Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

bdsm και πολυγαμικές σχέσεις...

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Discussion' που ξεκίνησε από το μέλος Dolmance, στις 27 Απριλίου 2008.

  1. Dolmance

    Dolmance Contributor In Loving Memory

    Τοποθετώ εδώ ένα κείμενο-απάντηση στην soutzoukakia και θα επανέλθω με δεύτερο. Το παρόν μπορεί να τύχει σχολιασμού εδώ ή έξω.

    Το κείμενο της σουτζουκάκια είναι δεκτικό πολλών τρόπων ανάγνωσης. Από τους δύο επικρατέστερους, δηλαδή την παράγραφο προς παράγραφο ανασκευή και το χωρισμό του σε θεματικές ενότητες, κρίσιμες για την κατανόηση των λαθών και των λαθροχειριών στις οποίες βρίθει, επέλεξα το δεύτερο.
    Θα επικεντρωθώ, λοιπόν, σε τρία σημεία: α) τη σύγχυση μεταξύ αξιολογικού και πραγματολογικού πεδίου, σε συνδυασμό με την προσφυγή σε ad hominem ‘επιχειρήματα’.
    β) Την απόλυτη παρανόηση της σχέσης Sade και Schmitt, κρίσιμη για τη θεωρία της Κυριαρχίας, όπως την έχω σε προηγούμενα σημειώματα μου εκδιπλώσει.
    γ) τον εμμενή αξιολογικό μηδενισμό της επιστημονικής γνώσης και την από μέρους των επιστημόνων (λαθραία) προβολή δεσμευτικών αξιώσεων ισχύος ή τη ρητή παραίτηση από αυτές - σε αντίθεση με την ηθικοκανονιστική σκέψη που λειτουργεί μόνον εφόσον προάγει ανάλογες απαιτήσεις αναγνώρισης της ερμηνευτικής της υπεροχής, έναντι όλων ανεξαιρέτως των πιθανών εναλλακτικών θεωρήσεων.
    Προϋπόθεση για την κατανόηση της θέσης μου είναι η παραδοχή πως η επιστημονική αξιολογία εξαντλείται στην εκάστοτε προσέγγιση ή αποτίμηση του πραγματολογικού υλικού, ήτοι του αντικειμένου μελέτης και όσων σχέσεων με άλλα φαινόμενα ή διαδικασίες το προσδιορίζουν. Ενώ, αντιθέτως η ηθική αξιολογία καταλήγει αναπόδραστα στον προτρεπτικό λόγο, επειδή στην πλατωνική υπόστρωση της τείνει να ταυτίσει το υπαρκτό, άρα το αυθεντικό αντικείμενο της γνωστικής ανατομίας, με το Αγαθό, το ‘προς πραγμάτωσιν’ ή απλώς το ‘επιδιωκόμενο’. Λειτουργεί αποκλειστικώς δια της προαγωγής συγκεκριμένων και δεσμευτικών αξιώσεων Ισχύος, σύμφυτων με μια κοσμοεικόνα εξίσου αληθή ή ψευδή, ισοδυνάμως ηθική ή ανήθικη, με κάθε άλλη - από τη δική μου προοπτική.
    Για την επιστήμη, ως ιδιότυπο, ‘δυτικό’, πολιτισμικό μόρφωμα, ορθολογικό είναι ό,τι προκύπτει, με αυστηρά λογικές συνεπαγωγές, από μια δέσμη αυθαίρετων ‘Πρώτων Αρχών’, όποιο κι αν είναι το εκάστοτε περιεχόμενο των Αρχών. Για την ηθικοκανονιστική σκέψη, ορθολογικό είναι ή δεν είναι το περιεχόμενο, ακριβώς, των αντιμαχόμενων Πρώτων Αρχών και υπάρχει τρόπος να γνωρίσουμε ποιό είναι το δέον περιεχόμενο, αν συλλάβουμε την ουσία των πραγμάτων. Υιοθετώ την πρώτη αντίληψη, ενώ τα σουτζουκάκια τηγανίζονται στο πλατωνικό τηγάνι της δεύτερης, αφεύκτως ουσιοκρατικής, θεώρησης. Παρεμπιπτόντως δε, το ξυράφι του Ockham, που μνημονεύουν τα σουτζουκάκια προορίζεται να ξυρίσει τη δική τους, υπερπλήρη αφηρημένων οντοτήτων, μπερδεμένη και ακατάστατη γενειάδα. Οι δικές μου φιλοσοφικές παρειές είναι καλοξυρισμένες, από νομιναλιστή (ονοματοκράτη, αντιουσιολογιστή) μπαρμπέρη: την ιστορική εμπειρία και τη διαθεσιμότητα κάθε απόφανσης μου (αλλά και της γενικής θεωρίας μου) να υποβληθεί στη βάσανο του εμπειρικού ελέγχου και να αναμετρηθεί με όλες τις πιθανές πραγματολογικές καταμαρτυρίες.
    Σημειώνω εδώ ότι, ως έγινε ήδη αντιληπτό, αν είχα ακολουθήσει τη μέθοδο της αντιπαράθεσης παράγραφο προς παράγραφο, ο αναγνώστης θα παραφρονούσε κυριολεκτικά. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανακαλύψει κανείς έστω και μια δέσμη σουτζουκάκικων προτάσεων που να κομίζει ευκρινές νόημα. Ας ρίξουμε, εντελώς δειγματοληπτικά μια ματιά στην εισαγωγική παράγραφο:
    «Όπως τα λέει ο Ηλίας είναι! Αν η ηθική του του το επέτρεπε δε θα είχε ηθική! Αν η κοινωνία του το επέτρεπε θα την κατέλυε. Ο ορισμός της σαδικής Κυριαρχίας. Ριζοσπαστικός!».
    Προσωπικώς δεν αντελήφθην τί επιθυμεί να μας ανακοινώσει η συνομιλήτρια μου. Ποιάν ή μάλλον τί, ‘θα κατέλυε’ ο Ηλίας; Την κοινωνία ή την ηθική; Και ποιά ηθική, αφού αν η κοινωνία δεν του το επιτρέψει ούτε δύναται ούτε αποσκοπεί να καταλύσει οτιδήποτε; Ενώ αν, αντιθέτως, είχε λάβει από την κοινωνία ‘άδεια’ απεμπολήσεως της ηθικής, θα απέμενε δίχως ηθική, συνεπώς δεν θα διέθετε κάτι για να το καταλύσει. Αν, πάλι, πρόθεση του ήταν να κατακρημνίσει την κοινωνία, γιατί έπρεπε να του το επιτρέψει η ίδια, πολλώ δε μάλλον που ο υπόρρητος και ανομολόγητος στόχος του, κατά τις σουτζούκειες αιτιάσεις, η κατάλυση της κοινωνίας μαζί με την ηθική, θα είχε ήδη επιτευχθεί, χωρίς ο ίδιος να κουνήσει το δάκτυλο του; Και σαν να μην έφταναν όλες οι απορίες επί του κεφαλαιώδους προβλήματος διαζυγίου του Ηλία από τις Αξίες, νάσου και ο Sade που ξεπηδά απρόσκλητος, συνοδευόμενος από την Κυριαρχία, εισέτι άγνωστη μας και στη συνέχεια, όπως θα δούμε, συστημένη με ποικίλους και παραπλανητικούς τρόπους. Γιατί άραγε εμφιλοχωρεί εδώ ο Μαρκήσιος; Προκειμένου να κατακεραυνωθεί ο Ηλίας, μάλλον, με την απόκρυφη και μαγική λέξη «ριζοσπαστισμός;» - το ερωτηματικό ενέχει μια απειλή θεωρητικής εκμηδένισης του ατυχούς αυτού ανθρώπου, η οποία, πάντως, δεν υλοποιείται παρά μένει να πλανάται.
    Ως προς τον Ηλία, λοιπόν, η απειλή αναλαμβάνει εφεδρικό ρόλο. Τουναντίον, εγώ εγκαλούμαι ευθαρσώς [«έχει κανείς καμιά διόρθωση;»], με την αβάστακτη μομφή ότι, για να ελαφρύνω το κατηγορητήριο του Ηλία, έσπευσα να παραδεχτώ πως από την οπτική της κοινωνικής συμβίωσης, στην οποία τα σουτζουκάκια αναγνωρίζουν κάποιο αόρατο δι ημάς ηθικό μεγαλείο, δεν είναι πρέπον να δολοφονεί οποιοσδήποτε οποιονδήποτε, επειδή έτσι του αρέσει.
    Περιχαρής, η σουτζουκάκια απολαμβάνει τη βακχεία της εντελώς φανταστικής νίκης της σε μιαν ανύπαρκτη μάχη. Πλην όμως, της διαφεύγει ότι εν τω μεταξύ διέπραξε μια εξόφθαλμη απάτη: μετέβη εις άλλον γένος υπολαμβάνοντας, λίγο πιό πέρα, ότι αυτό που δεν χρειάζεται (ενδεχόμενη αξιολόγηση) να υιοθετηθεί δεν είναι ούτε καν δυνατόν (πραγματολογική εκτίμηση) να υιοθετηθεί από έναν εχέφρονα άνθρωπο, εντός του συμβιωτικού μας πεδίου. Λες και εγώ προέτρεψα οποιονδήποτε να ενεργήσει έτσι ή αλλιώς, ή πολύ περισσότερο απέδωσα στην έννοια εχέφρων άλλο νόημα από εκείνο του νομοταγούς, του δρώντος, δηλαδή, κατά τρόπο που δεν θα επισύρει κυρώσεις από τους ασκούντες το νόμιμο μονοπώλιο της βίας, τουτέστιν τη συντεταγμένη Πολιτεία.
    Ως προς τη λαθροχειρία, με άλλα λόγια, πραγματοποίησε, με αρχετυπικό 'κόλπο', λογικό άλμα από την περιγραφή στον ηθικό κανόνα. Πράγματι, η σαδική οντολογικο – ανθρωπολογική θεώρηση δεν έχει την παραμικρή συνάφεια με το προσκλητήριο οικοδόμησης μιας κοινωνίας όπου θα επιτρέπεται ή θα απαγορεύεται η δι αυτοδικίας θανάτωση. Ακόμη και στις ‘ουτοπιστικές’ περιδιαβάσεις του, ουδέποτε ο Μαρκήσιος προτείνει θετικές ‘λύσεις’, απορρέουσες τάχα από υπερκείμενες αρχές. Εγώ δε, ούτε τον πειρασμό της παρότρυνσης δεν δοκιμάζω, όταν γράφω ‘επιστημονικά’.
    Αρκούμαι σε τούτα: Καμιά κοινωνία δεν είναι δυνατόν να συγκροτηθεί χωρίς νόμους που ρυθμίζουν συμπεριφορές. Ορισμένες κοινωνίες, όπως καταδεικνύει η ανάγνωση του Ποινικού τους Κώδικα ή η μελέτη του εθιμικού τους Δικαίου, απαγορεύουν τη δολοφον;ία την ανθρωποθυσία, την αιμομιξία, ενώ πλείστες άλλες επιτρέπουν αυτές τις πράξεις. Περιγραφική διαπίστωση: Η κοινωνία όπου ζούμε αποκλείει, επί του παρόντος και κολάζει παρόμοιες συμπεριφορές. Στο ερώτημα ‘από ηθικής απόψεως, είναι ορθή αυτή η κοινωνική απαγόρευση’ απαντώ ‘δεν μου καίγεται καρφί, δεν ασχολούμαι με ηθικές διερωτήσεις’, αποβλέποντας δήθεν να ανακαλύψω τις ‘καλύτερες’ απαντήσεις. Η αποδεκτή ερώτηση προς εμένα είναι: ‘γιατί και ως απότοκοι ποιών συσχετισμών υιοθετήθηκαν, ιστορικά, αυτοί οι κανόνες και απορρίφθηκαν οι αντίθετοι;’. ‘Ποιές κοινωνικές συνομαδώσεις καθόρισαν τούτη την απόρριψη και σε τί εξυπηρετούνται τα συμφέροντα τους από ανάλογες ποινικοποιήσεις;’. Αν τολμητίας τις ή απλώς χαζούλης με ρωτήσει ‘τί πρέπει να κάνουμε’, θα αποκριθώ: ‘ότι σας αρέσει, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις συνέπειες’.
    Η κρίση μου δεν είναι ούτε αξιολογική ούτε ηθική, άπτεται κατ’ εξοχήν της ερμηνείας του ποινικού νόμου και των δικαιοδοσιών της αστυνομίας. Πόσοι λιμπερτίνοι ανθρωποφάγοι, βιαστές-σοδομιστές, συλλαμβάνονται κατ’ έτος και ποίου ύψους ποινές καθείρξεως τους επιβάλλονται; Είχαν στο παρελθόν ορισμένοι ηγεμόνες (ατομικό, εξωδικαστικό) δικαίωμα ζωής επί των υπηκόων; Σήμερα δεν είναι δυνατόν να σε στείλει στην αγχόνη ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αύριο μπορεί να είναι πάλι. Για παράδειγμα, έχουμε ήδη περάσει, ύστερα από έναν αιώνα σχετικής επικράτησης του δημοκρατικού φιλελευθερισμού, από το αρθρωμένο στην έννοια του τεκμηρίου αθωότητας ποινικό σύστημα, στο Δίκαιο της Υποψίας (τυπικό της Γαλλικής επαναστατικής Τρομοκρατίας) Είναι αυτό καλό ή κακό; Ως επιστήμονα δεν με ενδιαφέρει η αξία ή η απαξία του γεγονότος αλλά οι πολιτικοί μηχανισμοί παραγωγής του. Ως κοινωνική ύπαρξη, ωστόσο, δικαιούμαι να έχω άποψη, χωρίς να υποπίπτω σε λογική ανακολουθία προς την επιστημονική μου ουδετερότητα και αποστασιοποίηση (που είναι ρυθμιστικό ιδεώδες κι όχι κατακτημένο αρχιμήδειο σημείο) και να την εκφράζω σε κάθε περίσταση.

    Α) Φθάσαμε στο πρώτο από τα τρία σημεία μας. Η πλατωνική – θεολογική σύγχυση της ηθικοκανονιστικής σκέψης δεν αφορά βέβαια μόνον όσα διανοήματα, εν πάση περιπτώσει, κατορθώνει να σχηματοποιήσει η σουτζουκάκια. Είναι όρος ύπαρξης και επιβίωσης κοινωνικών ομάδων και κοινωνιών. Η επιστημονική προσέγγιση δεν είναι τόσο κρίσιμη υπαρξιακά. Αφορά, στη δυτική μορφή της, ένα περιορισμένο φαινόμενο τριακοσίων ετών. Eπέβαλε ένα ‘κώδικα τιμής’, αρθρωμένο γύρω από τα δύο αιτήματα: λογική αυστηρότητα, εμπειρική ελεγξιμότητα. Από αυτά απορρέει η απαίτηση ‘αξιολογικής ελευθερίας’, ακόμα και στις κοινωνικές επιστήμες, όπως κωδικοποιήθηκε από τον Weber. Όλα όσα αναφέρονται από την σουτζουκάκια για να υπονομευθεί η απαίτηση αποχής του επιστήμονα ως επιστήμονα από τις αξιολογήσεις με βάση τις ιδεολογικές του προτιμήσεις, έχουν τετριμμένα χρησιμοποιηθεί για την απόρριψη της βεμπεριανής μεθοδολογίας και στην ουσία στρέφονται εναντίον επιχειρημάτων που ουδέποτε χρησιμοποιήθηκαν. Παραβλέπουν ότι η αξιολογική ελευθερία είναι στόχος και όχι δεδομένο, για να υπογραμμίσουν την αυτονόητη αδυναμία των εμπειρικών μαρτυριών να επιβεβαιώσουν, λόγω της λεγόμενης απροσδιοριστίας της επαγωγής, τους γενικούς νόμους κάθε επιστημονικής θεωρίας, τη νομολογική αρματωσιά της. Στην περίπτωση μας, όμως, αυτό δεν έχει καμιά απολύτως βαρύτητα. Είναι ευνόητο ότι κάθε επιστήμονας εκκινεί από αφετηρίες, δηλαδή παραδοχές ή ερεθίσματα, πρότερα της διατύπωσης μιας περιχαρακωμένης θεωρίας (για παράδειγμα: μπορεί να ασχοληθεί με τον Ναπολέοντα επειδή είναι Γάλλος και όχι Πολυνήσιος, επειδή θυμάται με συγκίνηση τις ιστορίες που του αφηγείτο ο παπούς του ή επειδή του αρέσουν τα παράξενα καπέλα κλπ).
    Αυτές όμως οι πολλαπλές οπτικές γωνίες ούτε αλληλοαποκλείονται ούτε εκβάλλουν σε αλληλοσυγκρουόμενα, κατ’ ανάγκην, συμπεράσματα, είναι παραπληρωματικές και συνάπτονται σε εντελώς εξειδικευμένες, συνήθως, αξιώσεις δεσμευτικότητας, που καμιά σπουδαιότητα δεν έχουν, έξω από τα στενά πλαίσια της επιστημονικής κοινότητας.
    Επίσης, δεν διεκδικούν την αποκλειστικότητα της ορθής ερμηνείας, όπως είναι δομικά υποχρεωμένες να κάνουν οι ηθικοκανονιστικές αξιώσεις ισχύος. Είναι, άλλωστε απολύτως χαρακτηριστικό ότι οι τελευταίες αδυνατούν, αν δεν αυτοαναιρεθούν, να εγκολπωθούν την αρχή της εμπειρικής ελεγξιμότητας, τονίζοντας αναπόφευκτα τον υπερεμπειρικό και οικουμενικό χαρακτήρα τους (λόγου χάρη, τα ‘ανθρώπινα δικαιώματα’). Άρα, όσα παρατίθενται παρακάτω από τη σουτζούκεια πένα, πέρα από πασίγνωστα και χιλιοειπωμένα, δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον:
    «Η επιλογή και μόνο της ενασχόλησης μ ένα θέμα συνιστά αξιολογική κρίση μιας και το ορίζει ως σημαντικό.
    Η επιλογή αυτού προς τον οποίο απαντάς και στο σημείο που του απαντάς εμπεριέχει αξιολόγηση.
    Η υιοθέτηση της στάσης αυτής της δηθεν ψυχραιμης διανόησης απαλλαγμένης από ηθικές (ή ίσως μόνον απ οποιαδήποτε ανθρωπιστική ηθική) αποτελεί αξιολογική τοποθέτηση.
    Γενικά ότι επιλέγεις, ότι ιεραρχείς, ότι ορίζεις, ότι περιορίζεις αποτελεί χρήση της αξιολόγησης σου με αποκορύφωμα την αναζήτηση του Απόλυτου, εστω και αλληγορικά......»
    Το μεθοδολογικό πρόβλημα της αξιολογικής ελευθερίας τίθεται όταν αυτές οι περιττολογίες παραμεριστούν και δεν αποτελεί βέβαια μεταμοντέρνο ζήτημα ενδοκειμενικότητας ή εξωκειμενικότητας, όπως υπαινίσσεται, υποθέτω, η εμβόλιμη και άσχετη με τα διαλαμβανόμενα, πονηρούτσικη, τσαχπίνικη φρασούλα:
    «Αλλά τι λέω ουσία, il n'ya pas dehors texte, ε;».
    Η επιστημονική ενασχόληση με ένα αντικείμενο θα παραβίαζε τον κανόνα της αξιολογικής ισοδυναμίας όλων των αξιών μόνον αν εμφανιζόταν η ίδια ως αξία και δη υπέρτερη των υπολοίπων. Ουδέποτε, εντούτοις, υποστήριξα πως η επιστημονική γνώση είναι καλύτερη από άλλες, ενδεχομένως σατανιστικές, μορφές μέθεξης στην ‘εξωκειμενικότητα’. Διατείνομαι πως είναι διαφορετική και πως αφ’ ης στιγμής προσφεύγω στα δικά της εργαλεία, οφείλω - και για πραγματιστικούς λόγους - να σέβομαι τους δυό κανόνες της, ιδιαίτερα δε εκείνον της εμπειρικής ελεγξιμότητας (για να αποφύγω και τη λήψη του ζητούμενου).
    Η απόλυτη αδυναμία κατανόησης αυτών των απλούστατων σκέψεων οδηγεί σε ατραπούς περπατημένες μύριες φορές και την επανάληψη επιχειρημάτων ανυπόστατων. Το πρώτο από αυτά απευθύνεται στο σκεπτικιστή και διατυπώνεται ως ακολούθως: ‘Αν η πρόταση σου πως δεν υπάρχει βέβαιη γνώση είναι αληθής τότε είτε υποπίπτεις σε λογική αντίφαση επειδή ισχυρίζεσαι ταυτόχρονα ότι αυτή τουλάχιστον η πρόταση σου αποτελεί γνωστική βεβαιότητα είτε η πρόταση σου είναι αναληθής, οπότε υπάρχει βέβαιη γνώση’. Μια παραλλαγή του παράδοξου του Κρήτη, που αντιμετωπίζεται ευχερέστατα με μια παραλλαγή της σημασιολογικής θεωρίας αλήθειας, δηλαδή την κατασκευή μιας μεταγλώσσας όπου θα προσδιορίζονται, για τη γλώσσα-αντικείμενο, οι όροι χρήσης λέξεων όπως ‘αληθής’, ‘αντίφαση’ κοκ. Σκεπτικιστής δεν είμαι επειδή αποδέχομαι πως είναι αδύνατον να ισχυριστώ ότι γνωρίζω. Είμαι επειδή αποδέχομαι ότι αδυνατώ να αποδείξω πως ’γνωρίζω ότι γνωρίζω’. Μπορώ ακώλυτα να προβάλω γνωστικές αξιώσεις για όλα τα τρέχοντα θέματα που με απασχολούν, επιστημονικά ή εξωεπιστημονικά, αλλά δεν μπορώ να τις νομιμοποιήσω δια της υπαγωγής τους στο μεταεπίπεδο μιας κανονιστικής αντίληψης ‘εγκυρότητας’.
    Το δεύτερο αφορά τον αξιολογικό μηδενιστή και συνοψίζεται στη διαπίστωση πως ‘ο ίδιος αυτοαναιρείται, καθ’ όσον αν δεν είχε προσχωρήσει σε μια τουλάχιστον αξία θα όφειλε να παραιτηθεί από την ίδια τη ζωή κι όχι να προωθεί τις θέσεις του κατά τρόπο αντιφατικό προς τη μηδενιστική αρχή του’.
    Δεν θα προβώ εδώ σε περαιτέρω ανάλυση. Θα σημειώσω μόνον ότι:
    1. Ο σκεπτικιστής υποστηρίζει απλώς ότι είναι αδύνατον να υποστηριχθούν ορισμένες Πρώτες Αρχές με τρόπο αποδεικτικό (μαθηματική βεβαιότητα προσιδιάζουσα μόνον στην στατιστική τιμή 1 της ταυτολογίας). Αλλά γιατί η γνώση για να είναι γνώση πρέπει να είναι βέβαιη γνώση; Κατέστη δια διατάγματος ο πλατωνισμός υποχρεωτικός; Κι αγγίζουμε τον πυρήνα: αν δεν υπάρχει αποδεικτική βεβαιότητα των μεταφυσικών θεμελίων οποιασδήποτε θεωρητικής κατασκευής, το λόγο έχει η Ισχύς και αληθής φαντάζει η κοσμοεικόνα όσων, για ιστορικούς – συγκυριακούς λόγους διαθέτουν την υλική δύναμη επιβολής της πίστης τους (ειλικρινούς ή προσχηματικής-μασκαρεμένης)
    Επίσης:
    2. Η αντίφαση ανάμεσα σε λόγια και έργα είναι εξαιρετικά περίπλοκο ζήτημα και σε ότι με αφορά έχω υποστηρίξει πως είναι λογικά αδύνατον να πιστοποιηθεί. Αλλά ας μείνουμε στο ουσιώδες για την παρούσα συζήτηση: Η θέση του μηδενιστή είναι πως λόγω της αξιολογικής ισοδυναμίας όλων των ‘θεμελιωδών πεποιθήσεων’, καθείς δικαιούται να ασπασθεί όποιες του αρέσουν, με απόλυτη αυθαιρεσία και χωρίς καμιά αντίφαση – που σημαίνει επιπλέον ότι δεν δεσμεύεται από τη χρονική διάρκεια και μπορεί τώρα να αποδέχεται αυτές, ενώ σε πέντε λεπτά θα έχει προσχωρήσει στις αντίθετες. Οπότε αν κατά τον αξιολογικό μηδενισμό καθένας δικαιούται να εγκολπώνεται όποιες αξίες του κατέβουν στην κούτρα, γιατί ο ίδιος ο μηδενιστής στερείται αυτού του δικαιώματος και μάλιστα είναι λογικά υποχρεωμένος, για να ξεπλύνει ένα κρίμα που όλοι διαπράττουν αλλά αποκλειστικώς αυτός πληρώνει, να παραιτηθεί από τη ζωή και να αυτοκτονήσει;
    Βέβαια, αντί να αυτοχειριαστεί ίσως είναι προτιμότερο να αρχίσει να μοιράζει σφαλιάρες, καθ’ ότι οι λεπτές λογικές αποχρώσεις, όταν τις πραγματεύονται εκνευρισμένοι ερασιτέχνες του λογισμού, πέφτουν θύματα της γνωστής αλλ’ όχι συγγνωστής, ad hominem κενολογίας. Έτσι, το βασικό επιχείρημα της σουτζουκάκια εναντίον μου έγκειται στο ότι τα κείμενα μου είναι κατεσπαρμένα με αξιολογικές κρίσεις, προς κακοφανισμόν του αξιολογικού μηδενισμού μου. Μου προσάπτει, δηλαδή, όσα ρητά αναδέχομαι και δηλώνω ότι κάνω, όταν αφήνω στην άκρη την επιστημονική θωριά και λειτουργώ ως έμβια κοινωνική ύπαρξη.
    Πότε είπε ο αξιολογικός μηδενιστής ότι δεν εμφορείται από αξίες, ήτοι στερείται Ταυτότητας, δηλαδή είναι ήδη πεθαμένος; Δύο τινά υποστηρίζει: Ότι οι αξίες του είναι εξίσου αυθαίρετες με εκείνες όλων των υπολοίπων, μόνο που αυτοί είναι καταδικασμένοι από την ηθικοκανονιστική χροιά της σκέψης τους να διεκδικούν την αποδεικτική ανωτερότητα, στο πνευματικό επίπεδο, των δικών τους αυτοσυντηρητικών, ψευδαισθητικών κατασκευών – άλλως, κοσμοεικόνων. Ακόμα, ότι ως μέλος της κοινωνικά ασήμαντης κατηγορίας των επαγγελματιών της διανόησης, όταν ομιλεί επιστημονικώς, δηλαδή ως μέλος μιας κλειστής κοινότητας με ιδιαίτερους κώδικες διανοητικής εντιμότητας, προσπαθεί να το κάνει παραμερίζοντας τις αναπόδραστα παρούσες προκαταλήψεις, όσες συγκροτούν τον ιστορικο-πολιτισμικό ορίζοντα των ερμηνευτικών του περιορισμών. Το νόστιμο είναι ότι τη μήνι του σουτζουκιού υφίσταται και ο Carl Schmitt, του οποίου πασιφανώς, η συνομιλήτρια, αν δεν είναι κακόβουλη ή ανεξηγήτως μακαρία, έχει μελετήσει ένα απλό εξώφυλλο της Πολιτικής Θεολογίας. Ο σπουδαιότερος Γερμανός πολιτικός επιστήμονας και στοχαστής του Δικαίου, ουδέποτε υπήρξε ναζιστής, με την έννοια της υπαρξιακά σημαίνουσας φιλοσοφικής ή πολιτικής στράτευσης. Αλλά τί θα έτρεχε αν ήταν και παρ’ όλ’ αυτά οι αναλύσεις του για το φαινόμενο του Πολιτικού παρέμεναν βαθυνούστατες κι απαλλαγμένες από τους καταναγκασμούς της ιδεολογικής προπαγάνδας; Επειδή τα λυκόσκυλα άρεσαν στον Χίτλερ, πρέπει οι κάτοχοι τους να αλλάξουν σκύλο; Οι αναγνώστες ιστορικών βιογραφιών δεν συμπίπτουν με τους μελετητές των Ιδεών. Ούτε, άλλωστε, οι βιογραφούμενοι με τις αντιλήψεις και τις θεωρίες τους.
    Τέλος, οι εξυπνάδες της προσφιλούς σουτζουκάκιας παρέχουν και ένα αναπάντεχο, για την περίσταση, επιχείρημα υπέρ των θέσεων μου. Η παντοιοτρόπως εκπεφρασμένη θέση μου είναι πως η εξουσία μασκαρεύεται με ηθικά φτιασίδια, γιατί προκειμένου να ασκηθεί αποτελεσματικά πρέπει να αποκρύπτει –εξιδανικεύει τη φύση της, έναντι όσων την κατέχουν αλλά και όσων δεν την κατέχουν, εμπίπτοντας στην πραγματική ή δυνητική εμβέλεια της. Όταν η σουτζουκάκια μου προσάπτει ότι και εγώ ο ίδιος φροντίζω να ‘εξαγνίσω’ τις αξιολογικές παρεκτροπές μου και την συχνή-πυκνή διατύπωση αξιολογικών κρίσεων στα κείμενα μου, υπό το επίχρισμα μιας πλαστής επιστημολογικής ουδετερότητας, απλώς προσθέτει και εμένα σε όσους πράττουν όσα διατείνομαι ότι συνήθως γίνονται σε αυτή τη σφαίρα διανοητικής δραστηριότητας. Επομένως αυξάνει το εξηγητικό βεληνεκές της θεωρίας μου, προσθέτοντας μια ακόμα περίπτωση που την ενισχύει: εμένα τον ίδιο! Θερμές ευχαριστίες.
    Β) Η σχέση ανάμεσα στη σαδική έννοια της Κυριαρχίας και εκείνη του Schmitt εγγράφεται στο πλαίσιο μιας μακραίωνης ερευνητικής παράδοσης, πολυσχιδούς και πολύτροπης, φαινομενικώς συμπαγούς ωστόσο, ως προς ορισμένες σταθερές του σκληρού ανθρωπολογικού-οντολογικού της πυρήνα. Αναφέρω, προχείρως: Θουκυδίδης, Hobbes, Lenin ( του οποίου ο ‘ναζιστής’ Schmitt είναι θαυμαστής, ως γνωρίζουν όσοι δεν περιορίζουν την αναγνωστική τους βουλιμία σε οπισθόφυλλα). Δεν έχει νόημα να αποτολμήσουμε τώρα, σε αυτό το κείμενο, μια πιό εμπεριστατωμένη ανάλυση πνευματικών διαδρομών και διασυνδέσεων. Ούτε χρειάζεται να σχολιάσουμε την παγκόσμια ερμηνευτική πρωτοτυπία της σουτζουκάκια όταν, λίγο πολύ χαρακτηρίζει τον υμνωδό της αιμοποσίας και του βιασμού, της ληστείας αδυνάμων και της δολοφονίας ανυπεράσπιστων, Μαρκήσιο, ‘ελευθεριακό’– ίσως επειδή κάπου πήρε το μάτι της ότι προσπάθησε ένα διάστημα να προσεταιρισθεί τους (ελευθεριάζοντες;;;;!!!!) γιακωβίνους ή ότι συνέγραψε φιλεπαναστατικό παμφλέτιο, το οποίο περιέλαβε στη Philosophie dans le boudoir, αποδίδοντας, κατά τα ρουσωικά εσκαμμένα της εποχής, τιμές στη ρωμαϊκή δημοκρατία της άσκησης στην αρετή και τον λιτό βίο.
    Το κοινό στοιχείο με τον Γερμανό στοχαστή βρίσκεται στη σύλληψη της Κυριαρχίας ως ισχύος εκδηλούμενης σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης. Αποκάλεσα τους διαλογισμούς του Sade ‘αλληγορικούς’ μόνο επειδή αυτοπεριορίζεται στην επικράτεια της ιδιωτικής συμπεριφοράς, χωρίς να επεξεργαστεί κάποια μέθοδο μετακένωσης των διοράσεων του στον δημόσιο, πολιτικό χώρο - όπου εξαρχής και με άτεγκτη προσήλωση εγκαθίσταται ο στοχασμός του Γερμανού πολιτειολόγου. ‘Αρα, άνευ λόγου η σουτζουκάκια αναφωνεί, ανακουφισμένη:
    «...αισίως λύεται η μέχρι πρότινος απορία μου: αν ο τονισμός του αλληγορικού στοιχείου της σαδικής θεώρησης μπορεί να συστήσει απόλυτη ή τελικά αλληγορική κυριαρχία». Δυστυχώς για τις ενάρετες ψυχές, ακόμα και φέρουσες ονόματα εκλεκτών εδεσμάτων, μόνον να ομιλεί ‘αλληγορικώς’ περί κυριαρχίας ή συνουσίας δύναται τις. Όμως, ‘αλληγορικές Κυριαρχίες’ δεν υπάρχουν –τουλάχιστον, όχι περισσότερο από μεταφορικές γαμεύσεις. Όλα όσα επακολουθούν, περί ανάλωσης της Κυριαρχίας συνάμα με το αντικείμενο της και συναφή ευφυολογήματα, όπως εκείνο του μυστηριώδους «ξενιστή», ανήκουν στην ειδική λογική κατηγορία του συλλογισμού: ‘ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει’.
    Το λέγω μετά θλίψεως γιατί αυτή την τσαχπίνα τη «μανουλίτσα» των «μεταφυσικοποιήσεων» τη βρήκα ζουμπουρλού και συμπαθητικούτσικη, όπως και την κατσαριδούλα, παρακάτω, ήτις εναργώς εξεικονίζει το μέγα δίλημμα του Κυριαρχείν.
    Έπεται πλήρης μπερδεψοδουλειά, για όποιον καταπιαστεί με τα ανέκδοτα, τους Καναδούς, το Φάρο κλπ. Γι’ αυτό θα αρκεσθώ να παρακαλέσω: όταν κρίνουμε βιβλία διαβάζουμε καμιά σελίδα τους – και κάνα ολόκληρο δεν θα μας βαρυστομαχιάσει. Ειδάλλως ανακατεύουμε τον Schmitt με τη θεωρία των παιγνίων, του αποδίδουμε την έννοια της εξαίρεσης ενώ του ανήκει κυρίως εκείνη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης – η ‘εξαίρεση’ θεματοποιείται από τον αρκετά μεταγενέστερο Agamben και τα εννοιολογικά περιεχόμενα δεν είναι ταυτόσημα. Επιπροσθέτως, αποφεύγουμε να αισθανθούμε ιδιοφυείς όταν προειδοποιούμε πως η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εφόσον αναδείξει, στη δίνη της, τον Κυρίαρχο διαχειριστή της, μεταπίπτει σε νέα νομική κανονικότητα – μέχρι και ο Kant παρά τη νομιμοφροσύνη του επέμεινε στο ζήτημα όταν, για να υπερασπισθεί τη Γαλλική Επανάσταση, εξήγησε πως η παράνομη ανατροπή του Ancien Regime παράγει, από το κατώφλι της εκ-νομίας, ήτοι το σύνορο της εξαίρεσης, νέα de facto νομιμότητα που μετουσιώνεται σε de jure θέσμιση ‘κανονικότητας’.
    Τα υπόλοιπα αερολογήματα, ας παραμείνουν ασχολίαστα. Πλην ενός, το οποίο είναι απαράμιλλο:
    «Εν κατακλείδι: Καμία θεωρία των πραγμάτων δεν είναι αξιολογικά ουδέτερη.
    Το να μην επιθυμείς το Δέον στο Είναι είναι μια αξιολογική κρίση, από τη θέση της άρνησης.»
    Μερικές δεκαετίες στο κουρμπέτι της κοινωνικής θεωρίας, δεν είχα ακούσει τίποτα για μια «θεωρία των πραγμάτων», γενικώς ειπείν. Τί ακριβώς περιλαμβάνει δεν χρειάζεται να το αναζητήσουμε: Τα πάντα. Μια «θεωρία των πραγμάτων» που σέβεται τον εαυτό της αφιερώνει ένα κεφάλαιο στο κάθετι. Ασχολείται με τους νευτώνειους νόμους και τη βαρύτητα, αλλά δεν παραλείπει να μας συμβουλέψει και για την ορθή χρήση των ανοξείδωτων τεντζερέδων, τη διαπλοκή παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων κατά τον ορθόδοξο μαρξισμό, τη στυτική λειτουργία του γυμνοσάλιαγκα και πολλά, άπειρα ακόμα, συναρπαστικά πράγματα. Στόχος της, να μας καθοδηγήσει πώς να εκπληρώσουμε την επιθυμία να μπήξουμε ένα Δέον μέσα στο Είναι, όταν το τελευταίο κωλυσιεργεί. Η μόνη δυσκολία είναι αν θα του το χώσουμε από τη σκοπιά της άρνησης ή της κατάφασης.
    Γ) Αποφάσισα να αναβάλω μια διεξοδική πραγμάτευση του αξιολογικού μηδενισμού. Θα τονίσω, απλώς, ότι κλειδί για την κατανόηση του είναι η ήθική ισοδυναμία όλων των αξιών και των απορρεουσών δεσμευτικών αξιώσεων ισχύος της μιας ή της άλλης κοσμοεικόνας. Ο αξιολογικός μηδενισμός δεν πρεσβεύει, πάντως, την ‘καταστροφή’ και τούτο όχι επειδή τη φοβάται, αλλά επειδή δεν πρεσβεύει απολύτως τίποτα.
    Ως ‘θέση’ ο αξιολογικός μηδενισμός υποστηρίζει απλώς ότι η Ιστορία και ο Άνθρωπος δεν έχουν κανένα νόημα, μολονότι οι έμβιοι άνθρωποι δεν μπορούν να επιβιώσουν παρά μόνο αναζητώντας ή εφευρίσκοντας νοήματα, κτίζοντας ‘εννοηματωμένες ιστορίες’.
    Μετά τη μελέτη των ενστάσεων της σουτζουκάκια καταλήγω στο εμπλουτιστικό συμπέρασμα ότι ενίοτε οι άνθρωποι ζουν μόνο αν φλυαρούν για να μην πουν οτιδήποτε.