Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Dave Jason

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος slave32, στις 28 Φεβρουαρίου 2025.

  1. slave32

    slave32 Contributor

    Τέλειωσα τις σπουδές μου στο Λύκειο χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Ήμουν τυχερός. Η οικογένεια μου, εύπορη και γενναιόδωρη, στήριξε το όνειρο μου να φοιτήσω στη Νομική του Χάρβαρντ. Κι έτσι, στα είκοσι πέντε μου, βρισκόμουν ήδη σε ένα από τα πιο υπολογίσιμα δικηγορικά γραφεία της Καλιφόρνια. Στην καρδιά της τεχνολογικής αυτοκρατορίας, στο Valley, εκεί που η καινοτομία και η απάτη πηγαίνουν χέρι-χέρι. Το ιδανικό πεδίο για έναν φιλόδοξο δικηγόρο.

    Η Jason and Co. ήταν μια εταιρεία με φήμη. Όταν με προσέλαβαν, πέρασα από μια σειρά απαιτητικών συνεντεύξεων, όμως εκείνη που χαράχτηκε στο μυαλό μου ήταν η τελευταία – η συνάντηση μου με τον ίδιο τον κύριο Ντέηβ Τζέησον.

    Άνδρας επιβλητικός, αγέρωχος. Ψηλός, με ένα σώμα γυμνασμένο παρά την ηλικία του, τα σαρκώδη χείλη του και τα στρογγυλά, διαπεραστικά μάτια του είχαν κάτι το ανεξιχνίαστο. Κάτι που προκαλούσε δέος, ίσως και μια ανεπαίσθητη ταραχή. Κάποιοι στο γραφείο τον παρομοίαζαν με τον Μάικλ Κλαρκ Ντάνκαν από το Πράσινο Μίλι – αυστηρός, αλλά με μια γλυκύτητα κρυμμένη πίσω από το ατσάλινο βλέμμα.

    Ένας χρόνος πέρασε από εκείνη τη συνάντηση. Το γραφείο άρχισε να μου αναθέτει όλο και πιο απαιτητικές υποθέσεις. Μάλιστα, πριν από πέντε μήνες, έκανα την πρώτη μου εμφάνιση σε δικαστήριο. Υπερασπίστηκα έναν απατεώνα που είχε δημιουργήσει μια πλατφόρμα φύλαξης Bitcoin, η οποία είχε παραβιαστεί. Με έξυπνες νομικές μανούβρες, τον έσωσα με μια αποζημίωση μόλις ενός εκατομμυρίου δολαρίων – ελάχιστο τίμημα μπροστά στα είκοσι εκατομμύρια που είχαν χαθεί. Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο πελάτης μου ομολόγησε πως είχε υπεξαιρέσει τα χρήματα ο ίδιος. Δεν τον ένοιαζε να πληρώσει· αρκεί να γλίτωνε τη φυλακή. Εκεί, ο νόμος δεν αστειεύεται.

    Στο ακροατήριο, ανάμεσα στους θεατές, βρισκόταν και ο κύριος Τζέησον. Ήταν εκεί για εμένα. Δεν ήξερα αν ήταν συνήθεια του να παρακολουθεί δίκες των νεαρών συνεργατών του ή αν το έκανε ειδικά για εμένα. Όπως και να είχε, με άγχωσε. Όταν όμως τελείωσε η διαδικασία, τον είδα να φεύγει χαμογελώντας. Ήταν αρκετό.

    Δύο μήνες πριν…

    Το γραφείο ανέλαβε μια μεγάλη υπόθεση απάτης στο Σαν Χοσέ. Ο ίδιος ο κύριος Τζέησον ηγήθηκε της υπόθεσης. Και τότε ήρθε η στιγμή που κανείς στο γραφείο δεν περίμενε.

    «Μαρκ, σε ζητά ο μεγάλος στο γραφείο του» μου είπε ένας συνάδελφος.

    Ένιωσα το αίμα μου να βράζει. Πήγα αμέσως.

    «Μαρκ, σε έχω παρακολουθήσει πώς δουλεύεις. Θέλω να έρθεις μαζί μου στην υπόθεση» είπε με τη βαθιά φωνή του.

    Ένα χαμόγελο αναδύθηκε αβίαστα στο πρόσωπο μου. Όλοι ήθελαν να δουλέψουν δίπλα του. Εγώ δεν το περίμενα, όχι τόσο σύντομα. Εκείνος, όμως, φαινόταν πως είχε ήδη πάρει την απόφαση του.

    Η εταιρεία μας έκλεισε δωμάτια σε ένα πεντάστερο ξενοδοχείο. Οι σουίτες μας, αντικριστές. Όταν έφτασα, εκείνος δεν είχε έρθει ακόμη. Έκανα ένα γρήγορο ντους και βυθίστηκα στα έγγραφα της υπόθεσης. Δύο εβδομάδες. Επαγγελματικές, τυπικές συναντήσεις. Καμία προσωπική στιγμή.

    Η υπόθεση έκλεισε με επιτυχία. Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο, κουρασμένοι αλλά θριαμβευτές. Ήταν τρεις το μεσημέρι, στεκόμασταν έξω από τις πόρτες μας, έτοιμοι να αποσυρθούμε.

    «Μαρκ, θα κατέβω στην πισίνα και μετά για φαγητό. Τώρα που τελείωσε η υπόθεση, είναι ευκαιρία να γνωριστούμε πιο χαλαρά» είπε με εκείνη την ήρεμη αυτοπεποίθηση που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.

    Τον ακολούθησα με το βλέμμα καθώς έμπαινε στο δωμάτιο του. Έμεινα ακίνητος, με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Δεν ήξερα γιατί ένιωθα έτσι. Άγχος; Προσμονή; Επιθυμία;

    Πήγα κατευθείαν στο μπάνιο. Άφησα το νερό να κυλήσει πάνω στο δέρμα μου, καυτό, σχεδόν βασανιστικό. Στάθηκα γυμνός μπροστά στον καθρέφτη. Το σώμα μου, σμιλεμένο, λείο, χλωμό κάτω από το τεχνητό φως. Οι κοιλιακοί μου σφιγμένοι, η ανάσα μου βαριά.

    Και τότε το συνειδητοποίησα.

    Ήμουν ερωτευμένος με τον κύριο Ντέηβ Τζέησον.

    Και δεν ήξερα καν αν ήταν γκέι.

    Ούτε κανείς άλλος ήξερε οτιδήποτε για την προσωπική του ζωή.

    Κατέβηκα στην πισίνα· εκείνος ήταν ήδη εκεί. Ήρεμος, απόλυτα σίγουρος για τον εαυτό του. Το πουκάμισό του, σε πράσινες κουβανέζικες αποχρώσεις, ανοιχτό πάνω από το βρεγμένο, γυμνασμένο του κορμί. Είχε ήδη βουτήξει. Εγώ επέλεξα το λευκό—μαγιό, πουκάμισο, όλα κατάλευκα, αφήνοντας το ύφασμα να πέφτει χαλαρά πάνω μου. Δίπλα του, μια ξαπλώστρα με μια πετσέτα τακτικά διπλωμένη. Για μένα.

    Πλησίασα. Τα γυαλιά ηλίου του δεν έκρυβαν την αίσθηση· ήξερα ότι με κοιτούσε. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Το βλέμμα μου γλίστρησε πάνω στο μαύρο δέρμα του, στους γραμμωμένους μυς του στήθους του, στα σαρκώδη χείλη του. Σταμάτησα πριν η επιθυμία μου γίνει ορατή. Ένα δευτερόλεπτο πριν προδοθώ, βούτηξα στο νερό.

    Από την επιφάνεια, τον έβλεπα. Μια σερβιτόρα πλησίασε· του ψιθύρισε κάτι, κι εκείνος παρήγγειλε. Βγήκα μετά από λίγο. Σκουπίστηκα αργά, σχεδόν περιμένοντας.

    Η σερβιτόρα επέστρεψε με ένα ουίσκι για εκείνον, έναν χυμό ανανά για μένα. Δεν διαμαρτυρήθηκα. Ήταν άλλωστε ο αγαπημένος μου.

    «Στο βιογραφικό σου αναφέρεις ότι δεν πίνεις αλκοόλ και προτιμάς τον χυμό ανανά,» είπε, σχεδόν μελετημένα. Ένα τρέμουλο διαπέρασε το κορμί μου. Ήξερε τόσα πολλά για μένα. Κι εγώ σχεδόν τίποτα για εκείνον.

    «Μακάρι να μπορούσα να διαβάσω κι εγώ το δικό σας βιογραφικό,» απάντησα, ρουφώντας μια γενναία γουλιά. Χαμογέλασε.

    «Γιατί δεν με ρωτάς; Τι θέλεις να μάθεις;» Το βλέμμα του—έντονο, αυστηρό, σχεδόν διερευνητικό.

    Πριν προλάβω να μιλήσω, εκείνος συνέχισε:

    «Σου επιτρέπω τρεις ερωτήσεις. Ό,τι θες. Χωρίς συνέπειες.»

    Η καρδιά μου σφίχτηκε. Το στρες με πλημμύρισε, παρόλο που μόλις είχα βγει από το νερό.

    «Μην αγχώνεσαι. Θα σε βοηθήσω. Θα κάνω εγώ τις ερωτήσεις και θα απαντάμε και οι δυο.»

    Ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι όπου εκείνος καθόριζε τους κανόνες.

    «Είσαι γκέι;» ρώτησε με αποστομωτική ευθύτητα.

    Η ανάσα μου κόπηκε. Για μια στιγμή, δεν ήμουν σίγουρος αν υπήρχαν πιθανότητες ανάμεσα μας.

    «Ναι,» απάντησα. «Αλλά είμαι άπειρος. Θέλω να πω… είμαι παρθένος.»

    Χαμογέλασε.

    «Μου αρέσει ο τρόπος που απαντάς. Όπως στα δικαστήρια, πάντα ξεκαθαρίζεις τα πάντα πριν καν σε ρωτήσουν.» Πήρε μια γουλιά από το ουίσκι του και συνέχισε: «Κι εγώ είμαι. Αλλά είμαι πολύ έμπειρος. Και είμαι ελεύθερος.»

    Χαμήλωσα το βλέμμα.

    «Τώρα πρέπει να προσέξω πολύ ποια θα είναι η επόμενη ερώτηση μου και πότε θα την κάνω,» είπε.

    «Νόμιζα πως θα παίζαμε όλο το παιχνίδι τώρα,» απάντησα.

    Γέλασε.

    «Τώρα θα πάμε για φαγητό. Μας έχουν ετοιμάσει ένα υπέροχο γεύμα. Φυσικά, μπορείς να δοκιμάσεις και ό,τι άλλο θέλεις.» Μια παύση. «Και κάτι ακόμα, Μαρκ… Θα φροντίσω να πάρεις μπόνους και δικό σου γραφείο όταν επιστρέψουμε.»

    Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα.
    «Δεν ξέρω τι να πω για να σας ευχαριστήσω,» ψέλλισα.
    «Υπάρχουν τρόποι.»

    Το χαμόγελο του ήταν αινιγματικό, γεμάτο υπόσχεση. Ένα σχεδόν ανεπαίσθητο γέλιο ξέφυγε από τα χείλη του, κάνοντας με να χαμογελάσω κι εγώ. Η σαρκαστική του διάθεση με διασκέδαζε, μα την ίδια στιγμή με παρέσυρε σε σκέψεις που δεν έπρεπε να κάνω.

    Το δείπνο ήταν υπέροχο—φρέσκες θαλασσινές γεύσεις, εκλεκτό κρασί, ατμόσφαιρα που θύμιζε κάτι βγαλμένο από όνειρο. Όμως, όσο περνούσε η ώρα, ένιωθα το βλέμμα μου να επιστρέφει ξανά και ξανά πάνω του. Η παρουσία του κυριαρχούσε στον χώρο, όπως πάντα. Το ήξερε.

    «Λοιπόν, Μαρκ, πέρασα υπέροχα. Νομίζω ότι είναι ώρα να πάω να ξαπλώσω.»

    Σηκώθηκε από το τραπέζι με μια αργή, σχεδόν τελετουργική κίνηση. Τον ακολούθησα. Στο ασανσέρ, η σιωπή ανάμεσά μας ήταν πυκνή, ηλεκτρισμένη. Κοίταζα χαμηλά, προσπαθώντας να σταθεροποιήσω την ανάσα μου.

    «Μου αρέσει που κοιτάς χαμηλά,» είπε, και η φωνή του αντήχησε απαλά, μα με μια αδιαπραγμάτευτη βεβαιότητα.

    Ήξερε.

    Το βλέμμα του μπορούσε να διαπεράσει κάθε μου σκέψη, να φτάσει βαθιά εκεί όπου δεν τολμούσα να αγγίξω ούτε εγώ. Ένα αθέλητο ρίγος με διαπέρασε. Δεν άντεχα άλλο. Ένιωσα ένα δάκρυ να κυλάει αθόρυβα στο μάγουλό μου—όχι από λύπη, αλλά από την ένταση της στιγμής.

    «ακολούθησε με στο δωμάτιο μου.»

    Η φωνή του δεν σήκωνε αντίρρηση.

    Τον ακολούθησα. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, το βήμα μου ελαφρύ σαν να βάδιζα σε όνειρο. Μπήκαμε στο δωμάτιο, η πόρτα έκλεισε πίσω μας.

    «Έλα εδώ.»

    Τα χέρια του ήταν σταθερά, ζεστά, απαιτητικά. Ένιωσα το ύφασμα του πουκαμίσου μου να χαλαρώνει, το δέρμα μου να εκτίθεται στον αέρα του δωματίου. Η αφή του ήταν αργή, εξερευνητική. Το κορμί μου υπάκουε στις κινήσεις του, σαν να ήξερε τι έπρεπε να κάνει προτού το συνειδητοποιήσω εγώ.

    «Θέλεις να συνεχίσουμε;»

    Η φωνή του χαμήλωσε, σχεδόν με χάιδεψε. Δεν χρειάστηκε να μιλήσω. Έγνεψα καταφατικά.

    Ένα χαμόγελο φάνηκε στην άκρη των χειλιών του.

    «Ξέρεις, νομίζω πως χρειάζεσαι κάτι παραπάνω από αυτό...»

    Το βλέμμα του σκοτείνιασε ελαφρώς, γεμάτο υποσχέσεις.

    «Χρειάζεσαι μαστίγωμα. Πολύ.»

    Η ανάσα μου κόπηκε. Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα, γεμάτα προσμονή.

    Χαμογέλασε.

    «Μην ανησυχείς. Θα σου δώσω ακριβώς ό,τι χρειάζεσαι.»

    Το χαμόγελο του ήταν αργό, σχεδόν βασανιστικό. Το βλέμμα του με κρατούσε εκεί, ακίνητο, καρφωμένο πάνω του, αδύναμο να ξεφύγει.

    «Γύρισε.»

    Η φωνή του ήταν χαμηλή, επιτακτική. Δεν υπήρχε περιθώριο για άρνηση – ούτε που ήθελα να αρνηθώ.

    Υπάκουσα.

    Ένιωσα την παλάμη του να διατρέχει την πλάτη μου, αργά, ερευνώντας με τρόπο που έκανε το δέρμα μου να ανατριχιάσει. Η αφή του είχε κάτι το απόλυτα ελεγχόμενο, σχεδόν τελετουργικό.

    «Δεν θα κλείνεις τα μάτια αν δεν στο επιτρέψω.»

    Η ανάσα μου κόπηκε. Υπάκουσα αμέσως.

    Άκουσα τον ήχο της ζώνης του να λύνεται, το απαλό σφύριγμα του δέρματος στον αέρα. Το πρώτο άγγιγμα πάνω στο γυμνό μου δέρμα δεν ήταν χτύπημα. Ήταν χάδι. Μια προειδοποίηση. Ένα παιχνίδι προσμονής.

    Κράτησα την αναπνοή μου.

    Έπειτα, το πρώτο χτύπημα.

    Δεν ήταν δυνατό. Όχι ακόμα.

    Ήταν μια πρόκληση.

    Τράβηξα τα χείλη μου ελαφρώς, σχεδόν σε ένα χαμόγελο, αφήνοντας έναν αθόρυβο αναστεναγμό να ξεφύγει από τα χείλη μου.

    «Καλή αρχή...» μουρμούρισε, η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, γεμάτη υπόσχεση.

    Ένα δεύτερο, λίγο πιο δυνατό.

    Έγειρα ελαφρώς μπροστά, αφήνοντας το σώμα μου να προσαρμοστεί, να αποδεχτεί την αίσθηση.

    «Αντέχεις;»

    Η φωνή του είχε μια ελαφριά ειρωνεία, σαν να ήξερε ήδη την απάντηση.

    «Ναι.»

    Ένα χαμηλό γέλιο.

    «Θα δούμε.»

    Ένα τρίτο. Πιο δυνατό.

    Άφησα έναν πνιχτό ήχο να ξεφύγει από τα χείλη μου. Δεν ήταν πόνος. Ήταν κάτι άλλο.

    Εκείνος το άκουσε. Το κατάλαβε.

    Ένιωσα το χέρι του να χαϊδεύει αργά το σημείο που είχε χτυπήσει. Ύστερα, τα χείλη του ακούμπησαν τον αυχένα μου. Ζεστά, διεκδικητικά.

    «Δεν τελειώσαμε ακόμα.»

    Η φωνή του ήταν ψίθυρος, μα είχε τη δύναμη να με διαλύσει.

    Και ήξερα πως θα του ανήκα ολοκληρωτικά.

    Η ανάσα μου ήταν κοφτή.

    Κάθε του κίνηση ήταν υπολογισμένη, κάθε άγγιγμα σχεδιασμένο για να με φέρει ακριβώς εκεί που ήθελε. Ο πόνος και η απόλαυση μπλέκονταν, μετέωροι μεταξύ τους, καθώς η ζώνη του χάραζε φευγαλέες γραμμές πάνω στο δέρμα μου.

    «Καλή αντοχή.»

    Η φωνή του είχε αυτή τη γνώριμη ειρωνική χροιά, αλλά και μια ικανοποίηση που με έκανε να ανατριχιάσω. Ένιωθα τη ζεστασιά στο δέρμα μου, την αδρεναλίνη να με κυριεύει.

    Ένα ακόμη χτύπημα. Πιο δυνατό.

    Τα δόντια μου σφίχτηκαν. Έκλεισα τα μάτια για μια στιγμή, πριν θυμηθώ.

    Δεν θα κλείνεις τα μάτια αν δεν στο επιτρέψω.

    Τ’ άνοιξα αμέσως, η ανάσα μου ασταθής.

    Ακούμπησε τα δάχτυλα του εκεί που η ζώνη του είχε αφήσει το σημάδι της. Τα χάιδεψε αργά, σχεδόν τρυφερά. Ήταν το πιο έντονο βασανιστήριο.

    «Κοίτα με.»

    Σήκωσα το βλέμμα μου.

    Τα δάχτυλα του κατέβηκαν αργά στη μέση μου, στο σώμα μου, στον πόνο που είχε αφήσει και στο κάψιμο που τώρα με έκανε να θέλω ακόμα περισσότερο.

    Έγειρε προς το μέρος μου, τόσο κοντά που μπορούσα να νιώσω την ανάσα του στο αυτί μου.

    «Ακόμα αντέχεις;»

    Η φωνή του χαμήλωσε, έγινε βραχνή.

    Δεν ήξερα αν άντεχα. Δεν ήξερα αν ήθελα να αντέξω.

    Το μόνο που ήξερα ήταν ότι τον ήθελα.

    Με κάθε τρόπο.

    Με όποιον τρόπο εκείνος αποφάσιζε.

    Η ανάσα μου έβγαινε κοφτή, ασταθής. Το σώμα μου έκαιγε, ένα μείγμα πόνου και ανάγκης που δεν μπορούσα να ελέγξω.

    Ο Τζέησον με κοιτούσε από ψηλά, το βλέμμα του σκληρό, ανελέητο, σαν να απολάμβανε το θέαμα της παράδοσης μου.

    Δεν άντεχα άλλο.

    «Σε παρακαλώ...» η φωνή μου έσπασε.

    Ένα αργό, αινιγματικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.

    «Τι ακριβώς παρακαλάς, Μαρκ;»

    Η φωνή του ήταν βραχνή, σχεδόν ερεθιστική.

    «Θέλω...» Δίστασα. Τα χέρια μου σφίχτηκαν πάνω στο σώμα μου. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά, που νόμιζα πως θα εκραγεί.

    «Πες το.»

    Ένα κύμα έξαψης με διαπέρασε.

    «Θέλω να γίνω δικός σου.» Η φωνή μου ακούστηκε πιο σταθερή αυτή τη φορά.

    Τα μάτια του γυάλισαν.

    «Δικός μου, ε;»

    Έσκυψε, το πρόσωπο του μόλις λίγα εκατοστά από το δικό μου. Ένιωσα την ανάσα του στο δέρμα μου, μια ανεπαίσθητη υπόσχεση, ένα παιχνίδι εξουσίας που δεν είχα καμία ελπίδα να κερδίσω.

    «Σκλάβος μου, δηλαδή;»

    Η λέξη έκανε το κορμί μου να τιναχτεί ανεπαίσθητα.

    «Ναι...» ψιθύρισα. «Σε παρακαλώ...»

    Για μια στιγμή, πίστεψα ότι θα με έπαιρνε εκείνη τη στιγμή, ότι θα με διεκδικούσε όπως ακριβώς ήθελα.

    Όμως, ο Τζέησον απλώς χαμογέλασε.

    Ένα χαμηλό γέλιο ξέφυγε από τα χείλη του, γεμάτο απόλαυση, γεμάτο έλεγχο.

    «Έκανες μία ερώτηση,» είπε αργά, σαν να ήθελε να χαράξει τις λέξεις μέσα στο μυαλό μου. «Σου είπα ότι έχεις τρεις.»

    Το στομάχι μου σφίχτηκε.

    «Που σημαίνει...»

    Άγγιξε το πιγούνι μου, αναγκάζοντας με να τον κοιτάξω στα μάτια.

    «Ότι έχεις ακόμα δύο.»

    Και μετά, με άφησε εκεί.

    Μετέωρο.

    Αβέβαιο.

    Πεινασμένο για εκείνον.

    Δύο ερωτήσεις ακόμα.

    Θα άντεχα;

    Ή, πιο σωστά...

    Θα με άφηνε να τις κάνω;



    Δεν είπε τίποτα άλλο, μου έδειξε τα ρούχα μου που είχαν πέσει στο πάτωμα. Κατάλαβα ότι έπρεπε να σηκωθώ. Στάθηκα μπροστά του, σχεδόν θλιμμένος. Εκείνος απολάμβανε την στιγμή. Γυμνός, ερεθισμένος. Έπρεπε να πάω να πάρω τα ρούχα μου, να τα φορέσω και να φύγω. Αλλά δεν μπορούσα. Με κρατούσε κοντά του με αόρατα δεσμά, τόσο ισχυρά που αφέντευαν ήδη την βούληση μου. Έκανα μεταβολή προς το μέρος, ανέβηκα στο κρεβάτι, γονάτισα. Έβαλα τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου, ακούμπησα το μέτωπο μου στο στρώμα. «Μπορώ να μείνω;» τον ρώτησα. Αποφασίζοντας να κάψω μια ερώτηση. Γέλασε, όχι με την έννοια της ευχαρίστησης, αλλά του χλευασμού.

    Με ταπείνωνε, μου άρεσε, δεν ξέρω αν υπάρχουν οι κατάλληλες λέξεις να περιγράψω το πόσο όμορφα αισθανόμουν εκείνη την στιγμή που με έκανε να αισθανθώ κατώτερος.

    «Μπορώ να μείνω μαζί σας, Κύριε;» επανέλαβα. Μια λέξη που μου βγήκε από μέσα μου, την αισθανόμουν. Εκείνη την στιγμή το μόνο που πραγματικά επιθυμούσα ήταν να με εκμεταλλευτεί, να με φάει ολόκληρο. Να με διαλύσει. Αλλά εκείνος είχε επιλέξει να με φθάσει στα όρια μου. Ήθελε να του παραδοθώ άνευ όρων.

    Ένιωσα το χάδι του στα μαλλιά μου, με τράβηξε κοντά του, με φίλησε στο στόμα.

    «Όταν ζητάω κάτι, θα το κάνεις αμέσως» μου είπε και μου έδειξε πάλι τα ρούχα μου. Σηκώθηκα από το κρεβάτι, ντύθηκα, έφυγα κλαίγοντας από το δωμάτιο του. Δεν βγήκα όλη την υπόλοιπη μέρα από το δωμάτιο μου. Έμεινα μόνος. Χαμένος. Περίμενα να με καλέσει, να χτυπήσει την πόρτα. Δεν ήξερα αν είχα κάνει κάτι λάθος, αν δεν του άρεσα.

    Την επόμενη μέρα είχα ετοιμάσει τα πράγματα μου για αναχώρηση. Ένας υπάλληλος του ξενοδοχείου με ενημέρωσε ότι ο κύριος Τζέησον είχε αποχωρήσει νωρίτερα. Σε λίγη ώρα έφυγα κι εγώ. Επέστρεψα πίσω στο σπίτι μου. Δίπλα στη θάλασσα. Την κοίταζα. Στο μυαλό μου έφερνα όσα ζήσαμε εκεί.

    Πέρασαν δύο μήνες. Στην εταιρεία είχα νέο γραφείο. Υποθέσεις έτρεχαν, εκείνος δεν είχε πέρα των τυπικών καμία άλλη επαφή μαζί μου. Δεν άντεχα άλλο, ήθελα να του μιλήσω. Ήξερα ότι έμενε αργά στο γραφείο, όταν όλοι έφευγαν. Περίμενα να φύγουν όλοι. Χτύπησα τη πόρτα του.

    «Παρακαλώ» πέρασα μέσα τον είδα. Είχε αυτό το βλέμμα που δεν μου έδινε άλλα περιθώρια. Γδύθηκα μπροστά του. Δεν αντέδρασε. Έβγαλα από την τσάντα μου ένα μαστίγιο με μία χοντρή μακρυά ουρά. Γονάτισα μπροστά του. Του το πρόσφερα.

    «Μπορώ να κάνω την δεύτερη ερώτηση;» χαμογέλασε ενώ στέκονταν όρθιος μπροστά μου.

    «Μπορείς»

    «Θα με μαστιγώσετε, Κύριε;»
     
  2. slave32

    slave32 Contributor