Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

1281 Η Ιστορία ενός Ήρωα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 9 Αυγούστου 2023.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    A

    Message in the 11th Bottle/Max the Dog is dead/Τα Σκιάχτρα/Κ

    Για την επανάσταση του Μάδα έγραψαν πολλοί. Τα περισσότερα τα χάραξαν οι τέσσερις τρελοί της αποκάλυψης, στο μεγάλο βιβλίο με το διάφανο εξώφυλλο και τις σελί δες τις μαύρες. Τα σημένια του γράμματα πυξίδα για τις επόμενες γενιές.

    Νότες της Αμπέλου από κεριά στου κενού τη φυλακή…

    Με τα σπόρια και της φωτιάς τα πλάνα

    Ενάντια στους φίλους τους παλιούς

    Μάδα γκρέμισες του πόνου μας τα βράδια

    Κι εσύ ξύλινος και στάχτη, νεκρός δε μας ακούς

    Η Δία και ο Βόλος με την έναρξη της σύγκρουσης, τους πιο μεγάλους στρατηγούς από τα πέρατα του σύμπαντος κάλεσαν για βοήθεια απέναντι στον Μάδα.

    Ο Μάδα δίπλα στο Κτίσμα τη σκηνή του έστησε και στα μονοπάτια του πολέμου με τις μνήμες του φωτιά έβαλε σε κύκλο ολού και θετου. Οι λέξεις της ηχού καπνιστές πυγολαμπίδες.

    -Οι θεοί γνωρίζουν το καλύτερο για μας Μάδα. Η Εύα στον άνεμο το κορμί της δωρίζει. Σκυλιά οι τέσσερις του νέμου προσταγές κι αυτή ανάμεσα τους χορεύει μέχρι αυτά γλυκά τα ξύλα να ποτίσουν.

    -Και πως σίγουρη για αυτό είσαι ανάσα μου; Ο Μάδα σκυθρωπός τα σκυλιά φοβάται, σα προστάτης το κορμί του βάζει.

    -Θεοί Μάδα, αυτοί τα πάντα ορίζουν, το τέλος, τη μέση, την αρχή.

    -Και γιατί τότε ο δρόμος λασπωμένος; Του κακού το τραχύ και κάλος;

    Η Εύα χαμόγελο πλατύ του δίνει, ήλιος που φωτίζει τη νύχτα της ψυχή του.

    -Μας δοκιμάζουν, μας εκπαιδεύουν και στα δύσκολα πιο δυνατούς και το πώς να τα καταφέρνουμε, γλυκέ μου Μάδα. Το ξύλινο της χέρι απλώνει και στα χηρα του ζεστή καρδιά, καλή βραδιά. Ο Μάδα το χέρι της σφίγγει και το φιλά, το στόμα του ανοίγει, το μάνταλο του χαλασμένο. Ήχοι σκληροί.

    -Και γιατί έτοιμος από την αρχή δεν… Το φιλί της το ξίδι του ποτίζει. Υγρά, ζεστά, νερό και μέλι. Ο Μάδα και η Εύα στο δικό τους κόσμο βυθίζονται, βαθιά.

    Τώρα, ο Μάδα τα δάκρυα του βγάζει και με αυτά τις αναμνήσεις του ξεπλένει. Αφροί βρώμικοι στο νερό να θέλουν αλλά να χάνονται. Σε κύκλο μεγάλο και από αυτόν στα χίλια μέτρα μακριά.

    Δέκα του παρά και λίγο της χιλιάδας, τα Κάλι. Σε τετράγωνη σκηνή τέσσερις του Σταυρού οι στρατηγοί τους.

    Η Διά βόητη η Μπουμπού η Λίνα, με τη μακριά της ίνα, τα σπηλαιώδη ενδότερα και ανήλιαγα υπόγεια του Αξιός και Σέβαστος στα Ορθόδοξα παλάτια Κο Λόκο Τρώνης.

    -Εδώ γλυκέ μου σε πονεί;

    -Αχ Μπουμπού με σφάζει η Σάριζα σου η χοντρή. Το κόμπο να το βρεις και στα σκυλιά να σφάξεις.

    -Να το αποσύρω μικρέ και του Κεφαλαίου Πέριξ;

    -Αλάrga τα σπάθια σου και πιο βαθιά μου μπήξτα.

    Κάτω από του βράχου τα σαράντα και πλέον πόδια του Λόκο, ο δέκαπεστα εκατοστά, να το σκίσω ή να τα φήσω, ο Αλή Πατάς και Κιούτα Χι, την αχανής στοματική κοιλότητα του Ματωμένου Γάτου Μιάου Λι εξερευνά και ψάχνει για Μαράζια.

    Το σπάνιο αυτό άνθος που στους Γάτους κατά τη διάρκεια του οίστρου τους φουσκώνει, σχήμα άγκυρας έχει, τρυπά, μπαίνει και αν τα πηχτά μικρά του δεν απλώσει, για πάντα μένει. Η φωνή του Μιάου, σπαραχτική και απελπισμένη.

    -Το βρήκες ωρέ Πατά;

    -Ψάχνω, ασθενικέ μου Λι, αλλά τα υγρά δεν βρίσκω. Μήπως να συμπληρώσω λίγα από τα δικά μου. Τα λάδι σου στο σκούρο και λίπαντικό καθόλου. Ο Ματώ και μένω Γάτω, το στόμα του ανοίγει, μέχρι που σκίζεται. Μαύρα πουλιά ξεφεύγουν από τα εσωτερικά νησιά του.

    -Για δες τώρα πιο καλά.

    -Μα δεν βλέπω.

    -Μήπως ακούς;

    -Ούτε καν μυρίζω και πριν προλάβει ο Κιούτα το Μαράζι του Μιάου Λι να δει, να γγίξει ή να μυλήσει, η πόρτα της σκηνής ορθάνοιχτα ανοίγει και μέσα εισβάλει, ο Βόλος.

    Τεράστιος, βαρύς και στιβαρός Πειθώνας και Καβάλα του με του Ζαρ τις Τιέρες τι μαύρες και με μπουμπούκια βαφτισμένες, η των όμορφων καμπύλων, να γονατίσω αρχόντισσα και θρησκεία γω να ‘λάξω, η Δίας.

    -Τι χύνεται εδώ και πίσω δεν γυρνάει; Να σαλπίσω την επίθεση ή το گاور

    Λεύτερο να φήσω;

    (-Κυρία, τι είναι το گاور; Μαθητή, φύλο ελεύθερο και της ιστορίας Νάτο.

    -Παιδί άπιστο και βαφτισμένο Όχι. Πατέρας του ο Πύρος και πάνα του ο Λάτρης. Η Κυρά της ρίας. )

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Max the Dog is dead

    1281 Η ιστορία ενός Ήρωα (Β)

    Κύκλους πίσω ο χρόνος κάνει και του γερμανικού γυροβολιές…

    Κατά τη διάρκεια της θεϊκής πλημμύρας, τα κύματα μεγάλα και η Εύα στα βράχια πέφτει. Του εύθραυστου η κούκλα, η διάσπαση μεγάλη και τα κομμάτια της και Κάλι στον άνεμο σκορπίζονται, δίχως μπούσουλα σκοπό και τέμπο και στην παραλία πέφτουν.

    Δεκάδες οι μικροί της Εύας οι σταυροί, απολειφάδια το νερό να φτύνουν, την άμμο βήχουν και στη Ζωή τη νέα νάστημα σηκώνουν. Κάποια τρέμουν, άλλα κλαίνε, δίχως μάνη και πατέρα, ορφανά αρχής.

    Μία του θηλυκού σταυρού, το κεφάλι της ψηλά, τα χέρια σε διάσταση και με θόρυβο τρανό ενώνει. Μια ορδή μικρή του π καθόλου, γύρω της μαζεύει. Το νομα της Μπου μπού και το επί θετό της Λίνα.

    Τώρα στη σκηνή τη φωνή υψώνει και τις ουλές τονίζει στα στενά.

    -Και φυσικά κι αφύσικα και πάλι όχι. Αδύνατο και ανέφικτο και πως θα μπορούσε αλλιώς να είναι; Όλους μας σ’ ένα Ε ξανά να νώσει; Σε μία φίλη, φυλή, σε δρόμο ένα, όχι.

    Ο καθένας από εμάς του αλλιώτικου σταυρός. Ανεξάρτητοι, ελεύθεροι και της μονοκρατίας όχι και πάλι όχι. Τα ξύλινα της χέρια τη τράπεζα βροντούν. Κυκλική που γέρνει και κυλάει παρά κει πιο πέρα.

    Πίσω στο χρόνο και στα παλιά χαλιά, ομάδες Τροία παίζουν, του σταυρού τα Κάλι. Τρεις ομάδες, αντίπαλη η κάθε μια στις άλλες. Οι δύο από αυτές, με είκοσι και δύο μαχητές και η τρίτη με είκοσι μονάχα. Όποια ομάδα από τις τρεις τον Ίππο πρώτη θα καβά και λύσει, αυτή είναι που το έπ κι αθλό κερδίσει.

    Όμως του κινέζου Σου και Τσού, οι δύο ομάδες προς την τρίτη στοχεύουν, αυτή με αρχηγό τη Λίνα. Στόχος την ομάδα της Μπου και μπου τη πιο μικρή σε πλήθος να λιανίσουν και μετά οι δυο τους.

    Η Μπου την ομάδα της χωρίζει, σε δύο και τον ένα πάνω στον άλλο ψηλά νεβάζει. Σταυρός θεριά με κόλπο στον Ίππο να νέβουν. Το παράδειγμα της ακολουθούν και άλλες του δυο οι μάδες.

    -Τι ηλί και θεία, ανόητη Μπουμπου, πιο ψηλά εμείς θα φτάσουμε, περισσότερους από ‘σένα έχουμε. Και στα ψηλά, καθώς φτάνουν σκάλα του ψιλού σταυρού θυμίζουν. Την ίνα τη μακριά η Μπουμπού απλώνει, τα αδύναμα θεμέλια γκρεμίζει και τις δύο μάδες ρίχνει στα χαμηλά. Βουνά μικρά, από σαράντα και 4 σταυρ αετ ούς. Πάνω τους με δική της προσταγή τα είκοσι ακόμα τα δικά της και η κορυφή μία τώρα.

    -Πατείς, πα ν του, πατώ και στον Ίππο του Δουρεί πρώτη εγώ θα βγω.

    Ο χρόνος στη Τούμπα μένει και πάλι στο εμπρός και τώρα, η Δίας χαμό και γέλιο του Φιδιού στη Μπου και μπου χαρίζει…

    -Μια γυναίκα, ένα μάτσο άντρες. Μία Μπουμπου και Λίνα, μονάχα αυτή θα μπορούσε γιου κι βέτσι να μιλήσει… Βήχας ξηρός και της βλογιάς ψιλό τριμμένος.

    -Αν στον πατέρα Μάδα μιλούσαμε και τις ανησυχίες σερβίραμε σε δίσκο του μικρού, γνώμη θα λλαζε ίσως ναι μπορεί και ο Χ. Μάγχη δεν χρειάζεται κι ούτε ουρανό με χαλασμό γεμάτο.

    Κεφάλια μεγάλα, κεφάλαια μικρά, την πηγή της φωνής αναζητούν. Ο Αλή Πατά και Κιούτα Χ, ξερωκαταπίνει αλλά τα δέκαπεστα εκατοστά του αλύγιστα βαστά.

    Ξο και πίσω στο χρόνο πάλι, και λίγμό μετά τη θεϊκή πλημμύρα, σε μοναχικό πηγάδι, τριάντα κι εφτά τα μικρά τα Κάλι που κινδυνεύουν με πνιγμό. Παγιδευμένα ‘ναι, αλλιώς δε μπορούν να κάνουν. Βοή και θεια φωνάζουν για να βγουν αλλά κανείς, ψυχή κανείς. Το έδαφος της λάσπης καμωμένο, μέσα να πατήσουν και το ένα στο άλλο να σκαρφά και λιώσουν, δύσκολο πολύ. Ο Αλή Πατά και Qutα Χι, τα’ κρα του τα τέσσερα στο ναι και ρο μαλά και κώνει και με 4 του απότομου τα κρακ, κομμάτια σπάει. Σε ξύλο ‘να δένει, φτύνει κι ενώνει και μέσα στη λάμια και στο βούρκο, βαθιά βυθίζεται. Μέχρι το βράχο να βρει, σεντούκι σα θυμίζει. Πάνω του τα 37 τα άλλα και το πιο πάνω και στη κορυφή…

    -Μάδα νάτο, χέρια είναι αυτά, από το πηγάδι το φευγάτο;

    (-Παίξε ντα και ούλι να μάθουν την ιστορία ούλη. Nte ke fi.

    -Θα πε και παίξω αλλά σήμωσε και την αμοιβή μου δώς μου και τα γυαλιά σου φόρεσε γιατί εγώ Ζουρνάς και Χ νταούλι. Ζουρνάς)


     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Γάμμμα (1281)

    Max the Dog is dead

    -Μάδα έρωτα θέλω να κάνουμε. Παθιασμένο, να πονέσω, αστείο, να γελάσω, απελπισμένο, να ματώσω. Η Εύα τη Ζώνη σφίγγει. Οι κάμπιες λες και με οξυγόνο τα στήθια της φουσκώνουν.

    Δύο σταυροί, ξύλινοι μικροί θεοί στο κορμί της ξεχωρίζουν. Ρώγες της αιχμής, στις καμπύλες της φυγής, τα ποντίκια σημαδεύουν. Η αριστερή το νι, μι, δι ή της έπαρσης η όρθωση ο Κος Λόκο Τρώνης και η δεξιά η της λογικής η αφορισμένη. Ο του σκιστού, ντίζες, βλάβες, φρένα Μιάου Λι.

    Ο Μάδα με τα ‘χειρα του παίζει. Φουλ του άσου, μπατς και ούνοι στα σκαριά.

    -Βαρέθηκες Λευκή μου και της τραπ πουλάς τα Scary;

    Η Εύα τα πόδια της σταυρώνει, τρεις φορές για μας. Δάκρυα, σταγόνες, διάφανα υγρά πετράδια.

    -Θεός φυλάξ, άντρα μου, εγώ εσένα; Τα πόδια ξεσταυρώνει, όμορφη ναυτία, ποντίκι ζουμερό στέκει παγωμένο εμπρός στο χάσμα. Ο Λόκο μουρμού και στη Κινέττα ρίζει.

    -3 1 3 2 1…δύο του μπαν και του κουκουτσιών οι Έλiες.

    -Τώρα !! Ο Λι το έλασμα απελευθερώνει. Δύο μικρές μυτερές των δοντιών γλυφίδες, εκτοξεύονται με σχάση στον αέρα. Του δια και σήμου το φράγμα σπάνε και πρώτα αυτά στα μάτια του ποντικιού φτάνουν.

    Βαθιά.

    Που βαθιά;

    Στις κόρες χώνονται βαθιά. Ορθάνοιχτες, αυτάρεσκες, παραδίνονται και αμέσως στη δράση, το φως νερό κολλάει. Πίσω και λαχανιασμένος ο ήχος. Το εμ, διά και φράγμα του να ψάχνει. Παιδιά να κάνει ή τάματα στο Γκάζι;

    Το ποντίκι όρθιο νεκρό, τα υπόλοιπα ποντίκια οργή και μίσος για τους δύο των καντηλιών τους ναύτες.

    Ο χρόνος σε γραμμή μονάχη ποτέ του δε βαδίζει. Στο κέντρο του Υπέρ της σφαίρας βρίσκεται και προς τα εκεί που προστάζεις πάει.

    Στη σκηνή των Κάλι, καθώς τα λόγια του Κιούτα Χι ακόμα παλεύουν σαν φούσκες στον αιθέρα, σουγιάς μικρός, ξυράφι πονηρός, σε νι κια στέρι, τις φούσκες του Χι αδειάζει και στο πρόσωπο του με τις ερυθρόλευκες αποχρώσεις, θέλει να στολίσει. Φωνή καμιά. Πως θα μπορούσε και αλλιώς, ο μουγκός ο Μιάου Λι;

    Ο χρόνος το ξύλο βρίσκει, στο στόμα του το βάζει και μελτέμι για το κέντρο. Τρικλίζοντας, με μια γουλιά ακόμη γκι βμει. Σκύλος καλός του ειδώλου κράχτης.

    Μετά από τα λούσα της πλημμύρας και καθώς ο Μάδα ναζητούσε τη χαμένη Εύα και τα ορφανά της Κάλι μάζευε μαγα πει, τα ποντίκια στο «Λιβάδι», κυρία ρούχα σαν. Αρχηγός η τρελή γριά. Στη ανά μπου και πούλα τις μετοχές σου Κούλα, τις γάτες εξολόθρευαν, αφεντικά λογάριαζαν πως δίχως αυτές θα ήταν.

    -Όπα σφάλμα. Τι εννοείς πως ο χρόνος μεθυσμένος ήταν νάσκελα στο κύμα; Όχι κύμα; Σέλλας; Οκ πάμε πάλι πίσω, πίσω, ναι στα άχυρα γεμάτο.

    Υπό και γραφεί, κοράκι της πένας ιδρυτής.

    Η Εύα τα πόδια της σταυρώνει.

    -Θεός φυλά και kiss άντρα μου, εγώ ποτ ε σ ένα. Τα πόδια ξεκλειδώνει, το κλειδί χαμένο, ποντίκια ναυλωμένα μπροστά στο Υπέρ οχο το χάσμα. Το περίφημο Υψιλάντεν του Αλέξανδρου.

    - 1 2 1 3 2 3 Ο Λι με τα σπίρτα παίζει. Φιτίλια στα χέρια του, βλήμα στο κανόνι.

    -Τώρα ο Λι το φι ανάβει και ο Μάρκος από Μπροστάρι φεύγει. Στα πόδια των ποντικιών αυτό σερβίρεται. Μήνυμα κρυφό κατέει.

    Στο ραΤώ…

    Ο Αλή τον Μιάου θωρά, τα στήθια του ψηλά.

    -Εδώ αν θέλεις βάρα, σε και με δεν μας έσκιασε ποτέ της η φοβέρα. Ο Λι δεύτερη Μηλιά δεν θέλει και ας πράσινη και άγουρη, το χέρι του οπλίζει και πριν προλά…

    Ο Λόκο το ξοπλί και ζει.

    -Σταθείτε παλικάρια και τις απειλές σκεπάστε. Παράλογη δεν βρίσκω τη πρόταση του Χ. Η διπλωματία δεν σκότωσε ποτέ κανένα. Ας δοκιμάσουμε.

    Ο Βόλος του θυμού τ’ οξύ, η Δία το καταπίνει πριν αυτό μιλήσει.

    -Συγκρατήσου ανόητε και ας περιμένουμε. Λόλο αυτός και κοκό δεν δίνει.

    Ο Κο Λόκο Τρώνης, χαμέγελο ρακί και με μια γκαλιά το δρόμο ανοίγει. Με το χέρι του τον Κιούτα δείχνει.

    -Παρακαλώ Μπροστάρης…

    Ο χρόνος ζητιάνος και μέτοικος του χώρου. Να ρνι θεί στο Δια και κο δεν μπόρεσε ποτέ και στα πίσω ξανά γυρνά.

    -Μάδα σε πάρα πολύ καλώ, το μέσα μου άδειο, γεμάτο την ολοκλήρωση ζητά να νιώσει. Ο Μάδα το σώμα του κοιτά, άχυρα γεμάτο. Πως με άχυρα το σπίτι να στηρίξει;

    -Δώσε μου Εύα, χρόνο γω νερό να πιω, να βαρύνω, να μεστώσω. Στο δάσος της Βουλώνεις ο Μάδα τρέχει, στη πηγή των ξορτικιών, με μαγγανεία το χρέος να πληρώσει.

    Τα ποντίκια το κουμάντο τώρα κάνουν, το πρόβλημα τους λέει, τη λύση του προσφέρουνε τη νύμφη να μη στύση. Τρία από αυτά, ζουμερά και γυμνασμένα στα χυρα του θα τρυπώσουν, σάρκα, κρέας, μπιφ γεμάτο.

    Ο Μάδας το άχυρο του κουμπώνει με συ, από και στόλη. Τα καλά του βάζει και η Εύα στα εσώ και Ρου χα κούνα τα βρακιά της. Με την Εύα βόλτα πάνε σε γήπεδο με καλά και μπουκιά γεμάτο. Σε άνοιγμα της όrασης τρικούβερτο κρεβάτι, του Παν η γύρι τρί και φυλο το τσι και γάρο. Απε κι λεύθερω και σι και άλλα τα άχυρα του Μάδα τα μεγάλα. Η Εύα τα χέρια και τα πόδια της ανοιχτά…

    -Παραδίνομαι καλέ μου Μάδα, που τα νάζια μου θέλεις εγώ να ρίξω;

    Ο Μάδας σκιάχτρο το Ταύρο πια τρομάζει. Βουτιά κάνει στο κορμί της Εύας και λίγο πριν την επαφή, ποντίκια δύο ξεπροβάλλουν και στα στήθια της Εύας τα φεντικά τους ψάχνουν. Δύο οι ρώγες, οι σταυροί κι αετοί που δραπετεύουν. Ο Μιάου Λι και Κο Λόκο Τρώνης.

    -Αχχ τι μου κάνεις παλιό και Μάδα και άλλο το στήθος μου, στη ζούλα και μην σταματάς και πουλά και τις τιμές τους αλύπητα με βία βάρα. Τα πόδια της ανοίγει, ο Υψιλάντεν το μούσι του χτενίζει και λάδι από την πέτρα στα μαλλιά του βάζει.

    -Καλώς το ποντικό και μέσα στη σπηλιά μου πέρνα. Μεγάλο το α κι εσύ εδώ ρούρι, βαθύ του ιστού πουλί, βαθιά που στη σπηλιά της μπαίνει, η Εύα να κραυγάζει για την εξάρθρωση του τριγώνου, να χύνει, να σφαδάζει και με ουρλιαχτά με θόρυβο σκεπάζει, την από και δράση του Υψιλάντεν καβάλα στο ποντίκι.

    Ο Μάδας την Εύα να χτενίζει, αυτή να φωνάζει, για τις τρίχες που αλόγις τα χαλάς και ποντίκια τρία δραπετεύουν στα σκοτάδια.

    Μπροστά ο Αλέξανδρος Υψιλάντεν καβάλα στης αυλής τον του και πάνω ποντικό και πίσω του θηρία τα του και βλα ποντίκια που στις πλάτες τους, τον Λόκο και τον Μιάου μεταφέρουν…

    (-Τελείωσες; Φυλακισμένος Α

    -Όχι. Φυλακισμένος β

    -Τι σου λείπει; φΑ

    -Ένα όνομα από Γάμα; Φβ

    -Με ένα μ ή με δύο Γάμμα; φΑ

    -Με ξι… Φβ)

     
    Last edited by a moderator: 15 Αυγούστου 2023
  4. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Δέλtα (1281)

    Max the Dog is dead

    Η Χιονάτη ήταν πλάσμα αλλόκοτο και στα οχταπόδενα του πλανήτη ARKEXO, άνηκε.

    Δέρμα κατάλευκο, βουνό λες χιονισμένο, όμως λείο, ζεστό, ελαστικό και με υφή φιλική στο ανθρώπινο άγγιγμα. Κεφάλι, πρόσωπα τρία, το καθένα και με μάτι ένα. Από αυτά που βλέπουν, ακούν και οσμίζονται ταυτόχρονα. Σε άνθη να θυμίζουν με υαλώδη κέντρο.

    Στεγνό όταν τα θύρια του παρά απουσιάζουν, υγρά όταν ορθά νυχτιά στενάζουν.

    Χέρια οκτώ, μακριά και ελαστικά σε πλοκάμια φέρνουν, αλλά στην όψη τα ανθρώπινα τα χέρια να θυμίζουν. Μακριά και όταν τεντώσουν τα 20 μπορούν σε μήκος μέτρα να περάσουν. Σε παλάμες τεράστιες, η κάθε μία το κεφάλι του Τάρας Μπούλ μπα με μιας να σπάσουν.

    Ένα το στόμα της εισόδου, σ’ ένα από τα πρόσωπα τα τρία και ένα της ΕΧΟ και ΔΥΟ στη βάση των γιγάντιων καμπυλόγραμμων χειλιών, που κάπου λια έχει.

    Ένα από αυτά της μαζικής παραγωγής κι ένα της νοίχτα είναι και τις του εξωτερικού τις πρώτες ύλες εδώ αφήστε.

    Στο Σχήμα των Νάνων, των εφτά η Χιονάτη βρίσκεται και τα χέρια της απλώ και στα πέρι κι κλώνει. Οι Νάνοι δέντρα με σώμα ντυμένο από ζώου σάρκα. Ύψος 3 του μέτρου, κόμμα του 2 πόδια μακριά και στη βάση του κορμού τρεις αντί αυτού, δεμένα λες και σε μετάλλου κύκλου. Σε χώμα, του αίματος το χρώμα, βυθισμένα όσο χρειάζονται, για να αντιστέκονται σε θύελλες ασάλευτα.

    Σε ύψος του μέτρα 2 από το έδαφος με μήκος μισό του Γαλλικού του μέτρου, μαλακό και ξεφούσκωτο το κλωνάρι που κρέμεται. Εκεί που ο κλώνος βγαίνει και από κάτω ακριβώς, οπή μεγάλη, πιατάκι του καφέ θέλει να θυμίζει. Χαλαρή όπως και ο κλώνος.

    Ο Νάνοι μοιάζουν και μικρές οι λεπτομέρειες που τους διακρίνουν. Η Χιονάτη τους γνωρίζει και με βόμβο τρυφερό, υπόηχο και μπλόκο, προφέρει τα νόματα τους.

    Ο Κο Φως, ο της Ζάλης Μένος, ο Λόξ η Γκας, ο Φάλοn Crew, ο Φιν ως, ο Temp της Έλλης και ο Κόλα Rush.

    Και οι εφτά τοποθετημένοι με τρόπο άτυχο καθόλου. Του μη κυρτού εφταπλεύρου, με τα κλαριά τους απλωμένα για πλευρές. Εξάγωνο κανονικό θα το έλεγες, αν ο έβδομος στο κέντρο του δεν βρίσκονταν και μία πλευρά του εξαγώνου ανοιχτή δεν ήταν. Ο Κο φως δεν στεκόταν εκεί ως φύλακας και δύο αδέρφια του, στις του εξαγώνου κορυφές τα χέρια προς αυτόν δεν άπλωναν και όχι μεταξύ τους.

    Στην ανοιχτή πλευρά η Χιονάτη στέκεται καθώς τα χέρια πλώνει και τους κλώνους των Νάνων με ζέση ξετρυπώνει. Πριν αυτά θεριά γίνουν και σκληρά σα πέτρα, ένα δάχτυλο στην οπή τους βάζει.

    Οι κλώνοι φουσκώνουν και στα μέτρα δύο φτάνουν, περήφανα της πλαγιάς κοντάρια. Οι οπές την ίδια ώρα σφίγγουν και στα δάχτυλα της Χιονάτης οκτώ οπές κλειδώνουν.

    Όταν η σύζευξη επιτυγχάνεται και οι Νάνοι από την ενέργεια τρέμουν, μία φράση από τη Χιονάτη βγαίνει…

    -Prince pop το ούλο σου και το φως σου δωσ’ μου. Από τον Κο Φως, ακτίνα κόκκινη στο ένα από τα τρία της Χιονάτης μάτια καρφώνεται και το σχήμα δένει.

    Θόρυβος, χρώμα και οσμές, τρέλα, ένταση, φωνές και στο τέλος η Χιονάτη φεύγει. Στο στόμα της πετράδι κόκκινο δαγκώνει, μεγέθους Μεγάλου Μήλου.

    Πίσω της φωτιά, οι Νάνοι στις φλόγες ο άδειο τους περίβλημα δίνουν, με πόνο και αντίο θλίψη.

    Η Χιονάτη δε ανησυχεί, γνωρίζει πως το πρωί, οι Νάνοι ξανά εκεί. Φοίνικες από τις στάχτες ΚΣαναγεννημένοι.

    Δύο αγάλματα ακίνητα. Σκιάχτρα δύο που στο χρόνο σιωπούν. Να τους ακούσει δεν θέλουν για πάντα τη στιγμή τους παγωμένη να ‘χουν.

    Ο πρώτος που το βήμα κάνει, ο Μάδας. Στο γρασίδι πνέει και σε μία κατακόκκινη του παπά τη ρούνα γονατίζει και κάτω χάνεται. Στα ερυθρά της πέταλα το λογισμό του αφήνει και τη καρδιά της άγαρμπα αγγίζει. Η Ρούνα σταματά και τις κουρτίνες κλείνει. Μέσα στη φωλιά μια καρδιά μονάχη, δεν χαμογελά ποτέ, τρώει και κοιμάται και αρνείται να ‘ναπνεύσει.

    Ο Μάδας στο βουρκώ τον ειρμό του χάνει και την Εύα δεν ακούει που μιλά.

    Στης σαγήνης το ψεύτικο καπνό για λίγο μένει και την Εύα δε νιώθει καθώς στον σβέρκο τον φιλά. Ούτε που σηκώνεται και φεύγει, μετά από μέρες από τον Μάδα μακριά.

    Η Εύα τον πόνο της δισάκι, το γέλιο της ακριβό και τον τρόπο του Μάδα ζητά να κούσει. Στο δρόμο της η Χιονάτη, σε μία νύχτα κρύα με το τηλέφωνο συνεχώς να χτυπά, αλλά κανείς να μην ακούει.

    -Του Χιονιού βασίλισσα μου, θέλω να μου πεις, ο Μάδα τι στο κόκκινο χαμένος, τι ψάχνει για να βρει; Τι αυτό που τη ψυχή του κλέβει από εμένα μακριά; Η Χιονάτη χαμόγελα με τόκο της χαρίζει και στα μάτια πονηριά.

    -Αχχ Εύα μου Καλή, στο κόκκινο η Ζωή φαίνεται τον κίνδυνο να κρύβει, τη πρόκληση, τα ξίδι, το γρίφο και τον πόθο για ζωή.

    Η Εύα σκεπτική τις νότες της μαζεύει και μ’ αυτά πλέκει τραγούδια.

    -Και είναι τόσο όμορφο τούτο το ταξίδι;

    -Ει και ναι αν το δυνατό συναίσθημα αντέχεις, το πόνο εξίσου με την απόλαυση, τη θλίψη με τη χαρά, όλα να κατέχεις και την επόμενη στιγμή το απολύτως τίποτα.

    -Χιονάτη σε ικετεύω πες μου, ‘συ που το Μήλο βρίσκεις;

    Η Χιονάτη στο Μέλι βουτά και απόκριση καμιά. Η Εύα στο Λιβάδι, τριγυρνά και τους πάντες ρωτά για το Μεγάλο το κόκκινο το Μήλο. Όταν κάποτε κουράζεται και κατά και χάμω απογοητευμένη κάθεται και κλαίει, δύο φίδια τη σιμώνουν. Η Δία και ο Βόλος, με παρηγοριά κύκλους κάνουν και στη μέση η θλιμμένη Εύα.

    -Μη κλαις Καλή μου και το κόκκινο το Μήλο ξέρουμε μεις που ναι. Αριστερά θα πας και μετά στα δεξιά, και αριστερά ξανά και πάλι δεξιά. Στο τέλος θα τη βρεις.

    -Θα τη; Η Εύα στην απορία κόμη. Ο Βόλος του βόλους ετοιμάζεται να ρίξει, η Δία τον κόβει και τον προλά και βαίνει.

    -Μία βρύση, με κόκκινο της σφαίρας μάνταλο εκεί θα βρεις. Κόκκινη σα Μύλο και αυτό θα γυρίσεις εφτά φορές στα αριστερά. Από ‘κει νερό θα τρέξει και εσύ θα πιεις. Από τη γεύση του θα μάθεις αυτό που εσύ γυρεύεις και τόσο πολύ θες, πολύ να βρεις.

    Ο χρόνος μπάλα παίζει και η Εύα στη βρύση εμπρός αβέβαιη. Όταν το θάρρος βρίσκει τη Βάνα πιάνει, σκουριά αυτή δίχως μένει, δύναμη βάζει και κουράγιο από τον πόνο της αγάπης και τη γυρνά.

    Με δύναμη νερό εκσφενδονίζεται και την Εύα στο κέντρο βρίσκει. Δέκα του χιλίου τμήματα, μικρούς σταυρούς που από το σώμα της αποκόβονται. Τα μικρά τα Κάλι.

    Το ποτάμι ορμητικό και στο Δέλτα τα μικρά τα Κάλι σκορπάει μακριά…

    ( -Γιαγιά και μετά τι έγινε; Χέρι παιδικό, τυφλού παιδιού χαμένο στο σκοτάδι ψάχνει. Παγωμένο μάρμαρο, λουλούδια πλαστικά και γράμματα ανάγλυφα που κρύβονται στην Πλάκα. Της γωνίας η φωνή, απόκριση καμιά…)

     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Έπ ci Lon dom (1281)

    Max the Dog is dead

    Ο Αλέξανδρος Υψιλάντεν ήταν ευγενής. Καρδιά αγνό μετάξι. Κορμί από τριανταφυλλιά. Το μυαλό του μολυσμένο από αυτό που η Άυλη χαρακτήριζε ως κενά ιδανικά.

    Καβάλα στο χρυστοσκέπαστο ποντίκι, με τα πράσινα πολύτιμα της χαράς πετράδια. Πίσω του σκόνη, θόρυβος κι δρώντας, από τα 5 επί εκατό του μυρίου, τα εκλεκτά εβροπόντικα, τα γνωστά και ως Bricks. Με τέτοια υποστήριξη ατένιζε με αισιοδοξία τις γάτες, που στέκονταν εμπρός του.

    Μία Αγκύρας, μια Περσίας και μιάου του Σιάμ.

    -Τι να μασήσουν τα γατόψαρα, μουρμούριζε στα στενά σκοκάκια του εύθραυστου μυαλού του, ο Αλέξανδρος ο Υ. Στο τέλος του δικού του ασκεριού, από αρμά και τωμένους ποντικούς, ο Κο Λόκο Τρώνης και ο αιμοδιψής αλλά μουγκός Μιάου Λι.

    Ο Λόκο για να ποφύγει το κίνδυνο μίας ανεξέλεγκτης αποστασίας, κρατούσε από τη δεξιά της άκρη, μία αλυσίδα. 27 τυφλά ποντίκια, με χαλκά στη μύτη και από εκεί η αλυσίδα περασμένη από χθες. Η άκρη, η αριστερή στα χέρια του Sad Ιμπρεσιον ιστή, Μιάου Λι. Την αλυσίδα στα χέρια του να παίζει και στο ξάφνου να τραβά, χαρά στον εαυτό του και στα τυφλά ποντίκια πόνο. Στο λαιμό του Λι κολιέ, με 52 και δυο ακόμα μάτια ποντικιών. Είκοσι κι εφτά, δίχως τρόπο το χρώμα να βλέπουνε ποντίκια, η Ύστατη Λευκή γραμμή.

    Ο Υψί και Λάντεν δίχως κανέ νανι, φτύνει τα Backso που μη και μα σούσε, βήχει, ξέρω, καταπίνει και στο ξανά φτύνει, το φάρυγγα να καθαρίσει από τις παρεμβολές.

    -1245 χρόνια σκλάβοι τα ποντίκια στην αυλή σας. Η ώρα ήρθε ο κόσμος ένα διαφορετικό ηγέτη να μυρίσει και στην πυραμίδα της ζωής, ένα νέο είδος να ανθίσει.

    Ο Υ γύρω του κοιτάει, πράσινο «Λιβάδι». Τα χρώματα της φύσης να παλεύουν ενάντια στο γκρίζο του φόβου. Αναμνήσεις που ξεβάφουν, σφίξιμο μικρό, το βήμα δεν αλλάζει.

    -Θα είμαστε καλοί μαζί σας. Θα είστε στα ποντίκια δέκα χρόνια σκλάβοι, στο γλεντί και cool, δέσμιοι, δούλοι, φύλακες και έμποροι για εμάς.

    Η της Αγκύρας γάτα, τα μουστάκια της αδειάζει. Υπολείμματα από σάρκα, χαβιάρι και τρένο που σφυρίζει. Ο Υ τα λόγια του παρέωση, τρεις μονάχα αλλά μπαμπά τσικό να δες. Στο σεντούκι το παλιό ψάχνει καμιά φάφλα για να βρει. Το ασθενικό του θάρρος, γόνατα αδύναμα, με κάτι να στηρίξει. Στη σκιά το νομα του, για δαίμονες ψαχνό. Εδώ κανένας, να ψάχνει σταματά.

    -Σε χρόνο μακρινό, πίσω δεξιά και μακριά πω δω, πόλη υπήρχε ξακουστή. Η χρυσή Αθήνα. Στα βρεφικά της χρόνια, λουλούδι και φυτό άνθισε Λευκό. Τη έκραζαν δημοκρατία.

    Το μουστάκι της γάτας με τα ιόντα παίζει. Ήχοι που μελωδικά μαστιγώνουν τα χρώματα. Βία που τα καλά της σκίζει και γυμνή το στήθος της γυμνάζει.

    Ο Υψιλάντεν ξέρω καταπίνει, βροχή τα σάλια από το στόμα τρέχουν να ξεφύγουν. Περήφανος. Πεισματάρης α και κάθετος, συνέ και χρήζει.

    -Ισότιμοι ήτο μεταξύ τους οι ελεύθεροι Αθηναίοι. Ίσοι με τους Παρά, Κατά και Ιανούς ποτέ. Οι γυναίκες κλεισμένες και δαρμένες στα ντουλά και πια που ανήκουν. Ανάσα παίρνει. Λαιμός στεγνός. Το στόμα ανοίγει με την φλυαρία την οικουμένη κι άλλα σκουπίδια να γεμίσει.

    Ο Κο Λο στο Λι νόημα κάνει, βήματα πίσω στα σιωπηλά να κάνουν. Το στόμιο κλείνει, κάτι βρίσκει και ξανά ανοίγει. Λέξη από μέσα δεν βγαίνει. Η της Αγκύρας κίνηση κοφτή και το κεφάλι του ποντικιού που ο Υψί καβάλα, από το σώμα με τρυφερότητ αfairy και στη Rule τα στέλνει. Ο ρυθμός της γάτας τυχερός, του ποντικιού καθόλου. Ο Λο το σύνθημα του δίνει και τα τυφλά ποντίκια στη γη τρύπες ανοίγουν και από εκεί, ο Λι, ο Λο και 27 τυφλοί διά και φεύγουν.

    Τα υπόλοιπα ποντίκια στα ναρχα να ξεφύγουν προσπαθούν. Ο μόνος και η τάξη κρύσταλλα πολύ βαριά σπασμένα.

    Ο Αλέξανδρος Υψιλάντεν στο έδαφος, σταυρός οριζόντια πεσμένος και η πατούσα της Περσίας τεράστιο χαλί που τον πλακώνει.

    -Μη και όχι, ίς… Η πατούσα συνθλίβει, κρακ που το σολ στο πλήθος σε φυλλάδια μοιράζουν. Συνασπισμός, φραγή και η καταστροφή. Το τέλος.

    Η Περσίας στην Άγκυρα ρουφιά γε νεύη του δραπέτες και τα τούνελ της φυγής.

    -Τους έχω. Η Σιάμ το σώμα της διπλώνει, cheap μικρό και στο τούνελ ξοπίσω από τους φυγάδες μπαίνει. Λίγο πριν χαθεί…

    -Ραντεβού στο ρολόι στη πλατεία και χάνεται. Οι δύο γάτες που απομένουν Massιβάν η επίθεση που εξαπολύουν στο χαμένο πλήθος.

    Ποντίκι όρθιο στο τέλος…

    Καμένα.

    (Μύγα χρυσή και στο Jo και γω καλά Μελέτη μένει, με κόκκινη κλωστή δεμένη στην ουρά της γάτας…

    -Στάκα Cut και τα παιδάκια μου λυπήσου, ιστορία θα σου πω εγώ από τον Σιμ Χ κοριό..)

    Στο “Λιβάδι” δε νύχτωσε ποτέ, οπότε το σκοτάδι λέξη μετανάστης. Στο τούνελ το φως έλειπε, μαζί του και η θική. Τα ένστικτα στις σκιάς το άλλοθι, άγρια, απελευθερωμένα, ανώνυμα.

    Τη γάτα τη Sιam, 36 κοράκια ακολουθούσαν στα ράτναρ μαύρα κι αόρατα. Επικεφαλής και υπό της Sam, άλογο μικρό με μακριά α υλή. Ο Βοο και Φάλας.

    Λαβύρινθος του χάους έξοδος και του τακτικού στρατού, αποτυχημένη αδιέξοδος.

    Τούνελ τρίκλαδα, αυτά του ΝΑΙ, αυτά του ΟΧΙ και αυτά του ΝΑΙ και ΟΧΙ. Τα τελευταία η απάντηση ήταν σχετική και εξαρτημένη από τη θέση αντίληψης.

    Στη δαιδάλ κι ωδή της αμφιβολίας, η κούραση θερίζει κοράκια και η ανάγκη αναζητεί ενόχους.

    -Δεν μπορεί, δεν μπορούσε και δε θα ποτέ μπορέσει, μία γάτα δίχως φύλακα και φύλο, στη νίκη να μας οδηγήσει. Ο Μπου με την αυλή του τεντωμένη και τη κεραία του ψηλά, το σήμα για να πιάσει.

    Την επόμενη στιγμή, αυλή κομμένη, το η τώρα ο, Σιάμ με δικό του αυλό, το Α δίχως λόγο και το κουφάρι της Μπου και Φάλα, στους “Λύκους” πεταμένο.

    Οι Λύκοι πηγάδια απύθμενα, στο έδαφος στρωμένα και στο σκοτάδι αόμματα. Μόνο αν κάθετα κοιτούσες προς τα κάτω, στο βάθος…

    -Να εκεί, το βλέπεις;

    …θα έβλεπες τη Λάβα.

    Αυτό θα σήμαινε πως στη θέση πτώσης βρισκόσουν. Τα ουρλιαχτά που από το στόμα σου, στα τοιχώματα από γρανίτες προσπαθούν να σκαλώσουν, για μέρες κρεμασμένα εκεί θα μένουν και όλη η σκηνή Λύκους θα θυμίζει.

    Σε μία τέτοια τεράστια τρύπα μ’ άλλον θα χάθηκε ο Μιάου Λι. Το Μιάου ως Παρά και Τσούκλι ακόμα κερδισμένο δεν το είχε.

    Σίγουρος για το συμβάν ο Κο Λο δεν ήταν, καθώς κραυγή, φωνή, από το μουγκό το Λι, Καμύ.

    -Τι άλλο μικρέ βλαμμένε πόντικα το Λι να πήρε; Ο Λο το φόβο του έκανε σπαθί και το σπαθί μολύβι.

    Ένα ποντίκι πίσω αφήνει μολυσμένο με ψέμα. Το κοράκι που το έφαγε σβησμένη Ζω γραφιά. Ένα, ένα τα ποντίκια σημάδευε ο Λο ώστε τους διώκτες να πληγώσει.

    Άλλα με πλασματικούς αριθμούς, κάποιο με χάρτη ψεύτικο και τα επόμενα με την καχύποπτη αλήθεια. Ο Σιάμ, κανένα φαρμάκι δεν κατάπιε από αυτά. Για αυτή την εργασία διέθετε κοράκια. Το κυνήγι συνέχιζε και πάρε, δώσε το βρώμικο αυτό, σταματημό δεν είχε, ώσπου ο Λο σε μία σκάλα φτάνει με τα έξι εναπομείναντα τυφλά ποντίκια. Ο Σιάμ από πίσω με 18 κοράκια.

    -Σύν τροφή φως στη κορυφή βλέπω και το ταξίδι στο τέλος έφτασε. Στη καταπακτή να νεύει θέλει, αλλά η άνωση στα τοιχώματα τον ρίχνει, αυτός ακάθεκτος, σκαρφαλώνοντας στο έξω βγαίνει. Από πίσω τα ποντίκια, τα κοράκια και στο τέλος ο Σιάμ. Όλοι μαζεμένοι στο κέντρο μιας τεράστιας κόκκινης πλατείας. Δυτικά στο κύκλο η Αγκύρας και αντίδια και μετρικά η της Περσίας.

    Ο Λο το Κο ανάποδα γυρίζει, εμπρός ρεμπώς και πίσω ραίμα κι εαυτός πάνω στο ξυράφι του Οκάμ, να πρέπει τα «σκουπίδια» να πετάξει. Στα ποντίκια απευθύνεται και λόγια ψυχωτικά τους φτύνει.

    -Άνδρες και γυναίκες όχι, ήρθε η ώρα που θα πολεμήσουμε και στο μέλλον η ιστορία θα μας ανταμείψει. Τρέχοντας θα πει…

    Στο εξής δεν θα λέμε ότι τα ποντίκια πολεμούν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν τα ποντίκια.”

    Πριν τη φράση του ο Λο στο τσιμέντο χύσει, το μακελειό αρχίζει. Τα ποντίκια αντιστέκονται, επαναστατούν, πληγώνονται, δαγκώνουν, γδέρνουν και πολεμούν…

    …για ώρες, μέρες, ώρες και μερικά λεπτά ακόμη, μέχρι που τελικά το προτελευταίο ποντίκι, με το τελευταίο αλληλοσκοτώνονται.

    Ο Κο Λο και Τρώνης, οι Γάτες και τα κοράκια εμβρόντητα παρακολουθούν τούτη την εμφύλια σφαγή. Ο Λο στα σύννεφα ψηλά μία φράση στέλνει με νόημα.

    -Έτσι πεθαίνουν οι Ήρωες. Αμέσως μετά το κεφάλι του στο Νοτιά. Μόνος εναντίον όλων…

    (-Kat σε και παρά καλώ πολύ, μη με ακόμα φας, έχει και συ…

    -Crownτσσς, μιαμ, μιαμ, μιάου…)

     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Ζ (1281)

    “ Όταν βρίσκεσαι στην άκρη μιας γραμμής, πίσω ή εμπρός σου δε βρίσκεται κανείς”

    Τουλάχιστον αυτό ελπίζεις, μουρμούρισε στη ξύλινη καρδιά του, ο κύριος Λόκο Τρώνης. Δεν στέκονταν όμως στην άκρη μιας γραμμής, αλλά στο κέντρο ενός κύκλου. Σε τρία του κύκλου τα σημεία, του ισό και πλεύρου τριγώνου κορυφές, οι γάτες.

    Σε κάθε καμπυλόγραμμη πλευρά, παιδιά κι αυτά του κύκλου, της μοίρασ και του κατάρα μαύρα μένα, 18 κοράκια. Όμως από αυτά το ένα…

    Ο Λόκο με την άκρη του σταυρού του, φως λευκό, αχνό, κάτω από μαύρα φτερά που κρύβεται…

    …οι μνήμες χαρτιά σκισμένα μοιάζουν, κάποια στο πάντα ναν χαμένα και άλλα φάροι που τις νύχτες δεν κοιμούνται. Για τις χαμένες όμως, μία σπίθα, ένας ήχος, αυτή η οσμή, αποκαλύπτει μέσω από το σωρό, μία φωτογραφία που νόμιζες πως ποτέ της δεν υπήρξε.

    Στο «Λιβάδι» χρόνια πριν, ο ήλιος ψηλά στον ουρανό υπήρχε. Τη θέρμη και το φως του πρόσφερε στους Ράμπελους. Αμπέλια άγρια, με πόδια και όχι ρίζες, ώστε νομάδες του νερού να ήταν και όταν αυτό λιόστευε, σε άλλα μέρη επιβάτες της προσφυγιάς πλατάνια.

    Σ’ ένα πω αυτά και δάχτυλο μικρό, από ξύλο φη και φω βικό, ο νεαρός ο Λόκο. Μόνος ανάμεσα σε μια άρμα και θεια από γριές διχάλες, που το βράδυ που ο ήλιος κατέβαινε στη γη, ροχάλιζαν βαθιά.

    Νύχτα τέτοια ήταν και αυτή που ο Λο ξεγλίστρησε, από τα μάνταλα, τους κόμβους και τις γρίλιες και στον Λόβο, στη κορυφή, μόνος ανέβηκε τον ήλιο για να βρει, που ακριβώς είχε κρυφτεί.

    Στην κορυφή στάθηκε και ατένισε. Στα πίσω Ράμπελοι, στα μπρος…

    Ένα κατάλευκο πανέμορφο κοράκι. Το χιόνι φάνταζε, γκρίζο, βρώμικο, σε σχέση με τη λευκότητα των άστρα φτερών του. Το ράμφος του χρυσό, πλατίνα, της φθοράς ανέγγιχτο, τρεμόπαιζε στη νύχτα σαν άρπας ευωδία. Αλλά τα μάτια του…

    -Εσύ;

    Μέσα τους η φλόγα, λάβα, μάζα ενός αστεριού συμπυκνωμένη. Ένας ήλιος τόσο καλά κρυμμένος μέσα σε τόσο μα τόσο δα μικρό το σώμα.

    -Εσύ; Το κοράκι το στόμα του άνοιξε, στο Λο για να παντήσει, λέξεις του καθόλου, κύματα του ραδίου παρά και σίτα ναι.

    -Σσσσσς μη με προδώσεις…

    -Πότε;

    -Ποτέ, στο τώρα, στο πριν ή στο μετά, το χρόνο σου διαφορετικά από ‘σένα βλέπω. Η μάζα, η στρέβλωση του κόμβου, η παραμόρφωση.

    -Κι αν σε προσδώσω πρέπει, εγώ ή άλλος να σωθεί;

    -Μη με προδώσεις και θα σωθείς και την κατάλληλη στιγμή στην κορυφή του κόσμου εγώ σε βάζω.

    -Γιατί να σε πιστέψω; Τι να πουλήσω πρέπει ή δεν πρέπει;

    -Μη με ή να με προδώσεις. Μη με ή να με πιστέψεις. Τον κόσμο όλο θα πουλήσεις κι εγώ στη κορφή του κόσμου, εγώ εσέ θα βάλω.

    -Πόσες φορές;

    -Τρεις.

    -Πότε;

    -Πριν, τώρα ή μετά… Οι απορίες του Λόκο μαζεύονται σαν τις πεταλούδες στη φωτιά. Φλεγόμενα ιπτάμενα μικρά γιατί. Να απελευθερωθεί δεν…

    Το Κοράκι τη νύχτα αγγίζει και αυτή με χτύπο συμφωνεί. Τα ρούχα τους αλλάζουν. Πάνω του πέπλο του Εβένου και τα φτερά του μαύρα. Πάνω της λάμψης νυχτικό και από τότε στο «Λιβάδι» για πάντα φως και μέρα…

    -Με ποιον μιλάς μικρέ; Ο Λο πίσω του τη θεια του βλέπει.

    -Με κανέναν.

    Ο Λο πίσω στη θέση του, στο ξερό Ραμπέλο. Αργότερα ο Νίκος, από αυτό, δάχτυλα μαζεύει και την Εύα φτιάχνει. Ο χρόνος μεθυσμένος, μπρος και πίσω, σω και ρος…

    Στο κέντρο του ορθού, σε ισό και πλεύρο, κύκλο ή του είκοσι και Ενός πολύ και γόνου…

    Οι αμφιβολίες τον Λόκο πνίγουν, αλλά σε αυτή τη θέση την πολυτέλεια να έχεις, ποτέ δεν έχεις…

    -Δε θα σε προδώσω… Τα ξύλο σφίγγει, στεγνό, πονά και τρίζει.

    -Σε ποιον μιλάς μικρέ; Ο Κο Λο και Τρώνης, στα μπρος του η Αγκύρας. Με την άκρη του σταυρού του…

    -Με κανέναν! Μονολογώ και σκέφτομαι, δεν γίνεται και δυνατό δεν είναι, να ποθώ ναι, θάνω όχι.

    -Γιατί; Στα ριστερά του η Σιάμ, ένα βήμα πιο κοντά, έλα στην αγκαλιά μου μικρέ μου πρίγκιπα.

    Στα ριστερά γυρνά και την ώρα που οι καμπάνες σιω σε αυτόν θα πούν, αυτός καθόλου.

    -Να πεθάνω ακόμα, η ώρα μου δεν είναι, εκτός, αν ελάχιστα στο πριν, βασιλιάς εγώ θα γίνω και στην κορφή του κόσμου θα στέκομαι μονάχος.

    -Πόθος, προφητεία ή χρησμός; Στα δεκ σιά Περ σίας.

    -Και τα τρία. Το πρώτο δικό μου, το δεύτερο δικό της και το τρίτο…

    -Της; Η Αγκύρας το κύκλο κλείνει. Ένα βήμα πιο κοντά οι γάτες και τα κοράκια μακριά.

    -Της Μαύρης Γάτας. Η φωνή του Λο, στον ουρανό ταβάνι βρίσκει και στον αντί Λαλό Δεις Δαιμόνες. Οι γάτες βήμα πίσω, τα κοράκια τρία.

    Η Σιάμ του θάρρους δόρυ και από φόροι στη πηγή.

    -Δεεε σε πιστεύω. Δεν μπορεί. Ανάσα παίρνει…

    -Απώ και κλείνεται πίσω στην Αυγή. Ο Λόκο το χέρι στη ζώνη, βάζει, τη δερμάτινη που δένει τον σταυρό. Μέσα εκεί, διπλωμένο και προσεκτικά κρυμένο…

    …το βγάζει…

    ..από την άκρη πιάνει..

    Και τον αέρα με δύναμη, πυγμή με διάφανο και λαμπερό μαστίγιο χτυπάει…

    Αυτός τρομά και φεύγει…

    Δεύτερη φορά χτυπά. Το μαστοί… τα χρώματα από τον κόσμο κλέβει και μαζί το φως.

    Τα κοράκια τρομά και φεύγουν..

    Τρίτη φορά και αυτό σκληραίνει. Ξίφος φλεγόμενο και οι γάτες προσκυνούν.

    (-Κύριε cine X ζουμε αύριο;

    -Τι ώρα είναι;

    - Ζ )

     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    ├ ┤(12 81)

    Max the Dog is dead

    -Μάδα… Η Εύα τα χρώματα ξεπλένει από το λευκό και μαύρο.

    -Ναι στο χαμό γελώ γιατί υπάρχεις..

    -Νιώθω μόνη… Το μόνη λέξη σκληρή, το μαδά πληγώνει.

    -Εύα, εγώ, εσύ, μαζί εμείς. Γιατί εσύ, μονή εγώ;

    -Λείπεις Μάδα. Κι όταν λείπεις Χ και μόνας. Κρύο, πόνος, φόβος, αν κι ασφάλεια καθόλου.

    -Μ αν κι ατολή, για λίγο χώρια. Μετά μαζί, χαμογέλα ανατολή μου. Η Εύα το πόνο της κόβει με κοφτερά νεκρά κοράλλια. Αίμα που στάζει και το σώμα βάφει.

    Αίμα που κυλά ανάμεσα απ’ τα στήθια της και στα Υψίπεδα του Λάντεν, πιστούς μαζεύει και λιμνάζει.

    -Θέλω Ζωή, να με συν τρο και φεύγει. Ο Μάδα απαρηγόρητος. Στο «Λιβάδι» ψάχνει ζωή μοναχική στην Εύα να προσφέρει.

    Σε βράχο με τέσσερα σπαθί, βαθιά μπηγμένο, μια γουλιά καπνό να στάξει και ο πόνος της δική του θλίψη.

    Τα μάτια κλείνει.

    -Μια ουυ

    Τα μάτια ανοίγει. Μαύρη. Πράσινα των κοραλλιών νησιών τα μεγάλα μάτια. Διαμάντια, διάφανα, λεπτά και μακριά, τα υπέροχα μουστάκια.

    Η Εύα φράγματα μαδά ει, τα δάκρυα ποτάμια. Θολά, το υπόβαθρο θρυμματισμένο βλέπει, από του νερού τα καλεί δως μια κόπια. Στο βάθος το χαμόγελο του Μάδα και στην αγκαλιά του Μαύρο πανέμορφο γατί.

    Ο χρόνος τα σφάλματα μαζεύει, βαλσάμ ικό και ξύδι από αυτά να φτιάξει.

    Η Εύα στην αγκαλιά μια γάτα. Του Γου και ργού παρά δεν κάνει. Παρέα έχει άλλα το έ εμπόδιο.

    -Σσσς μικρή κι ανόητη. Η Δίας με τις κουλούρες τους κύκλους γύρω από την Εύα πλώνει.

    -Χχχχχ κι άλλα κατά και νομαστά, η αντίφαση της γάτας ενάντια στη Δία.

    -Σσσς Εύα μου καλή, το πρόσωπο σου όμορφο, αλλά η μύτη σου στραβή.

    Αχχχ και ciσσς, τι να και τι μη να κάνω; Την ατέλεια αυτή σε πιο Hal ί να κρύψω; Η Δίας τις κουλούρες της ταμπέλες που στη γάτα δείχνουν.

    -Της γάτας τα μουστάκια σε σε να θα ταίριαζαν καλό μου.

    -Μα πως;

    -Μα κρακ! Της γάτας το κεφάλι τη Ζωή στα σκουπίδια τώρα ψάχνει.

    Τα μουστάκια της η Εύα και Δίας από ψιλώνουν. Στης Εύας το πρόσωπο, στο στήθος, στις ρώγες, στα οπίσθια και στα πάνω κάτω πόδια. Η Εύα τώρα μάτια έχει σε διάφορα σημεία.

    Ο Λη και ο Λο από ένα μαγικό μουστάκι, καλά κρυμμένο στο κέντρο του Σταυρού τους…

    Τρίτη φορά τον απείθαρχο Μαΐστρο με το μουστά, μαστοί κι γόνοι. Ο Λο τα Κο στέλνει αριστερά και δεξιά καθώς την φιγούρα του τελειώνει. Οι γάτες δι και στάζουν, αλλά το ξίφος στα χέρια του ψ έματα δεν λέει.

    -Της μαύρης γάτας το Σκαλί Μπερέ στα κρά σου σάτυρε σταυρέ τι…

    -Για σένα γάτε Κύριος Λόκο Τρώνης.

    -Όπως στο Λο και στο Δία Κόλο, Βόλο σε λένε, πως στα χέρια σου τα μόρια του νέμου αυτό μαστίζει;

    -Ση μαία και μασία το πώς; Ή το όποιος αυτό κατέχει βασιλιάς στις γάτες μπορεί να είναι;

    -Γάτα όμως… Το Σιάμ το χαμένο έδαφος, στα τέσσερα διπλώνει και πιο κοντά στο Λό.

    -Γάτα; Δε θα μπορούσε σταυρός στο κεφάλι του γάτου καρφωμένο;

    -Σταυρός ομώς;

    -Ωμός περί Σταυρός σε κεφαλαία Γάτος. Ο Λο με το μουστάκι τον αέρα οργώνει. Το έδαφος σαθρό για αυτούς που πλησιάζουν. Η ακτίνα του κύκλου, ώρα με την ώρα το μέγεθος της χάνει. Οι γάτες τον φοβούνται και υπό με χ και φθόνο τον σιμώνουν. Διπλό χτύπημα και ο άνεμος ταράζεται, ιόντα που ουρλιάζουν κεραυνοί, βροντές, φωνές και φόνοι. Οι γάτες σταματούν. Η Περσίας διπλό στο μάτης.

    -Διάλεξε. Σε ποιο κεφάλι συ θα νέβεις και άρα ποιος θα είναι βασιλιάς.

    -Με ποιο και για τι με ι ή χωρίς τώρα να διαλέξω; Προς την Αγκύρας στρέφεται…

    -Με σένα; Αρχαία και πιστή μονά χα πάντα σ’ ένα; Την φορά… Προς την Περσία το ξίφος του γυρνά.

    -Ή εσένα που τον κόσμο από ψηλά θέλεις να ορίζεις; Προς το Σιάμ…

    -Άραγε σ’ σένα; Αρχόντισσα και σκύλος;

    -Ή μήπως…

    -Γιατί μία επιλογή μονάχα;

    -Γιατί ένα σημείο, θέση μία, κορυφή μοναχική;

    -Γατί γιατί και όχι του δύο τα γατιά; Ανάμεσα σε δύο άκρες περιβόλι να μην άχω; Άπειρες τότε οι επιλογές…

    -Σε υθύ και γράμμο το Θ κινούμενο σημείο…

    -Δύο τότε. Μα από τις τρεις τις δύο; Ποιες και όχι ποια;

    Δείκτης από ρολόι ο Λο, στο απότομα γυρνά. Εμπρός του η Περσία, πίσω μακριά κάτι που μονάχα αυτός τηρά.

    -Δίκιο ή άδικο μαζί; Ίσως το ίσος λάθος, ίσως…

    -Πριν οι Α και Σ αντιληφθούν αυτό που έρχεται, ο Κο Λόκο ανάποδα γυρνά και ξανά γυρνά, παιχνίδι κουρδιστό, σε κίνηση αδιάκοπη, καθώς συνεχίζει να μιλά.

    -Ναι, όχι και το ίσως, τρίγωνο να κάνουν. Ισότιμα τα μέλη, τρία τα κέντρα, τρεις οι γάτες, τρεις οι επιλογές, επιφάνεια στο πριν, τώρα, για πάντα να καλύπτουν.

    -Τρεις;

    -Δε γίνεται; Μα πως;

    -Μας δουλεύει, ο ύπουλος σταυρός. Επίθεση, ο πρώτος το μουστά κι αυτός ο γάτος βασιλιάς!!!

    Το Σιάμ επίθεση του κάνει και στον άνεμο του τυφώνα πλάνο παίρνει, αλλά οι πόρτες να κλείσουν δεν προ λά και βαίνουν…

    Τεράστια τα σία και γόνια που σαν άρπα ζουν. Γαλλικό το Μπουλ, βρετανικό το Dog. Ένα, δύο, τρία τα τινάγματα, το κεφάλι του Σιάμ στη Νέα την Υόρκη πάει και ο κορμός Πεκίνο.

    Πίσω από της Άγκυρας και Περσίας, ο Τζακ ο Ράσελ, σε ορθογώνιο πειθαρχημένοι στρατιώτες οι Λάικες και στο μέτωπο καβάλα του Τζακ, με το δεύτερο μουστάκι…

    Ο Πειρατής ο Λη !

    -Η κατά στροφή κάνει, σφαγή, τρίχες ανε μόνες στο κυκλώνα, τα γατό εδώ τα ποδάρια αλλού.

    Ο Λι..

    ..στον Βορά και στο Νοτιά..

    …λισμοθάλλασες με..

    ..αίμα..

    …στη Δύση και στη Ανατολή πισινές γεμάτες…

    .αίμα.

    Ένα το κεφάλι Αγκύρας πίσω του να σέρνει, ο Ματωμένος γάτος Λι στο Κο Λόκο Τρώνη φτάνει.

    -Άργησες.

    -Μιάου.

    -Μιλάς;

    -Μια…ουουου

    Ο χρόνος στο πιάνο του το τώρα ναζητα. Το βρίσκει. Χαίρεται, στη σιωπή κρυφά γελά…

    Η Δία, ο Βόλος, η Μπουμπού η Λίνα, ο Μιαου Λι, ο Κο Λόκος τρώνης και Αλή πατά και Κιούτα Χ.

    Ο Κο Λο χαμόγαλα βρακί και με μία αγκαλιά το δρόμο στον Κιούτα ανόγει.

    -Παρακαλώ Μπροστά εσείς.

    -Ευχαριστώ πολύ και η ευγένεια σας με σκλαβώνει. Ο Αλή πατά το χαμόγελο στα χείλη και αυτό εκεί για πάντα μένει, ακόμα και όταν το κεφάλι ο Λο του αφαιρεί, με κρυφό πισώπλατο μαχαίρι…

    ( -Μα Κύριε για πέστε και το πέστο μου λιαστό για κάντε.

    -Τι της βίας αστικό μου άκρο τι;

    -Ήταν καλός, κακός ή λος και κος ο τρώνης;

    -Όλα μαζί…)

     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Θα μνο ς (1281)

    Max the Dog is dead

    Ο πλανήτης Γες ήταν ένας μοναχικός πλανήτης δίχως δορυφόρους…

    Ίσως.

    Με τη Γη θα έμοιαζε, αλλά αυτή παιδί της σφαίρας, ενώ αυτός τεράστιος ελέφαντας δίχως τη προβό και σκίζα. Πράσινος με πιτσιλιές του μπλε και δύο φορές το μέγεθος της γης. Αυτά που θύμιζαν τέσσερα κοντόχοντρα πόδια, ήταν τα υπολείμματα από έναν παλιό δορύ και φόρο που ο ελέφαντας τον κατάπιε και με μία χαρισματική κίνηση τον απορρόφησε και τώρα τέσσερα θεόρατα βραχιά, ύψους μερικών εκατοντάδων χιλιομέτρων, έμεναν στο νότιο ημισφαίριο, να τον θυμίζουν. Το νομά του;

    Έσβησε στη βροχή…

    Τρία τα νοήμονα τα είδη, που στην ατμόσφαιρα του, ίχνη ύπαρξης αφή νανε.

    Το πρώτο ήταν οι άνθρωποι. Ίδιο το καλούπι με αυτό της γης, αλλά άλλο σπίτι, άλλες του δια δ(ρ)ομές.

    Εξαιρετικοί, ευφάνταστοι και ευφυείς βιομηχανικοί. Τα ζώα που το Γες τους δώρισε, τα αξιοποίησαν στο έπακρο. Έμεναν σε τεράστια ιπτάμενα και σπίτια ζωντανά. Τα δωμάτια ήταν του υπέρ θηλαστικά, με χώρο άπλετο σε μάρς και ιππό να φέρνει. Ζώα του συλλογικά, μαζί, χώρια ποτέ, που δεμένα το ένα με το άλλο, σε μία οντότητα να μοιάζουν και σπίτι στους ανθρώπους να χαρίζουν. Με τρόπους ανάλογους, χωριά, πόλεις και επαρχίες, γέμιζαν την ατμόσφαιρα, αφήνοντας το σαθρό έδαφος, διαθέσιμο στα ζώα και φυτά που τους τάιζαν.

    Δύο οι βασικές τους αδυναμίες. Η πρώτη…

    …ήταν βιας τι;

    Κοι. Οι κατασκευές και οι δημιουργίες τους απίστευτες, αλλά πάντα κάτι τους διέφευγε… Και η δεύτερη, η υπεροψία.

    Νόμιζαν πως ήταν η κορυφή της πυραμίδας σε τούτο τον πλανήτη, αλλά τα νομίσματα ψευδά.

    Ένα σκαλί ψηλότερα από αυτούς, τα Ζελέ. Ρευστές μορφές της υψηλής αυλής και λογικής, πλάσματα που ποτέ δεν έχτιζαν ή δημιουργούσαν. Άρπαγες, σφετεριστές και υποδειγματικοί κλέφτες. Σώματα διάφανα, δομή από αυστηρά πειθαρχημένες μοριακές δομές, ικανές να ακολουθήσουν όποια εντολή η κεντρική διοίκηση, μία και μοναδική συνείδηση, εντολή τους έδινε. Πλη και Σια, Ζαν τα υποψήφια θύματα τους. Σαν ο αιθέρας να τρεμούλιαζε…

    -Είναι κάποιος εκεί; Φούσκες μικρές, με χρώματα χαμογελαστά, σαν πεταλούδες…

    -Αχ τι όμορφες που είστε. Είναι κανείς εκεί; Ένας ήχος υγρός, δυσοίωνος.

    -Ποιος είναι;!; Σας μιλώ, με και μας ακούει κανείς; Και τότε ένα πλάσμα όμοιο με το θύμα, εμφανιζόταν εμπρός του.

    -Τι είς…συ… και μετά τα πλάσματα τα δύο, ένα και γεμάτο. Για μέρες το Ζελέ χώνευε τη τροφή του. Ένα τέτοιο πλάσμα ήταν και η ΚλαίωΠάτρα…

    Ο Γες έναν ήλιο μικρό σε ακτίνα είχε για της τροχιάς το νόμο. Πυκνός, ωμός και ισχυρός στην έλξη που ασκούσε. Κόλπα περίεργα στο Γες σκάρωνε με κυνηγητό, κύκλο κάνω αφεντικό μη με χτυπάς και κρυφτό πίσω από τρύπια δίχτυα.

    Σε έξι του ακριβώς τις ώρες, δίχως του παρά πάνω κάτω το λεπτό, ολοκλήρωνε τη φιγούρα του γυμνός γύρω από τον εαυτό του. Όπα του έλεγε ο Ήλιος και αυτός ακίνητος έμενε για ένα της Δευτέρας το λεπτό. Προχώρα και με το κεφάλι του ψηλά, ξανά μανά.

    Στο χάραμα η ΚλαίωΠάτρα συνάντησε μία όμορφη, στο τρίχωμα του ήλιου και τα δικά της στάχυα, ψηλή, βαθιά πηγάδια, πλούσια προ τσόντα. Πήρε τη μορφή της και δύο τώρα. Η γυναίκα δε ξαφνιάστηκε.

    Τα πρόσωπα τους πλησία σαν ο ήλιος χαμήλωσε. Πρωτότυπο το ποιο, αναρωτήθηκαν όλοι, καθώς δύο ζευγάρια χείλη άνοιξαν και δύο του πάνω και ομοίου τύπου γλώσσες αναμετρήθηκαν γυμνές. Νικήτρια καμία…

    Η ΚΠ με τα νύχια της ξυράφια, δάση με ζώα που τρέχουν να ξεφύγουν χάραξε στο λαιμό της γυναίκας. Από πίσω ο Πάνας αγριεμένος.

    Έκαναν έρωτα παθιασμένο, με της σιωπής τα βογκητά, μεταξύ τους. Η γυναίκα δε ξαφνιάστηκε. Η ΚλαίωΠάτρα έστα ξε και κάτσε μπροστά, σε δύο πανσελλήνους, πλημυρισμένες από γάλα. Τον Πάνα να προσμένουν με χαρά, να βουτήξει ορθωμένος στους αγριεμένους χείμαρρους από γάλα και αφρό, που ξεπηδούσαν δίχως φραγμό από τις δύο τεράστιες ροζ της ρώγες.

    Η ΚλαίωΠάτρα στο λευκό βυθό τον ακολουθεί. Πίνει λαίμαργα, με τη γλώσσα της βάκχα που το γάλα μαστιχώνει, στο της Αφροδίτης τρίγωνο. Μέχρι αυτό τυρί να γίνει. Η γυναίκα δε ξαφνιάστηκε.

    Τώρα στο ομφαλό της μέρας, η ΚλαίωΠάτρα το δίμετρο κορμί της στον ήλιο απλώνει καθώς χωνεύει και η γυναίκα και να ήθελε, δε θα μπορούσε να ξαφνιαστεί…

    Ένας λήθαργος, ανέμελος, με θαλπωρή κεφάτος, θωπεύει, το αχ ανάσα να θυμηθώ να πάρω μπροστά σε αυτή τη καλλονή, το γυμνό της κτήμα πια. Μία συγκίνηση πρωτόγνωρη για αυτήν;

    -Όχι, δεν ήταν πρώτη μου φορά. Δεκάδες άντρες και γυναίκες, νόστιμοι πολύ, έχουν διασχίσει τη στενή και του Νοτιά μου πύλη.

    Ο λήθαργος καθώς αυτή χόρευε στα όνειρα που σχηματιζόντουσαν, με τρόπο γλυκό, αριστερά τράβηγμα ανεπαίσθητο.

    Ένας πιο βίαιος και σκοτεινός τύπος με τρόπο της οδύνης, αγκίστρια πλασμένα από νερό, την τραβούσε από τα δεξιά.

    Η ΚλαίωΠάτρα ανοίγει τρομαγμένη, απότομα τα χιλιάδες της μάτια…

    Τέλος στη κορυφή της πυραμίδας, το τρίτο είδος ζωής. Στολισμένο με τα χρυσά φώτα της ασώματης εξέλιξης και ως βασιλιάς, στο μπαλκόνι έστεκε. Τα πλάσματα αυτού του είδους, μονά και χα δύο.

    Ο Ιούλιος και ο Αύγουστος…

    ( - Αν δεν, μπου και μπεις τη συνέχεια 38 δεν έχει. Ιούνιος

    -Του 83, στα 39 τω και ρα για τα 40. Και για τη συνέχεια υπό και μόνη, θα ξυπνήσω χαρά και μάτια αύριο. Στεπτέμβριος)

     
  9. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Ιούλ (1281)

    Max the Dog is Dead

    Μαύρο από άκρη σε άκρη. Αν ακόμα στέκει η άκρη…

    Τίποτε να μην μπορεί να ξε χωρίσει, Τ όνομα του να ορίσει, ταυτότητα με βούληση δική του να μπορέσει να αποκτήσει.

    Άχρηστα τα μάτια σου στο κελάρι αυτό των εν και δέκα Διά και μεγάλων Στάσεων. Αυτιά αν είχες θα μπορούσες στην του νεκρού τη σιωπή να αν τιληφθείς την ένταση.

    Αν την «όσφρηση» των Πλαισίων έχεις, αυτών των παρά και ξένων πλασμάτων που μπορούν να μυριστούν τις του μέλλοντος ψυχοηλεκτρικές αντί και δράσεις, θα ούρλιαζες από το θόρυβο.

    Θόρυβος που πιάνει τα δύο της μύτης σκέλη και από το 0 τα εξαρθρώνει στο 3 και 60. Κι όλα αυτά σε sim και πιεσμένα σε μία ανήλικη του μηδέν κουκίδα. Ένα αυγό στο μεταίχμιο της ύπαρξης με την ανυπαρξία.

    Στο ξάφνου θα λέγαμε στο κόσμο του 11, ο ήχος ενός μαχαιριού το κέλυφος δυσοίωνα αγγίζει και…

    ΜΠΑΜ ! !

    Το 11 χωρίζεται σε δύο ξένα μεταξύ τους τετραδιάστατα αντικείμενα βυθισμένα μέσα σε μία φυσαλίδα της διά και στάσης των 5 αξίωμα τικ και Κων. Τα τρία του διαφορετικού τόπου και χρόνου αντικείμενα διαστέλλονται ταυτόχρονα.

    Τα δύο των 4άρων τόσο κοντά και συνάμα τόσο μακριά…

    Ένα σημείο να τα χωρίζει και ποτέ το ένα με το άλλο να Μη προφταίνει να αγγίξει.

    Δύο είδωλα αντίθετα. Ένα σύμπαν Λευκό και το ακριβώς αντίθετο του Μαύρο. Η φυσαλίδα των 5, τα δύο άκρα να περιέχει και τα άπειρα του διαφορετικού ονείρου ανά και μέσα τους…

    Στο λευκό το σύμπαν στιγμές ή και λίγες του πλήθους νύμφες του χίλια χρόνια μετά, ηλεκτρόνια ελεύθερα στο του Γάλακτος Πέλαγος και του Διάδ και φορέματος Ρώμες πλέκουν, δίχως κανένα τ’ άλλα να ενοχλεί πετούν και χορεύουν σαν πέτα μικρή λουλού και δες η λευτεριά ψευδαίσθηση δεν είναι.

    Ένα ανεπαίσθητο τικ, μια στιγμή καρφωμένη σε χρόνο μηδέν, κάτι που χιλιάδες τόμους χώρο θα γύρευε για να ανά και λυθεί, κάνει μία μικρή ομάδα από δεκατρία δεκάκις εκατομμύρια ελεύθερα ηλεκτρόνια να παγώσει και αμέσως μετά να λιώσει σ’ ένα κοινό μοτίβο.

    Παγιδευμένα πια σε μία βούληση, συνειδησιακή μάζα του απείρου και του ελάχιστου μαζί, μία οντότητα που τώρα πια τους αποστάτες του ηλέκτρου φεύγωλατες σ’ ένα κοινό σκοπό στρατό και δρόμο διαφεντεύει.

    Ο Ιούλιος…

    (Για κάθε φανταστικό πλάσμα υπάρχει σύνολο, στο οποίο υφίσταται ως πραγματικό...

    Συνε νο νι χο και σ χίζεται)

     
  10. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Ιου Λ ιου (1281)

    Ο Ιούλιος μία οντότητα φωτός στα πρώιμα του βήματα συνάντησε. Με ταχύτητα σε χρόνο ήρεμο με σιωπή την περιέλουσε.

    Διστακτική αυτή, στάθηκε του χαμογέλασε. Της χαμογέλασε και αυτός. Τα άκρα της στραβά, μαζεμένα, φοβισμένα. Τρυφερά την άγγιξε. Απλώθηκε.

    Με πειθαρχημένα του ήλεκτρου τα όρνεα την έδεσε.

    Μία μικρή σπασμωδική ταλάντωση δική της.

    Τον κύκλο γύρω της έκλεισε. Αυτή τινάχτηκε, να ξεφύγει θέλησε. Την έσφιξε, με τα φωτόνια της μίλησε, κύματα που ικέτευαν, να ξεφύγουν ήθελαν κι άλλο πιο δυνατά τη δένει. Με θερμότητα αυτή του απαντά κι αυτός με βία.

    Μία στιγμή ακίνητος και μετά κοντά την φέρνει. Ήρεμη. Πάνω της σφιχτά, χτύπημα κοφτό και στο σύμπαν με το άλογο εγώ της στα πέρατα του ταξιδεύουν…

    Σε μία θάλασσα φωτιάς, ύλης, νευρικών και ατίθασων α και φιλόδοξων στεριών. Επισκέπτης, περίεργος, φιλικός ή εχθρικός;

    Μυστήριος, αόρατος θεός, σκύλος ορά ερά τος και στης. Κόσμοι που βράζουν και ξεβράζονται από μια του χάους σούπα. Πολιτισμοί που γεννιούνται, βιάζονται και βιάζουν, πολεμούν, επιβιώνουν, γερνούν, πεθαίνουν.

    Στις στάχτες της λησμονιάς, κόσμοι νέοι που τους παλιούς και τη μέγα λεία τους ποτέ δε γνώρισαν. Μία ιστορία που νέα αξιώματα θέτει, σβήνει, τα ανακατεύει και καινούριες γέφυρες και θεμέλια, με ηθικές και αξίες…

    …και στο επόμενο του χρονικού συμβάντος το λεπτό, φρέσκος, νέος άνεμος, σπόρους στην ευφορία δίνει, αλλιώτικα λουλούδια, ζώα, πλάσματα της σάρκας τα σφιχτά. Φτιάχνουν φωλιές, σπίτια, κρίματα και κτίσματα από ξύλο, πέτρα, ανόργανα και οργανικά υλικά. Χτίζουν, γκρεμίζουν, θεούς λατρεύουν και στο μετά αμέσως στη φωτιά τους καίνε, ώστε άλλους να ανεβάσουν στα μνήματα ψηλά.

    Ένα ταξίδι, βιωμάτων, γνώσης, εμπειρίας και αναζήτησης ενός σκοπού. Οι προσεγγίσεις πάντα διαφορετικές, αλλά το άλλοθι, το κίνητρο, η ενοχή και το γιατί πάντα ίδιο.

    Η επιβίωση…

    Σ’ ένα κόσμο που η αβεβαιότητα είναι η δύναμη που διαβρώνει κάθε σκέψη, η κατάκτηση της γνώσης φαντάζει το ιδανικό φάρμακο. Τα μουσκεμένα από το αν Η να πλάσματα σέρνονται και το χρυσό ανά στα πόδα να ανά ζητούν με τη γλώσσα απλωμένη. Της σαγήνης σκύλες που ουρλιάζουν μουσκεμένες από πόθο, τον φόβο, τη βροχή και την οργή.

    Ο Ιούλιος τον φόβο για τον θάνατο δεν το, με το ν ή δίχως, κατείχε. Πως θα μπορούσε άραγε ένα πλάσμα φτιαγμένο από κβάντα, να φθαρεί;

    Όμως μία ισχυρή αβεβαιότητα τις ηλεκτρικές κου και κα, έσφιγγε με δύναμη.

    Ποιος είναι;

    Άλλος σαν και αυτόν, άραγε υπήρχε;

    Ή για πάντα, δίχως ή στη μοναξιά;

    Στο χάος ταξίδευε με του φωτός την τα χυτή και τα. Σε τάξη να το βάλει γρήγορα κατάλαβε πως τη δύναμη δεν είχε. Η προκατάληψη, ο φόβος, το δικό του εγώ, άλλοτε τυφλό και άλλοτε αλλού άλλα και αλλιώτικα να βλέπει.

    Μέσα στον ορυμαγδό υπήρχαν τάσεις, σειρήνες, ήχοι του α ρυθμού μοτίβα που με την συχνότητα τους ξεχώριζαν. Και στην αρχή, τη προσοχή του έκλεψαν με τον λάθος τρόπο.

    Τάσεις ακραίες που πολεμούσαν για την κυριαρχία τους. Στη σημαία που στα πτώματα των χαμένων στηρίζανε, την βεβαιότητα να βρουν. Και στο ενδιάμεσο το κρυφτό στου απείρου το χάος. Πλάσματα που συμβιβαζόντουσαν με μία θέση, μία ιδέα, ένα παραμύθι, ένα συναίσθημα.

    Οι του ακραίου αντίθετες οι τάσεις, τα κάστρα τους έστηναν σε σημεία διακριτά, ώστε να φαίνονται και να ελπίζουν πως την πίστη θα κερδίσουν. Μία μάχη που ο Ιούλιος ερμήνευσε ως μία ανάγκη για την ισορροπία.

    Πως θα μπορούσε ποτέ το Ίσως ποτέ ίσος να ταν. Τα ρούχα τους φορούσαν, με χρώματα έντονα και στη γεωμετρία βωμούς λεπτούς, σε γωνίες ξένες, ποίηση προσέφεραν.

    Ο Ιούλιος ξεχώρισε την ποίηση, που έμοιαζε από τα πλάσματα αυτά να έβγαινε.

    Όμως μόνο έβγαινε. Ο δημιουργός;

    Είδε πλάσματα μικρά στο μέγεθος, τεράστιες κοινωνικές πυραμίδες να στήνουν. Σε κάποιες με την κορυφή προς τα πάνω και άλλες μες στο έδαφος βαθιά καρφωμένες.

    Όλοι στη πρώτη για ένα και ένα στη δεύτερη για όλους.

    Δυσκίνητες και ευάλωτες και οι δύο. Είδε πυραμίδες από πέτρα και μέταλλο καμωμένα, από πλάσματα φτιαγμένα;

    Όχι, από τη φύση έβγαιναν. Αλλά μόνο έβγαιναν.

    Άλλες δομές τα μικρά τους ζωντανά σημεία, σε κύβους, του ορθογωνίου τα παράλληλα επίπεδα και το πιο αξιοθαύμαστο που ο Ιούλιος καβάλα στην ακτίνα του φωτός απόλαυσε, ήταν μία σύγκρουση ανάμεσα σε έναν κύλινδρο και σε μία σφαίρα.

    Ο κύλινδρος τα πάντα στο γύρω του τηρούσε και στην άνω έδρα η κυκλική αυλή.

    Το έδαφος που επρόκειτο να πατήσει, ποτέ δεν έβλεπε. Η σφαίρα πάνω, κάτω, δεξιά αριστερά και το πιο σημαντικό, τη θέση που το μοναδικό της σημείο θα πατούσε έβλεπε και τα σχέδια της έκανε. Η μάχη άνιση, καθώς η σφαίρα κύκλους στο χώμα χάραζε και ευκίνητη γρήγορα θέσεις άλλαζε, ανάλογα το θέλω, το αν και το γιατί.

    Στο τέλος ο κύλινδρος έπεσε και τους ζωντανούς που ακόμα αντιστεκόντουσαν, η σφαίρα τους κατάπιε. Μία σφαίρα μεγαλύτερη.

    Σώματα αστρικά που με τη βαρύτητα περισσότερους πιστούς μαζεύανε. Πιο ισχυρές, πιο σίγουρες και σώματα άλλα άψυχα ή μήπως όχι;

    Κοντά τους. Ήλιοι τόσο ισχυροί, φωτιά από σπίθες λίγες έπαιρναν, φωτοβολούσαν, δυνάμωναν και την κακόβουλη σκιά από το μαύρο διάστημα μακριά, ουστ κακό σκυλί βούλωστο και φύγε, έδιωχναν.

    Κακόβουλη;

    Ο Ιούλιος με γνώση γέμιζε και τα μοτίβα έβλεπε μπροστά του να ξεγυμνώνονται και να τον καλούν να τα πιστέψει. Αλλά πάντα μισός ένιωθε, δίχως μ ίσως και ο τόνος που;

    Ακολουθώντας την ακτίνα μία έλξη ισχυρή ένιωσε στο άλογο φορέα που σαν άγγελος μακριά τον πήγαινε.

    Ένα σώμα αστρικό; Ίσως κάποτε. Ήλιος; Ένας που δεκάδες άλλους είχε απορροφήσει. Ήλιοι που χόρευαν σιμά της και τη σάρκα τους έδιναν για αυτήν. Η ακτίνα τινάχτηκε και να ντισταθεί θέλησε, αλλά ο Ιούλιος δεν την άφησε και την προς ανα τόλησε και τόλμησε ευθεία προς αυτή να οδηγηθεί.

    Το θέαμα εκκωφαντικό, ο χρόνος ψευδαισθήσεις γεννούσε και το χώρο ανακάτευε σαν φύλα σε σπειροειδή χοάνη. Αφέθηκε, τις δονήσεις στα κβάντα που τον βοηθούσαν να βλέπει, να ακούει και να μυρίζει, αγνόησε καθώς η ταχύτητα συνεχώς αυ ξανά αυ ξανά και δίχως ερημιά και έρμα, ξανώταν. Ώσπου τα πάντα σίγησαν.

    Συνέχισε να αγνοεί τις δονήσεις που σαν τρελές ουρλιάζανε. Ο ρυθμός έπεσε, ήχος που έμοιαζε με τη σπορά του νερού από τα εύφορα σύννεφα στη ξέρα γη, στις ταλαντώσεις των κβαντικών σημείων του. Τότε να τις προσπερνά σταμάτησε και το θέαμα αγκάλιασε, μαζί με το συναίσθημα.

    Δεν υπάρχει ζωντανό σε αυτό το σύμπαν και ούτε στο σύνολο και στα άπειρα άλλα που αυτό κατέχουν, που να μη νιώθει. Αυτό το συναίσθημα ήταν δυνατό. Η ψυχή κεραυνούς έσπερνε και του ηλέκτρου τις μεγάλες χάρες. Μπροστά του ένας τεράστιος μαύρος θόλος. Διάφανος, καθρέπτης και σε κόσμο άλλον έδειχνε, που στο σύμπαν αυτό δεν άνηκε.

    Απέναντι του πίσω από αυτό που έμοιαζε με γυαλί, αλλά γυαλί δεν ήταν, δε μπορούσε, δεν ήταν δυνατόν και όμως ήταν. Σε αυτόν τον κόσμο ο Ιούλιος μόνος πάντα ένιωθε και μόνος ήταν…

    Αλλά εκεί και απέναντι εκεί…

    Τα άκρα του άπλωσε να αγγίξει και άκρα απλώθηκαν τα δικά του για να αγγίξουν…

    Ο Αύγουστος. Έτσι το ονόμασε και ας ποτέ να μην μπόρεσαν ο ένας τον άλλον να αγγίξουν;

    Για μύρια χρόνια, αν νόημα ο χρόνος πια είχε. Δευτερόλεπτα μπορεί ή και τη μισή ζωή του σύμπαντος, χόρεψαν, τραγούδησαν και με τρόπους ευφάνταστους ο ένας στον άλλο μίλησε. Πλάσματα αντίθετα, σα την μέρα με τη νύχτα και όμως τόσο ίδια. Φόρα πήραν και στο θολό τον θόλο, προσπάθησαν μυριάδες νότες και στιγμές να σκάσουν, τροχιές παράλληλες και ασύμπτωτες συνάμα. Μέχρι που κάτι ράγισε και…

    Ο χρόνος ανατροπές κάνει και τούμπες άλλοτε από πόθο και άλλοτε από πόνο. Πάντα όμως με της χαράς και του χαμού το γέλιο. Κάποιες φορές και από τα δυο.

    Πολύ αργότερα και στον ιστό και ρία πίσω…

    Τώρα στον αφαλό της μέρας, η ΚλαίωΠάτρα το δίμετρο κορμί της στον ζεστό και τρυφερό τον ήλιο παρά και δίνει καθώς χωνεύει τη γυναίκα που κατάπιε.

    Ένας λήθαργος, ανέμελος, με θαλπωρή και κόκκινη χλιδή γεμάτος, θωπεύει, το αχ ανάσα να θυμηθώ να πάρω μπροστά σε αυτή τη καλλονή, το γυμνό της κτήμα πια, σταφύλια να μαζέψει, στο τρύγο να πατήσει. Μία συγκίνηση νέα για αυτήν;

    -Όχι, δεν ήταν πρώτη μου φορά. Δεκάδες άντρες και γυναίκες, ασήμαντοι, έχουν διασχίσει τη στενή και του Νοτιά μου πύλη.

    Ο λήθαργος καθώς αυτή χόρευε στα όνειρα που σχηματιζόντουσαν, με τρόπο γλυκό της προσφέρει…

    …αριστερά τράβηγμα ανεπαίσθητο.

    Ένας πιο βίαιος και σκοτεινός τύπος με τρόπο της οδύνης, αγκίστρια πλασμένα από νερό, δική του τη ναι θέλει…

    …από τα δεξιά.

    Η ΚλαίωΠάτρα ανοίγει τρομαγμένη, απότομα τα χιλιάδες της αυτι…

    -Κάποιος εκεί πίσω από το γυαλί, ποιος, ποια, γιατί, τι θέλεις;

    Τέλος στη κορυφή της πυραμίδας, στο πλανήτη Γες το τρίτο είδος ζωής και από τα πιο ισχυρά του κόσμου αυτού. Στολισμένα με τα χρυσά φώτα της ασώματης εξέλιξης και ως βασιλιάδες, στο μπαλκόνι έστεκαν. Τα πλάσματα αυτού του είδους, μονά και χα του δύο.

    Ο Ιούλιος και ο Αύγουστος…

    (Στη νύχτα που μεγάλη είναι…

    -Σε παρα καλαώ και στα δύο Διά και σπάσε με, χτύπα και το αι και μα μη το λυπηθείς…

    Αλλά πες μου τη συνέχεια και μη σταματάς, ακόμα και όταν…

    …έλεος εγώ από σένα…

    …ζητώ και Ζήτω!!!)

     
  11. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    ΚλαίωΠάτρα (1281)

    Η ΚλαίωΠάτρα ήταν ένα πλάσμα ρευστό. Ικανό να προσαρμόζει τη δομή όπως και τη συνείδηση της σε κάθε νέα συνθήκη.

    Αυτό της χάριζε την ικανότητα να αποδεχθεί το κάθε τι διαφορετικό. Να καταφέρει να αντιληφθεί πως το ξένο ή οικείο, το λάθος ή σωστό ήταν έννοιες σχετικές. Το περιεχόμενο ήταν απλώς του ασήμαντου σημεία, στο οποίο κάποιος κάποια ή κάτι μπορούσε να αγκυροβολήσει μέχρι το επόμενο ταξίδι.

    Η αναπαραγωγή της ήταν μία διαδικασία φυσική όσο και ασυνήθης.

    Εξαρτιόταν από το επόμενο της θέλω, καθώς κατάπινε ύλη και ενέργεια και για χρόνο εύλογο έστεκε σε μία θέση ώστε αυτό να απορροφηθεί κι έτοιμη να είναι για το επόμενο ταξίδι της. Θα έπρεπε να φήσει πίσω της ένα τμήμα ζωντανό, ύλης και μνημών, που εμπόδιο θα ήταν για το δρόμο που θα ακολουθούσε.

    Ήταν μία διαδικασία οδυνηρή. Ο πόνος έφτανε σε επίπεδα ακραία και ένιωθε τη ψυχή όπως και το ρευστό της σώμα να ξεσκίζεται, να αντιστέκεται, να ισό πε δώ νε ται καθώς ένα δικό της τμήμα, έμενε για πάντα πίσω.

    Το τμήμα που έμενε, βρέφος στην αρχή, αποκτούσε τη δική του συνείδηση, οντότητα, αυτονομία, ένα πλάσμα.

    Στο μέλλον ίσως φίλος ή εχθρός, αν ποτέ το ξανασυναντούσε. Τότε ίσως τα δύο από Ζελέ πλάσματα, να άγγιζαν το ένα το άλλο και φυσικά να χώριζαν.

    Ίσως μία μάχη μέχρι θανάτου ανά και μέσα τους, να ξεκινούσε, μέχρι το άλλο να καταπιεί…

    Δύο σώματα. Δύο του ακεραίου άκρες. Ψ και Χ που στροβιλίζεται γύρω από δύο χρώματα. Λευκό και μαύρο σε μία χορογραφία πόνου και χαράς. Το πρωί να θυμίζει πόλεμο και παγωμένο μπλε και τη νύχτα έρωτα και της φωτιάς του ήλιου κόκκινο.

    Ο Ιούλιος και ο Αύγουστος τα κύματα της ΚλαίωΠάτρας στην αρχή ταράζουν με ανεπαίσθητες μικρές δονήσεις. Στο δρόμο καθώς το νερό πέφτει με θόρυβο και μπουκάλια θρυμματίζονται, η ΚλαίωΠάτρα το σώμα της νιώθει να τρέμει και να τεντώνεται σε δύο του αντιθέτου στάσεις.

    Ένας σεισμός σε…

    Όταν το Λευκό ανέτειλε και ο Ιούλιος Καβάλα σε μία του φωτός ακρίδα, από την αρχή στο πέρας το σύμπαν Δι και έσχιζε, στην άλλη μεριά από μία κουκίδα μαύρη ένα του σημείου το 0, ένα σύμπαν Μαύρο έτοιμο ήταν, τα αστέρια του να ανθίσει.

    Πλάσμα αλλόκοτο. Των πρωτονίων θέμα, τα ηνία έπαιρνε στο σημείο που η μάζα του απείρου, στο όγκο του τείνω στο μηδέν, προσπαθούσε να χωρ έσυ.

    Ο Αύγουστος. Με τον παλμό και του ιδίου τη συχνότητα, την εκτόνωση και έκρηξη ελέγχει και τα πάντα σε μία σφαίρα του 40 μέτρα μόνο κρατάει κλειδωμένα. Μία φυλακή των πάντων.

    Σε αντίθεση με τον Ιούλιο δεν επιτρέπει στη δημιουργία ελεύθερα να γράψει αλλά την διαμορφώνει και σε μελωδία δική του εν σώ ματώνει, σε μία βούληση, τη δική του, κατά πως αυτό και μόνο αυτό θέλει.

    Μια οριακή στιγμή, ένα παλμός ελεγχόμενος, συγκεντρωμένος, ώστε να μπορεί να τον εστιάσει κατά εκεί που θέλει. Τα εμπόδια ρέουν σαν αντικείμενα που τον προσπερνούν και φεύγουν. Ώσπου σε μία στιγμή, μία γέφυρα ανοίγει, προς κάθε άλλη διάσταση.

    Άπειρα τα παραθύρια που λικνίζονται πρόστυχα και γυμνά εμπρός του.

    Μαγεμένος στην αρχή με τρυφερότητα μετά, βια και συνη στη συνέχεια, παρακολουθεί αμέτρητες του πιθανού εκδοχές να στέκονται αμίλητες. Στην αρχή διστακτικά, με σωστά ή λάθη; Το πείσμα του περίσσιο, μέχρι που κάπου, κάπως κα και πότε, βρίσκει τον τρόπο να τον και να τις ακούσει.

    Στην αρχή ακατάληπτα του μοιάζουν και τσαγιέρες που σφυρίζουν χωρίς σταματημό. Νότες και νοήματα που παρελαύνουν ασύνδετα στον κάμπο.

    Στο μετά αμέσως, αρχίζει να κατά λαβαίνει και τον χορό στα χέρια του να παίρνει και η κατά και νόηση σε άλλα επίπεδα τον ε και φέρνει.

    Σ’ ένα από αυτά τα παρά και θύρα σου χυτά, τον δίδυμο αντί και διαμετρικό δερφό του βρίσκει. Τον Ιούλιο. Κύματα τρελά, με ενθουσιασμό και αφρό, ο ένας τον άλλον να αγγίξει και στο τέλος…

    Η ΚλαίωΠάτρα αντιστέκεται και στόματα αν είχε θα ούρλιαζε. Από τα μάτια της το υγρό γυαλί γελά και κλαίει, ώσπου στο έλος…

    Η Κλαίω στα αριστερά και στα δεξιά η Πάτρα..

    (- Τον χρόνο εμπρός ή πίσω;

    -Πίσω και εμπρός και στα αριστερά τον κόμπο κάνε.

    -Συενχ ;ια

    -Τα γράμματα θα παίξουν και στη τά κς η τους συν και τόμα θα τρέξουν…)

     
  12. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Λευκό (1281)

    Max the Dog is dead

    Τον κόσμο ο Ιούλιος ελεύθερο επέτρεπε, τα βήματα του να χαράξει. Με του ελαχίστου τις μικρές του δράσεις, είτε προς τον έναν, είτε προς όποιον δρόμο άλλο. Πάνω στο μπέρδεμα του χρόνου με το χώρο την ιστορία διάβαζε.

    Παρελθόν, παρόν και μέλλον η σειρά και η τάξη νόημα δεν είχαν. Έβλεπε την ιστορία να εκτυλίσσεται και σε αμφιβολίες διαβρωτικές σαν ξένη να εκφυλλίζεται, τις νότες να χορεύουν με πάθος μεθυσμένες στη φωτιά. Ένας ταξιδιώτης, ένας επιβάτης, ένας στοχαστής, ένας ποιητής, τρελός και πλάσμα που στο κύμα επιβίωνε και τις δονήσεις των συμβάντων ένιωθε.

    Συνέβη; Συμβαίνει; Θα ή δε θα συμβεί; Σημαντικό ή ασήμαντο κανένα.

    Αποδοχή του απρόβλεπτου και του χάους τα παιδιά με αγάπη και όχι τρόμο.

    Ο Αύγουστος τα ηνία στα χέρια του αν είχε, να θέλει να βαστάει. Τις συνθήκες Αυ..τός να καθορίσει, τη μουσική, τι σ τάσεις, δράσεις, πράξεις και με τη συνείδηση του ένα, αυτός τα πάντα στο χρώμα του να βάψει. Και ως κατακτητής στο μέλλον το τι θέλει, προσπαθούσε να διδάξει.

    Και οι δύο τον ίδιο στόχο είχαν.

    Ποιοι είναι; Τι τους δημιούργησε και γιατί; Ο ένας προσπαθούσε δίχως το κύμα να τρομάξει να το διαβάσει. Ο άλλος με την βίας την ανατροπή, στο δικό του χτύπο να ουρλιάξει.

    Ένας Μεσσίας κι ένας Δικτάτορας. Για χρόνο αρκετό, ο ένας απέναντι στον άλλον, με τη λεπτή μεμβράνη να τους χωρίζει, τον κώδικα ο ένας στον άλλο προσπαθούσε να περάσει.

    Μία του Μέγα Λη η μάχη, που νικητή και κερδισμένο ποτέ δεν είχε. Ο ένας στον άλλον τον σπόρο του άφησε, ώσπου ο Ιούλιος, μακριά έφυγε από τον Αύγουστο.

    Μέσα του πια, το ένα μόνο του δεν έστεκε. Μία εσωτερική σύγκρουση, ανάμεσα σε δύο άκρες, για ένα δρόμο, μία υπέρβαση σ’ ένα κόσμο, πέρα από το δικό του.

    Η ΚλαίωΠάτρα ήταν το σκάφος, η γέφυρα που θα μπορούσε αρμονικά, τις δύο αντιθέσεις, σε μία πλατεία να χωρέσει.

    Μ’ ένα ρευστό μεν, αλλά πιο στιβαρό από το δικό τους σώμα, με την ένταση και την αίολη αβεβαιότητα των συναισθημάτων, των βραχυπρόθεσμων πλασμάτων.

    Η κάθε άκρη δική του, την ήθελε, με τον δικό της μοναδικό τρόπο. Η μία με το χάδι και η άλλη με τη βία.

    Ο Α δούλα και υποκείμενο μία φίλα και το kiss μας μένει.

    Ο άλλος χαρούμενη και φωτεινή, να την καρδιά της βλέπει. Να χοροπηδά και κεράσια να μοιράζει, στην τούμπα απλωμένη.

    Τελικά σε συμφωνία ήρθαν και την δι χο τόλμησαν. Ο ένας την Κλαίω κράτησε και ο άλλος ραντεβού στην Πάτρα.

    Όταν από ψηλά κοιτάς, καθαρά τα βλέπεις, ενώ από κοντά…

    Στην αρχή τα χρώματα θολά κι αμέσως στο μετά, η ένταση του κύματος στα ύψη.

    Ο Ιούλιος, γυμνός, τυφλός και στα σκοτεινά χαμένος. Στη θάλασσα του νι κι ωθω, με το βιαστικό του λίγου χρόνο, τη φωτιά του να φουντώνει, στον κόσμο της Κλαιώ και Πάτρας, σε παράλληλες γραμμές ή μήπως σε μία του τρένου γράμμα;

    Μύρια τα φύλλα των μνημών που από τα δέντρα πέσαν σε μία στιγμή μονάχη ή άπειρες να ήταν;

    Το του και ναιλ το φως του από μακριά του έδειξε και ο Ιούλιος αν και κόντεψε για πρώτη φορά στο τέρμα του να φτάσει, τα κατάφερε. Το σώμα του άφησε στο βράχο να ακουμπήσει, έκλεισε τα μάτια κι έπεσε…

    Κι όταν τα’ ΄νοιξε, με μια πληγή από μαχαίρι, το φυλακισμένο φως άφησε από μέσα να ξεφύγει.

    Γύρω του, όχι πια μόνο δύο πλάσματα από Ζελέ πλασμένα…

    Αλλά εκατομμύρια…….

    Το μήνυμα από τους Δία και τον Βόλο, για βοήθεια τον βρήκε στο Α του Κενταύρου.

    Ο Ιούλιος και ο τεράστιος από σταγόνες του φωτός στρατός του, γύρω από το μέτωπο του Μάδα το δικό του κύκλο έστησε.

    Το δεύτερο, αμέσως μετά από αυτόν του Κο Λόκο Τρώνη, του Μιάου Λι και της Μπουμπούς της Λίνας…

    (-Και η συνέχεια; Μαργαρίτα

    Ένα βήμα εδώ κι ένα εκεί και γιαλού ταξίδια μένουν…

    -Και η συνέχεια; Μαργά

    Και ο μήρος στου ονείρου τη παγίδα, το φως του βρίσκει κρυμμένο στις πρώτες λέξεις..

    -Και η συνέχεια; Αργά

    .