνοιξε το συρτάρι.
    - «Αχά!» είπε. «Μ’ αρέσεις!» Έβαλε λιπαντικό στο δάχτυλό του και το έβαλε ξανά αργά και προσεκτικά από πίσω μου συνεχίζοντας αυτό που έκανε πριν. Σταμάτησε μετά από λίγο και πήγε να βγει από το δωμάτιο.
    - «Έχω προφυλακτικά στο συρτάρι» του είπα.
    - «Ναι, το είδα, αλλά θα φέρω τα δικά μου… είμαι λίγο ιδιότροπος!» Γύρισε μετά από λίγο και με σήκωσε -είχα μείνει ακόμα σκυμμένη στο κρεββάτι να τον περιμένω- και με έβαλε να γονατίσω μπροστά του, επαναλαμβάνοντας αυτό που είχαμε κάνει πριν λίγη ώρα. Όταν του σηκώθηκε και πάλι, άνοιξε το προφυλακτικό και το φόρεσε. Άπλωσε πάνω του λιπαντικό και με έβαλε να σκύψω και πάλι πάνω από το κρεββάτι. Άπλωσε λιπαντικό στην τρυπούλα μου και μετά με έπιασε από τη λεκάνη και με τράβηξε προς το μέρος του. «Ναι, έτσι είσαι όπως πρέπει» μου δήλωσε και ακούμπησε το όργανό του πίσω μου.

    Έκλεισα τα μάτια στην αναμονή του αναπόφευκτου πόνου και παρόλο που ο Αρίστος μπήκε πίσω μου πολύ αργά και πολύ προσεκτικά, δεν μπόρεσα να πνίξω ένα βογγητό. Εκείνος συνέχισε να σπρώχνει μέχρι που το κεφαλάκι μπήκε μέσα μου και εκεί μου ξέφυγε και δεύτερο βογγητό. Τραβήχτηκε ελάχιστα και το ξαναέβαλε και επανέλαβε την κίνηση δυο-τρεις φορές ακόμα αλλά την τέταρτη άρχισε να σπρώχνει, κάνοντάς με και πάλι να βογκήξω από το δυνατό πόνο. Τραβήχτηκε και επανέλαβε τις ίδιες κινήσεις πάλι δυο-τρεις φορές αλλά την τέταρτη μπήκε ακόμα πιο βαθιά. Μου ξέφυγε άλλη μια φωνούλα πόνου αλλά ο Αρίστος αυτή τη φορά συνέχισε να με πιέζει σταθερά μέχρι που ο σφικτήρας μου του παραδόθηκε, κάνοντάς μου να ξεφύγει ένα ακόμα πιο δυνατό βογγητό.

    Άρχισε να κινείται σιγά-σιγά και αν και ο πόνος και του τσούξιμο δεν εξαφανίστηκαν, τουλάχιστον άρχισαν να καταλαγιάζουν. Μου έχωσε μια δυνατούτσικη σφαλιάρα στα μεριά η οποία οφείλω να ομολογήσω ότι βελτίωσε σημαντικά τη διάθεσή μου, τι να πεις, είναι να το ‘χει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες. Μετά έριξε και δεύτερη και άρχισε να επιταχύνει το ρυθμό του και οι κοφτές του ανάσες με έφτιαξαν ακόμα περισσότερο. Μιας και δεν είχα μαλλί να με τραβήξει, καθώς τα είχα κόψει κοντά, ακολούθησε άλλη τακτική, με έπιασε από τα στήθη και με ανασήκωσε προς το μέρος του και αυτό και αν έτσουξε, Θανάση μου, και όχι τίποτε άλλο, αλλά όπως έσφιγγε δυνατά και τα στήθη μου, που ήταν ευαίσθητα λόγω της επερχόμενης περιόδου, ο πόνος έγινε Dolby Surround! Από την άλλη, και κρίνοντας από τις ανάσες του και τα βογγητά του, έδειξε να το απολαμβάνει ακόμα περισσότερο οπότε αφέθηκα τελείως και, παρόλο τον πόνο, μέσα μου ένιωθα πολύ όμορφα.

    Επιτάχυνε και άλλο το ρυθμό του και τα βογγητά του πόνου μου είχαν πλέον αντικατασταθεί από βογγητά ικανοποίησης, αφενός γιατί ο πόνος είχε αρχίσει να καταλαγιάζει και αφετέρου γιατί πραγματικά απολάμβανα που το απολάμβανε. Ναι, είχα ζοριστεί, πάντα ζοριζόμουν στην αρχή και φυσικά δεν μπορούσα να κορυφώσω έτσι, αλλά υπήρχε λόγος που μου είχε λείψει το από πίσω, υπήρχε λόγος που το απολάμβανα με την ψυχή μου παρά τη σωματική δυσφορία που μου προκαλούσε. Εκεί ήρθαν και κούμπωσαν τα λόγια του, προσέφερα το σώμα μου, δεν το αντάλλαζα. Το έκανα για τη χαρά της ίδιας της προσφοράς, για την πλήρωση που ένιωθα προσφέροντας τον εαυτό μου στον παρτενέρ μου. Σφίγγοντάς με δυνατά από τα στήθη καρφώθηκε μέσα για τελευταία φορά και του ξέφυγε ακόμα ένα πνιχτό βογγητό όπως έμεινε ακίνητος μέσα μου. Όταν τελείωσε, τραβήχτηκε προσεχτικά και μου έριξε μια σιγανή, παιχνιδιάρικη ξυλιά στο δεξί κωλομέρι.

    - «Ξάπλωσε σε παρακαλώ, πάω να πλυθώ και επιστρέφω» μου είπε και αυτό έκανα. Ξάπλωσα στο κρεββάτι και χώθηκα κάτω από το πάπλωμα. Το κωλαράκι μου έτσουζε αλλά δε με ένοιαζε καθόλου, ένιωθα υπέροχα. Γύρισε μετά από λίγο και πήγε ξανά προς το συρτάρι και έβγαλε το μικρό δονητή. Πάτησε τους διακόπτες μέχρι να βρει αυτό που ήθελε και σήκωσε το πάπλωμα και έσκυψε ανάμεσα στα πόδια μου, προφανώς είχε την ίδια ιδέα που είχε χθες και ο Μιχάλης μετά την πίπα αλλά σε αντίθεση με τον τρόπο που το έκανε ο Μιχάλης, ο Αρίστος πήγε κατευθείαν στο ψητό.

    Ομολογώ ότι στην αιδοιολειχία είχε αντίστοιχο ταλέντο, γρήγορα ένιωσα το σώμα μου να μουδιάζει και ταυτόχρονα να ηλεκτρίζεται, ο τρόπος που το έκανε ήταν τόσο ίδιος και συνάμα τόσο διαφορετικός! Χρησιμοποιούσε με εξαιρετική τέχνη και τη γλώσσα του και τα χείλη του, παίζοντας την κλειτορίδα μου σαν αριστοτέχνης και όταν ακολούθησε και ο δονητής μέσα μου έχασα τα αυγά και τα πασχάλια. Αυτή τη φορά η βραδυφλεγία μου δούλεψε υπέρ μου, ήταν τόσο υπέροχο που δεν ήθελα να τελειώσει, και ας μην έσωνα να είχα κορύφωση αλλά ένιωθα το τέλος να έρχεται, όλο και πιο κοντά, όλο και πιο κοντά και ο Αρίστος το κατάλαβε και σταμάτησε για λίγο και ο οργασμός άρχισε να απομακρύνεται αλλά μετά ξεκίνησε και πάλι με μεγαλύτερη ένταση και αν χθες ένιωσα ότι έρχονται τα ύστερα του κόσμου, το σημερινό δεν είχα λόγια να το περιγράψω και όχι τίποτε άλλο, ήταν και πάλι ακατάλληλη ώρα για να ακουστώ μέχρι και το Μαρούσι…

    - «Όχι άλλο… όχι…» προσπάθησα να πω ξεψυχισμένα αλλά ο Αρίστος δεν μου έκανε το χατίρι, συνέχισε μέχρι που πραγματικά πίστεψα ότι θα του μείνω στα χέρια. «Όχι… άλλο…» του είπα ακόμα πιο ξεψυχισμένα, είχα τεντώσει τόσο πολύ το σώμα μου που ένιωθα ότι θα σπάσει, θα γίνει χίλια κομμάτια. Αυτή τη φορά με άκουσε και σταμάτησε και με άφησε να βρω τις ανάσες μου, και μου πήρε πολύ ώρα να το καταφέρω. Ανέβηκε προς τα πάνω και ξάπλωσα στην αγκαλιά του γυρίζοντας ώστε να μπορώ να τον βλέπω.
    - «Μαριλίζα, θέλω να κάνεις τις εξετάσεις που σου είπα, θέλω να μπορούμε να το κάνουμε χωρίς προφυλακτικό και, αν μη τι άλλο, μαζί μου δεν κινδυνεύεις και από ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη.»
    - «Θα το κάνω Αρίστο μου, στο υπόσχομαι» του είπα όταν κατάφερα να βρω τις ανάσες μου.
    - «Το ίδιο θα πρέπει να κάνει και ο Μιχάλης» μου είπε. «Ναι, μου το είπες ότι χρησιμοποιείς πάντα προφυλακτικό μαζί του but still»
    - «Δε νομίζω ότι χρειάζεται να του το πω, το κάνει ήδη και δεν είναι μόνο μαζί μου που χρησιμοποιεί προφυλακτικό, με όλες το κάνει»
    - «Ακόμα καλύτερα τότε. Αν δεν έχεις κάποιο δικό σου, θα σε συστήσω στο δικό μου»
    - «Ναι, η αλήθεια είναι ότι δεν έχω, μέχρι τώρα ήμουν -και εδώ που τα λέμε θα συνεχίσω να είμαι- λιγότερο περιπετειώδης από τους δυο σας!»
    - «Ξα σου αρκεί να μην απαιτείς ανταπόδοση»
    - «Ναι, το έχω εμπεδώσει αυτό. Κοίτα, με το Μιχάλη ποτέ δε ζήλεψα και μου είχε κάνει και εντύπωση. Για σένα… θα δείξει, αν και μάλλον θα ζοριστώ λιγάκι, τουλάχιστον στην αρχή.»
    - «Θέλω να συνεχίσεις να είσαι ειλικρινής. Κοίτα Μαριλίζα, αν συνεχίσεις να ζορίζεσαι και δεν περνάει, αυτό είναι σημάδι ότι δεν είμαι κατάλληλος για σένα, αν το δεις ως θυσία, στο υπογράφω, δε θα πάει καλά μακροπρόθεσμα»
    - «Well, for the time being the jury is still out. Βλέποντας και κάνοντας, Αρίστο, βλέποντας και κάνοντας»
    - «Έτσουξε Θανάση μου;» με ρώτησε σκανδαλιάρικα.
    - «Έτσουξε Θανάση μου. Μου άρεσε ωστόσο… μου αρέσει να προσφέρω το σώμα μου για να το απολαύσει ο σύντροφός μου… με γεμίζει»
    - “That’s the idea! Δε μου λες, τι θα κάνουμε τώρα;»

    Αντί απάντησης του χαμογέλασα σκανταλιάρικα και χαμήλωσα προς τα κάτω. Πήρα το όργανό του στο χέρι μου και χαμήλωσα το κεφάλι μου και το πήρα μη ερεθισμένο στο στόμα μου και άρχισα να το γλείφω και να το ρουφάω, κάνοντάς το στην αρχή να σκιρτήσει και μετά να φουσκώσει μέσα στο στόμα μου.

    - «Σκοπεύεις να με ξεζουμίσεις;» με ρώτησε παιχνιδιάρικα.
    - “That’s the idea” του είπα και τον ξαναπήρα στο στόμα μου.

    ---ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ---
     
  12. antreas Armatas

    antreas Armatas Regular Member

    Όλα τα ελληνικά τυριά είναι υπέροχα.
    Αρκεί να ξέρεις να τα απολαμβάνεις
    Οπότε κάτω από την φέτα.
    Στην στάνη αδέρφια στην στάνη για αρμεγμα