Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

1281 Η Ιστορία ενός Ήρωα

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 9 Αυγούστου 2023.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Μεμβράνη (1281)

    Η πιο ισχυρή δύναμη σε αυτό το σύμπαν, είναι η Μεμβράνη.

    Μία λεπτή, όσο η πιο λεπτή κλωστή ή του Μάκο το ξυράφι, αλλά αδιαπέραστη σχεδόν μαύρη μεμβράνη, που το σύμπαν περικλείει και μαζί του μεγαλώνει.

    Ένα ράσο, μανδύας, ίσως πέπλο, μπορεί κουρτίνα, που τα όρια στο χώρο που διασtellεται στο χρόνο βάζει.

    Όταν ακόμα το σύμπαν με τη βία σταγόνα στο χώρο γέμιζε, η μεμβράνη κατάμαυρη και αδιαφανής φυσαλίδα του μικρού και αυτή. Στους απέ ξω να μη τα μέσα δείχνει και στους μέσα, τα θεριά να κρύβει καθώς τη λόγχη ψάχνουν στα σκοτάδια.

    Στους ζωντανούς οργανισμούς μοιάζει μην α νήκει, all α ψυχή ποτέ.

    Βούληση αδιάρρηκτη, τον κόσμο των τριών για πάντα στο secure ρητή, μακριά από το απύθμενο κενό pου τiν περιτριγυρίζει.

    Ίsos ζωντανή, ίσως και όχι. Αναπνοή καμιά, καρδιά ποτέ, μνήμες λιόκλαδα στη φωτιά του ammo.

    Κανόνας μόνο ένας. Φύλαξε και κράτη σε της ύλης τη φωτιά, μακριά από τα ευαίσθητα παιδιά σου.

    Παιδιά της; Κάθε στοιχείο που στο εσωτερικό αυτού εδώ του σύμπαντος βρισκόταν.

    Τα μικρόβια, οι πέτρες, το πράσινο γρασίδι, τα αστέρια, οι Σταυροί, τα φεγγάρια, η κουρτίνα του Μωβ, οι σπειροειδείς γαλαξίες, η θάλασσα του Μπλε και ό,τι άλλο μέσα της, τι πες μου, κατ οικού και σε.

    Ζωντανή; Ναι, άλλωστε σε αυτό το σύμπαν τα πάντα ζωντανά είναι.

    Από τη πιο μικρή των κβάντων τη κουκίδα, έως το πιο χοντρό αστέρα, των ζωντανών το θέλω, ένα πάντα εiναi.

    Η του υπέρ η Βάση ή του από η Δράση ή του Διά φυγή, από αυτόν τον κόσμο.

    Οι τρόποι που δοκιμάστηκαν αρκετοί. Η ηχώ της απάντησης σε κάθε κύτταρο αυτού του κόσμου γραμμένη ήταν, αλλά η κατανόηση δεν έρχεται μόνο με την ανά και γνώση της, αλλά με την αποδοχή της.

    Σε μία στρέβλωση της ερμηνείας, ένας τρόπος έμοιαζε τόσο κοντά, αλλά και τόσο μακριά. Η ένωση, η συνεργασία και η λειτουργία με αρμονία όλων των τμημάτων, ναι…

    …αλλά, αν αυτό γινόταν από το προσανατολισμό του ενός…

    …κατέληγε σε μία συσπείρωση στοιχείων, με σκοπό τη δημιουργία μεγαλύτερων και από εκεί, μαζών, πλανητών, αστέρων και στο τέλος μελανών οπών.

    Σύνολα τεράστια, κάτω από μία σημαία, θρησκεία, ιδεολογία, ένα κέντρο η πυρήνα που πάλεψαν με άλλα με σκοπό την κυριαρχία και την κατάκτηση.

    Κάποιες φορές έμοιαζαν να τα κατάφεραν καθώς, η πιο ισχυρή τις υπόλοιπες κατάπιε. Και στο τέλος σε μία τρύπα μαύρη, όλου του κόσμου η πυκνότητα, το βάρος, η συν και είδηση πολλών σε μία πρόταση μονάχα…

    …σε λέξεις τρεις…

    …και στο τέλος..

    Μία.

    Τότε ένας μόνος δισταγμός, ανάμεσα στη Μία του Me και λάνα η τρ οπή και στην Μεμβράνη που τρυφερά την κύκλωνε.

    Η τρυφερότητα έλιωνε σα χρυσάφι στη φωτιά.

    Μαζί ο χρόνος του Αορίστου, σαν παιδί που κλαίει ορφανό, σε κομμάτια, συλλαβές και γράμματα του παρά ο τακτικός.

    Το μέλλον πέθαινε πριν προλάβει να γεννηθεί καθώς το παρόν χόρευε γυμνό στον ήλιο.

    Το κενό που χώριζε την Μεμβράνη από τη Μία, μέτρο δεν είχε, άλλα ούτε υπό και στάση. Σε μία στιγμή, ίσος σφάλμα ή σωστό ίσως, δεκάδες μηδενικά που σαν ρευστά έσβηναν στο ένα …

    Και την επόμενη στιγμή, η Μεμβράνη αγκαλιά με τη Μία, ένα σπόρι που στον άνεμο των 5 έπλεε, σα ν ακυβέρνητο σαράκι. Μία σταγόνα, ένα σπόρι από την βροχή από σπόρια που στον ουρανό του πέντε έπεφτε με βία. Στο παρά και ξένο και όχι δικός σας, σ αυτό το χώμα, να πέσει, να φυτρώσει και φτου, πρόσεχε τα μάτια, ξανά από την αρχή…

    Η φλούδα, η μεμβράνη ξεχεί λωνει, λύση νέα για να βρει και χώρο δίνει στο σύμπαν για να ανθίσει και το παιχνίδι A gain να φέξει.

    Σε μία από αυτή την αλυσίδα, κρίκος είναι ή ο μαύρος κύκλος, κύμα φτάνει και στα άκρα αυτού το σύ και μπαντος. Στα πέρατα του αυτού και κόσμου, το κύμα τα χέρια του απλώνει και μια πτυχή αγγίζει, σφαίρες πέφτουν, νεκροί στο ακάνθινο πηγάδι, κόβει, αφαιρεί και μακριά πετά.

    Στο «Λιβάδι» δύο του ομό και κέντρου κύκλοι, γύρω από το Μάδα.

    Ο πιο κοντά, το λάβαρο Σταυρός. Τα Κάλι.

    Ο Δεύτερος, ο Διχασμένος Ιούλιος.

    Το κύμα τη π και τύχη του απλώνει στον ουρανό πιο πάνω. Σπόρια πέφτουν, στο έδαφος και γύρω από τους δύο άλλους κύκλους, τρίτος γεννιέται.

    Περίμετρος του;

    Μία Μεμβράνη Μαύρη….

    Νίκη (1281)

    Το «Λιβάδι» ήταν ένας μεγάλος βράχος, μικρός πλανήτης, που ο ήλιος πια δεν τον έλουζε. Αλλά το φως αφύσικα περίσσευε και απλόχερα, μοιραζόταν στα πλάσματα που το περπατούσαν.

    Τούτην την ημέρα, με το ζόρι προσέφερε κάτι από τη λάμψη του και αυτό που έδινε, φτωχό, μουντό και χιλιοφορεμένο.

    Τρεις του ομόκεντρου οι κύκλοι, με αποστάσεις ο ένας από τον άλλον.

    Στο κέντρο ο Μάδα, ένα πανύψηλο σκιάχτρο, αγέρωχο το γαλάζιο του ρανού να σκαλίζει με το βλέμμα του και τα γυάλινα του μάτια. Πίσω του, το περίφημο μνημείο της Δία και του Βόλου. Μία πυραμίδα κάτω και μία με την μύτη στην μύτη καρφωμένη, ανάποδα με τα πόδια πάνω. Μία τεράστια κλεψύδρα.

    Σε απόσταση των 6 των μιλίων, να το αφήσω ή να σκήσω το δικαίωμα μου για ΕΠΕ κ’ τάση, 9 και πλέον οι χιλιάδες των σταυρών, τα μικρά τα Κάλι. Σε τριγώνου ισοσκελούς τις άκρες, ισόπλευρο δεν στάθηκε ποτέ, οι τρεις του επί οι κεφαλείς του. Ο Κο Λόκο Τρώνης στην κορυφή και η Μπουμπού η Λίνα και Μιάου Λι στη βάση.

    Οι σκέψεις των Κάλι, αχνός, διάφανος δεσμός, με τη διακριτική ομίχλη που τους προστάτευε. Μία εικόνα υγρή, να τρεμοπαίζει από ένταση.

    Μία σκέψη εκεί…

    -Θα έχει «πυροτεχνήματα» στο Παρίσι;

    Εκεί από το φύλο μου πιο κάτω…

    -Τον λατρεύω τόσο που μου κόβεται η ανάσα….

    -Το μάρμαρο, είναι παγωμένο, μούσκεμα, ζεστό και θυμωμένο. Κλαίει…

    -Φοβάμαι…

    -Το σπαθί μου είναι μεγάλο και θα γεμίσει με φόβο τους οχτρούς. Το σκιάχτρο και κακό. Τον Μάδα.

    -Δε θέλω την ένωση. Αγαπώ την Ταύ, τον τρόπο που το κεφάλι της λυγίζει…

    Όχι και Μάδα όχι, αν όλοι μαζί σε μία Εύα μπούμε, θα χάσω εγώ την Ταυ.

    -Είναι άδικο, είναι άδικο, είναι…

    -Εδώ που στέκομαι έχει μία κλίση και ο μικρός μου ο σταυρός στη λάσπη θα κυλήσει.

    Φωνές δίχως ήχο, σκέψεις δίχως αποδέκτες, θόρυβος αρωματισμένος με το φόβο, ανάμεσα στα Κάλι, μία μέλισσα πλέει και τη γύρη από τις σκέψεις τους μαζεύει…

    Κουρασμένη κάθεται σε ένα σταυρό απάνω. Πνοή μικρή να πάρει και μακριά ξανά. Σύννεφο μικρό, ανάσα θηλυκή, η Μπουμπού η Λίνα με αγάπη την αγγίζει.

    Ο χρόνος μικρό παιδί τα δάχτυλα του σταυρώνει και τη ζαβολιά του λιώνει. Η ώρα βόλτες κάνει, με τρυπημένα από σφαίρες μίσος φόρα. Στα κόκκινα λουλούδια γδύνεται στην αντίστροφη ροή.

    Η Εύα και πάλι ζωντανή. Άθικτη, το σώμα της κουβαρίστρα που γυρίζει και το φως νήμα που πάνω της μαζεύει. Μαζί της ιπτ και αναμμένες οι φλογίτσες που με βαριά φωνή της τραγουδούν. Ο Μάδα άχυρα προσφέρει από τη ψυχή του, τροφή για τη φωτιά.

    Στο μέτωπο της Εύας, ένα μικρό κόκκινο σημάδι. Ο σταυρός της Λίνας της Μπου και μπους, πλεγμένος με χιλιάδες άλλους και χρυσή κλωστή. Τα χέρια της στην ευθεία τεντωμένα, μικρά καρφιά στου σύρματος το πλέγμα, τα αδέρφια να κρατάει και στα πόδια που στην μύτη καταλήγουν, δύο μικρά τυφλά παιδιά.

    Η Μπουμπου να τα γγίξει θέλει, αλλά η Ένωση δεν της επιτρέπει.

    Να ξεφύγει θέλει, αλλά η Ένωση δεν την αφήνει.

    Να ουρλιάξει θέλει, να παλέψει, να γη ξεφύ…

    …αλλά η Ένωση δεν την αφήνει.

    Τα δύο παιδιά της κλαίνε, κόκκινα ρουμπίνια που για χάρη τους ματώνουν. Θέλει να τα γκαλιάσει, αλλά η Ένωση των Κάλι σε μία…

    …Εύα δεν την αφήνουν. Ο χρόνος την μνήμη αρπάζει και να την κλέψει θέλει. Από το παράθυρο πηδά και στο δρόμο πέφτει. Τρέχοντας στο μετά βαδίζει και στο τώρα φτάνει. Η Μπουμπού η Λίνα, το πόδι της σηκώνει και με δύναμη στο έδαφος χτυπά…

    -ΟΧΙ. Όχι στην Ένωση ξανά. Λευτεριά και αυτό Νο μία και όχι δουλεία και σκλαβιά. Γκούπ. Ο ήχος τα Κάλι από τις σκέψεις τους αρπάζει και αυτά τα δικά τους πόδια τώρα ψηλά σηκώνουν.

    Εννιά χιλιάδες πόδια συγχρονισμένα το έδαφος με τόλμη συναντούν και για την Ελευθερία τους φωνάζουν. Και ξανά σηκώνονται και ξανά στο έδαφος.

    Γκουπ! Όχι! Γκουπ!! Όχι!! Γκουπ και Γκουπ και Γκουπ!!! Μία φωνή, από στόματα χιλιάδες.

    -ΌΧΙ!!!!

    Το χέρι του ψηλά ο Κο Λόκο Τρώνης και η σημαία κάθε καταπιεσμένου πλάσματος στο σύμπαν, σε ένα σύμβολο ζωγραφιά φημένη.

    Ένας Σταυρός, ένα συν, θετικός ή αρνητικός, γαλάζιος ή λευκός, τι σημασία να έχει μια σημαία; Ο Μιαου Λι ο αρματωμένος, το στόμα του ανοίγει και ανάσα βαθιά στη ψυχή στον εαυτό του φωνάζει.

    -ΕΠΙΘΕΣΗ!!!!!

    Και τα Κάλι ξεκινούν και για την Ελευθερία τρέχουν. Ένα εδώ…

    Ο μικρός Λάρε μακριά από τη μοναξιά του στο σύρμα, που τον έδενε.

    Η μικρή Φω από το ψέμα που φορούσε, με τα μάτια tripπημένα από μικρά γαντζάκια.

    Το Ταυ γυμνό επιτέλους στην άμμο. Να τρέξει, να παίξει και στις πέτρες μακριά να φέξει. Το Τα να συναντήσει και έρωτα να κάνουν, δίχως χθες, σήμερα και αύριο.

    Τα 5 της Πόλης τα παιδιά, σε δύο ομάδες να χωριστούν, να κερδίσουν και να χάσουν και στην επόμενη ημέρα, στο πανηγύρι να γιορτάσουν. Μακριά από τις κλείδες της Εύας που άνηκαν μέχρι πρότινος.

    Τρέχουν, χιλιάδες, με τα σπαθιά, μαχαίρια, ψαλίδια, αναπτήρες, μολύβια, πιρούνια, κουτάλια, τηλεκοντρόλ, πιπίλες και άλλα όπλα μοχθηρά και τον Μαδά με μένος σημαδεύουν.

    Ο Μάδα, τα χέρια του ανοίγει και τα χαρτιά του ορθά νυχτά. Με χαμόγελο τα βλέπει, κατά και πάνω του να έρχονται τα μικρά της Κάλι. Το χαμόγελο ανοίγει, πόρτες και…

    Τα δέκα πρώτα φτάνουν, με σουγιάδες, κατάνες και ένα μπαλτά ακόμα, αρχίζουν να χτυπάνε με μανία τον Μάδα. Άχυρα που φεύγουν από τα πόδια του και το πίο πνίγουν….

    …και από το στόμα του πεταλούδες από άχυρα ψηλά πετούν…

    Ακόμα εκατό και πάνω σε αυτά άλλα πενήντα κόμα που σκαρ φαλώνουν. Με μίσος τα χύρα από το σώμα του Μάδα φαιρούν και σύννεφα μεικτά στον άνεμο τη λεία τους διψασμένα αρπά και ζουν.

    …οι πέτα λούδες, ψηλά πολύ ψηλά στη σφαίρα του στρατού, φτάνουν και παγώνουν από τον πόνο , χαρά και λείπει. Πέτρες τώρα παγωμένες, με ορμή της βία το προς τα κάτω…

    Χιλιάδες οι σταυροί της Εύας τα παιδιά, τα Κάλι, σαν κύματα στον Μάδα σκάνε και κομμάτια αφαιρούν. Μία αγορά που αύριο δεν έχει. Άχυρα που στο χάος δίνονται με αγάπη και μανία. Χορεύουν εκστασιασμένα και τα Κάλι ντύνουν.

    Οι πέτρες στο έδαφος του Λιβαδιού φτάνουν. Με ορμή το χώμα στο Λιβάδι ανοίγουν και τα τείχη πέφτουν. Αναμνήσεις ματωμένες από τα ανοίγματα ξεπροβάλουν και στο έξω βγαίνουν.

    -Τα κόκκινα φορώ και τον κόσμο ανάποδα κοιτώ. Ο Μάδα τον κόσμο ανάποδα κοιτά, η ορθότητα την μάσκα βγάζει και από πίσω ένα παιδί δεμένο με αλυσίδες…

    Άχυρα που πέφτουν σαν φύλα στο φθινόπωρο. Τα Κάλι και παιδιά της, με δόντια και με νύχια τη σάρκα του Μάδα κομματιάζουν. Ζεστασιά τους δίνει…

    -Στη νύχτα περπατώ και φωτογραφίες βγάζω. Με τα μάτια που ανοιγοκλείνουν αλλόκοτη και νευρική ιτιά, φωτό και ζωγραφίζει. Η τιά θυμώνει και με τις μακριές μεταξωτές της τρίχες τον μαστιγώνει δίχως έλεος. Ένα μικρό αδύναμο σπουργίτι ανάμεσα τους μπαίνει, τις μισές αυτός για να γλυτώσει…

    Άχυρα από τη πλάτη φεύγουν και στην πλάση απλώνονται με χάρη. Μαζί με τη στεριά, τις πέτρες, το χαλά και ζει, σπουργίτια από άχυρα που τα Κάλι προστατεύουν…

    -Σπίτι παλιό, σπίτι κενό, σπίτι δίχως κανένα ζωντανό. Ο Μάδα βελανίδια του πετά και αυτό κάλα ντα, θρύ και θρά ψαλα στη θαλπωρή θα μ ένα.

    Μαζί με τους τένοντες του Μάδα και ελιές, κουκού και τσα, που κυλούν στο δρόμα. Ζάρια δίχως αριθμούς και τάξη. Πίνακες λευκοί…

    Μνήμες του ανά, οι κτήσεις…

    Η Εύα να στέκεται στον ήλιο και πάνω της βροχή από ροζ λουλούδια. Ο Μάδα στίχους να μοιράζει στις δούλες των νερών, ποτισμένους από την υγρά και σία της.

    Άλογα σκαθάρια των Κάλι, άχυρα σε βώλους κάνουν και τον Μαδά λιγοστεύουν.

    Ο Μάδα τον θεό φωνάζει, τον γρύλο του πίσω για να φέρει.

    Φωνάζει, βροχή που λεκέδες παίρνει... Τα λακ λόγια του μεγάλα.

    Καβούρια την πόλη παίρνουν και αλλού την πάνε, δύο δέντρα η πύλη να περάσουν, η Εύα γελάει σα παιδί και ο Μάδα στη λάσπη καρδιές από κιοφτέδες πλάθει.

    Ο Κο Λόκο Τρώνης τα μάτια του Μάδα βγάζει, σβώλοι, βώλοι, όλοι, γειά λινοί και αστέρα.

    Ο Μάδα κρεμασμένος από την ‘κρή τη κοφτερή, σταυρός ψηλά…

    -Να πέσω ή να πέσει; Τα χέρια φήνει, τα πόδια σε θάλασσα από φύλα μένουν, τα χέρια νοίγει, νερό που τρέχει από τη ψυχή της Εύας, καθώς τη γαργά και λάει.

    Το στερνό του Μάδα σκίζουν, μία φωτιά αεί, τη σβήνει πριν στα Κάλι απλωθεί.

    Φως και των κεριών φωτιές, μέσα ο Μάδα πέφτει, του Αη και Γιάνει, μισή σοκό και φρεγάτα εγώ να απλώσω.

    Τα μαγιάτικα του παρά και μύθια, άχυρα στο σβέρκο μένουν. Στο δικό του χαμό γελάει, να τα πολεμήσει και να ντισταθεί δεν θέλει, δικά της κομμάτια είναι, με στοργή από άχυρα να τα D και συ.

    Η Εύα κρυώνει, ο Μάδα στα μουλ και οχτά, τρυφερά και ένα φιλί σκεπάζει. Ο καιρός χειμώνας αλή και πίττα, τα δύσκαμπτα σώματα των σκιά και οχτρών με στάλα, στάσου μπρε παιδί μου και μια ανάσα πάρε, κτήτες…

    …τα βαράει!!! Ο Μάδα το σώμα του στον άνεμο, υψώνει που κανένα δεν μοιρό και λογαριάζει. Η Εύα από πίσω, μικρό σκυλί που κλαίει. Ο Μάδα λυγίζει, αλλά δεν υπό και κύπτει. Ώ ρες μή νες μέ ρες, στο Λιβάδι πόλεμος δίχως θερμό και έλεος.

    Ο Μάδας πεισματάρικο καράβι, πονάει, πληγώνεται και όρθιος αντί και στέκεται.

    Ο Μιάου Λι στη καρδιά του φτάνει. Δίκοπο μεγάλο το σπαθί που στα άκρα του βαστεί, σπρώχνει, αλλά…

    …στην κλείδα βρίσκει και στα ενδότερα να μπει δε και θέλει. Το αίμα, νερό λειψό. Ο Λι το κεφαλαίο του γυρίζει και τα Κάλι βλέπει. Αρπακτικά που έχουν χωθεί βαθιά μέχρι το λαιμό στα άχυρα του Μάδα.

    Το βλέμμα του προς την Λίνα, τη Μπουμπού. Κόκκινο γαρύφαλλο πετά και με το κορμί του στο δίκοπο σπαθί το βάρος ρίχνει. Μία λάμα αλλά από δύο άκρες τώρα το αίμα α δίχως φθόνο τρέχει και στο πλήθος των πολεμιστών, μια γουλιά να πιούν κερνά.

    Ο Μιάου Λι και ο Μάδα της δόξας της ορθής, νεκροί.

    Η Μπου και μπου και Λίνα, κραυγή στο τέλος αυτό, χαρίζει. Καθρέπτες σπάνε, τζαμιά grεμίζουν, εκκλησίες που τις σειρήνες τους χτυπούν. Οι Μανάδες τα μωρά τους πίσω στη μήτρα μπήγουν, τον πόνο να μη ζήσουν, ένα παιδί ξέφρενα ουρλιάζει δίχως ήχο. Μονή κραυγή και μόνη στο Λιβάδι, η φωνή της Λίνας.

    Ο Ιούλιος με τα κβαντικά του κύτταρα νιώθει τον πόνο της. Για πρώτη φορά δακρύζει… Τα Ζελέ, νερό που τρέχει λυτρωμένο στη κατή και φόρα.

    Η Μεμβράνη τα κύματα του ήχου πιάνει. Φυσαλίδες αερίων τοξικών για πάντα στη ψυχή της. Με νύχια μυτερά μπαλόνια σκάει, πέτα και λουλούδια κέρνα τη κυρά για απόψε. Κηδεία έχουμε και μόνο πόνο, γάμο, χαρά και ένωση ποτέ…

    Τα Κάλι παγωμένα, στρατιωτάκια ακίνητα ή ανίκητα, μέρα ή νύχτα; Τα άχυρα Του σε κάθε σώμα, πασά και αλει σε μμένα, σε κάθε σταυρό και Κάλι, ένα σημάδι, ένα χάδι, ένα φιλί και του πατρός τα’ λφάδι.

    Η Μπου και Μπου σιωπά. Η Σιγή μαυροφορεμένη κουρτίνα που φτάνει στη κηδεία καθυστερημένη. Μία φωνή αντρίκεια μόνο… Λέξη μόνη.

    -Νίκη!

    Ο αξιοσήμαντος Κο Λόκο Τρώνης.

    (Και μετά Ο)

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    (OOOOO) (1281)

    Τα Κάλι σε μια στιγμή που ακίνητη κοιτά, τα άχυρα που ακόμα πέφτουν. Οι βελόνες ακολουθούν, τρέχουν πέφτουν, ξανά σηκώνονται, πέφτουν, σέρνονται και όρθια ξανά.

    Μετά τη Νίκη τι από εκεί πια μένει;

    Τα Κάλι μουδιασμένα, τρέμουν από την ένταση, που έφυγε τους ξέχασε, την έκλαψαν, της Εύας τα παιδιά ντυμένα με τα άχυρα του Μάδα.

    Η Λίνα στο έδαφος…

    …στην λάσπη να κυλιέται…

    …τον Μιάου να θρηνεί.

    Στην αγκαλιά το άψυχο κορμί, το ψυχωμένο θρέφει. Το Λιβάδι επίσης.

    Σύννεφα παράξενα, πολύχρωμα από το πουθενά φερμένα. Το πεθανά λάθος, στο τείχος χαραγμένο, για πάντα να θυμάσαι και ποτέ να μην ξεχνάς.

    Στην αρχή κανείς δεν τα αγαπά.

    κανείς δε τα προσέχει.

    Μέχρι που η σκιά τους τα ξυπνά

    και η πρώτη σταγόνα πέφτει.

    Φως υγρό, φως ζεστό, του μελιού ρευστό, απόσταγμα χαμόγελο, φιλιού και χάδι.

    Δάκρυα θολά, πολύχρωμα και της χαράς πλασμένα…

    Στα ξύλινα τους τα κορμιά, σάρκα δίνουν..

    Φλούδες που φουσκώνουν, πέτσες που τα άπλυτα κρεμούν…

    Και το δέρμα τους τώρα λλάζουν…

    Δύσκολα την κάπνα του πολέμου, από το σώμα αποτινάζουν. Τη βρώμα του θανάτου, να ξε πλύνουν ή να βγάλουν. Τα γιορτινά τους φορούν και τα παπούτσια βγάζουν. Στο χώμα τα δάχτυλα βαθιά βυθίζονται, σε ένα βυθό από χώμα που μάτια δε ζήτησε ποτέ. Ρίζες ψάχνουν για να βρουν και σα τα λάχα να μα νιασμένοι, πότε για την κόλαση και πότε για το παράδεισο να αρχίζουν να πηδούν.

    Σταυροί χιλιάδες που στο πυλό της γης, χοροπηδούν στον πυρήνα θέλοντας να φτάσουν.

    -Όλοι; Όχι. Η Λίνα η Μπουμπού, στα χέρια της να κείτεται, του Μιάου Λι το μουχλιασμένο ξύλινο κουφάρι.

    -Τι κάνετε ωρά στις 5 το πρωί και σεβασμός κανένας;

    Δεν είστε Πριστανοί, ούτε Μουσιαρμάνοι σεις; Ο Ήρωας μας, τρανός και τύραννος και ματωμένος γάτος. Το ποντίκι που μας έσωσε, έπεσε κι απόθανε και εσείς δεν τον κλαίτε;

    Η βροχή, τα χρώματα, τα όνειρα, τη λάσπη και το κερί της, συνέχισε να ρίχνει. Τα Κάλι, εκτός από δύο και ένα νεκρό, χαμογελούσαν έπιναν, μεθούσαν και με φωνή μεγάλη για τη Λευτεριά μιλούσαν.

    Ο δεύτερος πέρα από τη Μπου και μπου, ο αξιολάτρευτος Κο Λόκο Τρώνης. Μια ανησυχία γαργά και Λούσερ τα χαμνά του και αυτά του έβηχαν την πίσσα να πουλήσουν.

    Το κεφάλι αριστερά, σταυροί και Κάλι. Δεξιά κηδεία και άλλοι. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Ομπρέλα ανοίγει, σταγόνα να μην τον έβρει. Μια κλεφτή ματιά και κοράκι Λευκό, κοράκι μικρό, ψευδαίσθηση ή δύση;

    -Τρεις φορές θα με βρεις και τρεις δε θα μιλήσεις και στη δύση της αυγής, στη κορφή του κόσμου θα σε βάλω.

    Ο Λόκο το στόμα του σφραγίζει με πετονιά και κρίνα.

    Ο Ιούλιος από μακριά αγνάντευε τη μάχη. Είδε την αποδόμηση και το λυντσάρισμα του Μάδα. Με τα κβαντικά του αντιληπτικά του όργανα, ένιωσε τη χαρά και την ευτυχία του Μάδα, καθώς για της αγάπης το νεκρό το happy, παρά δινόταν στα Κάλι.

    Να έφταιγε ο έρωτας;

    Μπορεί ένα συναίσθημα να οδηγήσει με θετικά πρόσημα στο θάνατο;

    Το άλλο του μισό ο Αύγουστος τη χαρά δεν έβλεπε.

    Εστίασε στη αποδόμηση.

    Στο γκρέμισμα.

    Στη διάλυση.

    Στην αναρχία της καταστροφής έβλεπε την αναγκαιότητα, για το χτίσιμο κάτι νέου. Νέοι θεοί, νέοι δαίμονες, κύκλος ίδιος;

    Με τα δικά του μάτια, έβλεπε την ένταση και τη λαχτάρα για το γκρέμισμα του τείχους και την ελεύθερη αυτό και διαχείριση των Κάλι.

    Τα Ζελέ λάμβαναν και των δύο της αντίθετης θέσης στου καθρέπτη τα μηνύματα. Να χαρούν; Να πανηγυρίσουν; Για τον έρωτα που θυσίες κάνει και μνημεία για αυτόν πλάθουν από πηλό και λευκή ειρήνη;

    Ή ;

    Μήπως φωτιά να βάλλουν στα γερασμένα δέντρα και με τον πόλεμο, το δρόμο να ανοίξουν, για ένα κόσμο δίχως σταθερές και σύνορα;

    Ο Κο Λόκο Τρώνης το λευκό κοράκι που μέσα του ο ήλιος κρυμμένος φώλιαζε, να ξεφεύγει είδε από τις σταγόνες της βροχής και πίσω από τα σύννεφα να χάνεται.

    Γύρω του η χαρά και η γιορτή. Η λευτεριά και ένα τόξο ουράνιο σε κύκλους χρωμάτων πέντε, τη περιοχή να δένει.

    Μπλε

    Κίτρινο

    Μαύρο

    Πράσινο

    Κόκκινο σε ένα μωβ του το υπό το βάθρο υρανού.

    Η Λίνα, η Μπουμπού στο χώμα με τα χέρια της σκάβει. Νύχια που χάνονται και στη θλίψη κλαίνε. Αίμα στις πέτρες την αγάπη τους να ψάχνουν.

    Για μια στιγμή γλυκαίνει και το κεφάλι της γέρνει στο αγά και ποιμένα της τον Λι τον Μιάου.

    Φιλί λειψό..

    -Γιατί μακριά μου φεύγεις και πίσω εμένα αφήνεις;

    Φιλί μικρό.

    -Στα έσχατα της μοναξιάς το φως των πυρσών σου εγώ να ψάχνω;

    Φιλί της οδύνης το τελευταίο..

    Ψηλά σηκώνεται, το σώμα του Λι, στο έδαφος αφήνει να πέσει. Νερά και λάσπες ψηλά σηκώνονται, το σώμα περιστρέφει και προς την αντίθετη μεριά του μνημείου ψάχνει και κοιτά.

    -Με τι αντίτιμο, αυτή η μάχη, με νίκη να τελείωσε;

    Τα άχυρα του Μάδα, στον άνεμο ίπτανται. Κάποια στα νεόχτιστα των Κάλι σώματα να γέρνουν και άλλα βαθιά χωμένα, στη γη, τις ρίζες να στεριώνουν.

    Η βροχή τα χρώματα της έδινε στιγμή με τη στιγμή, ακόμη πιο έντονα, πιότερο πλούσια και με μια ποικιλία που έκανε την

    Κοινή Φαντασία στον φθόνο να ξινίζει.

    Χιλιόμετρα μακριά και εμπρός από την Μεμβράνη, η Δία και ο Βόλος.

    -Ηττήθηκε ο Μάδας και τώρα η δουλειά να γίνει πρέπει. Το ιερό και σε εμάς αφιερωμένο το μνημείο τα Κάλι να τελειώσουν και οι γενιές που θα

    Άκου και λουθήσουν σαν θεούς εμάς για πάντα να λατρέψουν.

    -Η ήττα αντίσταση δεν είχε και τα λειψό απά και ντύσεις. Θέμα χρόνου, ο μισητός και ηττημένος, ήρωας να γίνει και το ρεύμα στα 180 να γυρίσει.

    -Μήπως του υπέρ βολική, καλή μου Δία;

    Στα απέναντι και κει στα περά μακριά, ένα χέρι σηκώνεται και η Λίνα η Μπουμπού τον Βόλο και τη Δία δείχνει.

    -Αυτοί!!! Αίμα χύθηκε και ο πόνος αγκαλιά με την οδύνη, με γιρλάντες τα μάτια μας σφαλίζει. Αυτοί! Εξαιτίας τους, ο πόλεμος αυτός και ο

    Θα και νάτος, ο ήρωας και τη ζωής φευγάτος. Τα Κάλι τη γιορτή, παγώνουν.

    -Μέσα σε ρού μη και όχι, να το χαμένο του γιώτα του να βρει, μαριονέτα ο Μάδας ήταν, μαριονέτες και εμείς. Για χάρη των θεών, στο έργο αυτό, για άλλη μια φορά, παίξαμε, πονέσαμε και σε κόκκινα χαλιά, μνήματα και μνημεία στήσαμε…

    Τα χιλιάδες Κάλι, προς τα εκεί που η Μπου και Μπου έδειχνε, γυρίζουν και κοιτούν.

    Οι Δίας και ο Βόλος, τα φίδια, σε κύματα ανεπαίσθητα το σώμα τους απλώνουν.

    Ο Βόλος ξερώ και καταπίνει και στη Δία το σώμα του γυρνά…

    -Δίκιο έχεις και τώρα τι προτείνεις, Δία και καλή μου Στάση;

    -Τα χυρα στη βροχή λάμπουν και το χρώμα ανόθευτο μου μοιάζει. Εύφλεκτο άραγε να είναι;

    Ένα σήμα δίνει, ο Αύγουστος το βλέπει, στα ηχεία του μιλά και…

    Οι πέντε κύκλοι…

    Φλόγες αρπά και ζουν..

    Και μια φωτιά τη σκηνή φωτίζει…

    Μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε κρήξεις…..

    (ΘΘΘΘΘ)

     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Vae Victis Προδοσία (Η ιστορία ενός Ήρωα 1281)

    -Crossmen and Crosswomen, Barbarians, and Warriors

    I have a nightmare…

    I was naked and I was walking in the valley of Meadow

    A beautiful and color nightmare…

    The five circles of fire turn the day into the night

    And million Cross and Zele they are waiting for me

    I was ready to destroy, burning, and deconstruction

    Everything...

    Ο Αύγουστος το χέρι του σηκώνει και το Λιβάδι δείχνει. Τα μύρια των Ζελέ και των Σταυρών, με την ανάσα στη μασχάλη το σύνθημα του περιμένουν.

    -Κάψτε τα πάντα! Και σχεδόν όλα μαζί στη φωτιά μέσα πέφτουν…

    (Το σωστό ή λάθος, αλήθεια ή ψέμα, ναι ή όχι, μαύρο ή άσπρο, είναι…)

    Ο Ιούλιος να καταλάβει δεν ήθελε ή να προσπαθήσει μήπως;

    Πως δυνατόν θα ήταν; Η ψυχή του η ίδια να τον προδώσει;

    Είχε περάσει χρόνια μπροστά στο γυάλινο το τζάμι που χώριζε του δύο κόσμους. Τον δικό του, από τον κόσμο του Αυγούστου. Και οι δύο είχαν προσπαθήσει ο ένας τον άλλον να αγγίξει και την πύλη να διαπεράσουν, αλλά αποτέλεσμα κανένα.

    Ένα αθώο φαινομενικά τρόπο είχαν βρει, ένα μικρό παιχνίδι. Ένα «Αν…

    -Αν μπροστά σε δύο πλάσματα βρισκόμουν και να διαλέξω έπρεπε…

    -Τι πλάσματα;

    -Το ένα της φωτιάς και το άλλου το πάγου. Της επίθεσης τις ζωγραφιές του χάραζε στα σύννεφα και το άλλο της…

    -Το άλλο;

    (…οι αυθαίρετες εικασίες που αξιωματικά θέτει ένα νοήμον ον, που δεν αντέχει…)

    Ο Ιούλιος, εκνευρισμένος κεραυνούς στην πίστα ρίχνει και αυτοί ρίζες βγάζουν. Δέντρα της φωτιάς, που σε μια στιγμή θεριεύουν και την επόμενη στιγμή στου πουθενά το ταξίδι φεύγουν. Οι βροντές τον χώρο άδειαζαν στον Ιούλιο να δώσουν καμβά λευκό.

    -Πως μπόρεσες; Πως τα κατάφερες; Πως για τόσο καιρό δεν σε είχα καταλάβει, πως μέσα μου κρύβεσαι και στα σκοτεινά νερά λιμνάζεις;

    -Πως;

    (…την ρευστότητα και τη σχετικότητα που γεννάει η συνεχής ροή…)

    -Το άλλο;

    -Γυμνό στον άνεμο να τραγουδά και άμυνα και επίθεση καμία. Με χαμόγελο το μέλλον να υποδέχεται και σε ότι γλυκό πικρό αυτό να απολαμβάνει, το μέλι που κυλά…

    -Εύκολο είναι, το πρώτο.

    -Εγώ το δεύτερο.

    -Γιατί;

    -Γιατί;

    Δύο ψυχές σε μία, το σκοτάδι με το φως πλεγμένα σε μία ψυχή, στο Ένα…

    Ο Ιούλιος τον Αύγουστο σαγήνευε και το αντίστροφο ταυτόχρονα, για χρόνια χίλια.

    Ο ένας στον άλλον στην μνήμη σπόρια έθαβαν. Σπόρους της ημέρας και της νύχτας. Για τον καθένα το ίδιο, για τον άλλον το αντίθετο.

    Ο Αύγουστος στον κόσμο του πιο φωτεινός, στο μαύρο σύμπαν που δεμένο κρατούσε σε μία στιγμή, μία αμφιβολία άφηνε, να ευδό και να κοιμίσει, του χαρακτήρα του Εγώ.

    -Εσύ Ιούλιε στη θέση μου τι θα έκανες; Ένα λουλούδι που ανθίζει και ύλη, χρόνο και χώρο παίρνει σε δισάκι στην πλάτη και για άλλα μέρη φεύγει. Ο Αύγουστος δε το βλέπει αυτό νησίδες ζωής πλάθει μακριά.

    Στον κόσμο του Ιουλίου. Τα στάχυα στον ήλιο κλαίνε τα παιδιά που δίνουν στον άνεμο να πάρει και αλλού να τα φυτεύσει. Κάποια στα στόμα πτηνών να καταλήγουν και άλλα στα μωρά με τα φτερά. Κάποια χαμένα…

    -Χαμένα; Αύγουστε εσύ τι θα έκανες;

    Τα πουλιά τρομάζει και μακριά ‘φτά πετούν, Τα σπόρια από τα στάχυα να πέσουν…

    Σε θέσεις μετρημένες, ζυγισμένες και στο έδαφος συμμετρικά από τον ίδιο προκαθορισμένες. Αλλά ο άνεμος μακριά τα παίρνει και αλλού τα πάει.

    Το αποτέλεσμα ποτέ από τον ίδιο, ίδιους, ένα, δύο, γραμμένο.

    (…ενός σημείου που ρωτά, προς κάθε διάσταση. Μία μόνο απάντηση, έχει μόνο ένα ακίνητο σημείο και αυτό για τον χώρο που περικλείει μόνο αυτό το σημείο. Για κάθε άλλη ερώτηση, το η εμπρός και στο τέλος από τη λέξη «απάντηση» είναι αυτό που θέλεις να ακούσεις.)

    Ο Ιούλιος τα παρατάει. Στο γύρω του κοιτά, χώρος μυστικός και αυτός κλεισμένος. Στο διάφανο να βλέπει, στα απέξω τι γίνεται και το χαλασμό που ακολουθεί.

    Λάθος έκανε ή όχι; Ψέμα ή αλήθεια. Ο Αύγουστος ή μήπως αυτός, τα Κάλι και τα Ζελέ καθοδηγεί σε μία μάχη απέναντι σε τι; Σε ποιον; Εχθρός ή φίλος;

    Τα Κάλι ύστερα από μία μάχη την ελευθερία να κερδίσουν, σε μία νίκη δίχως την αντίσταση, τη χαρά δε νιώθουν. Ελεύθεροι ή όχι; Τα Ζελέ, του παπά οι Γάλλοι, τα Κάλι να μιμούνται και αυτοί φονιάδες τώρα, θύτες σε θύματα άραγε ποιους;

    Που άραγε να βρίσκεται; Ποια φυλακή ικανή, εδώ να τον κρατήσει; Μόνο ένα υλικό θυμάται ικανό για ένα τέτοιο κελί…

    Τα φορτισμένα του ιόντα, με δύναμη χτυπούν στα τοιχώματα του Κώνου που εντός βρίσκεται. Στον κόσμο των έξω, τα Κάλι και τα Ζελέ μεταξύ τους σφάζονται.

    Όταν πια στη σύγκρουση εξαλείψεις τον εχθρό, τότε ο επόμενος στόχος είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Κομμάτια από ξύλο, άχυρα και τζελ προς κάθε κατεύθυνση εκτί να σε ται. Στο ελάχιστα πιο πάνω από το έδαφος, ο Αύγουστος, μέσα από το σώμα του Ιουλίου τη φωτιά σπέρνει όπως τα σύννεφα τη βροχή στο ξερό το έδαφος.

    Κάλι και Ζελέ, βαπτίζονται στις φλόγες…

    Ένα αχ μικρό, το σοκ αργεί να βρει τα νεύρα που κολυμπάνε στους ιστούς.

    Σαν νέοι και λαμπροί αστέρες, στις φλόγες φουντώνουν. Και το φλόγμπερ πάει στο Κάλι με τα περισσότερα κοτσύφια. Τριάντα και τρία στον αριθμό. Το πρώτο ή το δεύτερο άραγε σωστό; Ίσως και κανένα.

    Σα ν ώριμα καρ και βουνά από μαύρη στάχτη, ταπεινά σκύβουν το κεφάλι τους…

    Ναι κρα και καρ και κρα καρ κοκ…

    Την απόγνωση νιώθει στις ηλεκτρικές συνδέσεις του, για πρώτη φορά μετά από δισεκατομμύρια χρόνια σε αυτό το σύμπαν ο Ιούλιος. Να βοηθήσει θέλει και αυτή τη σφαγή να σταματήσει, αλλά πως…

    -Πως το τέλος σε αυτό το δράμα γω να βάλλω; Τα κβαντικά του φωτισμένα του σημεία, θλιμμένα στο έδαφος κυλούν. Χάντρες σβώλοι που για πάντα χάθηκαν. Ίσως κάτω από το χαλί, ίσως και κάτω από το τραπέζι…

    -Χμμμ, ένα βήξιμο μικρό, μια φωνή διστακτική, μία λέξη, ένα ρήμα σε χρόνο ποιο;

    -Ξέρεις. Τα ηλεκτρόνια ο Ιούλιος γυρνά και μπροστά του…

    Ο αξιότιμος Κο Λόκο Τρώνης και η Λίνα η Μπουμπού…

    (-Πατ ροκλε, με γρίφους το σώμα σου στολίζεις. Το περιστέρι θα πετάξει ή όχι;

    -Αχιλλέα μου, θα στο κάνω με το κρομμυδάκια γιατί η σάριζα μεγάλη αλλά το κεφάλι του μικρό. Ο Αύγουστος τον Ιούλιο πρόδωσε με τον Αρχισιδηρουργό.

    -Με τον Αρχισιδηρουργό;;;

    -Ο νέ…

    -Πούλα, πούλα, πούλα και τις μετοχές των μετάλλων πούλα.

    -Στα δύο ή στα τρία;

    -Στα τρία, τρία, τρία, πούλα κατάρ και μένε…)

     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Ρολόι (Η ιστορία ενός Ήρωα 1281)

    Ο Λόκο και η Λίνα σωματίδια φωτισμένα, αστέρια μικροσκοπικά μπροστά τους έχουν. Τροχιές της έκστασης παρθένες, σε ταχύτητες κάποτε του αργού και άλλοτε μεγάλες. Σχεδία, λουλούδια και γραμμές, ποτάμια του αέρα, σύμβολα μυστικά αγνώστου ορισμού, που σε γραφή δεν μοιάζουν αλλά στο πνεύμα τους μιλάει.

    Λέξεις από τον Ιούλιο δεν βγαίνουν, στόμα άλλωστε δεν έχει. Πως; Ρυθμός, εικόνα και οι υπόλοιπες των αισθήσεων ψαριές, μαζί σε ένα. Ήχος που σαν από μέσα τους, δείχνει να γεννιέται.

    Κάθε σκέψη που στα σπλάχνα τους χορεύει, καπνός δικός του, τους, να διακρίνουν δεν μπορούν.

    Να του μιλήσουν σε γλώσσα ποια;

    Πώς θα μπορούσες με ένα τέτοιο πλάσμα να επικοινωνήσεις; Τελικά την κίνηση ο Τρώνης κάνει. Βήχει χαμηλά και μία λέξη δίνει.

    -Ξέρεις. Τα σωματίδια, του Ιούλιου τα κβάντα σταματούν τις χαοτικές τροχιές τους και όλα προς αυτούς στρέφονται.

    Δέος!

    Δισεκατομμύρια τα αστέρια, μάτια του αρχέγονου που τώρα τους κοιτούν. Η Λίνα η μπουμπού, Μπου κάνει και πίσω από τον Τρώνη κρύβεται.

    -Μας είπες, πως μπορείς να το σταματήσεις… Ήχοι, φθόγγοι, λέξεις, δίχως εικόνα, στέκεις, το νόημα τους σχηματίζεται μέσα στο μυαλό τους.

    -Μπορώ, είπα, θυμάμαι, ξέχασα, γιατί…

    Μια εικόνα αμέσως από της μνήμης τα ντουλάπια, ανασύρεται μισολιπόθυμη, στον Ιούλιο εμφανίζεται φοβισμένη από τις σκιές. Ταυτόχρονα και στα δύο Κάλι.

    Ο Βόλος, πύθωνας, αίολος και του ανέμου φουσκωμένος, το σήμα του να δίνει, ήχος που ταξιδεύει σε κύματα και σε αυτόν φτάνει.

    -Τώρα. Τώρα τι; Το μισό του Ιουλίου να μην κατανοεί και το άλλο του μισό, πράξεις στο βιαστικά να κάνει.

    Ένας ήχος, μια φωτιά, σε δέντρο από τέσσερα δεμένα Κάλι, μία δεύτερη στα εκατό πιο κει, μία Τρίτη, μία τέταρτη και sτο τέλος μία Πέμπτη.

    Πέντε οι εκρήξεις, πέντε οι φωτιές, που σαγηνεύουν τα ξερά, χρωμάτων και ηπείρων των πέντε διαφορετικών.

    Το σοκ τον Ιούλιο ξυπνάει, δεν είναι μόνος, ποτέ δεν ήταν, δεν είναι αυτός ή μήπως ήταν;

    Η αλυσίδα των ηλεκτρικών συνδέσεων που τον Ιούλιο περιέχει διχοτομείται. Σε μία από αυτές ο Ιούλιος και στην άλλη αυτοκράτορας ο Αύγουστος.

    Ο Αύγουστος στα ψηλά ναι βαίνει και ως ηγέτης και μπροστάρης στα Κάλι και στα Ζελέ συστήνεται. Χρόνο πολύ δεν θέλει, για να πείσει, τα φοβισμένα και δίχως στόχο πια στρατιωτάκια, πως αυτός ξέρει…

    -Τη φωτιά να την φοβάσαι όχι. Μέσα της να πέφτει και να κάνεις πως λυπάσαι. Και μετά ο πύρινος του λόγος…

    Και στο τέλος μια στροφή και προς τον Ιούλιο γυρνά.

    Ο Ιούλιος σε μικροκλάσματα του δευτέρου τα λεπτά, το μνημείο βλέπει.

    Το Κωνικό Ρολόι, το μαύρο στη σύνδεση των κω και νων φωτίζει, τον Λόκο και την Λίνα επίσης, που αγκαλιά ο ένας τον άλλον βαστά, μία αστραπή, βροντή οι λέξεις που μέσα τους γεννιούνται…

    -Ακολουθήστε με, να το σταματήσω, ξέρω εγώ το πώς…

    Στον έξω από το Ρολόι κόσμο, το χάος συστήνεται στην ένταση και μαζί, την ενάτη συμφωνία πλάθουν.

    Τα Κάλι φλεγόμενα, το ένα το άλλο αγκαλιάζει, θαλπωρή ή το τέλος του, το τους να ουρλιάξει. Τα Ζελέ, παρωδίες των Σταυρών τη φλόγα μεταφέρουν στα υγρά τελειώματα. Υγρό και αθάνατο το πυρ από άκρη σε άκρη μετά και φέρει τη ζωή…

    Ίσως και το αντίστροφο…

    Οι φλόγες στη Δία και στο Βόλο φτάνουν. Κάλι που πέφτουν φλεγόμενα, από τα σύννεφα και πάνω στα φίδια για πάντα μένουν. Άραγε δαίμονες ή αγέλη, φίδια της φωτιάς; Τα φίδια, οι παλιότεροι θεοί από σύμπαν άλλο, αχνιστοί μεζέδες τώρα.

    Ένα Ζε και ένα Κα λε και λι, σε μεταλλικό στύλο της αστραπής, τους Δία και Βόλο διαπερνούν. Τα τέρατα την λάμψη μεταδίδουν στο της μάχης το πεδίο. Άραγε έτσι να πεθαίνουν τα σκυλιά;

    Ο Αύγουστος από ψηλά, κεραυνούς να ρίχνει σε ότι από τη φωτιά ξεφεύγει. Εκατοντάδες και ψιλά, μικρά και ζωντανά τα Ζελέ και Κάλι που ακόμα απομένουν ζωντανά.

    Γύρω από το Λιβάδι, μία του μελανού Μεμβράνη, τη σφαίρα κλείνει, δίχως τίποτε στο απέξω να μπορεί να από και δράσει. Μόλις και το τελευταίο αστέρι την οπτική και μάτι χάνει προς το Λιβάδι, η Μεμβράνη αρχίζει να σφίγγει το κλοιό.

    Σφαίρα Μελανή, που τη διάμετρο της χάνει…

    Στο κέντρο της ένα τεράστιο Μνημείο. Πυραμίδα με βάση κυκλική και στη μύτη απάνω, η μύτη άλλης που η δική της βάση στα ψηλά κοιτά…

    Μέσα στο Ρολόι, τούτο, ο Ιούλιος με τα μύρια μικρά του φωτισμένα σημεία. Παλμό και εικόνες στέλνει…

    -Ξέρω το πώς, αυτό συμβάν για πάντα να τελειώσει…

    (-Και μετά;; Ο των λεπτών ο δείκτης, των ωρών ρωτά…

    -Στο μετά η ώρα θα είναι…

    -Μία…σσσσσσςςσςσςσσςςσσςςςςσς)

     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Silence (Η ιστορία ενός Ήρωα 1281)

    Υπάρχουν πλάσματα που η φυσική τους αντίδραση στο Δέος, είναι να το βαφτίζουν άπειρο και να το προσκυνούν.

    Όπως οι άνθρωποι..

    Υπάρχουν κι άλλα που είτε του επιτίθενται, είτε το βάζουν στα πόδια…

    Όπως τα μυρμήγκια..

    Ο Ιούλιος πολύ πριν τον Αύγουστο συναντήσει και στο ταξίδι που έκανε, το σύμπαν να γνωρίσει, σε π αφή ήρθε με το άπειρο.

    Στις εσχατιές του σύμπαντος και καθώς ο Ιούλιος έτρεχε με την σχεδόν του φωτός ταχύτητα, η Μεμβράνη έτρεχε με την ακριβώς τα του και χύτητα φωτός και με περιφρόνηση πίσω πολύ τον άφηνε.

    Στο κενό που πίσω έστεκε, η ύλη και ο χρόνος σε ενώσεις της Βί αστικές, νεφελώματα παρήγαγαν και από εκεί τα καλύτερα του Γάλακτος αποστάγματα.

    Ένα από αυτά, αλλά μοναδικά αλλόκοτο το Νεφέλωμα που εμπρός, σε μία στροφή ανάσα για να πάρω, ο Ιούλιος απάντησε. Αυτό που ξεχωριστό το έκανε, σε ένα χαοτικό σύστημα περιδίνησης, χώρου, χρόνου, μάζας, όλα μαζί ανά και σακατεμένα σε μία μπετονιέρα δημιουργίας, ήταν η απόλυτη συμμετρία στο σχήμα του.

    Δύο τεράστιοι σε μήκος κάθετοι μεταξύ τους άξονες. Γύρω τους αστέρια, γοργά και σε τροχιές σ’ αυτούς παγιδευμένα. Δεμένα σκυλιά που να φύγουν θέλουν και ταυτόχρονα για πάντα εκεί να μείνουν. Στο κέντρο τομής, συνάντησης, οι δύο άξονες την καρδιά τους δίνουν σε μία γιγάντια σφαίρα, διαμέτρου ενός του φωτός τον χρόνο.

    Φωτεινή και αδιαπέραστη να μοιάζει, χρόνια πολλά στον Ιούλιο πήρε γύρω από αυτήν να χορεύει, άνοιγμα να βρει να μπει. Μικρά αδιάφορα του συνόλου του σχεδόν σημεία ακόμη και για τα πολύ ευαίσθητα του Ιουλίου τα μικρά μυριάδες φορτισμένα αντιληπτικά ερωτηματικά. Τώρα τα βλέπει ή μήπως όχι, όταν ξανά κοιτούσε, εκεί έμοιαζαν να είναι, αλλά τελικά δεν ήταν.

    Η ταχύτητα του Ιουλίου τη μέγιστη προσέγγιζε της ύλης και πάλι όμως τα μικρά και σκοτεινά παράθυρα ακίνητα τον έκαναν να μοιάζει, εμπρός στη δική τους τη ροή. Το περίβλημα της σφαίρας να διαπεράσει προσπαθούσε και σε τοίχο από φως έβρισκε. Αντιθέτου πολικότητας φορτισμένα σωματίδια στα πίσω απωθούσαν και τον έστελναν απογοητευμένο, να κυλήσει στο κενό.

    Ένας αγώνας δίχως τέλος, ενέργεια του έκλεβε και με τον Ιούλιο έπαιζε σαν μικρό παιδί. Μετά από εφτακόσιες χιλιάδες σχεδόν των γήινων τα χρόνια ο Ιούλιος τα παράτησε και να φύγει αποφάσισε. Το βέλος του έστρεψε προς την αντίθετη κατεύθυνση νέο μέρος να βρει για να απαγκιάσει. Μια στιγμή, έναν αιώνα, μία ανάσα, μία απόφαση στα μπρος να φύγει, μα…

    Δύναμη ισχυρή, χάρτινη βαρκούλα στου Κόλπου το μεγάλο ρεύμα τον παγιδεύει με την έλξη της και την ολότητα του σε μια μικρή κουκίδα συρρικνώνει.

    Πριν προλάβει ο Ιούλιος τα δεδομένα του να τάξη και ποινικά νομίσει, μέσα τον μαζεύει και από πύλη μηδενικής διατομής περνά σε πηγάδια σκουληκιού την τρύπα βάζει. Η ταχύτητα να μετρηθεί θα δύναται αν ο χρόνος αργά σαν λάβα υγρή δεν τις μοίρες λάτρευε.

    Σε μία, άντε δύο κάθε φορά προσηλωμένος ήταν. Και οι δείκτες του ρολογιού την ενέργεια ικέτευαν ψίχουλα να δώσει, ώστε αυτοί το επόμενο βήμα να τολμούσαν.

    Ο Ιούλιος του κβαντικούς ψύλλους βλέπει να διπλασιάζονται, πολλαπλασιάζονται με τελεστές που στο άπειρο θυσίες κάνουν. Περιδίνηση, σκοτάδι, ναυτία, χάος και το σημείο που τον περιβάλει στο κέντρο της σφαίρας φτάνει.

    Ανάσα παίρνει και την μοριακή δομή του στον χώρο απλώνει. Τα ευαίσθητα ηλεκτρομαγνητικά και χημικά αντιληπτικά του όργανα τα μάτια ανοίγουν.

    -Τι θεά και θέα, μα τι είναι αυτό που βλέπω;

    Ένα βήμα εμπρός του κάνει ρέοντας σε μία τεράστια σφαίρα από διάφανο υγρό.

    -Νερό;

    -Νερό… Λέξη όχι, φωνή καμιά, παλμός παρθένος θα τον έλεγες αν ήχος ήταν, χρώμα και όχι χρήμα αν εικόνα, μυρωδιά της έντασης που γυμνή ουρλιάζοντας ξεπλένει τις ενοχές της σε μία της ηρεμίας θάλασσα αν οσμή. Τίποτε από αυτά.

    Μία απάντηση που μέσα του σχηματίζει καθώς αρχέγονα παγόβουνα μνημών λιώνουν, άγνωστα μέχρι τότε σε αυτόν και σαν δική του σκέψη μοιάζει μόνο να ‘ναι.

    -Νερό....

    Από τους δομικούς των ατόμων τους παλμούς, ο Ιούλιος θα έλεγε πως υδρογόνο είναι, όχι μάλλον σίδερο, κάποια νέο στοιχείο λες, ίσως και γόνος από οξύ. Στοιχεία που με γνωστά μοιάζουν, αλλά σταθερά δεν είναι, με τμήσεις ατόμων που θενά λλού δε είχε ποτέ του συναντήσει.

    -Θέλω, πρέπει, τι είναι αυτό να μάθω. Μία ανάγκη ισοπεδωτική που τη ψυχή του ζητά σε αντάλλαγμα. Μια ουρά από κβάντα ξεδιπλώνει και προς τη σφαίρα με δυσκολία απλώνει. Αλλά ο χρόνος…

    Ο χρόνος αλλάζει, ακούνητος ή στο τρελό ρυθμό ελεύθερος, στερεός ή ρευστός και λίγο πριν τη σφαίρα γγίξει, μία ταλάντωση η σφαίρα στο διπλάσιο φουσκώνει.

    Ακολουθεί μία κατάρρευση προς τα έσω, μέχρι που στο μισό της φτάνει και ξανά προς τα έξω αποφασιστικά κινείται.

    Έκρηξη. Και η σφαίρα σε αναρίθμητες, σε άπειρες άλλες αναγεννιέται.

    Μικρά σφαιρίδια, που την ίδια ταλάντωση κάνουν και στο ύστερα του απείρου αριθμήσιμες ακόμα πιο μικρές ξαναγεννιούνται.

    Άπειρες;

    Άλλη μια φορά ακόμα και η διαδικασία ξεπλένει τα βρώμικα της δημιουργίας υλικά και στο τέλος όλα πια.

    Ακίνητα;

    Ένας κτηνώδης σε μέγεθος επίπεδος δίσκος, μία της φωτεινής αρχής διατομή και πάνω και κάτω ακριβώς από το πύρινο αυτό χαλί, αιωρούμενες μικρές, να τόσο δα μικρές, πιο μικρές σου λέω και από τα πιο μικρά σωματίδια που ο Ιούλιος μπόρεσε ποτέ να πλάσει…

    Υγρές σταγόνες…

    (-Και μετά; Η σιγή τη ροή ρωτά; Η ροή, σταγόνα παγωμένη και ακίνητη τις δονήσεις το κόσμου μέσα της μαζεύει και ιστορίες γράφει, τη μία στην άλλη μέσα. Απάντηση καμία.

    -Σε παρακαλώ μίλα μου, σε ικετεύω. Η σιωπή στα γόνατα της πέφτει, ήχος κανένας.

    Η ροή, το λευκό της φόρεμα σηκώνει, κινήσεις τρυφερές, νωχελικές, αισθησιακές, πύλες και παράθυρα, στη βροχή θα μπα και μπές. Το στόμα της ανοίγει, ανάσα παίρνει και…)

     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Trump L (Η ιστορία ενός Ήρωα 1281)

    Διαμάντια που αιωρούνται και αργά περί και στρέφονται γύρω από την αποστειρωμένη από και ψη του, σε διαφορετικές τροχιές.

    Ποτέ η μία ίδια με μία άλλη. Στο καθόλου, μία τροχιά συνεχώς ή Δία. Και παρόλα αυτά μετακίνηση από τη μοναδική της θέση σε σχέση με τον δίσκο τον επίπεδο;

    Όχι.

    Αλλόκοτο φαινόμενο ανά και ρωτιέται ο Ιούλιος και της φυσικής παρά και φύση. Κλεισμένες μέσα σε μία από αυτές τις φυσαλίδες του εκτός χώρου, χρόνου και λοιπών του διά των στάσεων, το θέα μα και θέμα ανά και λύση ψάχνει, αλλά στην ύπαρξη του η άκρη πάντα κατά και λήγει.

    Μήπως η φύσα λίδα δική του να ‘ναι; Η διαφορά με τις υπόλοιπες είναι πως η δική του πάντα ακίνητη μένει. Μήπως και πάλι όχι; Άρα η συνείδηση του εγώ και μόνη, ψευδαίσθηση να ψάχνει για θέσεις αληθινές και ακλόνητες; Το παραμύθι που σε τάξη προσπαθεί να αντα π εξέλθει στη ναυτία που μωρά γεννάει τέρατα του παρά και λογισμού;

    Μία των ηλεκτρονίων την εκ κ ένωση και ο Ιούλιος στα ίδια πάλι. Το θέαμα έκθαμβος παρακολουθεί και δίχως να ξέρει το γιατί, στο μεταίχμιο της ηρεμίας με την καταιγίδα με υπομονή να περιμένει. Μία από τις σταγόνες, σφαιρική στο πτικό του πεδίο μπαίνει. Σχήμα αλλάζει και πυγμή.

    Ρευστή η ποίηση της, ακίδες βγάζει και μικρά πλοκάμια. Μάλλον όχι, χέρια μοιάζουν. Και πάλι όχι, όχι, όχι, η αβεβαιότητα το κορμί της σπάει και σειρήνα μακρινή που τον Ιούλιο λέξεις να μη βρίσκει κάνει.

    Άκρα θα ‘ναι, στις ουρές τέλος βάζω και μπρός κοιτάζω. Τι σημασία έχει; Η σταγόνα τεντώνει και τα μικρά της άκρα να χορεύουν ξεκινούν. Άραγε πάντα της σε χορό να ήταν;

    Θέση μεταβλητή. Σαν στο κενό, ρεύμα μικρό, νήματα μικρά, ίσως που τη αρχή τους κρύβουν, λικνίζεται και κατεύθυνση συνεχώς αλλάζει. Σε μία άλλη σταγόνα φτάνει και σκούντημα μικρό της δίνει. Τώρα η δεύτερη την ίδια χορογραφία με την πρώτη. Σε χρόνο του ελά και χίστου, όλες οι σταγόνες σε μία του χάους και της εντάσεως αυξητική διαδρομή.

    Σε χρόνο που το μέγιστο καλεί και το έναυσμα της δίνει, μία εκστατική εικόνα. Μία οριακή στιγμή, τιμή, μη σου λέω μη και τότε μία σταγόνα με μία άλλη συγκρούονται…

    Τα δύο ένα, το ν και ένα, ν και τι θεός θα ήταν, αν όχι μία διαδικασία που το άπειρο σε ένα θα ήθελε να ενώσει;

    Μία απίστευτη ροή ενέργειας, ο χρόνος τη ν και ένα του υπόσταση στο ν των υπολοίπων δίνει και ο Ιούλιος τις αισθήσεις του στο καταρράκτη χάνει.

    Βρίσκει, εικόνες από σύμπαντα του απείρου ένα, σημεία της ίδιας αρχής σε διαφορετικές εκδοχές…

    Χάνει…

    Βρίσκει, αυτός παιδί, αυτός πλοκάμι, αυτός σκυλί, αυτός χοάνη.

    Χάνει…

    Βρίσκει, η αρχή και το τέλος στη μέση συναντιούνται και αυτή για πάντα παγωμένη και μετά διάσπαση. Η σταγόνα που το όλον περιέχει, σε άπειρες διασπάται…

    Χάνει…

    Βρίσκει, μία βροχή από μικρά διαμάντια, διάφανες σταγόνες των τριών διά και κατά των στάσεων χώροι, μνήμες από του διαφορετικού τις εκδοχές στο μέσα του, αποθηκεύονται καθώς σε μία πάλη οι σταγόνες σε μία πάλι.

    Χάνει…

    Βρίσκει, διαίρεση το είναι του σε μυριάδες μικρούς του Ιουλίου δεκαδικά και απέραντα.

    Χάνει…

    Αυτός μέσα στο μνημείο, γύρω του τα Κάλι, τα Ζελέ και ένας ήχος λουλούδι, δέντρο, που διασπάται σε χιλιάδες άλλα.

    Αν αυτό, τότε εκείνο και αν εκείνο, τότε αυτό. Ένα μέλλον που ξένο του μοιάζει και κατανοητό καθόλου…

    Μέσα αυτός, ο Λόκο τρώνης και η Μπουμ που και η Λίνα. Και απέξω αυτός;

    Αλλά γιατί από Ιού και Λίου στο Αυγού και στος.

    Τότε στο εκεί και νο, δεν κατάλαβε τι αυτό που έβλεπε σήμαινε και τι σημαίνει.

    Όμως τώρα ξέρει…

    -Ξέρω, φωνή Μία, στόματα πολλά και…

    Χάνει…

    Ξανά στου Μάδα το μνημείο, διαφοροποίηση, σενάριο 4.538.857.

    -Χμμ, ο Ιούλιος, τα φωτόνια ρωτά.

    -Καλύτερη η λύση αυτή, σε σχέση με τις άλλες. Αλλά μήπως, σε αυτές που μένουν, ακόμα πιο καλή, τα στήθια της να πλένει; Διάσπαση, ένωση, ο χρόνος τον κύκλο κάνει και δις και μύρια τα σενάρια τα διαφορετικά που στον Ιούλιο παρουσιάζει. Τα περισσότερα χειρότερα, σπανίως ισοδύναμα, κάπου μα που σου λέω και να σου και ένα ακόμα πιο…

    -Η Καλύτερη από όλες, αλλά μήπως, άραγε πόσες από άπειρες του χώρου εκδορές στο χρόνο, να μένουν από αυτές που έχω δει; Και αν σε αυτή καλύτερη Υ π άρχει;

    Χάνει…

    Βρίσκει….

    Χάνει...

    Βρίσκει..

    Χάνει.

    Βρίσκει…

    Χάνει…

    Βρίσκει….

    ….

    (-Κύριε Υ π άρχη κύκλος; Το τρίγωνο, το τετράγωνο ρωτά…

    -Που;

    -Τι που και τι; Στην πραγματικότητα.

    -Ποιανού;

    -Δεν καταλαβαίνω. Την πραγματικότητα. Πόσες υπάρχουν;

    -Ανάλογα το σύνολο που ρωτά.

    -Στο δικό μου κόσμο.

    -Όταν σχεδιάσεις όλα του κύκλου τα σημεία, τότε ναι.

    -Μα Κύριε, του κύκλου άπειρα τα Κάλι και…

    -…εγώ ζωή με τέλος…)

     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Υπέρβαση (Η ιστορία ενός Ήρωα 1281)

    Η υπέρβαση της θνητότητας έρχεται τη στιγμή που ένας πεπερασμένος συνειδητοποιεί πως το λάθος ή σωστό, νόημα για τον όλον δεν έχει.

    -Ένα δις και εκατό οι μύριοι που παρέλασαν εμπρός μου μέχρι να…

    -Το σωστό να βρεις; Ο Κο Λόκο Τρώνης, το μουστάκι ξύνει, βόμβες, σόμπες, ρόμπες πέφτουν ολόγυρα, τις πομπές του να κρυώσουν. Στο έδαφος φτάνουν, γνώμη αλλάζουν και πριν την ύ και λη αγγίξουν, βγάζουν φτερά και δίσκο και στα ψηλά νεβαίνουν. Η Μπου και μπου η Λίνα ένα στον αέρ αρπάζει, τα φτερά του βγάζει, το πιέζει μέχρι άλλο πια να μην έχει και για κόσμημα στο αυτί το βάζει.

    -Κι αν το λάθος; Με ναζί κανείς η να μη ζει, χαμόγελο ζαρτιέρα και τα ξύλινα της πόδια στην ομίχλη κρύβει.

    Ο Ιούλιος, του χαμό και γέλιου ο Γαλαξίας ο ανέμελος. Τα αστέρια και του μυστικού του τα σημεία, σε τροχιές θρηνούν ευτυχισμένες.

    -Αν το ένα το τεμαχίσεις στου πεπερασμένου τα κομμάτια…

    -Κάτι.

    -Αλλά αν σε απείρου;

    -Τι; Η Λίνα η μπουμ και που, τα άκρα της από την ομίχλη βγάζει. Δεν είναι δύο, δεν είναι τρία, είναι χίλια δέκα τρία.

    Ο χρόνος εκπορνεύεται και στα πίσω του ci και στήνεται. Εκατομμύρια τα χρόνια που πίσω του βρωμούν. Η έννοια του πολλαπλασιασμού και της αναπαραγωγής, την ανάγκη για προσέγγιση του απείρου έχει.

    -Κι άλλο, alo, αλλού και άλω. Στο τέλος προσκυνά και στον πίνακα του τον Ιούλιο ζω γραφιά και ζει. Παγιδευμένος ο Ι ο υ λ ι ο ς στην αέναη ταλάντωση βόλτες κάνει. Καθώς πάλευε για το βέλτιστο σημείο, ώστε να βρει το καλύτερο φιλί, σκυλί, μίλι και παιδί, μία σφαίρα μικρή και άδεια, αχνά στις παρυφές του νεφελώματος, την παρουσία της αισθητή του κάνει.

    Την βλέπει, στην αρχή ψίχουλα η σημαία του. Μετά και λίγο στάδια και κα να ξεχνά αρχή και ζει, ξανά, μέχρι…

    -Γκου και Γκου και γκούχ… Διστακτικό, αλλά ρκετό. Ο Ιούλιος την κοιτά και κ σανά θυμάται.

    -Ναι;

    -Μπαταρί άδεια είμαι και φορτίο, θέλω για να γεμίσω. Μήπως μπορείς;

    Ο Ιούλιος σε μία εικόνα, από τις δίχως πέρας της ταλάντωσης, τα στάχυα βλέπει.

    Ξανθά και λυγερά με τα κλωνάρια ανοιχτά. Στην αρχή σπόρια, μετά μωρά, μεγάλοι και μεστοί και σπόρια πάλι. Με αγάπη και πόθο τους μιλά.

    -Να δω εσένα, κι ε σένα, μη μου κρύβεσαι, έλα κι ε δώ κι ε σύ. Αυτό για χρόνους πολλούς να συνέ και σχίζεται και κάθε φορά που δίπλα από τη σφαίρα τη μικρή πιο σιμά της να περνάει…

    -Γκου και Γκου και γκουχ.

    -Μπαταρία δεια είμαι και φορτίο θέλω να γεμίσω. Μήπως για μπορείς;

    Σε κάθε ταλά, άνοδο και ντώση φορά του σκάθε και μία ιστορία νέα. Το τέλος με την αρχή στη μέση έβλεπε και φτου και βγαίνω ξανά από το μια φορά εκεί.

    Της σφαίρας όμως τη μικρής, την ιστορία να δει εφικτό δεν ήταν και το απρόσμενο υπόσταση και βαρύτητα αποκτούσε, σε αντίθεση με του απείρου τα πάντα και πάντα ξέρω. Η αγάπη του Ιουλίου για το ατέρμονο, ρούχα φθαρτά άρχισαν να μυρίζουν και τη μούχλα της ρουτίνας.

    Αυξητική η τάση της μέχρι που ο Ιούλιος σε μία του ξαφνικά και φεύγω, άλμα κάνω και από του απείρου την ταλάντωση ξεφεύγω…

    -Καλημέρα σφαίρα μου μικρή, τελικά και τελικός, στάση κάνει και μαζί της φεύγει.

    Ένα του φωτονίου τώρα, το τρελό το άτι, καβάλα της ο Ιούλιος, άγριο ταξίδι για άγρα στο σύμπαν πάνε…

    (-Μπορώ; Βωμ Ασάνα.

    -Όχι δεν μπορείς. Από την στιγμή που την υπέρβαση θα κάνεις, νόημα το είσαι πια δεν θα έχει. Dog)

    -Μα γιατί; Ανάσα σε ικετεύω άσε να με πάρω κι εγώ ό,τι θες.

    -Το είναι προσδιορίζει και περιορίζει. Το λον ποτέ δεν είναι.

    -Φ ι ου υυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυ… )

     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Φως (1281 η ιστορία ενός ήρωα)

    Ανάμεσα σε δύο μνημεία διέρχεται μοναδική πορεία. Ανάμεσα σε δύο άκρα τι;

    Στο δίχως κενά συμπαγές μα συνάμα διάφανο και αραιό υλικό που τα δύο σύμπαντα χώριζε, αυτού του Ιουλίου με το απέναντι του Αυγούστου, το φως με καμπύλες μορφές σε κύματα φτάνει. Το πρώτο φωτόνιο το τέλος αγγίζει, το δύσκολο του κάνει αλλά σε χρόνο με και δεν δίδυμο του εμφανίζεται από την μεριά την άλλη και τη συνέχεια δίνουν.

    Στον Αύγουστο πυρήνα φτάνουν και λουλούδια σχηματίζουν. Τα κβαντικά σωμάτια του Α τα λουλούδια ξεφλουδίζουν, μικρά αποδομητικά πουλιά που για πάντα φεύγουν και του συμμέτρου σχήματα ανά και πλάθουν.

    -Γιατί από την Α συμμετρία να μην κάτι έχεις μάθει;

    -Γιατί το σύμμετρο ύπαρξη να έχει δίχως λόγο;

    -Για την ανάδειξη του Α;

    -Και γιατί όχι την απόρριψη του;

    Δίκιο ή άδικο; Η αμφιβολία και στους δύο έσπερνε, σε αντίθετα λιβάδια. Στου απολύτως ζυγισμένα τετράγωνα του Αυγούστου ζιζάνια σαρκώδη. Με χαοτικές κινήσεις αυτά την ορθή κατέτρωγαν και κενό άφηναν στη θέση της.

    Στα ακανόνιστα υψίπεδα του Ιουλίου δερμάτινοι ρακοσυλλέκτες, τα φυτά με πόδια που φύτρωναν και την τάξη με ορθότητα και δόξα σκορπούσαν στο απροσδόκητα ανέμελο…

    Ανάμεσα στα δύο σύμπαντα και στου λεπτού του χρόνου τη μεμβράνη, σύμπαν παγιδευμένο έστεκε με τα άκρα απλωμένα. Σεντόνι που κρατούσε τον έναν χώρο ξένο απέναντι στον άλλο.

    4 εκατομμύρια 506 χιλιάδες 523 χρόνια μετά τη στιγμή 0 και καθώς ο Αύγουστος και ο Ιούλιος τον καθρέπτη χρησιμοποιούσαν ο πρώτος στον δεύτερο αντά και να και κλάση για να στέλνουν, διαπίστωσαν πως κόσμους μπορούσαν να υφαίνουν στου επίπεδου το συμπαντικό καμβά.

    -Πώς θα ήταν ο κόσμος που εσύ θα ήθελες να δημιουργήσεις; Ο Ιούλιος ρεμβάζοντας τους ρητούς κοιτά στο φως των αστεριών.

    -Τα πάντα συμπυκνωμένα σ’ ένα σημείο μόνο. Ο Αύγουστος με βαρυτικές αλυσίδες τα ατίθασα σωμάτια στα δίχτυα του μαζεύει.

    -Δείξε μου.

    Τις αλυσίδες αφήνει και τα βασανισμένα της μάζας άλογα, αχνούς φτύνουν και φωτιά.

    -Πρώτα εσύ. Ο Ιούλιος χαμόγελα χαρίζει και του ηλέκτρο και μαγνητικού τα τρυφερά τα χάδια. Φύσημα απαλό και ο καμβάς που τους χωρίζει, αδειάζει και λευκός, παρθένος, του τίποτε υμένας.

    Δύο φωτόνια στα άκρα του διακρίνει. Σε αντίθετες του δυναμικού πορείες, με ταχύτητα γύρω από το κέντρο του περιστρέφεται μέχρι σε ορμές και ταχύτητα να φτάσει οριακές. Τότε στο τέλος της περιστροφής μεταφέροντας την ενέργεια που έχει μαζέψει στα δύο κβάντα τα απελευθερώνει προς τον καμβά. Από αντίθετες πορείες αυτά πάνω στην μεμβράνη φτάνουν. Κυλούν πάνω της και στο τέλος στο κέντρο το δικό της συναντιούνται.

    Και εγένετο φως…

    Πριν το φως κηλίδα. Μαύρη και από το χρώμα στη λησμονιά δεμένη. Σε λήθαργο μακρύ και σε ‘να, το λευκό μπροστά και το μαύρο πίσω, ανενεργό εκνευρισμό, ανάπηρη και βυθισμένη.

    Μια οικογένεια από αμέτρητα σώματα, της ύλης ακατέργαστα παιδιά. Μια αγκαλιά το ένα μαζί με το άλλο, αγαπημένα, μανιασμένη και τίποτε να μη μοιάζει να θέλει τη διασπάσει. Ένα κύμα, φιλί ιονισμένο ο Ιούλιος στον άνεμο αφήνει.

    Αυτός υποκλίνεται, το κύμα στους ώμους παίρνει και σαν αόρατο πουλί, εμπρός στη μεμβράνη φτάνει. Να διαπραγματεύονται μοιάζουν, ταραχή και η μεμβράνη αρνείται. Ο άνεμος με δι και χως συναίσθημα, το κύμα ρίχνει πάνω στη κηλίδα. Όταν ο λόγος στη σκιά λιμνάζει, τότε η βία τα καλά της βάζει.

    Η βία γεννάει πόνο και ο πόνος μάζα. Στην αρχή μία και μετά εξάδες, που ξυπνούν και την αιτία αναζητούν.

    Μάζες διαφορετικές, αλλά με στόχο ίδιο. Μαζί να μείνουν. Αλλά τώρα το κύμα μυρωδιές τους φέρνει και τάγματα αρκετά. Ένα μέλλον που τάζει καθώς κυλά. Μακριά να πάνε, στα πέρατα να φτάσουν, αστέρια και πλανήτες με ζωή να πλάσουν.

    Η έκρηξη στην αρχή ήχο δεν έχει. Η κηλίδα απλά φουσκώνει με ταχύτητα μικρή. Στέκεται, το σκέφτεται και μετά τους δούλους της απελευθερώνει. Τώρα δρομείς του φωτός και το δρόμου άγριοι ιθαγενείς. Προς κάθε κατεύθυνση, σε δρόμο διακριτό, τα πάντα να καλύψουν και κανένα κενό στη σκιά ποτέ του να μην μείνει.

    Νεφελώματα, γαλαξίες, συγκρούσεις, απωθήσεις και ενώσεις, πλανήτες, δορυφόροι, ήλιοι, ένα χάος που τη μαγεία του απρόσμενου κατέχει.

    Ο Ιούλιος με τα ίχνη που αφήνουν οι στρατηγοί του στη μεμβράνη πάνω, ηγέτης εμπνευστής και των πιο τρελών επιθυμιών καθοδηγητής.

    Τη μάζα προς μία εκτόνωση, εξάπλωση, διάσπαση οδηγεί και σε κάθε άτομο μικρό, την ανεξαρτησία του διδάσκει και ωθήσεις καίριες του δίνει. Στα κροδάχτυλα του χώρου να φτάσει, την μεμβράνη να τεντώσει και τα όρια του σε νέες θέσεις να καρφώσει.

    Τα άτομα μικρά, παλεύουν, εξελίσσονται, συνθέτουν, ενώνονται και με αρχή τον άνθρακα και στην αποστασία του, άλλα συναφή, αυτόνομες στρατιές παράγουν.

    Κάποια νησίδες φτιάχνουν στη θάλασσα του διαστήματος, ξέρες, όγκους πυκνούς, που κουρασμένοι αντιστέκονται στη κίνηση και σε σταθερά σημεία να μείνουν θέλουν.

    Ο Ιούλιος με άλλες μικρότερες σε μέγεθος, αλλά τεράστιες σε ορμή, τις εμβολίζει και τα κομμάτια των αντιστατών, στα πέρατα τις στέλνει το άπειρο να βρουν.

    Η κηλίδα επεκτείνεται, το χρώμα της αλλάζει, από του εβένου το εσώρουχο, στο γκρίζο της λάμψης και από εκεί στο διάφανο της παρακμής.

    Τα άτομα επαναστατούν μαζικά και αντιστέκονται, στην κίνηση και ενώσεις πολύπλοκες φτιάχνουν. Μύρια τα άτομα επί του μυρίου τις δοκιμές, τα πειράματα, οι αποτυχίες, οι επαναλήψεις, ώσπου…

    Σε ένα πλανήτη, την πρώτη έλλογη μάζα δημιουργούν. Μετά ακολουθούν και άλλοι, με άλλες προδιαγραφές, δεδομένα και συνθήκες.

    Η λογική στις μάζες δίνει την επιλογή στην υπέρβαση και στην απόδραση από τους νόμους της φυσικής. Άψογα και σαν μαέστρος από τις σκιές ο Ιούλιος διαχειρίζεται την ανταρσία απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό.

    -Μέχρι που θα φτάσουν τα παιδιά;

    -Τον κύκλο θα κάνουν και τη σφαίρα θα δρα και σκελίσουν σε μικρές της έπα ρσης αρχίες.

    Ο έλλογες μάζες, πόλεις και καράβια πλέκουν πάνω στις μεταλλικές δομές των μορίων. Πλεούμενα της ξηράς, του νερού και του αέρα. Ο Ιούλιος με τις νότες παίζει και την βαρύτητα εμπόδιο βάζει στα μικρά του πλάσματα να φύγουν.

    Η λογική τα άτομα της ενώνει σε μόρια και από εκεί σε ακόμα πιο σύνθετες πολυπληθείς δομές, που σαν ένα λειτουργούν.

    Από τα πλανητικά τους συστήματα ξεφεύγουν και με το χρόνο, από την ως βάρος υλική τους υπόσταση.

    Ο Ιούλιος σα μικρό παιδί λάμπει γύρω από τη θέση του απέναντι στην μεμβράνη. Με τα του φωτός μάτια το σύμπαν της μεμβράνης ψάχνει και μια εικόνα βρίσκει.

    Στον Αύγουστο χαρίζει σαν το πιο μεγάλο του επίτευγμα.

    Για δέντρο μοιάζει αλλά δάσος είναι. Σα ξύλο το κορμί του στους δίδυμους ηλίους του πλανήτη του μοστράρει, αλλά από μέταλλο βαρύς και ασήκωτος. Χιλιάδες τα χιλιόμετρα που καλύπτει με την παρουσία του και άλλα τόσα τα χρόνια που πάνω έγραψαν τη δική τους ιστορία.

    Κίτρινα τα άνθη του, σα ρούχο τον καλύπτουν, αλλά άνθη δεν είναι. Μικρά του ελαφρύ μετάλλου πλοία, από ένα υλικό που την βαρύτητα ξεγελά και μακριά από το πατρικό του ταξιδεύει. Στην αρχή τον πλανήτη κατακτά από άκρη σε άκρη.

    Πλάσματα σα το γονιό τους δημιουργούν μικρούς του κλώνους, αλλά με ένα τρόπο εξτρεμιστικά εξελιγμένο με την Αρχή ενώνονται και σε ένα πάλι πρόσωπο συγκεντρώνονται.

    Τα μικρά κίτρινα άνθη, υποβρύχια στο ξένο και κενό να ταξιδεύουν τώρα, πλανήτες άλλους γόνιμους και ζεστούς να κατοικήσουν. Τα δέντρα απλώνονται στο ηλιακό τους σύστημα και πέρα από αυτό.

    Με ενέργεια, ηλεκτρομαγνητικά και του φωτός τα ρεύματα, πάλι μία η ένωση με την Αρχή και το πρόσωπο ξανά ένα.

    Το Δέντρο με την βοήθεια της ολότητας του, συνειδητοποιεί τη θέση του σε αυτό της μεμβράνης σύμπαν και μετά σε ένα άλμα που απαιτεί βαστάζους από χιλιάδες χρόνια αθροιστικής σοφίας, τον τρόπο βρίσκει και μήνυμα προς τον Ιούλιο στέλνει.

    -Γιατί;

    -Με τη δύναμη που έχεις τον κόσμο μας έπλασες, αλλά θεός δεν είσαι.

    -Γιατί λοιπόν και τι από εμάς θέλεις;

    (-Γιατί;

    -Δίχως ερωτήσεις απαντήσεις θα έψαχνες να βρεις;

    -Γιατί;

    -Δίχως κίνητρο τη ζωή να ζεις;

    -Γιατί; )

     
  9. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    XxX ( Η ιστορία ενός Ήρωα. 1281)

    Να βγάζει κανείς το σώμα του από τον κόσμο που ανήκει αδύνατο πάντα είναι. Πώς την ύλη που δανείζεσαι από ένα σύστημα κλειστό, δική σου, να σε ακολουθεί και από αυτό να κλέψεις;

    Το πνεύμα όμως; Το αποτύπωμα του;

    Ο Ιούλιος απαντήσεις δεν στο Δάσος δίνει, τι νόημα για αυτόν θα είχε;

    Αν το Δάσος τον τρόπο έβρισκε από τη Φυλακή να δραπετεύσει, τότε ίσως και αυτός στου Αυγούστου τον κόσμο να μπορούσε να εις βάλει και χωρίσει. Ίσως και το αντίστροφο.

    Το Δάσος στα χρόνια που ακολουθούν, το σεντόνι στην ολότητα του κατακτά και η δύναμη κυρία και Αρχή η μία. Κάθε μόριο, άτομο και της ύλης μικρό, άψυχο και απόμαχο σημείο, σε μάζα έλλογη βαπτίζει. Τα χρόνια στο απόσπασμα εκτελούνται το ένα μετά το άλλο και το Δάσος την υπέρβαση παλεύει και να ξεφύγει προσπαθεί, αλλά το αποτέλεσμα κανένα.

    Ούτε καν ένα..

    Can κει;

    Όχι, can πιο πέρα;

    Όχι.

    Can ένα. Ο Ιούλιος απογοητεύεται και τη βροχή της κούρασης του μοιράζει στο σεντόνι. Μουλιασμένο, παρά και δοσμένο και στο Λόγο του μηδέν. Στον Αύγουστο επανέρχεται και…

    -Η σειρά μου τώρα. Ο Αύγουστος με τη φωνή του κύματος, λέξεις γράφει στις αμμουδιές του επιπέδου. Ρήξη στο κέλυφος και μηνύματα διαφορετικά προσφέρουν.

    -Η Διάσπαση απέτυχε και η ατομικότητα γριά και αδύναμη.

    Το μήνυμα αυτό στη θάλασσα ξεχύνεται και χρώμα της αλλάζει. Μέσω της θερμότητας στον ουρανό ναι βαίνει και από εκεί άλλο στο διάστημα απλώνεται και άλλο στη γη βαθιά βυθίζεται.

    Ο Αύγουστος Φάρος της ελπίδας την καρδιά του κόσμου του βαστά και με βαθιά αν και να σα την ύλη συμπυκνώνει στου εσχάτου τα μηδέν σημαία και σημεία.

    Η αποδυναμωμένη ύλη του επιπέδου, αντίσταση καθόλου, μαγεύεται και πεινασμένη για ενέργεια και άλλη μπουκιά ζητά τώρα από τον Αύγουστο.

    Αυτός στο σεντόνι, την καρδιά του πλησιάζει και την ύλη που ράκος και συλλέκτης διακονεύει, μυρίζεται, γλύφει και με νοητά του πνεύματος λουριά, στα δίχτυα της μαζεύει. Στα άκρα και ουρές των δικών του σωματίων, δένει και σφαλίζει και με δύναμη τραβά.

    Στο επίπεδο συμπαντικό σεντόνι, που τους δύο χωρίζει και άλλους άπειρους να ζει κανείς ή να μη ζει, η ύλη το γυμνό κορμί της έχει απλώσει και πάλλεται.

    Ζωντανή…

    Ερεθισμένη..

    Και απίστευτα πεινασμένη.

    (-Μετά; Το χαρτί λευκό, για λέξεις ικετεύει και τους πόρους του προσφέρει στο υπεροπτικό μελάνι.

    Σιγή και η σιωπή θύματα και θυσίες ζητά για να σινέ και Χ ίση.

    -Μετά;; Ένταση, φωτιά, επεισόδια, φωνές κακό, το χαρτί φωτιά αρπάζει και μαυρίζει…

    -Μετά;;;

    Χχ…)

     
  10. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Xx (1281)

    Σ’ ένα μικρό πλανητικό σύστημα στο Γαλαξία της Βασίλισσας ένα μέσης ηλικίας πιστό αστέρι προστατεύει τους λιγοστούς πλανήτες που κατέχει.

    Ζωή μονάχα ένας από αυτούς δημιουργεί. Πλανήτη κανένας κρητικός δε θα μπορούσε να τον προσφωνήσει. Δορυφόρος καθώς ενός μεγαλύτερου είναι και τον ήλιο βλέπει το ένα τέταρτο του κύκλου του.

    Στην γη ο Νίκος αν τον χρόνο σύγκρινε με αυτόν του κύκλου του Αλόγου, θα έλεγε πως για πέντε μήνες στο δορυφόρο αυτό ο ήλιος το λεπτό του διάφανο πέπλο του απλώνει.

    Η σκιά του μητρικού τεράστιου άγονου βράχου και πλανήτη, του Νίβα με την μαύρη τρύπα για καρδιά, στις άκρες κρύβεται και το φως του ήλιου επιτρέπει, το τραγούδι του να παίξει.

    Μετά από χρόνο λίγο και καθώς τα μικρά χαλίκια να τρεμοπαίζουν ξεκινούν στο, της θερμότητας χορό, στροφές μετρημένες ο δορυφόρος κάνει ώστε το έδαφος στην κατάλληλη θερμοκρασία να φέρει.

    Το νομα του δορυφόρου Άλογος, τώρα βράχοι μαζί με τα χαλίκια σε έντονο ρυθμό χοροπηδούν. Η βία την ταχύτητα που ζητά αποκτά και το έδαφος τον υμένα του διαρρηγνύει, μικρό κεφάλι στην αρχή από μέσα να φανεί. Ο χρόνος τα δ ώρα του προσφέρει, μάγος ένας και όχι τρεις και τώρα βουνό από σάρκα από το έδαφος γεννιέται.

    Πάλλεται και με ήχους γεμίζει τον Άλογο. Ανάσες παίρνει και ομίχλη οι πνοές του, που στην ανατολή απλώνουν τα υγρά τους. Το Βουνό τον κύκλο στην ζωή κάνει.

    Ένα μονάχα πλάσμα, μία ψυχή ξεχωριστή. Το Βουνό σε θεόρατα ύψη φτάνει, τρεφόμενο από το χώμα πίνοντας τα υγρά που στις μικρές υπόγειες σπηλιές φωλιάζουν. Με το φως του ήλιου τα υλικά του αναδομεί και σε κύματα το τραγούδι στο διαστρικό εφτάγραμμο στέλνει. Ίσως αυτή τη φορά, ταίρι καταφέρει να βρει, ίσως όχι. Στην ακμή του το Βουνό την πιο θαυμαστή του στολή φορά και την ψυχή μαζί με το άρωμα του όλο χύνει μέσα στο τραγούδι.

    Σε ένα λιβάδι από συμβάντα, ίσως ένα σύμπαν με ένα άλλο όμορφα να δέσει. Ίσως και πάλι όχι. Η ακμή του εάν το Βουνό δε τα κατά και φέρει, το ένα δέκατο έκτο του κύκλου του Αλόγου τη σημαία της ψηλά κρατά και μετά σε μία σχεδόν στιγμή…

    …καταρρέει και σα θάλασσα απλώνεται στο πεινασμένο έδαφος τ’ Αλόγου. Από τους πόρους του διάτρητου και αδύναμου χώματος εισχωρεί, μέσα από δαιδαλώδεις διαδρομές τη πορεία βρίσκει και σε ένα μικρό σπόρο καταλήγει και συμπυκνώνεται.

    Ο ήλιος το φως του παίρνει και ο σπόρος τον επόμενο κύκλο περιμένει, ξανά το φως του στον Άλογο να αποθέσει…

    Σε ένα ανάλογο χορό ο Ιούλιος και ο Αύγουστος τα παιχνίδια τους πλάθουν πάνω στο επίπεδο συμπαντικό σεντόνι. Ένας κύκλος, μία ταλάντωση, μία ζωή που έρχεται και φεύγει.

    Ο Αύγουστος τα δίχτυα του πετά και τη ζωή στο συμπαντικό σεντόνι αιχμαλωτή ζει. Το Δάσος αντίσταση μικρή προβάλλει, την ελπίδα του έχει χάσει. Οι μονάδες και οι λιγοστές ατομικότητές που την ένωση δεν θέλουν, πνίγονται για παραδειγματισμό και παλουκώνονται σε εμφανή της Υψηλής αυλής σημεία.

    Ο Αύγουστος τα δίχτυα του μαζεύει και την ύλη με τον χώρο, σε δικό του χρόνο υποταγμένους ανά και πλάθει.

    Άυλα τα δεσμά που τις μαριονέτες σέρνουν, το θάμα τα καλά σερ και βίτσια στρώνει.

    Μάζες που ενώνονται σε χώρους ίδιους. Η πυκνότητα αυξάνει και μαζί η ενέργεια που περικλείει. Οι μάζες πρώτα ομάδες γίνονται και στη συνέχεια του Διά και σηρμού τα στέρια. Άλογα που ο Αύγουστος με του σίδερου τη θέληση μαζεύει και σε μία αμφιθεατρική αρένα ρίχνει.

    Τ άλογα ματώνουν, δαγκώνουν, κομματιάζουν και τα πιο δυνατά στο δικό τους σώμα ενσώ και ματώνουν. Η αρένα μία τεράστια συμπαντική πεδιάδα. Τα αστέρια τους πλανήτες χρήσιμο ποιούν σαν βόλους, σφαίρες και όπλα απέναντι στους άλλους.

    Στο τέλος δύο, οι του Γάλακτος Αξίες που επικρατούν και αμέτρητα τα πιόνια που από πίσω στέκονται.

    Μία τελευταία μάχη απέναντι στο θεό και δημιουργό τους.

    Ήχοι που το κεφάλι σκύβουν, εικόνες που γονατίζουν, οσμές που τα πιο γερά τους άρματα σαλiώνουν. Όλα μαζί μαζί προσμένουν με χαρά το σύνθημα τ’ Αυγούστου.

    Στα δύο άκρα τ’ Αυγούστου τα νήματα του προσανατολισμού. Ο Ιούλιος εντυπωσιασμένος το θέαμα του αδερφού του αναμένει. Το είδωλο του για πρώτη φορά χαμογελά.

    Το χαμόγελο πουλί με ρούχα του χρυσού του Μαύρου, εμπρός βγαίνει και ανάμεσα στους δύο στρατούς τ’ Αυγούστου με τα φτερά του ανοιχτά στέκεται.

    Ο Αύγουστος το σύνθημα του δίνει και οι δυο στρατοί ορμούν σε μία σύγκρουση της ύλης για μία μοναδική θέση στον χώρο και στο χρόνο…

    (-Εδώ το pop, εδώ το corn, εδώ και το πιο γλυκό κεράσει…

    Πλανόδιος ο μάστορας με τα φτηνά του ρούχα που σημασία κανένας δε του δίνει. Παρά μόνο τα σάλια και τα λιγοστά λεφτά τους. Σ’ ένα στάδιο με χιλιάδες φίλους, εχθρούς, οπαδούς και οπαδούς, σε μία μάχη ανάμεσα στο Λευκό και Κόκκινο.

    -Εδώ το καλό το p op…

    -Αιδώ και το Rock, εκεί το Rock, που χάθηκε για πάντα το…

    Το λάκτισμα διακόπτει τον πλαν όδιο και ο αγώνας ξεκινά. Οι θεατές και κούκλες τ’ Αυγούστου exper ματώνουν ουρλιάζοντας εκστασιασμένες. Βροχή στο γήπεδο τα σάλια τους, καταιγίδα για τους Α και ορατούς μαχητές…)

    Ci ναι Χ jete

     
  11. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Xρόνος (Η ιστορία ενός Ήρωα) 1281

    Στις θάλασσες του Νέτα ενός μικρού πλανήτη του ηλίου, του Ναχιού, δύο πλάσματα αλλόκοτα στα μαλάκα το έδαφος καθίζουν και το πόρτο και καλή ηλιοβασίλεμα απολαμβάνουν.

    Θυμίζουν αυτοκίνητα σε μέγεθος και σχήμα, σε άλλο τίποτε και του ολός διαόλου. Δύο τεράστιοι φακοί, σβηστοί για μάτια με το απόσταγμα χρωμάτων του Ναχιού γεμίζουν.

    -Μπα τι είναι χρόνος; Το μικρό τους προβολείς ανοίγει, καθώς ο Ναχιού το τελευταίο και βρώμικο κομμάτι στη θάλασσα βυθίζει. Το μεγάλο τους δικούς του σβηστούς κρατά και με χαμόγελο τα σία και γόνια του ανοίγει.

    -Ένα ποτάμι γιε μου, με ρεύμα αντίθετο από την κίνηση των τριών. Η ταχύτητα του τεράστια και η ορμή του σχεδόν ανίκητη. Το μικρό το κεφάλι κούνια. Αριστερά ή δεξιά, στο κέντρο να παρκάρει; Γνώμη αλλάζει, την απορία του up και ελευθερώνει και η ερώτηση πουλί που αγαπά, ξανά γυρνά.

    -Μπα; Σχεδόν ;!; Υπάρχει πλάσμα που το χρόνο προσπερνά;

    Το μεγάλο for και τηγό, την εξάτμιση ανοίγει, βαθιά ανάσα παίρνει και καπνό πολύς στα ψηλά ναι βαίνει.

    -Ma μικρέ μου πρίγκηπα εμπρός σου είναι. Ο μικρός τα μάτια του γουρλώνει και το φως άπλυτο στη πισίνα του πολύ.

    Πλάσματα του φωτός κατάγματα με ταχύτητα μεγάλη ξεπροβάλλουν και στο στερέωμα ψηλά, ψιλά πετούν.

    -Ma δεν βλέπω Μπα ! Τα γέλια του Μπα γάρ γα γάρ γαρα γαρ γάλατα, μέχρι που στα δύο κόβονται σαν εμφύλιος στο βήχα.

    -Τα φωτόνια μικρέ μου…

    Στην επίπεδη αρένα του Ιούλιου και Αυγούστου, στα άκρα συμμα ζευμένες οι μάζες του Κόκκινου και του Λευκού βρίσκονται.

    Ο Αύγουστος ένα μικρό σωμάτιο ανάβει. Σπίρτο, πυρσός και δάδα. Ένα φωτόνιο που με χαμόγελο και αγάπη για ζωή, φτερά του ανοίγει και με or ή μή πάνω στο σεντόνι φτάνει.

    Ίσως για μια στιγμή, ίσως και για καθόλου, στέκεται ή όχι, αλλά μετά με χαρά συγκρούεται με τη λεπτή του μηδενικού πάχους τη μεμβράνη και σε αυτή περνά.

    Ένα μικρό επίπεδο φωτόνιο στη μεμβράνη αφήνει και στην άλλη μεριά περνά. Ο Ιούλιος το πλέγμα του απλώνει και το φωτόνιο δικό του, ρώtα πια.

    Στην αρένα το νεοσύστατο Φωτόνιο στην αρχή τρομαγμένο, ορφανό και μόνο, σε ένα κόσμο Ξένο, δρόμο να διαλέξει δεν μπορεί.

    Στο ύστερα και στο μετά του, τα φτερά απλώνει καίμε τίναγμα μικρό κύμα δημιουργεί. Δύο του αντίθετου του χρόνου, κόρες και κύματα που στο τώρα συναντιούνται και στο Φ ώθηση μικρή δό ρύ και ζουν. Το Φ πετάγεται πληγωμένο και ανάσα παίρνει και το δρόμο του διαλέγει, διαφυγή από αυτόν τον κόσμο να κατά παρά να φέρει για να βρει.

    Μια κούρσα η ζωή του όλη, ξέφρενη ανάμεσα στις μάζες του αντικρυστού προσανατολισμού, που ο Αύγουστος με δόλο έχει ξεχωρίσει, κατά και πάνω του ορμούν.

    Το Φ τη ταχύτητα του αυξάνει καθώς τα κύματα που το ίδιο δημιούργησε, ξανά, γονείς και παιδιά τα ίδια, σε αυτό ξαναφτάνουν. Και αλύπητα χτυπούν, τα φτερά του να τινάξει και μακριά πουλί μακριά να πετάξει.

    Οι μάζες Άλογα ξέφρενα, από τη μανία, πουλιά άγρια και ερωτευμένα, χορό στήνουν γύρω του και στατιστικές, δίχως το στη, γδύνονται εμπρός σε αυτό.

    Στην ομορφιά του, στη λάμψη και στην υπέροχη ψυχή, πληρώνουν και όχι πληρώνονται για να κοιμηθούν μαζί του.

    Στην αρχή η αποτυχία στα αδύναμα, φτωχά στην ύλη και στο πνεύμα, το Φ να Μα και στυ Γνη να δίχως το χ, να τίσουν.

    Ένα μικρό Ρυτίδισμα που στο σεντόνι προκαλούν, ένα μικρό τρέμουλο στο έδαφος που με αγαλλίαση και πονηρό σκοπό, το Φ αγγίζει.

    Στην αρχή το Φ με χάρη προσπερνά τον όχλο που με τα χέρια απλωμένα, να το γραπώσει προ σπαθί. Νέοι αμούστακοι στρατιώτες που το αίμα χύνουν στο τιμημένο το σεντόνι και υγρά λευκά καθόλου.

    Δύο του αντιθέτου χρώματος σημαίες και στρατό παιδιού, χυμούν, σάλια, παντέ κα ι σπάνοι, μοιράζοντας στο παγωμένο πλήθος, στο ακίνητο μοιάζει άραγε να είναι , Φ , και αυτό να κινείται δε θυμίζει, αλλά στη θέση που φτάνουν αυτό πια δεν είναι.

    Οι μάζες η μία πάνω στην άλλη, μία αγκαλιά, οργή, μίσος και αγάπη και τώρα το τέρας με τα δύο κεφάλια σε μία ψυχή νο μένω…

    …για πάντα ένα !

    Το ρυτίδισμα στο σεντόνι, πιο βάρβαρο, πιο σίγουρο και πιο στο χρόνο του παρασήμου φορεμένο, σημαντικό.

    Το Φ σε μία του, τρελή πορεία στο χώρο και στο χρόνο, τραγουδά με τη βελούδινη, γλυκιά και αψεγάδιαστη φωνή του. Ανάμεσα στις μάζες κινείται, ευλύγιστο, πολιτικά σωστό και θηλυκό, υγρό και λαχταριστό.

    -Μα και Μα πολύ σου λέω !!

    -Μπα και Μπα να το πιάσω και τη ψυχή μου χαλί στο δρόμο του να στρώσω.

    Οι των εχθρών τα Ζω και Be του πριν, οι μάζες, η του παρόντος φίλοι και οι του μέλλοντος τρία σε ένα.

    Μάζες τεράστιες που η μία την άλλη απορροφούν και με τη βαρύτητα τους το χρόνο διαστρεβλώνουν.

    -Όχι δεν έγινε αυτό ή μη και μη πως να έγινε, μανούλα δεν θυμάμαι, δεν μπορώ.

    Ο όχλος των μαζών, αστυνομία και στρατός που ενώνεται και αστεροειδείς στην αρχή πλέκει στης μεμβράνης το χαοτικό σεντόνι κι υφαντό.

    Στη συνέχεια οι αστεροειδείς συγκρούονται ενσώ και ματωμένοι, μαζί με το ίδιο μάτι τώρα βλέπουν.

    Βράχοι, βουνά, φωτιά, χρυσός και αδάμας, να και ο της πλάνης, ο Υιός ο πρώτος.

    Πρώτος, δύο, τρεις και χίλιοι δέκατρεις, τώρα το σεντόνι πάλλεται και στο χρόνο πτυχές δημιουργεί.

    Οι πλανήτες ταύροι στην αρένα, με τα κέρατα μπλεγμένα και να ο η ο Ήλιος.

    -Αιδώ ο ήλιος, εκεί ο παπάς και Ήλιος, που είναι ο Ήλιος;

    Τον σταυρό στη πλάτη κουβαλά και με αυτό τους Υπό και λοιπούς τους Ήλιους στο μαζί ενώνει.

    Οι πτυχές του χρόνου, άυλα κύματα δημιουργούν, έξω από το επίπεδο σεντόνι.

    Το Φ να ξεφύγει προσπαθεί, αλλά δύσκολο πολύ. Το μόνο που ακόμα συγκρατεί, μακριά τους να σταθεί, είναι πως δύο τεράστιες φούσκες και τρύπες μαύρες έχουν στο μέγεθος του ιδίου, απέναντι του σταθεί.

    Στο μέσο τους αυτό, το σεντόνι βουλιάζει επικίνδυνα, μικρές του Φ θωριές, φωτιές και ενέργεια προς τον Ιούλιο η μία και προς τον Αύγουστο η άλλη, παλλακίδες στέλνουν.

    Φιλιού και οργανισμού δίχως Ν η δόξα και το έναυσμά ο τρελός και Αύγουστος δίνει με ένα κρότο, ένα σύνθημα, ένα χέρι που τον ουρανό χτενίζει, τη σιγή χαλά και οι Φούσκες από τα θετικά η μία και από τα αρνητικά η άλλη, επιτίθονται στο μικρό το Φ.

    Στο δρόμο τους καμένη γη και με άγκυρες και αγκίστρια το σεντόνι και τη σάρκα μαζί τους σέρνουν.

    Στο μικρό και τρομαγμένο Φ φτάνουν, ενώνονται, οι γριές με τα μαύρα γρήγορα τα ψίχουλα που από το σεντόνι περισσεύουν μαζεύουν και σε δακτυλήθρες κρύβουν.

    Όλα μαζί σε ένα, οι αμέτρητες ψυχές, σε ανάσα ρυθμό ένα μία, το σεντόνι καταρρέει και άνοιγμα αφήνει, για του ελά και χίστου χρόνου, ανάμεσα στον Ιούλιο και στον Αύγουστο…

    ( - Αρκετό Μαμπά;

    -Ίσος ναι, ίσως και πάλι όχι. Μπάμα.

    -Και μετά; Το άφυλο δεντράκι, το Δάσος εκλιπαρεί για λίγα τάλαντα συνέχεια, με χαρά και προσμονή.

    -Μετά μικρό μου και άφιλο παιδί, από ένα σεντόνι ζωντανό, ένα νεκρό μηδέν και ως ένα θαύμα από το μηδέν, ένα σχεδόν μηδέν, ζωντανό και πανέμορφο Λευκό λουλούδι. Το οπίο μεγάλωσε και ένα τεράστιο σεντόνι, μεμβράνη και επίπεδο σύμπαν έπλασε ξανά. Χωρίζοντας τον Αύγουστο και Ιούλιο για άλλη μια φορά…

    Σινέ ξε και σχίζεται…)

     
  12. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Ψ αίμα ή Αλή και θεία; (1281)

    Ο Ιούλιος και ο Αύγουστος με το σεντόνι παίζουν και κάστρα και κόσμους νέους φτιάχνουν και σβήνουν, ξανά και ξανά, επιτυχία, ευτυχία και τη σύζευξη ψάχνοντας να βρουν.

    Ίσως λίγο χρόνο, του παρά πιο πάνω, το άνοιγμα να μπορέσει να σταθεί και αυτοί ανάμεσα στις ατέρμονες χορδές, ο ένας τον άλλον να αγγίξει…

    …να πετάξουν…

    …και μαζί την μοναξιά που πείνα τους γεννά για πάντα να τρομάξουν.

    Σε μία από τούτες τις φορές, σε ένα πλανήτη τόσο δα μικρό, κόσμημα, πετράδι, σε δαχτυλίδι στις ακτίνες του ήλιου, μία θάλασσα γεννιέται.

    Η ζωή στο πλανήτη υποτυπώδης. Η θάλασσα σα μάνα εφτάκις και μύρια του εκατό, μικρά και ζωντανά καβούρια θρέφει. Με τη θερμότητα, την πίεση και τα τρυφερά της κύματα, γνώσεις μεταφέρει, από το ένα στο άλλο, αλλά ανάξιες στην ποίηση της μένουν.

    Τα καβούρια φαγητό, πολλαπλασιασμό, ύπνο και στον κύκλο που το κέλυφος ορίζει, πειθαρχημένοι στρατιώτες, αυτόν και μόνο αυτόν ακολουθούν.

    Της λάσπης τα παιδιά, της άποψης σκυλιά.

    Οι Ι και Α την ύλη στο σεντόνι μαζεύουν και σαν τρακ Χανά στην επανάληψη απλώνουν. Χρυσάφι για να βρουν, σε αυτό να κυλιστούν και στο πλαν να τάξουν.

    Τη δεύτερη φορά η θάλασσα, τα ροζ φορά και σε μεγαλύτερο πλανήτη τού τη τη φορά καβούρια όχι, άλλα φύκια με υφή παχιά. Το ένα με το άλλο μπλέκονται στα του νερά τα ρεύματα και σώματα πιο βαριά και ήχους, συλλαβές και λέξεις με την συνείδηση του ένα μοιάζουν να ποιούν.

    Μάζες από φύκια που δένονται μεταξύ τους και τις συλλογικές τους μνήμες με ουλές συγχρονίζουν σε μελωδία μία.

    Η θάλασσα χαρούμενη, να τα έχει καταφέρει νομί και ζει, αλλά ο κύκλος της ζωής μικρός σε αντίθεση με το μεγάλο βράχο που φέρνει πάνω στον πλανήτη. Η σύγκρουση, τον πλανήτη διχοτομεί, μετά στα τέσσερα, στα οκτώ και στο τέλος σκόνη, που ο γαλαξιακός άνεμος στα πέρατα σκορπίζει.

    Ο Α και ο Ι το παιχνίδι συνεχίζουν και η θάλασσα ξανά δημιουργείται σε μέρη φρέσκα και άλλα. Στα μόρια της, σώματα μικρά και ασπόνδυλα που στα μόρια τους, ακόμα πιο μικρά και σε αυτά μικρότερα σε μία δίνη, σπείρα, τροχιές και κυματισμούς, ήχους, εικόνες και οσμές που καθορίζονται ως το τελευταίο ψηφίο από τις συνθήκες που παράγονται. Μόνο που σε κάθε του σ κύλου κύκλο, ένα ψηφίο τελευταίο προστίθεται, αφήνοντας όλα τα προηγούμενα απολύτως ίδια.

    Η θάλασσα στόχο δείχνει να έχει, αλλά ποιον και πoια πύλη θα διαβεί ούτε και η ίδια δεν γνωρίζει. Σαν ένα τραγούδι που κάθε φορά που τολμά και ένα κόμα στίχο αποκτά.

    Η ζωή που πλάθει σε κάθε νέο κύκλο και διαφορετική. Πιο εξελιγμένη και από τις μνήμες των προηγούμενων ζωών καλά ενημερωμένη.

    Τη νιοστή φορά, στη θάλασσα πλάσμα μικρό του νερού και της φωτιάς, στο ένα εκατομμυριοστό το ενός ατόμου, γεννήθηκε. Φορτίο δικό του, αρσενικό και θηλυκό, με άλλα όμοια με αυτό στο ίδιο σώμα να κουμπώσει και πλάσμα μεγαλύτερο να συνθέσει.

    Μία θάλασσα τώρα τεράστια και τον πλανήτη σαν πέπλο να σκεπάζει, ζωντανή και με τη συνείδηση του…

    Ένα.

    Το Ένα πλάσμα του ένα ποτέ δεν ήταν. Τεράστιο το πλήθος που εκπροσωπούσε αλλά ένας ο στόχος και σκοπός του.

    Όταν το υγρό στοιχείο του πλανήτη του κατέκτησε και δικό του έκανε, για χρόνο λίγο μόνο απόλυτη σιγή, πριν δειλά κύμα διστακτικό ξεπροβάλει από τις ανήλιαγες σκιές.

    Ένα κύμα που μόνο φως, ήχος, θερμότητα δεν ήταν, αλλά όλα μαζί δεμένα σε μία μορφή που οι πάντες ως φως και μόνο θα αντιληφθούν.

    Το φως που το Ένα σαν πνοή εξέπεμπε σέ, αρμονικό, ουδέτερο, ελαστικό και πλαστικό.

    Σε κάθε τι που από ύλη φτιαγμένο ήταν, ζωντανή ή και μη, επάνω έπεφτε και στην δική του ταλάντωση προς αρμό και Ζόταν. Πίσω επέστρεφε και στην ασημί θάλασσα για του ελά και χίστου βυθιζόταν, μα στου αμέσως το μετά, πίσω πάλι με μία διαφορετική αλλά και μοναδική για το σωμάτιο που είχε συναντήσει ιδιοσυχνότητα.

    Το φως και κύμα το σωμάτιο συναντούσε και σε μία νέα ιδιοσυχνότητα συμπλήρωνε την ήδη υπάρχουσα, σε αυτό που το Ένα στόχο είχε. Με τον τρόπο αυτό το Ένα τον πλανήτη απορρόφησε και μετά τους λοιπούς μικρούς μεγάλους σιμά και γύρω του. Τον ήλιο του, τους γείτονες, τους συγχ και Ξένους.

    Το φως εξ κι απλωνόταν μέχρι που ο γαλαξίας δικός του έγινε και στο τέλος του χορού, το σύμπαν ολάκερο.

    Ο χρόνος στην αρχή παιδί αργό, βήματα λιλιπούτεια και ανασφαλή, μα καθώς η λύ σκο και πω κτούσε, αβίαστο σκυλί, πιστό πουλί που το φως του Ένα συνόδευε στα πέρατα του επίπεδου συμβάντος. Το σεντόνι το χρώμα του ξεπουλούσε και στο Ένα το φως του έβρισκε καθαρό χρυσάφι μέχρι που οχλό και κληρωτικά δικό του έγινε.

    Και ξάφνου σε μία στιγμή σταμάτα και για λίγο στάσου, ο Ιούλιος και ο Αύγουστος, ο ένας τον άλλον στο πεντά και καθαρά αντίκρυσαν με το από το α διά και του μπαστούν υφαντό επίπεδη λευκό χρυσή ίσως και ασημί μεμβράνη.

    Ο Ιούλιος έκπληκτος εμπρός στο φαινόμενο αυτό, δεν μπορούσε να μη αναρωτηθεί πως αυτός, πλάσμα του ηλέκτρου, με τη δύναμη ενός θεού απέναντι στον κόσμο αυτό, τον έλεγχο να μοιάζει αλλά να μην έχει.

    Με τα δικά του των τριών διά και στάσεων τα κύματα στη μεμβράνη τη βούληση του να επιβάλει προσπαθεί, αλλά…

    Το πρώτο κύμα πάνω φτάνει να απορροφιέται δείχνει και για λίγο στη του ασημί θάλασσα βυθίζεται. Αμέσως στου ύστερα σκυλί, κύμα πίσω επιστρέφει και τον Ιούλιο να ανά και να ρωτιέται κάνει.

    -Θεοί δεν ήμαστε, αλλά απέναντι σε αυτό τη δύναμη του δημιουργού, εγώ και ο αδερφός μου…

    Από την άλλη την μεριά, σε μία ανάλογη διαδικασία ο Αύγουστος τη φράση συνέχιζε…

    -Κι αν εμείς αυτό, εμάς ποιο;

    -Και ο αδερφός μου τα του άκρο το αντίθετο και ο λόγος ύπαρξης αυτού ή μου γιατί;

    Ερωτήματα που φου σηκώνουν και στο μετά από Ξ και γόνο ξεφουσκώνουν, με κατάληξη πάνω στην μεμβράνη ξανά να πέσουν.

    Τα ερωτήματα, φωτόνια που ερωτηματικά τους δίνουν για υιοθεσία και ως αντίτιμο σημεία δύο και άκρα φτιάχνουν.

    -Ποιο άκρο από αυτά λάθος ή σωστό; Ψευδής ή αληθής; Και η ερώτηση να είναι ποια ώστε η απάντηση σωστή να είναι;

    -Θεός υπάρχει ναι ή όχι;

    -Εγώ, εσύ, αυτοί, κανείς;

    Στο κάθετο από το ένα, από τα άκρα άλλο και νέο δημιουργείται και αμέσως απέναντι ένα και αντίθετο του.

    -Αν το ναι, το όχι, οι δύο ισοδύναμες το μόνο αυτές άκρες σε μία απάντηση δεν είναι, τότε άλλες δύο ποιες;

    -Ναι για τόσο και όχι πόσο;

    -Η το αντίστροφο σου και μου λες;

    Δύο σημεία και άλλα δύο, στα τέσσερα, δώδεκα και οκτώ, χιλιάδες του μηδενικού σημεία που παρελαύνουν το ένα απέναντι στο αντίθετο και άλλο. Κύκλο και θεό να πλάσουν.

    Κύκλος που τέλειος δεν έμοιαζε να είναι, αλλά νέα ακόμα κι άλλα τα σημεία που ακολουθούν και στα κενά καλύπτουν.

    Μία διαδικασία που συνέχιζε και αδιάκοπη έφερνε στο είναι, μέχρι που ο κύκλος τις ατέλειες του έκρυψε από τον Ιού και Αυγού και να περιστρέφεται ξεκίνησε.

    -Ποιο το σωστό και ποιο το λάθος;

    -Το άτομο που την ερώτηση γεννά στο κέντρο του κύκλου βρίσκεται ψάχνοντας την μητέρα και απάντηση. Αλλά αυτή τη προσπερνά και τα μύρια σημεία γύρω του σα χαμένος τα κοιτά και το καλύτερο να διαλέξει θέλει. Όμως του κύκλου τα σημεία την ίδια απόσταση από αυτόν έχουν. Ο κύκλος να περιστρέφεται με ταχύτητα ακόμα μεγαλύτερη, μέχρι που η τριβή στο δρόμο που πατώ, δεν έμοιαζε να έχει.

    Η βάση μήκος του μηδέν τείνω αλλά δεν τολμώ να αγγίξω και το σημείο και σειρήνα για απάντηση ελκυστικό έμοιαζε, αλλά μόνο όταν απέναντι κοιτούσες.

    -Ποιος θα μπορούσε την απάντηση σε μία ερώτηση να γνωρίζει αν όχι μονάχα αυτός που σχετιζόμενος ρωτάει;

    -Ποιος αν όχι αυτός που στο σύνολο περιορίζεται ώστε η απάντηση για αυτόν βολική να είναι;

    Η ταχύτητα του κύκλου από την αμφιβολία των δύο ποτίζεται και όγκο αποκτά. Ένα επίπεδο σχήμα, στην Τρίτη διάσταση χέρι τώρα βάζει…

    -Ποιος με έφτιαξε;

    -Αν όχι εσείς τότε ποιος;

    -Εμείς..

    -Κι εσάς;

    -Τι θέλεις;

    -Τι θέλετε; Τι δύο άκρα το ένα το άλλο να γυρεύουν;

    Ο Ιούλιος τον Αύγουστο ζητά και ο Α τον Ι. Ο κύκλος με τα σημεία τα δικά τους και από τις δύο μεριές υπόσταση αποκτά, στιγμή με τη στιγμή, χρόνο θέλει, απάντηση ζητούν.

    -Γιατί άραγε δύο αντίθετα φορτία να θέλουν σε ένα σώμα να ενωθούν.

    -Ο low κλήρο ση; Ο κύκλος σε κύλινδρο πια θυμίζει, ο Αύγουστος το προς κι πέρνα, τον τρόπο μόνο δώσε μου στην άλλη μεριά να πάω. Ο Ιούλιος δεν μπορεί στην ομορφιά και νέο σχήμα να μη ν αποδώσει, τόσο όμως όσο χρειάστηκε να δει.

    Να τρομάξει στη ζωή για πρώτη του φορά και για πάντα από εκεί να φύγει…

    (-Κυυύυύυυυριε!!! Δεν είναι δυνατόν! Να φύγει; Γιατί; Γιατί; Γιατί;

    -Κάποτε μολύβι μου μικρό, ένα -3 3 συνάντησε. Και το αποτέλεσμα αυτού;

    Το μολύβι τη ν οστι μιά στη μύτη ξύνει με απορία και η απάντηση διττή.

    -0 ή 00…

    + ε χ ζε ται…)