Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Το μυθιστόρημα μας....

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Kostas.V., στις 7 Νοεμβρίου 2016.

  1. Elena_gr

    Elena_gr Regular Member

    ...ειδάλλως αισθανόταν ότι θα τιμωρηθεί. Κάτι μέσα της ήθελε να προκαλέσει την τιμωρία της. Για πρώτη φορά στην ζωή της συναναστρεφόταν με κάποιον άντρα σεξουαλικά και αισθανόταν απόλυτα γυναίκα.
    Η ερωτική της ζωή μεχρι τώρα της φαινόταν αδιάφορη. Αγόρια που ήθελαν να το παίξουν άνδρες, με συμπεριφορές που της προκαλούσαν γέλια. Είχε φτάσει στο σημείο να σκεφτεί μήπως είναι asexual ή και gay. Για πρώτη φορά όμως αισθανθηκε πιο γυναίκα απο ποτέ.
    Απο την άλλη ο Παύλος την κοιτούσε και δεν μπορπύσε να πιστεψει οτι το κοροτσάκι που ήξερε ήταν πια ολόκληρη γυναίκα, την είχε εκεί, ανέκαθεν την ποθούσε κσι ήταν τώρα γονατισμένη μπροστά του έτοιμη να του Υποταχθεί.
    Ξαφνικά μια κρίση λογικής μεσα του μονολογούσε.
    Μα τι πας να κάνεις άθλιε; Ειναι τουλάχιστον δέκα χρόνια μικρότερη σου και καθώς φαίνεται σε θέλει..πολύ. την ξέρεις απο πιτσιρίκα και τώρα την χρησιμοποιείς ως τι;
    Άρρωστος είσαι. Θες να την πονέσεθς, να την ξεφτυλίσεις, να την κάνεις να αισθανθεί ενα τίποτα; Γιατι; Γιατι να την βάλεις σε μια τόσο βρώμικη διαδρομη; Παύλο σοβατεψου. Εχείς τόσες ανασφάλειες, τόσα κόμπλεξ...τα ξέρεις. Γιατί θέλεις βα της κάνεις κακό Αλλα απο την άλλη..την θέλεις. Πάντα την ήθελες και απο την στιγμή που την ξανα είδες...
     
  2. underherfeet

    underherfeet πέρα βρέχει Contributor

    Στη μνήμη του άρχισαν να αστράφτουν διαδοχικά φλάς, που φώτιζαν διαδοχικά εκείνες τις στιγμές, την βραδιά της εβδόμης Ιουνίου του 2004 , καθώς ο Χαριστέας κάρφωνε τους Πορτογάλους. Ηταν στο σπίτι της, τον είχε καλέσει ο Μανώλης, ο πατέρας της, να δούνε μαζί τον μεγάλο τελικό.
    Ο σπήκερ τρελλαμένος ξελαρυγγιαζόταν , "ο Αγγελος Χαριστέας μας πάει στα ουράνια, αφήστε μας εκεί..." ενω αυτοί είχαν γίνει ένα κουβάρι, αγκαλιασμένοι φιλιόντουσαν ,αλαλάζοντας έξαλλοι και πάνω κει, στους πανηγυρισμούς , την τράβηξε αυθόρμητα πάνω του ,την έσφιξε στην αγκαλιά του και την φίλησε στο μάγουλο.
    Η μνήμη σβήνει τον ήχο γύρω, και αφήνει τον χτύπο της καρδιάς της, να χτυπά εκκωφαντικά δυνατά , μαζί με τη δική του.
    Η μνήμη εστιάζει στις θηλές της , που τις νοιώθει να σκληραίνουν απότομα καθώς τρίβονται πάνω του .
    Η μνήμη εστιάζει στον πούτσο του, που αντιδρά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
    Η μνήμη εστιάζει στα βλέμματα τους που διασταυρώνονται, στο αναψοκοκκινισμένο της πρόσωπο, στην αμηχανία που νοιώθει καθως την σπρώχνει απότομα μακριά, στη σκοτεινή ματιά που του ρίχνει ο Μανώλης που κατάλαβε.
    Η μνήμη εστιάζει στα στεγνά, κοφτά λόγια του Μανώλη μετά το τέλος του αγώνα, όταν πίναν το τελευταίο ποτήρι , στο μπαλκόνι:
    " Αν θές να μείνουμε φίλοι Παύλο, μακριά απο την κόρη μου".
     
  3. lotus

    lotus Silence

    Ξαφνικά επανήλθε στο παρόν...
    Την έσπρωξε απότομα πίσω.
    Φύγε της είπε, φύγε πριν να είναι πολύ αργά. Δεν έπρεπε να συμβεί ποτέ αυτό.
    Εκείνη καθόταν στη γωνία σαν δαρμένο σκυλί σοκαρισμένη και δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της χωρίς να πει κουβέντα. Μόνο τον κοίταγε μέσα στα μάτια.
    Εκείνα τα μεγάλα μάτια της τα είχε καρφώσει πάνω του και τον διαπερνούσαν σαν φωτιά.
    Καλύτερα να μίλαγε, να έλεγε κάτι παρά ο τρόπος που τον κοίταγε.
    Δεν άντεξε την πλησίασε τη σκέπασε την πήρε αγκαλιά ...
     
  4. lotus

    lotus Silence

    Έλα πάμε της είπε και την έπιασε τρυφερά από τους ώμους.
    Δεν θα άντεχε στην ιδέα να συνεχίσει να κλαίει όχι μόνο για το πως ένιωθε γι αυτήν αλλά δεν άντεχε και γενικότερα τα κλάματα.
    Ή μάλλον αν ήταν να κλαίει εξ αιτίας του να ήταν για τους σωστούς λόγους σκέφτηκε.
    Αυτή τον ακολούθησε χωρίς να πει κουβέντα.
    Την κοίταξε λοξά, νομίζω ούτε που ανασαίνει σκέφτηκε για να μην το μετανιώσω και χαμογέλασε κρυφά μέσα του.
    Μπήκαν στο αυτοκίνητο, δεν είπαν κουβέντα σε όλη τη διαδρομή.
    Ο καθένας βυθισμένος στις σκέψεις του αλλά με κοινό θέμα, αποδοχή ή απόρριψη.
    Φτάσανε στο ξενοδοχείο του.....
     
  5. lotus

    lotus Silence

    ... προχώρησαν σιωπηλά μέχρι το δωμάτιο του.
    Ο καθένας βυθισμένος στις σκέψεις του αλλά και ξαναμμένος για το τι θα ακολουθήσει αλλά και στους φόβους του γιατί μπήκαν στην τελική ευθεία αποδοχής ή απόρριψης.
    Η μόνη κοινή τους σκέψη ήταν ή όλα τώρα ή τίποτα.
    Ο Παύλος άνοιξε την πόρτα στο δωμάτιο και έγνεψε στην Εύα να περάσει μέσα. Δεν χρειάστηκε καν να ανάψει φως από το ανοιχτό παράθυρο το φεγγάρι φώτιζε το παράθυρο σαν προβολέας με φίλτρο.
    Η Εύα προχώρησε μερικά βήματα και στάθηκε ακίνητη να περιεργάζεται το δωμάτιο. Το βλέμμα της κοντοστάθηκε στο διπλό ξύλινο κρεβάτι με τον ουρανό. Γύρισε και τον κοίταξε όλο νόημα.
    Ο Παύλος κλείδωσε την πόρτα πίσω του και πάτησε το κουμπί στο cdplayer, η μουσική ήταν τόσο δυνατά όσο έπρεπε ώστε να μην ενοχλεί τους διπλανούς αλλά και να απομονώνει το τι συμβαίνει μέσα στο δωμάτιο. Το "You Want It Darker" άρχισε να διαχέεται μέσα στο χώρο όταν προχώρησε προς το μέρος της και με ένα σπρώξιμο κάτω από το στήθος την πέταξε στο κρεβάτι κι άρχισε να δαγκώνει τα χείλη της πριν καλά καλά προλάβει να συνειδητοποιήσει τι έγινε.
    Ακινητοποίησε με το αριστερό του χέρι και τα δυο της χέρια πάνω από το κεφάλι της δαγκώνοντας την στο λαιμό ενώ το άλλο του χέρι αναζητούσε τη ρόγα της που ήταν ήδη ερεθισμένη τσιμπώντας την με μανία.
    Ξαφνικά σηκώθηκε απότομα κάνοντας δυο βήματα πίσω και την διέταξε να γδυθεί ενώ ο ίδιος ήδη αποδεσμευόταν από τα δικά του ρούχα. Η Εύα τον κοίταζε στα μάτια σχεδόν υπνωτισμένη ενώ αφαιρούσε με λάγνο ύφος ένα ένα τα κομμάτια υφάσματος από πάνω της που έμπαιναν ανάμεσα τους.
    Την έπιασε από τα μαλλιά και την γονάτισε στο πάτωμα τραβώντας τα μαλλιά της με τέτοιο τρόπο που το κεφάλι της ανασηκώθηκε και μπορούσε να τον κοιτάει στα μάτια.
    Χαλάρωσε το σφίξιμο για να καταλάβει ότι έπρεπε να σκύψει και με το που άνοιξε το στόμα της βυθίστηκε όλος μέσα στο στόμα της με ένα πνιχτό βογκητό. Ήξερε ότι δεν πρόκειται να την αφήσει μέχρι αυτός να αποφασίσει οπότε δεν έφερε αντιστάσεις αυτή τη φορά και προσπαθούσε να παίρνει τις σωστές αναπνοές.
    Μετά από λίγο την έσπρωξε πίσω και τη διέταξε να γονατίσει στο πάτωμα μπροστά στο κρεβάτι. Εν το μεταξύ κέρδιζε και χρόνο γιατί σκεφτόταν πυρετωδώς πως μπορούσε να αυτοσχεδιάσει μακαρίζοντας το μικρό σακίδιο που είχε μαζί του κι όχι μια βαλίτσα που θα χωρούσε ότι χρειαζόταν αυτή τη στιγμή. Ξαφνικά θυμήθηκε ένα σκοινί που είχε ξεμείνει στο δωμάτιο από κάποιους προηγούμενους ενοίκους εξάρτημα κάποιας σκηνής και χαμογέλασε.
    Πήρε τη ζώνη του την τίναξε στον αέρα και την πλησίασε. Την έσυρε στην πλάτη της αργά σαν φίδι όσο θαύμαζε την καλοσχηματισμένη πλάτη της όταν ξαφνικά την σήκωσε και την προσγείωσε στα επίσης υπέροχα οπίσθια της. Προς έκπληξη του ούτε καν αποτραβήχτηκε αντιθέτως τεντώθηκε με ένα τρόπο που φάνηκε να το απολαμβάνει.
    Όντως όταν η Εύα ένιωσε στην πλάτη της τη ζώνη κατάλαβε τι θα επακολουθήσει και ήταν και η ίδια περίεργη για το πως θα νιώσει αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη της όταν ένιωσε το πρώτο τσούξιμο που παραδόξως ήταν τόσο όσο να νιώσει μια περίεργα ωραία αίσθηση. Στο δεύτερο χτύπημα ισορρόπησε η αίσθηση και μέχρι να αντιδράσει ενστικτωδώς κάτι που το κατάλαβε ο Παύλος και σταμάτησε πρέπει να είχε δεχτεί 5-6 χτυπήματα.
    Ο Παύλος πέταξε τη ζώνη και χάιδεψε το κοκκινισμένο δέρμα της δίνοντας από άλλα δυο χτυπήματα με το χέρι πριν σκύψει να φιλήσει το δημιούργημα του ενώ ταυτόχρονα τα δάχτυλα το βυθίστηκαν μέσα της στην αρχή σιγά και μετά πιο δυνατά με μαέστρο τον αντίχειρα του. Με το που την ένιωσε να τεντώνεται και να είναι έτοιμη απομακρύνθηκε ψιθυρίζοντας στο αυτί της όχι ακόμα είναι μεγάλη η νύχτα. Ανέβα στο κρεβάτι ήταν η διαταγή του. Για άλλη μια φορά υπάκουσε και ξάπλωσε με τα χέρια σταυρωμένα στην κοιλιά της.
    Ανέβηκε πάνω της σταύρωσε τα χέρια της πάνω από το κεφάλι της κι άρχισε να τη φιλά με μανία. Ανταποκρινόταν σαν αγρίμι που το είχαν αφήσει μέρες νηστικό και μούγκριζε σε κάθε άγγιγμα του. Κατέβηκε κι άρχισε να της δαγκώνει μια μια τις ρώγες και παρόλο που ένιωσε την αντίδραση της στον πόνο που της προκαλούσε αυτή τη φορά την κράτησε ακινητοποιημένη και δεν σταμάτησε. Όταν κατάλαβε ότι δεν άντεχε άλλο έπιασε το σκοινί από δίπλα του και έδεσε τα χέρια της γιατί τα δικά του τα χρειαζόταν και τα δυο ελεύθερα. Τον κοίταξε λίγο τρομαγμένη αλλά το βλέμμα του την ηρέμησε ενώ ταυτόχρονα σήκωσε τα πόδια της ψηλά και μπήκε μέσα της. Πραγματικά είχε την ανάγκη να την σκίσει στα δύο όσα κι αν ένιωθε γι αυτήν. Η Εύα το κατάλαβε κι άνοιξε τα πόδια της και τα άφησε να πέσουν ώστε να μπορεί να έχει πρόσβαση παντού πάνω της. Με το που άνοιξε ο δρόμος έπεσε πάνω της την έπιασε από το λαιμό, άρχισε πάλι να δαγκώνει τις ρώγες της και να στίβει τα στήθη της (είχε καταλάβει ότι αυτό την απέτρεπε από να έρθει σε οργασμό) και μπαινόβγαινε μέσα της με μανία. Σηκώθηκε και τη γύρισε μπρούμητα και άρχισε πάλι να χαστουκίζει τα οπίσθια της που ήταν ακόμη κόκκινα.
    Η Εύα ένιωθε περίεργα με αυτό το καρδιογράφημα ηδονής και πόνου αλλά δεν ήταν σε θέση να το ελέγξει ακριβώς και ούτε κατέβαλε πλέον καμία προσπάθεια γιατί είχε καταλάβει ότι μπορεί να έχει τον έλεγχο ο Παύλος και ένιωθε στα χέρια του πλέον απόλυτη εμπιστοσύνη.
    Ξαφνικά τεντώθηκε προς το μέρος του και προκειμένου να μην έρθει κανείς από τους δυο σε οργασμό ο Παύλος σταμάτησε τέντωσε τα πόδια της απότομα στο κρεβάτι και βύθισε το δάχτυλο του στον κόλπο της κι αμέσως μετά ανάμεσα στα "αναψοκοκκινισμένα" οπίσθια της. Ήθελε και το τελευταίο φρούριο του κάστρου δικό του. Την ένιωσε να κλωτσάει αλλά να μην λέει όχι και βύθισε το δάχτυλο του πιο βαθιά. Βόγκηξε πάλι κάτι ανάμεσα σε ηδονή και πόνο και ήξερε ότι τώρα πλέον ήταν η ώρα. Την έπιασε από τη μέση και την ανασήκωσε γιατί ήθελε όλη τη θέα δική του. Την έβαλε να κρατηθεί από το κεφαλάρι και με το ένα χέρι την έπιασε πάλι από τα μαλλιά ενώ με το άλλο ξαναβύθισε το δάχτυλο του όταν μπήκε και απότομα μέσα της και την ένιωσε να σπαρταράει σαν το ψάρι έξω από το νερό τελειώνοντας πάνω του. Ένιωσε όλους τους μύες της να συσπώνται και το απολάμβανε πριν αφήσει και τον εαυτό του να ξεχυθεί πάνω στην πλάτη της ζεστός όπως η Αυγουστιάτικη αυτή νύχτα.
    Ξαφνικά κατάλαβε ότι το cd είχε ήδη σταματήσει να παίζει εδώ και ώρα αλλά πλέον δεν τον ενδιέφερε τι μπορεί να μοιράστηκαν με τα διπλανά δωμάτια γιατί αυτό που μοιράστηκαν οι δυο τους ήταν πολύ πιο σημαντικό.
    Έσκυψε πάνω της της έλυσε τα χέρια τη γύρισε ανάσκελα και την φίλησε τρυφερά στο στόμα. Είδε τα δάκρυα που είχαν κυλήσει στα μάτια της και τα σκούπισε αργά σαν ιεροτελεστία προσπαθώντας να καταλάβει από τις συσπάσεις του προσώπου της τα τελικά της συναισθήματα. Την κράτησε αγκαλιά για λίγο χωρίς να μιλάει ήθελε να νιώσει τις αντιδράσεις του κορμιού της.
    Όταν βεβαιώθηκε ότι ήταν όλα καλά γιατί κούρνιασε στην αγκαλιά του άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης.
    Πάμε στο μπαλκόνι για τσιγάρο της είπε και την έπιασε από το χέρι και τη σήκωσε από το κρεβάτι.
    Άναψε το δικό του και της έδωσε τον αναπτήρα να ανάψει και το δικό της όπως στο πλοίο. Έπιασε το χέρι του και τον άφησε να της ανάψει το τσιγάρο.
    Το φεγγάρι έκανε παιχνιδίσματα πάνω στα σγουρά της μαλλιά και στην πλάτη της που μισοφαινόταν κάτω από το σεντόνι με το οποίο τυλίχτηκε για να βγει έξω.
    Κοιτούσε το φεγγάρι όπως πάντα του άρεσε να καπνίζει και να κοιτάει το φεγγάρι στη σιωπή αλλά με μια ικανοποίηση που είχε χρόνια να νιώσει. Μια πληρότητα εσωτερική.
    Χάιδεψε τον όνυχα στο λαιμό του σκεπτόμενος ότι μόλις έγραψε το κεφάλαιο που έλειπε στη ζωή του.
    Σκέφτηκε τον Μανώλη τον πατέρα της αλλά χωρίς ενοχές αυτή τη φορά, είχαν περάσει και τόσα χρόνια και η Εύα προφανώς και δεν ήταν πια το κοριτσάκι που τότε είχε αφήσει πίσω.
    Έσβησε το τσιγάρο του στο πάτωμα και γύρισε να μπει στο δωμάτιο. Η Εύα είχε ήδη ξαπλώσει στο κρεβάτι. Δεν την κατάλαβε βυθισμένος στις σκέψεις του.
    Από δίπλα ακούστηκε μέσα στο ξημέρωμα το "Ο δρόμος σου είσαι εσύ του Αλκίνοου" χαμογέλασε και πήγε και ξάπλωσε δίπλα της.
    Δεν είχε σημασία ούτε το πριν, ούτε το μετά. Μόνο το τώρα σκέφτηκε και έκλεισε τα μάτια του με το χέρι το περασμένο στη μέση της.
    Η Εύα κουλουριάστηκε δίπλα του με τις ίδιες σκέψεις χωρίς να τις μοιραστεί κι έχωσε το κεφάλι της κάτω από το χέρι του πριν την πάρει ο ύπνος.
    Είχαν πολύ καιρό και οι δυο να κοιμηθούν τόσο βαθιά.
     
  6. lotus

    lotus Silence

    Επειδή κανείς σας από σας τους "σκληρούς" δεν έλεγε να συνεχίσει κι ήταν κρίμα να μένει σαν ναυάγιο είπα να το τελειώσω...
    "Συγνώμη" για τον soft τρόπο έκφρασης μου αλλά δεν μπορώ και δεν θέλω να γράψω πιο σκληρά, δεν μου αρέσουν τα ξύλινα.
    Παρόλα αυτά μπορεί να ταξιδέψει ο καθένας με τον δικό του τρόπο στην αφήγηση μου.
     
  7. carlos

    carlos New Member

    (Ένοχο παρελθόν, ένοχες σκέψεις μα έντιμη ζωή.) τι ομορφη φραση... και ποσο "χωρο" αφηνει στην φαντασια....
     
  8. Kostas.V.

    Kostas.V. ....Η αλήθεια βρίσκεται στους Sex Pistols....

    Το πρωί ήρθε...οι ακτίνες του ήλιου που περνούσαν από το πατζούρι....έπεφταν πάνω στα μάτια του....
    Και τότε ξυπνά και συνειδητοποιεί πως έχουν περάσει τέσσερις μήνες....από εκείνο τον βαθύ ύπνο που είχαν μαζί....σκέψεις....κοιτά γύρω του ένα αχουρι....τρίβει τα μάτια του και πιάνει το κεφάλι του κοιτώντας το πάτωμα...
    Σηκώνετε μπαίνει στο μπάνιο ρίχνει νερό στο πρόσωπο του και κοιτάζετε στον καθρέφτη....ξεφυσά.. και μονολογεί τι συμβαίνει ρε πουστη μου....
    Στο μυαλό του επικρατεί χάος...πιάνει το κινητό του και πληκτρολογεί......
     
  9. Kostas.V.

    Kostas.V. ....Η αλήθεια βρίσκεται στους Sex Pistols....

    Πληκτρολογεί τα ψηφία....ακούγεται ο χτύπος...κάθε χτύπος και ένας χτύπος της καρδιάς του...
    Καμία απάντηση....Και το χάος του μυαλού παραμένει...βαρύ,μπερδεμένο,αναπάντητο....όπως και η κλήση του στην Εύα....
     
  10. lotus

    lotus Silence

    Και εκεί που είναι απορροφημένος ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο....
    Ο αριθμός της, είναι αυτή...
     
  11. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Αρχικά δεν ακούστηκε ομιλία, μόνο ησυχία, αισθάνθηκε ανασφάλεια και μίλησε πρώτος.

    - Είσαι εσύ;

    -…

    - Αλήθεια είσαι εσύ;

    -…

    - Μίλησε μου σε παρακαλώ

    Την παρακαλούσε, το ήξερε πως την παρακαλούσε και όμως αυτό τον ευχαριστούσε. Ας του απαντούσε κι αυτή τη φορά θ’ ακολουθούσε εκείνος, για όσο μπορούσε, για όσο θα του επέτρεπε κι ίσως να του ‘δινε πάλι την ευκαιρία να αναλάβει εκείνος τον πρώτο ρόλο.


    Μα δε μιλούσε, τίποτα δεν έλεγε. Μετά η κλήση ακυρώθηκε.


    Ένιωσε να ξεφουσκώνει, ν’ αδειάζει μέσα του. Η ενέργεια χάθηκε.


    Πήγε στην κουζίνα, έβγαλε απ’ το ψυγείο ένα παγωμένο Κορπή και το κατέβασε μονομιάς. Έπιασε απ’ το ντουλάπι ένα άλλο μπουκάλι και το ‘βαλε στο ψυγείο, για να ‘χει όταν θα ξαναδιψούσε. Άναψε το βραστήρα και παράλληλα έπιασε την αγαπημένη του πράσινη πλαστική κούπα κι απ’ το ψυγείο έβγαλε τον καφέ. Έβαλε δυο κουταλιές καφέ και ένα χαπάκι ασπαρτάμης. Το νερό έβρασε, πρόσθεσε κι ανακάτεψε πρόχειρα. Πήγε στο μπάνιο, έπλυνε τα δόντια και τα μούτρα του. Για λίγο άφησε τα νερά να κυλάνε απ’ το πηγούνι, στα γένια του, μέσα απ’ το φανελάκι του. Μετά σκουπίστηκε, έβαλε αποσμητικό στις μασχάλες και βγήκε απ’ το μπάνιο. Πήρε τον καφέ και κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο. Όσο ο υπολογιστής εκκινούσε, έστριψε τσιγάρο. Ήπιε την πρώτη γουλιά, άναψε το τσιγάρο του και βρήκε στο αρχείο του τα τραγούδια που άκουγε τότε που τη γνώρισε.


    Πέρασαν ώρες, ήπιε κι άλλους καφέδες, κάπνισε κι άλλα τσιγάρα. Γύρω στο μεσημέρι πήγε να πετάξει τα σκουπίδια και μετά αποφάσισε να περπατήσει. Αισθανόταν να τον περιορίζει όχι μόνο το σπίτι, μα και ο δρόμος, οι λιγοστοί άνθρωποι που συναντούσε και κυρίως ο εαυτός του. Δεν ήθελε να είναι μόνος με τον εαυτό του.


    Χτύπησε πάλι το τηλέφωνο. Κάποιοι γνωστοί να τον προσκαλέσουν σ’ ένα σουαρέ μ’ ένα σαξοφωνίστα. Απάντησε ένα ‘’θα δούμε’’ κι έκλεισε βιαστικά. Χτύπησε πάλι το τηλέφωνο, ήταν εκείνη. Χτυπούσε, χτυπούσε… Δεν το σήκωσε. Σταμάτησε να χτυπάει. Κι αμέσως χτύπησε πάλι. Δεν ήθελε να το σηκώσει, φοβόταν να το σηκώσει. Φοβόταν τη ματαίωση, ένιωθε την προσμονή, αλλά φοβόταν την απόρριψη ξανά. Ήταν όλα τόσο μπερδεμένα. Το κινητό σίγησε πάλι. Ξανάρχισε να χτυπάει, ήταν πάλι εκείνη. Ήταν πάντα εκείνη.


    Έφτασε στο κανόνι που φιλήθηκαν για πρώτη φορά, άνοιξε τα δεδομένα, τράβηξε φωτογραφία και της την έστειλε στο viber. Έκλεισε τα δεδομένα κι έμεινε εκεί που ήταν. Πέρασε πολύ ώρα, κάπνισε πολλά τσιγάρα. Δε σκεφτόταν να φύγει. Σκοτείνιασε και τότε πάρκαρε το μικρό όπελ. Κατέβηκε. Σχεδόν δεν το πίστευε πως είχε έρθει. Ένιωσε ένα φτερούγισμα μέσα του, σαν τον πρώτο καιρό. Μαλακίες λέγανε λοιπόν, πως δεν ξαναθεριεύει.


    Ήρθε κοντά του, στάθηκε μπροστά του, δε μιλούσε. Την έπιασε απ’ το σβέρκο και πίεσε. Την τράβηξε προς το μέρος του. Όταν τα χείλη τους απείχαν ελάχιστα, με τα δόντια της άρπαξε το κάτω χείλος του και δάγκωσε δυνατά, χωρίς καμιά ευγένεια. Γεύτηκαν μαζί το αίμα του…
     
  12. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Την έσπρωξε μαλακά με το χέρι του. Από το στόμα του έτρεχε αίμα.

    - "Εντάξει; Ικανοποιήθηκες;" τη ρώτησε ψυχρά.

    Η Εύα ταράχτηκε. Προσπάθησε να τον κοιτάξει αλλά τα μάτια του πέταγαν φλόγες. Χαμήλωσε το κεφάλι της.

    Ο Παύλος την έπιασε από το πηγούνι και την έσπρωξε να τον κοιτάξει.

    - "Κοίτα με" της είπε.

    Η Εύα σήκωσε για λίγο τα μάτια αλλά τα χαμήλωσε σχεδόν αμέσως.

    - "Είπα κοίτα με"

    Σήκωσε πάλι το βλέμμα της προς εκείνον. Τα χείλη του ήταν ματωμένα και το βλέμμα του οργισμένο.

    - "Συγνώμη" μουρμούρισε κατεβάζοντας πάλι το βλέμμα της.
    - "Δε σε άκουσα"
    - "Συγνώμη" του είπε πιο δυνατά.
    - "Γιατί ζητάς συγνώμη, Εύα;"
    - "Γιατί... γιατί μάλλον σε νευρίασα"
    - "Το γιατί νευρίασα το κατάλαβες;"
    - "Όχι"
    - "Τότε γιατί ζητάς συγνώμη; Δεν έχει νόημα η συγνώμη αν δεν ξέρεις γιατί τη ζητάς."

    Ακολούθησε βαθιά σιωπή.

    - "Εύα, είσαι θυμωμένη με τον εαυτό σου. Ακόμα χειρότερο είναι ότι δεν το έχεις καταλάβει..."
    - "..."
    - "Και το αστείο είναι ότι δεν υπάρχει καν λόγος".

    Απομακρύνθηκε μερικά βήματα.

    - "Πού πας;" τον ρώτησε.
    - "Σπίτι μου" της είπε. "Σε περιμένω στις 17:00 το απόγευμα."
    - "Γιατί φεύγεις;"
    - "Γιατί θέλω να ηρεμήσεις και να κάτσεις να σκεφτείς. Γιατί θύμωσες με τον εαυτό σου και τι ήταν αυτό που με νευρίασε"
    - "Και αν δεν το βρω μέχρι τις 17:00;"
    - "Κάθε πράγμα στον καιρό του" της είπε.
    - "Και αν δεν έρθω;" τον ρώτησε
    - "Και αυτό επιλογή είναι" της είπε και έφυγε χωρίς να πει άλλη κουβέντα.