Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Το ταξίδι της Δράκαινας

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 25 Σεπτεμβρίου 2022.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Message in the Bottle 8th


    “Οι Δράκοι”


    "Πειρηνικό Μανυτάρει"


    A


    Η νύχτα θωπεύει τρυφερά τους ανυποψίαστους περαστικούς. Προσπαθεί να τους κρατήσει λίγο περισσότερο, έξω από τη φωλιά τους. Κάποιοι δείχνουν να το σκέφτονται. Οι περισσότεροι μετά από λίγες στιγμές παγωμένης λήθης επανέρχονται και στο δρόμο για το σπίτι τους κυλούν. Σα βαρελάκια.


    Μία κοπέλα μένει λίγο περισσότερο στη νύχτα παγωμένη. Άγαλμα λευκό, στη νύχτας τον άπιαστο βυθό γοργόνα τώρα.


    Της νύχτας το θύμα αυτό απόψε δεν της αρκεί. Πεινασμένη είναι. Βαρύς χειμώνας βγήκε από μέσα της, μετά από ένα ατελείωτο τρι τι τρίμηνο. Τα βρώμικα του παγωμένα κατά λοιπα, ακόμα στο δρόμο του απλώνει την ημέρα. Για να στεγνώσουν. Οι λεκέδες ντύνουν τα παιδιά του.


    Γυμνά. Μικρά. Λευκά. Τρύπια.


    Τα σκυλιά και ζωντανά δε θέλει να πειράξει. Προτιμά τα πλάσματα με την πιο αδύναμη ψυχή. Είναι πιο εύκολα τα θύματα, όταν είναι άνθρωποι.


    Ένας άστεγος την κοιτάει με μάτια γΟΟυρλωμένα καθώς απλώνει δήθεν την πρόστυχη σκιά της, στα πόδια του. Τραβάει ΦΟΟΒΒισμένος τα πόδια του, κάτω από τη τρεις τρυπημένη του κουβέρτα, δίχως κουβέντα. Η κουβέρτα τραβάει τα βρώμικα εσώρουχα της, κάτω από τα τρεις τρυπ και τρίχωμα σεντόνια. Στο τέλος όλοι μαζί, κουβάρι σε σβώλο δένουν και κυλούν μέχρι που χάνονται στις πτυχές του υπό του νόμου.


    Η νύχτα τους ψάχνει για λίγο ακόμα και μετά βογκά θλιμμένα. Κάτω από το δρόμο δικαίωμα δεν έχει.


    Χορεύει για λίγο μόνη με τις σκιές της ώσπου ξάφνου πέφτει πάνω στο ζευγάρι.


    Απλώνει τα δάχτυλα της και υγρά γλιστρά προς τις σκιές τους. Λίγο πριν τις αγγίξει τραβιέται ξαφνιασμένη. Άνθρωποι με σκιές Δράκων…


    Δίπλα μου βαδίζει. Το κορίτσι που Δράκαινα θα γίνει. Ξυπόλυτη το δρόμο πατάει. Τρυφερά το σώμα του δωρίζει, αφήνοντας μικρά βογκητά να δείχνουν το ρυθμό της. Στο δέρμα από τσιμέντο θαμπώνουν ελάχιστα τα ίχνη που αφήνει. Αμέσως μετά ουλές, ρωγμές και πάνω του αναμνήσεις. Από εδώ πέρασε η Δράκαινα…


    Το αριστερό μου στήθος, νιώθει τη θέρμη του.


    Δίπλα μου βαδίζει. Ο άντρας του καλού. Ο Δράκος του κακού. Ο αγαπημένος μου.


    Ο βρώμικος, γέρος, δρόμος. Σκλάβος του.


    Η νεαρή, απείθαρχη και πρόστυχη η νύχτα. Με τα πόδια ανοιχτά τον παρακαλεί.


    Ο χρόνος του δίνει τη σκοτεινή του τρύπα ουρλιάζοντας.


    Τον θέλω. Θέλω με τη γλώσσα μου να τον βρέξω. Τα πόδια του γυμνά στο τσιμεντένιο δέρμα. Αίμα του δρόμου στάζει, στα ίχνη που αφήνει. Τρύπες μετά, δίχως πάτο, δίχως τέλος. Από εδώ πέρασε ο Δράκος.


    Η Νύχτα πίσω από τις σκιές Τους γυμνή σέρνεται. Οι ρώγες της στις πτυχές του δρόμου τρίβονται. Δεν σταματάει να σέρνεται, μέχρι που ματώνουν. Τους θέλει…


    Ο Δρόμος, στης έκστασης το χορό, καλπάζει το ρυθμό Τους. Να τους δοθεί, δεθεί, δω θε λει δίχως έλεος από τη μεριά τους. Χύνει…


    Ο Χρόνος…


    -Σας παρακαλώ… Βαθιά μέσα μου, μπείτε… Αθάνατους θα Σας κάνω…


    -Σας ικετεύω σκίστε με. Τα πέπλα των αιώνων μου, προς άναμμα των εύφλεκτων υγρών σας…


    -Σας εκλιπαρώ. Σκοτώστε με…


    Οι Δράκοι, φτάνουν στη γέφυρα. Λευκή, μεταλλική, δρόμος για τους πεζούς που θέλουν να πετάξουν πάνω από το δρόμο των αυτό…


    …κινήτων. Τα σκαλιά ανεβαίνουν, καθώς η σκάλα στα ποδό ραπ ί σματα τους λυγάει. Φτάνουν, στη κορυφή και η σκάλα μαζί τους. Χύνει φωνάζοντας.


    Στη μέση της γέφυρας τελειώνουν. Η Γέφυρα τρέμει. Κάθε βήμα κι ένα κύμα. Κύμα και σπασμός.


    Ο Δράκος γυρνάει τη νεαρή ψιλόλιγνη φιγούρα προς το δρόμο. Τα αυτοκίνητα τρέχουν μέσα στη νύχτα. Στα στομάχια τους ανθρώπινη φιγούρες. Τους χωνεύουν αργά, αλλά σταθερά.


    Με Τριαντά φυλλα στολισμένο το φόρεμα που φοράει η νεαρή. Φτωχό το μαχαίρι, στα χέρια του από το πουθενά του βγαίνει.


    Κοφτερό όμως και επιδέξιο τις κινήσεις του ακολουθεί.


    Το φόρεμα απελευθερώνεται και άψυχο στα πόδια της πέφτει.


    Το κορίτσι γυμνό στη νύχτα, που φέγγει υγρή και λαχταρά.


    Το κορίτσι, το κεφάλι σηκώνει ψηλά και τον ουρανό κοιτάει.


    Τα πόδια της ανοίγει και το μαζί το «Στόμα». Τα αυτοκίνητα στρέφουν τα βλέμματα τους πάνω. Το φώς τους, στο Στόμα εισχωρεί και χάνεται.


    Και τότε σκοτάδι και ο Τυφλός Σκύλος τον χορό αρχίζει…..


    Η λάμα στο σώμα της τους στίχους τους δωρίζει. Το κορίτσι μουσκεύει και στο δρόμο χρυσή βροχή τ α υτοκίνητα ξεπλένει.


    Στο χέρι το δεξί μαχαίρι και στο αριστερό μανιτάρι. Μπροστά της


    και τα δύο φέρνει. Τα στόματα ανοιχτά


    και τα δύο στο δρόμο στάζουν.


    Ένα έμψυχο μικρό κομμάτι για το πάνω στόμα


    Ένα έμψυχο μεγάλο κόκκινο μάτι για το κάτω.


    Μανιτάρι στεγνό υγρό θέλει μέσα να κυλήσει.


    Το μαχέρι στο χαίρι του πηγή ανοίγει και το πάνω στόμα γεμίζει.


    Μανυτάρι στεγνό υγρά θέλει μέσα να εισβάλλει.


    Το πέος του υγρό mani A tari, χρυσό μέσα της γεμίζει.


    Τα ταξίδι αρχίζει. Τα μανιτάρια σκάνε και τα δύο ταυτόχρονα. Σε σάρκα υγρή μάνα και πατέρα βρίσκουν και μεγαλώνουν.


    Πέντε εκατοστά, μικρά ποντίκια με αγάπη ψαχουλεύουν.


    Πέντε δέκατα και το κορίτσι σε κύματα αφρό και οργασμό χαρή ζει.


    Πέντε μέτρα και η Δράκαινα στη κορυφή με τα πόδια ανοιχτά το μικρόκοσμο χαζεύει.


    Πέντε χιλιόμετρα και δύο ήλιοι τον κόσμο ολάκερο φωτίζουν.


    Πέντε εκατομμύρια χιλιόμετρα και η γη μικρούλα μοιάζει.


    Πέντε εκατομμύρια έτη φωτός, με τα σκοτάδια Του το κορίτσι σε έκσταση χορεύει.


    Πέντε τρις εκατομμύρια, οι αιώνες της φωτιάς και στο τέλος φτάνει. Μπροστά μία τεράστια πόρτα.


    Μέσα της ένας Γαλαξίας θα χωρούσε να περάσει. Το Δέος δεμένο δίπλα της. Νόημα της κάνει να περάσει. Η πόρτα ανοίγει και από to σπίτι του χώρου και του χρόνου των τριών ξε φεύγει.


    Στο κόσμο των τεσσάρων δια στάσεων, το γυμνό της κορμί τ ώρα εδώ κ ώρα στο μέλλον του βαδίζει.


    Πλάσματα ανθρώπινα, ζώα, οικεία και μη οικεία, στο κόσμο αυτών ζούν Ε.


    Δρόμος υγρός, ο δρόμος που τα πέλματα της αγγίζουν. Δεν βυθίζονται όμως. Πάνω σε υγρό φως per πατάει. Γύρω της μουσική, φωνές, οσμές, πόρτες, κάστρα ζωντανά, βαδίζουν και την προσπερνούν.


    Σε μία πύλη στέκεται και κοιτάζει. Σταυρούς πλέκουν τα κάγκελα της, μιλώντας το ένα με το άλλο.


    Αγκυλώνουν, καμπυλώνουν, αγκυλώνουν, καμπυλώνουν…


    Η Δράκαινα στο κόσμο των τεσσάρων διαστάσεων, το γυμνό της κορμί τώρα εδώ και ώρα στο μέλλον του προσφέρει.


    Ζώα ανθρώπινα, ζώα που σε άνθρωπο δεν φέρουν, οικεία και μη οικεία, στο κόσμο αυτόν, όταν πέθαναν, μετακόμισαν. Δίχως αποσκευές. Σε ένα κόσμο δίχως Παρασκευές και ημέρες άλλες. Θνητός πια κανείς, δίχως επισκευές, γιατρούς ή μηχανικούς.


    Δρόμος υγρός, ο δρόμος που τα πέλματα της αγγίζουν. Δεν βυθίζονται όμως. Πάνω σε υγρό φως perπατάει. Γύρω της μουσική, φωνές, οσμές, πόρτες, πόλεις, πολύς, Πωλ ice κάστρα κι άστρα ζωντανά, σέρνονται, την κοιτούν, αλλά δεν την αγγίζουν.


    Σε μία πύλη στέκεται και κοιτάζει. Σταυρούς πλέκουν τα κάγκελα της, μιλώντας το ένα με το άλλο.


    Αγκυλώνουν, καμπυλώνουν, αγκυλώνουν, καμπυλώνουν…


    Το χέρι της απλώνει, να τα αγγίξει θέλει, αλλά αυτά δεν θέλουν. Σταματούν να πλέκουν, τραβιούνται προς το πίσω, meta μπροστά και…


    -it Θέλεις; Θελ; Θεις; Θες; Θεες; Θεε; Θειες; Στόματα πολλά, φωνές, η μία στην άλλη πάνω, μέσα, πλαγίως. Ορχήστρα με φωνές που να ταιριάξουν δεν θέλουν. Να ταράξουν; Η Δράκαι να απαντήσει θέλει, αλλά δίπλα της, γλώσσες όλων των ειδών σε κοπάδι πετάνε και περνούν. Η δική της κάνει να πετάξει και μαζί με τις άλλες να πάει σε ταξίδι μακρινό. Την στιγμή την τελευταία, τα δόντια κατεβάζει και τα αδαμάντινα δοκάρια την καρφώνουν στα χείλια της απάνω. Ο ήχος που βγαίνει…


    -Ακθδθκδθ…. Η γλώσσα κλαψουρίζει και τραβιέται πάλι στη φωλιά της. Τα κάγκελα, στα στόματα κουλούρια. Κλείνουν και τούτα φοβισμένα. Τα δόντια είναι τρομακτικά πλάσματα. Η Δράκαιν από το πόνο δακρύ ζει, καταπίνει το Νο και συνεχίζει.


    -Να περάθω θέλω. Το πρόσωπο ψηλά σηκώνει και οι ρώγες και τα μάτια θωρούν εκεί που ο Ήλιος συνήθιζε να κουλουριάζει. Στη θέση του ένας θηριώδης ίππος, με μάτια τεράστια αστέρια να φωτίζουν την…


    …ημέρα; Νύχτα; Δεν έχει νόημα, μουρμουρίζει και στα κάγκελα ξανά κοιτάζει. Φελλοί δεκάδες υγροί από τα Bookάλια που προήρθαν. Κόκκινοι, αφρώδεις, λευκοί, ροζ, ροζέ σαν τριαντάφυλλα.


    -Για; Γεια; Γη; Γα; Γεα; Γγη; Γατί; Γι ατί; Φυσαλίδες από τα στόματα των τυφλών φελλών, πετάγονται προς κάθε κατεύθυνση. Σκάνε και από μέσα τους παιδιά οι ήχοι.


    Γιατί; Να πας; Να Να που θέλεις πάς; Αν θέλεις Να πας; Η Δρά καινα κίνηση από φασιστική κάνει και τα πόδι το μακρύ απλώνει. Τα κάγκελα σε υ στεριά πέφτουν υγρές και κουρασμένες, φίδια που σέρνονται στην άμμο, την αφήνουν, να περάσει.


    Per Να ει. Και το επίπεδο το αperαντο αντικρύζει. Τούτη τη φορά, δεν δακρύζει. Τα κλάματα βάζει με λυγμούς. Τα δάκρυα της αίμα, ρυάκια που στο στήθος της ενώνονται και ποτάμι ορμητικό στο Δέλτα ξε χειλίζει. Ένας κόκκινος καταρράκτης από το Δέλτα στο έδαφος καταλήγει. Στο έδαφος χώρος δεν υπάρχει.


    Τα πέλματα της θεόρατα βουνά για τα πλάσματα που όρθια, στα τέσσερα, δύο, έξι, δώδεκα, δεκαέξι, στέκονται. Τρισεκατομμύρια, τρισεκατομμυρίων, τρισεκατομμυρίων, τρισεκατομμυρίων, τριστρακοσομμυρίων, πλάσματα μικρά, μινιατούρες, σε μινιατούρες μικρά πλάσματα. Ζώα, γνωστά και άγνωστα…


    -Γεια σου Μήτσο, εσύ ποιανού είσαι;


    Άνθρωποι, μαύροι, λευκοί, τρικουάζ, πράσινοι, κίτρινοι, πορτοκαλί. Με χέρια δύο, ένα…


    Τα έχασαν στο πόλεμο.


    Πόδια δύο, ένα, τρία…


    Πειράματα στα στρατό παιδα συγκεκτρώσεων.


    Γήινοι αλλά και εξωγήινοι…


    -Τι νομίζεται ότι μόνο οι Γήινοι όταν πεθαίνουν περνούν στο τετραδιάστατο συνεχές;


    Όπλα τα χέρια τους κρατούν. Μαχαίρια, μπουκάλια, ρόπαλα, πυροβόλα, καλάσνιφκω, αεροπλάνα, ούφο, αμερικάνους, βρετανούς, κεραυνούς, κουτάλες, λεμόνια, πέτρες, φρούτα που δεν τα ξέρω, όπλα όχι γήινα…


    Τι νομίζετε ότι μόνο οι Γήινοι έχουν όπλα;


    …οθόνες, αυτοκίνητα, κινητά, μαστίγια, μαστιχωτά, βιβλία, τσεκούρια, επιταγές, κέρματα, πυρήνες της φωτιάς, των ματιναριών, πυρηνικά, πυρ αύλους, φαύλους, σπαθιά, μπαστούνια, και αιχμηρά καρό (ήταν απαγορευμένα όπλα, αλλά εδώ όλα επι τρέπονται), κανάλια, όλων των χωρών, σημαίες (ήταν απογοητευμένα όπλα, αλλά εδώ όλα δια τρέπονται), τανκς, ψαλίδα, κατσαρίδες, κατσαρίδες του κράτους και άλλες μη κερδοσκοπικές, τρά πεζες, μπιφτέκια, οχταπόδια, εξαπόδα και ο όξω από εδώ, οπαδούς, λοστάρια και άλλα αρκετά και απερίγραπτα. Τα άλογα του πολέμου ξεχειλώνουν τη φαντασία τους, όταν πρόκειται για όργανα σφαγής. Ατομικής ή μαζικής.


    Η Δρά κενα, βλέπει τα αμέτρητα, έτοιμα να μετρηθούν, με ποιον; Γιατί; Για ποιο λόγο, οι νεκροί να θέλουν ακόμα να πολεμούν; Τότε από μακριά τον βλέπει.


    Το βλέμμα του πυρηνικό, τα μάτια του ματινάρια. Το μουστάκι…


    Άχ αυτό το μου σ τάκη… Μικρό, κομψό, της τέχνης παιδί σατανικό που τα κορίτσια θέλει να μαγεύει. Τετράγωνο, με 144 τρίχες, να στριμώχνονται η μία πάνω στην άλλη, σε ένα όργιο τρε τρε λο λ.


    ΟυραΝο ς δεν υπ άρχει, αλλά κεραυνός πέφτει προς τα πάνω. Η βολή είναι εύστοχη και ο έρωτας κεραυνοβόλος.


    Η Δρα και Να λυγάει και στα γό νάτα πέφτει. Το βλέφαρο του το δεξί ανάλ σηκώνει και τα χείλια του και τα τρία ζευγάρια ανοίγει. Από μέσα τρεις οι Κούκ οι που βγαίνουν και με φωνή μία την ρωτούν…


    -Είσαι η Γκέλυ Ράουμπαλ; Η Δρα και Να ερωτεύεται το ερωτηματικό του και με μία κλοτσιά του απαντάει με ένα δικό της…


    -Είσαι ο Αδέλ Φως Heatler;


    Πουλάρι άσπρο και παχύ
    της μάνας του μακάρι
    σιχάθη κε την ενοχή
    και το δειλό βαρκάρη.



     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Β




    Την πλησιάζει. Το σώμα Της όμορφο, ερωτικό, αψεγάδιαστο στα μάτια του. Δεν Την αγγίζει, κινείται γύρω Της, αποτυπώνει όλες τις λεπτομέρειες και για κάθε μία ξεχωριστά πλάθει και ένα τραγούδι, μια ιστορία, μια ωδή. Δεν είναι καπηλευτής, παρά ένας επηρμένος τροβαδούρος που αναζητά τον Μύθο του. Στέκεται ακίνητος και αφήνει το άρωμα των χρωμάτων Της να εισχωρήσει από τους πόρους της οσμής. Η μελωδία που αποπνέει τον εξουσιάζει, θαμπώνει τις αντιστάσεις του, τον αναγκάζει να γονατίσει.

    Ένα μουρμουρητό, μία προσευχή, μία έκφραση λατρείας, η μικρή του προσφορά στον βωμό Της. Κλείνει τα μάτια του και βλέπει με την ψυχή του, ψάχνει τους ήχους Της. Πρώτος της μαγικής Της ανάσας, του δίνει την ελπίδα ότι στον ορθό δρόμο βαδίζει. Ίσως και άλλοι ήχοι στο δωμάτιο την δική τους παρουσία να προσπαθούν να δηλώσουν, αλλά αυτός αδιαφορεί. Το κέντρο του κόσμου, η Κοπέλα. Ο πιο μεγάλος του Πόθος, η Γη.

    «Έλα...» , μία λέξη μακρόσυρτη και αδύναμη, στα γκρίζα μονοπάτια του φανταστικού του κόσμου, σχηματίζεται. Ο ΑδέλΦως Heatler χαμογελάει, ξέρει ότι είναι η φωνή Της και ότι μόνο αυτός Την αντιλαμβάνεται. Μόνο αυτός και κανείς άλλος…

    «Έλα σε περιμένω …» φωνή κοριτσίστικη, βαθιά, αναλλοίωτη, την θυμίζει. Ο Heatler νιώθει το ρίγος, το πέπλο που κρύβει αναμνήσεις αποτραβιέται ελάχιστα. Προλαβαίνει να δει τον κήπο. Τον κήπο που έπαιζαν μικροί.

    Ανοίγει τα μάτια τρομαγμένος! Στο υπόγειο ξανά. Ο χώρος αδιάφορος. Οι σκιές πολλές και περιέχουν πλάσματα και πνεύματα. Δεν τους δίνει σημασία. Η Γη, μόνο αυτή υπάρχει. Η πύλη του προς το θαμμένο παρελθόν. Η ψυχή του ηρεμεί ακολουθώντας την ανάσα της. Σαν θάλασσα νυσταγμένη, γλυκού χειμώνα. Τα πόδια της ανοιχτά. Απλώνει τα χέρια του και την αγγίζει. Τα μάτια του και πάλι αποκλείουν την πραγματικότητα και τον οδηγούν στην αλήθεια…

    Φτάνει πιο εύκολα στον κήπο του σπιτιού τους. Βλέπει τις άγριες τριανταφυλλιές. Ψηλές, πυκνές, πολλές, ένας μικρός λαβύρινθος που γέμιζε περίπου με ένα στρέμμα τρυφερής γης, την φαντασία τους. Αόρατοι για τους άλλους, ανάμεσα τους, ο δικός τους κρυφός παράδεισος.

    Ακούει φωνές. Φωνές πατέρα, φωνές δικές τους. Η φωνή του ενθουσιασμένη και λαχανιασμένη και της αδερφής του, βραχνιασμένη, ευαίσθητη σε κάθε μορφή υγρασίας, το μέταλλο ενός ώριμου κοριτσιού. Τρέχει και προσπερνά τις τριανταφυλλιές, θέλει να τους βρει. Του έχουν λείψει. Το πνεύμα του άυλη έκφραση στοιχειωμένης μνήμης, δεν ακολουθεί τα μονοπάτια, περνά μέσα από τα αγκαθωτά τείχη, όπως τα αποκαλούσαν.




    Αποπροσανατολίζεται και χάνει λίγο την φωνή τους. Ταράζεται και στο κόσμο τον πραγματικό σφίγγει το χέρι του. Η Κοπέλα παίζει τα μάτια της. Τα βλέφαρα της Γης ανθίζουν.

    Σταματά και προσπαθεί να τους ξανακούσει. Ένα γέλιο αυθόρμητο και ξαφνικό, εκεί πιο πέρα, στα δεξιά του! Κινείται βιαστικά, δε θέλει να τους ξαναχάσει, βουτάει πάνω σε μια πυκνή και γέρικη τριανταφυλλιά, περνά από μέσα της και πέφτει σχεδόν επάνω τους!

    Η αδελφή του είναι ξαπλωμένη και τα πυρόξανθα μαλλιά της, στολίζουν το λασπωμένο έδαφος. Γονατισμένος, ο παλιός του εαυτός, δίπλα της, κρατάει στα χέρια του, τα κέρινα δικά της και τρέμει ολόκληρος από τα γέλια. Το παιχνίδι τους…




    Το θυμάται ξαφνικά, σαν ποτέ να μην το είχε ξεχάσει. Έμοιαζε με κρυφτό, αλλά δεν ήταν. Το είχαν πλάσει, κλέβοντας την ιδέα από μία ταινία που είχαν δει. Αυτή το είχε πλάσει, τώρα που το σκέφτεται περισσότερο.

    Ήταν κάπως έτσι. Αυτός καθόταν στο χώμα, στην αρχή του λαβυρίνθου και έκλεινε τα μάτια του και μετρούσε. Αυτή του έσκαγε πάντα ένα φιλί στο μάγουλο και μετά έφευγε αθόρυβη. Η αίσθηση της στο μάγουλο του, σκέπαζε τις αισθήσεις του για λίγο και οι αριθμοί από το στόμα του έβγαιναν μηχανικά. Υπήρχαν φορές που ξεπερνούσε το εκατό, μέχρι να το συνειδητοποιήσει και να ανοίξει τα μάτια του. Πάντα συναντούσε την σιωπή. Τα πάντα, ακόμα και τα πουλιά κρατούσαν το τιτίβισμα τους και παρακολουθούσαν με χαμόγελο. Σηκωνόταν από κάτω και με απαλά βήματα, άρχιζε το ψάξιμο. Πάντα τον ξάφνιαζε. Όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να καταλάβει την λογική της. Αλλά στο τέλος την έβρισκε. Εκεί στο χώμα ξαπλωμένη με τα μάτια κλειστά. Νεκρή…

    …να μοιάζει. Κάτασπρη, ακίνητη, με το ζόρι διέκρινε το μικρό της στήθος να πάλλεται, με χείλια φλογισμένα που όπως και τα μαλλιά της έδειχναν την φωτιά που έκαιγε μέσα της. Του ξέφευγε ένα χαμόγελο ικανοποίησης και γονάτιζε δίπλα της. Μονάχα αν την «ξυπνούσε» θα θεωρούταν ότι την είχε βρει.




    Το γαργάλημα δεν ήταν λύση. Ποτέ δεν έπιανε, είχε τρομερό αυτοέλεγχο η αδερφή του. Ξεκινούσε με ένα τρυφερό χάδι από το πρόσωπο της. Σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. Σαν να την ερωτευόταν ξανά από την αρχή. Στα δάχτυλα του ένιωθε το ανάγλυφο που τόσο πολύ αγαπούσε. Το κρύο το δέρματος που συναντούσε το ζεστό του πάθους. Ακουμπούσε τα βλέφαρα της. Δεν τρεμόπαιζαν. Γλιστρούσε στις ασθενικές λακουβίτσες και σκαρφάλωνε στο κομψοτέχνημα της μύτης. Παγωμένη και υγρή. Σαν τα σκυλάκια όπως συνήθιζε ο πατέρας τους να λέει με μια έκφραση τρυφερότητας.




    Δρασκέλιζε από την μία μεριά και κατέβαινε από την άλλη μέχρι να βρει το άνω χείλος της. Εκεί σταματούσε διστακτικά, έκανε πως θα το αγγίξει και μετά το παραπλανούσε και δραπέτευε στο μάγουλο της. Μια φορά είχε πιάσει. Περιμένοντας το δάχτυλο του άνοιξε το στόμα της να τον δαγκώσει. Αλλά αυτό είχε ξεφύγει και ο παλιός Heatler έκανε τούμπες γιατί την είχε σπάσει. Διέσχιζε το απαλό της δέρμα και έφτανε στο αυτί της. Ο λοβός του ήταν πολύ ευαίσθητος. Στην αρχή λύγιζε, αλλά μετά έμαθε να ελέγχει και αυτές τις αντιδράσεις της. Μία μέρα από τα νεύρα του, τον δάγκωσε και του έδωσε μία κλωτσιά, που το πέταξε δίπλα. Ξεκαρδισμένα άρχισαν να κυλιούνται στο χώμα. Δεν τσακωνόντουσαν ποτέ.

    Καμία αντίδραση και σε αυτή του την κίνηση, άφησε τα δάχτυλα του να τσουλήσουν στην εύθραυστη καμπύλη του λαιμού της. Παρόλο που ήταν μικρότερος από αυτήν ένιωθε ότι μπορούσε με μια απότομη κίνηση να της τον σπάσει. Υπήρχαν φορές που ήταν τόσο όμορφος που κάτι σκοτεινό, τον παρακινούσε από μέσα του να δοκιμάσει.

    Ανέβαινε από το πολύ ισχνό δέρμα που σαν μια λεπτή μεμβράνη προστάτευε την τραχεία και τις μελωδικές χορδές της, στεκόταν σαν ορειβάτης που φτάνει στην κορυφή και τραμπαλίζεται, στο πιγούνι της και μετά έφτανε στα χείλη της. Τα μαγικά της κοσμήματα…

    Πόσο πολύ θα ήθελε να τα γευτεί, να τα δοκιμάσει. Αυτή το ήξερε, αλλά αυτός δεν της το ζητούσε, φοβόταν. Όλη της η σωματική ύπαρξη έμοιαζε ασθενική, αλλά τα χείλη της δήλωναν με τον πλούτο τους, τη ρώμη του χαρακτήρα της.

    «Είναι μεγάλα…» του έλεγε , «…γιατί είναι οι πύλες που συγκρατούν τον θηριώδη λόγο μου» και την πίστευε.

    Διέγραφε με τα βρώμικα νύχια του μικρές βαθιές ευθείες, στην κορυφή της καμπυλότητας τους. Η εικόνα ήταν αντιφατική. Βρώμικα αχνάρια πάνω πολύτιμο σάρκινο μετάξι. Τον ερέθιζε. Τα μάγουλα της αποκτούσαν έναν πορφυρό χρώμα. Τότε σταματούσε τις μικρές γραμμές και πίεζε το κλειστό τους άνοιγμα. Ήθελε να νιώσει την υγρασία που έκρυβαν. Να βουτήξει τα μικρά του άκρα στο γλυκό τους νέκταρ. Σα μέλισσα να τρυγήσει τους χυμούς του λουλουδιού…

    Σαν σε τσουλήθρα, τα δάχτυλα του γλιστράνε στον αδύναμο λαιμό της και είτε από δεξιά, είτε από τα αριστερά, φθάνουν στους ώμους της. Σηκώνονται όρθια και βαδίζουν με βαριά και άγαρμπα βήματα. Βυθίζονται στο μπράτσο της, συναντιούνται και τσιμπάνε, χορεύουν, μπερδεύονται και πέφτουν. Μια ολόκληρη παράσταση, πάνω στο κόκκινο βραχίονα της. Δε βιάζεται, δε θέλει να του αποκαλυφθεί. Όχι ακόμα, το ταξίδι του αρέσει και έχει πολλά μέρη ακόμα που δεν τολμά, αλλά που με το πρόσχημα του παιχνιδιού θέλει να ανακαλύψει.

    Ένας λυγμός σφίγγει το δρόμο της ανάσας του Heatler, πίσω στο υπόγειο, ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλο του. Η Δράκαινα στρέφει το κεφάλι της και τον κοιτάει. Χαμένος στις γλυκόπικρες αναμνήσεις του δεν την αντιλαμβάνεται. Σηκώνεται, ανακάθεται, κατεβαίνει και τον πλησιάζει…

    Οι δαίμονες της μνήμης τον τραβάνε μακριά και σε μια άλλη τον μεταφέρουν. Οι αντιστάσεις έχουν πια καμφθεί και ότι πιο οδυνηρό και τραυματικό, έχει ο Heatler ζήσει πρόκειται για άλλη μια φορά την διαδρομή του να ακολουθήσει…




    Τέλος άνοιξης και το χώμα δεν έχει ακόμα στεγνώσει από τις βροχές. Το νιώθει στα δάχτυλα του που έχουν βυθιστεί στο χώμα καθώς μετράει. Θέλει από κάπου να κρατηθεί, για να μην σηκωθεί πριν το μέτρημα σφραγίσει. Το φιλί της σήμερα αφύσικα παγωμένο, μια πνοή φαντάσματος. Θέλει να την βρει σύντομα, να την ζεστάνει στην αγκαλιά του. Κάποιοι αριθμοί δραπετεύουν από την σειρά τους, τους αφήνει να φύγουν, ένα χρώμα απαισιοδοξίας βαραίνει την βούληση του. Δεν ξέρει γιατί, αλλά κάτι άσχημο νιώθει ότι θα συμβεί.

    Τελειώνει και το σώμα του εγείρει, πριν ο ήχος της λέξης «Εκατό», χαθεί στο νοτισμένο αιθέρα. Ξεκινάει τρέχοντας. Στην πρώτη ρίζα μπερδεύεται και πέφτει. Μια βλαστήμια, από αυτές που κάνουν τη μαμά να κοκκινίζει, ξεφεύγει από το στόμα του. Δεν έχει χρόνο για αυτά. Η αίσθηση του τείνει σχεδόν στην βεβαιότητα. Κάτι ή κάποιος πολύ κακός ψάχνει ταυτόχρονα με αυτόν να τη βρει. Δεν πρέπει )!(

    Οι Τριανταφυλλιές αποκτούν δαιμονική οντότητα. Είναι με τον Κακό. Τον εμποδίζουν, τον αποπροσανατολίζουν, με την βοήθεια του αέρα μετακινούν τα φύλα τους για να μοιάζουν διαφορετικές, όταν ξαναπερνά από μπροστά τους. Με τους βρώμικους μικρούς κορμούς τους προσπαθούν να τον σταματήσουν, με τα αγκάθια τους το καταφέρνουν. Παλεύει να ξεφύγει, τα ρούχα του σκίζονται, το δέρμα του ματώνει, αυτή τη φορά δεν του αρέσει, είναι παρά τη θέληση του. Χάνει το ένα του παπούτσι, δεν κάθεται να το βρει, πετάει και το άλλο. Τώρα ξυπόλυτος τρέχει. Σπάει τους κανόνες και φωνάζει το όνομα της. Στην αρχή από συνήθεια χαμηλόφωνα, δεν ήθελαν να τους ακούσουν, τώρα πια δεν τον ενδιαφέρει, ο τρόμος πολιορκεί την λογική του.

    Φτάνει στο τέλος του κτήματος, απογοητεύεται, μα δεν λυγίζει, ξαναγυρνά. Διαφορετικό μονοπάτι ακολουθεί και λίγη ώρα μετά φτάνει πάλι στην αρχή. Τα πνευμόνια του παίρνουν το μέρος του εχθρού. Χτυπάει το στήθος του με οργή.

    «Μαζί μου !!» ξαναμπαίνει στο λαβύρινθο και φτάνει πάλι στο τέλος, στροφή. Το πουκάμισο του τον εμποδίζει, το βγάζει και το τινάζει πίσω του. Τρέχει, ψάχνει, στριφογυρνά, τα μάτια του θολά, η ψιχάλα από δάκρυα, μπόρα έχει γίνει, στο στόμα του λάσπη έχει εισχωρήσει και λασπώνει το οξυγόνο, που θα του δώσει τη δύναμη να συνεχίσει.

    Στέκεται και προσπαθεί να βρει την αυτοκυριαρχία του. Κάτι καταφέρνει, στα αριστερά αυτό το μονοπατάκι δεν το έχει ακολουθήσει. Βαδίζει προσεκτικά, δεν υπάρχει άλλος χωρικός συνδυασμός. Δρασκελίζει σκυφτός, ένα άνοιγμα από δύο θηριώδεις Τριανταφυλλιές. Τα μυτερά τους ξίφη πληγώνουν βαθιά το σώμα του. Η δεξιά του ρώγα ματώνει, αγνοεί τον πόνο. Σηκώνει το κεφάλι ψηλά και την βλέπει!!!

    Ξαπλωμένη σε βάθρο δύσχρωμο, το πιο ακριβό κόσμημα του Θεού. Τα χεριά της δεν είναι απλωμένα σε σχηματισμό σταυρού όπως συνηθίζει, αλλά άψυχα και άναρχα πεσμένα. Τα πόδια της δεν είναι ανοιχτά και τεντωμένα, αλλά το ένα λυγισμένο και το άλλο σαν προσπαθώντας να τον αναζητήσει, με μια απελπισμένη κραυγή για βοήθεια, αφύσικα πλεγμένο.

    «Όχι !!!» ένα βήμα πιο κοντά της, τα πόδια του τρέμουν, δε θέλει το αναπόφευκτο να αποκαλύψει. Η λάσπη κολλάει στις γυμνές του φτέρνες, σαν προσπαθεί σε κάθε του βήμα όλη τη γη μαζί να σύρει. Φτάνει κοντά της, στο στήθος δεν πάλλεται. Λυγμός οξύς τον ρίχνει στο έδαφος.

    «Μη…» , λυγμοί που σαν τα φύλα του φθινοπώρου στον δυνατό άνεμο σκορπάνε , «…μη μου το κάνεις αυτό, μη φύγεις μακριά μου, σε …» , ο κορμός του πέφτει και αυτός νικημένος και το πρόσωπο εκατοστά πιο μακριά από το δικό της, με τα χέρια του έρποντας την πλησιάζει, «…αγαπάω…». Τα μάτια της ορθάνοιχτα και κενά, ποια εικόνα να αντίκρισαν λειψή. Το στόμα του πάνω από το δικό της,

    «…σε αγαπάω …γιατί …», ένα ρυάκι κόκκινο παγώνει αργά ξεκινώντας από την αριστερή μεριά.

    Τα χείλια του συναντούν τα δικά της και γεφυρώνουν τις ψυχές τους. Το αίμα της γλυκό, αλλά όχι σαν αίμα. Γλυκό σαν φρούτο. Το άνοιγμα παγωμένο, αλλά όχι και ο πυρήνας της. Η γλώσσα του συναντά την δική της, αλλά δεν απαντά το άψυχο. Το φιλί του βαθύ και ολοκληρωτικά δοσμένο, αλλά όχι μοναχικό. Τον φιλάει και αυτή. Στην αρχή δεν το συνειδητοποιεί, μετά τινάζεται όρθιος!

    Του χαμογελάει, τα μάτια της ανοιγοκλείνουν, είναι ζωντανή !!!

    «Στην έφερα », χαμογελάει με την πιο όμορφη ανατολή του κόσμου.
    Χίλιοι ήλιοι που ανατέλλουν ταυτόχρονα.

    «Στην έφερα κορόιδο», ο Heatler γονατίζει και ξεσπάει στα κλάματα. Πόνος λύτρωσης, δάκρυα ελευθερίας, η μεγάλη του αδερφή, η Angela Maria “Geli” Raubal ανακάθεται και τον αγκαλιάζει ικανοποιημένη.


    Η Δράκαινα τον αγκαλιάζει και στα χέρια της ο Xitler, ένα βρέφος που σπαρακτικά κλαίει. Να τον νανουρίσει ή να τον σκοτώσει;


    Insert poem to continuke


    Απ’ τη χαρά του την πολλή
    απρόσεκτα πηδούσε
    της μάνας του τη συμβουλή
    ανεύθυνα αψηφούσε.

     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Γ


    Το μητρικό της ένστικτο την μαλακώνει. Ένα μωρό είναι. Με μουστάκι τετράγωνο και τρίχες 144…


    Εντάξει. Φωνές νεκρών που εξαιτίας του σαν λουλούδια λύγισαν, την καλούν.


    (Σκότωσε τον)


    Τον σφίγγει στην αγκαλιά της. Ένα βρέφος είναι μόνο. Ένα μωρό. Στα χειλάκια του κόκκινο το υγρό που στάζει, το σκουπίζει προσεκτικά. Όχι, όχι, όχι.


    (ΟΧΙ) βρέφος είναι. Φωνές χιλιάδες που σαν τη βροχή το σώμα της βρέχουν.


    (Σήκωσε το ψηλά και δες)


    Στα χέρια της Δράκαινας κουρνιάζει, ο Xitler βρέφος. Τον σηκώνει ψηλά. Φώς δυνατό σαν ήλιος φέγγει πάνω του. Το βλέμμα της στο δέρμα του. Δεν υπάρχουν σημάδια, σκιές, ατέλεια καμιά. Από άνθρωπο δεν βγήκε τούτο το μωρό. Μήτρα ανθρώπινη δεν το γέννησε. Πιο κοντά στα μάτια της τον φέρνει.


    Το χρώμα ατόφιο. Γυμνό είναι εμπρός στο δυνατό φως, αλλά μέσα του δεν βλέπει, στην αρχή.


    Ξαφνικά! Μία κραυγή. Πριν ακόμα σβήσει πάνω της δεύτερη σκοντάφτει. Πάνω τους μία Τρίτη. Δεκάδες που παγιδεύονται στο στενό κορμάκι του και τότε το φως αποκαλύπτει τα σπλάχνα του.


    Σπηλιά, βουνό, τεράστιο της κόλασης καζάνι μοιάζει. Μικρά, μικρά, μίκρο σκοπικά, τα βρέφη που πνιγμένα πλέουν στα γαστρικά υγρά του. Κάποια τα τα νκς του τα φεραν. Άλλα αερο πλάνα καρά μελωμένα.


    Μόμπες, μπέμπες και μπέμπηδες αβάφτιστους στη αχόρταγη κοιλιά του.


    Στρ ατι ώτες, με στολή οι σερβιτ σόροι, με σάλτσα κόκκινη της μάνας την καλή σε πιατέλες και κοφιν άκια, μεζε παϊδάκια για την κυρία ρχη όρεξη Του.


    Η Δράκαινα δαγκώνει και την γλώσσα της ματώνει. Ο πόνος την ξυπνά και τα χέρια ανοίγει. Το βρέφος Xitler που τιν αγκάλιαζε μέχρι πριν από λίγο, γλιστρά στο κενό που το χωρίζει από το έδαφος. Πέφτει αργά και το βλέμμα της, τον ακολουθεί από κοντά. Ο Xitler μεγαλώνει και θεριεύει, βρέφος από τα χέρια της ξεκίνησε, άνδρας μεσήλικας στο χώμα φτάνει. Θρυμματίζεται και σε εφτάκις τα εκατομμύρια φιγούρες κλώνους από τον εαυτό του φτιάχνει.


    Άπειρο και δίχως τέλος το επίπεδο που πάνω του στέκεται η Δράκαινα. Άνθρωποι μικροί, άνθρωποι αθώοι, άνθρωποι και ζώα που κάποτε ζωντανά σε αυτόν τον κόσμο ήταν, τρέχουν στα τέσσερα να ξεφύγουν από τις ορδές.


    Κλώνοι με στολές πάνω σε άλογα, με όπλα, σπαθιά και χαρα κτηρι στικ ά μουστάκια από πίσω τους να τους κυνηγούν και να τους σκοτώνουν.


    Τα άλογα καλπάζουν


    Οι άντρες βρυχώνται


    Τα σπαθιά τσιρίζουν


    Στο αίμα σβήνουν


    Τα κόκκαλα γυαλιά


    Αδέσποτα γυαλιά, της άμμου κόκκοι


    Ο ουρανός πόλεμο ζητά


    Δόρια οι μεγάλοι του κεραυνοί


    Ο ήλιος κόπρανα καίει φοβισμένος


    Το φεγγάρι μοιρολογά δαρμένο


    Η Δράκαινα συνέρχεται και με δύναμη ουρλιάζει.


    -Σταμάτα!!!


    Οι αθώοι λειώνουν και στο χώμα χάνονται. Οι κλώνοι Xitler όλοι μαζί ενώνονται.


    Ένας άνδρας, με μάτια που άπατα δείχνουν εκδηλώνεται μπροστά της.


    Ο αΔΟΛφΟς.


    -Τι θα μου προσφέρεις για να σταματήσω;


    -Τι θέλεις;


    -Να με πηδήξεις.


    -Μόνο αυτό;


    -Και να με αγαπήσεις…


    Insert poem to continuke


    «Καθὼς παιδί μου προχωρείς
    και σαν σαλά χι τρέχης
    να κακομάθεις ημπορείς
    δε πρέπει να προσέχεις».


    Κι άλλο, μη σταματάς, όχι μη σταματάς τώρα σε…


    …παρακαλώ.


    Η Δράκαινα τον κοιτάει το κεφάλι κουνά κατά φατσικά και παγγέλει…


    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ
    Έχασα την έξοδο και τώρα πως θα βγω
    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ
    Που βρίσκομαι ρωτάω, κανείς δεν είναι δω



    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ
    Έσβησα το φως και κάνω γκριμάτσες στο σκοτάδι
    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ
    Άνοιξε πόρτα και χάσου για πάντα στο λιβάδι


    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ
    Ζητιανεύω τα μικρά σας υπολείμματα
    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ
    Της αγάπης και του μίσου σας τα κρίματα



    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ
    Λουλούδι γυμνό λουλούδι υγρό τα πόδια σας να πλύνει
    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ
    Με την βία ερεθισμένο τις σταγόνες σας να πίνει


    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ
    Ήρθε η ώρα τις βρωμιές του συντηρητισμού στο αιδοίο μου να φέξω.
    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ
    Την παρθένα, την μαριονέτα, την πουτάνα, το αντικείμενο να παίξω.


    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ
    Χορεύω, χορεύω και το ραβδάκι σου θωπεύω
    Α μπε μπα μπλομ, του κειθε μπλομ
    Κοντεύω, κοντεύω με τ’ αλογάκι σου ιππεύω



    Δύο βήματα θα κάνω στο κενό που μας χωρίζει και τον κόσμο που θα μας διαβάσει θα χαιρετήσω. Υποκλίνομαι λοιπόν στο φως που με ξεχωρίζει από εσάς, σκιές, σκιές του κρυφτού πρωταθλητές. Είμαι ότι αποφύγατε συνειδητά να ονειρευτείτε.

    Η μάγισσα, η ανήθικη, η τσούλα, η αναρχία, η αταξία, των ψυχικών σας ενδυμάτων η απόλυτη απουσία. Κυκλοφορώ όπου δεν αγγίζετε, μυρίζετε, αναπνέετε, σέρνεστε και αφήνετε την φθηνή σας γλίτσα.

    Κυκλοφορώ γυμνή με το μουνί μου να γυαλίζει από υπεροψία στη μεγαλύτερη χωματερή που έπλασε ποτέ ο πατέρας μου και ετοιμάζομαι να γαμηθώ μαζί του όπως κανένας θνητός δεν μπόρεσε ποτέ.

    Κάποιοι τον φώναζαν Θεό, εγώ απλώς μπαμπάκα. Το όνομα μου Ελευθερία…



    Θεριά τα πόδια του, βουνά που πόλεις καταπίνουν. Τέρατα τα πέλματα του, σε ανθρώπους, αλήθειες, φυλακές, αναμμένοι γεμιστήρες με ψέματα τις ψυχές πυροβολούν. Ο Αδόλφος, σε στέπα από κόκκινη λάσπη το κορμί του σέρνει. Κάθε τι που σκοτώνει, την επόμενη στιγμή ζωντανό είναι ξανά. Στο κόσμο των τεσσάρων, η ζωή και ο θάνατος νόημα δεν έχει, σαν ψευδαίσθηση, μόνο φέγγει για αυτούς που θυμούνται τη ζωή στις τρεις.


    Μπροστά του 9 παιδία παίζουν «Μου» με κρανία, για μπάλα. Στα δεξιά του Τανκ σερ με κάνη 5 μέτρα μήκος. Στα δάχτυλα του, μολύβι μοιάζει και μολύβι βγάζει με γεύση ου pανί ου. Με ένα χτύπημα κεφάλια, 9 κορίνες πέφτουν.


    Strike. Πανογελά, αλλά κεφάλια 9 σε σώματα παιδικά ξανά φυτρώνουν. Θλίψη, πλήξη, λήξη. Ποίηση ικανή ποτέ ξανά.


    Στο κόσμο των ζωντανών, σε διαστάσεις τρεις καμβάς, όταν πέθαινες, πέθαινες. Μία και καλή. Τώρα, δεν έχει νόημα ο πόλεμος. Κανένας κερδισμένος. Ο θύτης, πως θύτης να ‘ ναι, αν θύμα δεν μπορεί να έχει.


    Στα αριστερά του γυναίκες, σε βουνό με σπασμένα γυαλιά ξ υπό λυτες ανεβαίνουν, χορεύουν και πέφτουν. Θρυμματίζονται. Γυαλιά αφήνουν και άλλες την θέση τους παίρνουν.


    Και ξανά, ξανά. Ο άνθρωπος ξεχνά, μαθαίνει, ξεχνά, μαθαίνει και ξεχνά.


    Δεν έχει άλλους να σκοτώσει. Τι νόημα έχει ο θάνατος, αν οριστικός δεν είναι;


    Περνά μέσα από το Δ άσος. Μανιτριάρια διφορούμενων μεγεθών, σχημάτων και φλογών. Να ένα εμπρός του, μέτρο 1 και 69.


    Στο θηριώδη του κεφάλι, γυναίκα ερεθισμένη από την χρόνια απουσία αγάπης που την στέγνωσε στο χρόνο, pro σπαθί τώρα να μου σκέψη. Να και ένα δεύτερο, ύψος 33,5 χείλια μέτρα.


    Δεκάδες τα χείλια που αποκολλημένα από το στόμα των αφεντικών τους, πάνω του σέρνονται. Ανθρώπινα, γατίσια, φαλαιτινικά, του Βασιλιά και άλλων καλλονών σαρκώδη και άτριχα. Να και τρίτο ένα. Πάχος, όσο η υδρόγειος, πάνω του ουράκανα στηριγμένα στα δύο τους πόδια.


    Ο Αδόλφως επιτέλους ζωγραφίζει ένα χαμόγελο, πάνω από το στραβό του χείλος και κάτω από το Ορθόδοξο μους Τάκη του. Σαν νύμφη που το Πάνα γυμνό analζητά, χοροπηδεί στο ένα πόδι κάθε φορά. Αριστερό, δεξί, αριστερό, δεξί, αχχ ένα βατόμουνο.


    Κόκκινο βατόμουνο, σκύβει και το δοκιμάζει. Ψάρι νεκροζώντανο που στον ήλιο σκιάζεται και στο πουθενά φοβέρα. Συνεχίζει να χωρό πηδεί, σαν ανόητη παρθένα…


    …από τα μάτια μόνο. Αχχ ένα πορτοκαλεί π τέως. Τα οπίσθια του γυρνά και με τα χείλια τα τυφλά στο στόμα του το βάζει.


    Μιαμ, μιαμ, μία μμμμ. Να χρονοπηδεί δεν σταματά και πάντα σε μονό χρόνο το πόδι στο ΕΔαφΩς βυθίζει, σπλούτς. Χώμα, υγρό και στη λάσπη καυλωμένο. Αχχχ μία Δράκαινα με πού τσα θηριώδης. Μέτρα δύο και 31, στον κώλω του Αλέξανδρου, βυθίζει…


    -Μα τον gay Κουκεφάλα. Η πόρνη με αρνήθηκε. Τόσες φορές ικέτεψα σε Ξ να κάνουμε και όχι Ξ ανά πόλεμο. Και αυτή μου αρνί θηκε. Ξανά και Ξ ανά και Ξανά… Ο Αδόλφως, πληγωμένος, στα γόVατα τώρα πέφτει σιμά τους λιγώνει.


    Ο Αλέξανδρος ο Αίγας, στα τέσσερα στημένος, σουβλάκι σε κορμό και όχι καλάμι, μήτε καλά Μάκη, της Δράκαινας το όργανο, στάζει και φωνάζει, στάζει και ουρλιάζει.


    Η Δράκαινα με το χέρι της, το πέος της περί στρέφει και τον Αλέξανδρο ξε σκίζει


    -Να ‘μια και εγώ. Ο Αδόλφως, το στόμα του στη πάριζα του Αλέξανδρου κουμπώνει και τη μικρή του σβάστικα στο στόμα του το Μέγα λυτρώνει…


    Λύ τρωσεις…


    βυθίζει…

     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Δ


    Μερικά επί εσοδεία από πίσω…


    Το φεγγάρι μοιρολογά χτυπημένο. Στο πάτωμα από το μπρίκι που έβρασε με τη βία σου χυμένο.


    Η Δράκαινα συνέρχεται και με δύναμη ουρλιάζει.


    -Σταμάτα!!!


    Οι αθώοι λειώνουν και στο χώμα χάνονται. Οι κλώνοι Xitler όλοι μαζί ενώνονται.


    Ένας άνδρας, με μάτια που απατά να δείχνουν εκδηλώνεται μπροστά της.


    Ο αδολΦΩΣ.


    -Τι θα μου προσφέρεις για να σταματήσω;


    -Τι θέλεις;


    -Να με φιλήσεις.


    -Μόνο αυτό;


    -Και να με αγαπήσεις…


    -Όχι.


    -Μην τολμήσεις!


    -Όχι, όχι!!


    -Θα εισβάλλω!!!


    -Όχι, όχι, το όχι, είναι όχι και μόν ο ΧΙ!!!!


    -Ακούω πατήματα βαριά και νύχια από γυαλί, να σέρνονται στη σάρκα σου ομορφούλα μου. Η γη γλεντάει με το αίμα σου. Έρχονται!!!!!


    -Ωχ ι!!!!!!


    -Μαστιγώσατε τα Άλογα!!!!!!!


    Λέξεις πολεμιστές, στοχεύουν την σιωπή.


    Η Δράκαινα το βάζει στα χέρια. Τρέχει να ξεφύγει από τη βρώμικη του Αδελφού σκιά.


    Ρώμικες ανάσες, γαμάνε στο σκοτάδι δίχως έλεος τη μοναξιά..


    Στα μακριά της μόνα τα κανιά μπερδεύεται και η αξία της πέφτει..


    Αίμα θα το φως που χάνεται και θύματα ένας Τροβαδούρος, ένας Στρατηγός, μία Μάγισσα και μία Μπαλαρίνα…


    Σηκώνεται μουσκεμένη από τα υγρά της μοναξιάς και η Δράκαινα βρέχει να ξεφύγει. Πηδάει τα βουνά, τις λίμνες, τα λαγκάδια και τα ξερά χορτάρια, τέτοιο πήδημα είχε η Γαία να βιώσει από την εποχή της δημιουργίας…


    Ένα σάλπισμα και τα Άλογα ξεχύνονται από πίσω της με τις ψηλές ψηλά σκληρές και στις Πόλεις Ορθό με μένος….


    Η Δράκαινα τρέλη από τον μανιακό των λέξεων βιαστή να ξεφύγει και τρέχει σαν τρελή, αφήνοντας τις φλόγες σαν ορδές να δραπετεύουν από το κ ορμή της….


    Σκασμένα κουφάρια, οι σκιές πετούν τις μάσκες, λαχανια σμένες. Τα σπαθιά τραβούν. Με το λίγο στο φως λουφάζουν πίσω από τα βουνά. Από εμπρός η Δράκαινα και στη μέση του βουνά. Τα Ζα Πούτιν τα Ζα και του Παρισιού τα οΥΖα.


    Η Δράκαινα ξεφεύγει από του Χάρου τις ψωλές και πάνω σε τρίο πέφτει.


    Ο Άλεξ άνδρος ο Αίγος, γυμνός από τη μέση και κάτω είναι. Όρθιος και στα Πάντα ανοιχτός.


    Εμπρός του η αδερφή του η Μεσσαλονίκη, γονατιστή να πίνει από το αθάνατο νερό του.


    Από πίσω του η μάνα του η Λαμπάδα. Η 28η Λαμπάδα, από πίσω του με κουτάλα στρώνει το κώλο του Αλέξανδρου του Αίγα.


    -Πάρε και αυτή, πάρε κι εκείνη. Με στρατιωτάκια μου ήθελες παιχνίδια.


    Σταματά και την κουτάλα μέσα στον πρωκτό του χώνει και ανακατεύει. Την τραβά και στο στόμα φέρνει και δοκιμάζει.


    -Νόστιμα, φρέσκα υγρά, παλιά υγρά, όλα του Άλεξunder ο κόλος τα νοστιμεύει. Πάρε και αυτόν, πάρε και εκείνον, παλούκια γύρευες αλλά δεν παλουκωνόσουν. Το γύρο της σφαίρας ήθελες να κάνεις, κυνηγώντας την ούρα σου. Έκανες τους Μέλιονες να παραμιλούν στα όνειρα τους και χύνουν σε κάθε τους βιασμό.


    -Μα μανούλα μου γλυκιά, εγώ δεν σκότωνα…


    Μόρφωνα, εγώ δεν βίαζα…


    Εκπολίτιζα, δεν χώριζα τις μάνες από τα νεκρά παιδιά τους….


    Εξάπλωνα το αίμα, το Μελλονικό, το αθάνατο!


    -Δεν έχει άλλο μπρε Αλέξ. Το ήπια οΛο. Η Μεσσαλονίκη λάμπει μουσκεμένη στη νύχτα και η Δράκαινα ψάχνει τα λόγια της.


    Μένει εκεί. Στρατιωτάκι ακούνητο, μέρα ή νύχτα; Η Λαμπάδα και η Μεσσαλονίκη αποχωρούν ερεθισμένες. Η κόρη, το κεφάλαιο της γέρνει τρυφερά στο ώμο της μητέρας.


    Ο Λεξ, μένει, ανοιχτός και δεμένος. Η Α Η δράκαινα, μένει, γυμνή με την βρεφική κλειτορίδα να την ταΐζουν οι Λύκοι.


    Με το γάλα τους. Η Κλείτο γατάκι γίνεται και μεγαλώνει.


    Με το αίμα τους. Η Κλείτο τίγρης μοιάζει και τις τεράστιες πατούσες της γλύφει.


    Με το σπέρμα τους. Η Κλείτο γατόσαυρος τώρα και καπνούς από την τρύπα σαν την πύλη Αξιού βγάζει.


    -Πάρε με. Η φωνή του Αίγα;


    -Πήγαινε με την τρομερή σου πάριζα, στα πέρατα του κόσμου. Του Αλέξανδρου του Αίγα;


    -Ένα με την Κλείτο σου θα γίνω, σαν τον άλλο Κουκεφάλα και θα αρμενίσουμε σε όλες τις θάλασσες τούτου του πλάνη τη. Θα υψώσουμε σε κάθε σπίτι την μπλε σημαία μας.


    -Σε παρά καλώ πάρε με.


     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Ε


    Η Δράκαινα με τα γυμνά της πέλματα βαδίζει στο πεδίο της μάχης. Να ξεφύγει προσπαθεί, να τους πατήσει δεν θέλει. Και ας είναι νεκροί και συνάμα ζωντανοί.


    Ένα 7άκης εκατομμύρια μικροί στρατιώτες, σπαρμένοι στο έδαφος. Πλαστικοί δεν είναι. Αλλά μήτε από μολύβι. Σάρκα το δώμα της ψυχής τους ήταν μέχρι χθες. Τώρα δέρμα το μπαλόνι με άχυρα γεμάτο.


    Χρώματα δύο, στολές μαύρες οι δεξιές, λευκές αριστερές. Σκοπό μονάχα έχουν. Να στο δί χωρίζονται.


    Στο καλό και στο καλό. Στο κακό και στο κακό. Στο άσπρο και στο λευκό, στο μαύρο και στο βλάκα.


    Δύο αφεντικά, δύο σκύλοι σαν θεοί.


    Στον Βορρά ο Αδελφώς Heat ler, στον Νότο ο Alex under the great.


    Δύο οι προσανατολισμοί, στολισμένοι με το μισός του ένα από το άλλον.


    Στην Analτολή η φοράδα του Αδώλ φου, η RussChi. Μεγάλη αρχόντισσα. Άνθρωπος η μισή, άλογο η μισή και από χρήμα μαύρο η υπόλοιπη μισή.


    Stεί δύση μαύρη Γ άτα του Αλέξανδρου, η NaUsa. Μεγάλη σκύλα. Άνθρωπος το τέτ art το ένα, Cut το αλλήθωρο το τετarto και Shark το τελευταίο τετατετartο.


    Η Δρά κενα, στο κέντρο του πεδίου μένει. Παγωμένη, τα δόντια της μπήγει στη γλώσσα που ζωντανή χτυπιέται από κάτω τους και σπαρταρά.


    Τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Δύο οι στρατηγοί, δύο οι υπό, δύο οι στρατοί και 7άκις εκατομμύρια τα πιόνια. Κανείς παντά λόνι δεν φορά. Τις κινήσεις εμποδίζει.


    Το χέρι σηκώνει ο Αλέξ. Το πόδι ο Αδόφλως, την ουρά η NaUsa, τα αυτιά η RussChi.


    Τα αεροπλάνα, βάρη, γαλέρες, δίκρανα, έφεδρους, Ζήτα(πληθυντικός του Ζήτω), ήρωες, θηρία, ιερά(τα όσια στο όμικρον), καλά σνικωφ, λάστιχα, μαχέρια(μάχη, χέρι και μαχαίρι, τρεις les se μία), να( από το Να κι σένα, Να κι εμένα Νατο το παρά λογο Μελά το, γαμώτο το αυγό ξέχασα), ξύλα, όσια, παιδιά(νέο όπλο, σηκώνεις ένα παιδί και χτυπάς με αυτό τον αντίπαλο), ράδιο(και αυτό που παίζει μουσική και αυτό που έπαιζε η Κιουρί και τώρα στις Μπόμπες βάζουν), στάμνες, τορπίλες, υπουργούς(νέο πυροβόλο όπλο, τον βάζεις στον ώμο σου, σημαδεύεις και όποιον πάρει ο χάρος), φάλαινες, χημικά, ψιλά( τα πετάς πέφτει ο φτωχός αντίπαλος στο έδαφος να τα μαζέψει και εσύ τον σκοτώνεις), Ωάρια(από ένα τέτοιο βγήκε και ο Αδόλφος και ο Αλέξανδρος και ο κάθε «Α» Αρχηγός και του Ω το παιδί), σηκώνουν ψηλά οι στρατιώτες και περιμένουν το σάλπισμα.


    Βορράς, Νότος, Ανατολή και Δύση, κανείς δεν πρόκειται από αυτή τη μάχη να επιζήσει.


    Η Δράκαινα καρφώνει τη γλώσσα της, με τα δόντια στο σταυρό. Αυτή σπάει και αρχίζει να ουρλιάζει!!!!


    Το σύνθημα, μύριες οι σταγόνες της ανοησίας από παντού ξεχύνονται και στο κέντρο κανονί ζουν να βρεθούν. Για καφέ;


    ΟΧΙ. Για το θάνατο του ενός από τον άλλον…


    Και από πίσω οι υπό RussChi NaUsa.


    Και από μπροστά οι δύο Αρχηγοί. Ο Αδόλφος και ο Άλεξ. Πάντα εμπρός αυτοί οι δύο, λες και ξέρουν που πάνε.


    Στο δρόμο, το αίμα χύνεται από τη κατσαρόλα που βράζει. Το χώμα λάσπη κόκκινη, πηλός να χτίσουμε ξανά από την αρχή. Κεφάλια, μαζί με τα κεφάλαια, μάτια, να σκίζουν τα άτια, τα έντερα, σκοινάκια για παιδιά που με το μονάκριβο τους πόδι τώρα πηδάνε. Ο πα Τέρας όλων των μαχών ξεκίνησε…


    Είναι το Τέλος, η ευκαιρία για μία Νέα αρχή;


    Η Δράκαινα είδε την στιγμή να έρχεται. Οι πρώτες που την έφτασαν ήταν οι σειρήνες. Στα χέρια τους σφεντόνες. Ιερά οστά ο σκελετός για τις σφεντόνες, λάστιχα από ξεχειλωμένες συνειδήσεις. Τους δίδυμους ήλιους σημαδεΥοΥν και αρχίζουν να ρίχνουν δίχως ερμά στη γλώσσα.

     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Ζ


    Δεκάδες τα βότσαλα στην άμμο των ήλιων σκάνε και κομμάτια με καρδιά, γυαλιά από τον ουρανό τώρα, στο δρόμο πέφτουν. Βροχή τα φωτοκρύσταλλα , ληστεύουν της σκιάς το αρνητικό και στο έδαφος μικροί μετεωρίτες που προσγειώνονται απαλά κι τρυφερά με βία.


    Θύματα δεκάδες. Ονόματα γνωστά που στη φωτιά γράφονται με ξύλινα γράμματα.


    Αλμπάνυς, Μωθωναίος, Κασπετάνος,


    Λιζόρκινα


    Μπλου, ΜακΣιμ, Σομπιέσκι,


    Ράιαν, (όχι ο στρατιώτης, ο τραγουδιστής), Χαψονίδου, Γκουεράο,


    Σνόουντεν,


    Ντέμπσι, Τανκ, Σίρες και Μπραντ. Τα φώτα σβήνουν.


    Σκοτάδι φέγγει και οι σειρήνες τις γάτες καίνε. Από πίσω τους τα φανάρια. Θεόρατα, με σπαθιά φτιαγμένα από κλείδες, στη μάχη ρίχνονται.


    Ένα κόκκινο το κορμί του σε δύο πράσινα έπος βάζει. Τα πράσινα με ξίφη, στα πόδια του ρίχνουν και σάρκες από μέταλλο από ψυχή του βγαίνουν. Γονατίζει, αλλά δεν λυγίζει. Το σπαθί του στο κόκκινο της βίας βουλιάζει και τσεκούρι είναι αυτό που βρίσκει το πράσινο μικρό στο στομάχι.


    Πάγκρεας, νεφρά συκώτι από πράσινο χορτάρι, σημεία στίξης στο μαύρο της μάχης, παιδιά της βιάσης που πεθαίνουν δίχως άμα. Το πράσινο που μένει ουρλιάζει στο λυκόφως, ο αδερφός του νεκρός κείτεται στο δρόμο στρώμα, το ξίφος του φτυάρι, τ ης ώρα ς πλάσμα. Να θάψει ή να βλάψει;


    Με λαχτάρα απλώνει τα πράσινα της χάρου, να σε χαρώ χαρά μου και στη μοναδικό μάτι του φαναριού βυθίζει. Κόκκινο το χρώμα που απλώνεται στο χώμα.


    -Το όνομα σου, ρωτά ο Κόκκινος…


    -Κανένας.


    Τα πράσινο να χαρεί δεν προ λαβώνει, ένα πέτρινο περιστέρι που του χεῖμά με ρήμα, ψίχουλα το κάνει. Τα ψύχουλα αέρα στέκονται, αναπο φάσιστα.


    -Κάτω ή πάνω; Αριστερά ή δεξιά; Αλλά άνω, κάποιο κάτω, δύο αριστερά και ένα δεξιά.


    Στο πέρις ταίρι, τούβλα επί t ειθονται. Ένα υπό και ένα υπερηχητικό, από κουρασμένη από το θέμα πολύ κατοικοι Ααα με αργό ρυθμό πέφτουν. Το περιστέρι τα βλέπει που το σιμώνουν, αλλά παγώνι. Τρώει κάτι στα όρθια. Τούτα ακόμα πέφτουν. Πίνει καφέ στα αστέρια, ακόμα. Χτίζει φωλιά, φλερτάρει, πατέρας γίνεται, τα αυγά μικρά του, τα κλωσάει και αφού μεγαλώσουν τα κλωτσάει. Ακόμα. Ανάβει τσιγάρο. Τα τούβλα τον βρίσκουν στο στόμα. Καπνός, δόντια, στάχτη, θράψαλα, αίμα, από πέτρα, στον ουράνο φυτίλι ανάβουν. Η νύχτα μέρα γένεται. Μία λάμψη, το παδί ωΦω τίζει και η Δράκαινα βλέπει.


    Βρέφη, κουτάβια, μωρά, ποντίκια, άνθρωποι και λέρες, ένα μάτσο κρέας στην μηχανή του πολέμου κιμάς, για τους γιους του αερίου. Και αυτού που από πίσω βγαίνει Φυσικά και αυτού που παρά φύση σαν έλαιο το μαύρο Ποτέμκιν σέρνει.


    Η Δράκαινα τη θλίψη καταπίνει και η κοιλιά φουσκώνει.


    Τα δάκρυα της λίμνες με φτερά, της κρύβουν την εικόνα. Κλείνει τα μάτια…


    Για λίγο. Ακούει κλάματα, να λένε στα κάλαντα για Παιδιά pou μοιράζουν δώρα.


    Ακούει τη Φρίκη να λέει στη αδερφή της, ότι ο άντρας το μικρό της πούλησε για λίγο ψωμί. Για να φάνε τα υπόλοιπα. Να μη πεθάνουν όλα.


    Μυρίζεται την υποκρισία που κραδαίνει το λάβαρο της οργής. Δεν είμαι εγώ η ένοχη!


    Αυτή τη φορά. Νιώθει στο δέρμα της τα γράμματα από Νήπια, με μολύβι και σφαίρες να ζητούν ειρήνη.


    Ανοίγει τις κουρτίνες και από το παράθυρο βλέπει αρκουδάκια παιδικά να πετούν δίχως φτερά, με το πύρ για φορεσιά να καβαλούν αυλούς. Ένα γούνινο γατάκι με σπασμένο γυάλινο μπιμ περό, ξεματιάζει ένα δερμάτινο σκυλάκι. Φτου φτού μικρό μου…


    Με ένα πόνο να σβήσεις. Μόνο.


    Κόσμος δια δηλώνει κρατώντας Σημαίες, κατά του πολέμου και των Ξένων. Όχι των Φίλων Ξένων, των Αντί Μπάλα Ξένων. Η Δράκαινα, τα χέρια απλώνει στα σχοινιά για να στεγνώσουν από το αίμα και κολυμπάει ανάμεσα στα πώματα.


    Πρέπει να φτάσει. Ο πόνος που νιώθει είναι γλυκός και αβάσταχτος. Δεν μένουν ακόμα πολύ ζωντανοί, εμπόδια μπροστά της. Οι άνθρωποι είναι αρκετά έξυπνοι για να το επιτρέψουν.


    Τρία μικρά αδερφάκια αγγα λια, βαφτισμένα στο αίμα, νεκρά σα ψέμα, κρέμονται με μαναλάκια από την κάνη ενός τανκ. Από πάνω τους σύννεφα από ταλκ, με άχνη στολίζουν τη γιορτή που ήρωες από Ζελέ και Πουτίγκα γιομίζουν.


    Ένα χέρι, τέρας ή θηρίο, το τάνκ σηκώνει. Που που λο και με τρυφερότητα δίπλα απιθώνει. Σους σους, τα παιδιά «κοιμούνται»


    Η μηθική φοράδα του Αδόφλου. Η RussChi. Στα χέρια της βελόνες. Σύριγγες, ραψίματος, πλεξίματος, τη Δράκαινα σήμα δεύουν. Στο δέρμα το Λευκό πασπαλισμένο με φακίδες θέλουν, να βουτήξουν. Να κάνουν Μάκρον βούτια. Να σκάψουν για χαμένους θησαυρούς. Να βρούνε αίμα ή τον πέτρε.


    Η Δράκαινα, πιάνει τη κοιλιά της. Φουσκωμένη, σαν μπαλόν “i”


    -Σους σους και μάννα του γλυκιά. Proστάτεψε με και από εμένα όπως θες !i!


    Η Δράκαινα χαμένη νιώθει. Που είναι Αυτός;


    Ο Αυτός ακόμα δεν κάνει την εμφάνιση του αλλά…


    Ανά μεσα τους και μπροστά στη RussChi H NaUsa..


    Η Μεγάλη Γάτα.

     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Η


    Σε ένα πεδίο μίας μάχης που στο θάνατο βαδίζει, τα κοχύλια από Κρανία γεμίζουν τη θάλασσα από ομίχλη και αυτή τα σκεπάζει. Μία μάνα που το παιδί της έχασε.




    Τρυφερά.


    Με την ανάσα της, με λίγο χώμα, μία χούφτα κουφέτα και μία κόλλυβα.


    7άκις εκατομμύρια τούλια, άπνοες ψυχές, χορεύουν στον ντροπιασμένο άνεμο.


    5 Ζωντανοί πάνω από το έδαφος.


    7άκηΣ εκατομμύρια φλιτζάνια άδεια, από τον πικρό της κηδείας τον καφέ, στη λάντζα που τα ΞeΠλένεις ώλα.


    2 Ζωντανά βρέφη κάτω από το έδαφος. Συγγγνώμη τα δεδομέΝα το νέο.


    3 βρέφη Ζωντανά από το έδαφος πιο κάτω.


    89 δευτερόλεπτα πιο πριν. Στη Δύση η NaUsa, στην Ανατολή η RussChi και στη μέση η Ου Κρανία. Χμμμία στιγμή να ρίξω μία μπόμπα πυρηνική στην Λείτε όραση. Λάθος λοιπΟν και τώρα Οφ the Butt Οn , στη μές η η Δράκαινα.


    9/11+11/9 δεύτερα μετά. Στη Δύση η Δακρανία, στην Ανaτοlή η RussChi και στο κέντρο με τα πόδια ανοιχτά η NaUsa. Μία ΜΕξικάνικη μονομαχία.


    11\9-9\11 .RussChi, ,NaUsa, ,Δράκενα.


    Η RussChi με τα θηριώδη της ρουθούνια φλόγες βγάζει. Οι φλόγες φωτιά βάζουν στις τρίχες που φυλάσσουν τις πύλες τους και αυτές τραγουδώντας σαν πουλιά, πέφτουν από το γκρεμό.


    Δίχως Άλεξιπτωτα.


    -Σου έδωσα το καλό μου το σερβίτσιο το Γερμανικό, προίκα για τον γάμο.


    Η NaUsa την τσίχλα από πετρέλαιο φτήνει. Έχει κι άλλες και με τις λέξεις τα μούτρα της RussChi ξύνει.


    -Ραγισμένο ήτουνε Μωρή. Ραγάδες στο δρόμο, σε κάθε σοκάκι, σε στοίχο της φυλακής και σε παγκάκι. Ραγιάδες, ανάκατα με. ΦέRε κι άλλα ξύλα για τη φωτιά Τζέ και Δες, αν φτάνει το ξύλο για το Τζάκ ή θέλει κι άλλο;


    -Σε εκσυγχρόνισα μωρή ΣκλάΒα και στον κωλομέρι σου, ο Τζιν ο Μπλε, ξαπλώνει σήμερα τα χέρια tου. Και την Κόλα την Coka την Καλή άφθονη σου έριξα, στο ξεκοκαλισμένο και φουσκωμένο με αέρα στομάχη σου, μέχρι που το στομάχι σου τρύπησε και τότε σου έδωσα κλωστές. Πολλές κλωστές. Μάλλινες, βαμβακερές, των πόδων, ρόδων, σφαιρικές, ασύρματες και δορυφορικές. Κι εσύ, έραψες τα pull και τα push over και ξανά over kai Xana Xana Xana.


    Η RussChi σηκώνει τα πόδια της ψηλά. Μαζί της, ο μισός πληθυσμός της γης. Τα κατεβάζει με δύναμη και εκσυγχρονισμένα.


    12 παρά ένα τέτartτο σε ρίχτερ ο σεισμός που απλώνεται με κύμα, στον φλοιό της γης. Στην άλλη μεριά του πλανήτη, μία μαϊμού σε ένα νησί, κρυμμένο στα δάση του Ειρηνικού, που ακόμα δεν έχει ανακαλυφθεί από ανθρώπους και τυχοδιώκτες, απλώνει το χέρι της. Και με την άκρη του δαχτύλου αγγίζει, το δάχτυλο του Θεού…


    -Άτιμη!!! Νομίζεις ότι ξέχασα τον Βιετναμέζικο ξυλόγλυπτο Δράκο που μου έσπασες;


    Σε δύο κομμάτια τα φτερά του σκόρπισες. Ξεχασμένο δεν το έχω. Ένας αυθεντικός Χο Τσι Μιν.


    Η NaUsa, τα χείλια της σταυρώνει και τα μουστάκια της χτενίζει. Οι χορδές τους μουσική παράγουν και σε κονσέρβα σφραγίζουν, για χρόνια 100.


    -Ευθύνη εγώ καμία. Ένας Δράκος που βρέθηκε στο πιο ακατάλληλο μέρος, την πιο ακατάλληλη στιγμή, με τον πιο ακατάλληλο αντίπαλο.. Εγώ νομίζεις ότι λησμόνησα το Κορεάτικο κιμονό που έκαψες με εκείνα τα άθλια πούρα που φουμάρεις;


    38 παράλληλα καψίματα, μέτρησα.


    177 στο βόρειο και 17 στο νότιο.


    Η RussChi σηκώνει τη σκούπα και οπλίζει. Boss.


    -Σαν πρόστυχη γιαπωνέζα τσούλα σε κορεάτικο μπουρδέλο ήσουν. Χάρη σου ‘κανα.


    Η NaUsa τη βότκα πιάνει και με μανιτάρι το στόμα του μπουκαλιού φράζει.


    -Καλά σου έκανα κιε γώ και το τειχάκι σου έριξα, την ημέρα των γενεθλίων του Σκύλου. Φωτιά βάζει στο μανιτάρι, έμπειρη είναι. Άλλα δύο έχει σπείρει και θερίσει στο παρελθόν. Οι Γιάγια Πονέζει, ακόμα τα φυσούν και δεν, τούτα δε κρυώνουν.


    Η RussChi τον Raspoutin οπλίζει. Κρυφό για τους γνωστούς, αλλά το μεγαλύτερο πυρηνικό που άνθρωπος με σάρκα έπλασε. Κυρίαρχο στο ράδιο, στον κάλο και στο γέρο.


    -Τειχάκι εσύ, πυργάκια εγώ. Δίδυμα βλαστάρια που με το κεφάλι ψηλά, σε λεφτά ανθρώπους πετούσαν στα ψιλά.


    Η Δράκαινα πιάνει την κοιλιά της. Πόνος οξύς, δόντια μυτερά, τη σάρκα της τρώνε και τούνελ σκάβουν από μέσα προς τα έξω. Τις κοιτάζει και φωνάζει.

     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Θ


    -Σκάστε! Τα λόγια της βενζίνη, σύριγγες γεμάτες από το χάλκινο υγρό, τις φλέβες τους γεμίζει. Στον επόμενο τόνο η τιμή είναι…


    …η μία την άλλη κοιτάει με άπατο μισό…


    …33επί33 το λίτρο θεση και να μην επί τραπούν μετα ν άστες, ελεύθεροι ή αιχμάλωτοι. Κοστίζουν. Η βαριά forαρμάδα καλπάζει με ερπύστριες. Ξουράφια, περίτεχνα τσολίδια, σπέρνουν σε χωριάφια άγονα, κεφάλια και ποτίζουν με αίμα, άφθονα. Σε μήνες 9 θα φυτρώσουν τα Νέα ανθρωπάκια.


    Η NaUsa τα νύχια της βελόνες, τα στόματα ράβει, στις μνήμες σκάβει και σκεπάζει με λίπασμα τη λήθη και αν κανείς ακόμα και μετά από του το κακό τολμάει να θυμάται, τον φωτίζει με αγνό, καπνό και παρθένο καρκίνο. Δε θα προβάλει ζωντανός να πιεί αυτό που είδε.


    Το φανάρι του δρόμου, ανάβει και η κρούση πλαστική. Το κεφάλι της γάτας, στο στόμα της φοράδας βυθίζεται. Η γάτα ανάβει το φως. Σπηλιά θεριό, το στομάχι της φοράδας. Κρεμαστά πολλά, άλλα γύψινα, άλλα σταφύλια, λάβαρα εκεί, ο Αδόλφως πέρα εκεί. Ο Αδόφλως, μεμια μπαλτά δίπλα της. Ο Αδόλφος με το κεφάλι της γάτας Usa στα χέρια του. Το υπόλοιπο σώμα Na στο έδαφος νεκρό κείτεται.


    Η Δράκαινα κραυγή μπήγει στονα νέμο και στα στέρια. Τρία χέζονται και Νόβα γίνονται. Αθλητικά μόνο για άντρες. Η NaUsa η αγαπημένη της πε θερά, στα δύο χωρισμένη πια. Λυγμός από το στόμα της ρέει. Ανακατεύεται με το αίμα από τον κόλπο της και ροζ ποτάμι που γιομίζει. Ρούχα μαζί που βάφτηκαν και στην νύχτα κλάπηκαν, από τυμβΕΣωΡούχους.


    Τα πόδια όμως της μισής πια Να τη λέξη την τελευταία, δεν έχουν ακόμα πει.


    -Σκίστην. Τώρα την είπε και τη κοιλιά της φοράδας με λάμpες ανοίγουν. Κοιλιά γεμάτη κουκου νάρι, στα φίδες, βόδια, αγελάδα, χαμογελαστούς Δίσωνους με σημαιάκια, ένας Αλεξ under από τον Μεγά λο Αδελφό.


    Στα χέρια του μία Πάριζα. Ληγμένη από το ’83. Όπλο φονικό, φυσαλίδες που καίνε. Μαϊντανό βουτά στο ανθρα γκούχου αίμα της και ραίνει με αυτόν τον κόσμο. Οι νεκροί να πεθάνουν δεν μπορούν. Ξανά.


    Η RussChi, όμως ναι. Οι φύσα Λούδες λειώνουν τις κλειδώσεις στην λέξη. Γράμματα μωρά, από τη μάνα τα χωρίζουν. Τα κλάματα ποτάμια που πνίγουν τα μωρά, τους πατέρες, τις μητέρες, τα σκυλιά. Ένα R εδώ, ένα us πιο πέρα και σκόρπια τα C s και hi.


    Η Δράκαινα τα τεμάχια από τη μάνα της βλέπει και στα γόνατα λυγίζει. Ο πόνος αβάσταχτος είναι και Αυτός εδώ δεν είναι.


    Αριστερά της ο Αδόφλως, Δεξιά της ο Αλεξunder. Στο κέντρο αυτή. Δεν αντέχει άλλο τη ζωή της πια.


    Τα πόδια ανοίγει.


    Τα μάτια κλείνει.


    Τα χείλια ανοίγει.


    Το κόλπο είναι μεγάλο.


    Ο Α και ο Α, στα πόδια της πέφτουν.


    Ο ένας ο Α το εριστερό και το άλλο Α το εξιό.


    Το κόλπο ακόμα πιο μεγάλο. Τα ΟΥρλιαχτά της δρακρανίας τον ουρανό το γυάλινο


    ραγίζουν. Τα δύο Α τα χέρια απλώνουν, σε κόλπο μυστικό, την πύλη ανοίγουν.


    Ένας χείμαρρος από μανιτάρια πυρηνικά ξεχύνεται από μέσα και στο τέλος ένα κεφάλι.


    Τα δύο Α, το κεφάλι με προσοχή τραβούν και το πρώτο…


    -Αγόρι είναι, ο Αδόλφος της λέει.


    Η Δράκαινα αριστερά κοιτά. Τι; Ποτε! Δεξιά; Τίποτα. Που θενά Αυτός.


    -Πόθος το όνομα του! Φωνάζει και πόνος δεύτερο τσουνάμι στα χείλια της σκάει και τα δόντια της, κουνάει αλλά κρατούν.


    -Μα στάσου κι άλλο, ο Αλέξανδρος φωνά ζει και από τα πόδια το τραβά.


    -Κορίτσι είναι. Το Θες ή να το πετάξω στο Gay Shark που έχω, το Νίκη;


    -Το θέλω, με φωνή που σβήνει τις φλόγες, η Δράκαινα τη θλίψη τρέφει ακόμα με την απουσία του.


    -Το όνομα της;


    -Ηχώ!! Η Δράκαινα νιώθει τη ζωή να φεύγει από το σώμα της και σε σώματα άλλα τώρα κοιμάται.


    -Στάσου, μη σβήνεις ακόμα! Της φωνάζουν τα δύο Α.


    Με ένα χέρι ο καθένας, από τα μαλλιά το πιάνουν το τρίτο, το κρυφό…


    Το φύλο του; Κρυφό..


    Το όνομα του;


    Ιστορία «Οι Δράκοι»


    Τέλος


    Η Δράκαινα δεν προλαβαίνει να δει και να απαντήσει. Πεθαίνει.


    Ιστορία "Πειρηνικό Μανυτάρει"


    Τέλος


    Η πόρτα ανοίγει, τα μάτια Του πύρινα. Βλέπουν τη Δράκαινα σβηστή.


    Γιατρό κανένα Α.


    Μωρό, μονάχα ένα.


    Ο Πόθος.


    Τρέχει δίπλα της. Τα χέρια της πιάνει, στο πρόσωπο την φιλάει, ο Δράκος.


    Μία ιστορία που τελειώνει, όπως ξεκίνησε.


    Τέλος