Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Το Κυνήγι της Τύχης

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 8 Φεβρουαρίου 2023.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;


    Το Κυνήγι της τύχης (Τύχη, Αρμονία και Πειθώ)

    Message from the Fortune Bottle 9th/Day 91th/«Ο Θάνατος των Θεών»
    Η πεταλούδα Μονάρχης, στο φύλλο το Πλατύ στέκεται και ξεπλένει τα φτερά της. Από πάνω της τινάζεται η σκόνη και τα μυστικά του ταξιδιού που διάνυσε.

    3245 σημαδούρες χρωμάτισε στο ταξίδι για εδώ. Χιλιόμετρα που θάφτηκαν και ανάσταση καμία. Τη μαύρη φορεσιά στον Καλόγερο κρεμά, αγνό πορτοκαλί το σώμα που η θεά θαυμάζει.

    Το φύλο κουνιέται και τρυφερά στο κενό ταιριάζει. Η Τύχη στα του μενεξέ τα μάτια φέρει αντάμα τη πέτα Λούδα. Χαμόγελο τεράστιο της Τύχης το καμάρι, η Μονάρχης με προσοχή τα φτερά της από την αρμογή ξεκουμπώνει. Το συμμετρικό στο σχέδιο, η λεπτομέρεια στην ακμή του μολυβιού ζυγίζει το κορμί της, τα μάτια της Τύχης υπνωτίζει, τόσο ώστε η πεταλούδα που γέρνει και με τα μακριά της χέρια το πρόσωπο της Τύχης πιάνει, αντιληπτή δεν γίνεται καθόλου από τους των δεσμών τους φύλακες, στην αρχή και την στιγμή αυτή.

    Η Τύχη τα χείλη της χωρίζει και τη γλώσσα τη μικρή στο στόμα υποδέχεται.

    Ροζ θηλυκό και αόμματο το Ξωτικό που ξεδιπλώνεται στο δώμα των δοντιών. Μεστό στη του καφέ απόχρωση, η Νύμφη γλώσσα της Τύχης. Σα να παλεύουν, μοιάζουν, μετά αντικριστά καμπυλώνουν, χορεύουν, κυλιούνται, μπερδεύονται, σηκώνονται, υπόκλιση και η επισκέπτης από το δώμα έξω βγαίνει.

    Η Τύχη τα παράθυρα της ανοίγει. Μπαλκόνια μεγάλα και ευρύχωρα και στο κέντρο κρουνός, χρυσή πυγή. Απέναντι της χάλκινοι λεπτοί ιστοί στον ήλιο φέγγουν, τα μαλλιά της πρώην της νύχτας πεταλούδας. Πρόσωπο που ο ήλιος, ζητά, θέλει, να αγγίξει, να βεβηλώσει, και στα δικά του πάθη με φωτιά να γράψει. Φακίδες ανέμελες οάσεις, στην έρημο Σαχάρα. Χείλια γεμισμένα, ξεχειλίζουν, με το νύχι να τα γδάρεις, υγρό θα τρέξει…

    -Στην υγειά σου Αρμονία, υδρόμελο μυρίζουν τα φιλιά σου…

    Η Αρμονία σκύβει, Αετοί πετούν από τους ώμους του Αυγούστου. Στα νύχια τους φίδια δίχρωμα συχνάζουν μεθυσμένα. Η Αρμονία το κεφάλι γέρνει αριστερά, η Τύχη την παρόρμηση ακολουθεί, βαρύτητα, την έλξη, τη μέση δεξιά. Τώρα δεξιά, μαζί με της Τύχης τη λεκάνη, τετράποδα, πουλιά, φυτά και δέντρα, στο αντίστροφο του ειδώλου της Αρμονίας γέρνουν. Ο κόσμος σε ισορροπία άρει την ψυχή του.

    Η Τύχη με χαρά, γλυκό, τρελό, παιδί, γυναίκα, που κανένα δε φοβάται, γύρω, γύρω, αρχίζει και χορεύει. Ο ήλιος από γαλαξίες του μικρού, νεφελώματα μαζεύει. Τον αφρό συλλέγει και πάνω από τα κορίτσια, που τα νέφη του αφρού απλώνει, στραγγίζει και η βροχή κυλά. Σταγόνες με φτερά, ανάμεσα τους πετούν και χορεύουν ανά δύο. Τα κορίτσια πλησιάζουν και από τα χέρια πιάνονται.

    Ο χορός τον κύκλο γράφει, ξανά από την αρχή. Στην τελειότητα, το ατελές την κρυμμένη αλήθεια της αρμονίας αποκαλύπτει. Δεν είναι το συμμετρικό, παιδί της αρμονίας. Το ισορροπημένο ουρλιάζει φυλακισμένο, λίγο πριν την λοβοτομή. Εφιάλτης στου Προκρούστη το ΑΝ Θεϊκά τη ΡΟΠΗ Νοεί.

    Υγρά στάζουν από τα σύννεφα στων θεών το σώμα, η Τύχη με την Αρμονία δένεται και οι σταγόνες στο λαβύρινθο της σάρκας, την περιπέτεια τους ζουν, πριν στο Δέλτα φτάσουν. Λίγες αυτές που στα σημάδια της ζωής, δεν παγιδεύονται και στο γκρεμό διστάζουν. Τελικά δύο μόνο, τολμούν, πηδούν. Μία χρυσή και μία ροζ, το κενό από το έδαφος διασχίζουν, σε χρόνο που δεν βιάζεται. Το χώμα διχασμένο από τη δίψα των θνητών, τυφλά στόματα ανοίγει και τις σταγόνες μέσα του μαζεύει. Τα στόματα κλείνουν. Της Αρμονίας και της Τύχης, το σώμα ένα μοιάζει, με πόδια τέσσερα.

    Από το χώμα υπομόχλιο της φύσης, πυραμίδα σχηματίζεται από αλλόκοτα φυτά. Στην κορυφή το νέο πάντα, ζωντανό. Πεθαίνει και πετρώνει και από πάνω του γεννιέται άλλο. Μυρμήγκια μοιάζουν του Φαραώ Αλμπίνου, τα εξάποδα που το τετρασθενές πυρίτιο εξορίζουν από το χώμα και μοχλό πλάθουν στερεό. Το φεγγάρι αφύσικα και στον ήλιο δίπλα του πυρώνει και ο μοχλός σκληρός. Οι εργάτες το Αντί τοποθετούν για τα καθίσματα, μανιτάρια που φυτρώνουν στον αέρα. Στη θέση της ξένης του παρά τραμπάλας τα μανιτάρια με το υγρό κεφάλι, τρυφερά και αβέβαια στη ψυχρότητα του ανέμου. Μικροί περήφανοι στρατιώτες, με μεγάλα κράνη.

    Η Τύχη και η Αρμονία, τα χέρια τους αφήνουν και στο κεφάλι των μανιταριών τον κόλπο τους αγγίζουν. Θερμός ο κόλπος, καυτό το ρεύμα, τα κεφάλια την υγρασία τους αφήνουν, πωρώνονται και στα ανοιχτά ανοίγματα με προσοχή εισέρχονται.

    -Αλτ τις ει;

    Ο Λευκός ο στρατιώτης, τον Μαύρο εισβολέα σημαδεύει. Ο Ζυγός σε ισορροπία στέκει ακούνητος τα κορίτσια στο τρενάκι για να ανέβουν. Η στιγμή μετέωρη, τα κορίτσια ίσα. Η Αρμονία αφήνει με ήρεμες κινήσεις, το βάρος της συνείδησης να καθίσει. Η Τύχη στα ψηλά σηκώνεται, αμμοθύελλα με τα χρυσά μαλλιά της.

    Ο Μαύρος στρατιώτης το όπλο του οπλίζει, ο επισκέπτης ο Λευκός τη καλοσύνη του δωρίζει. Εικόνες δύο, φάση στη αντίφαση στη φάση.

    Στον ένα κόσμο η Αρμονία γελά και χαίρεται. Οι στρατιώτες Λευκός και Μαύρος, τα όπλα κατεβάζουν. Οι επισκέπτες Μαύρος και Λευκός, τις αγκαλιές ανοίγουν, βαθιά φιλιά, καλημέρα, καληνύχτα. Ένας άνθρωπος φορτισμένος στα χαράματα ξυπνάει, ένα μωρό γεννιέται.

    Στον άλλο κόσμο η Αρμονία κλαίει και λυπάται. Οι επισκέπτες το στήθος πιάνουν. Στη σάρκα λουλούδι κόκκινο φυτρώνει από σφαίρα. Οι κάννες των Λευκού και Μαύρου, καπνίζουν με λαγνεία. Πικρό καφέ, παξιμάδι στη κηδεία ενός παιδιού, που νεκρό θάβεται ξανά στη Μήτρα πριν ακόμα γεννηθεί. Ένας άνθρωπος αφόρτιστος στα μαύρα τα μεσάνυχτα, ξαπλώνει και κοιμάται.

    -Ας είναι ελαφρύ το αίμα που σε σκεπάζει…

    Η Τύχη όρθια σηκώνεται, χαμηλά τα πόδια, απότομα ψηλά, βουτιά προς τα πάνω, καμπύλη, μέγιστο, στα πίσω επιστρέφει. Με ορμή πέφτει στο κάθισμα και την Αρμονία στέλνει στο Δία Όλο μέσα και πιο πέρα…

    Σαν τρελή χορεύει, το σύμπαν μαζί της, αταίριαστες οι κλίσεις του χρόνου και του χώρου…

    Σε ένα πλανήτη, σεισμός γίνεται και τα τεχνητά βουνά που φιλοξενούν τους Γκορ, καταπέφτουν. Χιλιάδες οι νεκροί, εκτός από μονάχα...

    Δύο θηλυκά και ένα αρσενικό, τρίχρωμο το φύλο του. Ντάμα κούπα, μπαστούνι και βαλές. Μεγαλώνει και θεριεύει και τον κόσμο κυριεύει. Εκατομμύρια οι πιστοί του, στο μη αποδεκτό οικό και σύστημα του.

    Η Αρμονία την ισορροπία βρίσκει και το ψαλίδι της αρπάζει. Στο χώρισμα των δίδυμων των Νέμων, από τη Λάκα δεξιά και κάτω, το τοποθετεί. Τα δύο πόδια του οχτροί και το φύλο χωρίζει σε δύο μισά και ελλειμματικά.

    Η σχάση γίνεται και το αρνητικό πρωτόνιο απομακρύνεται, από το θετικό ηλεκτρόνιο. Το σύμπαν ενέργεια αποκτά και με τις συγκρούσεις, συγχορδίες ζωντανών.

    Κινήσεις παράλληλες, όμοιες. Εδώ κάποιος φυτρώνει, εκεί κάποια από το αυγό της βγαίνει. Εδώ κάποιος πεθαίνει, εκεί κάποια ξαπλώνει, κοιμάται και ποτέ ξανά τα πεντάγραμμα ακουστικά της μάτια, δεν ξανά και ρίγη. Το βάρος απότομα το χάος της Τύχης μεταφέρει. Ζυγίζει, απομακρύνει, έξι σώνει. Τρία εδώ και στο κει άλλες τρεις.

    Στης αντίθετης ροπής, τις κολώνες η Αρμονία στη ψευδαίσθηση της κατάκτησης του απείρου, σπέρνει θνητούς. Αυτοί με χαρά, το πρωί ξυπνούν, φροντίζουν, ποτίζουν και θερίζουν…

    Ζευγάρια, τετράστιχα, κτήρια, πόλους δύο, ο ένας στα ψηλά και ο άλλος στα χαμένα. Οι σταγόνες ανάμεσα τους να κυλούν. Πειθαρχημένοι στρατιώτες, ρεύμα να παράγουν, πολιτισμούς, να γκρεμίζουν κένά χτίζουν, στο όνομα της και στων ματιών της, την γωνία και τη χάρη.

    Η Αρμονία, τη Τύχη, μετά και στα χέρια της Πειθούς, με δόλο φέρει. Τα νευρώδη και δυνατά χέρια της Πειθούς, την Τύχη ακινητοποιούν και σφίγγουν καθώς η Αρμονία από τη θέση της σηκώνεται και το ψαλίδι της εμπρός της δέρνει.

    Η Τύχη, δεν αντιστέκεται καθόλου. Δίχρωμα ζουμιά, τρέχουν από τα γεμάτα στήθη της. Τα χέρια της Πειθούς, σφίγγουν κι άλλο. Τα ζουμιά ποτάμι, τα πόδια της Χαλκομαλλούσας Αρμονίας, δροσίζουν. Ατμοί δημιουργούν εικόνες από νύμφες του καπνού που χορεύουν ανάμεσα τους.

    Η Αρμονία φτάνει…

    Η Πειθώ σφίγγει…

    Η Τύχη σχηματίζει χαμόγελο στα χείλη. Το χαμόγελο, κύκλο κάνει και διαδρομή μεγάλη. Το κεφάλι διασχίζει, μέχρι που…

    Βοράς, Ανατολή, Νότος και η Δύση, μαζί χαμογελούν. Υπνωτισμένοι κι αφελείς…

    Η Αρμονία τα Χρυσά μαλλιά της Τύχης πιάνει. Μία στροφή εκεί και μία από την άλλη. Το ψαλίδι τα πόδια του ανοίγει και του Αλόγου την ουρά της Τύχης, στις άκρες των δοντιών του βαστάει και το σύνθημα ζητάει…

    -Ακροβάτης σε σκοινί μετράει τις ώρες που απομένουν. Πόσες είναι;

    Η Αρμονία την Πειθώ και αυτή πίσω, τα κορίτσια συμφωνούν και η απάντηση…

    -Τρεις. Τώρα και τα μάτια της Τύχης χαμογελούν. Το ψαλίδι να κλείσει κάνει και η Τύχη το στόμα της ανοίγει. Τρεις φορές σφυρίζει…

    Μία. Τα πουλιά στον ουρανό παγώνουν. Τα ζώα της γης το ίδιο, τα ψαλίδι επίσης, οι πέτρες που κυλούν, το νερό που γύρω τρέχει, οι μέλισσες, τα έντομα και τα κόκκινα μυρμήγκια. Τα πάντα στη Γη παγώνουν, εκτός από τις τρεις θεές…

    Την Αρμονία, την Πειθώ και την Τύχη…

    Δύο. Ο άνεμος παγώνει. Τα αόρατα του μόρια, την εμφάνιση τους κάνουν. Ο πλανήτης να γυρίζει σταματά, ο ήλιος το ίδιο. Ένας κομήτης που σε πορεία σύγκρουσης βρίσκεται με τον Ερμή τον άλλον, σταματούν..

    Η Τύχη τη μέση αποχωρίζει από τον πλούσιο κορμό της. Μαζί με τα πόδια πάει και γύρω από την Αρμονία τυλίγονται και δένουν. Το κεφάλι πίσω γέρνει, ο κορμός μαζί του και με χάρη, βία και ασύμμετρες κινήσεις, τα χέρια της τυλίγει, γύρω από τον της Πειθούς λαιμό.

    Τρίτο. Η Αρμονία και η Πειθώ αγάλματα. Τα μάτια τους ακόμα κινούνται, την Τύχη βλέπουν που μετακινείται. Παράλληλα και στα τέσσερα τις τοποθετεί, τις ζεύει. Η Αρμονία αριστερά και η Πειθώ στα δεξιά. Με άξονα κοινό, τα κεφάλια τους ενώνει, τις σελώνει, πάνω τους όρθια ανεβαίνει. Το αριστερό της πόδι στην Αρμονία και το δεξί της στην Πειθώ. Το ψαλίδι παίρνει, τα μαλλιά τους κόβει, μαστίγιο από αυτά, το σηκώνει, τις χτυπά και φωνάζει…

    -Μαστιγώσατε τα άλογα!! Τα κορίτσια αρχίζουν να καλπάζουν, με την Τύχη πάνω τους…

    Το χώμα, η φωτιά και το νερό, στη μπάντα κάνουν, στο δίχρονο αυτό άρμα το δρόμο να κεράσουν. Ένα ζω ή όχι, λεωφορείο διασταύρωση με καμήλα και Ελέφαντα θα έλεγε κανείς, τη Τύχη βλέπει να καλπάζει με τις Αρμονία και Πειθώ και τα φτερά του ανοίγει να ξεφύγει…

    -Ψηλά, πολύ ψηλά, εκεί είναι κοίτα, πετάει!

    Τα υποζύγια ιδρωμένα, να ουρλιάζουν, να χύνουν, να κλαίνε, γελάνε και φωνάζουν, καλπάζουν, καλπάζουν, βουνά πηδάνε, χαράδρες και ηφαίστεια, η Τύχη τον κόσμο, σαν τράπουλα ετεροχρονικών χαρτιών, με φρενίτιδα ανακατεύει και με τα Χρυσά της ούρα, φωτιά βάζει στο δρόμο που στις ενοχές ανοίγουν οι καλπάζουσες θεές. Ο ουρανός χωρίζει τις πράσινες του θάλασσες και στον ήλιο το μάτι κλείνει πονηρά.

    Η Τύχη παραδομένη στη μανία που την κατέχει, δε το προσέχει και την ευκαιρία αρπάζει. Με το μαστίγιο οργώνει τις πλάτες, της Αρμονίας και της Πειθούς, δέκα τα κόκκινα τα ποτάμια που νέους κανόνες θέτουν και το έδαφος αφήνουν. Το άρμα στα σύννεφα καλπάζει. Τετράφτερα, με μέτρα δέκα μήκος, πουλιά τρομαγμένα μερίζουν για να περάσει. Η Τύχη με λαρυγγισμούς στον όραμα της φτάνει και λίγο πριν σταματά και πίσω και ξανά. Η ένταση από τα υπόγεια και σκοτεινά δωμάτια της αναβλύζει λασπωμένη.

    Φίδια πετάγονται από το πουθενά και μέση. Δύο μικρά και κίτρινα στα ζευγολεηλατημένα κορίτσια και ένα μεγάλο και μαύρο στο λαιμό της Τύχης. Χάνει την ισορροπία της και πέφτει. Μαζί της ακολουθούν η Αρμονία και η Πειθώ…

    Σε λίμνη μικρή σκίζουν την ευαίσθητη μεμβράνη και τα σώματα τους βυθίζονται μέσα της βαθιά…

    Στο βυθό, τα γυμνά κορίτσια τα χέρια τους απλώνουν και κύκλο κάνουν. Τα ψάρια, τα χταπόδια, οι χαχαρίες και οι μονόφθαλμες γοργόνες, με τον κύκλο παίζουν. Η άνωση τα κορίτσια κάνει να αιωρούνται, στο υγρό διάφανο. Με κίνηση μία και ρυθμό της μοναξιάς τον έναν, τα κεφάλια τους πετάγονται από το νερό συγχρονισμένα. Ο κορμός με στήθια έξι ακολουθεί και καθώς στο έξω βγαίνουν, οι της κοιλιάς μοναδικές πεδιάδες, τα νησιά της Αφροδίτης και οι λεπτοί κορμοί, για άλλους πόδια.

    Όρθιος και γυμνός από τις γητείες του, τις θεές να περιμένει ο Πόθος.

    Πρώτα φτάνει η Πειθώ…

    -Γεια σου Ίμερε. Οι ρώγες από το μαύρο σταφύλι, τις χωμάτινες δικές του δροσίζουν με της λίμνης τα παιδιά. Ένα φιλί στα χείλη, άκρα που ελαφρά τεντώνονται και διακριτικά απέχουν. Τα σκούρα κάστανα που καίνε στη θέση των ματιών της, τα βαθιά δικά του κοιτούν. Χρόνια που πέρασαν πριν την τελευταία τους φορά. Η γεύση τους ταξίδεψε σε κόσμους άλλους, αλλά η βάση του πορτοκαλιού η ίδια.

    -Τα κάρβουνα σου, ποτέ δεν χορταίνουνε Πειθώ.

    Ακολουθεί η Αρμονία, άλμα μικρό, χέρια και πόδια που τον Πόθο αγκαλιάζουν. Ένα δάγκωμα στα χείλη, μία σταγόνα αίμα, μία ρύζι. Χάλκινος ορίζοντας που δε σ’ αυτόν νυχτώνει και σε εάν κι ένα βράδυ, γεννιέται, γερνάει, πεθαίνει, γεννιέται και ξανά από την αρχή. Τα χέρια της το σμήνος χαιρετούν, οι ακρίδες σε τριάδες θεά πετούν και στην Πειθώ παγαίνει.

    Λέξεις δεν χρειάζονται ο Πόθος και η Αρμονία για να μαζί γιορτάσουν.

    Η Τύχη, στέκεται, φωτιά που κάτω από το φλοιό φωνάζει. Η της λίμνης ο αχνός, την οσμή της στον Πόθο, τα δάχτυλα μακριά. Τα χείλη τρέμουν, σταγόνες στο τρίχωμα του Χρυσού δρόμου, με βιάση τρέχουν. Άλλες της λίμνης οι γαζέλες, άλλες των ματιών της, κάποιες από τα χείλη και μερικές στα χείλια.

    -Μου έλειψες Βάρβαρε. Ο Πόθος στα χέρια του μαχαίρι. Στους δρόμους των ολοκληρωμένων καμπύλων, ελαφριά τη μύτη μπήγει. Η θεά Τύχη, αναπηδά, κορίτσι που αχ του κάνει, μικρή διάφανη από υγρό διαμάντι η σταγόνα…

    -Μεγάλωσες και με τους θησαυρούς του χρόνου γέμισες Αλητάκι. Η Τύχη, χαρούμενο χαμίνι, γύρω από τον εαυτό της στροφή κάνει, καθώς γύρω από τον Πόθο περιστρέφεται. Ο Πόθος ακούνητος με το μαχαίρι χαράζει, ροζ ποτάμι, ρέμα από ας ήμι και πολύτιμους λίθους, πάνω στη πλάση της θεάς.

    -Τι θέλεις από εμένα βάρβαρε;

    -Τα μαλλιά σου αλητάκι. Γέλιο αυθόρμητο, δύο μυρμήγκια πεθαίνουν από την ανεμπόδιστη χαρά. Μία συστοιχία από κάμπιες το προσανατολισμό τους χάνουν και προς κάθε κατεύθυνση το νόημα τους ψάχνουν. Η Τύχη σκύβει, γονατίζει, φύσημα μικρό, καθόλου δεν αγγίζει, τον πήχη της σηκώνει και ο Πόθος τη σημαία.

    -Και τι για αυτά μου δίνεις;

    -Την Εικόνα. Η Τύχη παγώνει. Η Αρμονία και η Πειθώ, να τρώει η μία την άλλη σταματούν και προς τον Πόθο στρέφονται. Η Τύχη αβέβαιη. Στο χείλος της το κάνω, με τα πάνω δόντια σημαδεύει. Το κρατάει, μη τρέμεις και ρωτάει…

    -Την Εικόνα; Ο Πόθος χαμόγελο με ήχο της χαρίζει. Το φεγγάρι κρύβεται πίσω από το δίδυμο του καθώς στους κρατήρες ψιθυρίζει. Την Εικόνα;

    -Εκείνη την Εικόνα που η Τύχη θεά πια δεν είναι, αλλά απλό κορίτσι. Η Εικόνα των Πάντων, που όλα τα εξηγεί και τίποτε στην Τύχη δεν αφήνει.

    Η Τύχη τινάζεται. Το μαχαίρι παίρνει, γονατίζει, τα μαλλιά της εμπρός της φέρνει. -Σε γνωρίζω από την κόψη, με κίνηση απότομη την πλούσια κόμη των Χρυσών μαλλιών της, από το κεφάλι αφαιρεί. Κρύσταλλα που θρυμματίζονται, μανάδες που τα παιδιά τους κλαίνε, δάση που καίγονται για μονάχα Χρυσή της τρίχα.

    Η Τύχη τα μαλλιά της, στα χέρια πιάνει και στα χέρια του Πόθου δίνει.

    -Δικά σου. Δείξε μου…

    (Στο πέρασμα…

    Μία κουρτίνα ανοίγει..

    -Η Εικόνα

    -Μα πάντα μπροστά μας ήταν και ποτέ δεν την βλέπαμε.

    -Γιατί;

    -Δεν θέλαμε…

    Μία κουρτίνα κλείνει..)

     
  2. sklvgay

    sklvgay New Member

    μιας και μιλάμε για Τύχη και ότι όντως έτσι ζούμε στην χώρα αυτή... θα ήθελα να παραθέσω κάτι από τις σπουδές μου, στην Ερωφίλη δράμα του 16ου αιώνα από τον Χορτάτση οι 2 κεντρικοί ήρωες η Ερωφίλη και ο Πανάρετος, ουσιαστικά ενώ στην αρχή δηλώνεται από τον φίλο του τον Καρπόφορο, ότι ο καθένας ορίζει την μοίρα του μόνος του, βλέπουμε σταδιακά την υποδούλωση του Πανάρετου στον έρωτα, που το θεωρεί ως κάτι το αρνητικό. Η Ερωφίλη με την σειρά της ενώ φαίνεται μέχρι την μέση να πιστεύει στην αξά, αξία του κάθε ανθρώπου εντέλει δηλώνει την υποδούλωση της, προμηνύοντας την αρνητική έκβαση του έργου, το Μπαρόκ είναι έντονο εδώ. Ο Ερωτόκριτος, αν και μετέπειτα έχει στοιχεία αναγεννησιακά έντονα.... Εδώ ο Κορνάρος, αν και στον πρόλογο αναφέρει τοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ ᾽ανεβοκαταιβένουν... δεν δηλώνει ποτέ ξεκάθαρα τον τροχό της τύχης, αλλά την αλλαγή του χρόνου, όπου ωριμάζουν οι ήρωες. Συγκεκριμένα και οι 2 ήρωες, Αρετούσα και Ρωτόκριτος, υποδουλώνονται στον έρωτα και μέσα όμως από αγώνες ο Ρωτόκριτος εξορία και μάχη νικάει και η Αρετούσα μέσω εγκλεισμού και από ψυχολογικά βασανιστήρια βρίσκουν την λογική τους. Επίσης, Η Αρετούσα, όταν της τραγουδάει ανώνυμα ο Ρωτόκριτος, χωρίς να ξέρει την ταυτότητα του, λέει ότι θα ναι από ευγενική καταγωγή, μετά που τον γνωρίζει δηλώνει ότι σημασία έχουν οι πράξεις κ όχι η καταγωγή στον άνθρωπο.