Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Φιλικα Βασανιστηρια ξανα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος slave32, στις 4 Φεβρουαρίου 2025.

  1. slave32

    slave32 Contributor

    Δεν είχε περάσει πολύς καιρός που είχα πει στον κολλητό μου πως αισθάνομαι. Με τον Μιχάλη σπουδάζουμε στην Πάτρα. Γνωριζόμαστε από παιδιά. Του είχα πει πριν δυο εβδομάδες για το ότι τον βλέπω ερωτικά, πως νομίζω πως είμαι γκέυ και του είχα πει ότι είμαι υποτακτικός και θα ήθελα να μου κάνει σπάνκινγν.
    Η αλήθεια είναι ότι άκουσε τα πάντα χωρίς να κοροϊδέψει, ούτε άλλαξε κάτι στη συμπεριφορά του όλο αυτόν τον καιρό μέχρι εχθές το πρωί.
    Είχα πάει από το σπίτι του το πρωί. Να πιούμε έναν καφέ. Δεν είχαμε σχολή εχθές. Εκεί ήταν και ο φίλος του ο Γιάννης. Δεν έχουμε τις καλύτερες σχέσεις, αλλά είναι εντάξει τύπος. Απλά δεν ταιριάζουμε πολύ στις παρέες. Ο Μιχάλης και ο Γιάννης είναι ξανθοί και οι δύο. Ο Μιχάλης ψηλός, γυμνασμένος. Ο Γιάννης ψηλός αλλά εύσωμος. Διαφορετικοί μεταξύ τους.

    Ανέβηκα τις σκάλες κι έπιναν και οι δύο φραπέ. Μιλήσαμε για λίγο. Αλλά έβλεπα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μιλούσαν με νοήματα μεταξύ τους μέχρι που ο Μιχάλης το πέταξε.

    «Είπα στον Γιάννη αυτά που μου είπες» έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Κοκκίνισα, ντράπηκα.
    «Γιατί;» τον ρώτησα.
    «Δεν θα σου πάρω και την άδεια» μου είπε νευρικά. Δεν ξέρω αλλά φοβήθηκα λίγο.
    «Ηρέμησε Μιχάλη» του είπε ο Γιάννης που ήταν απόλυτα ήρεμος.
    «Άκου Μάριε, αυτό που ζητάς είναι παλαβό» μου είπε ο Γιάννης κι εγώ ήθελα ν' ανοίξει η γη να με καταπιεί.
    «Όχι όχι δε ζητάω τίποτε»
    »Σκάσε ρε» είπε έντονα ο Μιχάλης.
    «Ρε συ ηρέμησε» του είπε ο Γιάννης.
    «Άσε να το διαχειριστώ εγώ» του είπε κι έμεινα να τον κοιτάω. Τον τύπο που δεν συμπαθούσα καθόλου.
    «Εμείς οι δύο δεν έχουμε την καλύτερη σχέση, αλλά σε καταλαβαίνω να ξέρεις Μάριε»
    «Του μιλάς και γλυκά» είπε ο Μιχάλης. Σηκώθηκε ο Γιάννης επάνω.
    «Οκ μόνο ένας τρόπος υπάρχει»
    «Γδύσου και γονάτισε Μάριε» τον είδα που ήρθε από πάνω μου. Πάγωσα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Μου άστραψε ένα χαστούκι.
    «Τελείωνε, γδύσου και γονάτισε»

    Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Αλλά υπάκουσα. Έβγαλα τα ρούχα μου. Τα δίπλωσα και γονάτισα μπροστά τους.

    «Είδες ρε Μιχάλη, θέλει τρόπο» του είπε κι έβαλαν τα γέλια.
    «Έχει και ωραίο σώμα ο μαλάκας ρε» του είπε ο Μιχάλης.

    «Λοιπόν Μάριε» μου είπε και συνέχιζα να κοιτάω το πάτωμα.
    «Είδες Μιχάλη, το θέλει, κοιτάει το πάτωμα ξέρει τη θέση του» συνέχισαν να γελάνε.
    «Μάριε όλο το σκηνικό είναι πρωτόγνωρο για όλους μας, αλλά δεν σου κρύβω ότι με το που μου το είπε καυλώσαμε και οι δύο. Δεν ξέρουμε που θα βγει, αλλά...»

    Συνεχίζεται...
     
  2. slave32

    slave32 Contributor

    Δεν είχα φανταστεί σίγουρα κάτι τέτοιο. Τα γόνατα μου πονούσαν πιο γρήγορα από όσο είχα σκεφτεί κι όμως ήμουν εκεί γυμνός, γονατιστός, η σκέψη μου είχε αδειάσει. Ο Μιχάλης με άρπαξε από τα μαλλιά και κυριολεκτικά με έσυρε μέχρι το κρεβάτι του. Σιδερένιο, μαύρο. Με πέταξε πάνω στο κρεβάτι. Πήραν σκοινί χοντρό, έδεσαν τα χέρια μου και τα πόδια στα σίδερα του κρεβατιού. Κατάλαβα πως πρόκειται να με δείρουν και το ήθελα, το λαχταρούσα πολύ. Ο Μιχάλης έβγαλε τη ζώνη από το παντελόνι του, ο Γιάννης με έπιασε από τα μαλλιά. Με τράβηξε προς τα πίσω.
    «Άνοιξε το στόμα σου» υπάκουσα, έφτυσε μέσα στο στόμα μου. Πήρε το βρακί μου και το έχωσε μέσα, μια ταινία μου βούλωσε το στόμα. Σάλιωνα το βρακί, νόμιζα θα πνιγώ.
    Ο Μιχάλης του έφερε άλλη μία ζώνη.
    «Θα του δώσουμε ένα γερό μάθημα Μιχάλη» ο ένας από την μία μεριά του κρεβατιού, ο άλλος από την άλλη. Με χτυπούσαν στη πλάτη, στο κώλο, στα πόδια εναλλάξ. Άγαρμπα, δυνατά, γρήγορα. Μούγκριζα, τα μάτια μου είχαν γεμίσει δάκρυα. Δεν μπορώ να θυμηθώ πόσες φορές. Μόνο κάποια στιγμή
    «Πόσες έχεις ρίξει Μιχάλη;»
    «Δεν μετράω»
    «Εγώ σίγουρα πενήντα» έβαλαν τα γέλια. Σταμάτησαν μετά από λίγη ώρα. Ένιωθα τα χέρια τους πάνω μου. Είχα καυλώσει πολύ. Με έλυσαν, μου έβγαλαν το φίμωτρο.
    «Σας ευχαριστώ Αφέντες» απάντησα. Συνέχισαν να γελάνε.

    Με πήγαν στο μπάνιο. Μου έριξαν κρύο νερό. Με σκούπισαν και μου έδωσαν τα ρούχα μου. Ντύθηκα. Ήμουν αμήχανος. Συνέχισαν με τον καφέ τους.
    «Μάριε ήταν αυτό που ήθελες ρε; είσαι καλά;» με ρώτησε εντελώς φιλικά ο Μιχάλης.
    «Μάλιστα Κύριε» απάντησα. Γέλασε.
    «Ξεκόλλα, δεν χρειάζεται»
    'Εβαλα τα κλάματα. Έπεσα στα γόνατα. «Δηλαδή δεν με θέλετε για σκλάβο σας;» κοιτάχτηκαν για λίγο. Ο Γιάννης έδειχνε πιο αποφασισμένος.
    «Εμένα μου άρεσε πολύ το σκηνικό» είπε ο Γιάννης.
    «Κι εμένα» απάντησε ο Μιχάλης
    «Αλλά ρε συ, ξέρω γω, θα ξεφύγουμε» συνέχισε ο Μιχάλης. Ήμουν γονατιστός, άρχισα να γδύνομαι. Με κοίταζαν. Το σώμα μου είχε σημάδια.
    «Σας ικετεύω»
    «Εντάξει» είπε μετά από λίγη ώρα ο Μιχάλης, αλλά θα το πάμε αλλιώς. Τον κοίταξε με απορία ο Γιάννης.
    «Αλλιώς;»
    «Αν τον έχουμε σκλάβο μας, εγώ θέλω να χύνω, ήδη είμαι πολύ καυλωμένος» ο Γιάννης γέλασε
    «Θες να τον πηδάμε κιόλας;»
    «Υποθέτω πως ναι, αν και για την ώρα μια πίπα θα ήταν ότι πρέπει»
    Μιλούσαν σαν να μην ήμουν εκεί.
    «Όχι τώρα όμως» είπε ο Γιάννης
    «Το βράδυ, θα πάμε σπίτι του, θα έχει φροντίσει να πάει κάπου να αφαιρέσει όλες τις τρίχες του. Θα είναι πεντακάθαρος και θα κάνει κλύσμα.»
    «Σκλάβε άκουσες» είπε ο Μιχάλης.
    «Εξαφανίσου, εννιά το βράδυ θα είμαστε σπίτι σου» Σηκώθηκα, ντύθηκα. Δεν είπα άλλη κουβέντα. Ήμουν χαμένος.




    Πήγα σπίτι, έκανα μπάνιο. Είδα τα σημάδια. Πήρα τηλέφωνο μια φίλη μου, της είπα ότι θέλω να κάνω αποτρίχωση αν ξέρει που να πάω. Γέλασε, αλλά μου σύστησε ένα κέντρο. Πήγα. Τέτοια ντροπή δεν είχα ξανανιώσει, όταν αυτή η κυρία εκεί περίπου πενήνταν ετών έβλεπε τα φρέσκα σημάδια της ζώνης.
    «Σε μαστίγωσε κάποιος;»
    «Με ζώνη» απάντησα. Εκείνη γέλασε.
    «Πολλή ανωμαλία πέφτει τελευταία» με ταπείνωνε και το ήθελε, αισθάνθηκα βρόμικος. Μικρός, άχρηστος. Όταν τελείωσε. Πήγα να τη πληρώσω.
    «Άνδρας ή γυναίκα σε μαστίγωσε;» το είπε δυνατά το άκουσαν άλλες τρεις πελάτισσες που ήταν εκεί.
    «Άνδρες» ψιθύρισα. Προκαλώντας της το γέλιο. Έσκασε στα γέλια.
    Έφυγα από το μαγαζί. Ευτυχώς δεν της είπα ποια μου το είχε προτείνει. έπρεπε να είμαι πιο προσεκτικός, μόνο που εγώ σκεφτόμουν τους Αφέντες μου τίποτα άλλο. Πήγα στο φαρμακείο, πήρα το κλύσμα και πήγα στο σπίτι. Έβλεπα τις οδηγίες, το έκανα όσο καλύτερα μπορούσα. Ήταν μια αηδία. Ήξερα ότι πρόκειται να με πηδήξουν, για τον Γιάννη δεν ξέρω, αλλά από το ποδόσφαιρο ξέρω ότι ο Μιχάλης είναι μεγάλος. Τον λέμε άλογο μεταξύ μας. Δεν ήθελα μέχρι εκείνη τη στιγμή το σεξ. Πίστευα ότι μπορούσα να είμαι σκλάβος χωρίς να με πηδάνε. Δεν είχα καταλάβει ακόμη ότι δεν είχε καμία σημασία τι επιθυμούσα ο ίδιος.

    Κατά τις επτά έστειλα μήνυμα στον Κύριο Γιάννη πως ήμουν έτοιμος.
    «Εντάξει» απάντησε. Τίποτα άλλο. Καθάρισα το σπίτι, ετοίμασα φαγητό και πήρα γλυκά και ποτά. Δεν ήξερα τι άλλο. Το μόνο που ζήτησε ο Κύριος Μιχάλης σε μία κλήση του είναι να είμαι γυμνός. Τίποτα άλλο.

    Περίμενα..
     
  3. slave32

    slave32 Contributor

    Είχαν πλέον όλα αλλάξει. Πριν έναν μήνα θα ονειρευόμουν όλα αυτά, θα την έπαιζα με αυτά αλλά τώρα γίνονταν. Με το που έκλεισα με τον Μιχάλη. Έβγαλα τα ρούχα μου, έμεινα γυμνός. Με είδα στον καθρέπτη. Το κορμί μου δεν είχε τρίχες. Ήταν λίγο ερεθισμένο το δέρμα μου από την αποτρίχωση. Ο κώλος μου είχε λίγες μελανιές. Δεν ήξερα ότι μελανιάζεις τόσο εύκολα. Πόνεσα το πρωί που με χτύπησαν, αλλά όχι όσο πολύ πίστευα. Δεν ήταν άσχημα, μου άρεσε.
    Περνούσαν σκέψεις από το μυαλό μου. Το πιο παράξενο ήταν η παρουσία του κυρίου Γιάννη κι ενώ ο Μιχάλης ήταν αυτός που είχε κλονίσει το μυαλό μου για χρόνια, παρέμενε ο Μιχάλης και ο Γιάννης με το που με χαστούκισε έγινε ο Κύριος Γιάννης. Δεν ήξερα τότε τι ήταν αυτό που με κυρίευε, αλλά δεν θα έκανα πίσω, με τίποτα.

    Εννιά ακριβώς χτύπησε το κουδούνι, άνοιξα τη πόρτα. Ήρθαν και οι δύο μαζί. Γονάτισα στο σαλόνι, την πόρτα την είχα αφήσει λίγο ανοιχτή. Μπήκαν μέσα, μιλούσαν, γελούσαν, ο Μιχάλης έφερε μια τσάντα. Την άφησε πάνω στον καναπέ. Είχα σερβίρει ουίσκυ και στους δύο. Είχα πάρει τα τσιγάρα που κάπνιζαν, είχα φτιάξει χοτ ντογκ. Κάπνισαν, έφαγαν. Δεν μου έδωσαν καμία σημασία. Έβαλαν είδαν ένα ματς στη τηλεόραση. Παρέμεινα στα γόνατα όλη την ώρα.

    «Έλα εδώ» φώναξε ο Κύριος Γιάννης. Πήγα στα γόνατα κοντά του. Με χαστούκισε. Ζαλίστηκα.
    «Το συζητήσαμε κι αποφασίσαμε ότι θα το δοκιμάσουμε» μου είπε. Σηκώθηκε και κατέβασε το παντελόνι του, με κατούρησε. Τέτοια ντροπή στη ζωή μου δεν είχα ξανανιώσει. Έφερα τη σφουγγαρίστα, σκούπισα, καθάρισα. Πήγα έκανα μπάνιο όπως μου ζήτησαν και ξαναγύρισα στο σαλόνι. Εκεί με περίμενε ο Μιχάλης, ο Γιάννης έφυγε μας άφησε μόνους. Γονάτισα μπροστά του, έβαλα τα κλάματα.

    «Συγγνώμη, χίλια συγγνώμη δεν ήθελα να σας φέρω σε δύσκολη θέση, Κύριε» Του είπα και συνέχισα να κλαίω. Ήταν ήρεμος, πολύ πιο ήρεμος απο το πρωί. Καθόταν στην πολυθρόνα μπροστά μου.
    «Κοίτα με» με διέταξε. Σήκωσα το κεφάλι μου. Τον κοίταξα, ήταν ο κολλητός μου αλλά στα χέρια του κρατούσε ένα μαστίγιο με μία ουρά. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό.
    «Πήγα και το αγόρασα σήμερα το πρωί, θέλω να το δοκιμάσουμε πραγματικά. Έχει αρχίσει και με ενθουσιάζει η ιδέα να σε κάνω σκλάβο μου» μου είπε κι ένιωσα περίεργα. Ένιωσα όμως ασφάλεια.
    «Αλλά δεν σου κρύβω ότι θέλω να γαμήσω το στόμα σου και τον κώλο σου» μου είπε σχεδόν νευρικά. Σαν να μην πίστευε και ο ίδιος τις λέξεις που έβγαιναν από το στόμα του.
    «Μάλιστα Κύριε» απάντησα. Χαμογέλασε.
    «Φοβάσαι;»
    «Πολύ Κύριε»
    «Τι φοβάσαι;»
    «Πώς δεν θα τα καταφέρω»
    Με χαστούκισε δύο φορές.
    «Πώς δεν θα τα καταφέρω, Κύριε» απάντησα κλαίγοντας.
    «Θα τα καταφέρεις και όταν δεν είσαι καλός θα σε δέρνουμε» χρησιμοποίησε πληθυντικό. Φαντάστηκα τον Γιάννη. Είχε άλλους σκοπούς.
    «Έχεις γαμηθεί με άνδρα ποτέ, σκλάβε;»
    «Όχι Κύριε, είμαι παρθένος γενικά» του απάντησα.
    «Καλά με την Σοφία δεν τραβιόσουνα;»
    «Μόνο πίπες μου έκανε, Κύριε» του απάντησα.
    «Ελπίζω να σου έμεινε κάτι από τις πίπες αυτές γιατί εμένα θα μου κάνεις πίπα κάθε μέρα»
    «Μάλιστα Κύριε»
    συνέχισε να γελάει.
    «Πώς αισθάνεσαι γι αυτό;»
    «Για τις πίπες Κύριε;»
    «Όχι για το τι θα είσαι η χυσαποθήκη μου από δω και περά;» είπε και μου έριξε άλλο ένα χαστούκι.
    «Δεν ξέρω Κύριε»
    Με άρπαξε από το μαλλί, έσπρωξε το κεφάλι μου στον κάβαλο του, ανάσαινε βαριά. Κατέβασε το παντελόνι του και το έβαλε μέσα στο στόμα μου. Άνοιξα όσο πιο καλά μπορούσα. Τεράστιο δεν χώραγε. Το έβαλε τόσο μέσα που κόντεψα να ξεράσω.
    Με πήγε στο κρεβάτι, με έριξε μπρούμυτα και ήρθε από πάνω μου. Έβγαλε τα ρούχα του.
    «Γλείψε»
    Έβαλε τη πατούσα του στο στόμα μου, έβγαλα τη γλώσσα μου και τον έγλειφα. Τον άκουγα που μούγκριζε. Είχε καυλώσει πάρα πολύ. Πήγε στη κουζίνα κι έφερε ένα κουβά.

    Έπιασε το κεφάλι μου. Άνοιξε το στόμα μου με τα δάκτυλα του κι έχωσε τον πούτσο του μέσα, γαμούσε το στόμα μου και συνέχιζε πιο μέσα πιο κάτω. Ξέρασα μέσα στον κουβά. Δεν σταμάτησε, δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε. Δεν μου άρεσε καθόλου. Σάλια, εμετός, χύσια, δάκρυα, χαστούκια. Μου μίλαγε άσχημα με έβριζε. Τελείωσε μέσα στο στόμα μου ή να πω καλύτερα κατευθείαν στο στομάχι μου. Με πήγε στο μπάνιο μου έριξε νερό, κατούρησε το πρόσωπό μου και παρ όλο που ήταν απόλυτα έντονο όλο αυτό συνέχιζε να καυλώνει. Κόντευα να λιποθυμήσω. Άκουσα τη πόρτα να ανοίγει. Ο Κύριος Γιάννης επέστρεψε.
    Ήρθε κι εκείνος στο μπάνιο, γδύθηκε, μπήκε στη ντουζιέρα. Με κατούρησε κι αυτός. Με πήρε μαζί του στο κρεβάτι. Ήρθε και ο Μιχάλης. Με έδεσαν στο κρεβάτι μπρούμυτα. Και οι τρεις γυμνοί. Οι Αφέντες είχαν πάρει τα μαστίγια.

    «Θα σε μαστιγώσουμε χωρίς έλεος, από αυτή τη στιγμή θα είσαι ο σκλάβος μας» είπε ο Κύριος Γιάννης κι άρχισε πρώτος να με χτυπάει στη πλάτη με το μαστίγιο. Δεν υπάρχει αυτός ο πόνος. Μου κόπηκε η ανάσα, στο δέκατο χτύπημα του είχα βάλει τα κλάματα. Το σπίτι μου είναι μονοκατοικία, δεν θα με άκουγε κανείς. Όταν σταμάτησε η πλάτη μου έκαιγε. Έκλαιγα κι έσκουζα. Πήρε το μαστίγιο ο Μιχάλης.
    Με χτύπησε στο κώλο και στα μπούτια , ούρλιαζα πιο πολύ από πριν. Ο Γιάννης με έλυσε. Μου έδωσε να πιω νερό. Με έβαλε στην αγκαλιά του.
    Ήρθε και ο Μιχάλης, με αγκάλιασε κι εκείνος. Με χάιδευαν και με φίλαγαν, αποκοιμήθηκα ανάμεσα τους.
     
  4. slave32

    slave32 Contributor

    Ξύπνησα ανάμεσα τους. Ο Γιάννης ήταν ήδη ξυπνητός. Έβαλε το χέρι του πάνω στα αρχίδια μου. Με χάιδευε, καύλωσα πολύ. Μου έδειξε το δικό του. Μου έκανε νόημα να κατέβω. Πήγα και το πήρα κατευθείαν στο στόμα μου. Δεν άργησε να έρθει πάνω από το κεφάλι μου. Είναι κι ευσωμος με πλάκωσε. Ξύπνησε και ο Μιχάλης. Μου σήκωσε τα πόδια, ένιωσα το δάκτυλο του με λιπαντινό να μπαίνει μέσα στον κώλο μου. Κατάλαβα τι πρόκειται να συμβεί.
    «Δυνατά Μιχάλη, κανε του το πολύ δυνατά» Του είπε. Ο Μιχάλης σαν να τον υπάκουγε μπήκε μέσα μου χωρίς άλλη σκέψη, ούρλιαξα και όσο ούρλιαζα ο Γιάννης γαμούσε τον λαιμό μου πιο δυνατά. Έκλαιγα, αναγούλιαζα, γαμιόμουν. Ο Γιάννης βγηκε από το στόμα μου. Με γύρισαν μπρούμυτα. Ο Μιχάλης ήρθε μπροστά μου. Κράταγε τα χέρια μου, ο Γιάννης μπήκε μέσα μου. Ικέτευα να σταματήσουν. Ένιωσα τον Γιαννη να τελειώνει μέσα μου και τα λόγια να γλειστρούν πάλι από τα χείλη μου.
    «Ευχαριστώ που με χύσατε Αφέντη μου»
    Ημουν χαμένος δεν ήξερα τι συνεβαινε! Σκαμπίλια στα μάγουλα και στα κωλομάγουλα! Ο Μιχάλης τώρα: Ο Γιάννης με κράταγε, δεν αντιστεκόμουν πια.
    Έγλειφα τα δάκτυλα του! Με φιλούσε ενώ ο Μιχάλης με έσκιζε!
    Τελείωσε και αυτός!! Ξάπλωσε δίπλα μου, με πήρε αγκαλιά. Ο Γιάννης πήγε στο μπάνιο.
    «Ανυπομονώ να το πω σε όλους» μου είπε ο Κύριος Μιχάλης. Εννοούσε την υπόλοιπη παρέα. Κοκκίνισα από ντροπή.
    «Σας παρακαλώ Αφέντη, όχι..»
    «Πήγαινε στο σαλόνι και περίμενε με, θα σε μαστιγώσω»
     
  5. slave32

    slave32 Contributor

    Πήγα στο σαλόνι, σύρθηκα στα γόνατα. Γυμνός, γονατιστός, δαρμένος. Τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα. Δεν ήξερα πόσο θα αντέξω. Είχα χαθεί. Ο κώλος μου πονούσε ευχάριστα, το στόμα μου όχι τόσο ευχάριστα. Κοίταζα το πάτωμα, άκουσα βήματα. Μια πετσέτα με ακούμπησε, σταγόνες νερού έπεσαν πάνω μου. Ήταν ο Κύριος Γιάννης.
    «Πες μου τι έγινε, μικρέ;»
    «Ο Κύριος Μιχάλης μου ζήτησε να έρθω εδώ, θέλει να με μαστιγώσει»
    «Είναι δίκαιος;»
    «Μάλιστα Κύριε»
    «Χρειάζεται να είναι;»
    Έκανα μία παύση. Δεν καταλάβαινα την ερώτηση.
    «Χρειάζεται ο Αφέντης να έχει λόγο για να πονέσει τον σκλάβο του;»
    «Όχι Κύριε»
    «Ακριβώς μικρέ»
    Είχε έρθει και ο Κύριος Μιχάλης. Είπε με τον Γιάννη τι έγινε.
    «Σκλάβε στη σακούλα υπάρχει και μια βίτσα, φερτην» με διέταξε ο Κύριος Γιάννης. Πήγα στη σακούλα. Έβγαλα όλα τα αντικείμενα. Μια σφήνα, ένα δερμάτινο κολλάρο. Τρελάθηκα από λαχτάρα όταν το είδα. Μια ξύλινη βίτσα. Έκλεισα τα μάτια σε αυτή. Σε περιγραφές και βίντεο όλοι έλεγαν, περιέγραφαν πως είναι ο πιο δύσκολος πόνος. Κατάλαβα ότι το έψαξαν, είτε ήξεραν για το BDSM, πολλά περισσότερα από εμένα.
    Ο Κύριος Γιάννης έριξε τη πετσέτα του. Καυλωμένος πάλι. Πήγα μπροστά του, γονάτισα.
    «Τα χέρια σου πίσω από την πλάτη σου»
    Άνοιξα το στόμα μου. Αυτή τη φορά το βρήκα πιο εύκολα. Δεν άργησε να πιάσει ρυθμό, κάθε φορά όλο και πιο κάτω. Το έκανα ευχάριστα τώρα, μάλλον μου άρεσε.
    «Μιχάλη κοίτα, μαθαίνει» ο Μιχάλης γέλασε.
    «Στο είπα το έχει»
    «Σε λίγο καιρό θα έχει γίνει η καλύτερη πουτάνα του κόσμου, αλλά..»
    «Αλλά;» τον ρώτησε ο Γιάννης.
    «Μου λείπει κάτι, δεν ξέρω τι, έχω τόση καύλα να τον λιώσω που νομίζω θα τον διαλύσω»
    Μιλούσαν σαν να μην ήμουν εκεί.
    «Στο είπα θα σου αρέσει» έπιασε τα μαλλιά μου το έκανε πιο δυνατά τώρα.
    «Σε λίγο καιρό θα γίνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο απόλυτα υπάκουος. Ο κώλος του θα πάρει το σχήμα που θέλουμε. Το στόμα του είναι ήδη καλό. Αλλά χρειάζεται κάτι»
    Ο Μιχάλης έπιασε το κεφάλι μου με γύρισε στον πούτσο του. Έγλειφα αυτόν τώρα. Όχι τόσο καλά σαν του Γιάννη. Ο Μιχάλης είναι πιο μεγάλος και πολύ πιο βίαιος.
    «Έχω πολλά κάτι στο μυαλό μου, Γιάννη»
    Βάλανε τα γέλια.
    «Ξύλο θα πεις Μιχάλη»
    «Ξύλο ναι πολύ, έχω σκοπό να τον δέρνω κάθε μέρα. Θα του κάνω σπανκινγ πολλές φορές την ημέρα και δεν εννοώ μόνο με το χέρι μου. Με ζώνες συνέχεια» άρχισα να νιώθω το στόμα μου να υγραίνεται. Σταμάτησε. Το έβγαλε έξω. Το άφησε πάνω στο πρόσωπό μου.
    «Κοίτα τη πουτάνα έχουμε» είπε στον Γιάννη. Μου έριξε δυο πουτσοσκάμπηλα κι ένα ανάποδο χαστούκι. Ξαναμπήκε στο στόμα μου. Αυτή τη φορά, αργά, έπαιρνε κάθε ανάσα μου.
    «Εγώ Μιχάλη θέλω να τον ταπεινώνω. Συμφωνώ μαζί σου, θα μάθουν όλοι τι είναι. Απαιτώ να μας μιλάει πάντα πληθυντικο και θα μας αποκαλεί Κυρίους εκτός και αν του δοθεί εντολή για ενικό και χαλαρό τρόπο επικοινωνίας.» Ο Γιάννης ντύθηκε, έβαλε το παντελόνι του και το πουκάμισο του.
    «Θέλει εκπαίδευση, Γιάννη»
    «Ναι, είναι Φεβρουάριος. Μέχρι να τελειώσει το εξάμηνο θα τον εκπαιδεύουμε. Δεύτερο έτος είμαστε. Το καλοκαίρι θα μας υπηρετεί στην Αθήνα»
    Κατάλαβα ότι σχεδίαζαν κάτι περισσότερο από μια φάση.

    «Λες να αντέξει τόσο Γιάννη;»
    «Δεν έχει σημασία τι θα αντέχει, αλλά το πόσο υπάκουος θα έχει γίνει μέχρι τότε, αλλιώς μαστίγιο» Πήρε τη βίτσα στο χέρι του. Ο Μιχάλης έχυσε μέσα στο στόμα μου μόλις είδε τον Γιάννη να κρατάει την βίτσα.
    «Ρίχτου»
    Ο Γιάννης έριξε με τη βίτσα ψηλά στη πλάτη μου. Ούρλιαξα και το καυλί του Μιχάλη έφθασε στον λάρυγγα μου.
    Ο Μιχάλης έδεσε τα χέρια μου με σκοινί. Με πήγε στη πολυθρόνα. Τούρλωσα τον κώλο μου. Ο Γιάννης μου έριξε δέκα στο κώλο, μου έδειξε την ματωμένη βίτσα. Εκλιπαρούσα για έλεος. Ο Μιχάλης έφερε ένα πανί βρεγμένο, με καθάρισε κι έβαλε οινόπνευμα.
    «Δεν αντέχω άλλο, Αφέντες»
    «Σήκω όρθιος» διέταξε ο Μιχάλης. Στάθηκα δίπλα του. Κοίταζα το πάτωμα. Φορούσε το τζην του, το σώμα του γυμνό, πανέμορφο.
    Δεν ξέρω αλλά εκείνη τη στιγμή το μόνο που σκέφτηκα ήταν να του πω ευχαριστώ.
    Με άφησε με σκυμμένο το κεφάλι. Γύρναγε τριγύρω μου. Ο Γιάννης έφυγε.

    «Μάριε μίλα»
    «Δεν ξέρω τι να πω, Αφέντη» του άρεσε τόσο πολύ που τον είπα Αφέντη.
    «Πώς αισθάνεσαι;»
    «Δεν ξέρω με τι λέξεις να το περιγράψω Αφέντη»
    Μου έστριψε τις ρώγες. Μια κραυγή βγήκε από το στόμα μου.
    «Δοκίμασε πάλι»
    «Αισθάνομαι ότι θέλω να κάνω τα πάντα για Εσας, Αφέντη»
    «Θέλω τόσα πολλά, φοβάμαι να τα φανταστώ»
    «Ντρέπεσαι;»
    «Δεν ξέρω Αφέντη»
    Με χαστούκισε.
    «Τελευταία ευκαιρία»
    «Θέλω να γίνω η πουτάνα Σας Αφέντη»
    Με έπιασε από τα μαλλιά, κόλλησε τα χείλη μου στο στόμα του, με φίλησε. Ενιωσα τη γλώσσα του. Χάθηκα. Δεν περίμενα ποτέ να με φιλήσει ο Αφέντης.
    Με πήγε στο καλοριφέρ. Με έδεσε εκεί, με άφησε.
    Πήρε τον υπολογιστή του, ντύθηκε. Ξεκίνησε να διαβάζει για τη σχολή του. Μετά από ώρα με έλυσε.
    Με πήγε στο μπάνιο, με κοίταζε όση ώρα πλενόμουν. Μου έδωσε παντελόνι και μπλούζα, όχι εσώρουχα.
    «Θα πάμε σπίτι μου να συμμαζέψουμε τα πράγματα μου, θα μετακομίσω εδώ»
    «Μάλιστα Αφέντη»
    «Θα μου μιλάς πληθυντικό και θα με αποκαλείς Κύριο εκεί» ο Μιχάλης συγκατοικούσε με την ξαδέρφη του την Αλεξία και τον ξάδερφο της τον Νίκο. Δεν με συμπαθούσαν και οι δύο.

    Πήγαμε στο σπίτι του. Στον δρόμο περπατούσα δυο βήματα πιο πίσω του, τον ακολουθούσα. Σκεφτόμουν ότι μπορεί να μην είναι εκεί τα ξαδέρφια του ή θα με ξεφτιλίσει. Δεν έκανα βήμα να υποχωρήσω στιγμή. Σταμάτησε το βηματισμό του, ήρθε πίσω σε μένα. Έσκυψα το κεφάλι μου.
    «Σε φαντάζομαι γυμνό να μαζεύεις τα πράγματα μου και η ζώνη μου να δέρνει το κορμάκι σου» μου ψιθύρισε στο αυτί. Η καρδιά μου θα έσπαγε.
    Συνέχισε το περπάτημα. Φθάσαμε. Ανεβήκαμε από τη σκάλα στον δεύτερο όροφο. Δεν συμπαθεί τους ανελκυστήρες. Άνοιξε τη πόρτα.
    «Καλή μέρα Αλεξία» παραλίγο να της μιλήσω πληθυντικο.
    Μίλησαν οι δυο τους. Με πήγε στο δωμάτιο του, να μαζέψω ρούχα, τους άκουγα.
    «Γιατί να φύγεις ρε Μιχάλη;»
    «Δεν καλοχωράμε εδώ όλοι ρε συ Αλεξία»
    «Και είναι ανάγκη να πας σε αυτόν;»
    «Ξέρεις ότι ο Μάριος είναι ο κολλητός μου από το σχολίο, άλλωστε..»
    «Βρε Μιχάλη εντάξει δεν τον συμπαθώ εγώ, η θεία τη είπε;»
    «Δεν έχει πρόβλημα, δοκιμαστικά θα είναι και βλέπουμε.»
    Άκουσα την πόρτα ν' ανοίγει. Ήρθε και ο Νίκος. Άρχισα να φοβάμαι.
    «Θα φύγεις όντως;»
    «Ναι» απάντησε ο Αφέντης.
    «Ρε συ ο Μάριος είναι ξενέρωτος. Όλο διαβάζει και παίζει υπολογιστή»
    «Θα τον αλλάξω»
    Άκουσα τα ξαδέρφια του να γελάνε.
    «Καλά, δεν αλλάζει ο μουντρούχος αυτός» είπε η Αλεξία.
    «Με λίγο ξύλο θα αλλάξει» τους άκουσα να γελάνε, αλλά η κουβέντα ακροβατούσε επικίνδυνα.
    «Αν είναι να τον δέρνεις να ερχόμαστε κι εμείς» του είπαν
    «Προσέχετε τι εύχεστε» συνέχισαν να γελάνε.
    «Νίκο μέσα τον έχει τον άλλο στο δωμάτιο του»
    «Πλάκα κάνεις, Αλεξία;»
    «Όχι, του είπε πήγαινε να μαζέψεις τα ρούχα μου και ο ηλίθιος πήγε»
    Άκουγα τα πάντα, μιλούσαν πάντα έτσι για μένα μάλλον.

    «Αν δεν πήγαινε θα τον μαστίγωνα» είπε ο Μιχάλης. Τα ξαδέρφια του σταμάτησαν τη κουβέντα. Δεν γέλαγε ο Μιχάλης.
    «Τι λες» ρώτησε ο Νίκος.
    «Είναι μεγάλη ιστορία»
    «Αλήθεια θα τον μαστίγωνες;» ρώτησε η Αλεξία.
    «Ναι»
    «Δεν καταλαβαίνω».......
     
    Last edited: 6 Φεβρουαρίου 2025
  6. slave32

    slave32 Contributor

    Ήξερα τι θ' ακολουθούσε και πραγματικά αισθανόμουν σχεδόν έτοιμος γι αυτό
    «Μάριε έλα εδώ» δίεταξε ο Αφέντης. Πήγα εκεί. Ο Νίκος και η Αλεξία με κοίταζαν. Ήταν επικριτικοί όπως πάντα.
    «Γδύσου, Μάριε» διέταξε ο Αφέντης. Ο Νίκος γέλασε, τα μάτια της Αλεξίας δεν ξεκολλούσαν από πάνω μου όσο έβγαζα τα ρούχα μου
    «Τι κορμάρα έχεις;» είπε η Αλεξία μη μπορώντας να κρύψει πόσο της άρεσα.
    «Τι γίνεται;» ρώτησε ο Νίκος.
    «Είναι μεγάλη ιστορία, Μάριε στα γόνατα» με διέταξε. Γονάτισα μπροστά τους, το κεφάλι μου στο πάτωμα.
    «Τι σημάδια είναι αυτά πάνω του;» ρώτησε η Αλεξία.
    «Μαστίγωμα» απάντησε ο Αφέντης.
    Κάθισαν στον καναπέ. Ο Αφέντης τους εξήγησε τα πάντα, αναφέροντας κάθε λεπτομέρεια. Ακόμα και για το ότι με πήδηξαν με τον Κύριο Γιάννη. Ο Νίκος ήταν σοκαρισμένος, η Αλεξία μάλλον είχε ερεθιστεί.
    «Νίκο θες να τον δείρεις;» του είπε η Αλεξία. Αιφνιδιάζοντας ακόμα και τον Μιχάλη.
    «Πιστεύω ότι το θες πολύ» συμπλήρωσε η Αλεξία που έδειχνε να ξέρει καλά τον αδερφό της. Ο Αφέντης με έπιασε από το μαλλί και με έσυρε μέχρι τον κύριο Νίκο. Με έβαλε στα πόδια του για σπανκινγκ. Ο Νίκος ήταν διστακτικός μέχρι που μου έριξε την πρώτη. Ακολούθησαν πολλές και γρήγορες σφαλιάρες. Ο κώλος μου κοκκίνιζε. Βαριανάσαινα, πόναγα. Η Αλεξία έβαλε το χέρι της από κάτω, έπιασε το καυλί μου.
    «Μικρό το έχει» γέλασαν.
    Ο Αφέντης έφερε μια δερμάτινη λουρίδα από το δωμάτιο του. Αυτή την είχε για να δένει την μέση του στο γυμναστήριο. Με έβαλαν γονατιστό στον καναπέ, ακούμπησα τα χέρια μου στον τοίχο. Την λουρίδα την είχε πάρει ο Νίκος. Σφύριξε στον αέρα πριν προσγειωθεί πρώτα στη πλάτη μου, μετά στον κώλο μου. Αυτό πόναγε πολύ. Με έδερνε με μανία. Έκλαιγα πολύ. Δεν σταμάτησε. Η Αλεξία με έβγαζε φωτογραφίες. Να δέρνομαι και να κλαίω.

    Πήρε κι εκείνη τη λουρίδα, με έδειρε μπροστά στους Αφέντες. Σταμάτησε και πήγα στο δωμάτιο του Αφέντη να συνεχίσω την δουλειά. Δαρμένος και ταπεινωμένος.
    Γελούσαν τους έλεγε λεπτομέρειες.
    «Θα τον στέλνεις να μας κάνει δουλειές;» ρώτησε η Αλεξία.
    «Ναι αν μου υποσχεθείς ότι θα είσαι σκληρή μαζί του»
    «Αυτό είναι σίγουρο, ανυπομονώ να τον πηδήξω» συνέχισαν να γελάνε. Τελείωσα το μάζεμα. Πήγα μπροστά τους, γονάτισα.

    «Θα πάμε με την Αλεξία στο σπίτι σου, εσύ θα μείνεις με τον Νίκο δέκα μέρες πριν έρθεις» έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Ο Νίκος κρατούσε ήδη την λουρίδα στα χέρια του.

    «Πήγαινε να μαζέψεις τον νεροχύτη» με δίεταξε ο κύριος Νίκος.