Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Το αιώνιο σύμβολο της Δουλείας

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Afrodoxia, στις 8 Απριλίου 2022.

  1. Afrodoxia

    Afrodoxia Regular Member

    Κάθε ρεπόρτερ που σέβεται τον εαυτό του έχει τις κατάλληλες διασυνδέσεις. Καλύτερα να μην ξέρετε περισσότερα.

    Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Για όσους γνώριζαν σε βάθος πρόσωπα και πράγματα στην αθηναϊκή νύχτα, εδώ και μέρες κυκλοφορούσε μία φήμη πως κάπου, κάπως, ένα εξεζητημένο ντεφιλέ θα λάμβανε χώρα στην πόλη. Κυκλοφορούσαν κάτι αστειάκια, κάτι υπονοούμενα, κάτι αναστεναγμοί που δεν έπαιρναν μία στέρεα μορφή. Κάποια αγοροπωλησία ήταν στο επίκεντρο όλων, κάτι σκανδαλώδες, όχι κάτι υλικό αλλά με παροχή υπηρεσιών ή μάλλον με ζωτικά αγαθά, και εκεί το πράγμα χανόταν σε ένα πέπλο μυστηρίου.

    Στο τέλος της εβδομάδας με κάλεσε ο αρχισυντάκτης του «Ερωτικού Τρίτου» για να μου κάνει την καρδιά περιβόλι. Ο Αναστάσιος ήταν το ανερχόμενο αστεράκι στα ηλεκτρονικά media, και όπως ήξερα από πρώτο χέρι ήταν ένας τύπος αδίστακτος. Διαχειριζόταν τρεις ιστοσελίδες με την κάθε ανάρτηση να έχει κάτι από την αποφορά των άπλυτων ρούχων που έχουν μείνει για καιρό στο καλάθι.

    Έβαλα ένα κορμάκι και αμέλησα να φορέσω στηθόδεσμο. Μπορεί να ήμουν μικροκαμωμένη αλλά ήξερα – πάλι από πρώτο χέρι – ότι δεν περνούσα απαρατήρητη.

    Άνοιξα και μπήκα με τον αέρα γυναίκας που ξέρει τι θέλει, παρότι δεν είχα λεφτά ούτε για σουβλάκι τουλάχιστον αυτή η μαύρη εργασία μου κρατούσε τις πόρτες του ZARA ακόμα ανοιχτές.

    Είχα φορέσει το ακαταμάχητο χαμόγελό μου αλλά εκείνος ήταν κρυμμένος πίσω από δύο οθόνες υπολογιστών νεφελοσκεπής. Δεν μου μίλησε, ούρλιαξε!

    «Βουίζει ο τόπος, μαλακισμένη, και εσύ ψαρεύεις αγοράκια στην Ερμού. Που γίνεται το γαμημένο ντεφιλέ;», μου είπε σε αφρούς.

    Η αλήθεια ήταν ότι η ιστοσελίδα μας περνούσε μία καμπή, τα δολώματα είχαν αρχίσει να κουράζουν και το λαβράκι δεν φαινόταν να τσιμπάει.

    «Δεν ξέρω», του πέταξα αυθάδικα και το δικαίωμα που μου έδινε ότι είχαμε πηδηχτεί αρκετές φορές και οι δυο μας.

    Αλλά ο Αναστάσιος δεν είχε φτάσει να εκβιάζει την μισή Αθήνα τυχαία. Τώρα μου μίλησε ήρεμα: «Ξέρεις ότι όποιος πραγματικά δουλεύει για μένα, παίρνει λεφτά από μένα, για αντάλλαγμα χάνει την ελευθερία του – ναι;». Ναι, μου είχε πει κάτι τέτοια παρόμοια όταν με πήρε και μετά με ξαναπήρε στα τέσσερα, αλλά ήμουν αρκετά ενθουσιασμένη με την δουλειά για να δώσω σημασία. Έτσι, του απάντησα κρατώντας τον ίδιο τόνο: «Νόμιζα ότι η ελευθερία είναι αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου», τονίζοντας την λέξη «αναφαίρετο».

    Ο Αναστάσιος, όπως είπα, δεν είχε εκβιάσει την μισή Αθήνα τυχαία, το είχε κάνει λόγω της εξυπνάδας και των γνώσεών του. Έτσι, πάλι με ήρεμο τρόπο, θα μου εξηγούσε: «Ναι, στη θεωρία δεν μπορώ να ‘απαλλαγώ’ από το να είμαι ελεύθερος, όλοι είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι. Τότε, ας πούμε, ότι σου ζήτησα περισσότερο να επικεντρωθείς στην καταδίκη σου, να κάνεις τη δουλειά μου. Και αυτή είναι η πράξη, που ως γνωστό διαφέρει από τη θεωρία. Και για να περάσουμε στη δράση – γδύσου!»

    Ήδη το είχα εμπεδώσει ότι για να πας ψηλά πρέπει να πέσεις πολύ χαμηλά (σημ. να περάσεις από πολλά κρεβάτια). Αλλά αυτό το «γδύσου» μου ακούστηκε κάπως φάλτσο – αν και ερεθιστικό…

    Σηκώθηκε από το γραφείο του. Πριν με πλησιάσει είχα βγάλει μέχρι τη μέση. Η λευκότητα του μπούστου μου πλημύρισε τον χώρο. Είμαι άτομο που παίρνω αποφάσεις στην στιγμή και θέλω να πιστεύω ότι δεν είναι της στιγμής. Με τον Αναστάσιο ήθελα να δεθώ. Ο τύπος ήταν αρκετά κοντός για άνδρας αλλά είχε ένα σβέρκο ταύρου. Δεν μπορούσες παρά να υποταχθείς σε αυτήν την ζωική ορμή. Με έσπρωξε απαλά προς την άκρη του γραφείου του και από εκεί πήρε ένα μεταλλικό μαύρο κλιπ και το πέρασε στην δεξιά ρώγα μου. Έβγαλα μία ανάσα πόνου και κοιταχτήκαμε. Του χαμογέλασα δειλά. Εκείνος μου πέρασε άλλο ένα στην ελεύθερη ρώγα. Τώρα αναστέναξα. Εκείνος τρεμόπαιξε το κλιπ πάνω μου, το οδήγησε ανάλαφρα λίγο πάνω-κάτω, λίγο δεξιά-αριστερά, μετά ακόμα περισσότερο μέχρι που το κλιπ βγήκε πετάχτηκε στον αέρα μαζί με ένα δικό μου βογγητό. Το ίδιο έγινε και με την αριστερή θηλή μου. Γονάτισα να τα μαζέψω από το πάτωμα και ξαναρχίσαμε.

    Η όλη διαδικασία γινόταν με τις πιο λεπτές κινήσεις και ευαισθησία εκ μέρους του θηρίου που είχα μπροστά μου, κάτι που με έκανε να χαλαρώσω τόσο πολύ που να κλείσω τα μάτια και να αφεθώ να απολαύσω τη διαδρομή.

    «Μικρή μου, δεν ξέρω αν λυπάμαι ή χαίρομαι που θα στο πω, αλλά είσαι γεννημένη για να πόνας - να πονάς σαν σκύλα», μου πέταξε στο τέλος σαν ετυμηγορία δικαστηρίου.

    «Κανονική καταδίκη», αστειεύτηκα.

    «Ναι», μου απάντησε σοβαρός.

    «Δεν θα γαμηθούμε;», του πέταξα παραπονιάρικα.

    «Δεν πάω ποτέ με δούλες - νόμος», είπε ξερά.

    Το τελευταίο ακούστηκε σαν την χειρότερη βρισιά, ταρακουνήθηκα. Ανέβασα σιωπηλά στους ώμους μου το κορμάκι και χαμήλωσα το κεφάλι.

    Βγαίνοντας στον δρόμο ένιωσα τις θηλές μου να τσούζουν σαν το διάολο. Στο πρώτο σουπερμάρκετ μπήκα να αγοράσω ένα μπουκάλι φτηνή βότκα και χυμούς για να συνέλθω. Νωρίς το ίδιο βράδυ έριξα τα μούτρα μου, φόρεσα ένα κολάν, και ξεκίνησα με τα πόδια να πάω στην «Σεξουάλα», το ιστορικό κωλόμπαρο στα Κάτω Πατήσια.

    Δεν μπορώ να πω ότι τα παιδιά χάρηκαν ιδιαιτέρως όταν με είδαν αλλά δεν φέρθηκαν άσχημα, με έστειλαν άρον-άρον στον Κάρολο, τον πιο παλιό προαγωγό της πιάτσας. Καθισμένος στον δερμάτινο καναπέ με το ένα χέρι κρατούσε ένα ποτήρι τεκίλα και με το άλλο πασπάτευε μία μισόγυμνη καμπαρετζού. Μόλις με είδε αναψοκοκκίνισε, ίσως από θυμό, ίσως από επιθυμία, ίσως και τα δύο μαζί. Τελευταία φορά που συναντηθήκαμε κυνηγούσα ένα ρεπορτάζ για αστές κυρίες που έπαιζαν την «Ωραία της Ημέρας» και τα ίχνη τους με είχαν οδηγήσει στο κατώφλι του ίδιου μαγαζιού. Έγινα θαμώνας και δεν άργησε η στιγμή που αυτός και το πρωτοπαλίκαρο του με στρίμωξαν στον ίδιο καναπέ και φαντάζεστε τα υπόλοιπα. Δεν μπορώ να πω ότι δεν το χάρηκα, κάτι που το κατάλαβαν και αυτοί, οπότε όταν τους απείλησα ότι θα τους καταγγείλω για βιασμό αν δεν με αφήσουν ήσυχη να δημοσιεύσω, με διακριτικότητα, την ιστορία με τις βίζιτες, εκείνοι δεν είχαν παρά να το δεχτούν.

    Τώρα ο Κάρολος ζήτησε ευγενικά από το κορίτσι να μας αδειάσει τη γωνιά και με ρώτησε τι θέλω. Του είπα για τις αόριστες φήμες περί ενός προχωρημένου ντεφιλέ που θα γινόταν στην πόλη και ότι είμαι σίγουρος ότι εκείνος ήξερε να μου πει κάτι.

    «Και σ’ αντάλλαγμα τι θα έχω;», απάντησε βαριά.

    Η απάντηση μου ήταν απλή και ντόμπρα: «Εμένα».

    Ο Κάρολος ήπιε μισή γουλιά και κοίταξε για τα τσιγάρα του. Κατέβασε άλλη μία πιο γερή και είπε: «Γδύσου». Αν και ήταν η δεύτερη φορά την ίδια ημέρα, θεώρησα ότι δεν ήταν παράλογη απαίτηση και το μυαλό μου πέταξε στον κόπο που εμείς οι γυναίκες κάνουμε για να ντυθούμε.

    Η ώρα ήταν ακόμα νωρίς για την πελατεία του μαγαζιού. Ο Κάρολος σηκώθηκε και άνοιξε ένα συρτάρι από το γραφείο του. έβγαλε ένα κολάρο και μυρίζοντας τα χνώτα του αλκοόλ μου το έσφιξε στο λαιμό. Μου κόπηκε η αναπνοή, αλλά αυτό δεν ήθελε; Μου έδωσε μία καλή κλωτσιά και έπεσα σαν κάστρο στην άμμο. Κυλίστηκα κλαψουρίζοντας από τον πόνο. Καταλαβαίνει κανείς ότι δεν μπορεί να παίζει με τον πιο παλιό νταβατζή της Αθήνας. Είχα κάπως ανασηκωθεί όταν μου άστραψε μία ανάστροφη που έχασα το φως μου. Όταν κάπως συνήλθα είδα εκ νέου τον ουρανό σφοντύλι, ευτυχώς αυτή τη φορά λιγότερο αστραφτερό. Με πήρε από το μαλλί κα με έριξε στον καναπέ. Μου πέταξε ένα κωλόχαρτο για να σκουπιστώ και είπε: «Τώρα είσαι στα χέρια μου».


    Δεν ήξερα αν έπρεπε να φοβηθώ ή απλώς να αφεθώ, όπως κι αν είχε προτίμησα να μην βγάλω άχνα. Συνέχισα να κρατάω το χαρτί γερά στο ρουθούνι μου και όσο μπορούσα σήκωνα προς τα πάνω το κεφάλι μου.


    «Θα δουλέψεις εδώ. Τρεις μέρες και νύχτες θα γλύφεις τις τουαλέτες με τη γλώσσα σου και θα τρως σκατά.» Τέλεια, το αγαπημένο μου φαγητό, είπα από μέσα μου. Τον κοίταξα λυπημένα στα μάτια και χαμήλωσα το κεφάλι υποταχτικά.


    Ήταν δέκα το βράδυ όταν με πήγαν σε μια αποθηκούλα με σφουγγαρίστρες και άλλα καθαριστικά και ξεκίνησαν να με παίρνουν σαν άγρια ζώα. Μέχρι τις πέντε το επόμενο πρωί με είχαν πηδήξει πίσω-μπρος όλα τα αρσενικά του μαγαζιού και ως ειδική προσφορά δόθηκα στους καλούς πελάτες. Στο τέλος της περιπετειώδους αυτής βραδιάς, ο Κάρολος, άνδρας που κρατάει το λόγο του, με πήγε στις τουαλέτες για τα περαιτέρω.


    Για το υπόλοιπο πρωινό με παρέδωσαν σε μία σκληρή μπαρόβια και πήγαν σπίτια τους να κοιμηθούν. Η νέα παρέα μου πρέπει να ήταν κάτι σαν ο νέος επιστάτης του μαγαζιού, δεν την είχα δει την άλλη φορά, άλλος είχε υπό την επίβλεψή του τις κοπέλες. Άναψε τσιγάρο, κάθισε σε ένα σκαμπό και ξεκίνησε να επιθεωρεί την φασίνα που με έβαλε να κάνω. Κάθε λίγο δυσοίωνα αντηχούσε στο άδειο μπαρ η νέα διαταγή για το τι και πώς να το κάνω.


    Έτσι πέρασαν σχεδόν τρεις ώρες πολλής δουλειάς, αλλά τα είχα καταφέρει να βάλω σε μία τάξη το μέρος. Ήταν περίπου δέκα το πρωί όταν με οδήγησε στο βάθος του μαγαζιού και μου άγγιξε απαλά τον λαιμό και το στήθος. Ενστικτωδώς αμέσως κατάλαβα ότι με ήθελε – ρίγησα, το κατάλαβε κι αυτή με την σειρά της.


    Πλησίασε το στόμα της στο αυτί μου και μου ψιθύρισε: «Μένει κάτι λίγο ακόμα για να έρθεις στα ίσα με το μαγαζί, μικρή μου ρουφιάνα», και σήκωσε απαλά τα μπράτσα μου στην ανάταση να κρατηθούν από μία εξοχή του τοίχου. Κατόπιν έβγαλε ένα λεπτό καλώδιο και το έτριψε το ίδιο απαλά στο στήθος, το στομάχι και τα μπούτια μου.


    «Κατάλαβες;», μου είπε βραχνά. Της έγνεψα καταφατικά και αναστέναξα κάπως επιτηδευμένα.


    Ζύγισε στην χούφτα της το κομμάτι από καλώδιο και ξεκίνησε με αξιοθαύμαστη τεχνική και πειθώ σαν μεγάλος βιρτουόζος μουσικός να χαράζει τα σημεία του κορμιού μου που λίγο πριν είχε θωπεύσει με το ίδιο όργανο. Εκείνο το πρωί πόνεσα τόσο όμορφα και δυνατά, τόσο απάνθρωπα γυναικεία, που δεν έβγαλα ούτε στο ελάχιστο κάποια τσιρίδα για να ακουστεί πέρα από τα αυτιά του βασανιστή μου – υπέφερα για τα μάτια της μόνο! Με άφησε όταν κατάλαβε ότι είχα βγάλει από την ψυχή μου τον διάολο.


    Μετά θυμάμαι να γέρνω μισολιπόθυμη στην αγκαλιά της και να χάνω τις αισθήσεις μου πάνω σε έναν πάγκο, ανάμεσα σε κάτι τραπέζια.


    Κάποιος θα έλεγε ιδού η δίκαιη τιμωρία της ρουφιάνας ρεπόρτερ, και κάποιος άλλος, να ποια είναι η τέλεια απόλαυση της μαζόχας χαζογκόμενας. Προσωπικά ήμουν κάπως μπερδεμένη: τα σχισίματα από το καλώδιο με είχαν κόψει άσχημα, ο κώλος μου αιμορραγούσε και τρανταζόμουν από δυνατά ρίγη. Σίγουρα ένιωθα κάτι σαν να βγαίνω απ’ το πετσί μου, να αφήνω εκεί κάτω για πάντα σαν μια προβιά την ύπαρξή μου. Και μετά;


    Μετά ήρθε ο μπάρμαν να ανοίξει το μαγαζί, σε λίγο έφτασε και η αφέντρα μου – ο μαστιγωτής μου. Πάτησε με τις γόβες της χωρίς δισταγμό πάνω στους εμετούς και τις χολές που είχα γεμίσει το πάτωμα γύρω μου, με σήκωσε σαν μωρό ή σαν τραυματισμένο από βόλι σύντροφο στον αγώνα της παλιγγενεσίας. Μπήκαμε στο γραφείο του αφεντικού και με ακούμπησε μαλακά στον καναπέ. Έφερε μία λεκάνη με νερό, γάζες και πετσέτες και βάλθηκε να μου ξεπλένει το κορμί. Το ξέρω ότι είναι αμαρτία αυτό που λέω, αλλά ένιωσα σαν να με αλείφουν με αρώματα οι μυροφόρες. Ίσως ο καθένας να είναι ικανός για το δικό του θείο δράμα!


    Το απόγευμα με βρήκε ακόμα να απολαμβάνω τον καναπέ όταν μπήκε ο Κάρολος. Με πλησίασε κάπως διστακτικά και κοντοστάθηκε. Εγώ αφέθηκα να πέσω στο πάτωμα και να συρθώ στα πόδια του σαν εκείνος να είχε μόλις πετάξει την γόπα του και ετοιμαζόταν να την πατήσει. Αντί για αυτό έβαλε μια φωνή να έρθει ο Φώτης, το πρωτοπαλίκαρό του. Ο Φώτης την έχει τεράστια και όταν σε σπρώχνει είναι τραγικά άγαρμπος. Αυτό το ήξερα από την πρώτη επίσκεψή μου, αλλά μου το είχαν επιβεβαιώσει και όλες οι κοπέλες του μαγαζιού.


    ¨Πήδα την», γρύλισε ο Κάρολος μόλις είδε τον Φώτη να μπαίνει στο γραφείο. Εκείνος τεράστιος και εγώ μινιόν, εκείνος με μία μαγκούρα σκληρή σαν ατσάλι και εγώ ένα μουνάκι αξύριστο αλλά καυτό. Ένα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά μου, δεν ήξερα αν είναι πυρετός ή λαγνεία. Ο Φώτης είχε κατεβάσει το παντελόνι και πλησίαζε, εγώ είχα συρθεί πίσω στο βάθος του καναπέ και σαν καλό κορίτσι άνοιγα τα πόδια μου όσο πιο πολύ μπορούσα. Πριν πέσει σαν ογκόλιθος να με λιώσει, κοντοστάθηκε, ή μάλλον, για μια στιγμή μετεωρίσθηκε κοιτώντας τις αριστοτεχνικά τραβηγμένες πινελιές που η Αλέξια εκείνο το πρωί είχε σε όλα τα χρώματα ζωγραφίσει στα μπούτια μου. Ασυναίσθητα άφησα την ανάσα μου να ακουστεί σαν αναστεναγμός. Εκείνη τη στιγμή ήθελα να γαμηθώ όσο τίποτα στον κόσμο.


    Είδα μόνο το καυλί του να ίπταται από πάνω μου σαν αεροπλάνο και το ένιωσα μέσα μου. Αμέσως το μουνί μου ξεχείλωσε όπως εκείνα τα τριαντάφυλλα που μετά από λίγο καιρό μαδάνε μέσα στα ανθοδοχεία. Και μετά μπήκε ακόμα πιο μέσα, και πιο βαθιά, βαθύτερα, λιγάκι ακόμα. Και μετά κέρδισε κι άλλες σπιθαμές γης, μέχρι που το ακρότατο σημείο της ουρήθρας του άγγιξε τρεμάμενο τις χορδές των σπλάχνων μου, ξεσπώντας και οι δυο ταυτόχρονα σαν τις κόρνες οδηγών μπροστά στο αναμμένο πράσινο, σε ένα δαιμονισμένο ουρλιαχτό που κανείς δεν μπορούσε να πει αν έμοιαζε με ζητοκραυγή ή με κατακραυγή, αλλά ήταν σε απόλυτη συμφωνία.


    Εκείνη την στιγμή κατάλαβα ότι είχα κάνει το πήδημα της ζωής μου. Ποτέ ξανά δεν θα το έφτανα, γιατί ταυτίστηκε με αυτά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που αρκούν σε όλους να πεθάνουν.


    Γύρισα και είδα τον Φώτη αποσβολωμένο να προσπαθεί να καταλάβει τι είχε συμβεί. Ο Κάρολος στεκόταν δίπλα του και με ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη του είπε να ντυθεί. Όταν ο Φώτης μας άδειασε τη γωνιά, γύρισε και μου είπε ότι είμαι μεγάλη δουλάρα, κάτι που κανονικά θα έπρεπε να το λάβω ως τιμητικό τίτλο από έναν ιππότη όπως αυτός, μόνο που στη φωνή του διέκρινα αποχρώσεις έκπληξης.


    Μάζεψα τα σκέλια μου και διπλώθηκα ναζιάρικα στον καναπέ. Μόλις ο Κάρολος φώναξε την Αλεξία ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι.

    Εκείνη μπήκε μέσα σχεδόν χοροπηδητά, από το ξινισμένο ύφος της κατάλαβα ότι οι φωνές μας είχαν ακουστεί σε όλο το γύρω τετράγωνο.

    Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, ποθούσα να πέσω στα πόδια της να ζητήσω συγχώρεση, να της εξομολογηθώ τον έρωτα μου για εκείνην – φυσικά το ήξερε, κάτι που με έκανε να νιώθω μαζί τρόμο και ευτυχία…


    «Την άκουσες την μικρής», ρώτησε ο Κάρολος.


    «Την άκουσε όλη η Αχαρνών», γρύλισε μέσα από τα δόντια της η Αλεξία



    «Λοιπόν, τι συμπέρασμα βγάζεις», ξαναρώτησε το αφεντικό.


    «Γουστάρει πολύ να τον τρώει», απάντησε η Αφέντρα μου.


    «Τι να κάνεις, βρωμιάρες. Σύρε πάρε την, λοιπόν, μήπως καταφέρεις να της αλλάξεις μυαλά», είπε γελώντας και συμπλήρωσε όλο νόημα: «Αλεξία, οι πίνακες σου είναι εξαιρετικοί στα παστέλ χρώματα».


    Στο μεταξύ η Αλεξία είχε έρθει και στάθηκε από πάνω μου και με διέταξε να την κοιτάξω στα μάτια. Κοιταχτήκαμε για ένα ολόκληρο λεπτό, το πιο αργό και βασανιστικό της ζωής μου - αλήθεια. Και όμως, δεν μπορούσα να δω τίποτα μέσα στα μάτια της, ούτε θυμό, ούτε κακία, ούτε όμως και αγάπη. Δεν μπορούσα να δω αλλά μπορούσα να ακούσω, πρώτα εγώ και μετά όλοι οι άλλοι, γιατί το χαστούκι που μου σβούρηξε ακούστηκε σε όλο το μαγαζί. Ακολούθησε άλλο ένα βασανιστικό ενός λεπτού σιγής. Τώρα τα μάτια μου είχαν βουρκώσει, τα δικά της ήταν απλώς ανέκφραστα. Το δεύτερο χαστούκι είχε ακριβώς την ίδια ένταση και έσκασε ακριβώς στο ίδιο σημείο με το προηγούμενο. Τώρα η έκφρασή της έδειχνε κάπως να μαλακώνει. Το τρίτο χαστούκι, υπέροχα άκαρδο όπως τα προηγούμενα, με έκανε να λυθώ σε λυγμούς. Το χέρι της ήταν δυνατό και πλατύ και χτυπούσε με ένα τόσο γυναικεία σκληρό τρόπο, που συνειδητοποίησα ότι ή υποταγή μου στις ορέξεις της θα γινόταν τέλεια.


    Με χαστούκισε είκοσι φορές, στο ίδιο σημείο και με την ίδια ένταση, ένα χαστούκι για κάθε λεπτό – δεν έχω ιδέα πώς μετρούσε τον χρόνο με τόση ακρίβεια, αλλά πάλι μπορεί να ήταν απλώς μια δική μου εντύπωση. Μετά το πέμπτο χαστούκι δεν είχα άλλο δάκρυ για να χύσω. Μετά το όγδοο, ένιωσα την ερωτική επιθυμία να κατακλύζει τα σωθικά μου, και μετά το δέκατο τρίτο, ή κάπου εκεί, άρχισα να βογκώ λόγω του ανυπόφορου πόνου. Όσο κρατούσε το λεπτό κοιταζόμασταν και μιλάγαμε με τα μάτια: Της είχα ζητήσει συγνώμη, είχα διαλαλήσει (με ηχηρά χαστούκια) τον έρωτα μου για εκείνη, είχα δεχτεί χωρίς ίχνος παραπόνου τον επίμονο εξευτελισμό μου.


    Στο τέλος, στιγμιαία, διέκρινα ένα χαμόγελο να διαγράφεται στα χείλη της και μετά αστραπιαία με έπιασε από τα μαλλιά και με απίστευτη ορμή άρχισε να με σβουρίζει σαν κάποιου είδους μαγικής σφουγγαρίστρας στο πάτωμα. Πολύ μετά θα μου πει ότι αυτό ήταν μία αυθόρμητη εκ μέρους της έκφραση χαράς!


    Την λάτρευα, ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερή μου και πολύ περισσότερο περπατημένη. Ήταν μεσαίου αναστήματος αλλά με δυνατό σώμα και παράστημα. Τα κριθαρένια μαλλιά της έπεφταν σαν γιρλάντες απαλά στο μέτωπό της, χωρίς όμως να της γλυκάνουν το στρογγυλεμένο πρόσωπό της. Η Αφέντρα μου ήταν και έδειχνε αληθινή σατράπισσα!


    Τελικά η Αλεξία με «εξαγόρασε» από τον Κάρολο με αντάλλαγμα τις ισόβιες υπηρεσίες της, όποιες και αν ήταν αυτές, ενώ θα της παρακρατούσε και τον μισό μισθό της. Με πήρε και πήγαμε να μείνουμε στο δυάρι που με κόπους ζωής είχε αγοράσει στην Κυψέλη. Δεν είχαμε να φάμε αλλά είχαμε ένα όραμα: να ζήσουμε την απόλυτη σχέση Αφέντρας-δούλας!


    Τα πράγματα όφειλαν να είναι όσο πιο απλά γίνονται. Στα επόμενα συμφωνήσαμε σαν μεγάλες κοπέλες που ήμασταν: Εγώ δεν θα ξανάβγαινα από το κατώφλι της μικρής μας φωλιάς, δεν θα με ξαναέβλεπε ούτε ο ήλιος ούτε άλλος άνθρωπος. Εκείνη θα διατηρούσε εξουσία ζωής και θανάτου πάνω μου, και αν ο μη γένοιτο έφευγε πρώτη από τη ζωή, εγώ θα έπρεπε να την ακολουθήσω. Για αυτό είχε φροντίσει να αγοράσει ένα λεπτό και μακρύ στιλέτο, με το οποίο παίζοντας σαν μικρά παιδιά, σιγά-σιγά ωρίμαζε η ιδέα για τον τρόπο που θα μου αφαιρούσε την ζωή, αν το ήθελε.

    Εκτός από ένα-δύο συναδέλφους στη δουλειά, με τους οποίους μπεκρουλιάζαμε και ενίοτε αλληλοπηδιόμασταν, σε κανέναν δεν θα έλειπα από τον κόσμο αυτό. Η απουσία μου θα πέρναγε απολύτως απαρατήρητη – τι χαρά!


    Πίσω στη νέα μου ζωή, αυτό που είχε μεγάλη σημασία ήταν η κατάρτιση ενός λεπτομερέστατου οδηγού για την κάθε μέρα της εβδομάδος, την κάθε ώρα της ημέρας, κ.λπ. Γιατί η Αφέντρα ήταν παλαιάς κοπής, δεν άφηνε τίποτα στην τύχη του, ο έλεγχος, η αυστηρή τήρηση των κανόνων, εν ολίγοις η στρατιωτική πειθαρχία ήταν το άλφα και το ωμέγα για τη σχέση μας.


    Καταρχήν δεν θα ξαναφορούσα ρούχα πάνω μου. Αν εξαιρέσει κανείς τη μόνιμη αίσθηση κρύου – ειδικά τον χειμώνα: να γιατί το ξύλο σε ζεσταίνει – η αίσθηση ότι είσαι όπως γεννήθηκες είναι άκρως απελευθερωτική – μετά συνηθίζεις. Μου αφαίρεσε το κολάρο, κατάλοιπο της πατριαρχίας, και μου πέρασε στο λαιμό μία μεσαίου μεγέθους γαλβανιζέ αλυσίδα, «το αιώνιο σύμβολο της δουλείας» όπως μου είπε. Δεν την προσάρμοσε σφιχτά αλλά την άφησε να πέφτει κάπως μπόσικα πάνω μου - τύπου κολιέ. Σιγουρεύτηκε με ευχαρίστηση ότι η αλυσίδα μού είναι αρκούντως άβολη πάνω στις πλάτες και το στέρνο μου, βεβαιώθηκε δηλαδή ότι θα σήκωνα το βάρος που μου αναλογούσε μέχρι τέλους. Την ασφάλισε με ένα λουκέτο – το οποίο θα πρέπει να το έχω πάντα μπροστά σαν σταυρό – και πέταξε το κλειδί. Εν είδει τελετής ορκωμοσίας γονάτισα να προσευχηθώ στη Θεά μου – Εκείνη.


    Το να περνάς τη ζωή σου τσίτσιδη με μία αλυσίδα κρεμασμένη στο λαιμό είναι ελαφρώς γελοίο, αλλά, στο κάτω-κάτω αυτό ακριβώς ήταν το και ζητούμενο. Η προσευχή ήταν μία ιερή στιγμή και γινόταν όταν έφευγε και όταν ερχόταν από τη δουλειά. Εν πολλοίς, είχε να κάνει με μία αναφορά όλων των εργασιών και των προσταγών που είχα να φέρω εις περάς. Κάθε Δευτέρα, στο ρεπό της, θα προέβαινα σε μία εκ βαθέων εξομολόγηση των πιο μύχιων σκέψεων και θέλω μου. Κατόπιν, η Κυρία θα έκανε μία διεξοδική αναφορά στις σκέψεις και τα θέλω μου, κάνοντάς μου διευκρινιστικές ερωτήσεις (δημιουργώντας μία μορφή διαλόγου), μία αναφορά που πάντα θα κατέληγε σε μία παραδειγματική τιμωρία, μικρή ή μεγάλη, αναλόγως πώς η Κυρία το έκρινε.


    Το διαμέρισμα ήταν εσωτερικό και το μόνο άνοιγμα ήταν ένα παράθυρο στην κουζινίτσα που έβλεπε στον φωταγωγό και από εκεί έμπαινε το λιγοστό φως της μέρας. Ακόμα και έτσι, δεν είχα δικαίωμα να περιφέρομαι στους στενούς και ανήλιους χώρους του χωρίς άδεια.

    Επίσης, μόνο τις Δευτέρες είχα το δικαίωμα να είμαι αυτοβούλως στα πόδια μου. Όλες τις άλλες μέρες σερνόμουν στα τέσσερα ή έπαιρνα ειδική άδεια για το αντίθετο.


    Αν ήθελα να πάω για την ανάγκη μου αυτό θα έπρεπε να γίνεται πάντα με την παρουσία της Κυρίας, αν μου έδινε την άδεια. Στην περίπτωση που Εκείνη απουσίαζε έπρεπε να κρατηθώ μέχρι να μου ξεφύγουν, και έπρεπε να υπάρχει απόδειξη για αυτό…


    Όλη η καθημερινότητά μας στο σπίτι ήταν ένα ψηφιδωτό από εφαρμογές κανόνων, τόσο λεπτομερές που συμπλήρωναν κάθε ώρα του εικοσιτετραώρου. Βέβαια, για να φτάσουμε εκεί είχαμε πολύ δρόμο και πιο πολύ κόπο, αλλά αυτή ήταν η διαστροφή μας: να το αποστηθίσουμε ψυχή και σώμα!


    Δεν έτρωγα ποτέ στο τραπέζι μαζί της αλλά της μαγείρευα το λίγο φαγητό που ψώνιζε για εκείνη (σίγουρα έτρωγε πολύ περισσότερο έξω), την σερβίριζα και καθόμουν υπομονετικά στα γόνατα. Θα έτρωγα από τα λίγα αποφάγια – αν έμεναν. Πολλές φορές το γεύμα μου το αποτελούσαν αποκόμματα από ξερό ψωμί ριγμένα στο νερό. Το μόνο μέρος που μου ανήκε ήταν μία άκρη του σαλονιού, πίσω από μία πολυθρόνα, όπου έτρωγα και κουλουριαζόμουν.


    Έτσι, μία μόνιμη αίσθηση πείνας και κρύου δεν με εγκατέλειπε ποτέ μέσα σε εκείνο το υγρό δυάρι.


    Το πιο απολαυστικό κομμάτι της ημέρας ήταν όταν η Κυρία θα αφιέρωνε τουλάχιστον τρείς με τέσσερις ώρες για την περιποίηση, την καθαριότητα και τον καλλωπισμό της, όπου σε όλα συμμετείχα διεξοδικώς. Περνάγαμε ατέλειωτες ώρες στο μπάνιο και στην κρεβατοκάμαρα, μέχρι να ετοιμαστεί και να πάει στη δουλειά. Ουσιαστικά έτσι περνούσαμε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μας μαζί. Τη νύχτα πάντα θα την περίμενα στο χολ γονατιστή να έρθει από το μπαρ, τέσσερις με πέντε το πρωί. Θα άκουγε την σύντομη «προσευχή» μου, θα μου επέβαλε μία τιμωρία την οποία η θα την εκτελούσα μόνη μου (συνήθως ήταν να παραμείνω ξάγρυπνη). Όσο έλειπε, έτριβα πατώματα, έπλενα στο χέρι τα ρούχα της και διαρκώς έσιαζα την αλυσίδα πάνω μου.


    Έτσι πέρασε περίπου μισός χρόνος. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή κάναμε ξεδιάντροπα έρωτα και ακόμα πιο ξεδιάντροπα γλεντάγαμε τους ξυλοδαρμούς μας. Έρχονταν στιγμές που ταξίδευα σε άλλη διάσταση. Άπειρες φορές μου τσάκισε τα κόκκαλα και άλλες τόσες γινόμουν καλά. Άπειρες φορές ξεψυχούσα και ανασταινόμουν. Δεν περνούσε μέρα που δεν θα την πότιζα ροδόσταμο και δεν θα με πότιζε φαρμάκι, που λέει και το παλιό άσμα.


    Όμως, με τον καιρό, τα πράγματα ξεκίνησαν αργά αλλά σταθερά να αλλάζουν. Δεν έτρωγα σχεδόν καθόλου και είχα αδυνατίσει επικίνδυνα, σύντομα η περίοδος μου σταμάτησε. Οι πληγές μου πλέον έπαιρναν περισσότερο χρόνο για να κλείσουν ή απλώς δεν έκλειναν, είχα χλομιάσει σαν φάντασμα και η ακινησία μέσα στο δυάρι με είχε κάνει ατροφική.


    Από την άλλη, η Κυρία μου έδειχνε μέρα με τη μέρα όλο και πιο ανανεωμένη, τροφαντή και ευκίνητη. Και εγώ ένιωθα τη σκιά της κάτω από την ηλεκτρική λάμπα όλο και πιο βαριά, όλο και πιο δυσοίωνη.

    Μία Δευτέρα, σε μία προσευχή μου, της το είπα, δεν είχα άλλωστε μυστικά. Της είπα ότι ένιωθα να σβήνω, και θα το χαιρόμουν αν και Εκείνη το χαιρόταν, και ότι θα ήθελα πριν αρρωστήσω στα σοβαρά και πλέον δεν κάνω για τίποτα, να κόψει αυτόν τον γόρδιο δεσμό.


    Εκείνη με άκουσε με προσοχή και στο τέλος, αδιάφορα παρά ψυχρά, μου παρήγγειλε ότι η τιμωρία μου για εκείνο το βράδυ θα ήταν να φάω τα κόπρανά της και μετά, κάνοντας εμετό, να φάω τα ξερατά μου. Κατόπιν, αργά τα μαύρα μεσάνυχτα θα με πήγαινε στο παράθυρο του φωταγωγού για να με καψαλίσει με την καύτρα του τσιγάρου της, χωρίς να μπορώ να βγάλω άχνα και ξυπνήσω τους γείτονες.


    Σοκαρίστηκα. Ήθελα να γίνω μία παραδειγματική σκλάβα, να περάσω σε μία άλλη μυστική διάσταση, να αφήσω – δεν το κρύβω – με μία δόση ανωτερότητας τον κόσμο των κοινών θνητών, να μείνω για πάντα κρυμμένη στο βασίλειο μας.


    Μπορεί να ήμουν ρομαντική αλλά όχι τόσο πολύ αφελής. Τότε σιγουρεύτηκα ότι με είχε βαρεθεί, ήθελε να με ξεφορτωθεί αλλά όχι και να φορτωθεί ένα πτώμα. Ήδη είχα τις υποψίες μου, δεν νοιαζόταν για μένα: Δεν έδινε προσοχή στις προσευχές μου ή στο αν τηρούνται οι κανόνες, κάτι που τον πρώτο καιρό για κάτι τέτοια γινόταν πόλεμος. Επίσης, δεν έδειχνε την παραμικρή όρεξη να με ικανοποιήσει, κάτι που ήταν σκληρότερο χτύπημα και από εκείνο του χεριού της. Αλλά και όταν πού και πού μου έριχνε καμιά ανάστροφη, η πράξη της είχε το στίγμα της βαρεμάρας, όπως τώρα στον φωταγωγό που με μεταχειρίστηκε απρόσωπα, σαν δήμιος του κράτους. Ίσως αυτό να ήταν που άξιζα, σκεφτόμουν τις ώρες που πέρασα κουλουριασμένη στη γωνία μου μέχρι να ξημερώσει.



    Αυτή, λοιπόν, ήταν η αξιολύπητη κορύφωση του «δουλικού» μου δράματος. Όμως, τι άλλο περιμένει κανείς παρά αυτό ακριβώς το φινάλε, αυτή δεν είναι η μοίρα των σκλάβων; Ε, λοιπόν, ναι!

    Εκείνο το πρωί ξύπνησε νωρίτερα, μπήκε στο σαλόνι με τον αέρα που έχουν γυναίκες καριέρας, στάθηκε μπροστά από ένα σωρό από κόκαλα και φαγωμένη σάρκα που ήμουν εγώ, μου πέταξε μία ρόμπα της και απλώς μου είπε να τσακιστώ να φύγω αμέσως από το σπίτι.


    Όταν παραπατώντας κατάφερα να βγω στο πεζοδρόμιο, ένας υπέρλαμπρος ήλιος τυλίχθηκε γύρω μου σαν ζουρλομανδύας. Ακροβατούσα στα τυφλά πάνω στις λερές πλάκες με πόδια γυμνά και έπεφτα στους τοίχους να βρω στήριγμα, στιγμή δεν αισθάνθηκα την αλυσίδα στον λαιμό.
     
    Last edited: 9 Απριλίου 2022
  2. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Εξαιρετικό!!! Kudos!
     
  3. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    Υποδειγματική νέο νουάρ αφήγηση... Πολύ καλό  
     
  4. Afrodoxia

    Afrodoxia Regular Member

    Ευχαριστώ, η ηρωίδα - όπως όλοι μας - περιπλανιέται μέχρι να παρασυρθεί από ορμητικό χείμαρρο, απλώνοντας τα χέρια να πιαστεί από κάποιο κλαδί, σύμβολο σωτηρίας - επινόηση της στιγμής.
    Η στιγμή, το σύμβολο που γίνεται βέργα ή κλάδος ελιάς, η περιπλάνηση, η ορμή των παθών, όλα αποτελούν τόνους λάσπης που από κάτω τους θα βρεθεί το επόμενο θύμα και να ξεκινήσει μία ακόμα νουάρ αφήγηση.