Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ἐν ἀνθρώποις Εὐδοκία

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 29 Ιουνίου 2021.

  1. kinvara

    kinvara Δική Του

    Δεν μπορώ. Μ' έχει δεμένη, φιμωμένη, μαστιγωμένη και με πεταλούδες στο στομάχι. Με βασανίζει...       
     
  2. D Q Juls

    D Q Juls Αρχή...Διαδρομή...Ηδονή...

    Υπέροχο έργο!
    Το μπράβο είναι λίγο.
    @Mystique και @sapfw συγχαρητήρια.  

    Όσο για τον @Arioch και το ταλέντο του στο γράψιμο ότι και να πω λίγο θα είναι.  
     
  3. D Q Juls

    D Q Juls Αρχή...Διαδρομή...Ηδονή...

    Όταν σου τα λέμε εμείς όμως...την πάπια!
     
  4. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    ~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~
    38.6 - Venceremos
    ~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~
    Στέφανος

    Δύο μέρες πριν

    Δεν το είχα κάνει ποτέ στη ζωή μου αυτό. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος και δε δίστασα ούτε στιγμή. Κάλεσα στο τηλέφωνο.

    - «Στέφανε, καλησπέρα.»
    - «Καλησπέρα.»
    - «Τι κάνεις;»
    - «Δεν έχω ώρα γι’ αυτά. Ήρθε η ώρα να εισπράξω.»
    - «Στέφανε… θα στα δώσω τα λεφτά που μου δάνεισες, σε παρακαλώ δώσε μου λίγο περισσότερο χρόνο.»
    - «Δε με ενδιαφέρουν τα χρήματα. Κράτα τα και μην τα επιστρέψεις ποτέ. Το ίδιο μου κάνει. Αύριο μπαίνει στο νοσοκομείο σου μια γνωστή μου για υστερεκτομή. Επέτρεψαν μόνο στη μητέρα της να είναι εκεί, ούτε καν στον ίδιο της τον πατέρα.»
    - «Ε τα ξέρεις, covid…»
    - «Μου είναι αδιάφορο. Θα βγάλεις 5 ακόμα καρτέλες επισκεπτών. Μία για τον πατέρα της και τέσσερεις για εμένα, την Κατερίνα, τον Τόμας και τη Φανή.»
    - «Στέφανε αυτό δε γί…»
    - «Θα το κάνεις και δε θα ακούσω κουβέντα. Έγινα αντιληπτός; Θα έχουμε όλοι rapid, μοριακό και ό,τι άλλο σκατά χρειαστεί. Εγώ θα φροντίσω αυτά που με αφορούν και εσύ θα φροντίσεις αυτά που σε αφορούν.»
    - «Στέφανε…»
    - «Η απάντησή σου θα είναι “ό,τι πεις Στέφανε” ή “ό,τι πεις Στέφανε”.»
    - «Τα χρήματα που σου χρωστάω…»
    - «Τα χρήματα μου είναι αδιάφορα. Θεώρησε ότι με πέντε πάσα ξεπλήρωσες το χρέος σου.»
    - «Θα κάνω ό,τι μπορώ.»
    - «Δεν με κατάλαβες οπότε θα στο επαναλάβω. Αύριο το πρωί θα έχω στα χέρια μου τα πέντε πάσα.»
    - «Θα τα έχεις» είπε αναστενάζοντας.

    Επόμενο τηλέφωνο

    - «Καλησπέρα κοριτσάκι μου.»
    - «Καλησπέρα Στέφανε.»
    - «Πώς είσαι;»
    - «Όσο καλά γίνεται υπό αυτές τις συνθήκες.»
    - «Το βράδυ θα έρθω σπίτι σου»
    - «Πολύ χαίρομαι. Τι θες να σου μαγειρέψω;»
    - «Σουτζουκάκια. Προλαβαίνεις;»
    - «Προλαβαίνω Αφέντη μου.»
    - «Ωραία, θα τα πούμε κατά τις 19:00. Α, μην το ξεχάσω, εξασφάλισα πάσο για τον πατέρα σου.»
    - «Σε ευχαριστώ… σε ευχαριστώ πολύ. Ε…εσείς;»
    - «Υπήρχε ποτέ περίπτωση να μην εξασφαλίσω και για εμάς; Ακόμα και αν δεν ήμουν εγώ θα με σούβλιζε ζωντανό η Φανούλα.»
    - «Πώς είναι;»
    - «Έχει κλειστεί πάλι. Όσο πλησιάζουν οι μέρες…»
    - «Ψυχή μου» μου είπε με σπασμένη φωνή.
    - «Μαζί θα το περάσουμε κοριτσάκι μου.»
    - «Σ’ αγαπάω.»
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω κοριτσάκι μου. Θα σηκωθείς και θα γίνεις γερή και σε 15-20 μέρες έχουμε να σε βραβεύσουμε κιόλας.»
    - «Θα το αντάλλαζα…»
    - «Το ξέρω, κοριτσάκι μου.»

    Σήμερα

    Είμαστε κλεισμένοι σε ένα γραφείο, με πάσα ή χωρίς πρέπει κάπως να κρατηθούν τα προσχήματα. Η Φανή είναι σα θηρίο στο κλουβί, απείλησε Θεούς και δαίμονες για το τι θα γίνει αν δεν την αφήσουν να δει την Εύη της. Ο πατέρας της κοιτάζει στο παράθυρο, χαμένος στις σκέψεις του. Η Κατερίνα και ο Τόμας προσπαθούν να ηρεμίσουν τη Φανή.

    Χτυπάει η πόρτα. Πεταγόμαστε όλοι σαν ελατήρια. Οι σφυγμοί μου έχουν πάει γύρω στους 300.

    - «Όλα πήγαν καλά, την έχουμε πάει ήδη στο δωμάτιό της και εκεί είναι ήδη και η μητέρα της. Θα χρειαστεί δυο-τρεις ώρες να ξυπνήσει τελείως. Όπως καταλαβαίνετε δεν μπορείτε να τη δείτε τώρα και θα πρέπει να την επισκεφτείτε ένας-ένας.»

    Η Φανή βάζει τα κλάματα, έχει πέσει στην αγκαλιά της μάνας της και κλαίνε ντουέτο. Ο Τόμας διατηρεί την ψυχραιμία του. Ο πατέρας της είναι δακρυσμένος αλλά εμφανώς ανακουφισμένος. Μας γνωρίζει, δε γινόταν αλλιώς μετά τη δημοσιότητα που είχε λάβει το SPH και το μιντιακό τσίρκο που ακολούθησε.

    - «Κύριε Πέτρου» λέει σε μια στιγμή η Φανή. «Μπορείτε να με αφήσετε να πάω να δω την Εύη πρώτη;»
    - «Φανή!» της λέει η Κατερίνα σκανδαλισμένη. «Ο κύριος Πέτρου είναι ο μπαμπάς της.»
    - «Να πας κοριτσάκι μου» της είπε ο πατέρας της δακρυσμένος. «Δεν έχω λόγια να σε ευχαριστήσω Στέφανε για όσα έκανες και η Εύη όλο για τη Φανή μας μιλάει, την αγαπάει σαν αδερφή.»
    - «Σας ευχαριστώ πολύ κύριε Πέτρου» λέει η Φανή.

    Οι επόμενες τρεις ώρες κυλούν βασανιστικά αργά. Χτυπάει ξανά η πόρτα μας.

    - «Μπορεί να περάσει ο πρώτος.»

    Η Φανή φεύγει σα σίφωνας, σχεδόν πέρασε από πάνω του.

    Γύρισε πίσω κλαμένη αλλά ήρεμη. Ο πατέρας της Ευδοκίας μπήκε με τη σειρά του.

    Εγώ περίμενα υπομονετικά, και μπήκα τελευταίος.

    Ήταν ξαπλωμένη στο κρεββάτι και μιλούσε με τη μητέρα της που ήταν η μόνη η οποία μπορούσε να είναι μαζί της όλη την ώρα. Όταν με είδε το πρόσωπό της φωτίστηκε και αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τη μάνα της.

    - «Ήρθες!» μου είπε.
    - «Φυσικά και ήρθα» της είπα γελαστός. «Τι κάνεις Μαρία;» ρώτησα τη μητέρα της.
    - «Στέφανε, σε ευχαριστώ» μου είπε. «Σε ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου.»
    - «Δεν υπάρχει τίποτα να με ευχαριστείς. Αυτό θα έλειπε να μη φροντίσω ένα δικό μου άνθρωπο» της είπα κυριολεκτώντας και εφαρμόζοντας στην πράξη το «τα έλεγα της πεθεράς για να τα ακούσει η νύφη», νύφη η οποία χαμογέλασε ακόμα περισσότερο.
    - «Πώς κατάφερες και έβγαλες πάσο για τον Δημοσθένη και για εσάς;»
    - «Αν σου πω θα πρέπει να σε σκοτώσω» της είπα σε εύθυμο τόνο.
    - «Να σου πω, κάτω τα χέρια από τη μαμά μου γιατί θα σου κάνω κουνγκ-φου… ωχ και δεν μπορώ να γελάσω» είπε η Ευδοκία.
    - «Αφού επιβίωσες τον ξανθόασπρο σίφωνα, δε σε φοβάμαι!»
    - «Η ψυχούλα μου» μου είπε και βούρκωσε. «Δε φαντάζεσαι τι μου είπε πριν, το σκέφτομαι και με παίρνουν τα ζουμιά!»
    - «Οπότε να μη σου πω τι έκανε στο φουκαρά τον Τζος!»
    - «Τι του έκανε;»
    - «Του ξέκοψε μέχρι να γίνει καλά το Ευουλίνι της να την ξεχάσει.» κάνοντας την Ευδοκία να ξεσπάσει σε κλαυσίγελο.
    - «Καλά το λένε, ουδέν κακό αμιγές καλού».
    - «30» της είπα.
    - «Τι 30;» ρώτησε η μητέρα της.
    - «Τίποτα μαμά, είναι ένα εσωτερικό μας αστείο.»
    - «Δε μου το λέτε κι εμένα;» ρώτησε κοιτάζοντάς μας περίεργα.
    - «Δεν είναι κρατικό μυστικό» της είπα ατάραχος σαν να μην τρέχει τίποτα. «Αν κάποιος από τους δυο μας πει μια χαζομάρα η τιμωρία είναι ο αριθμός των προς βαθμολόγηση γραπτών που θα πρέπει να φορτωθεί για εξιλεωθεί.»
    - «100 τότε! Τι 30;»
    - «Ό,τι είπε η μητέρα σου.»
    - «Μαμά, δεν πας σε παρακαλώ να δεις το μπαμπά γιατί άντε!» είπε μπαίνοντας στο πετσί του ρόλου της. «50 φοιτητές έχει στο μάθημά του, δε θα διορθώνω εγώ για 10 χρόνια!»
    - «Να μάθεις να μη λες χαζομάρες. Πάω στον πατέρα σου. Στέφανε, άλλες 30 από εμένα.»
    - «Μαμάαααα» φώναξε η Ευδοκία και η μητέρα της βγήκε από το δωμάτιο.
    - «I’m really starting liking her» της είπα.
    - «Δε θα τις φάει αυτή! Ουφ!»
    - «Πώς είσαι κοριτσάκι μου;» τη ρώτησα τρυφερά πιάνοντάς της το χέρι.
    - «Θα πονάω για μερικές μέρες αλλά αναμενόμενο είναι αυτό. Από αύριο θα μπορώ να σηκωθώ και σε 4-5 μέρες θα μου βγάλουν και τα ράμματα. Σε δυο μέρες θα γυρίσω και στο σπίτι αλλά για καμιά εβδομάδα ακόμα δε θα είμαι για πολλά-πολλά. Η μάνα μου έχει και το ισχίο της οπότε καταλαβαίνεις. Η μάνα μου ήθελε να πάω πάνω γι’ αυτό το χρονικό διάστημα αλλά χρειάζομαι χρόνο μόνη μου και της το ξέκοψα.»
    - «Δεν υπάρχει περίπτωση» της είπα.
    - «Όχι από εσένα Αφέντη μου.
    - «Ούτε από εμένα ούτε από τη μητέρα σου. Θα πας πάνω μαζί τους μέχρι να σου βγάλουν τα ράμματα»
    - «Μάλιστα»

    Εκείνη τη στιγμή γύρισε και η Μαρία.

    - «Ο πατέρας σου πάει σπίτι αλλά θα έρθει αύριο το απόγευμα για να σε πάρουμε» είπε στην Ευδοκία. «Εύη μου…» ξεκίνησε να λέει αλλά η Ευδοκία την έκοψε.
    - «Μαμά, άλλαξα γνώμη. Θα έρθω να μείνω πάνω αυτή την εβδομάδα.»
    - «Επιτέλους!» της είπε γεμάτη ανακούφιση και γύρισε και με κοίταξε πάλι εξεταστικά και έκανα ότι δεν το κατάλαβα.
    - «Λοιπόν, μικρή σε αφήνω τώρα στη μητέρα σου. Θα τα πούμε αν όλα πάνε καλά σε δέκα μέρες στο γραφείο. Καλή ανάρρωση, Ευουλίνι της» της είπα κάνοντάς την να χαμογελάσει.
    - «Σας ευχαριστώ που ήρθατε να με δείτε» είπε η Ευδοκία.
    - «Μαρία μου, καλή συνέχεια.»
    - «Στέφανε;»
    - «Ναι, πες μου»
    - «Την Παρασκευή το girls night ισχύει, να πεις στη Φανούλα. Φαντάζομαι ότι μιας και θα έχουν περάσει 5 μέρες θα μου δώσει άδεια ο λοχαγός» είπε κοιτώντας τη μητέρα της.
    - «Θα δούμε» απάντησε εκείνη.
    - «Μαμά, εδώ η Φανή κόντεψε να τινάξει το νοσοκομείο στον αέρα. Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα λυπηθεί την πολυκατοικία;» κάνοντας τη μάνα της να γελάσει με τη σειρά της.
    - «Περαστικά σου Ευδοκία.» της είπα και ένευσα και προς τη μητέρα της και κίνησα για το γραφείο με τους υπόλοιπους εσώκλειστους.

    Ευδοκία

    Το δωμάτιό μου ήταν το ίδιο, σα να μην είχε αλλάξει από τότε που έφυγα για Αμερική πριν πέντε-πεντέμισι χρόνια.

    Ξάπλωσα στο κρεββάτι.

    - «Εύη, ο γιατρός είπε να σηκώνεσαι και να περπατάς, θα σου κάνει καλό.»
    - «Το ξέρω μαμά αλλά τώρα αισθάνομαι κουρασμένη. Θα ξαπλώσω λίγο και θα έρθω αργότερα να σας βρω μέσα.»
    - «Πώς είσαι μάτια μου;»
    - «Πώς να είμαι… στέρφα είμαι. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ να κάνω δικό μου παιδί μέχρι που μου αφαιρέθηκε η ελπίδα κάποτε να μπορέσω.»
    - «Το ξέρω αγάπη μου. Το περίεργο θα ήταν να μη σε πονέσει αλλά θα περάσει κι αυτό, όλα περνάνε.»
    - «Δε θα μπορέσω να σας δώσω εγγονάκι» είπα βάζοντας τα κλάματα. Η μητέρα μου ήρθε και με πήρε τρυφερά στην αγκαλιά της.
    - «Σημασία έχει εσύ να είσαι καλά, μωρό μου. Δεν πειράζει που δε θα μας δώσεις εγγονάκι, μας έδωσες για τρεις ζωές και άλλες τόσες. Είμαι τόσο περήφανη για σένα. Που να φανταστώ εκείνη τη στιγμή που το τετράχρονο σκατό με διόρθωσε στην αριθμητική ότι θα ερχόταν μια μέρα που θα γινόταν μια από τις κορυφαίες μαθηματικούς του κόσμου.»
    - «Αν νομίζεις ότι η κόρη σου είναι μία από τις κορυφαίες μαθηματικούς του κόσμου, έλα να δεις τον δεκαπεντάχρονο ξανθό σίφωνα την Παρασκευή που θα έχουμε girls night. Ώρες-ώρες δεν μπορούμε να την ακολουθήσουμε ούτε εγώ ούτε ο Στέφανος. Είναι θαύμα της φύσης, μαμά, θαύμα της φύσης. Μπορεί ο Θεός να μου στέρησε τη δυνατότητα να κάνω παιδί αλλά μου έδωσε μια αδερφούλα σαν τη Φανή. Και ας μην είναι αίμα μου.»
    - «Με συγκίνησε η άτιμη προχθές στο νοσοκομείο.» είπε η μάνα μου.
    - «Γι’ αυτό βγήκες έξω;» τη ρώτησα.
    - «Ναι, δεν ήθελα… δεν ήθελα να με δεις να κλαίω»

    Μέχρι που γνώρισα τον Αφέντη μου δεν ήμουν ιδιαίτερα συναισθηματική. Στα πόδια Του το σύμπαν μου άλλαξε. Μια αλυσίδα που μου χάρισε την ελευθερία μου.

    Όχι! Όχι!.

    Δε μου τη χάρισε. Μου έδειξε το δρόμο. Μου τον άνοιξε και μου άνοιξε τα μάτια με τρόπο που δεν μπορούσα καν να φανταστώ. Η ελευθερία δεν χαρίζεται, κερδίζεται. Με αίμα και δάκρυα. Δεν είναι για τους λιπόψυχους. Την Ιθάκη την ήξερα, το ταξίδι ήταν αυτό που φοβόμουν.

    Γονάτισα μπροστά του και ήταν ένα μικρό-μικρό βήμα. Πάλεψα, έκλαψα, μάτωσα, έπεσα, σηκώθηκα, έπεσα πάλι, μάτωσα πάλι, έκλαψα πάλι και σηκώθηκα ξανά.

    Είχα ακόμα δρόμο μπροστά μου. Πόσο υπέροχα ειρωνικό ήταν, ένα κλειδωμένο λουκέτο σε μια αλυσίδα που θα μ’ έδενε στα πόδια Του θα μου χάριζε την ελευθερία.

    Η μητέρα μου με το ζόρι συγκρατιόταν. Ο άνθρωπος που με ανέστησε. Εγώ έχω το βράχο μου και για λίγο, έστω και για τοσοδούλι, θα γινόμουν εγώ ο δικός της.

    Ξέρουμε πως είναι ψέμα
    μα ας γίνουμε τα δυο μας ένα
    δες θα φτιάχνουμε στιχάκια
    να περπατάν σαν καβουράκια
    πλάγια κι ακριβά τα χάδια
    φως αχνό μες στα σκοτάδια


    - «Ξέρεις τι μου λέει ο δεύτερος πιο έξυπνος άνθρωπος που έχω γνωρίσει, μαμά; Πάμε παρακάτω. Ναι, το ξέρω, μια κουβέντα είναι αλλά δεν υπάρχει κάτι άλλο. Θα σφίξω τα δόντια και θα πάω παρακάτω. Κι εγώ κι εσύ και όλοι μας.»
    - «Και ο πιο έξυπνος άνθρωπος που έχεις γνωρίσει τι σου λέει;»
    - «Ευουλίνιιιιιιιιιιι μουυυυυυυυυυυυυ» της απάντησα και βάλαμε και η δύο τα γέλια.

    Μ’ ένα μου πήδο θα σε ξαναβρώ
    στο μαγκανοπήγαδο της ήττας μου περνώ
    Venceremos!
    Venceremos!


    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑI)
     
  5. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    ~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~
    38.7 - Των αιώνων όργητες
    ~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~
    Ευδοκία

    Άκουσα το κλάμα του μωρού και η καρδιά μου πλημμύρισε με τόση αγάπη όση δεν είχα νιώσει ποτέ στη ζωή μου.

    - «Κοριτσάκι» μας είπε χαμογελαστή η νοσοκόμα. «Να σας ζήσει»
    - «Κοριτσάκι μου, το κοριτσάκι μας» είπε ο Στέφανος δακρυσμένος.

    Η υστερεκτομή ήταν ένα κακό όνειρο.

    - «Μαμά! Μαμά! Μια μαργαρίτα!» μου είπε η κορούλα μου. «Μ’ αγαπά, δε μ’ αγαπά» ξεκίνησε.
    - «Σ’ αγαπάει όσο τίποτα στον κόσμο!»

    Εφιάλτης, ήταν ένας μακρινός εφιάλτης.

    Ο μπάρμπα Μπρίλιος, είχε ένα γάλο, πολύ μεγάλο, πολύ μεγάλο
    Και τον ετάιζε, και τον ετάιζε, μέλι και ταχίνι για να τον παχύνει!


    Την κοιτούσα γελαστή που τραγουδούσε. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από την ευτυχία.

    Μα κάποια μέρα, με δίχως ήλιο, ο γάλος έφαγε το μπαρμπά-Μπρίλιο!

    - «Μαμά, μαμά! Ξύπνα! Είπες θα με πας παιδική χαρά! Μαμά! Μαμά!»

    Άνοιξα τα μάτια μου. Που είναι η κόρη μου; Πετάχτηκα ανήσυχη και ένιωσα ένα δυνατό πόνο κάτω από την κοιλιά.

    Και εκεί η πραγματικότητα με χτύπησε σαν ένας τόνος τούβλα.

    Nightmare lying here in the dark
    Scared like my dreams made their mark
    I wonder
    Dreamer always alone
    Lost in a part of myself I can't find anymore
    I wonder if it's gonna end tonight


    Ο χαμένος μου πια παράδεισος. Νιώθω μαχαίρια να με κομματιάζουν, διαλύομαι σε μικρά-μικρά κομμάτια που ο πόνος τα μοιράζει στα αχόρταγα παιδιά του. Τους ταΐζει Εύη, τρώνε με λαιμαργία τα ματωμένα κομμάτια. Κι άλλο φωνάζουν! Θέλουμε κι άλλο. Κι άλλο!

    Κι από τότε γύρισαν καταπάνω μου,
    Των αιώνων όργητες ξεφωνίζοντας
    “Ο που σ’ είδε, στο αίμα να ζει και στην πέτρα”
    Μακρινή μητέρα, ρόδο αμάραντο.


    Στριφογυρίζω στο κρεββάτι μου, μου έχει φύγει ο ύπνος. Πονάω στο σώμα, πονάω και στην ψυχή. Δε θα μπορέσω να του δώσω του παιδί Του, δε θα μπορέσω να δώσω στους γονείς μου το εγγονάκι που ξέρω ότι λαχταρούσαν. Πονάω… πονάω…

    This is the end, beautiful friend.
    This is the end, my only friend, the end.
    Of our elaborate plans the end.
    Of everything that stands, the end.
    No safety or surprise, the end.
    I’ll never look into your eyes again.
    Can you picture what will be so limitless and free?
    Desperately in need of some stranger’s hand, in a desperate land.


    «Μαζί θα το περάσουμε κι αυτό, κοριτσάκι μου. Είμαι εδώ. Θα σφίξουμε τα δόντια και θα προχωρήσουμε.»

    Μα δεν είναι μαζί μου, είμαι μόνη μου. Ντρέπομαι και μόνο που το σκέφτομαι, είμαι στους γονείς μου τι θα μπορούσε να κάνει; Και δεν είμαι η μόνη που πονάω, έχει και την Κατερίνα και η αιτία είμαι εγώ. Θεέ μου…

    «Είμαστε ανθρώπινα πλάσματα, Εύη μου, ατελείς. Φοβόμαστε, ζηλεύουμε, απαιτούμε… Δεν σε κατηγορώ που ζήλευες, πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Έμαθες από μικρό κορίτσι να καταπνίγεις τα αισθήματά σου, τη μοναξιά σου. Μεγάλωσες σε ένα κόσμο που λειτουργούσε δυο ταχύτητες παρακάτω από τη δική σου, σε ένα κόσμο που δε μπορούσε να σε καταλάβει γιατί το μυαλό σου έκανε άλματα που κανείς δεν μπορούσε να ακολουθήσει. Στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, σε θαύμαζαν και σε ζήλευαν και σε αποστρέφονταν, νιώθανε απειλή στην παρουσία σου. Δεν ένιωθες γιατί δεν επέτρεπες στον εαυτό σου να νιώσει, δεν επέτρεπες να είναι ευάλωτος, δεν επέτρεπες να νιώσει αδύναμος.»

    «Και τότε γνώρισες αυτόν τον άνθρωπο που πέρασε τις άμυνές σου σα να μην υπήρχαν, πήρε αμπάριζα τα τείχη και τις οχυρώσεις. Ένα μυαλό που έκαιγε σα δεκάδες λαμπεροί ήλιοι, που μπορούσε να παρακολουθήσει τα άλματά σου, που αντί για φόβο ένιωθε θαυμασμό και αντί για απειλή ζεστασιά. Που κοίταζε στα μάτια σου και έβλεπε την ψυχή σου. Σε μαγνήτιζε όσο και σε τρόμαζε. Πάλεψες να τρέξεις μακριά αλλά η δίνη του ήταν πανίσχυρη, δε μπορούσες να ξεφύγεις. Το μόνο που μπορούσες να κάνεις ήταν να πέσεις στα πόδια Του, να γονατίσεις μπροστά Του και να Του προσφέρεις τον εαυτό σου. Μα το γονάτισμα αυτό δεν είναι το τέλος, δεν είναι η παράδοση. Είναι η αρχή του ταξιδιού της αποδοχής. Να ξεμάθεις ότι είχες μάθει χρόνια. Δεν μπορούσες αλλιώς, δεν γινόταν αλλιώς. Αλλά ο φοίνικας για να γεννηθεί πρέπει να περάσει από τον πόνο της φωτιάς. Πρέπει να καεί, να ζήσει τη σάρκα του να λιώνει και να του κόβεται η ανάσα από τα πνευμόνια του που καίγονται. Ένας μικρός θάνατος. Ο θάνατος της Εύης για τη γέννηση της Ευδοκίας. Μα και η γέννα έχει το δικό της πόνο. Απαιτεί αρετή και τόλμη η ελευθερία, δεν είναι για τους λιπόψυχους.»

    «Δεν είναι παράλογο που δέθηκες τόσο πολύ με τη Φανή, έβλεπες πάνω της μια νεότερη εκδοχή του εαυτού σου, πιο απόμακρη μα συνάμα πιο ευάλωτη. Θέλησες να την προφυλάξεις από τα λάθη σου, την βοήθησες να αντιμετωπίσει τα αισθήματά της που εκείνη δεν μπορούσε. Της έδωσες το χέρι σου, της είπες “Εδώ θα είμαι για σένα Φανούλα μου, μαζί σου, δίπλα σου. Πιάσε το χέρι μου και περπάτησε. Εδώ είμαι θα σε κρατάω. Αν πέσεις θα σε βοηθήσω να σηκωθείς, περπάτα, μη φοβάσαι. Ένα δειλό βήμα στην αρχή, μετά το δεύτερο και μετά το τρίτο και ούτε θα το καταλάβεις πόσο γρήγορα θα δεις τον εαυτό σου να τρέχει, να καλπάζει σαν άγριο άλογο…”. Δε μπορούσα να μην είμαι ευτυχισμένη με το παιδί μου και ας ένιωθα τις μαχαιριές στην καρδιά μου. Ας ήταν η δική μου νεκρική πυρά που θα γεννούσε το Φοίνικα. Μα στην πυρά αυτή ανέβηκα ζωντανή, με την καρδιά να χτυπάει, τα μάτια να βλέπουν και το δέρμα να αισθάνεται αυτόν τον φρικώδη πόνο της φωτιάς που το λιώνει. Κι εγώ να πρέπει να χαμογελάω, να κρατήσω το χαμόγελό μου, να μη δείξω τον πόνο μου. Γιατί το μόνο που είχε σημασία, το μόνο που μετρούσε, ήταν ο Φοίνικας να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει στους ουρανούς.»

    «Ο καθένας μας βιώνει τον πόνο του μονάχος, ανεβαίνει το Γολγοθά του κρατώντας το δικό του Σταυρό. Τα καρφιά μπήγονται στα δικά του χέρια και το ακάνθινο στεφάνι τρυπάει το δικό του κεφάλι. Το μόνο που μπορεί να ελπίζει είναι να βρεθεί ένα χέρι να κρατήσει το δικό του. Να του πει “Μαζί θα το περάσουμε. Κράτα μου το χέρι, άσε τον πόνο σου να ρεύσει μέσα του.” Πόσο σοφοί οι στίχοι του Θεοδωράκη. Με τον καιρό, με την βροχή, το αίμα πήζει στην πληγή κι ο πόνος γίνεται η αρχή. Εκδικητής και λυτρωτής, είμαστε δυο, είμαστε τρεις Εγώ το χέρι σου, εσύ το δικό μου και οι δυο μαζί το χέρι του Αφέντη μας.»

    Κλαίω πνιχτά πάνω στο μαξιλάρι μου. Δε θέλω να με ακούσει η μητέρα μου που κοιμάται δίπλα μου.

    Ζωγράφισε έναν ήλιο στο ταβάνι, μίλησε με τ’ αγέρι της νυχτιάς
    και χόρεψε μαζί με τη σκιά σου στους ήχους μιας αδύναμης καρδιάς.
    Πάρε τηλέφωνο τη μοναξιά σου ή βγες ξανά στον δρόμο της φωτιάς
    πάρε τηλέφωνο τη μοναξιά σου ή βγες ξανά στον δρόμο της φωτιάς.

    «Μαζί θα το περάσουμε κι αυτό, κοριτσάκι μου. Είμαι εδώ. Θα σφίξουμε τα δόντια και θα προχωρήσουμε.»

    Σου έχω δώσει το χέρι μου, Αφέντη μου. Το νιώθω που το σφίγγεις μέσα στο δικό σου. Θα προχωρήσω μαζί σου. Θα προχωρήσω.

    «Το αίμα πήζει στην πληγή κι ο πόνος γίνεται η αρχή. Εκδικητής και λυτρωτής, είμαστε δυο, είμαστε τρεις»

    Πονάω, Αφέντη μου, πονάω… Μα μου είπες τι θα κάνω και θα το κάνω.

    Θα πάω παρακάτω.


    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
     
  6. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    ~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~
    39.1 - I see a rainbow rising
    ~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~
    Ευδοκία

    - «Κλείσε τα μάτια σου» μου είπε.

    Έκλεισα τα μάτια μου.

    - «Άνοιξέ τα τώρα.» με διέταξε. Τα άνοιξα. Στο χέρι του κρατούσε ένα μικρό κόσμημα, ένα μικρό χρυσό, ανοιχτό λουκέτο.

    Μου κόπηκε η ανάσα.

    Το έφερε κοντά μου. Στο μπροστινό του μέρος ήταν χαραγμένο με μικρά γράμματα που ίσα μπορούσα να τα διαβάσω η φράση “Per aspera ad astra”. Το γύρισε από την άλλη μεριά. Είχε χαραγμένο με εξίσου μικρά γράμματα τη φράση «Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω». Από την κάτω μεριά, εκεί που κανονικά θα έμπαινε το κλειδί υπήρχε χαραγμένο ένα μονόγραμμα «S»

    - «Ευδοκία;»
    - «Πες μου» του είπα με δάκρυα στα μάτια.
    - «Με αυτό το λουκέτο ορίζω ότι γίνεσαι δικιά μου. Το λουκέτο δεν έχει κλειδί, άπαξ και κλειδώσει δεν πρόκειται να ανοίξει. Με ένα τρόπο μόνο μπορεί να βγει, κόβοντας την αλυσίδα. Είναι η τελευταία απόφαση που μπορείς να πάρεις ως ελεύθερος άνθρωπος. Ορκίσου ότι θα με ακολουθείς και θα με υπακούς μέχρι να σπάσει η αλυσίδα ή να μας χωρίσει ο θάνατος, ό,τι έρθει πρώτο.»
    - «Στο ορκίζομαι, Στέφανε. Με όλη μου την καρδιά, με όλη μου την ψυχή. Στο ορκίζομαι Αφέντη μου» του είπα με φωνή που μετά βίας μπορούσα να κρατήσω σταθερή.
    - «Στα καλά και στα άσχημα, στους θριάμβους και στις ήττες. Στο πικρό ποτήρι που θα πιώ αν χρειαστεί και στο γλυκό κρασί με το οποίο θα κάνω σπονδή στους Θεούς, σου ορκίζομαι ότι θα είμαι πάντα εδώ και θα σε προστατεύω, θα σε οδηγώ και θα σε ορίζω.»

    Η καρδιά μου χτυπούσε, κόντευε να σπάσει. Τα μάτια έκαιγαν από τα δάκρυα της ευτυχίας που πλημμύριζε την ψυχή μου. Με μια απλή κίνηση το πέρασε στην αλυσίδα.

    Και το κλείδωσε.

    - «Ἀνεῤῥίφθω κύβος. Είσαι δική μου.»
    - «Είμαι δική σου Στέφανε. Είμαι δική σου Αφέντη μου»

    Είχα διαβεί τον Ρουβικώνα μου. Δεν υπήρχε γυρισμός.

    Yeah, I know nobody knows
    Where it comes and where it goes
    I know it's everybody's sin
    You got to lose to know how to win


    - «Στέφανε, να σου πω κάτι;» του είπα όταν βρήκα τη φωνή μου.
    - «Πες μου.»
    - «Μου είπες ότι είναι η τελευταία μου απόφαση σαν ελεύθερος άνθρωπος.»
    - «Ναι.»
    - «Τώρα είμαι ελεύθερη» του είπα και έπεσα στα τέσσερα και του φίλησα τα πόδια. Πήρα τα καλάμια του αγκαλιά. «Σ’ ευχαριστώ… σ’ ευχαριστώ» είπα σπάζοντας τελείως.

    Δική Του.

    - «Έλα κλαψιάρα, σήκω» μου είπε τρυφερά. «Κάτσε δίπλα μου, έχουμε να κάνουμε κάτι τελευταίο.»

    Σηκώθηκα και κάθισα δίπλα Του. Έβγαλε το κινητό του και έκανε κλήση στο Skype

    - «Καλησπέρα» μας απάντησε χαμογελαστή στην οθόνη η Κατερίνα.
    - «Καλησπέρα κοριτσάκι μου. Πώς είσαι;»
    - «Εγώ μια χαρά είμαι, εσείς πείτε μου. Θεέ μου έχω σκάσει από την αγωνία. Το πήραμε;»

    Δεν απάντησα, χαμογέλασα και της έδειξα το χρυσό μετάλλιο.

    - «Transire suum pectus mundoque potiri» είπε χαμογελαστή η Κατερίνα. «Τα θερμά μου συγχαρητήρια αγάπη μου. Το πήραμε!»
    - «Και όχι μόνον αυτό» της είπε ο Στέφανος. «Δείξε της Ευδοκία» με διέταξε.

    Έβγαλα την αλυσίδα μου, την τέντωσα και της έδειξα το λουκέτο.

    - «Με αυτό το λουκέτο ορίζω ότι γίνεσαι δικιά μου. Το λουκέτο δεν έχει κλειδί, άπαξ και κλειδώσει δεν πρόκειται να ανοίξει. Με ένα τρόπο μόνο μπορεί να βγει, κόβοντας την αλυσίδα. Είναι η τελευταία απόφαση που μπορείς να πάρεις ως ελεύθερος άνθρωπος. Ορκίσου ότι θα με ακολουθείς και θα με υπακούς μέχρι να σπάσει η αλυσίδα ή να μας χωρίσει ο θάνατος, ό,τι έρθει πρώτο.» είπε η Κατερίνα.
    - «Του ορκίστηκα» της απάντησα με φωνή που ίσα μπορούσε να βγει και με τα δάκρυα της χαράς να μου καίνε πάλι τα μάτια.
    - «Στα καλά και στα άσχημα, στους θριάμβους και στις ήττες. Στο πικρό ποτήρι που θα πιώ αν χρειαστεί και στο γλυκό κρασί με το οποίο θα κάνω σπονδή στους Θεούς, σου ορκίζομαι ότι θα είμαι πάντα εδώ και θα σε προστατεύω, θα σε οδηγώ και θα σε ορίζω» συνέχισε η Κατερίνα με σπασμένη φωνή.
    - «Της ορκίστηκα» είπε ο Στέφανος χαμογελώντας. «Τώρα είστε και οι δύο δικές μου. Τα κορίτσια μου.»

    I see a rainbow rising
    Look there, on the horizon
    And I'm coming home

    Time is standing still
    He gave back my will

    Going home
    I'm going home

    My eyes are bleeding
    And my heart is leaving
    A place I know
    But it's not home

    Take me back
    He gave me back my will

    Going home
    I'm going home


    Ήμουν στην Ιθάκη. Και η ζωή μου ξεκινούσε ξανά. Μια νέα αρχή, ένα νέο ταξίδι μα όχι στο χώρο αλλά στο χρόνο. Η πρώτη μέρα της νέας μου ζωής. Τα όνειρα δεν τελειώνουν, το ταξίδι δε σταματά.

    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
     
  7. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    Δεν ξέρω τι ένιωσα..
    Πολλά. Και διάφορα..

    (Δυνατό κεφάλαιο @Arioch. )
     
  8. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Ελπίζω καλά  
     
  9. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    ~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~
    39.2 - Δῶς μοι πᾶ στῶ
    ~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~
    Στέφανος

    Η Ευδοκία κοιμόταν δίπλα μου. Χαμογέλασα, μέσα στον ύπνο της κρατούσε με το ένα χέρι της σφιχτά το λουκέτο. Ήθελα να την πάρω αλλά δεν γινόταν ακόμα, ο γιατρός είχε πει 4-6 εβδομάδες μετά την εγχείρηση, είχαμε ακόμα τουλάχιστον μία με τρεις εβδομάδες μπροστά μας. Η ίδια μου είπε ότι είχε αυξημένες ορέξεις και της επέτρεψα τη παρουσία μου να παίξει με τον εαυτό της, εννοείται μόνο με δάχτυλο. Όσο για μένα, να είναι καλά οι πίπες και φυσικά η Κατερίνα.

    Το μεγαλύτερο κοριτσάκι μου είχε ήδη αρχίσει να γιατρεύεται. Δεν είμαι Harry, ούτε κατά διάνοια, αλλά όσο αν η εξομολόγησή της εκείνη την ώρα που έγινε μου ήρθε σαν κεραμίδα στο κεφάλι, βλέποντάς την με την εκ των υστέρων γνώση, απορούσα με τον εαυτό μου, πώς είναι δυνατό, αν όχι να χάσω τα σημάδια -η Κατερίνα και αν έχει poker face αν το θελήσει- να μην το σκεφτώ καν.

    Αν ακόμα κι εγώ που δεν είμαι ιδιαίτερα συναισθηματικός ήθελα να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο με το πόσο λάθος είχαμε χειριστεί τη Φανούλα πόσο χειρότερα θα ήταν για την ίδια της τη μητέρα που είναι φύσει συναισθηματικός άνθρωπος;

    Η Κατερίνα βαθιά μέσα της φοβόταν ότι θα με έκανε να επιλέξω και ότι δεν θα ήταν η επιλογή μου, όχι γιατί την αγαπάω λιγότερο από την Ευδοκία αλλά γιατί θα έβαζα σε προτεραιότητα τη Φανή. Εννοείται ότι τα παιδιά μας έχουν την ύψιστη προτεραιότητα αλλά δεν υπήρχε ούτε μία στο τρισεκατομμύριο να την αφήσω πίσω μου.

    Βοστόνη, 21 χρόνια πριν

    - “Harrison, we need to talk.”
    - “I see... OK, I’m listening”
    - “Not over the phone.”
    - “How about meeting me at the club? Let's say around 20:00?”
    - “I will be there, thank you”

    Το είχα δει να έρχεται. Ο Harry για την Κατερίνα δεν ήταν play partner, είναι όλα όσα ήθελε να ζήσει και εγώ δεν μπορούσα να της δώσω. Old school BDSMER εκεί που εγώ πήγαινα αποκλειστικά με το ένστικτο και όσο και αν με ενοχλούσαν οι ορολογίες και η νομενκλατούρα του, περιέγραφε ένα τρόπο ζωής και πράξης που ταίριαζαν με αυτά που ζητούσα τόσα χρόνια, χωρίς να ξέρω και χωρίς να με έχει απασχολήσει τι αυτό ήταν. Αν δεν ήταν από την Κατερίνα δεν θα είχα ακούσει καν τον όρο.

    Την Κατερίνα την είχα ερωτευτεί από την πρώτη ματιά. Ακόμα και τώρα, τέσσερα χρόνια αργότερα εξακολουθούσα να είμαι ερωτευμένος. Σε ένα πολυάριθμα events που είχαμε αρχίσει να παίρνουμε μέρος είχε γίνει μια συζήτηση για το training. Εκεί είχαμε γνωρίσει τον Harry, ο οποίος είχε πει πως αν και είναι ασυνήθες υπάρχουν περιπτώσεις που ένας Master μπορεί να εκπαιδεύσει μια σκλάβα για λογαριασμό άλλου Master.

    Δεν υπήρχε περίπτωση να επιτρέψω κάποιον άλλον να εκπαιδεύσει σκλάβα για εμένα ωστόσο η ίδια η old school BDSMική εκπαίδευση είναι κάτι που η Κατερίνα λαχταρούσε και το έβλεπα. Μου είχε δώσει την ψυχή της και το σώμα της. Δεν τη ζήλευα, το σεξ είναι απλά σεξ και αν φοβάσαι ότι με το σεξ θα χάσεις τον άλλον τότε δεν υπάρχει πραγματικός δεσμός. Όμως αυτό που έβλεπα να έρχεται ήταν κάτι που δεν θα μπορούσα ποτέ να της δώσω. Αυτό το ζήλευα, μα όσο και αν το ζήλευα αυτή θα ήταν η υπέρτατη, η τελική δοκιμασία. Όλα ή τίποτα.

    - “Hello Stefan”
    - “Hello, Harrison, thanks for meeting me.”
    - “My friends call me Harry”
    - “I’m not here as a friend”
    - “I see. So, what can I do for you? What do you want to talk about?”
    - “I think you know, Harrison.”
    - “Be that as it may, I still need you to tell me.”
    - “I didn’t ask you to meet me here to talk about me, Harrison. Sooner or later, rather sooner, Catherine will come and ask me to give her my permission to come to you. And I would have to give an answer.”
    - “And?”
    - “I can deny her request. Catherine will accept it and our life will go forward.”
    - “It’s the way this thing works. You are the Master.”
    - “I am not, at least not yet. One day I might be, but for the time being I’m not.”
    - “I see.”
    - “Would you accept her, Harrison?”
    - “To train her for you?”
    - “No. Even if this was my wish you don't know me and Catherine doesn’t need training in abstract; she needs YOU to train her for YOU, to serve YOU as YOU please. No conditions from my part, none whatsoever.”
    - “I like her, Stefan, I really do, but I don't fancy risking your relationship.”
    - “If it breaks, it breaks.
    - “This is a very big "if" Stefan. You are risking your most valuable possession
    - “Catherine is not my possession, Harrison.
    - I see. For what is worth, I'm warning you; You are taking a very big risk.

    - “Be that is it may, it is a risk I’m willing to take. She gave me her body and soul, no questions asked. It’s a part of her I cannot fill. I won’t allow myself this part to be left empty. I don’t know how this is going to end, Harrison, but I know this; if you don’t start the journey, there would be no Ithacas waiting for you.”
    - “When I'm looking at you, Stefan, I see a fierce intelligence. A mind that burns with the might of a thousand suns. But intelligence alone is not enough, my dear Stefan. You need to let your emotions flow, accept them, embrace them.”
    - “I can handle my emotions.”
    - “That remains to be seen. I accept your request with no conditions from you. However I will ask her terms, if she has any, and I will accept her if and only if I find her hard limits agreeable. You are going to see my markings on her, Stefan, she will be mine as long as she wishes.”
    - “As I said, no conditions from my part.”
    - “Very well, iacta alea est”
    - “Ceasar spoke in Greek according to Plutarch. Ἀνεῤῥίφθω κύβος”
    - “Be that as it may.”

    Αθήνα, 20 μέρες πριν

    - «Κατερίνα μου, τι γράφει το λουκέτο σου;»
    - «Ιacta alea est από τη μία μεριά.»
    - «Τι συμβολίζει;»
    - «Ότι το λουκέτο είναι οριστική απόφαση. Είναι ο Ρουβικώνας, δεν υπάρχει επιστροφή άπαξ τον διέσχισα.»
    - «Η άλλη μεριά;»
    - «Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω.»
    - «Τι σημαίνει αυτό;»
    - «Ότι δίπλα σου μπορώ να κάνω τα πάντα.»
    - «Δεν σημαίνει μόνο αυτό»
    - «Τι εννοείς;» με ρώτησε αποσβολωμένη. Με το δίκιο της, 20 χρόνια ήταν το δικό μου μυστικό.

    Όχι πια.

    - «Δώσε μου μέρος να σταθώ και θα κινήσω τη Γη. Ποιο νόμιζες είναι το μέρος πάνω στο οποίο στέκομαι εδώ και 20 χρόνια για να το κάνω, Κατερίνα;»

    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
     
  10. sapfw

    sapfw out of order Contributor

     
     
  11. kinvara

    kinvara Δική Του

       
     
  12. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    .