Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ἐν ἀνθρώποις Εὐδοκία

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 29 Ιουνίου 2021.

  1. D Q Juls

    D Q Juls Αρχή...Διαδρομή...Ηδονή...

    Σε νιώθω!
     
  2. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    ~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~
    37.1 - Have you ever seen the rain?
    ~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~
    Ευδοκία

    Μπήκα στο σπίτι μου. Με είχε συγχωρέσει κάνοντάς με να νιώσω ξανά ζωντανή. Είχε πάρει την απόφαση που μόνο σε Εκείνον άνηκε. Είχα γονατίσει μπροστά Του χαμογελώντας για να τιμήσω όσα είχα ζήσει κοντά Του, περιμένοντας την ετυμηγορία που μόνο ο Στέφανος είχε δικαίωμα να δώσει. Ακόμα και αν αυτό ήταν να με θερίσει η λάμα της λαιμητόμου του θα πήγαινα χαμογελαστή. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν προσβολή σε Εκείνον και σε όσα πρόλαβα να ζήσω κοντά Του.

    Κάθισα όπως κάθε βράδυ να γράψω στο ημερολόγιό μου, ακόμα και στις έξι εβδομάδες που περιπλανιόμουν μόνη και χαμένη στην ατελείωτη παγωμένη ερημιά ακολουθούσα τις εντολές που μου είχε δώσει. Δε με είχε διώξει, είχε φύγει και μέχρι να επιστρέψει οι εντολές Του ίσχυαν στο ακέραιο εντείνοντας τον πόνο της απουσίας Του γιατί κάθε μου πράξη, κάθε μου κίνηση μου θύμιζαν το Στέφανο και τον παράδεισο από τον οποίο είχα εκπέσει.

    Είχε επιστρέψει, με είχε κρατήσει στη θέση μου γονατισμένη στα πόδια Του, δική Του. Έξι εβδομάδες δεν είχα ρίξει ούτε ένα δάκρυ και με το που κάθισα να γράψω το ημερολόγιο άνοιξαν οι ουρανοί, δεν μπορούσα να σταματήσω το κλάμα με τίποτα. Αλλά το κλάμα αυτό ήταν γλυκό, ήταν λυτρωτικό. Του έστειλα μήνυμα να τον ρωτήσω αν μου επιτρέπει να συνεχίσω την επόμενη μέρα το ημερολόγιό μου γιατί εκείνη τη στιγμή δεν ήμουν σε θέση να γράψω.

    Someone told me long ago
    There's a calm before the storm
    I know
    It's been coming for some time
    When it's over so they say
    It'll rain a sunny day
    I know
    Shining down like water


    «Σου ζητώ συγνώμη Στέφανε, δεν μπορώ να γράψω στο ημερολόγιο αυτή τη στιγμή, μου επιτρέπεις να το συνεχίσω αύριο;»
    «Με ενδιαφέρει να γράφεις στο ημερολόγιό σου Ευδοκία και όχι τι ώρα το κάνεις. Τι συμβαίνει;»
    «Δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω. Έξι εβδομάδες δεν υπήρχε ούτε ένα δάκρυ και τώρα δεν μπορώ να σταματήσω.»
    «Είσαι μπουμπούνας αλλά είσαι ο μπουμπούνας μου»
    «Είμαι ο μπουμπούνας σου, είμαι ό,τι θέλεις να είμαι.»
    «Το πρωί στις 09:00 ακριβώς θα είμαι στο σπίτι σου. Να μου έχεις έτοιμο τον καφέ μου.»
    «Μάλιστα»
    «Προσπάθησε να κοιμηθείς τώρα και θα τα πούμε σε μερικές ώρες.»
    «Μάλιστα, σ’ ευχαριστώ Στέφανε. Καληνύχτα»
    «Καληνύχτα μπουμπούνα!»


    Ένιωθα 100 κιλά ελαφρύτερη. Έβαλα ξυπνητήρι στις 06:45 και έπεσα για ύπνο, ύπνος που ήρθε γρήγορα και ήταν ευλογημένος.

    Στις 06:45 χτύπησε το ξυπνητήρι και πετάχτηκα σαν ελατήριο. Ήταν πρωί ακόμα για να ζεστάνει ο ηλιακός και έτσι πήγα και έβαλα θερμοσίφωνα. Χουζούρεψα μέχρι να πάει 07:30 και πήγα και γέμισα τη μπανιέρα ζεστό νερό. Όσο γέμιζε η μπανιέρα έκανα την πρωινή μου τουαλέτα και έβαλα άλατα και αφρόλουτρο και χώθηκα στο καυτό νερό, ήταν στα όριά μου, σχεδόν με πόνεσε το δέρμα μου αλλά μετά τις έξι εβδομάδες παγωνιάς στην ψυχή μου η αίσθηση ήταν καλοδεχούμενη. Χαλάρωσα μέχρι τις 08:15 και μετά βγήκα και ετοιμάστηκα στα γρήγορα. Φόρεσα τη μωβ φανέλα και το μωβ κιλοτάκι που τόσο του αρέσουν, και έβαλα την ενυδατική μου το άρωμα της οποίας του αρέσει τόσο πολύ.

    Στις 08:35 ήμουν έτοιμη, φόρεσα τη φόρμα μου και κατέβηκα να πάω να του πάρω τον καφέ του και τον καφέ μου. Στις 08:55 ήμουν σπίτι και στις 09:00 ακριβώς χτύπησε το κουδούνι μου. Το χαμόγελο δεν έλεγε να σβήσει από τα χείλη μου. Ανέβηκε και μου χτύπησε την πόρτα. Την άνοιξα χαμογελώντας και πέρασε μέσα. Έκλεισα την πόρτα και γονάτισα στα πόδια του.

    - «Καλημέρα Στέφανε» του είπα χαμογελαστή.
    - «Καλημέρα μπουμπούνα» μου είπε γελαστός και εκείνος. «Έχει καλή μέρα σήμερα, πάμε στο μπαλκόνι να πιούμε το καφεδάκι μας.»
    - «Ό,τι θέλεις εσύ» του είπα. «Πάω να φέρω τους καφέδες.» του είπα.

    Το μπαλκόνι μου δεν είναι μεγάλο και λόγω του ότι στο ισόγειο είναι κάποια μαγαζιά και η πολυκατοικία διαθέτει και ημιώροφο είναι αρκετά πιο ψηλά απ’ ότι στα περισσότερα σπίτια. Εκείνη τη στιγμή ωστόσο δε θα μ’ ενδιέφερε ακόμα και αν το μπαλκόνι ήταν στο επίπεδο του δρόμου. Πήρα τον καφέ του και γονάτισα μπροστά του και τον πρόσφερα. Ομολογώ ότι θα ήταν ενδιαφέρον θέαμα από τα απέναντι μπαλκόνια αλλά δε με ένοιαζε καθόλου. Ο Στέφανος μου χάιδεψε παιχνιδιάρικα τα μαλλιά.

    - «Σήκω τώρα και φέρε και το δικό σου καφέ και έλα να κάτσεις στην καρέκλα.»
    - «Μάλιστα» του είπα χαμογελαστή και σηκώθηκα και πήγα μέσα και έφερα τον καφέ μου, ένα μπουκάλι δροσερό νερό και δύο ποτήρια. Του γέμισα το ποτήρι του και μετά το δικό μου.
    - «Πώς κοιμήθηκες;»
    - «Σαν πουλάκι.»
    - «Ημερολόγιο όμως δεν έγραψες, ε;» με ρώτησε.

    Έπαθα βραχυκύκλωμα.

    - «Σε πειράζω, μπουμπούνα!» μου είπε γελαστά.
    - «Μου είχε λείψει… πόσο μου είχε λείψει» είπα ξεσπώντας πάλι σε λυτρωτικό κλάμα.
    - «Κλαψιάρα» μου είπε τρυφερά.
    - «Είμαι ο κλαψιάρης μπουμπούνας σου και δεν το αλλάζω με τίποτα στον κόσμο!» είπα, το κλάμα είχε μετατραπεί σε κλαυσίγελο.
    - «Ωραία ιδέα! Λοιπόν, θα αλλάξεις στο forum την περιγραφή σου από το “ο μπουμπούνας Του” σε “ο κλαψιάρης μπουμπούνας Του”»
    - «Αμέσως» του είπα και κίνησα να σηκωθώ.
    - «Κάτσε κάτω βρε διάολε, όχι τώρα!»
    - «Συγνώμη, ο ενθουσιασμός!» του είπα.
    - «Πώς αισθάνεσαι Ευδοκία;»
    - «Ελεύθερη!» του είπα χωρίς δισταγμό.
    - «Που να σε είχα διώξει δηλαδή!»
    - «Όχι όχι… εννοώ…» πήγα να πω αλλά με έκοψε.
    - «Ξέρω τι εννοείς… μπουμπούνα!»
    - «Είμαι άνθρωπος που έμαθε να είναι σκληρός και απαιτητικός με τον εαυτό του, άνθρωπος που σιχαίνεται την αδυναμία. Καταλαβαίνω τη Φανούλα πώς ένιωσε όταν ο πληγωμένος Ρωμαίος της την είχε πει παγοκολόνα. Εμένα σε όλη τη διάρκεια του σχολείου με έλεγαν φύτουλα και σπασίκλα και δε με ένοιαζε καθόλου, είχα μάθει τον εαυτό μου να μη δίνει σημασία στο τι λένε και τι σκέφτονται οι άλλοι. Όταν άρχισαν να με αποκαλούν παγωτό στην αρχή δεν είχα δώσει σημασία. Μέχρι που έμαθα πως βγήκε. Στο τέλος της πρώτης λυκείου παίζανε στην αυλή του σχολείου μπουγελοπόλεμο. Εγώ δεν είχα καμία όρεξη να ανακατευτώ αλλά σάμπως και με ρωτήσανε; Ήταν τέλη Μάη ή αρχές Ιούνη, δε θυμάμαι. Μου ρίξανε ένα κουβά κρύο νερό πάνω μου. Δε βαριέσαι, λέω και έδωσα τόπο στην οργή. Πήγα σπίτι μου και άλλαξα και δεν έδωσα σημασία. Άρχισα να ακούω τη λέξη παγωτό, τρεις μέρες μετά όταν άρχισαν οι εξετάσεις. «Βρε καλώς το παγωτό», «σιγά μη και δε γράψει 20 το παγωτό», «μόνο το παγωτό μπορούσε να λύσει τις ασκήσεις που μας έβαλε ο μαλάκας» κλπ. Άρχισα να αναρωτιέμαι τι γίνεται. Μια συμμαθήτριά μου με λυπήθηκε και μου εξήγησε. Όταν με έβρεξαν δε φορούσα σουτιέν και δεν είχα πάρει χαμπάρι ότι τα στήθη μου φαινόντουσαν κάτω από τη βρεγμένη μπλούζα. Τα αγόρια ξετρελάθηκαν με το θέαμα. Είναι κρύα και για γλείψιμο. Αυτό σήμαινε το παγωτό. Το κλάμα ποτέ δεν το είχα εύκολο αλλά εκείνη την ώρα έσπασα. Έβαλα τα κλάματα και δεν μπορούσα να ηρεμήσω με τίποτα. Στο σχολείο ανησύχησαν, «εσείς και οι μαλακίες σας» τους είπε η συμμαθήτριά μου. Έβλεπα στα βλέμματα οίκτο και μου γυρνούσαν τα άντερα. Ορκίστηκα στον εαυτό μου να μην ξαναδείξω ποτέ αδυναμία. Ήταν σα να άκουσα ένα κλικ, σα να κατέβηκε ένας διακόπτης. Δεν έκλαψα ούτε όταν πέθανε ο παππούς μου ένα μήνα αργότερα. Το δάκρυ λες και είχε στερέψει. Η επόμενη φορά που έκλαψα ήταν όταν έμαθα το θάνατο της Maryam. Και η επόμενη σπίτι σου, τη βραδιά που γνώρισα την οικογένειά σου στην αγκαλιά της Κατερίνας όταν μου έλεγε την ιστορία σας. I was already under your spell. »
    - «I put a spell on you» μου είπε κάνοντάς με να χαμογελάσω.
    - «Αναρωτήθηκα πολλές φορές χαμένη μέσα στην παγωμένη μου ερημιά γιατί δεν είχα δάκρυα να κλάψω.»
    - «Βρήκες την απάντηση;»
    - «Ναι, τη βρήκα. Νομίζω ότι το ήξερες ήδη όταν μου πέρασες την αλυσιδίτσα, έστω και χωρίς το λουκέτο.

    Yesterday and days before
    Sun is cold and rain is hard
    I know
    Been that way for all my time
    'Til forever on it goes
    Through the circle, fast and slow
    I know
    It can't stop, I wonder


    - «Τι έκανα; »
    - «Μου επιτρέπεις;» τον ρώτησα
    - «Ποιο πράγμα;» απάντησε.
    - «Να σου πω ή να σου δείξω;»
    - «Και τα δύο» μου είπε.

    Σηκώθηκα και γονάτισα πάλι μπροστά του. Του αγκάλιασα τα πόδια και σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα ήδη δακρυσμένη.

    - «Με την αλυσίδα που μου πέρασες μου χάρισες την ελευθερία μου» του είπα με σπασμένη φωνή και εκεί άνοιξαν και πάλι οι ουρανοί.

    I want to know
    Have you ever seen the rain
    I want to know
    Have you ever seen the rain
    Coming down on a sunny day


    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑ)
     
  3. Duchess

    Duchess New Member

    Αλληλούια!
     
  4. Κρουελα

    Κρουελα Regular Member

    Έχουμε πάθει εξάρτηση ....
     
  5. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    Και για το τζόκερ έχω κρυφό πόθο, αλλά δεν το είδα να μου κάθεται  

    @Arioch ευχαριστούμε  
     
  6. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    “Some people feel the rain, others just get wet.”
    Bob Marley
     
  7. Κρουελα

    Κρουελα Regular Member

    Have faith !!!
     
  8. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    ~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~
    37.2 - Οι τρεις καμπαλέρος
    ~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~
    Στέφανος

    Η Ευδοκία έκλαιγε με κατεβασμένο το κεφάλι, έχοντας σφιχτά στην αγκαλιά της τα γόνατά μου, εκεί γονατισμένη μπροστά στην καρέκλα μου, στο μπαλκόνι. Οι τέντες ήταν κατεβασμένες αλλά αν κάποιος έβγαινε από τα ακριβώς απέναντι μπαλκόνια θα έβλεπε ένα μάλλον ασυνήθιστο θέαμα. Τη χάιδευα τρυφερά στα μαλλιά αφήνοντάς την να ξεσπάσει.

    Η ανάγνωση του ημερολογίου της ήταν εξόχως διαφωτιστική καίτοι επίπονη. Ένα λάθος δεν το διορθώνεις με ένα ακόμα μεγαλύτερο λάθος, είχα επαναλάβει ακριβώς το ίδιο που είχα κάνει με την Κατερίνα, εξοργισμένος είχα φύγει εγώ χωρίς να αναρωτηθώ τι αυτό σημαίνει για εκείνες που άφησα πίσω. Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού. Η Ευδοκία δεν ήταν Κατερίνα να έρθει με ένα μαχαίρι στο χέρι να μου πει «χάραξέ με ή σφάξε με», αν δεν την είχα φωνάξει εγώ στο μπαλκόνι θα είχε συνεχίσει την κόλασή της σκοτώνοντας σιγά-σιγά τον ίδιο της τον εαυτό. Ένας και μόνο ένας είχε το δικαίωμα να πάρει την απόφαση είτε να της δώσει τη λύτρωση της συγχώρεσης είτε τη λάμα της λαιμητόμου και αυτός ήμουν εγώ… κι εγώ δεν ήμουν εκεί. Εκείνη ήταν και περίμενε καρτερικά.

    Με την ανάγνωση του ημερολογίου είχα πάρει την απόφασή μου: Όλα θα εξαρτιόντουσαν από την αντίδρασή της όσο περίμενε γονατιστή την ετυμηγορία. Αν τα πίστευε αυτά που έγραφε, όσο και αν το λάθος της ήταν πολύ βαρύ, θα επέστρεφα καταπίνοντας τον εγωισμό μου, ακριβώς όπως είχα κάνει πριν 20 χρόνια. Γι’ αυτό έβαλα το χέρι μου στην αλυσίδα, γι’ αυτό τη ρώτησα αν είχε να πει κάτι τελευταίο.

    Και τότε το συνειδητό επιτέλους δικαίωσε αυτό που το ασυνείδητο το είχε δει σχεδόν από τις πρώτες ώρες. Αλλά δεν είχαμε τελειώσει, έμενε κάτι τελευταίο.

    - «Ευδοκία;»
    - «Πες μου» μου είπε προσπαθώντας να βρει την αυτοκυριαρχία της και να ηρεμίσει.
    - «Σου είχα πει ότι πρέπει να συγχωρέσεις τον εαυτό σου.»
    - «Θα το κάνω, αν μη τι άλλο, γιατί μου το ζητάς εσύ. Θα μου πάρει ωστόσο κάποιο χρόνο, δε θέλω να σου πω ψέματα.»
    - «Δεν είναι ωστόσο ο εαυτός σου ο μόνος που πρέπει να συγχωρέσεις.»
    - «Τι εννοείς;» με ρώτησε.
    - «Πρέπει να συγχωρέσεις κι εμένα.»
    - «Πώς να το κάνω αυτό; Δεν υπάρχει τίποτα να σου συγχωρέσω Στέφανε!»
    - «Γιατί έφυγα.»
    - «Δεν είσαι δικός μου Στέφανε για να σε κρατήσω. Ήταν δική σου απόφαση και μόνο και με σκότωνε ή όχι δεν μπορούσα να κάνω τίποτα παρά το μόνο πράγμα που έκανα: Να σου ζητήσω να με βγάλεις από τη limbo, είτε χαρίζοντάς μου πάλι τον παράδεισο είτε εξορίζοντάς με οριστικά στην κόλαση.»
    - «Κι αν δεν το είχα κάνει;»
    - «Τότε δεν θα το είχες κάνει. Ίσως κάποια στιγμή προχωρούσα, αλλά θα ταυτόχρονα θα θεωρούσα εαυτόν ανάξιο. Η πραγματική τιμωρία θα ήταν να με διώξεις. Η limbo ήταν βασανιστήριο γιατί… γιατί ακόμα και αν προχωρούσα μπροστά… θα έβλεπα τον εαυτό μου ως ανάξιο ακόμα και τιμωρίας. Όπως και να έχει δεν υπάρχει τίποτα να σου συγχωρήσω. Ακόμα και εκεί… εγώ σου ανήκα, όχι εσύ σε μένα.»
    - «Το βλέπεις ή όχι το να σε αφήσω έτσι όπως σε άφησα, για μένα ήταν λάθος.»
    - «Τότε είσαι εσύ που θα πρέπει να συγχωρήσεις τον εαυτό σου.»
    - «Μου φέρνεις αντίρρηση, Ευδοκία;»
    - «Τι νόημα έχει να πω “Σε συγχωρώ Στέφανε” αν δεν βρίσκω να υπάρχει κάτι να σου συγχωρέσω; Αν αυτό θέλεις να σου πω, θα στο πω αλλά θα το κάνω επειδή το ζητάς εσύ και όχι επειδή το νιώθω εγώ.»
    - «Δε θα σε πειράξει; Δε θα νιώθεις ότι μου κάνεις το καπρίτσιο;»
    - «Isn’t this part of the job description? » με ρώτησε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Τι θα σε κάνω, μου λες;» τη ρώτησα.

    Δε μου απάντησε, απλά μου χαμογέλασε. Μου είχε λείψει. Έστριψα ένα τσιγάρο και το άναψα για να συνοδέψει τις τελευταίες γουλιές του καφέ.

    - «Στέφανε, θα μείνεις εδώ το μεσημέρι για να φάμε;»
    - «Θα μείνω μέχρι το βραδάκι.»
    - «Τι φαγητό θέλεις να σου φτιάξω;»
    - «Δε θέλω σήμερα να μαγειρέψεις, θα παραγγείλουμε κάτι απ’ έξω.»
    - «Τόσο χάλια ήταν η γαριδομακαρονάδα;» με ρώτησε πειράζοντάς με.
    - «Δε φάνηκε χθες; Με το ζόρι και με πολύ κόπο έφαγα το τρίτο πιάτο.»
    - «Δέκα με τη ζώνη» μου είπε γελαστή.
    - «Ορίστε;» ρώτησα, ομολογώ ξαφνιασμένος.
    - «Επειδή σε παχαίνω!»
    - «Και άλλες δέκα από εμένα…» της είπα γελώντας, «για να μάθεις να προσβάλεις την μαγειρική τέχνη του μπουμπούνα μου!»
    - «Κι άλλες δέκα από μένα» ξαναείπε.
    - «Γιατί;»
    - «Δεν ξέρω. Χρειάζεται λόγος;» κάνοντάς με να βάλω πάλι τα γέλια.
    - «Γίναμε αλγολάγνα, μαϊμουζέλ;»
    - «Όχι!»
    - «Τότε μη ζορίζεις την τύχη σου γιατί πλάκα-πλάκα τις τριάντα θα τις φας.»
    - «Μάλιστα! Zipping it! » μου απάντησε κάνοντάς με πάλι να γελάσω.

    Μου είχε λείψει αυτό το ping-pong μαζί της. Μου είχε λείψει η Ευδοκία, τελεία.

    - «Σήκω, πάμε μέσα» της είπα.

    Πήγαμε στο σαλόνι και η Ευδοκία έβγαλε το πάνω και το κάτω μέρος της φόρμας της και μετά κατέβασε και το κιλοτάκι της. Κάθισε στην πολυθρόνα σε στάση τιμωρίας.

    Τις τριάντα τις έφαγε για λόγους αρχής αλλά ήταν πολύ σιγανές, σχεδόν χάδι. Σηκώθηκε, γονάτισε μπροστά μου και μου φίλησε το χέρι και με κοίταξε χαμογελαστή.

    - «Και μετά τη σκληρή και βάναυση τιμωρία, χρειάζεται after care. Κοίτα μόνο μη με ζεματίσεις πάλι, τραυματισμένο ψυχικά άνθρωπο»
    - «Τσακίζομαι η κακούργα!» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια και πάλι.

    Κάθισα στην πολυθρόνα και την περίμενα. Δέκα λεπτά αργότερα ήρθε και μου είπε ότι το μπάνιο ήταν έτοιμο. Πήγαμε μέσα, πράγματι είχε γεμίσει τη μπανιέρα με νερό που ήταν ακριβώς στα γούστα μου. Η αλήθεια είναι ότι η μπανιέρα ήταν σχετικά μικρή για να μας χωρέσει και τους δύο οπότε όσο και αν ήθελα παρέα μπήκα μόνος μου. Ξάπλωσα μέσα στο νερό και αφέθηκα να χαλαρώσω για λίγη ώρα. Η Ευδοκία άνοιξε το νερό και μου έβρεξε το κεφάλι και μετά ξεκίνησε να με λούζει κάνοντάς με να λιώσω. Μετά πήρε το σφουγγάρι και άρχισε να με τρίβει απαλά στην πλάτη, στους ώμους και στο στέρνο. Μου ζήτησε να ξαπλώσω όσο πίσω γινόταν και να απλώσω τα πόδια μου και με έτριψε και εκεί απαλά με το σφουγγάρι. Όταν τελείωσε ξαναχώθηκα -όσος δηλαδή χωρούσα- μέσα στο νερό και ξάπλωσα πίσω με κλειστά τα μάτια. Η Ευδοκία άρχισε να μου χαϊδεύει τον πούτσο και όταν πήρε την απαραίτητη ανταπόκριση άρχισε να με παίζει απαλά και αισθησιακά.

    - «Άτιμο θηλυκό πάλι το πως θα τρυγήσεις το γινωμένο κορμί μου σκέφτεσαι!»
    - «I plead the 5th»

    Σηκώθηκα από το μπάνιο. Η Ευδοκία άνοιξε πάλι το νερό και αφού βεβαιώθηκε ότι η θερμοκρασία ήταν η σωστή με ξέπλυνε. Βγήκα από τη μπανιέρα και στάθηκα στο χαλάκι και με σκούπισε προσεκτικά από την κορυφή μέχρι τα νύχια.

    - «Πάμε μέσα» της είπα και πήγαμε στο δωμάτιό της. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και τη διέταξα να γδυθεί τελείως. Όταν το έκανα της είπα να έρθει στην αγκαλιά μου. Άρχισα να τη χαϊδεύω και να τη χουφτώνω στο στήθος μέχρι που καύλωσα και πάλι. «Πάρε με στο στόμα σου» τη διέταξα κατέβηκε από την αγκαλιά μου και με πήρε στο στόμα της, αργά και αισθησιακά. Σαν από ένστικτο καταλάβαινε τι ήθελα εκείνη τη στιγμή. Μου είχε λείψει το στόμα της, όχι ότι είχα παράπονο από την Κατερίνα, αλλά το πραγματικά καλό τσιμπούκι είναι σαν το δαχτυλικό αποτύπωμα, κάθε γυναίκα το κάνει με δικό της τρόπο. Όσο με τσιμπούκωνε χούφτωνα το στήθος της και η αλήθεια είναι ότι αυτό η Κατερίνα δεν μπορούσε να το αντικαταστήσει, καθώς ούτε σε μέγεθος μπορούσε να ανταγωνιστεί αυτό της Ευδοκίας ούτε σε νεανική σφριγηλότητα.

    Έχω πολύ καλό έλεγχο του οργασμού μου και το αργό, αισθησιακό τσιμπούκι που μου έκανε ήταν απολαυστικό με τρόπο που μου είχε λείψει έξι εβδομάδες και χθες αφού τις άφησα να παίξουν μεταξύ τους δεν ήθελα το στόμα της, ήθελα το μουνί της οπότε παρά το γεγονός ότι τέλειωσα στο στόμα της, δεν την είχα βάλει να μου πάρει πίπα.

    Τη σταμάτησα και την έφερα προς τα εμένα. Την έβαλα να ξαπλώσει και ανέβηκα πάνω της. Άνοιξε τα πόδια της να με υποδεχτεί κοιτάζοντάς με μέ λατρεία.

    Μπήκα μέσα της και ήταν σα να γλιστρούσε καυτό μαχαίρι σε βούτυρο. Της ξέφυγε ένα ηδονικό βογγητό. Άρχισα να κουνιέμαι αργά και μετά πιο γρήγορα. Άρχισα να επιταχύνω αλλά ήμουν από πριν φοβερά καυλωμένος και όσο και αν έχω καλό έλεγχο του οργασμού μου, αν συνέχιζα έτσι θα τέλειωνα με συνοπτικές διαδικασίες και σήμερα ήθελα να το ευχαριστηθεί και η Ευδοκία όσο γινόταν περισσότερο. Σταμάτησα και την έβαλα να κάτσει πάνω μου. Άρχισε να κουνάει απίστευτα αισθησιακά τη λεκάνη της και αν και δεν είμαι λάτρης του lady on top, έχει τα πλεονεκτήματά του, στην περίπτωση της Ευδοκίας δύο μεγέθους D-cup, νεανικά σφριγηλά στήθη τα οποία ήταν στις χούφτες μου όσο οι κινήσεις της λεκάνης έδιναν το δικό της ρυθμό. Δε μου αρέσει να μην έχω τον έλεγχο στο σεξ και αυτός είναι ο λόγος που ακόμα και με τα δύο αυτά υπέροχα πλεονεκτήματα πίστευα ότι δε θα υπήρχε πρόβλημα να κρατηθώ.

    Αμ δε!

    Ο οργασμός μου ήρθε από το πουθενά και εκεί που δεν το περίμενα. Όσο καλό έλεγχο να έχει ένας άντρας υπάρχει ένα σημείο που άπαξ και το ξεπεράσεις δεν υπάρχει επιστροφή, είναι αντανακλαστικό και μη ελεγχόμενο.

    Το μόνο πράγμα που μπορούσα να κάνω ήταν να χουφτώσω δυνατά τα στήθη της ενώ τέλειωνα μέσα της με σπασμούς. Η Ευδοκία δεν τραβήχτηκε ακόμα και όταν τελείωσα. Άνοιξε τα μάτια της και μου χαμογέλασε.

    - «Μου έλειψες, μπουμπούνα!»
    - «Εμένα να δεις»
    - «Δεν τελείωσες όμως» της είπα.
    - «Δε μου είπες ότι μου επιτρέπεις να το κάνω» μου είπε χαμογελαστή, δίχως ίχνος παραπόνου.
    - «Oops, την επόμενη φορά»
    - «Ναι, την επόμενη φορά» μου είπε με ακόμα πιο πλατύ χαμόγελο.
    - «Καθάρισέ με» της είπα.

    Κατέβηκε από πάνω μου και με πήρε στο στόμα της. Ομολογώ ότι έβαλε όλη της την τέχνη αλλά είμαι και 49 χρονών, το μεν πνεύμα πρόθυμο αλλά… Τη σταμάτησα.

    Ευδοκία

    Μου έκανε νόημα να έρθω στην αγκαλιά του και χώθηκα μέσα της. Πόσο μου είχε λείψει… πόσο…

    - «Ναι, ξέρω, η δεύτερη αγαπημένη σου θέση στον κόσμο!»
    - «Είναι σχεδόν τα πάντα διαφορετικά πλάι σου. Δεν ήμουν ποτέ της αγκαλιάς στις σχέσεις μου και μαζί σου δεν την χορταίνω.»
    - «Άσε μωρέ που δεν είσαι της αγκαλιάς, εδώ έχεις κάνει “αγκαλίτσα” τη Φανή που οι μόνοι άνθρωποι που αγκάλιαζε ήταν ο Πέτρος και ο νονός της.»
    - «Η Φανούλα και ο Πέτρος είναι ειδικές περιπτώσεις, δεν πιάνονται. Ο Πέτρος απλά στο βγάζει με τη ζεστασιά του και το χιούμορ του αλλά η Φανούλα είναι το κάτι άλλο. Τη θυμάμαι στο σπίτι σου που μου συστήθηκε με αυτό το χαμόγελό της «Κι εγώ είμαι η Φανή» που με έκανε να λιώσω. Love by first sight, σαν εκπλήρωση κάποιου άγνωστου κάρμα. Ωστόσο δεν εννοούσα αυτό, αναφερόμουνα στις τρεις σχέσεις μου.»
    - «Δεν είναι περίεργο ότι δεν μου έχεις πει τίποτα γι’ αυτές;»
    - «Δεν μου είχες ζητήσει να σου πω και φαντάστηκα ότι δε σε ενδιέφερε.»
    - «Δεν σε πείραξε;»
    - «Γιατί να με πειράξει;»
    - «Ως ένδειξη έλλειψης ενδιαφέροντος.»
    - «Μου είχες πει ότι με βλέπεις σαν κάτι περισσότερο από play partner. Δύο εβδομάδες πάλευα να απομακρυνθώ από εσένα μέχρι που συνειδητοποίησα ότι ο πραγματικός μου φόβος ήταν να αποφασίσεις τελικά ότι είμαι ακατάλληλη γι’ αυτό το κάτι περισσότερο, όχι η έλλειψη ενδιαφέροντος. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου και μέχρι να μου περάσεις το λουκέτο θα υπάρχει πάντα αυτός ο φόβος και φυσικά με αυτό που έκανα και που είχε συνέπεια τις έξι εβδομάδες μακριά σου δεν βοήθησα ιδιαίτερα την κατάσταση.»
    - «Δεκτόν. Για πες μου λοιπόν, σε ποιες ηλικίες έκανες τις σχέσεις σου και πόσο κράτησαν;»
    - «Την πρώτη μου σχέση την έκανα στα 17, στην Τρίτη λυκείου. Τον έλεγαν Δημήτρη και ήταν και ο πρώτος μου και η σχέση μας κράτησε δύο χρόνια. Τη δεύτερη σχέση την έκανα στα 21 μου, τον έλεγαν Λευτέρη και κράτησε και αυτή δύο χρόνια. Την τρίτη μου την έκανα στην Αμερική με ένα Έλληνα μεταπτυχιακό φοιτητή εκεί. Τον έλεγαν Κώστα και κράτησε ένα χρόνο.»
    - «Πώς τέλειωσαν οι σχέσεις σου;»
    - «Και τις τρεις φορές μου ανακοινώθηκε το ως εδώ.»
    - «Πώς το είχες πάρει;»
    - «Δεν είχα στεναχωρηθεί ιδιαίτερα είναι η αλήθεια. Δεν είναι ότι δεν είχα συναισθήματα για εκείνους αλλά όχι στο βαθμό που είχαν οι ίδιοι για μένα. Μπορεί και να στάθηκα τυχερή, αν κάποιος από τους τρεις ήταν διαφορετικός και κρατούσε τη σχέση λόγω συνήθειας το πιο πιθανό ήταν ότι θα ήμουν ακόμα εκεί. Δεν είναι ότι δεν ήθελα να ερωτευτώ απλά μέχρι που σε γνώρισα δεν ήξερα καν αν είμαι ικανή. Στην πραγματικότητα και οι τρεις ήταν απλά good enough. Τους ικανοποιούσα πρόθυμα σεξουαλικά γιατί μου το έβγαζαν αλλά ως εκεί. Δεν έδειχνα ενθουσιασμό κατά τα λεγόμενά τους και η αλήθεια είναι ότι αυτό αδυνατούσα να το καταλάβω. Αφού με είχαν όπως ήθελαν τι ζητούσαν παραπάνω; Δεν επικαλέστηκα ποτέ πονοκέφαλο, πάντα τους έπαιρνα στο στόμα μου όταν μου το ζητούσαν, πάντα κατάπινα όταν τέλειωναν στο στόμα μου, ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκα όταν τέλειωναν στο πρόσωπό μου και στο στήθος μου και ο μόνος περιορισμός που έθετα ήταν χρήση προφυλακτικού είτε κανονικά είτε από πίσω. Και στην τελική, ειδικά το από πίσω, δε μου άρεσε, πώς στο καλό περίμεναν να είμαι κι ενθουσιώδης από πάνω; Γιατί δεν τους αρκούσε που τους το έδινα;»
    - «Δεν έχω απάντηση να σου δώσω, ο κάθε άνθρωπος το βλέπει διαφορετικά. Η αλήθεια είναι ότι εμένα το μόνο που με ενδιέφερε από τις παρτεναίρ μου ήταν να μου δίνουν αυτό που ζητάω, η προθυμία που το έκαναν δεν ήταν στα ζητούμενα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι με χάλαγε όταν αυτό συνέβαινε.»
    - «Ευτυχώς, γιατί εκεί θα είχαμε πρόβλημα» του είπα χαμογελώντας. «Η αλήθεια είναι ότι απολαμβάνω κάθε φορά που σε ικανοποιώ σεξουαλικά και όχι μόνο. Φαντάζομαι ότι το διεκπαιρεωτικό ήταν που τους ξενέρωνε. Εννοώ… δεν είναι ότι το έκανα με το ζόρι αλλά ποτέ δεν άντλησα ικανοποίηση με άνδρα, μέχρι που σε γνώρισα. Και δεν εννοώ οργασμό. Λατρεύω να σε παίρνω στο στόμα μου, χάνω τον κόσμο όταν με παίρνεις κανονικά και μου επιτρέπεις να έχω οργασμούς και παρόλο που δε μ’ αρέσει ο πόνος τον καλοδέχομαι όταν με παίρνεις από πίσω γιατί ξέρω ότι αυτό που μου κάνεις σου αρέσει. Δεν είχα καν φανταστεί ότι μπορώ να νιώσω οργασμό δίνοντας κώλο, μέχρι που με πήρες για πρώτη φορά πάνω στην πολυθρόνα. Και όχι τίποτε άλλο αλλά δε μου είχες δώσει και άδεια.»
    - «Και σου είπα ότι δεν πειράζει όταν μου το ανέφερες *ΔΥΟ ΛΕΠΤΑ* μετά και σου εξήγησα και το λόγο.»
    - «Ήταν δύσκολο δίλεπτο!» του είπα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια κάτι που έκανε πάντα την καρδούλα μου να χοροπηδάει ενθουσιωδώς.
    - «Σεξ πότε έκανες πρώτη φορά;»
    - «Με το Δημήτρη λίγο μετά τα 18.»
    - «Σε αυτούς τους καιρούς δείξατε τόση αυτοσυγκράτηση; Μπράβο σας!»
    - «Δεν τον είχα αφήσει παραπονεμένο, από τον πρώτο μήνα του έκανα πίπες. Δεν πίστευε στην τύχη του την πρώτη φορά που του το έκανα όταν με σταμάτησε και με ρώτησε που θέλω να τελειώσει και του απάντησα «όπου θες». Ομολογώ πάντως ότι με τους άλλους δύο δεν πήρε και πολύ καιρό, δηλαδή τι καιρό, μετά τις πρώτες μια-δυο εξόδους μας σαν ζευγάρι κατέληξα ανάσκελα με τα πόδια ανοιχτά.»
    - «Από ενθουσιασμό άλλο τίποτα!»
    - «Ναι, τα είπαμε αυτά!»
    - «Με τούτα και με κείνα είχες δεν είχες με καύλωσες»
    - «Κακούργος μπουμπούνας, τα είπαμε κι αυτά!»
    - «Πάρε με στο στόμα σου» με διέταξε και χαμήλωσα πάλι και τον πήρα στο στόμα μου με ενθουσιασμό που θα έκανε τους τρεις πρώην καμπαλέρος μου να σκάσουν από τη ζήλεια τους.

    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
     
  9. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    Αυτό, θα μπορούσε να είναι ένα ολόκληρο κεφάλαιο από μόνο του.

    Στα αρχικά στάδια, για κάθε Ευδοκία οι εσωτερικές πάλες και αντιστάσεις είναι πολλές. Για χίλιους λόγους.

    Το διακύβευμα είναι μεγάλο και όταν το συνειδητοποιείς στην πλήρη έκταση του, αυστηρά εκ της προσωπικής μου εμπειρίας, το αν κριθείς κατάλληλη ή όχι, είναι ένας μόνο λόγος απ τους χίλιους.
    Και η πάλη..μπορεί να κρατήσει way beyond των δυο εβδομάδων..
     
  10. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    ~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~
    19.1 - The raven paradox
    ~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~
    Ευδοκία

    “Life will only change when you’re committed to your dreams than you are to your comfort zone”

    Ήμουν δική του... με κάθε τρόπο που μπορούσα να ονειρευτώ. Αυτό δεν είχα σκεφτεί μόλις με είχε κάνει δική του για πρώτη φορά;

    Ξέχασες μαθηματικέ τι σημαίνει το «κάθε»;

    Τις τελευταίες εβδομάδες που μπήκε ο Στέφανος στη ζωή μου, νιώθω σα να ζω ένα όνειρο, νιώθω όμως ταυτόχρονα πως το Σύμπαν με ένα δικό του σαδιστικά περιπαιχτικό τρόπο, με εμπαίζει μειδιώντας. Στα μάτια μου, πλέον η γνωστή Τζοκόντα ήταν το πορτρέτο του Σύμπαντος, και αυτό το μειδίαμα θα ορκιζόμουν ότι αντιγράφει τα χείλη του Στέφανου όταν με κοιτάει μερικές φορές.

    Η σχέση μου με την τέχνη ήταν πάντα τόση όση μιας σαύρας με το γαλακτομπούρεκο.

    Θα έκοβα το κεφάλι μου πως κάπου σε αυτή τη διπλή έλικα, υπάρχει και το γονίδιο των μαθηματικών, αλλά ακόμα κι αν δεν υπάρχει, εγώ γεννήθηκα με αυτό. Τα μαθηματικά ήταν η μόνη γλώσσα που καταλάβαινα άνετα ανέκαθεν, σε αντίθεση με τη γλώσσα του σώματος, της μουσικής, των συναισθημάτων και όλων αυτών τελοσπάντων, που ξεχωρίζει τους υπόλοιπους Homo sapiens από τις σαύρες. Και αν και ταγμένη ορθολογίστρια, και ένεκα μιας τετράγωνης μαθηματικής λογικής, που δεν έλεγε να στρογγυλέψει στο ελάχιστο τις γωνιές της, προσπαθούσα ανεπιτυχώς να δώσω λογικές εξηγήσεις σε πρωτόγνωρα συναισθήματα.

    Πήγα στο κρεβάτι μου και άργησα να κοιμηθώ, παρόλη την κούραση. Τον τελευταίο καιρό είχα μια αλλόκοτη αίσθηση ότι ήμουν το μαμούνι, που εκεί που πέταγε ανέμελο, πιάστηκε στον ιστό της αράχνης. Και με την άκρη του ματιού μου, την έβλεπα ήδη να τρίβει τα χέρια της και να ετοιμάζεται να με κατασπαράξει.

    Μια αλλόκοτη αίσθηση μιας προδιαγεγραμμένης μοίρας..

    Ξεκίνησε όταν με είπε Ευδοκία. Όσο και αν επέμεινα στο Εύη, το θέλω μου, του ήταν παγερά αδιάφορο. Είχε αποφασίσει να με λέει Ευδοκία έστω κι αν με ξένιζε, μου φαινόταν απόμακρο, τυπικό… ανοίκειο. Μόνο η ταυτότητα μου τολμούσε να το έχει γραμμένο έτσι, και αυτός για μένα, ήταν ένας αρκετά σοβαρός λόγος που την είχα ξεχασμένη μέσα σε ένα πορτοφόλι, που δεν χρησιμοποιούσα ποτέ.

    Ευδοκία λοιπόν.

    Όριζε ήδη το ποια θα είμαι ενώπιον Του, άσχετα αν εγώ δεν το είχα καταλάβει καν ακόμα. Θα μου έπαιρνε καιρό να καταλάβω πολλά ωστόσο. Και τα περισσότερα από δαύτα είχαν γίνει ερήμην μου.

    “My heart swings back and forth between the need for routine, and the urge to run…”

    Και αυτό ακριβώς έγινε η ζωή μου τον τελευταίο καιρό: Από τη μια η γνώριμη ρουτίνα μου, το ασφαλές περιβάλλον που είχα χτίσει γύρω μου για να έχω αυτήν την ψευδαίσθηση ελέγχου…και από την άλλη ο Στέφανος. Με αυτή την ισοπεδωτική παρουσία Του, την αύρα Του που δεν άφηνε παρερμηνείες, με ωθούσε στο ολικό μου ελάχιστο, ακριβώς όπως προέβλεπε το θεώρημά Του.

    Αν για αυτόν τον λόγο λάτρευα τους αριθμούς και την μαγεία τους, παραδόξως για τον ίδιο λόγο «μισούσα» τον Στέφανο. Δεν άφηνε κανένα περιθώριο παρερμηνείας. Τα πάντα ορίζονταν με αυτή τη μαθηματική ακρίβεια που λάτρευα. Αλλά που αν και μαθηματικός η ίδια, έβρισκα τόσο δύσκολο να αφομοιώσω στα πόδια Του πλέον.

    «Δεν είναι η κρίση που αφαιρείται Ευδοκία. Αυτή πάντα θα την έχεις στο χαριτωμένο κεφαλάκι σου. Η βούληση είναι που θα σου αφαιρεθεί. Αυτήν θα απαγορεύεται να έχεις εφεξής, και αυτό είναι που θα πρέπει να βρεις εσύ, πως θα το κάνεις στην πορεία. Σε συμβουλεύω να ξεκινήσεις αφανίζοντας το θέλω σου, αυτό θα ήταν μια καλή αρχή.»

    Όσο μαγεμένη κι αν ήμουν από τον Στέφανο, όσο συνειδητοποιημένα κι αν ήθελα να Τον υπηρετήσω, δεν είχα ιδέα πόσο δύσκολο θα ήταν όλο αυτό τελικά. Και αυτό το γαμημένο το σύμπαν, μειδίασε για άλλη μια φορά. Σαν πεπειραμένη Τζοκόντα που περιπαίζει αγέρωχη μέσα στο κάδρο της, τους αδαείς της τέχνης..

    Τα συναισθήματα και η διαχείριση τους, ήταν ανέκαθεν κάτι στο οποίο ήμουν τόσο καλή, όσο καλός μπορεί να είναι ένας μάγειρας στην αεροναυπηγική. Ένα τσουνάμι από συναισθήματα βρέθηκε να με κατακλύζει τώρα. Και η οχύρωση μου απέναντι σε τέτοιο τσουνάμι, απείχε μακράν από την οχύρωση των Κάτω Χωρών για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

    Φόβος. Αμφιβολία. Αμφισβήτηση. Ζήλεια. Αμφιταλάντευση. Παράκρουση.

    Η σιγουριά, ο δυναμισμός μου, η αυτοπεποίθηση μου και ότι κραταιά υψωνόταν γύρω μου τόσα χρόνια σαν φράχτης προστασίας, τώρα κατέρρεαν σαν τραπουλόχαρτα. Σαν θλιβερά απομεινάρια μιας άλλης Ευδοκίας, που έπρεπε να αφανιστεί πρώτα, για να μπορέσει να γίνει Φοίνικας στα πόδια Του.

    Από τη δική Του φωτιά. Και μόνο.

    Όσο κι αν είχα «το πράσινο φως» από την Κατερίνα, την στήριξη, τις συμβουλές και την οπτική της…τόσο θέριευε μέσα μου…η ζήλια. Ζούσα ήδη στη σκιά της, στη σκιά ενός ζωντανού, ολοζώντανου φαντάσματος, μιας Μόρας με τη μορφή της Κατερίνας. Ένιωθα να μπαίνω σε μια δυαδικότητα ιερή και αδιάσπαστη, στέρεη τόσο, που σχεδόν με πονούσε. Ήταν μαζί 25 ολόκληρα χρόνια, τα 20 από αυτά παντρεμένοι. Με παιδιά, με βιώματα, με τους δικούς τους κώδικες, με μια πορεία χρόνων που μου φαινόταν σχεδόν ιεροσυλία να διαταράξω. Όσες διαβεβαιώσεις και αν έπαιρνα και από τους δυο ότι ήταν αδύνατο να διαταραχθεί.

    Κι όμως…στα τρίσβαθα της ψυχής μου, το μαύρο της που αντίκρυσα για πρώτη φορά, με πάγωσε…
    Ήθελα τον Στέφανο δικό μου, ήθελα να γίνω εγώ η Κατερίνα Του, ήθελα να ήμουν εγώ η μάνα των παιδιών Του, ήθελα να είμαι εγώ αυτή που παίρνει αγκαλιά το βράδυ στο κρεβάτι για να κοιμηθούν, ήθελα, ήθελα, ήθελα…

    Τρεις σχέσεις είχα κάνει όλες κι όλες πριν γνωρίσω τον Στέφανο, και η ζήλεια δεν μου είχε συστηθεί ποτέ έως τώρα. Όμως τώρα, θα ορκιζόμουν πως άκουγα κάθε μέρα την ψυχή μου να σκίζεται, και ο ήχος αυτός θαρρείς και ερχόταν κατευθείαν από την Κόλαση..

    Κι όσο χανόμουν στην παράνοια της ζήλιας, τόσο ένα άλλο τσουνάμι ερχόταν να με αποτελειώσει: Αυτό της λατρείας για τον Στέφανο.

    «Όταν οι άνθρωποι κάνουν όνειρα οι Θεοί γελούν»

    Το σύμπαν αυτή τη φορά, δεν γελούσε απλά… είχε ξεκαρδιστεί.

    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

    (Το παραπάνω κεφάλαιο είναι της @Mystique και την οποία ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου)
     
  11. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    ~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~
    39.3 - Blue cafe
    ~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~
    Ευδοκία

    Λατρεία.

    Δεν είχα ζηλέψει τους τρεις ανθρώπους που είχα σχέση μέχρι τότε, ακόμα περισσότερο δεν τους είχα λατρέψει. Δεν τους είχα ερωτευθεί καν, εδώ που τα λέμε. Ίσως με τον πρώτο να ξερνούσα λίγες πεταλούδες, ωστόσο με τα χρόνια κατάλαβα πως ένας εφηβικός ενθουσιασμός, σε καμία περίπτωση δεν λέγεται λατρεία. Για την ακρίβεια, θα ήταν το λιγότερο ύβρις μια τέτοια παρομοίωση.

    Με τον Στέφανο όμως…

    Τα λίγα χρόνια που ίσα που με ακουμπούσαν στην εφηβεία μου, είχαν περάσει ανεπιστρεπτί, και τώρα μια δεκαετία και κάτι ακόμα να βαραίνει σαν καλογυαλισμένο παράσημο, τα πράγματα καταγράφονταν εντός μου τελείως διαφορετικά. Δεν ήταν ενθουσιασμός, δεν ήταν πεταλούδες, δεν ήταν ΗΚΓ που χόρευε lambada.

    Ήταν μια βαθιά λατρεία, τόσο αδυσώπητα ισοπεδωτική, που με παρέλυε. Μου τραβούσε τη γη κάτω απ’ τα πόδια και με άφηνε σε ένα κενό, όπου το μοναδικό οξυγόνο ήταν ο ίδιος ο Στέφανος.
    Μέχρι τότε, δεν είχα ερωτευθεί, πολύ περισσότερο δεν είχα αγαπήσει. Και τώρα Τον λάτρευα με κάθε μου κύτταρο. Ήταν η δεύτερη φορά που άκουγα την ψυχή μου να σκίζεται. Απόκοσμος ήχος και οδυνηρός επίσης: αυτός της λατρείας.

    Με τους αριθμούς, τα σύμβολα και τα σχήματα πάντα τα βρίσκαμε μεταξύ μας. Μου μίλαγαν και τους μίλαγα. Με αυτό το συναίσθημα όμως… Με έκανε να νιώθω τρομακτικά ευάλωτη, έρμαιο μιας δίνης που όσο δυνατά και να κολυμπάω ενάντια της, στο τέλος θα με καταπιεί πανηγυρικά και ένδοξα. Σε μια άβυσσο, όπου το μόνο οξυγόνο θα είναι πάλι ο ίδιος ο Στέφανος.

    Κάθε αίσθημα ασφαλείας, κάθε δεδομένο και κάθε τι γνώριμο, έτρεχαν σαν άμμος από τα χέρια μου. Μάταια προσπαθούσα να κρατηθώ σε μια γνώριμη πραγματικότητα, μάταια προσπαθούσα να κρατήσω την παλιά Ευδοκία από το να πέσει στη λήθη οριστικά. Ήθελα να τρέξω όσο πιο μακριά Του γίνεται. Να πάρω πίσω τον παλιό μου εαυτό, να ξαναμπώ στο γνώριμο και οικείο σώμα του..

    Μισό λεπτό! ΠΑΛΙΟ εαυτό;;

    “Running away from everything can also be running toward something…”

    Το συνειδητό μου, έλεγε να φύγω τρέχοντας.

    Λάτρευα έναν άνθρωπο που λάτρευε τον εαυτό του, τα παιδιά του και τη γυναίκα του, με όποια σειρά. Λάτρευα έναν άνθρωπο που δεν μου υποσχέθηκε ποτέ πως θα με λατρέψει ο ίδιος, πως θα με αγαπήσει έστω, πως θα με ερωτευθεί καν. Λάτρευα μέχρι τα μύχια της ψυχής μου κάποιον, που δεν ήταν και ούτε θα γινόταν ποτέ δικός μου. Τον λάτρευα με όλο μου το είναι και το μόνο που ήθελα.. ήταν να τρέξω όσο πιο μακριά Του γίνεται. Να γλιτώσω από την ταπείνωση της μη ανταπόδοσης. Να μη ζήσω το βλέμμα της απλής ικανοποίησης, αλλά όχι της λατρείας. Να μην νιώσω τον μηδενισμό μου μπροστά Του. Να μην ζω σαν τρίτη ανάμεσα στους δυο. Να μην κοιμάμαι χωρίς την αγκαλιά Του τα βράδια. Να μην αισθάνομαι την δίνη σαν μέγγενη.

    Να να να…

    Ήθελα να φύγω τρέχοντας. Να παγώσω μέσα μου τον χρόνο και το τι νιώθω, και να ξαναμπώ στο σώμα της παλιάς Ευδοκίας, που ζει με τα μαθηματικά της και τον κόσμο όπως τον ξέρει. Τον ήξερε.

    Γαμώ το!!! Τι διάολο;;;

    Μισό λεπτό… της ΠΑΛΙΑΣ Ευδοκίας;

    Δίνη, κενό, έχω ανάγκη από αέρα, έχω μια γαμημένη ανάγκη από οξυγόνο διάολε!

    Στέφανος…τρέξε μακριά!

    Όσο πιο μακριά μπορείς!

    Στέφανος…το μόνο σου οξυγόνο πλέον…

    Πέρασαν μήνες, από την πρώτη μας συνομιλία στο φόρουμ. Πέρασα πολλά στα πόδια Του όλο αυτόν τον καιρό. Πάλεψα, αντιστάθηκα, θύμωσα, αμφισβήτησα, έκλαψα, έπεσα, ξανά σηκώθηκα.

    Διαλέγαμε ρούχα με την Φανούλα για την έξοδο της με το αμόρε της, και είχε βάλει μουσική να παίζει χαμηλά στο δωμάτιο της. Με χτύπησε σαν κεραυνός το κομμάτι:

    The cost is great,
    the price is high,
    Take all you know
    And say goodbye.
    Your innocence, experience
    Mean nothing now.
    Cause this is where
    the ONE WHO KNOWS
    meets the one who doesn’t care.
    The cards of fate
    The older shows
    To the younger one
    Who dares to take,
    the chance of no return…


    Το κομμάτι αυτό του Chris Rea που σιγοτραγουδούσε η Φανούλα μου, την ώρα που πετούσε τη μια μπλούζα μετά την άλλη αναποφάσιστη….μου το είχε βάλει ο μπαμπάς της στις πρώτες μας συνομιλίες στο φόρουμ. Την κοιτούσα προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυα μου, καμαρώνοντας την, αναπολώντας την πορεία μου μέχρι εδώ.

    Δεν της είπα πως ο μπαμπάς της είναι Αυτός: THE ONE WHO KNOWS. Μου έφτανε που το ήξερα εγώ πλέον….

    Ο Στέφανος ήταν πάντα το οξυγόνο μου.

    Where have you been?
    I hear you say
    I’ll meet you at the Blue cafe...


    Χάιδεψα το λουκετάκι.

    Γαλήνη.

    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

    (Το παραπάνω κεφάλαιο είναι της @Mystique και την οποία ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου)
     
  12. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    ~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~
    38.1 - Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία
    ~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~
    Στέφανος

    Πήγαμε την Ευδοκία και στο γυναικολόγο της Κατερίνας και της Φανής. Η απάντηση ήταν η ίδια, υστερεκτομή. Οι όποιες ελάχιστες ελπίδες είχε από μια δεύτερη γνώμη εξανεμίστηκαν. Η Φανή έκλαιγε στην αγκαλιά της Ευδοκίας, η κρίση πανικού της είχε γίνει πόνος και είχε μετουσιωθεί σε κλάμα. Χάιδευε την Φανή και της μιλούσε τρυφερά ενώ ήταν η ίδια που δε θα μπορούσε να φέρει ποτέ στον κόσμο μια δική της Φανή.

    Τι δύναμη είχε αυτή η γυναίκα; Είχε ακούσει την καταδίκη της χωρίς να βγάλε μιλιά, χωρίς να ρίξει ούτε ένα δάκρυ. Η Κατερίνα μου έσφιξε το χέρι.

    - «Πώς είσαι;» με ρώτησε.
    - «Λάθος άτομο ρωτάς» της είπα με ξαφνική οργή.
    - «Όχι Στέφανε, ρωτάω το σωστό άτομο και το ξέρεις. Πώς είσαι;»
    - «Χρειάζεται… χρειάζεται να πάω μια βόλτα στο βουνό…»
    - «Να πας.»
    - «Δεν μπορώ να την αφήσω μόνη της, όχι τώρα!»
    - «Δεν είναι μόνη της Στέφανε. Αυτή τη στιγμή η Φανή είναι το καταλληλότερο άτομο στον κόσμο να είναι με την Εύη. Πιο πολύ ακόμα και από εσένα τον ίδιο. Πήγαινε.»
    - «Δε μπορώ να φύγω Κατερίνα, όχι τώρα.»
    - «Πόσες φορές στη ζωή μου έχω επιμείνει για κάτι που διαφωνείς;»
    - «Δύο.»
    - «Πόσες φορές είχα δίκιο;»
    - «Και τις δύο» ομολόγησα.
    - «Είσαι άνθρωπος όχι Θεός. Πήγαινε. Ξέρω ότι θα γυρίσεις αυτός που χρειάζεται να είσαι. Ξέρω ότι μέσα σου ότι δε θέλεις να φύγεις χωρίς να της πεις κάτι αλλά δε χρειάζεται. Πραγματικά δε χρειάζεται.»

    Αναστέναξα. Κοίταξα ξανά την Ευδοκία, καθισμένη στον καναπέ με την Φανή να έχει χωθεί στην αγκαλιά της και να τη σφίγγει και εκείνη να τη χαϊδεύει καθησυχαστικά μιλώντας της τρυφερά.

    «Όχι» της είπα. «Όχι.»

    Με κοίταξε στα μάτια. Η Κατερίνα πάντα με διάβαζε.

    - «Έχεις δίκιο» μου είπε. «Έχεις δίκιο. Θα πάω να πάρω τη Φανή.»
    - «Όχι» της είπα. «Θα το κάνω εγώ.»

    Πήγα στο καναπέ, σε σημείο που μπορούσε να με δει η Φανή όπως ήταν χωμένη στην αγκαλιά της Ευδοκίας.

    - «Φανούλα μου, πρέπει να πάω την Ευδοκία σπίτι της.»
    - «Να πάω κι εγώ μαζί της.»
    - «Έχω μια ιδέα. Τι θα λέγατε και οι δύο αντί να κάνετε αύριο το μάθημά σας εδώ, να σε πάω την Παρασκευή στην Ευδοκία να κάνετε εκεί το μάθημά σας και μετά girls night.»
    - «Εύη, θέλεις;» τη ρώτησε η Φανή.
    - «Και το ρωτάς, ψυχή μου;» της είπε. «Φυσικά και θέλω. Κατερίνα, θέλεις να έρθεις κι εσύ;»
    - «Δεν μπορώ Εύη μου, θα είμαι Θεσσαλονίκη. Αυτή τη φορά φοβάμαι ότι θα παραδόσεις μόνη σου τη Φανή στο Josh το Σάββατο.»
    - «Εγώ λέω να την κρατήσω!» είπε η Ευδοκία
    - «Αμέ!» είπε η Φανή.
    - «Βρε μαϊμού! Τον φουκαρά τον Josh δεν τον σκέφτεσαι!» της είπε η Ευδοκία βρίσκοντας το γέλιο της.
    - «Oops!» είπε η Φανή και βάλαμε όλοι τα γέλια. Όπως και να έχει άφησε την Ευδοκία να σηκωθεί.

    Κοίταξα την Κατερίνα. Δεν χρειάστηκε να της πω κάτι. Μου ένευσε.

    Μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Η Ευδοκία είχε πάρει πάλι ουδέτερο ύφος. Ήταν τόσο έντονη η συναισθηματική φόρτιση που την είχε παγώσει.

    - «Ευδοκία, θα πρέπει να μιλήσεις με τους γονείς σου.»
    - «Το ξέρω» μου απάντησε άχρωμα.

    Δεν επέμεινα, δεν ήταν ούτε η ώρα ούτε το μέρος. Φτάσαμε στο Χαλάνδρι. Μπροστά από το σπίτι της δεν είχε θέση για παρκάρισμα οπότε συνέχισα να ψάχνω.

    - «Το περάσαμε το σπίτι!»
    - «Το ξέρω.»
    - «Πού πάμε;»
    - «Να βρω να παρκάρω.»
    - «Θα… θα μείνεις μαζί μου;»
    - «Ναι.»

    Δεν απάντησε κάτι άλλο. Έκανα δυο κύκλους και τελικά βρήκα θέση και μάλιστα όχι μακριά. Κατεβήκαμε και πήγαμε σπίτι της.

    - «Πήγαινε να αλλάξεις» της είπα.
    - «Εσύ;»
    - «Θα σε περιμένω.»

    Κάθισα στο σαλόνι και άναψα το air condition. Είχε μπει Ιούνης και η μέρα ήταν ζεστή. Η Ευδοκία γύρισε φορώντας ένα απλό άσπρο φανελάκι και το εσώρουχό της. Γονάτισε μπροστά μου και μου αγκάλιασε τα πόδια.

    - «Πώς είσαι κοριτσάκι μου;» τη ρώτησα γλυκά.
    - «Πόσο μ’ αρέσει που με λες κοριτσάκι σου» μου είπε χαμογελώντας.

    Δεν είχε απαντήσει αλλά εκείνη τη στιγμή δεν επέμεινα. Ήξερα τι χρειάζεται.

    - «Στέφανε;»
    - «Πες μου.»
    - «Μπορώ να στρίψω ένα τσιγάρο;»
    - «Ναι, και σε παρακαλώ στρίψε ένα και για μένα.»

    Σηκώθηκε και πήγε στην τσάντα μου. Την άνοιξε και πήρε την καπνοσακούλα και τον αναπτήρα. Γύρισε, έφερε το πουφ κοντά, κάθισε και έστριψε δύο τσιγάρα.

    - «Αν θες δε χρειάζεται να βγούμε έξω, μπορούμε να τα καπνίσουμε κι εδώ.»
    - «Όχι» της είπα. «Πήγαινε φόρα κάτι από κάτω και πάμε έξω να καπνίσουμε.»
    - «Πάω» μου είπε και πήγε μέσα.
    - «Ευδοκία, τι θες να σου παραγγείλω;»

    Δεν απάντησε, πετάχτηκε από το δωμάτιό της προσπαθώντας να βάλει ένα σορτσάκι. Γκρεμοτσακίστηκε κάνοντάς με να πεταχτώ σαν ελατήριο.

    - «Συγνώμη, κάτι είπες, δεν σε άκουσα» μου είπε όντας ακόμα κάτω.
    - «Ευδοκία; Χτύπησες;»
    - «Όχι όχι…» είπε και κάθισε στα γόνατα. «Τι με ρώτησες;»
    - «Πόσες φορές σου έχω πει να προσέχεις και να μην γίνεσαι βιαστική;»
    - «Συγνώμη Στέφανε.»
    - «Σου έχω πει ότι δε θέλω να ζητάς συγνώμες.»
    - «Δεν έχω δικαιολογία» μου απάντησε χαμηλώνοντας τα μάτια.
    - «30» της είπα.

    Δεν απάντησε, κατέβασε παντελόνι και εσώρουχο και κάθισε στην πολυθρόνα.

    Έβγαλα τη ζώνη από το παντελόνι μου. Έριξα την πρώτη και τη δεύτερη και την τρίτη. Η Ευδοκία εκτός από το μέτρημα δεν έβγαλε άχνα. Τέταρτη, πέμπτη, έκτη, έβδομη. Δυνατές. Όγδοη, ένατη, δέκατη. Πιο δυνατές.

    Η ζωή συνεχίζεται Ευδοκία. Όταν πέφτουμε ξανασηκωνόμαστε. Δεν μπορώ να διανοηθώ καν πώς μπορεί να νιώσει μια γυναίκα όταν το σύμπαν της αφαιρεί βίαια την ελπίδα να γίνει μητέρα. Είναι διαφορετικό να επιλέξεις να μην κάνεις παιδί και διαφορετικό να σου στερηθεί αυτή η δυνατότητα. Τα λόγια είναι φτώχια, πρέπει να το καταλάβει η ίδια. Η ζωή συνεχίζεται, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.

    «30» μου είπε όταν έπεσε και η τελευταία. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα και γονάτισε μπροστά μου. Μου φίλησε το χέρι και με κοίταξε στα μάτια.

    - «Με συγχωρείς, Στέφανε.»
    - «Ντύσου, πάμε έξω να κάνουμε το τσιγάρο μας.»
    - «Δε… δε μου είπες όμως τι με ρώτησες;»
    - «Τι θες να σου παραγγείλω;»
    - «Έχω πάρει γαρίδες» μου είπε. «Σε παρακαλώ άσε με να σου μαγειρέψω.»
    - «Εντάξει» της είπα. «Πάμε να κάνουμε το τσιγάρο μας και μαγειρεύεις αργότερα.»

    Βγήκαμε έξω στην καλοκαιρινή ζέστη. Ήταν απομεσήμερο και η γειτονιά της ήσυχη. Δεν κυκλοφορούσε κόσμος. Μου άναψε το τσιγάρο και άναψε και το δικό της. Τράβηξε μια δυο βαθιές ρουφηξιές.

    - «Πώς είσαι κοριτσάκι μου;»
    - «Δεν ξέρω. Ειλικρινά… δεν ξέρω. Δεν είχα ποτέ μου σκεφτεί ότι θα κάνω παιδί. Μέχρι…»
    - «Μέχρι;»
    - «Πάλευα να σβήσω τα θέλω μου. Τη ζήλεια μου. Ένιωθα κάλπικη με την αλυσίδα περασμένη στο λαιμό μου. Πόσο δίκιο είχες για τον ενθουσιασμό. Είδα βαθιά μέσα μου… και τρόμαξα Στέφανε, τρόμαξα πραγματικά. Ήθελα… ήθελα να γίνω… μια νέα Κατερίνα. Νύχτες αξημέρωτες μακριά σου. Ένιωθα τρίτη, παρείσακτη. Ήθελα εσένα, ήθελα τα παιδιά σου. Ήθελα μια δική μου Φανή.»
    - «Και;»
    - «Ήθελα πάνω απ’ όλα εσένα να γίνω δική σου, στα πόδια σου, να με ορίσεις τώρα και για πάντα. Να εξαφανίσω τα θέλω μου. Το παράδοξο του Στέφανου. Αν εξαφανίσω όλα τα θέλω μου τότε θα εξαφανίσω και το θέλω να σε υπηρετήσω.»
    - «Και ποια είναι η λύση στο παράδοξο του Στέφανου;»
    - «Δεν υπάρχει θέλω. Υπάρχει δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Μια ζωή μαθαίνουμε δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δε θέλω και να εκεί… μπροστά στα πόδια σου, γονατιστή, παραδομένη… έπρεπε να ανατρέψω όσα είχα μάθει από παιδί, να γκρεμίσω όλα όσα είχα χτίσει, να γίνω πλαστελίνη στα χέρια σου. Γιατί… γιατί δεν μπορώ αλλιώς. Η ερώτηση δεν είναι αν ήθελα να κάνω παιδί αλλά αν ήθελες εσύ να γίνεις πατέρας του παιδιού μου.»
    - «Θέλω.» της είπα.
    - «Μα πλέον δεν μπορώ» μου είπε σπάζοντας. «Δε μπορώ… δε μπορώ…»
    - «Πάμε μέσα» της είπα.

    Με ακολούθησε σα ρομπότ. Πήγαμε στο δωμάτιό της.

    - «Έλα σε μένα» της είπα όταν κάθισα στο κρεβάτι ανοίγοντας την αγκαλιά μου. Ξάπλωσε μέσα της.
    - «Δεν μπορώ… δεν μπορώ…» είπε πάλι κι έσπασε αρχίζοντας να κλαίει με λυγμούς. «Δε μπορώ, δε μπορώ…» ήταν τα μόνα λόγια που επαναλάμβανε. Δεν της μιλούσα, απλά την έσφιγγα πάνω μου και τη χάιδευα. Τίποτα περισσότερο. Σιγά-σιγά το κλάμα της καταλάγιασε. Συνέχισε να τη χαϊδεύω.

    Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
    Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
    Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
    που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;


    - «Πονάω, Στέφανε, πονάω.»
    - «Το ξέρω κοριτσάκι μου. Το ξέρω. Μαζί θα το περάσουμε κι αυτό.»
    - «Δεν ξέρω τι θα έκανα αν δεν υπήρχες στη ζωή μου...»
    - «Δεν έχει σημασία. Είμαι εδώ. Θα σφίξουμε τα δόντια και θα προχωρήσουμε.»
    - «Με πονάει, με τσακίζει που δεν μπορέσω να γίνω μητέρα του παιδιού σου.»
    - «Η αγάπη της μεγάλης αδερφής έχει κάτι από την αγάπη της μητέρας. Μπορεί να μην είναι το ίδιο, αλλά η αγάπη Ευδοκία δεν είναι φτηνή. Δεν είναι λιγότερο αγάπη επειδή ο τρόπος είναι διαφορετικός. Είσαι η μεγάλη αδερφή της Φανούλας και κάτι παραπάνω. Δεν είναι παιδί σου, το ξέρω, αλλά την αγαπάς λιγότερο απ’ όσο θα αγαπούσες το παιδί σου; Η ένταση είναι αυτό που μετράει, Ευδοκία μου, όχι ο τρόπος.»
    - «Πριν νόμιζα ότι μου έριξες τις 30 για να νιώσω σωματικό πόνο. Είμαι μπουμπούνας, μου αξίζουν τόσες κι άλλες τόσες κι άλλες τόσες.»
    - «Μου αρκεί που το κατάλαβες.»

    Ρούφηξε τη μύτη της και έβαλε τα γέλια… όχι ακριβώς γέλιο αλλά δεδομένων των περιστάσεων δεν είχα περισσότερες απαιτήσεις.

    - «Ο ερωτισμός θα με φάει» είπε μέσα σε κλαυσίγελο.
    - «Ο ερωτισμός είναι κάτι από το οποίο ξεχειλίζεις, χαζούλα. Είτε στις πιτζάμες σου, είτε στο μωβ φόρεμά σου, είτε γυμνή, είτε ντυμένη, είτε ρουφάς τη μύτη σου είτε ρουφάς κάτι άλλο, δεν σταματάς ούτε στιγμή να είσαι ερωτική για μένα.»

    Δεν είπε τίποτα, απλά σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε χαμογελώντας, χαμογελώντας πραγματικά. Δεν είπαμε κάτι άλλο, συνέχισα να τη χαϊδεύω απαλά.

    - «Στέφανε, μου επιτρέπεις να πάω να φτιάξω τη μακαρονάδα;»
    - «Ναι, θα έρθω να σου κάνω κι εγώ παρέα.»

    Σηκωθήκαμε και όπως πέρασε από μπροστά μου της έχωσα μια σφαλιάρα στο υπέροχο κωλαράκι της κάνοντάς την να χοροπηδήσει χαχανίζοντας.

    Επτά φορές να πέσεις, οκτώ φορές να σηκωθείς.

    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)