Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Ἐν ἀνθρώποις Εὐδοκία

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 29 Ιουνίου 2021.

  1. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    Το «σλουυυυυυυρπ» ξέχασες πάλι! 
     
  2. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    Δεν ασχολούμεθα με ποταπούς, κοινούς, πλεμπαίους.
    Έχουμε κι ένα πρεστίζ…
     
  3. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    κρύο ζέστη τον πηγαίνω... κλασσική τακτική, διδυμέικη  
     
  4. Seras Victoria

    Seras Victoria "Play stupid games, win stupid prizes" Contributor

    Κατάλαβα από πολύ νωρις ότι είναι της @margarita_nikolayevna  
     
  5. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    ~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~
    39.13 - The fifth horseman
    ~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~
    Ευδοκία

    Ο Στέφανος έφυγε την Κυριακή το πρωί και για μία εβδομάδα ήμουν μόνη μου στην Αθήνα. Οι γονείς μου είχαν φύγει για τις διακοπές τους, φέτος ξαναπήγαν Νότια Αφρική και η αλήθεια είναι ότι την πρώτη φορά που είχαμε πάει, κοντά στα 15 ήμουν, ήταν πολύ ωραία.

    Σε ένα μήνα θα επέστρεφα Αμερική αλλά αυτή τη φορά δε θα ήμουν μόνη μου, θα είχα το Στέφανο και τη Φανούλα μου. Θα μου έλειπε το σπίτι μου, είμαι σπιτόγατα, ποτέ δεν το έκρυψα. Θα φεύγαμε αρχές Σεπτέμβρη, στο πήγαινε θα ερχόντουσαν μαζί μας και η Κατερίνα και ο Τόμας αλλά εκείνοι θα επέστρεφαν Ελλάδα όταν άνοιγαν τα σχολεία.

    Η Φανούλα μου θα έπρεπε να κάνει και ένα δεύτερο aptitude test, πολύ πιο στοχευεμένο, για να δούνε που θα την βάλουν, καθώς τα πρώτα τους μπέρδεψαν, σε κάποιους τομείς οι γνώσεις της ήταν μεταπτυχιακού επιπέδου ενώ σε κάποιους άλλους τομείς είχε βασικά κενά γιατί δύο άνθρωποι δεν μπορούν να δώσουν πλήρη πανεπιστημιακού επιπέδου εκπαίδευση σε ένα άνθρωπο, όσο ευφυής και αν είναι ο μαθητής και όσο καλοί και αν είναι οι δάσκαλοι.

    Προσωπικά δε θεωρούσα ότι θα της έπαιρνε πάνω από τρία χρόνια να πάρει πτυχίο μαζί με το διδακτορικό της αλλά όπως και να έχει θα ήταν σε ένα καινούριο περιβάλλον με ό,τι αυτό συνεπάγεται για έναν άνθρωπο όπως η Φανούλα μου.

    Είχα διαβεβαιώσει το Στέφανο ότι θα τους ακολουθούσα ακόμα και όταν με είχε αφήσει μόνη μου, ακόμα και αν αυτό με σκότωνε μέσα μου. Κατά κάποιο τρόπο το κρυφό μου όνειρο θα γινόταν πραγματικότητα, θα γινόμουν η μαμά της Φανής και η γυναίκα του Στέφανου, έστω και αν αυτό ήταν από Σεπτέμβρη μέχρι Γενάρη.

    Ντράπηκα στη σκέψη όπως ντρεπόμουν που ακόμα ένιωθα τσιμπήματα ζήλειας για την Κατερίνα. Μα αυτά δεν λύνονται με τη ζώνη, μακάρι να μπορούσαν και ας με χτύπαγε μέχρι λιποθυμίας. Ο Χάρι μου το είχε πει καθαρά, ήμουν perfect για το Στέφανο με τον ίδιο τρόπο που η Κατερίνα ήταν perfect για εκείνον και ήταν το μόνο κοινό που είχα μαζί του ήταν το tough luck, live with it.

    Από την άλλη προσπαθούσα να μπω στα παπούτσια της Κατερίνας, όχι ότι μου είναι εύκολο, όλο το Q μου πήγε στο I και το E έμεινε κενό. Εγώ τουλάχιστον ήξερα τι με περίμενε και στη θεωρία το είχα αποδεχτεί αλλά αυτό με τη Φανή της είχε κάτσει βαρύ στο στομάχι και δεν την αδικώ, πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς;

    Πού να τα φανταστώ αρχές Φλεβάρη όταν του έκανα μια ερώτηση σε προσωπικό μήνυμα; Πού να φανταστώ πόσο ριζικά θα είχε αλλάξει η ζωή μου μέσα σε 7 μήνες;

    «Αυτό επέλεξα, Ευδοκία. Να έχω δύο με ό,τι αυτό συνεπάγεται, η ζωή δεν είναι Άρλεκιν. Δε με ενδιαφέρει τι μπορεί να πει ο οποιοσδήποτε τρίτος ούτε με ενδιαφέρει αν τα κίνητρά μου είναι κατανοητά ή όχι. Το θέλω, το μπορώ και το κάνω.»

    Η Φανή μας είχε παρακαλέσει να με δει πριν πάει με τους παππούδες της στην Κρήτη και ο Στέφανος δεν την είχε χαλάσει το χατίρι. Είχαν ξεκινήσει γύρω στις 12:00 να επιστρέψουν Αθήνα, το οποίο με τη σειρά του σήμαινε ότι λογικά σε λίγη ώρα θα έφταναν. Ούτε εκείνη, ούτε ο Τόμας ήξεραν ότι την Τετάρτη θα ανέβαινα μαζί με το Στέφανο στη Βελίκα και ο Τόμας δεν ήταν πρόβλημα, σχεδόν ποτέ δεν κάναμε βίντεο τσατ όταν παίζαμε σκάκι. Η Φανούλα ήταν καθώς πάντα μέσω βίντεο μιλούσαμε μαζί και το γνώριζε το σπίτι στη Βελίκα, θα καταλάβαινε με τη μία το background. Δεν ήθελα να της λέω ψέματα αλλά τι θα μπορούσα να κάνω;

    Τελικά άδικα ανησυχούσα, τη λύση την έδωσε η ίδια η Φανή μία ώρα αργότερα.

    - «Ευουλίνι μουυυυυυυυυυυ» μου είπε και μου ρίχτηκε λες και είχε να με δει από πέρσι.
    - «Αγάπη μου» της είπα και την έσφιξα πάνω μου ενώ με κάτσιαζε στα φιλιά. Ο Στέφανος χαμογελούσε και ο Τόμας είχε συνηθίσει τα antics της αδερφής του.
    - «Ευδοκία, θα κάτσεις να φας μαζί μας;» με ρώτησε ο Στέφανος.
    - «Αν με θέλετε γιατί όχι;» του είπα.
    - «Ωραία, ο Τόμας θα παραγγείλει κάτι, αν και δεν ξέρω τι υπάρχει ανοιχτό αυτές τις μέρες. Σε λίγη ώρα θα πρέπει να πάω τη Φανή στους παππούδες της γιατί έχουν και ένα αεροπλάνο να προλάβουν.»
    - «Εγώ δε θα φάω μαζί σας; Νηστική θα με αφήσετε;» ρώτησε παραπονεμένα η Φανούλα.
    - «Εσύ μαϊμού θα φας με τον παππού και τη γιαγιά και μετά αεροδρόμιο. Η βαλίτσα σου είναι έτοιμη, δε χρειάζεται κάτι άλλο.»
    - «Πάω πάνω να πάρω τηλέφωνο το Τζος» μας δήλωσε και εξαφανίστηκε προς το δωμάτιό της.
    - «Ευδοκία, αν δεν έχει γυρίσει σε 15 λεπτά σε παρακαλώ να την κατεβάσεις kicking and screaming αν χρειάζεται» είπε ο Στέφανος.
    - «Πάω πάνω να ετοιμάσω τα δικά μου» είπε ο Τόμας. «Όχι δηλαδή ότι έχω να αλλάξω και πολλά από αυτά που πήρα στη Βελίκα»
    - «Πάμε στη βεράντα;» με ρώτησε.
    - «Πάμε» του απάντησα.

    Καθίσαμε στη βεράντα και έστριψε ένα τσιγάρο.

    - «Γκάνιασα τρεις ώρες μέσα στο αυτοκίνητο.»
    - «Δηλαδή στο αεροπλάνο τι θα κάνεις;»
    - «Μη μου το θυμίζεις αυτό!»

    Τελικά δε χρειάστηκε να πάω να κατεβάσω τη Φανή με το ζόρι, κατέβηκε μόνη της και ήρθε έξω αλλά αντί να κάτσει σε καρέκλα ήρθε και θρονιάστηκε πάνω μου κάνοντάς με να χαμογελάσω σαν το ζαβό.

    - «Θα μου λείψεις Ευουλίνι μου!»
    - «Σιγά βρε, 10 μέρες είναι! Σε ένα μήνα θα βαρεθείς να με βλέπεις!»
    - «Ναιιιιιιιιιι» είπε ενθουσιώδης.
    - «Ενθουσιάζεσαι που θα με βαρεθείς;»
    - «Όχι! Θα σε έχω όλη μέρα δική μου!»
    - «Εσύ μαϊμού σε ένα μήνα θα έχεις τα μαθήματά σου να ασχολείσαι!»
    - «Win-win» μου είπε χαρίζοντάς μου το πιο φωτεινό της χαμόγελο.

    Λίγο μετά κατέβηκε και ο Τόμας.

    - «Σουβλάκι;» ρώτησε.
    - «Και πέτρες αν έχει» απάντησε ο Στέφανος.
    - «Εύη, εσύ πού θα πας διακοπές;» με ρώτησε η Φανή.
    - «Δεν έχω κανονίσει κάτι καρδούλα μου αλλά άδεια έχω όλο και σε κάποια κοντινή παραλία θα εξορμήσω.»
    - «Γιατί δεν πας στη Βελίκα με τη μαμά το μπαμπά και το Jay?» με ρώτησε.
    - «Καλή ερώτηση» είπε ο Τόμας κοιτάζοντάς με περίεργα.
    - «Ε τι, όλο στα πόδια σας θα με έχετε;» τους ρώτησα προσπαθώντας να αστειευτώ.
    - «Γιατί, παραπονέθηκε κανείς τους τελευταίους μήνες;» ξαναρώτησε ο Τόμας κοιτάζοντας με εξεταστικά.

    Τι συμβαίνει;

    - «Έχουν δίκιο τα παιδιά. Το σπίτι του Χάρι είναι μεγάλο, αν θέλεις μπορείς να έρθεις κι εσύ, δόξα τω Θεώ από χώρο άλλο τίποτα» είπε ο Στέφανος.
    - «Να πας!» είπε η Φανή!
    - «Ε, με φέρνετε σε λίγο δύσκολη θέση… δε θέλω να γίνομαι βάρος!»
    - «Το Ευουλίνι μου δεν είναι βάρος σε κανέναν και όποιος το πει αυτό θα έχει να κάνει μαζί μου» δήλωσε με στόμφο η Φανή.
    - «Καλά, δε χρειάζεται να το αποφασίσεις και τώρα δα» είπε ο Στέφανος. «Έχεις μπροστά σου μέχρι αύριο που θα επιστρέψω Βελίκα. Λοιπόν, Φανή, σήκω! Έχουμε να κατέβουμε και Φιλοθέη»

    Η Φανή σηκώθηκε και αγκάλιασε τον Τόμας προς μεγάλη έκπληξη του τελευταίου. «Φιλάκια αδερφούλη» του είπε και του έσκασε ένα ρουφηχτό φιλί.
    - «Φιλάκια μικρή μαϊμού» της είπε και τη φίλησε και εκείνος.
    - «Ευουλίνι μουυυυυυυυυυυυ» μου είπε και μου ρίχτηκε, κατσιάζοντάς με εκ νέου.
    - «Φανουλίνι μουυυυυυυυυυυυυυ» της είπα ανταποδίδοντας στα ίσια και κάνοντάς την να βάλει τα γέλια.
    - «Α τουτ αλέρ!» μας είπε και πήγε μέσα με τον Στέφανο για να κατέβουν στο αυτοκίνητο.
    - «Λοιπόν, βρήκα σουβλάκια. Καλαμάκια έτσι;»
    - «Για μένα ναι, τρία.» του απάντησα.
    - «Ωραία… δε μου λες, έχεις όρεξη για μια παρτίδα;»
    - «Αμέ!» του είπα.

    Έφερε τη σκακιέρα και την έβαλε κάτω. Παίξαμε κλασσικό σκάκι το οποίο σήμαινε ότι ο καθένας μας είχε 90 λεπτά μέχρι τις πρώτες 40 κινήσεις και μετά 30 λεπτά επιπλέον με αύξηση 30 δευτερολέπτων για κάθε κίνηση.

    - «Τι ώρα θα φύγετε με το Μάνθο;»
    - «Στις 19:00 φεύγει το καράβι από τον Πειραιά, κατά τις 17:00 θα μας κατεβάσει ο κύριος Γιώργος στην Κηφισιά και από εκεί με το τραίνο.»
    - «Οι πρώτες σας διακοπές μόνοι, ε;»
    - «Ναι οι πρώτες» είπε χαμογελώντας. «Χμμ…» συμπλήρωσε όταν έκανα την κίνησή μου πατώντας το ρολόι.
    - «Ελπίζω να είναι οι πρώτες από τις πολλές.» είπε και μετά από λίγο έκανε και αυτός την κίνησή του και χτύπησε το ρολόι.

    Κίνησα τον αξιωματικό και ο ίππος μου είχε τριπλή κάλυψη. Πάτησα το ρολόι.

    - «Εσύ γιατί δεν πας στη Βελίκα;» με ρώτησε.
    - «Δεν με κάλεσαν, τι ήθελες να κάνω, να αυτοπροσκληθώ;»

    Δεν απάντησε κάτι, θυσίασε τον λευκοτετράγωνο αξιωματικό του παίρνοντας τον ίππο. Πάτησε το ρολόι.

    Μετακίνησα τον άλλο ίππο στη θέση αυτού που μου πήρε και πάτησα το ρολόι.

    - “I blundered” μου είπε.
    - “That you did” του απάντησα.
    - “Check mate in nine” απάντησε κοιτάζοντας προσεκτικά τη σκακιέρα. Μου έδωσε το χέρι του.
    - «Σωζόταν ακόμα» του είπα.
    - «Μόνο αν έκανες κι εσύ blunder.»

    Με κοίταξε στα μάτια.

    - «Ξέρω» μου είπε και μου κόπηκαν τα γόνατα.
    - «Ότι δε θα κάνω;» προσπάθησα να το παίξω τρελή ελπίζοντας ότι δε μάσησα τα λόγια μου. Έβαλε το χέρι του πάνω στο χέρι μου.
    - «Εύη, ξέρω» μου είπε και με κοίταξε.
    - «Τι… τι ξέρεις;»
    - «Για πόσο χαζό με περνάς;» μου απάντησε απλά.

    Εκείνη την ώρα και με καθυστέρηση σχεδόν μιας ώρας ήρθαν τα σουβλάκια. Ο Τόμας με άφησε και πήγε να πάρει τα σουβλάκια ενώ η καρδιά μου είχε φτάσει στους 200 παλμούς. Γύρισε σε πέντε λεπτά με πιάτα, πιρούνια και ποτήρια. Εκείνη την ώρα γύρισε και ο Στέφανος. Είδε το σκάκι στην άκρη.

    - «Ωραία ιδέα!» είπε.
    - «Μου πήρε το σκαλπ» του απάντησε ο Τόμας ενώ στην πραγματικότητα ήταν ο ίδιος που είχε πάρει το δικό μου.
    - «Afraid not, my son! Θα πάρω εγώ το αίμα της οικογένειας πίσω»
    - «Good luck with that» του είπε ο Τόμας χαμογελαστά και πήρε ένα καλαμάκι και άρχισε να το τρώει.
    - «Εσύ γιατί δε λες τίποτα; Σου έφαγε η νεράιδα τη φωνή;» με ρώτησε ο Στέφανος.
    - «Γιατί δε λες στο μπαμπά αυτό που μου είπες πριν λίγο;» με ρώτησε ο Τόμας.
    - «Ε… ποιο απ’ όλα;» ρώτησα σχεδόν πανικόβλητη και ο Στέφανος το έπιασε.
    - «Ότι θα πας Βελίκα αν σε θέλουν ακόμα.»
    - «Φυσικά και σε θέλουμε» μου είπε. Είχε καταλάβει ότι κάτι είχε γίνει αλλά χωρίς να έχει ιδέα τι είναι αυτό ήταν casual.
    - «Αυτό της είπα κι εγώ. Φυσικά και σε θέλουμε.» κοιτάζοντάς με.
    - «Εσύ θα είσαι με το Μάνθο στην Φολέγανδρο» του απάντησα.
    - «Κι εσύ με το μπαμπά, τη μαμά και το Χάρι στη Βελίκα. Φαντάζομαι ότι ο Χάρι δε θα έχει αντίρρηση να σε φιλοξενήσει. Όχι απλά το φαντάζομαι, είμαι σίγουρος» μου είπε κοιτάζοντάς με σταθερά στα μάτια. Προσπάθησα να κρατήσω το βλέμμα μου σταθερό αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολο.

    Με έσωσε το τηλέφωνο, ήταν ο Μάνθος.
    - «Ναι, έτοιμος είμαι. Τρώμε και έρχομαι. Α ναι; Ναι φυσικά! Ναι, ναι. Όχι, μπορεί να με πετάξει ο μπαμπάς, κανένα πρόβλημα. Φιλάκια» είπε και έκλεισε. «Μπαμπά, μπορείς να με πας τώρα στο Μάνθο; Η κυρία Μυρτώ με κάλεσε να φάμε εκεί πριν φύγουμε.»
    - «Φυσικά και μπορώ αγόρι μου, το ρωτάς;» του είπε και μετά γύρισε προς τα εμένα. «Περίμενέ με σε παρακαλώ, σε 5-10 λεπτά θα είμαι πίσω.»
    - «Ναι… βέβαια» είπα.

    Ο Τόμας σηκώθηκε και πήγε μέσα να φέρει τη βαλίτσα του.

    - «Μπαμπά είμαι έτοιμος.»

    Σηκώθηκα κι εγώ με πόδια που ένιωθα ότι χτυπάνε μεταξύ τους

    - «Καλά να περάσετε, Τόμας μου.»
    - «Και εσείς» μου είπε και με πήρε αγκαλιά. «Μη το μάθει η Φανή.» μου ψιθύρισε κάνοντας ότι με φιλάει.

    Έφυγαν και σωριάστηκα σχεδόν στην καρέκλα. Δεν κούνησα σχεδόν ούτε βλέφαρο μέχρι να γυρίσει ο Στέφανος.

    - «Ευδοκία, τι συμβαίνει;» μου είπε.
    - «Ο … ο Τόμας… ξέρει… Θεέ μου… ξέρει…»
    - «Μάλιστα» μου είπε και κάθισε σε μια καρέκλα. «Και;»
    - «Μην το μάθει η Φανή μου είπε. Στέφανε… δεν του είπα ότι θα έρθω Βελίκα. Μόνος του είπε ότι το είπα.»
    - «Μάλιστα.»
    - «Στέφανε… τι θα κάνουμε;»
    - «Μου το είχε πει η Κατερίνα ότι ο Τόμας έχει καταλάβει ότι κάτι γίνεται μεταξύ και των τριών μας. Νόμιζα ότι είναι ιδέα της αλλά είχε δίκιο. Μάλιστα. Η απάντηση στην ερώτηση που μου έκανες είναι τίποτα, τουλάχιστον όχι προς το παρόν.»
    - «Μα… πως;»
    - «Ελέγχεις όσα είναι στο χέρι σου να ελέγχεις. Τα υπόλοιπα φροντίζεις να τα διαχειριστείς και αυτό ακριβώς θα κάνω αλλά τώρα δεν είναι η ώρα.»
    - «Στέφανε…»
    - «Ευδοκία, ο πανικός είναι κακός σύμβουλος. Σε παρακαλώ ηρέμισε.»
    - «Σκατά τα έχω κάνει.» του είπα και σηκώθηκε και μου έριξε ένα χαστούκι που έκανε το κεφάλι μου να γυρίσει δύο σβούρες.
    - «Μη το συνεχίσεις.» μου είπε.

    Τότε συνειδητοποίησα τι είπα.

    Έφερα το χέρι που με χαστούκισε στα χείλη μου και το φίλησα.

    - «Σου ζητώ συγνώμη Αφέντη. Δεν έχω καμία δικαιολογία.»
    - «Πόσες;» με ρώτησε.
    - «Μέχρι να χάσω τις αισθήσεις μου» του είπα.
    - «Καλώς. Δεν θα είναι με τη ζώνη.»
    - «Όπως επιθυμείς» του απάντησα. Να με λιάνιζε με το whip, μου άξιζε.
    - «Ευδοκία στο είπα, ο πανικός είναι κακός σύμβουλος. Και όχι, δεν θεωρώ ότι τα έχω κάνει σκατά. Οι αποφάσεις που έχω πάρει στη ζωή μου είναι πως ό,τι επιθυμώ θα το κάνω στα ίσια και όχι στη ζούλα. Η ερωτική μου ζωή είναι δική μου και όχι των παιδιών μου. Το τι κάνω εγώ με τη μητέρα τους όταν κλείσει η πόρτα της κρεβατοκάμαρας δεν τους αφορούσε και δεν τους αφορά. Ό,τι θεώρησα σωστό για εκείνα τους το έδωσα, σε ό,τι ζητήσουν στη ζωή τους θα τα στηρίξω αλλά η ζωή μου ανήκει σε εμένα και σε κανέναν άλλον. Αφού ο Τόμας το ξέρει τόσο το καλύτερο. Ίσως μια μέρα να το μάθει και η Φανή και ελπίζω να το καταλάβει. Ως γονιός υπήρξα όσο καλύτερος μου επέτρεψαν οι δυνάμεις μου. Ναι έκανα τα λάθη μου, ειδικά με τη Φανή. Ο πατέρας τους ο Στέφανος θα είναι εκεί για ό,τι χρειαστούν, όποτε το χρειαστούν. Ο υπόλοιπος Στέφανος όχι.»

    Έστριψε ένα τσιγάρο και το άναψε.

    - «Πήγαινε στον ξενώνα. Θα κάτσεις εκεί μέχρι να σε φωνάξω. Ανά μία ώρα θα μου στέλνεις μήνυμα. Κάτσε εκεί και σκέψου πολύ καλά τι μου είπες πριν.»
    - «Δεν έχω δικαιολογία, Στέφανε.»
    - «Δε θα ξαπλώσεις στο κρεββάτι. Θα κάτσεις καθιστή στο πάτωμα, στη γωνία. Μέχρι να έρθω να σε βρω θα είσαι εκεί, μόνο για να πας τουαλέτα σου επιτρέπω να σηκωθείς. Πάρε ένα μπουκάλι νερό από το ψυγείο για να έχεις μαζί σου. Χάσου από μπροστά μου.»
    - «Μάλιστα» του είπα και σηκώθηκα τρέμοντας. Πήγα στο ψυγείο και πήρα ένα γεμάτο μπουκάλι νερό.

    Μπήκα στο δωμάτιο και πήγα και κάθισα στη γωνία αγκαλιάζοντας τα γόνατά μου. Έκανε ζέστη. Έπιασα το λουκετάκι για να πάρω δύναμη και θαρρείς μου έκαψε το χέρι.

    Το μαγάρισα.

    Ήξερα ότι ο Στέφανος θα το κάνει αυτό που είπε. Θα με μαστίγωνε μέχρι να χάσω τις αισθήσεις μου. Μου άξιζε χίλιες φορές και πάλι λίγο θα ήταν.

    Χαμήλωσα το κεφάλι μου. Το σώμα μου ίδρωνε αλλά η ψυχή μου είχε επιστρέψει και πάλι στην παγωμένη κόλαση.

    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
     
  6. Rupa

    Rupa New Member

  7. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    ~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~
    39.14 - Ο τετραγωνισμός του κύκλου
    ~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~
    Στέφανος

    Τράβηξα μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο και ο καπνός μου έκαψε το λαιμό. The cat was out of the bag, όσον τουλάχιστον αφορούσε τον Τόμας. Από τη φύση του πολύ κλειστός άνθρωπος είχε κατά κάποιο τρόπο και αυτός βρεθεί under the spell της Ευδοκίας. Τελείως διαφορετικός χαρακτήρας από τη Φανή αλλά με εξίσου κοφτερή νοημοσύνη δεν έλαμπε σαν την αδερφή του γιατί πολύ απλά τα ενδιαφέροντα της τελευταίας ήταν σε τομέα που ακόμα και ένα παιδί μπορεί να αποδώσει σαν ενήλικος. Το extended wisc-v που είχαν κάνει ως παιδιά έδειχναν του λόγου το αληθές, 203 ο Τόμας, 207 η Φανή. Πάνω, πολύ πάνω, και από τη μητέρα τους και τον πατέρα τους.

    Κάπου εκεί έπαιζε και η Ευδοκία, κατά κάποιο τρόπο ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να συνδεθεί μαζί τους σε αυτά τα επίπεδα… ίσως γιατί δεν τους αντιμετώπισε με το δέος που τους αντιμετωπίζαμε εγώ και η Κατερίνα. Μας είχε προειδοποιήσει πολλές φορές ο Χάρι και ξέραμε ότι έχει δίκιο και παρόλα αυτά έπρεπε να έρθει μια Ευδοκία για να ξυπνήσουμε απότομα κι εγώ και η Κατερίνα.

    Το μυαλό της Ευδοκίας ήταν αυτό που είχα ερωτευτεί πολύ πριν ερωτευτώ την ίδια. Ακόμα τη θυμάμαι, γυμνή από πάνω στην κάμερα, μασούλαγε το μολύβι της και μουρμούραγε. Το πρόσωπό της φωτίστηκε. «Το βρήκα, εις άτοπον»

    Το τηλέφωνο μου βούιξε, μου έστειλε το μήνυμά της.

    «Είμαι καθισμένη στη γωνία. Θέλω να το πιάσω το λουκετάκι για να πάρω δύναμη και το νιώθω σα να πιάνω πυρωμένο σίδερο. Ελπίζω να με συγχωρέσεις.»

    Δεν είχα θυμώσει μαζί της ούτε είχα απογοητευτεί. Η Ευδοκία ήταν σαν τη Φανή, όταν ένιωθε έντονη συναισθηματική φόρτιση πάγωνε, πανικοβαλλόταν, γινόταν επιθετική. Δε μπορούσα να το αλλάξω, μπορούσα μόνο να το διαχειριστώ. Για τη Φανή ο τρόπος ήταν η ίδια η Ευδοκία. Για την Ευδοκία υπήρχα μόνο εγώ.

    Πήρα το τηλέφωνο και κάλεσα.

    - «Μπαμπά;» μου απάντησε ο Τόμας.
    - «Έρχομαι από εκεί, πες ότι κάτι ξέχασες και στο φέρνω.»
    - «Μπαμπά…»
    - «Τόμας, σε παρακαλώ.»
    - «Ναι, μπαμπά. Σε περιμένω. Και ξέρεις τι; Ξέχασα όντως τη φορητή μου σκακιέρα, ο Μάνθος ξέρει ότι πολλές φορές κάθομαι και παίζω μόνος μου. Είναι στο γραφείο μου.»
    - «Σε πέντε λεπτά είμαι εκεί.»

    Πήρα τη σκακιέρα και κατέβηκα στο αυτοκίνητο. Έκανε ζέστη μέσα, άναψα το αιρκοντίσιον. Σε δύο λεπτά ήμουν στο σπίτι του Γιώργου και της Μυρτούς. Ο Τόμας με περίμενε κάτω. Σταμάτησα χωρίς να σβήσω τη μηχανή και του έκανα νόημα να μπει μέσα.

    - «Τόμας, τι ήταν αυτό που είπες στην Ευδοκία;»
    - «Μπαμπά… ξέρω. *ξέρω*»
    - «Τι ξέρεις;»
    - «Ότι κάτι τρέχει μεταξύ σας. Δεν θέλω να μάθω τι είναι αυτό αλλά ξέρω ότι για 6 εβδομάδες και οι τρεις σας ήταν σα να σας πλάκωνε ένα βάρος. Ήταν 6 εβδομάδες, ξεκίνησε λίγο πριν γίνει το τσίρκο με το θεώρημα της Φανής. 6 εβδομάδες έβλεπα την Ευδοκία μόνο όταν ερχόταν να κάνει μάθημα στη Φανή και τα Σάββατα όταν ερχόταν εδώ ο Τζος για να την πάρει να βγούνε. Τα παιχνίδια μου με την Ευδοκία στο σκάκι πολλαπλασιάστηκαν, λες και όλη της η ζωή ήταν τα μαθήματα με τη Φανή, ο ερχομός του Τζος το Σάββατο και τα παιχνίδια μαζί μου. Και ένα βράδυ γύρισα και τη βρήκα εκεί. Και ήταν σαν να είχε φύγει και από τους τρεις σας ένα βάρος. Ακόμα και από τη μαμά που ξέρω πόσο ζορίζεται ώρες-ώρες με τη σχέση που έχει η Φανή με την Εύη. Δεν θέλω να μάθω τι είναι γιατί δε μου πέφτει λόγος. Εσύ και η μαμά είστε χαρούμενοι και η Φανή που κατά τα άλλα είναι στον κόσμο της έχει δύο μαμάδες.»
    - «Το μήλο κάτω από τη μηλιά.»
    - «Μπορεί να είναι κι έτσι. Ο δικός μου κόσμος είναι πιο απλός και πολύ λιγότερο υψενικός. Εγώ και ο Μάνθος, ούτε τρίγωνα, ούτε τετράγωνα, αν γίνομαι κατανοητός. Δεν σας κρίνω. Θυμάμαι ακόμα εκείνο το βράδυ που με την ψυχή στα δόντια και παρά το γεγονός ότι σχεδόν είχατε υιοθετήσει το Νίκο, ήρθα και είπα σε εσένα και τη μαμά ότι είμαι gay και έχω αγόρι. Ακόμα θυμάμαι την απάντησή σου. “Gay σημαίνει χαρούμενος και είναι το μόνο που ενδιαφέρει εμένα και τη μητέρα σου. Πώς το λένε το αγόρι σου; Πες μας γι’ αυτόν”. Αυτό σημαίνει για μένα ο πατέρας Στέφανος και η μητέρα Κατερίνα. Από εκεί και πέρα το πως την βρίσκουν είναι δικό τους θέμα και μόνο.»
    - «Είμαι περήφανος για σένα, Τόμας. Περήφανος. Μπορεί να μην το δείχνω καλά αλλά είμαι.»
    - «Το ξέρω μπαμπά. Μου έχει πει η μαμά την ιστορία με τη δεξίωση στην πρεσβεία στην Ουάσιγκτον για τους μεγάλους Έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού. Ήμουν ενός χρόνου τότε και ο υπουργός εξωτερικών σε είχε ρωτήσει πώς αισθάνεσαι για το μεγαλύτερό σου επίτευγμα και εννοούσε το βραβείο σου. Και του απάντησες “απέραντη αγάπη” και του έδειξες μια φωτογραφία μου και του είπες: “αυτό είναι το μεγαλύτερό μου επίτευγμα” αφήνοντάς τον παγωτό.»
    - «Σ’ αγαπάω αγόρι μου. Πολύ.»
    - «Κι εγώ μπαμπά!»
    - «Λοιπόν, άντε στον καλό σου τώρα. Σε παρακαλώ κάθε βράδυ να μας παίρνετε ένα τηλέφωνο.»
    - «Εννοείται μπαμπά…» και μετά χαμογέλασε σαν κάτι να σκέφτηκε. «Και μετά σου λένε ότι ο κύκλος δεν τετραγωνίζεται.»
    - «Νεαρέ ζορίζεις την τύχη σου» του είπα χαμογελώντας για τη μπηχτή.
    - «Χαμογέλασες, δε χαμογέλασες;» με ρώτησε.
    - «Καλά να περάσετε. Να μεταφέρεις του χαιρετισμούς μου σε Γιώργο, Μυρτώ και Μυρσίνη.»
    - «Φυσικά. Καλά να περάσετε κι εσείς.» μου είπε και βγήκε έξω.

    Γύρισα στο σπίτι.

    Κάθισα στο πιάνο και άρχισα να παίζω. Πόσο καιρό είχα να παίξω; Μικρότερος έπαιζα τουλάχιστον μια ώρα κάθε μέρα.

    Το σαλόνι πλημμύρισε από τον ήχο του Heroic Polonaise

    Έχασα κάμποσες νότες, το κομμάτι είναι δύσκολο και είχα πολύ καιρό να παίξω. Δε βαριέσαι, ποτέ δε μου άρεσαν τα εύκολα. Λάθη δεν κάνει μόνο όποιος δεν προσπαθεί.

    Την τρίτη φορά έπαιξα σωστά όλο το κομμάτι. Χαμογέλασα και βγήκα στη βεράντα και άναψα ένα τσιγάρο. Λίγη ώρα αργότερα το τηλέφωνό μου βούιξε.

    «Είμαι στη γωνία μου. Το λουκετάκι μού καίει τα χέρια μα δε με νοιάζει. Έσφαλα και θα τιμωρηθώ.»

    Σηκώθηκα και πήγα στον ξενώνα. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Η Ευδοκία καθόταν στη γωνία δίπλα από το παράθυρο έχοντας αγκαλιά τα πόδια της και σφίγγοντας με το χέρι της το λουκέτο. Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού χωρίς να πω κάτι. Με κοίταξε στα μάτια και χαμήλωσε πάλι το βλέμμα της σφίγγοντας ακόμα περισσότερο το λουκέτο.

    - «Τι συμβολίζει αυτό που σφίγγεις στο χέρι σου, Ευδοκία;»
    - «Ότι είμαι δική σου. Ότι εσύ με ορίζεις.»
    - «Εξακολουθείς να πιστεύεις ότι τα έχεις κάνει όλα σκατά;»
    - «Όχι. Όχι. Σκατά τα έκανα τη στιγμή που είπα αυτό το πράγμα.»
    - «Γιατί το είπες;»
    - «Δεν έχω δικαιολογία, Στέφανε. Καμία.»
    - «Δε σου ζήτησα να δικαιολογηθείς, σε ρώτησα γιατί το είπες.»
    - «Γιατί είμαι ανόητη. Γιατί η … όχι, δεν είναι ζήλεια. Δεν είναι ζήλεια. Δεν μπορώ να γίνω Κατερίνα και ποτέ δε θέλησες μια νέα Κατερίνα. Ευδοκία θέλησες. Ευδοκία έχεις. Δεν είμαι εγώ το soul mate σου. Έπεσα στα πόδια σου και σου είπα ότι το μόνο που θέλω να κάνω είναι να σε υπηρετήσω με όποιο τρόπο επιθυμείς. Μα δεν ήταν προσφορά, ποτέ δεν ήταν προσφορά. Γονάτισα όχι για να σου προσφέρω αλλά… γιατί δεν μου έμενε τίποτε άλλο να κάνω ελπίζοντας… ελπίζοντας να με δεις. Το πρωί που ήμουν μόνη μου στο σπίτι σκέφτηκα… σκέφτηκα ότι κατά κάποιο τρόπο το όνειρό μου θα εκπληρωνόταν, έστω και για μερικούς μήνες το χρόνο θα ήμουν η γυναίκα του Στέφανου και η μαμά της Φανής. Ένιωσα ταυτόχρονα χαρά και ντροπή. Και μετά… μετά από αυτό που μου είπε ο Τόμας… ένιωσα σαν η σκέψη που έκανα να προκάλεσε τους Θεούς.»
    - «Δεν είναι παράλογο να ζηλεύεις ακόμα Ευδοκία, όπως δεν είναι παράλογο να κάνει το ίδιο η Κατερίνα. Δε σου ζητάω να το σταματήσεις διά μαγείας, δεν δουλεύει έτσι αυτό. Σου ζητάω να το διαχειριστείς. Αν πίστευα ότι δεν μπορείς να το κάνεις δεν θα σου είχα περάσει το λουκέτο όσο ερωτευμένος και αν είμαι μαζί σου. Έχω επαφή με τα συναισθήματά μου αλλά δεν αποφασίζω με βάση αυτά. Δύο φορές το έχω κάνει, δύο λάθη που δεν μπορώ να πάρω πίσω. Δε μου πέρασε ο θυμός, τον διαχειρίστηκα βάζοντας τον στη ζυγαριά με το διακύβευμα. Αυτό θα κάνεις κι εσύ, θα το διαχειριστείς.»
    - «Το κάνω Αφέντη μου. Δεν το έχω καταφέρει ακόμα αλλά το κάνω.»
    - «Κι εγώ είμαι εδώ για να σε βοηθήσω με όποιο τρόπο μπορώ.»
    - «Σε ευχαριστώ Αφέντη μου.»
    - «Έλα μαζί μου» της είπα και σηκώθηκα και πήγα στο γραφείο μου.

    Απέναντι από το γραφείο μου, δίπλα από τη βιβλιοθήκη είχα ένα ψηλό ράφι. Άνοιξα το κουτί που είχα στο ράφι και έβγαλα από μέσα του δύο βιδωτούς κρίκους με μακριά βάση. Σήκωσα το ράφι από τη θέση του και κούνησα το τραπεζάκι που ήταν από κάτω του αποκαλύπτοντας δύο τρύπες. Βίδωσα τους κρίκους χαμηλά κάτω και πήρα τους άλλους δύο κρίκους και τους βίδωσα στα στηρίγματα του ραφιού. Έβγαλα από το ράφι τα δερμάτινα βραχιόλια με τους κρίκους τους. Τέσσερεις, ένα για κάθε πόδι και για κάθε χέρι.

    - «Γδύσου» τη διέταξα και όταν το έκανε της πέρασα τα δερμάτινα βραχιόλια στα χέρια και στα πόδια της. Πήρα τέσσερεις αλυσίδες και ένωσα τα κλιπς τους με αυτές στα χέρια και στα πόδια της και με αυτές του τοίχου με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σε σχήμα Χ σε απόσταση 30-40 εκατοστών από αυτόν.

    Τελευταίο που βγήκε από το κουτί ήταν το whip το οποίο παρά το γεγονός ότι το χρησιμοποιούσα σπάνια ήξερα να το χειρίζομαι πολύ καλά.

    Έβγαλα ένα γκαγκ. Δεν ήθελα να σφίξει τα δόντια της, μπορεί να πάθαινε καμιά ζημιά. Της το φόρεσα και το έσφιξα. «Δε θα μετράς» της είπα.

    Έριξα την πρώτη στην πλάτη της κάνοντάς την να μουγκρίσει. Την είχα δέσει πολύ γερά, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να μουγκρίζει.

    Δεύτερη, τρίτη, τέταρτη.

    Σταμάτησα να μετράω.

    Όταν τέλειωσα η πλάτη της ήταν κόκκινη αλλά είχα φροντίσει να μην τις προκαλέσω ανοιχτές πληγές. Της έλυσα το γκαγκ.

    - «Συγνώμη Αφέντη μου, συγνώμη… συγνώμη…» μου είπε κλαίγοντας.

    Την έλυσα και την πήγα στο δωμάτιό μου. Την έβαλα να ξαπλώσει μπρούμητα και της περιποιήθηκα απλώνοντας κρέμα στην πλάτη της. Η Ευδοκία είχε σταματήσει να κλαίει. «Μπορείς να σηκωθείς» της είπα.

    Σηκώθηκα όρθιος και ήρθε και γονάτισε μπροστά μου.

    - «Θυμάμαι το νήμα που έγινε η αφορμή για να γνωριστούμε» μου είπε «Μου είχε φανεί τρελό αυτό που είχε πει εκείνη η κοπέλα και μου είχε κάνει εντύπωση… “Ο Αφέντης σου ξέρει” της είχες γράψει “γι’ αυτό σου επέτρεψε να ανοίξεις το νήμα. Δεν το έκανε για να πάρεις τη βοήθεια του κοινού αλλά για να το καταλάβεις εσύ η ίδια, από μόνη σου”. Τόσους μήνες και σήμερα πρώτη φορά το κατάλαβα κι εγώ. Σε ευχαριστώ, Στέφανε» είπε και πήρε πρώτα το ένα και μετά το άλλο μου χέρι και μου τα φίλησε.
    - «Για πιο πράγμα, Ευδοκία;»
    - «Γιατί ο πόνος του μαστίγιου υπενθύμισε εμφατικά την αξία του λουκέτου»
    - «Πάμε παρακάτω» της είπα.

    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
     
  8. Κρουελα

    Κρουελα Regular Member

    Λάθη δεν κάνει μόνο όποιος δεν προσπαθεί.

    !!!!!!!!!!!!
     
  9. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    ~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~
    39.15 - Claire de Lune
    ~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~~-~-~-~-~-~-~-~
    Ευδοκία

    Η πλάτη μου πονούσε αλλά ο Στέφανος με είχε συγχωρήσει, τίποτε άλλο δεν είχε σημασία. «Πάμε παρακάτω». Δεν ήταν σύνθημα, ήταν εντολή. Δεν είμαι η Κατερίνα, δεν μπορώ να γίνω η Κατερίνα. Είμαι εκεί για να του δώσω αυτά που επιθυμεί να πάρει από εμένα και όχι αυτά που επιθυμώ η ίδια να δώσω. Αυτός ήταν ο φυσικός νόμος που πάλευα ακόμα να αποδεχτώ. Ο Στέφανος το ήξερε μα το λουκετάκι συμβόλιζε αυτό ακριβώς: «Μπορείς και θα το πράξεις»

    Ο Στέφανος που ήταν ξαπλωμένος πλάι μου γύρισε και με κοίταξε

    - «Ευδοκία;»
    - «Πες μου»
    - «Μου έχει λείψει η Ευδοκία μου, το πειραχτήρι μου. Θέλω να γίνεις πάλι ο εαυτός σου κοριτσάκι μου, δε θέλω ένα φοβισμένο πλάσμα. Το λουκέτο είναι για να σε καθησυχάζει, όχι να σε φοβίζει. Ξέρω πόσο δύσκολοι ήταν οι τελευταίοι μήνες για σένα αλλά θέλω πίσω την Ευδοκία που ερωτεύτηκα. Το απαιτώ.»
    - «Δε με φοβίζει το λουκέτο, την ανυπαρξία του τρέμω.»
    - «Σκοπεύεις να το βγάλεις;»
    - «ΌΧΙ!!!!!»
    - «Σκοπεύεις να με κάνεις να το βγάλω;»
    - «ΟΧΙ!!!!!»
    - «Τότε έχεις την απάντησή σου!»
    - «Θέλεις να πάμε να παίξουμε σκάκι στη βεράντα;»
    - «Θα είσαι τρυφερή μαζί μου;»
    - «Όχι, έφαγα αρκετό ξύλο για σήμερα!»
    - «That’s my girl! Πάμε!»

    Κατεβήκαμε κάτω στη βεράντα και στήσαμε τη σκακιέρα.

    - «Κλασσικό;» με ρώτησε.
    - «Ό,τι θες εσύ» του απάντησα.

    Δυόμιση ώρες αργότερα φτάσαμε στις 40 κινήσεις. Δέκα κινήσεις αργότερα και μετά από ένα take-take-take storm που περιλάμβανε queen exchange μπήκαμε στο end game. Πύργος και τρία πιόνια vs αξιωματικού, ίππου και δύο πιόνια. Ήταν πραγματική μάχη αλλά αργά και σταθερά και παίζοντας πολύ προσεκτικά κατάφερα συνδυάζοντας αξιωματικό και ίππο να φέρω πίσω στο παιχνίδι βασίλισσα.

    - «Κέρδισες» μου είπε και μου έδωσε το βασιλιά του.
    - «Ήταν πολύ καλό παιχνίδι. Καλό το rapid και το blitz αλλά σαν το κλασσικό τίποτα.»
    - «Θέλεις να παίξουμε άλλο ένα;»
    - «Και το ρωτάς;» του είπα χαμογελαστή.

    Στο παιχνίδι αυτό οι ρόλοι αντιστράφηκαν, μου έστησε μια πολύ περίτεχνη παγίδα και την πάτησα. Μπήκα στο end game με μειονέκτημα και το μόνο που μπορούσα να ελπίζω ήταν σε λάθος υπολογισμό του μήπως καταφέρω και αποσπάσω ισοπαλία. Παραιτήθηκα όταν το mate απείχε 7 κινήσεις. Του έδωσα το βασιλιά μου.

    - «Εξαιρετική η παγίδα που μου έστησες» του είπα με πραγματικό θαυμασμό.
    - «Δεν περίμενα ότι θα τσιμπήσεις» μου απάντησε.
    - «Δεν το διάβασα καλά εκείνη τη στιγμή. Μου το είχες ξανακάνει αυτό με το fork και την πάτησα και πάλι. Πύργος για αξιωματικό αλλά νόμιζα ότι μπορούσε να με καλύψει ο άλλος αξιωματικός ενώ στην πραγματικότητα ήταν ο άλλος αυτός ακριβώς που ήθελες να ξεφορτωθείς. Υπέροχο, απλά υπέροχο!» του είπα χαμογελαστή.
    - «Μίλησα με τον Τόμας» μου είπε κάνοντάς με να ξεροκαταπιώ.
    - «…και;»
    - «Ουσιαστικά μου είπε ότι εγώ και η Κατερίνα κάναμε ό,τι πρέπει για τα παιδιά μας και το πώς την βρίσκουμε δεν τον αφορά. Και αυτό δεν αφορά μόνο εσένα, αφορά και το Χάρι κρίνοντας από τη σπόντα που μου πέταξε. Δεν μιλάει καθόλου αλλά μας διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο. Ήταν πάντα μοναχικό παιδί, ανεξάρτητο. Ποτέ δε ζήτησε βοήθεια σε οτιδήποτε.»
    - «Με τον Τόμας μιλάμε αρκετά, δεν παίζουμε μόνο σκάκι. Μια από τις αγαπημένες μας ασχολίες είναι να βλέπουμε και οι δύο μια σειρά και να σχολιάζουμε στο chat. Άλλες φορές μου στέλνει να δω διάφορα βίντεο, συνήθως με μουσική και μετά με ρωτάει πώς με έκανε να νιώθω και μου έλεγε και ο ίδιος τι συναισθήματα του γεννούσε. Το μακράν αγαπημένο μου είναι όταν μου στέλνει memes. Τόσο καιρό μιλάμε και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το είπε αυτό σήμερα, Στέφανε.»
    - «Αν δεν μπορείς να καταλάβεις εσύ που είσαι στο επίπεδό τους, οι υπόλοιποι δεν έχουμε καμία ελπίδα.»
    - «Στέφανε…»
    - «Ευδοκία, σε παρακαλώ…» μου είπε μαλακά και δεν συνέχισα.
    - «Έπαιζες πιάνο το απόγευμα, το Heroic Polonaise. Τρεις φορές και την τρίτη φορά δεν έκανες κανένα λάθος.»
    - «Ώρες-ώρες ξεχνάω ότι παίζεις κι εσύ πιάνο.»
    - «Θέλεις να σου παίξω κάτι; Πάντα το αγαπούσα… τις 6 εβδομάδες… ανέβαινα στους γονείς μου… και το έπαιζα… για…»
    - «Πολύ θα το ήθελα» μου είπε.

    Πήγαμε μέσα και κάθισα στο πιάνο. Τα χέρια μου άρχισαν να χαϊδεύουν τα πλήκτρα.

    - «Claire de Lune… θαυμάσια επιλογή» μου είπε ο Στέφανος.

    Το μυαλό μου άδειασε και μέσα μου έρεαν οι νότες και τα αισθήματα. Πόσο διαφορετικά ήταν σήμερα από τις 6 εβδομάδες μακριά Του.

    Όταν τέλειωσα ένιωθα πολύ καλύτερα. Γύρισα και τον κοίταξα και μου χαμογελούσε.

    Δε σήκωσα τα χέρια μου από το πιάνο. Του χαμογέλασα και ξεκίνησα πάλι.

    - «Tempest, 3rd movement»

    Το μυαλό μου άδειασε και πάλι. Μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια, τα αισθήματα με πλημμύρισαν. Ήμουν δική του, ήμουν εκεί που με ήθελε. Έπαιζα πιάνο για τον Αφέντη μου, τα χέρια μου χόρευαν στα πλήκτρα του πιάνου προσπαθώντας να εκφράσω τα αισθήματά μου με το μόνο τρόπο που ήξερα μέχρι που τον γνώρισα.

    - «Για σένα» του έλεγα ξανά και ξανά. «Για σένα… για σένα…»

    Το επόμενο κομμάτι με έφερνε στα όριά μου αλλά δε φοβόμουν τίποτα.

    - «Για σένα… για σένα…»

    Το σαλόνι πλημμύρισε με τους ήχους της σονάτας του σεληνόφωτος.

    - «Για σένα… για σένα… για τον Αφέντη μου…»

    Τα μάτια μου έκαιγαν. Η ψυχή μου πετούσε, ανάλαφρη σαν πούπουλο, στροβιλιζόταν σε ένα ξέφρενο βαλς με το καλοκαιρινό αεράκι και ο ξελογιάστης μπάτης την πήρε ψηλά και την έκανε ένα με τον καλοκαιρινό ουρανό.

    Ο Στέφανος με κοιτούσε, τα μάτια του ήταν δακρυσμένα.

    - «Για εσένα Αφέντη μου. Μόνο για εσένα.» του είπα και έπεσα γονατιστή στα πόδια του και τα αγκάλιασα και σφίχτηκα πάνω τους. «Μόνο για σένα.»

    Μου έδωσε το χέρι και με σήκωσε. Όταν σηκώθηκα μου πήρε τα δύο χέρια και τα έφερε στο στόμα του και τα φίλησε. Και τότε έκανε κάτι που δεν είχε ξανακάνει. Με σήκωσε, με πήρε στα χέρια του. Με πήρε στα χέρια του και ανέβηκε τις σκάλες. Με πήγε στο δωμάτιό του και με άφησε απαλά πάνω στο κρεβάτι. Μου τράβηξε το σορτσάκι που φορούσα και μου κατέβασε το εσώρουχο. Με σήκωσε απαλά και μου έβγαλε και το φανελάκι αφήνοντάς με τελείως γυμνή. Έβγαλε το μπλουζάκι του, το κορμί του ήταν ιδρωμένο. Έβγαλε τη φόρμα που φορούσε και το εσώρουχό του.

    - «Μπορείς να τελειώσεις όσες φορές θες» μου είπε και ξάπλωσε δίπλα μου και με φίλησε βαθιά, άγρια, παθιασμένα… Το χέρι του μου χάιδευε και μου μάλαζε το στήθος και μετά κατέβηκε και το έβαλε μέσα μου. Τον ήθελα τόσο πολύ που πονούσα. Κατέβηκε και άρχισε να με φιλάει στο στήθος κάνοντάς με να νιώσω σα να με διαπερνάει ρεύμα. Χαμήλωσε ακόμα πιο πολύ και βούτηξε τη γλώσσα του μέσα μου. Η γλώσσα του χόρευε μέσα μου όπως λίγη ώρα πριν τα χέρια μου χόρευαν πάνω στα πλήκτρα κάνοντας το σώμα μου να τραντάζεται. Τα χέρια του ήταν και στα δυο μου στήθη και τα μάλαζαν δυνατά, τα πόναγαν μα ήταν υπέροχο… τόσο υπέροχο…

    Σηκώθηκε και ήρθε πάνω μου. Τον κοίταξα στα μάτια με όλη μου την αγάπη, με όλη μου την υποταγή. Πάρε με Αφέντη μου, όπως θέλεις. Είμαι δική σου, είμαι δική σου… δική σου… δική σου… Μπήκε μέσα μου και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τη φωνή μου. Ήταν μέσα μου, με γέμιζε, με έκανε πλήρη με κάθε τρόπο που μπορούσε ένας άνθρωπος να νιώσει πληρότητα.

    Οι ρυθμικές του κινήσεις μέσα μου… οι κοφτές του ανάσες… ο ιδρώτας στα σώματά μας… παραδομένοι και οι δύο στο αρχέγονο βαλς του αρσενικού με το θηλυκό.

    Επιτάχυνε το ρυθμό του. Ο οργασμός μας ήρθε ταυτόχρονα, ένιωσα μέσα μου την έκρηξή του ταυτόχρονα με δική μου, ένιωσα τη φωτιά μέσα μου βαθιά. Τον κοίταξα με λατρεία, ακόμα μέσα μου, προσπαθώντας να βρει τις ανάσες του. Έπεσε πάνω μου χωρίς να βγει από μέσα μου. Με φίλησε τρυφερά στο στόμα.

    Τραβήχτηκε από μέσα μου και χαμήλωσα και τον πήρα στο στόμα μου και τον καθάρισα, γεύτηκα τους ανακατεμένους μας χυμούς.

    Μου έκανε νόημα να έρθω στην αγκαλιά του. Ξάπλωσα και πέρασε το δεξί του χέρι πάνω από το ανάγλυφο που είχε αφήσει το μαστίγιο στην πλάτη μου.

    Τον χάιδεψα απαλά στη κοιλιά και στη συνέχεια με τα ακροδάχτυλά μου στην μέση και μετά ανάμεσα στους μηρούς που είχα καταλάβει ότι το λατρεύει. Συνέχισα με τα ακροδάχτυλά μου και τα πέρασα απαλά από τα αρχίδια και τον πούτσο του.

    - «Χμμμ… μου είπε.»
    - «Θέλεις να σταματήσω;» του είπα παιχνιδιάρικα.
    - «Ορίστε… με καύλωσες πάλι» μου είπε και καλά αυστηρά.
    - «Κι εγώ γιατί είμαι εδώ;» του είπα σκανταλιάρικα και κατέβηκα χαμηλά και τον ξαναπήρα στο στόμα μου.

    (ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
     
  10. sapfw

    sapfw out of order Contributor

    Ουφ... Πάω για κρύο ντουζ...
     
  11. D Q Juls

    D Q Juls Αρχή...Διαδρομή...Ηδονή...

    Υ Π Ε Ρ Ο Χ Ο !
     
  12. mystique

    mystique Owned Premium Member Contributor

    “Discipline is choosing between what you want now and what you want more.”
    Abraham Lincoln