Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

το μολυβενιο στρατιωτακι και λοιπες αναλαμπες

Συζήτηση στο φόρουμ 'Off Topic Discussion' που ξεκίνησε από το μέλος Georgia, στις 16 Φεβρουαρίου 2008.

  1. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Σας ευχαριστώ 
     
  2. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    -καλησπέρα!!
    Σιωπή.
    Αδιαφορώ και πάω στο δωμάτιό μου να αφήσω την τσάντα. Αμέσως μετά κουζίνα για φαγητό.
    Στρώνω το τραπέζι. Αποβραδίς είχα ετοιμάσει το αγαπημένο του φαγητό, μοσχαράκι λεμονάτο με ρύζι. Όταν είναι όλα έτοιμα πάω στο γραφείο του να τον φωνάξω.

    Χτυπάω την πόρτα και περιμένω να απαντήσει.
    -πέρνα μέσα
    Καθόταν στο γραφείο του, φορώντας ακόμη τα ρούχα της δουλειάς και έγραφε στο laptop του. Φαινόταν κουρασμένος.
    -θα έρθεις να φάμε? έστρωσα. μαγείρεψα και μοσχαράκι λεμονάτο!
    Αν ήμουν σκύλος θα κουνούσα σαν τρελός την ουρά μου.
    Με κοίταξε με το υπέροχο, σκοτεινό, βαθύ του βλέμμα. Σηκώθηκε, χαμογέλασε κουρασμένα, χάιδεψε το κεφαλάκι μου και βγήκε έξω. Τον ακολούθησα.
    Καθίσαμε στο τραπέζι.

    -Μαγειρεύεις υπέροχα μικρό μου.
    -ευχαριστώ μπαμπά
    -για πες μου λοιπόν. Πως πήγε σήμερα?
    -καλούτσικα. Όπως κάθε μέρα. βαρετά.
    -δεν είναι σωστό αγάπη μου που βαριέσαι το σχολείο.
    - το ξέρω, αλλά τι να κάνω? Αφού βαριέμαι!
    -τέλος πάντων μικρή μου. Ας μην μαλώσουμε τώρα γι’ αυτά. Είμαι ζαλισμένος από την δουλειά.
    -εντάξει μπαμπά.

    ...

    Αφού τελειώσαμε το φαγητό, σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιό του. Εγώ μάζεψα το τραπέζι και έβαλα τα πιάτα στο πλυντήριο. Πήγα στο δωμάτιό μου, έβγαλα την στολή του σχολείου και έβαλα τις μπιτζάμες μου. Πήγα στο μπάνιο, έπλυνα τα δόντια μου και πήγα στο δωμάτιό του.
    Καθόταν στον καναπέ και έβλεπε μια εκπομπή στην τηλεόραση
    -τί έγινε μικρή? Για πού το βάλαμε?
    -ήρθα να ξαπλώσω...
    -ναι μικρό μου κουνελάκι? Γιατί δεν πας στο δωμάτιό σου? Περιμένω έναν φίλο μου από την δουλειά να έρθει να συζητήσουμε. Δεν νομίζω να σε αφήσουμε να κοιμηθείς.
    -δεν πειράζει μπαμπά.. δεν θα με ενοχλείτε. Αλήθεια!
    -εντάξει τότε. Ξάπλωσε.

    Τον αγκάλιασα πολύ πολύ σφικτά, ξάπλωσα στο κρεβάτι του και χώθηκα κάτω από το πάπλωμα. Αγκάλιασα το αγαπημένο μου μαξιλάρι, αυτό στο οποίο ξαπλώνει κάθε βράδυ και έχει ποτίσει με το άρωμά του και άρχισα να γουργουρίζω για να με πάρει ο ύπνος.

    Πριν προλάβω να κοιμηθώ ακούω το κουδούνι να χτυπάει.
    -ήρθε μωρό μου. Θα κάνεις ησυχία τώρα εντάξει?

    Δεν απάντησα. Αν το έκανα θα μου έφευγε ο ύπνος.

    Ήρθαν στο δωμάτιο και άρχισαν να λένε διάφορα για την δουλειά.



    Αποκοιμήθηκα ακούγοντας την ήρεμη και βαθιά φωνή του.
     
  3. SensualTorturer

    SensualTorturer Regular Member

      εξαιρετικό ..
     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    ...
     
  5. dora_salonica

    dora_salonica Contributor

    Είναι πολύ όμορφο το κείμενο. Νομίζω πως η σχέση ανάμεσα σε Πατέρα και κόρη είναι πολύ διαφορετική από αυτήν ανάμεσα σε δύο ενήλικους ερωτικούς συντρόφους.

    Αυτό άρχισα να το πιάνω τώρα τελευταία.

    Αυτό που έχω στο νου μου είναι μία σχέση ανάμεσα σε μία γυναίκα, που λειτουργεί ως βάση για τον άνδρα σύντροφό της, ο οποίος την θέλει αυτή την γερή βάση, έστω αναγνώρισης, έστω απόλαυσης, έστω ολοκλήρωσης, έστω ως ένα κομμάτι της ζωής του. Και το ίδιο βλέπει και η γυναίκα σε αυτόν. Ίσως να βλέπει τον εαυτό της ως ένα κομμάτι που συνεισφέρει στην ολοκλήρωση του άντρα. Ίσως να βλέπει τον άντρα ως ένα σημαντικότατο κομμάτι του δικού της σκοπού ζωής. Η δική της βάση, η δική της προϋπόθεση.

    Ανούσια η ζωή χωρίς τη σχέση. Μιλάω για μία σχέση όπου και οι δύο αναπτύσσονται ανεξάρτητα, και όπου ο ήχος της φωνής του άλλου δεν ενεργεί ως ηρεμιστικό, ως αίσθηση ασφάλειας (η οποία είναι αχρείαστη για ενήλικους). Αλλά ως κίνητρο. Και για τον έναν, και για τον άλλον.

    Δικές μου σκέψεις, απόρροια του κειμένου...

    Έχω την αίσθηση ότι βλέπω τον εαυτό μου, λίγο καιρό πριν...Δεν μπορώ - δυστυχώς - να με ξαναδώ έτσι. Ήταν όμορφα όμως, όσο κράτησε. Χαίρομαι που υπήρξε αυτό.

    Ευχαριστούμε Georgia. Ωραία γραφή.
     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Ερεθιστική, σαν την κίνηση μίας γκέισας. Είχα καιρό να διαβάσω κείμενο, που παίζει με το μυαλό μου, από μία γυναίκα.
     
  7. Darkreminder

    Darkreminder Regular Member

    Έλπιζω να μου επιτρέψετε να αφήσω και εγώ ενα παραμύθι έτσι για το καλό βράδυ...

    Μια παλιά ιστορία λέει για έναν καπετάνιο, που έχει ένα πολύ ιδιαίτερο πλοίο. Το κατάστρωμα του είναι από χρυσάφι και τα κατάρτια του φτιαγμένα είναι όπως λένε από σκέψεις, διακοσμημένα καθώς είναι με πολύτιμα πετράδια που κάποιοι λένε ότι προέρχονται, από παλιά δάκρυα που χαθήκαν μέσα στην θάλασσα. Λένε επίσης ότι αντί για πανιά έχει σύννεφα, και τα καλεί κάθε βράδυ φωνάζοντας, "Σύννεφα σύννεφα ελάτε σε εμένα", προκειμένου να σαλπάρει. Κάθε βράδυ βγαινει στα ανοιχτά του ουρανού και ψάχνει για τις ψυχές που ξεκινάνε για το ταξίδι τους σε κάποιον καλύτερο κόσμο. Καθώς τις αντικρίζει τις φωνάζει "θα ανεβείτε να σαλπάρουμε;". κάποιες ανεβαίνουν κάποιες άλλες απλά συνεχίζουν για εκεί που έχουν να πάνε... και έτσι μαζέυει το πλήρωμά του νύχτα με την νύχτα, για ένα μήνα. Μα με κάθε πανσέληνο το ταξίδι αλλάζει... ανεβαίνει στην πλώρη, και με δυνατή φωνή φωνάζει, "σύννεφα σύννεφα... βοηθήστε με να την βρω", και αυτά μαζεύονται για να τον βοηθήσουν. Και πάει ψηλά, και ποιο ψηλά, και όταν φτάνει τοσο κοντά στο φεγγάρι και απλώνει το χέρι του στην φυλακισμένη του αγάπη... ξημερώνει και πρέπει να ξαναγυρίσει στην θάλασσά και να μαζέψει ψυχές και πετράδια μέχρι να την φτάσει. Και χρόνια τώρα όπως λένε προσπαθεί να την φτάσει, με πλήρωμα από ψυχές πανιά από σύννεφα και κατάρτια από σκέψεις.
    Δεν ξέρω... δεν έχω μάθει να πιστεύω σε τέτοιες ιστορίες. Μόνο που σήμερα θα βγω στην θάλασσα και θα ανάψω ένα τσιγάρο για να σκεφτώ... κάπου εκεί έξω... στον καθαρό αέρα.
    Φιλικά.
    Χ.
     
    Last edited: 29 Οκτωβρίου 2008
  8. atasai

    atasai Regular Member

    Ωραιότατο το κείμενό σου Georgia, παρά την βάναυση νεκροφιλία.
     
  9. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Το κοριτσάκι άνοιξε τα μάτια του.
    -Που είμαι?
    -Φαντάσου ενα λιβάδι, καρδιά μου. Οχι ιδιαίτερα μεγάλο. Στέκεσαι στο κέντρο του. Αν πάρεις μια πέτρα και την πετάξεις μακριά με όλη σου την δύναμη, ίσως χτυπήσει μια ή δυο φορές στο γαλαζοπράσινο γρασίδι, σαν βότσαλο που βηματίζει γοργά στην επιφάνεια μιας λίμνης προτού πέσει από την άκρη του λιβαδιού.
    -Ακούω μουσική.
    -Είναι ο άνεμος που περνάει ανάμεσα από τις λεπίδες. Δημιουργεί μουσική για σένα.
    -Τι υπάρχει πέρα από το λιβάδι?
    -Τίποτα, αγάπη μου. Το λιβάδι είναι όλος ο κόσμος σου. Ο μενεξεδί θόλος πάνω από το κεφάλι σου είναι ο Ουρανός. Το παχύ χορτάρι που πατούν τα γυμνά πόδια σου είναι η Γη.
    -Θέλω να παίξω.
    -Είσαι ελεύθερη να κάνεις ό,τι θέλεις.
    -Κι αν ζαλιστώ? Κι αν πέσω από την άκρη?
    -Εγώ θα σε προσέχω.

    *​

    Το μικρό κοριτσάκι έτρεχε και γελούσε δυνατά, κλοτσώντας μια μεγάλη μπάλα. Ο δίσκος πάνω στον οποίο βρισκόταν έμοιαζε με ένα γαλαζοπράσινο ανεστραμμένο λοφίσκο. Ταξίδευε σιωπηλά μέσα σε ενα άπειρο χάος από αγέννητα αστέρια και έκλινε πότε από εδώ και πότε από κεί ανάλογα με την κίνηση του παιδιού.
    Καθώς η μπάλα κυλούσε αργά μακριά, το κοριτσάκι σταμάτησε και έπεσε στα γόνατά του. Κοίταξε με τα μεγάλα έκπληκτα μάτια του ένα μικρό θάμνο γεμάτο λευκά λουλούδια, με πέταλα σαν καμπανούλες. Δεν τα είχε προσέξει ποτέ και τα παιδικά μάτια γέμισαν από περιέργεια.
    Έσκυψε κοντά, έφερε το πρόσωπό του δίπλα στα μικρά άνθη και η ανάσα του έκανε τα πέταλα να στραφούν προς το μέρος της.
    Δεν ήταν πάνω από εξι χρόνων. Φορούσε ένα άσπρο λιτό φόρεμα, δίχως παπούτσια. Οι πυκνές μπούκλες των μαλλιών της κάλυπταν το καθαρό προσωπάκι που κοίταζε τα λουλούδια από απόσταση χιλιοστών.
    Τα μικρά παιδικά ακροδάχτυλα πλησίασαν ένα από τα λουλούδια. Τα υπόλοιπα φάνηκαν να αναστενάζουν, ζηλεύοντας την τύχη του αδερφού τους.
    Τη στιγμή που τα δάχτυλα χάιδεψαν τα βελούδινα πέταλα, αυτά πετάρισαν και το άνθος μετατράπηκε αμέσως σε μια μεγάλη άσπρη πεταλούδα που ελευθερώθηκε από τον γκριζοπράσινο μίσχο και πέταξε προς τα πάνω.
    Το κοριτσάκι έβγαλε μια λεπτή τσιρίδα έκπληξης και ευχαρίστησης, καθώς τινάχτηκε πάνω για να την κυνηγήσει. Το πανέμορφο πλάσμα πετούσε λίγο πιο ψηλά απ'όσο μπορούσαν να φτάσουν τα χέρια της.
    Πόση ώρα την κυνηγούσε? Δεν υπήρχε χρόνος σ'αυτό το μέρος. Το κοριτσάκι είχε λαχανιάσει, μα τα μάτια του παρέμεναν καρφωμένα στα πάλλευκα φτερά.
    Πέρασε μέσα από μια συστάδα δέντρων, και εκείνα έστριψαν τις χρυσές φυλλωσιές τους για να τη δουν να περνάει. Τα βρύα πάνω στους γκρίζους κορμούς έμοιαζαν να θροΐζουν από τον άνεμο καθώς τα δέντρα συζητούσαν επιδοκιμαστικά για την νεαρή βασίλισσα του κόσμου τους.
    Η πεταλούδα συνέχισε να πετάει μακριά. Έφτασε πάνω από μια μικρή λιμνούλα και το κοριτσάκι έτρεξε ξοπίσω της.
    Δυο παχουλοί και νυσταλέοι βάτραχοι είδαν το κοριτσάκι να πλησιάζει και κοάζοντας πήδηξαν μέσα στην κρυσταλλένια επιφάνεια για να μην τους πατήσει. με το που έσπασαν την επιφάνεια του νερού, μεταμορφώθηκαν σε ψάρια και χάθηκαν στα βάθη της λιμνούλας.
    Το κοριτσάκι δεν σκέφτηκε καθόλου μήπως βρεχόταν, μήπως ακόμη ακόμη το νερό την έπαιρνε κάτω και την έπνιγε. Πήδηξε πάνω στην επιφάνεια πίσω από την πεταλούδα. Το νερό δεν την τράβηξε κάτω. Τα γυμνά πέλματά της δεν βυθίζονταν αλλά άφηναν ομόκεντρους κύκλους στην ασημένια επιφάνεια, σβήνοντας τα λαμπερά αστέρια του ουράνιου θόλου που καθρεφτίζονταν πάνω της. Για μια στιγμή, μονάχα μια ανάσα, λίγα χιλιοστά προτού το γυμνό πέλμα αγγίξει ξανά την επιφάνεια, οι κύκλοι στο νερό, το φως των φλεγόμενων άστρων, οι πέτρες στον βυθό και η σκιά του κοριτσιού δημιούργησαν μια εικόνα επάνω στην λιμνούλα. Το πρόσωπο ενός γκριζωπού δράκου. Τα μάτια του έκαιγαν καθώς τα ανοιγόκλεισε αστραπιαία. Το ρύγχος του ξεφύσησε και έβγαλε καπνούς. Καθώς το πόδι άγγιξε ελαφρά το νερό, τα μάτια ξανάγιναν αστέρια, το ρύγχος ξανάγινε ο βυθός και οι καπνοί ξανάγιναν κύκλοι που ακούμπησαν μαλακά στην όχθη και επέστρεψαν στο κέντρο.
    Η πεταλούδα έμοιαζε να κουράζεται από το κυνήγι και χτύπησε τα φτερά της αβέβαια. Το κοριτσάκι άφησε την επιφάνεια και πήδηξε ψηλά. Ψηλότερα απ'όσο θα μπορούσε άνθρωπος. Έμοιαζε να αιωρείται καθώς έκλεισε τις χούφτες της γύρω από το αστραφτερό έντομο.
    Μόλις την άγγιξε, η πεταλούδες με έναν ήχο σαν μικροσκοπικός αναστεναγμός έγινε χρυσόσκονη. Το κοριτσάκι γέλασε και φύσηξε μέσα στις χούφτες του. Το λαμπερό συννεφάκι έπεσε στο παχύ γρασίδι και αμέσως, όπου ακουμπούσε, φύτρωνε αμέσως ένα νέο λουλούδι που έκαιγε με λευκό φως.
    Το κοριτσάκι, σαν πούπουλο σε νηνεμία, κατέβηκε αργά κάτω και ξάπλωσε ανάμεσα στο καινούριο λευκό στρώμα του. τα μάτια του γέμισαν από πλασματάκια που φτερούγιζαν γύρω του, καθώς τα λουλούδια που ως εκείνη την στιγμή ονειρεύονταν, κλεισμένα μέσα στα φτερά της πεταλούδας, άνθισαν και έφυγαν μακριά.
    Ένα μεγάλο χαμόγελο ομόρφυνε κι άλλο το πρόσωπο του παιδιού καθώς γύρισε στο πλάι και έκλεισε τα μάτια του. Είχε κουραστεί από το παιχνίδι και ήθελε να κοιμηθεί. Το γρασίδι ανάμεσα στα λευκά λουλούδια μεγάλωσε και την κάλυψε ελαφρά για να μην κρυώνει.

    *​

    -Κοιμήσου αγάπη μου. Εγώ σε προσέχω.
    -Πατέρα, υπάρχουν άλλοι άνθρωποι γύρω μου?
    -Όχι κοριτσάκι μου. Δεν υπάρχει κανείς εκτός από εμένα. Αλλά δεν θέλω να φοβάσαι. Ταξιδεύεις στα φτερά μου.
    -Τι μου συνέβη?
    -Ο,τι σου συνέβη είναι παρελθόν. Δεν χρειάζεται να σε ανησυχεί πια, καρδιά μου.
    -Θα μου πεις?
    -Αν σου πω θα το ξεχάσεις.
    -Πως μπορείς να το ξέρεις αυτό?
    -Σου έχω πει πολλές φορές αλλά πάντα ξεχνάς.
    -Γιατί ξεχνάω?
    -Για την δική σου προστασία, καρδιά μου. Κοιμήσου. Το σώμα μου σε προστατεύει. Κοιμήσου.

    *​

    Το κοριτσάκι άνοιξε τα μάτια του και το γρασίδι που την κουκούλωνε υποχώρησε πίσω στο γκρίζο έδαφος. Ο ουρανός τώρα ήταν πιο σκοτεινός και ιρίδιζε παιχνιδιάρικα στην άκρη των ματιών της. Όταν τα έστρεφε όμως προς τα εκεί, η λάμψη χανόταν και τη θέση της καταλάμβανε το σκοτάδι.
    Σιγά σιγά άρχισαν να εμφανίζονται τα αστέρια. Γαλανά, κόκκινα, χρυσά. Ένας ατέρμονος κήπος ανθισμένος με λουλούδια εκεί, που δεν υπήρχε χώμα για να ριζώσουν.
    Κόσμους μακριά, ένα αστέρι αγκάλιασε ένα άλλο και μια σιωπηλή έκρηξη σημάδεψε τον ουρανό σαν χρυσή νερομπογιά που τινάζεται πάνω στον σκοτεινό καμβά. Τα νυσταγμένα μάτια του κοριτσιού άνοιξαν διάπλατα μαζί με το στόμα του. Κοίταξε γύρω του. Τα λουλούδια κοιμούνταν ακόμη. Τα πέταλά τους ήταν γκρίζα και ανεβοκατέβαιναν σαν να ανάσαιναν μέσα στα όνειρά τους.
    Το κοριτσάκι σηκώθηκε προσέχοντας να μην τα πατήσει. Καθώς βημάτιζε προς τα δέντρα, λίγα λουλούδια άνοιξαν τα πέταλά τους κοιτάζοντας προς το μέρος της και λίγο αργότερα συνέχισαν τον ύπνο τους μαζί με τα υπόλοιπα αδέρφια τους.
    Τα δέντρα έγειραν προς το μέρος του παιδιού και υποκλίθηκαν, σαν να τα λύγιζε ένας άνεμος που δεν υπήρχε. Τα φύλλα τους θρόισαν για να προϋπαντήσουν τη βασίλισσά τους.
    Καθώς άγγιξε ένα, η γκρίζα επιφάνεια του κορμού πήρε ενα καφετί χρώμα και τα χρυσά φύλλα πρασίνισαν το ένα μετά το άλλο, από τα χαμηλότερα κλαδιά ως την ψηλότερη κορφή του. Έπειτα, σαν σαπουνόφουσκες που σκάνε, αργές νότες από μουσικό κουτί, τα κλαδιά άρχισαν να γεμίζουν με μαύρα ώριμα μούρα. Κάποια έπεσαν δίπλα της. Μάζεψε μερικά στα χέρια της και τα έφαγε με ευχαρίστηση. Όταν χόρτασε, χάιδεψε ξανά το δέντρο και αυτό έμοιαζε να τρέμει από χαρά. Καθώς το κοριτσάκι το άφησε πίσω, ψάχνοντας την μπάλα της, όσα μούρα είχαν απομείνει στο χώμα, άρχισαν να σέρνονται αργά στον κορμό του δέντρου σαν μεγάλες κάμπιες και χώθηκαν ανάμεσα στις φυλλωσιές. Τα φύλλα σιγά σιγά ξεθώριασαν, επιστρέφοντας στην πρότερη χρυσίζουσα απόχρωσή τους.
    Το κοριτσάκι κοίταξε τριγύρω. Πέρα στην άκρη του λιβαδιού που ταξίδευε, βρισκόταν η μπάλα της. Με αργά και διστακτικά βήματα πλησίασε το τέλος του κόσμου της. Ο αέρας εδώ ήταν κρύος και τίναζε τις μπούκλες της σαν φωτοστέφανο γύρω από το καστανό κεφάλι της.
    Είχε έρθει ποτέ τόσο στην άκρη? Δεν θυμόταν. Δεν θυμόταν σχεδόν τίποτα. Όλα γύρω συνέβαιναν επειδή απλά... συνέβαιναν. Κανείς δεν της είχα πει τι να κάνει. Απλά έπαιζε, έτρεχε, κουραζόταν, κοιμόταν, γελούσε και μιλούσε με τον πατέρα της.
    Τα δαχτυλάκια των ποδιών της βρίσκονταν στην άκρη του λόφου. Σήκωσε το χέρι της για να αγγίξει τον κόσμο πέρα από τον κόσμο αλλά κάτι τα σταμάτησε. Καθώς πλησίασε το πρόσωπό της στο αόρατο εμπόδιο, μπόρεσε να διακρίνει δυο δαχτυλιές. Ένα αόρατο τζάμι τη σταματούσε από το να αγγίξει τον έξω κόσμο.
    Η μπάλα κύλησε μονάχη της και τη σκούντηξε δυο φορές απαλά στον αστράγαλο, σαν κατοικίδιο που παρακαλούσε το αφεντικό του να παίξει μαζί του.
    Το κοριτσάκι δεν έδωσε σημασία. Έκλεισε τα μάτια και μίλησε.
    -Πατέρα?
    Ο ήχος ήρθε από κάτω της, μέσα από το χώμα, από το βάθος της λιμνούλας, ανάμεσα από τα χρυσά φύλλα.
    -Σε ακούω, καρδιά μου, είπε, και το γρασίδι τρεμόπαιξε.
    -Πατέρα, θέλω να δω.
    -Θα πονέσεις. Δεν θέλω να σε δω να πονάς. Θα ξεχάσεις... είπε, και η επιφάνεια της λίμνης τρεμούλιασε.
    -Θέλω να δω. Σε παρακαλώ.
    -Εντάξει αγάπη μου. Αλλά μονάχα για λίγο... είπε, και τα δέντρα έριξαν μερικά από τα φύλλα τους.
    Ξαφνικά η μπάλα δίπλα της τινάχτηκε προς τα αστέρια, σαν κάποιος να την είχε κλοτσήσει ψηλά. Το νερό της λίμνης έμοιαζε να μετατρέπεται σε ασημένια βροχή και να κυλάει προς τον ουρανό. Τα δυο ψάρια που κατοικούσαν στον βυθό μεταμορφώθηκαν για μια στιγμή ξανά σε βατράχους, μα προτού πέσουν κάτω έγιναν χελιδόνια και πέταξαν κι αυτά ψηλά. Τα δέντρα ξεριζώθηκαν και ακολούθησαν. Το ίδιο και οι θάμνοι με τα λουλούδια, που έγιναν πεταλούδες και χάθηκαν στον ουρανό.
    Το γαλαζοπράσινο γρασίδι έδειξε να στέκεται όρθιο στο έδαφος και με έναν ήχο σαν σκίσιμο σελίδας κάθε λεπίδα απελευθερώθηκε και άρχισε να σκαρφαλώνει προς τα αστέρια, σκοτεινιάζοντας το γυμνό γκρίζο χώμα.
    Ο λοφίσκος άρχισε να πέφτει. Το κοριτσάκι τσίριξε και έκλεισε τα μάτια του.

    *​

    “ο χρήστης έχει τις αισθήσεις του
    Το πρώτο πράγμα που άκουσε καθώς άνοιξε τα μάτια της ήταν η ίδια της η ανάσα, μια εισπνοή αέρα, σαν να είχε μόλις βγει μέσα από την παγωμένη θάλασσα. Τη διαδέχτηκε ένας στριγκός ήχος που χτύπησε τα αυτιά της. Υπήρχε τζάμι μπροστά της, θολό και γεμάτο δαχτυλιές. Τα χέρια της που το ακουμπούσαν δεν έδειχναν παιδικά, αλλά χέρια ενήλικου. Ένα νύχι ήταν σπασμένο και βρώμικο από μαύρο ξεραμένο αίμα.

    “αναζήτηση σήματος διάσωσης
    Έξω από το θολό τζάμι μπορούσε να δει μια ατελείωτη έρημο. Πέρα μακριά διέκρινε τα συντρίμμια ενός μεγάλου γκριζωπού σκάφους. Ακίνητο και νεκρό, με ρημαγμένα φτερά και σώμα, σαν το καύκαλο αρχαίου δράκου που έπεσε στην άμμο.
    Ο ήχος, ενας συναγερμός, ξαναχτύπησε στα αυτιά της. Γύρισε με δυσκολία το πρόσωπο λίγο πλάγια και είδε πιο κοντά της, πέντε μέτρα από την θέση της, ενα κυλινδρικό κουτί θαμμένο κατά ενα μέρος στην άμμο. Ήταν μια κάψουλα διαφυγής, πανομοιότυπη με αυτήν στην οποία βρισκόταν εκείνη. Το χοντρό τζάμι που κάλυπτε την μια πλευρά της είχε σπάσει και πίσω του μπορούσε να διακρίνει μια φιγούρα.

    αναζήτηση σήματος διάσωσης
    Ήταν ένας ανθρώπινος σκελετός καλυμμένος από καλώδια. Το κόκαλο του κρανίου είχε γίνει κάτασπρο από τον δυνατό ήλιο που έκαιγε την έρημο. Τώρα καταλάβαινε οτι το άρρηκτο γυαλί που είχε μπροστά της ήταν αυτό που την κρατούσε ζωντανή.
    Και φυλακισμένη.

    αναζήτηση απέτυχε
    Οι μνήμες επέστρεφαν, σκόρπιες και αβέβαιες. Είχαν πέσει. Είχε εκτοξευθεί για να προστατευτεί από την σύγκρουση του σκάφους. Δεν ήξερε που βρισκόταν. Δεν ήξερε καν πόσο καιρό ήταν εκεί. Όμως η εικόνα πέρα από το θολό τζάμι δεν έκρυβε καμία αισιοδοξία.

    επανεκκίνηση συστήματος αδρανοποίησης χρήστη
    -Με ακούει κανείς?? Βοηθήστε με!
    Χτύπησε το τζάμι με τα αδύναμα χέρια της δίχως λόγο ή αποτέλεσμα. Κοίταξε κάτω και είδε το σώμα της, κρυμμένο μέσα σε μια μαύρη στολή γεμάτη από φωτεινά καλώδια που την κρατούσαν ζωντανή.

    απομένουν 9 χρόνια, 2 μήνες και 29 ημέρες. Εναπομείνασα ζωή τροφοδοτικού, 59 τοις εκατό
    -Με ακούει κανείς??
    Ένα σύννεφο κάλυψε στιγμιαία τον φλεγόμενο δίσκο που έριχνε τις ακτίνες του στον έρημο πλανήτη και το τρομαγμένο πρόσωπό της καθρεφτίστηκε στο βρώμικο τζάμι. Φορούσε ένα κράνος γεμάτο καλώδια. Έμοιαζε αμυδρά με το κοριτσίστικο πρόσωπο που έβλεπε όταν κοιτούσε στην λίμνη.
    Η φωνή της δεν μπορούσε να ξεφύγει από την ξεχασμένη κάψουλα διαφυγής. Σιγά σιγά σώπασε. Τα βλέφαρά της βάρυναν, καθώς το σύστημα ξανάρχιζε την διαδικασία αδρανοποίησης.
    Θα κοιμόταν ώσπου να την βρούνε. Ή ώσπου να σωνόταν η ενέργεια της κάψουλας. Τότε, απλώς θα συνέχιζε να κοιμάται. Για πάντα.

    *​

    Το κοριτσάκι άνοιξε τα μάτια του.
    -Πού είμαι?
    -Φαντάσου ενα λιβάδι, καρδιά μου. Οχι ιδιαίτερα μεγάλο. Στέκεσαι στο κέντρο του. Αν πάρεις μια πέτρα και την πετάξεις μακριά με όλη σου την δύναμη, ίσως χτυπήσει μια ή δυο φορές στο γαλαζοπράσινο γρασίδι, σαν βότσαλο που βηματίζει γοργά στην επιφάνεια μιας λίμνης προτού πέσει από την άκρη του λιβαδιού...

     



    τίτλος "Θέλω να δω"
    συγγραφέας: Κωνσταντίνος Κέλλης

    όπως δημοσιεύτηκε στις 15 Οκτωβρίου 2008
    στο ένθετο περιοδικό "9"
    (τεύχος 427)
     
  10. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Γύρισα σπίτι πολύ αργά το βράδυ, πτώμα από την δουλειά. Την βρήκα στο σαλόνι, να έχει αποκοιμηθεί στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση.
    Άφησα τον χαρτοφύλακα στο γραφείο, την πήρα απαλά στην αγκαλιά μου και την πήγα στο κρεβάτι μας.
    Την ξάπλωσα, της έβγαλα τα ρούχα, την σκέπασα με το πάπλωμα και βγήκα από το δωμάτιο κλείνοντας το φως και την πόρτα πίσω μου.
    Κάθισα στον καναπέ και έβαλα να πιω ένα ποτηράκι, να ηρεμήσω.
    Μπήκα λίγο στο internet και έβαλα να ακούσω μερικά αγαπημένα κομμάτια.
    Όταν άδειασα το μπουκάλι, πήγα πίσω στην κρεβατοκάμαρα. γδύθηκα και ξάπλωσα δίπλα της.
    Ήταν ξαπλωμένη στο πλάι με την πλάτη της γυρισμένη προς εμένα.
    Την ξεσκέπασα. Ανατρίχιασε από το κρύο. Άπλωσα το χέρι μου και της χάιδεψα το κεφάλι. Γουργούρισε.
    Κατέβασα το χέρι μου στον ζεστό της σβέρκο και στον λαιμό της. Ένιωθα την καρδιά της να χτυπά στην παλάμη μου. Ήθελα να της σφίξω τον λαιμό, να κρατήσω την ζωή της στα χέρια μου, αλλά δεν το έκανα. Δεν ήθελα να την ξυπνήσω.
    Έχωσα το πρόσωπό μου στην φωλιά του λαιμού της.
    Το δέρμα της μύριζε βανίλια. Τα μαλλιά της το ίδιο.
    Την φίλησα ενώ με τα δάχτυλά μου χάιδευα το στήθος της. Οι ρώγες της είχαν μεγαλώσει από το κρύο και είχαν σκληρύνει. Την γύρισα ανάσκελα και τις έκλεισα ανάμεσα στα χείλη μου, καθώς χάιδευα πάλι τον απαλό της λαιμό.
    Ανασηκώθηκα και την κοίταξα. Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο, το στόμα της μισάνοιχτο, η ανάσα της βαθειά και ρυθμική. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε απαλά.
    Ακούμπησα την παλάμη μου στον θώρακά της ακολουθώντας την κίνησή του.
    Κατέβηκα στην απαλή της κοιλιά και μετά πιο χαμηλά... όχι. Την έσπρωξα να γυρίσει μπρούμυτα. Έδιωξα τα μαλλιά από την πλάτη της. Τα χέρια μου ακολούθησαν το περίγραμμα του κορμιού της, ξεκινώντας από τα πλευρά της και καταλήγοντας στην καμπύλη των γοφών της.
    Σταμάτησα. Πήρα τα χέρια μου από πάνω της και ξάπλωσα δίπλα της. Τράβηξα το πάπλωμα και μας σκέπασα. Εκείνη ζεστάθηκε και γουργούρισε ευχαριστημένη. Γύρισε και κούρνιασε δίπλα μου. Άπλωσα τα χέρια μου γύρω της και εκείνη χώθηκε στην αγκαλιά μου. Μισάνοιξε τα μάτια της και μέσα στον ύπνο της χαμογέλασε γλυκά, με αγκάλιασε και μουρμούρισε..
    «μπα.....»..
    «κοιμήσου μωρό μου»
     
  11. MindMaster

    MindMaster Contributor

    Απάντηση: Re: το μολυβενιο στρατιωτακι και λοιπες αναλαμπες

    Κρίμα που το άνοιξες αυτό το νήμα στο οff-topic. Άξιζε ένα rep, το πιό πάνω ποστ...

     
     
  12. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Γ1

    Μετά από κάμποση ώρα, και αφότου ήμασταν 2-2 ,αποφασίσαμε να παρατήσουμε το τάβλι. Χωθήκαμε κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού του, αυτός άναψε τσιγάρο και εγώ έβαλα το κινητό μου στο αθόρυβο.
    Αρχίσαμε να λέμε για το πως περάσαμε όλον αυτό τον καιρό που είχαμε να βρεθούμε. Αρκετά ερεθιστική κουβέντα. Στον τρόπο που με κοιτούσε έβλεπα καθαρά ότι με ήθελε, αλλά όπως πάντα, δεν μπορούσε να βρει την κατάλληλη στιγμή να το εκδηλώσει(ακόμα δεν έχει καταλάβει ότι δεν χρειάζονται κατάλληλες στιγμές).
    Οπότε κατέφυγα στο παιχνίδι που λειτουργεί καλά σε αυτόν. Χασμουρήθηκα γλυκά και χώθηκα στην αγκαλιά του κλείνοντας τα μάτια μου.
    -Νυστάζεις? Με ρώτησε τρυφερά
    -Καθόλου, του είπα και χασμουρήθηκα χαμογελώντας.

    Άρχισε να μου χαϊδεύει το κεφάλι και τα μαλλιά. Κατέβηκε στους ώμους και τα μπράτσα μου. Έσκυψε από πάνω μου και άρχισε να ανασαίνει στον λαιμό μου, κάτι που με καυλώνει απίστευτα.
    -Μυρίζεις υπέροχα ,είπε γουργουρίζοντας και κατέβασε το χέρι του στο στήθος μου.
    Άρχισε να το χουφτώνει πολύ απαλά, να τρίβει ήρεμα τις ρώγες μου ενώ συνέχιζε να ανασαίνει στον λαιμό μου.

    Αν ήταν κάποιος άλλος θα του είχα ήδη ζητήσει να με πηδήξει, αλλά τα προκαταρκτικά του συγκεκριμένου αξίζουν πολύ.

    Ανασηκώθηκε προσέχοντας να μην με ξεσκεπάσει και μου έβγαλε την μπλούζα. Έμεινα με το φανελάκι και το σουτιέν. Χώθηκε πάλι κάτω από τα σκεπάσματα, άπλωσε το ένα του χέρι προς τον λαιμό μου και το άλλο προς το παντελόνι μου. Άρχισε να μου σφίγγει τον λαιμό ενώ ταυτόχρονα μου ξεκούμπωνε το παντελόνι. Κατάφερε να το κατεβάσει ακριβώς κάτω από τον κώλο μου χωρίς να ξεσφίξει την λαβή του. Ανέβηκε πάνω μου, κάθισε στην κοιλιά μου, τύλιξε και το άλλο του χέρι γύρω από τον λαιμό μου και έμεινε να με κοιτάζει γοητευμένος.

    Ελευθέρωσε τον λαιμό μου απότομα ,και με την πρώτη βίαιη ανάσα που πήρα, ένιωσα τον πούτσο του να σκληραίνει.

    Ανασηκώθηκε λίγο και με γύρισε μπρούμυτα. Κάθισε πάλι πάνω μου. Μου έβγαλε το φανελάκι και το σουτιέν. Άπλωσε το χέρι και έπιασε τις χειροπέδες με το κόκκινο γουνάκι. Μου έφερε τα χέρια πίσω από την πλάτη και τα έδεσε σε μια άβολη στάση. Πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά μου και αφού έπιασε μια μεγάλη τούφα, μου τράβηξε το κεφάλι προς τα πάνω και μετά το κατέβασε πάνω στο μαξιλάρι με δύναμη. Ήταν απρόσμενο και δεν πρόλαβα να πάρω γερή ανάσα. Πολύ σύντομα άρχισα να προσπαθώ να στριφογυρίσω και να ξεφύγω από το μαξιλάρι και από την λαβή του. Με κράτησε με μεγαλύτερη πίεση για μια στιγμή και αμέσως μετά μου σήκωσε το κεφάλι. Η πρώτη ρουφηξιά οξυγόνου με πόνεσε. Δάκρυσα.

    Κατέβηκε από πάνω μου και με γύρισε ανάσκελα. Γονάτισε δίπλα μου, κοιτώντας με αρρωστημένη περιέργεια το στέρνο μου που ανεβοκατέβαινε γρήγορα, τις φλέβες του λαιμού μου που ήταν πρησμένες και το στόμα μου που έμενε πεισματικά ανοικτό.

    - Είναι σαν να εξαρτιέται όλη σου η ζωή από τα ανοικτά σου χείλη μικρή μου.