Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Το Κτίσμα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 5 Αυγούστου 2023.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Το Κτίσμα

    Message in the 11th Bottle/Max the Dog is dead/Τα Σκιάχτρα/Θ

    O Μάδα στο ποτάμι της ζωής, τα Κάλι έβλεπε με το χώμα και το νερό να παίζουν. Κεφτέδες από λάσπη, στον ήλιο να στεγνώνουν. Τάξη να βάζουν στους κόκκυγες του νερού. Κόκκοι ammoυ ορφανοί από θεό και ελπίδα, πρόσφυγες του χρόνου.

    Πύργους μικρούς, κάστρα με το σώμα τους να φτιάχνουν και πόλεμο να παίζουν. Χαλίκια που με τους κατά και πέλτες πετούσαν το ένα στο άλλο, τείχη που γκρέμιζαν, κουτρουβαλούσαν στην άμμο, έκλαιγαν, γελούσαν και ξανά από την αρχή.

    Η αγάπη που φωλιάζει στην αχυρένια του καρδιά του Μάδα, ήρεμο υγρό. Της θλίψης από την λεία και της χαράς της όλο και κλήρως ης. Οι μνήμες με την Εύα βουνά από αδάμα. Στο φως να παίζουν οι σκιές της ακα ταίριαστης της πέτρας. Σκούρα χαμόγελα, δόντια που αστράφτουν.

    -Με αγαπάς; Φωνή να στο κύμα στροβίλους κάνει και στον άνεμο παιχνίδια. Η Εύα γύρω του χορεύει, ο Μάδα την κοιτά, το κεφάλι της κάτω βάζει, χαμόγελο αμήχανο. Ο Μάδα γύρω του κοιτά. Εμπρός το φως και πίσω νύχτα. Μία φωνή, ακούγεται, από το παρελθόν, παρόν ή μέλλοντα Αόριστο;

    Αέρας και της ερήμου σκόνη. Αντανακλάσεις από το χρόνo; Κανείς.

    -Με γαπάς; Ο Μάδα το δάχτυλο του από τη φωτιά της βγάζει, αυτό πέφτει, θόρυβος από πέτρες που σαι γερό βολούν.

    Τα Κάλι, στην αμμουδιά του ποταμού, να παίζουν Μίλα, δώδεκα από αυτά σφαίρα φτιάχνουν και η μπάλα νάτη. Από εννιά σε κάθε ετ οιμή και απρόμαυρη μεριά.

    Εννιά χιλιάδες και εννιακόσιοι οι Κάλι θεατές που τον αγώνα βλέπουν. Τους Στρατούς ξυλό κορτούν, τα υπόλοιπα στους Δρόμους πέτρες στους θεούς πετούν.

    Με τις μνήμες ο γέρος τρέχει, άλογα ψευδά. Ο Μαδά το κεφάλι του τινάζει, τη Ν χώ να διώξει.

    -Μα γαπάς Μάδα; Η Εύα του αρρώστου Βασιλικός και υιός. Ο ήλιος στο «Λιβάδι» δεν κοιμότα ναι ποτέ και υ γρασία κεφάλι έφτιαχνε θολό. Της κρουστής κορώνας η κραιπάλη.

    -Σε λατρεύω φως μου, φως, φως και της ασύγχρονης ταλάντωσης δώς και φως μου. Η Εύα τα περίσσια του κλαδιά στο Φανάρι τάζει. Τάμα για την αγάπη που δεν κόστισε ποτέ.

    -Πόσο, σο, σο, σόΠ, Μάδα; Στον καθρέπτη μου ανάποδα κρέμεται το Πόσουμ. Το χέρι με χρώμα από άχυρα, ψηλά σηκώνει και στην Εύα δείχνει.

    -Εκεί δυτικά του άστρου που φέγγει, παλμός το δρόμο οργώνει για τυφλούς. Πλανήτης από Σμύρνες σκεπασμένος. Στη ζούγκλα, σε δέντρο του ύψους κορυφαίο, μπαλκόνι στέκει και πάνω ζώο με το χέρι τη σκυτάλη δίνει.

    -Εκεί στης ανατολής Πρίμα και γλυκά, δόρια και φόρους στάζουν από αδέρφια και ήλιους μυστικούς. Στο ακριβώς κι ανάμεσα τους, ξέρα πλούσια στην άλμη πλέει και πάνω της ξηράς πλεούμενο. Σφαίρες από κάτω της, τις ακτίνες ψηλά σηκώνουν.

    -Εκεί στου Γαλαξία το εξάεδρο, στη πρωτεύουσα του Λύκου, χωριό μικρό στα υπόγεια φωνάζει και το Ρόδο στο Ρόδι ψιθυρίζει.

    -Τι καλέ μου Μάδα;

    -Εκεί ψηλά του Γαλάζιου Ρόδι, ήλιο γ ελά ει και σοκολάτα μοιράζει στα φεγγάρια. Σε να από αυτά Ρεπλίκα παρ έλα ση κάνει και τον αστερία δείχνει. Κι αυτά μικρή μου Εύα του Α το πέραντο με γάλο. Στου τέλους που πέρας δε μοιάζει να ‘χει, την αγάπη μας θα βρεις. Από εδώ ξεκίνησε και στην κορυφή της η μέση…

    Φωνές κακό και πανηγύρι παιδικό τον ειρμό του κλέβουν. Χέρι μικρό, του Σταυρού και της Εύας πλάσμα, από τα πόδια τον τραβά, την προσοχή του θέλει.

    -Μπα πα, πα, πα, μπαμ. Ξύλο πέφτει σα βροχή. Ο Αγών μας, Σοκ και Τέρας. Ο Μάδα τον αέρα φήνει από την τρύπια του βελόνα να περάσει και το κορμό του σιώνει.

    -Ήρθε η ώρα. Μάζε π ς ετους. Το κεφάλι του γυρνά στοκ τίσμα του Λιμά…

    Έτοιμο σχεδόν, οι κώνοι στη θέση τους να στάζουν. Το χρώμα του ρανού γαλάζιο, το μόνο που ακόμα έμενε…

    Οι ήχοι από βήματα των Κάλι σταματούν. Κάποιοι τριγμοί, πέτρες πέφτουν, πόρτες κλείνουν και μετά σιγή. Ο Μάδα το κεφάλι του σ’ αυτούς, τους δέκα χιλιάδες του παρά σταυρούς. Τα τμήματα της Εύας, τα Κάλι.

    Η φωνή βραχνή, σαν την βροντή ακούγεται.

    -Μικρά μου Κάλι, το έργο μας σχεδόν τελείωσε. Το ντύσιμο ακόμα μένει, το γύρω της Κλεψύδρας.

    Ο Μάδα και τα χιλιάδες Κάλι σε μία τελευταία προσπάθεια την ζωή τους δώσαν.

    Με φρου φρου και αρώματα, φύκια και μεταξωτές κορδέλες, το έντυσαν και κούκλα το ‘καναν…

    Με γυαλιά σπασμένα από ποτήρια που σε γιορτή χαράς και μέθης χόρεψαν τσακώθηκαν και έκλαψαν σπασμένα και τώρα λαμπώ κοπούν στον Ήλιο.

    Με κόκκαλα σπασμένα, τσιμπούσια που ξέχασαν έρωτα να κάνουν.

    Με χαρτιά χρησιμοποιημένα, άχρηστα στο πριν, στο τώρα και στο πάντα και μετά.

    Με ταινίες, ανούσιες, μελωδίες δίχως σκοπό, καράβια με κόσμο γεμάτα και δίχως τελικό προορισμό.

    Με Ιθάκες, πλουμιστούς, χρυσούς Ιθάκες, το ταξίδι αξίζει μία δεκάρα, όσο και το αντίτιμο για το πέρασμα στον κόσμο αυτό.

    Με κουκούτσια από σταφύλι, καρπούζι, ανανά και άχυρα κλεμμένα από των Ξένων το κοιτώνα.

    Με γραμματόσημα σκισμένα, από αυτά που το γράμμα δεν στέλνουν πουθενά.

    Κα πάχια πλαστικά, γιατί κλαμένα από κορίτσια που πληγώθηκαν…

    Δόντια σπασμένα και γέλια του τυριού.

    Καπότες άδειες, να γεμίσουν δε θώριασαν κα θόλου.

    Σημειώματα αγάπης, βρώμικα και στη λάσπη στοιχειωμένα.

    Ελπίδες μάταιες, για μάτια που ερωτεύονται στη συλλογή από φωτογραφίες για πάντα να πεθάνουν.

    Τα Κάλι στην φρενίτιδα της κούρασης που την ίαση δεν ήθελε ποτέ να γγίξει, τα ρούχα τους ξεδίπλωσαν και με κόλα από τα μικρά τους κρίματα κόλλησαν πάνω στο μνημείο.

    Αναμνηστικά φλογέρες, δώρα μικρά και ξεχασμένα, ζάρια, χαρτιά από τράπουλες, παιχνίδια δίχως τα πιόνια και άλογα με χωρισμένα πόδια.

    Τύμπανα διαρρηγμένα, παιχνίδια σπασμένα, στίχους δίχως ρήμα ρίμα.

    Και στο τέλος μάζεψαν τη σκουριά από κάθε είδους ζωντανή ακόμα συνείδηση και σακιά πολλά γέμισαν με δαύτη.

    Δύο του αέρος στάνταρ σήκωσαν, το ένα με λι γεμάτο και το άλλο με άφθονη σκουριά.

    Πρώτα τη σκουριά άφησαν στους τέσσερις φυσητήρες τους ανέμου. Σαν σκόνη χύθηκε και το κτίσμα περιέλουσε από ψηλά και σκέπασε.

    Αμέσως μετά το μισό μέλι άφησαν να πέσει και το κτίσμα μετάτρεψε σε μία τεράστια των εντόμων τη παγίδα.

    Μύγες, ακρίδες, μέλισσες και σφήγκες από αυτές της Αιγύπτου, ήρθαν και κόλλησαν πρώτα στο όγδοο του Κόσμου θαύμα.

    Από πάνω τα Καλισκιαχτράκια, έριξαν το υπόλοιπο μέλι, με τις οδηγίες και τις ευλογίες του Μάδα και από μακριά βουητό ακούστηκε και βόμβος του μεγάλου.

    Ένα σύννεφο από τεράστιες Χρυσόμυγες, με φύλα που άστραφταν Χρυσό στο φως, κόλλησαν και σκέπασαν το τεράστιο των θεών γλυπτό.

    Και όταν έτοιμο το Κτίσμα που Κλεψύδρα θύμιζε του Χρόνου των θεών. Τη Δία και το Βόλο φώναξαν και τιμές του Αξιού σημαντικές παρουσίασαν στου επίδοξους θεούς.

    Το Κτίσμα Χρυσό να απορροφά και εκπέμπει φως, στους θεούς ξε και δίπλωσε την απαράμιλλη ομορφιά του.

    Ο Ήχος από πλάσματα που ζωντανά και παγιδευμένα πάνω του συνόδευε το φως και οι θεοί έκθαμβοι από το θέα μα απίστευτο.

    Η πρώτη που μπόρεσε και μίλησε, το φίδι το θηλυκό. Η Δίας…

    -Πανέμορφο και άλλο τέτοιο κατά και σκεύασμα ποτέ μου δεν έχω ξανά νταμώσει. Αλλά…

    ( -Αλλά τι; Η τελευταία τρύπα καυλωμένη και υγρή τον Ζουρνά ρωτά.

    -Ρίξτο !!! Ζουρνάς)