Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Το μυθιστόρημα μας....

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Kostas.V., στις 7 Νοεμβρίου 2016.

  1. -Volt-

    -Volt- Contributor

    16.59 χτύπησε το κουδούνι της πάνω πόρτας.


    Άνοιξε μόλις ο λεπτοδείκτης διέγραψε ένα ολόκληρο λεπτό. Άκουγε έξω απ’ την πόρτα την ανάσα της να έχει γίνει κοφτή, με μια ιδέα ανασφάλειας.


    Στεκόταν μπροστά του με το κεφάλι να κοιτάει τα πλακάκια. Πλησίασε, της ανασήκωσε το κεφάλι βάζοντας το δάχτυλο του στο πηγούνι. Άπέσυρε το χέρι του και το κεφάλι της πάλι έπεσε μπροστά.


    - Κοίταξε με


    Φαινόταν σα να είναι προσπάθεια η κίνηση κι όχι εντολή που θα έδινε το κεφάλι.


    Τα μάτια της καρφώθηκαν στο κάτω χείλος του. Φαινόταν πρησμένο.


    Τα μάτια του την αγκάλιασαν. Φορούσε ένα γκρίζο μπλουζάκι που διακριτικά ανέδιδε το στήθος της και κούμπωνε μπροστά σαν ζακετάκι. Η φούστα της στο χρώμα του γραφίτη έφτανε λίγο πάνω απ’ τους μηνίσκους και το σκούρο καλσόν έδινε ένα τόνο θελκτικής επιβλητικότητας.


    - Πάμε

    - Πού θα πάμε;

    Την κοίταξε ψυχρά, στράφηκε στον καλόγηρο να πάρει το μπουφάν του

    - Άλλαξες. Γιατί;

    - Δεν άλλαξα, είπε πεισμωμένα. Τι εννοείς;

    - Έρχεσαι νωρίτερα, δε μ’ εμπιστεύεσαι κι ακόμα δεν ξέρεις γιατί μου ζήτησες συγνώμη ούτε το λόγο που με νευρίασες

    - Δεν το ξέρεις αυτό, εγώ…

    Την κοίταξε πάλι και τα μάτια του άστραψαν. Η Εύα έκοψε κάθε ομιλία και κατέβασε πάλι το βλέμμα, παραμέρισε να περάσει πρώτος. Έμεινε εκεί στο πλάϊ των μεντεσέδων ώσπου να κλειδώσει εκείνος την πόρτα.


    Το μικρό όπελ ήταν πίσω απ’ το βόλβο του. Ο μπροστινός προφυλακτήρας δεν απείχε παρά μια τρίχα απ’ τον δικό του πίσω. Κι ένα άλλο αυτοκίνητο είχε παρκάρει πίσω της αρκετά κοντά. Ο Παύλος κατέβηκε απ’ το πεζοδρόμιο και πέρασε απέναντι, στάθηκε και την κοίταζε. Άνοιξε τα μάτια της αποσβολωμένη.


    - Ξεπάρκαρε


    Διστακτικά, ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε στο αυτοκινητάκι. Την κοίταζε να στέκεται και να μη βάζει ακόμα το κλειδί στη μίζα. Γύρισε και τον κοίταξε. Η έκφραση του δεν άλλαξε. Ξανακοίταξε μπροστά της, στιγμιαία έκλεισε τα μάτια και πριν καν τα ανοίξει, έβαλε το κλειδί στη μίζα και το γύρισε προς τα μπρος. Αμέσως πήρε μπροστά ο μικρός κινητήρας. Ακούστηκε γαργαλιστικά αστεία η Sebring. Θυμήθηκε την ημέρα που ήρθε να του δείξει το τελικό που έβαλε και πάρκαρε μπροστά του όχι μαρσάροντας μισές γκαζιές, αλλά πατώντας το γκάζι σχεδόν ως το τέρμα. Μέσα του είχε διασκεδάσει πολύ μ’ αυτό. Του είχε φανεί γλυκό.


    Θυμήθηκε εκείνο το Σάββατο της ζήτησε να πάνε στο Ναύπλιο. Την έβαλε να οδηγήσει. Λάθος κατάλαβε εκείνη πως αυτό που της ζητούσε είναι σε κάθε αλλαγή να πατάει το γκάζι ως το τέρμα για να δονείται ολόκληρο το αμαξάκι απ’ το διεσταλμένο ήχο του μπουριού. Όταν τους πέρασε ένα άλλο κουβαδάκι στο δρόμο σε μια ευθεία, της ζήτησε να το περάσει.

    Μετά από λίγο του είπε

    - Δε μπορώ, είναι πιο γρήγορο

    - Δεν παρατηρείς τον οδηγό.

    Σώπασε και κοίταζε, συνεχίζοντας στις αλλαγές να πατάει το γκάζι ως το τέρμα μ’ αυτό τον αντιαισθητικό τρόπο σαν τον πατιναρισμένο δίσκο.

    - Δε μπορώ.

    - Σταμάτα στην άκρη

    - Δεν έχει πάρκινγκ

    - Βγάλε αλάρμ και σταμάτα

    Έκανε ό,τι της είπε.

    Αλλάξανε θέσεις. Πρώτα έσβησε το αυτοκίνητο και μετά έβαλε πάλι μπροστά. Πάτησε δοκιμαστικά το γκάζι. Διαχώρισε μεμιάς τον ήχο απ’ τη δύναμη. Ύστερα έβαλε πρώτη και ξεκίνησε απαλά. Λίγα λεπτά αργότερα στη μεγάλη ευθεία, ήταν σαφές ότι το μπροστινό αυτοκινητάκι έχει πιο δυνατό κινητήρα.

    - Στο είπα είπε η Εύα πεισμωμένα

    - Κοίτα μπροστά σου και άνοιξε τ’ αυτιά σου.

    Οι αλλαγές του ήταν απαλές και τα μαρσαρίσματα του διακριτικά. Η στροφή πλησίαζε και το κουβαδάκι μπροστά τους είχε αφήσει το γκάζι, αλλά δεν πάτησε φρένο, η στροφή ήταν πολύ πλατιά, δε χρειαζόταν. Μικρό διάστημα ευθείας και το μαύρο αμαξάκι γκάζωσε πάλι. Πριν την επόμενη στροφή άφησε το γκάζι και μέσα στην κόψη της πλακώθηκε στα φρένα. Η τροχιά του μεταβλήθηκε, αλλά όχι η δική τους. Ακολουθούσε μια στροφή ακόμα πιο κλειστή. Είχαν βγει πια στον κόμβο της Τρίπολης στον επαρχιακό. Το αμαξάκι άφησε το γκάζι κι εκείνος έβαλε τετάρτη, το μικρό όπελ μούγκρισε και πετάχτηκε μπροστά, σχεδόν κόλλησαν πίσω απ’ το άλλο αυτοκίνητο. Άνοιξε το τιμόνι του και στην κόψη της στροφής τη στιγμή που ο άλλος οδηγός πλακωνόταν στα φρένα, κατέβασε τρίτη και προσπέρασε. Ακολουθούσαν μόνο στροφές. Εξαφανίστηκαν.

    - Ήταν φοβερό, είσαι υπέροχος του είπε κι έγλειψε τα χείλια της όπως κάθε φορά που καύλωνε για πάρτη του.


    Τώρα την κοιτούσε που έμοιαζε μπλοκαρισμένη και μπερδεμένη. Κατέβασε το παράθυρο του συνοδηγού.

    - Δε μπορώ

    - Δείξε μου, της είπε απαλά.

    Πάτησε μισό το γκάζι όπως της είχε μάθει να το δοκιμάζει. Της είχε επίσης δείξει να μην κολλάει ποτέ στο πεζοδρόμιο, ν’ αφήνει ένα κενό που να μπορεί να εκμεταλλευτεί σε κάθε περίπτωση. Έκοψε όλο το τιμόνι κι έκανε πίσω. Η μούρη ξεμύτισε σε γωνία απ’ τον πίσω προφυλακτήρα του βόλβο, αλλά ακόμα δε θα μπορούσε να βγει. Της πήρε πάνω από δέκα λεπτά να ξεπαρκάρει, αλλά βγήκε και το βόλβο ήταν αλώβητο ακόμα. Τον κοίταξε χωρίς αυταρέσκεια. ‘’Ευχαριστώ’’ του είπε άηχα.


    Φτάσανε στο Corte. Την άφησε να παρκάρει όπου ήθελε. Τον ακολούθησε και μπήκαν. Διάλεξε ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο. Μια γλυκιά κοπέλα εμφανίστηκε και τους κοίταξε ευγενικά χωρίς το συνηθισμένο προσποιητό χαμόγελο πωλητριών και σερβιτόρων. Παρήγγειλε για τον εαυτό του irish coffee και για ‘κεινη ένα V52. Μαζί ζήτησε να φέρουν εμφιαλωμένο νερό με ένα ποτήρι. Την έδειξε στη σερβιτόρα και είπε πως διψάει πολύ. Η Εύα τον κοίταξε με απορία. Η σερβιτόρα έφυγε για να εκτελέσει την παραγγελία τους.


    - Της έδωσες αναφορά

    Την κοίταξε διασκεδάζοντας φανερά μαζί της.

    - Όχι εσένα ενημέρωσα.


    Συζήτησαν για διάφορα. Σε κάθε θέμα, κάθε λέξη υπήρχε και μια πρόκληση. Όπως πάντα εκείνη πρώτα έβαζε τη σφαίρα στο πιστόλι και μετά το μπαρούτι κι έτσι ποτέ δεν εκπυρσοκροτούσε. Την κοίταζε και την άφηνε να το διορθώνει μόνη της. Κι ύστερα μόλις έκαναν ποπ τελικά τα λόγια της, χαμογελούσε με τρυφερότητα και έπαιρνε απ’ τα μάτια της το ευχαριστώ της.


    Τον κοίταξε και του είπε πως θέλει να πάει στην τουαλέτα. Σηκώθηκε, άφησε χρήματα στο τραπεζάκι και της είπε πως φεύγουν.

    - Μα κατουριέμαι , του είπε κι ήταν φανερά αγχωμένη.

    - Θα κρατηθείς.

    - Μα

    Την κοίταξε κι εκείνη πήρε την τσάντα της και τον ακολούθησε. Στο σημείο που ήταν το αυτοκίνητο ο δρόμος ήταν άδειος. Στάθηκε απ’ την πλευρά του οδηγού κι εκείνη βρέθηκε αντικριστά του.

    - Κατουριέσαι ακόμα;

    Του έδειξε πόσο υπέφερε.

    - Άστα να κυλήσουν

    Για μια στιγμή δίστασε, σα να μην καταλάβαινε. Μετά προσπάθησε, το μυαλό της το εμπόδιζε. Ποιος άνθρωπος δεν έχει κάποια στιγμή κατουρηθεί πάνω του, δεν έχει αισθανθεί τη ντροπή και την άσκημη αίσθηση των βρεγμένων ρούχων που μυρίζουν μ’ αυτό τον ταγκή τρόπο.

    Την κοίταζε με αγάπη μέσα στα μάτια. Ακτινοβολούσε ολόκληρη από μέσα του. Ήταν αρκετό, φάνηκε να ξεσφίγγεται. Εκεί στο έρημο πάρκινγκ, ανάμεσα στους ελάχιστους περαστικούς και παρόλ’ αυτά στον κατάφωτο δρόμο…
     
  2. Kostas.V.

    Kostas.V. ....Η αλήθεια βρίσκεται στους Sex Pistols....

    17:03..... Συνειδητοποιεί πως στέκεται με ανοιχτή την πόρτα κοιτάζοντας τον τοίχο στον κοινόχρηστο χώρο....
    Δεν μπορεί σκέφτεται.... αναρωτιέται δεν ήμουν μόνος σε όλο αυτό.... δεν μπορεί να ήμουν μόνος , ήταν τόσο ζωντανό, νιώθω ακόμα και το δάγκωμα στα χείλη μου δεν γίνεται.... δεν δεν δεν....
    Η πόρτα κλείνει δυνατά και κλειδώνει....
    Η πόρτα ανοίγει, ανάβει το φώς αντικρίζοντας το σπίτι όπως ακριβώς το άφησε,το τηλεκοντρόλ στην άκρη του τραπεζίου, το πακέτο με τα τσιγάρα εκεί δίπλα, το τασάκι με τα αποτσίγαρα, τα ποτήρια, τα κεριά...
    Σκόνη παντού, κοιτάζει το ρολόϊ του και η ώρα δείχνει 16:59, όλα ίδια, απείραχτα, ακατάστατα ίδια όλα όπως τότε, μόνο που έχουν περάσει σχεδόν τέσσερα χρόνια.... κάθεται στο μπράτσο του καναπέ ανάβει ενα τσιγάρο κοιτάζοντας το πάτωμα και 17:03 τέσσερα γαμημένα λεπτά αρκούσαν να σκεφτεί τα τέσσερα χρόνια.....
    Σταυρώνει τα χέρια, ξεφυσά και ακούει μια φωνή....
    -Είσαι καλά με συγχωρείς για το θάρρος αλλά η πόρτα ήταν ανοιχτή και σε είδα σαν να.....
    -.........
    Την κοιτάζει με απορία..... είναι μία όμορφη ύπαρξη, φορώντας ενα γκρι στενό σακάκι, μια μαύρη φούστα μέχρι το γόνατο και κόκκινες γόβες που τόνιζαν τις γάμπες της....
    -Εεεεεε εγώ ξέρεις, όχι μια χαρά είμαι, μια χαρά αλήθεια...
    -Μου φάνηκες κάπως χαμένος γι'αυτό και πήρα το θάρρος συγγνώμη όπως σου είπα έχεις ξεχάσει μάλλον την πόρτα ανοιχτή...
    Συνεχίζει να την κοιτά προσπαθώντας να θυμηθεί....
    Για δευτερόλεπτα παύση...
    -Μπορείς να συνεχίσεις να μιλάς.....
    -Τι να πώ ;
    -Οτι θέλεις μόνο μίλα μου.....
    -Το μόνο που ήθελα να δω ήταν αν είσαι καλά....έχω χαθεί και εγώ με το μυαλό μου πρίν πολλά χρόνια και ήμουν να κάπως έτσι όπως είδα εσένα λοιπόν συγγνώμη για την ενόχληση να σε αφήσω.....
    -..........
    -Καλό απόγευμα ίσως τα ξανά πούμε βλέπεις μένουμε δίπλα είμαστε γείτονες ,μετακόμισα πριν λίγους μήνες... μην σε ζαλίζω όμως.....
    Γύρισε σιγά για να αποχωρήσει....
    Ακούγονται δυο έντονα βήματα απο τα τακούνια της.....
    -Έλενα.....
    Σταματά απότομα....
    -Η Έλενα δεν είσαι...;
    Στέκεται εκεί που σταμάτησε... δεν γυρνά....θυμάται έτσι την έλεγε μόνο ένας...
    -Έλενα;
    Ακόμα δεν γυρνά , η τσάντα της πέφτει στο πάτωμα....
    -Που χάθηκες; Λέει με τρεμάμενη φωνή..
    -Που ήσουν;
    -Γιατί εξαφανίστηκες ;
    -Γιατί.....
    -Γιατί τώρα πώς ;
    ...................
     
  3. mad_hatter

    mad_hatter You can always take more than nothing

    Οι ωμοι της τρεμουν καθως παλευει με τη μικρή φωνουλα μεσα της να μη γυρισει.. αν και η φωνουλα ουρλιαζε τοσο δυνατα που θα έπαιρνε ορκο οτι την άκουγε ακομα κι εκείνος. Βαθειες ανασες, "μη γυρισεις, δεν πρεπει να γυρίσεις". Γονατιζει να πιασει τη τσαντα της και νιωθει λες και είναι μεσα σε νερο. Να ντη, νιωθει τη λαβη στερεα, πραγματικότητα επιτελους. Σηκωνεται και ψιθυρίζει "μαλλον με μπερδεύεις με κάποια αλλη". Κρατιεται με το ζορι να μη τρέξει μέχρι τον ανελκυστήρα και πατα το κουμπί εμμονικα παρακαλώντας να μην ανοίξει η πορτα. Να την αρπάξει, να μείνει εκεί μετεωρος..
     
  4. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Η φθορά των χρόνων, η ανάληψη τόσων πολλών καθηκόντων κάνουν τους ανθρώπους να τραβούν με ατολμία την κουρτίνα που χωρίζει την παλιά πραγματικότητα με τις νέες συνθήκες. Ίσως αυτός να ήταν κι ο λόγος που δε τη γνώρισε αμέσως, ίσως ακόμα κι η απόσταση που τον χώριζε από μια ζωή που ζούσε πραγματικά με μια κατάσταση που ήταν περισσότερο, το άλογο κάτω απ' τα πόδια του Περικλή Γιαννόπουλου, όταν έριχνε τη σφαίρα, βυθισμένος με τα καπούλια κάτω απ' το νερό.

    Την άφησε να φύγει, είπε πως έμενε κοντά. Άλλωστε, δεν ήξερε πως να γυρίσει σ' εκείνο το εγώ, έμοιαζε πάντοτε τόσο δυσοίωνο ένα πισωγύρισμα. Θα έμενε εδώ, ίσως για λίγες ημέρες. Γι' αυτό είχε έρθει, να ξεχωρίσει τα πράγματα που θα κρατούσε πριν πουλήσει το σπίτι.

    Για ώρα στεκόταν στο ίδιο σημείο, χανόταν σε ιδέες, απέφευγε την οργάνωση, την ενέργεια. Η πόρτα παρέμενε ανοιχτή και με την άκρη του ματιού συνέχιζε να βλέπει το λαμπάκι του ασανσέρ αναμμένο, ένδειξη πως η πόρτα είχε μείνει ανοιχτή σε κάποιον όροφο. Ίσως ένα άλλο χέρι να την κρατούσε ακόμη...
     
  5. Cinnamon

    Cinnamon Mary Celeste

    Ευτυχώς ούτε καν σηκώθηκε.
    Έφτασε στον όροφο της και άρχισε να ψάχνει τα κλειδιά της νευρικά
    Μα που στα κομμάτια τα είχε χώσει τα διαολεμενα?
    Της φάνηκε αιώνας μέχρι να τα βρει.
    Ακόμα κρατούσε την πόρτα του ασανσέρ ανοιχτή, ήθελε να είναι σίγουρη πως δεν θα το καλούσε αυτός για να την ακολουθήσει μέχρι να μπει σπίτι της.
    Επιτέλους τα βρήκε!
    Ξεκλειδωσε , μπήκε μέσα και ακούμπησε την πλάτη της στην κλειστή πόρτα.
    Πήρε βαθιά ανάσα.
    Νόμιζε πως δεν είχε αναπνεύσει από την ώρα που άκουσε το όνομά της από τα χείλη του.

    Άφησε τσάντα και κλειδιά στο τραπεζάκι δίπλα απ την πόρτα, έβγαλε τις γόβες της και τις παράτησε εκεί.
    Κατευθύνθηκε προς το μπάνιο.
    Έβγαλε όλα της τα ρούχα , χαζεψε για λίγο το είδωλο της στον καθρέφτη.
    Κοίταξε τα στήθη της , θυμήθηκε πόσο του άρεσαν , πόσο του άρεσε να τα βασανίζει .
    Μπήκε στην μπανιέρα ξαναμμενη, άνοιξε το ντουζ και ένιωσε το νερο να τρέχει πάνω της .
    - Ω ανάθεμα σε ! - σχεδόν βογγηξε
    Έκλεισε το ντουζ και βγήκε απ το μπάνιο , βούτηξε μια πετσέτα, την τύλιξε όπως όπως γύρω της και βγήκε στο μπαλκόνι.
    Άρπαξε δύο μανταλάκια και ξαναμπήκε μέσα.
    Άφησέ την πετσέτα πάνω στο πλυντήριο και ξαναμπήκε στη μπανιέρα.
    Καθησε στο χείλος της, μαγκωσε τα μανταλάκια στις ρόγες της , ηδονή και πόνος , γαμημένα ερεθιστικός συνδυασμός.
    Ανοιξε το ντουζ, ρύθμισε το τηλέφωνο στη ροή που τη βόλευε, άνοιξε τα πόδια και κατεύθυνε το νερό στην κλειτορίδα της .
    -Τι στο διάολο κάνω...- ήταν η τελευταία λογική της σκέψη.
    Έριξε το κεφάλι της πίσω και χάθηκε στις αναμνήσεις της τελευταίας τους βραδιάς....
     
    Last edited by a moderator: 21 Οκτωβρίου 2018
  6. -Volt-

    -Volt- Contributor

    Όλο το πρωί το πέρασε στο μεγάλο καναπέ, φορώντας την παλιά μπλε σκούρα πολυεστερική φόρμα με τις χαρακτηριστικές άσπρες διπλές ρίγες. Την είχε βρει πρώτη πρώτη στα ξεχασμένα, στη ντουλάπα. Χάρηκε βρίσκοντας την οικειότητα της. Από κάτω έμεινε ξυπόλυτος, τα πόδια του γατζώνονταν όπως παλιά στα χείλη του γυάλινου τραπεζιού και το χέρι του γέμιζε με τον παλιομοδίτικο μπεζ ασύρματο, που σαν φυσικός του ήρθε στο χέρι. Σκέφτηκε με ειρωνεία τη μινιμαλιστική συσκευή στο νέο του σπίτι, χάζεψε ύστερα τους κρεμ τοίχους σε αντιδιαστολή με τους τωρινούς λευκούς, τη δύναμη των δεύτερων, την υπεροχή των πρώτων.


    Δεύτερες σκέψεις δεν υπήρχαν, οι γραμμές στο τι είχε να κάνει ήταν κοφτές. Απ’ το πρωί κανόνισε όλα τα διαδικαστικά που αφορούσαν τη μεσίτρια απ’ την πόλη του που θα ερχόταν να δει το σπίτι, τον παλιό συμβολαιογράφο και μυστικοσύμβουλο της οικογενείας του, πολλά χρόνια κι έπειτα πήρε παλιούς φίλους, να μάθει ποιος υπάρχει, ποιος τον θυμάται, ποιος τον περίμενε. Ακόμη αμφισβητούσε το χθεσινό συναπάντημα. Δεν ήταν σίγουρος αν ήταν αληθινό απ’ τη μια κι απ’ την άλλη αν ήταν πραγματική, δεν είχε καταλάβει αν έμενε στη γειτονιά, ή στην πολυκατοικία του. Αδιόρατα το δεύτερο τον ενοχλούσε. Η αίσθηση της εισβολής, η εντύπωση πως τον παρακολουθούσε, πως εκείνη τη στιγμή μπορεί να βρισκόταν ακόμα και στον από κάτω όροφο και να μέτραγε τα βήματα του κι έπειτα ένιωθε άβολα στην εμμονική πλευρά της επιλογής της, αν όντως το σπίτι της βρισκόταν σ’ αυτή την πολυκατοικία.


    Δεν είχε δυσκολευτεί να διαπιστώσει πως ο εαυτός του ήταν εκεί, πάντα εκεί. Σιωπούσε πια, αλλά τον είχε ακολουθήσει στη νέα του ζωή. Το πρώτο λεπτό του μίλησε πρώτη φορά, για να του πει πως ήταν αυτή και πως κράταγε την πόρτα ανοιχτή για να μην την ακολουθήσει. Το επιβεβαίωνε η παλιά της ανασφάλεια κι όχι τόσο ο φόβος πως θα πήγαινε να τη βρει, όσο να πείσει τον εαυτό της, πως αν εκείνη δεν κρατούσε την πόρτα ανοιχτή, εκείνος θα το έκανε. Σαν μιαν ανάγκη να επιβεβαιωθεί πως θα την ακολουθούσε, πως εκείνη κατεύθυνε.


    Αλλά δεν έμεινε εκεί ο ένοικος που βρισκόταν κάτω απ’ το διακόπτη. Άπαξ και ξεκίνησε σχολίασε με σύντομες, κοφτές γραμμές κάθετί που έκανε αυτά τα χρόνια και κυρίως όλες εκείνες τις ενέργειες που δεν έκανε.


    Σε μια έμπνευση της στιγμής έβγαλε απ’ την αποθήκη το παλιό του κουρσάκι. Η σχολαστικότητα που κάποτε το συντηρούσε ευτυχώς βοήθησε να διατηρηθεί σε αρίστη κατάσταση. Φούσκωσε τα λάστιχα και ανέβηκε. Η κατηφόρα ήταν σχετικά εύκολη, μα στην ευθεία αισθάνθηκε τα κοκαλωμένα λάστιχα απ’ την αχρησία και δεν άργησε το πίσω να σκάσει, όχι με κάποιο θεαματικό ήχο, μάλλον σαν το πώς ξεσφίγγει το καπάκι στο ήδη ξεθυμασμένο αναψυκτικό.


    Προσπαθούσε ακόμα να προσανατολιστεί για να θυμηθεί που κοντά υπήρχε ποδηλατάδικο, όταν σταμάτησε μπροστά του ένα φανταχτερό αμαξάκι στο χρώμα του γραφίτη, με εξωφρενικά χτυπητές νικελένιες ζάντες. Έμοιαζε ολόκληρο ενοχλητικά ψεύτικο και κραυγαλέο και κατά κάποιο τρόπο, οικείο…
     
    Last edited: 21 Οκτωβρίου 2018
  7. Kostas.V.

    Kostas.V. ....Η αλήθεια βρίσκεται στους Sex Pistols....

    29/10 ένα χρόνο και 8 μέρες επιστρέφει από το εξωτερικό για λίγο....
    Στο αεροδρόμιο τον περιμένει η φίλη του η Κατερίνα...δεν ήθελε άλλωστε κανέναν άλλο εκεί,μόνο αυτήν...αυτήν που πάντα μπορούσε να λέει τα πάντα...κάθε σκέψη του.
    Αυτή που γνώριζε τα πάντα γι' αυτόν, τα πάθη,τα λάθη,τα θέλω,τα όρια,τα μη του....προπάντων τα μη του...
    Κατεβάζει την βαλίτσα του από τον διάδρομο την ακουμπά στο έδαφος και ξεκινάει να την σέρνει προς την έξοδο...δεν προλαβαίνει να βγει και αυτή τρέχει προς το μέρος του πηδώντας πάνω του..
    Τα χέρια της γύρω από τον αυχένα του ενώ τα πόδια της τυλίχθηκαν σφικτά γύρω από την μέση του....οι παλάμες της κρατούν το πίσω μέρος του κεφαλιού του ,τον κοιτά βαθιά στα μάτια γεμάτη χαρά,τα μάτια της ελαφρώς υγρά τον βλέπουν θολά, κλείνει για λίγο τα μάτια τα δάκρυα τρέχουν στα μάγουλα της και από εκεί στα χείλη του....τώρα πια τον βλέπει καθαρά,τον κοιτά σχεδόν ερωτικά....τον κοιτά και τον φιλά στο κούτελο...
    -Μου έλειψες Παύλο μου....
    Μπαίνει στο αυτοκίνητο η Κατερίνα ανοίγει την πίσω πόρτα και τον κοιτά από τον καθρέπτη να βάζει την βαλίτσα του...ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού μπαίνει μέσα και επικρατεί σιγή....
    Ο Παύλος ανάβει ένα τσιγάρο.....
    -Δεν το πιστεύω....
    -Έκανα λάθος που άναψα τσιγάρο..αναρωτήθηκε
    -Έχεις ακόμα τον zippo που σου έκανα δώρο
    -Αμφέβαλες ότι δεν θα τον είχα....

    Και για δευτερόλεπτα σιωπή.....
    -Γιατί εξαφανίστηκες τόσο ξαφνικά Παύλο...γιατί χάνεσαι έτσι ρε γαμώτο....
    -Αφού με ξέρεις....
    Βάζει μπροστά και ξεκινούν...στην διαδρομή ο Παύλος κοιτά έξω από το παράθυρο ενώ η Κατερίνα σκέφτεται το πόσο ξαφνικά έφυγε,το πώς έτσι ξαφνικά εμφανίζεται με ένα μήνυμα...πώς ....πώς της το κάνει αυτό και γιατί το ανέχεται.....
     
  8. lotus

    lotus Silence

    - Παυλίτο?
    - Ξέρεις ότι το απεχθάνομαι κι ότι το ανέχομαι μόνο από σένα αυτό έτσι?
    - Ναι αλλά ξέρεις ....
    - Ξέρω, είπε κι άναψε τσιγάρο κ χάθηκε.
    Ρουφούσε τις εικόνες που περνούσαν από μπροστά του στη διαδρομή.
    - Έχουν αλλάξει τόσα πολλά της είπε
    - Πάρα πολλά...
    Κι άφησε τη φράση μετέωρη
    - Τι εννοείς?