Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Daybreak

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Arioch, στις 1 Μαϊου 2022.

  1. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

     

    Περιεχόμενα
    ---

    Μέρος 1ο

    (Ανδρέας)

    Απ’ όλες τις συμμαθήτριες της μικρής μου αδερφής, αυτή που συμπαθούσα περισσότερο απ’ όλες ήταν η Φοίβη. Γλυκούλα στο πρόσωπο με στραβά δόντια στα οποία φορούσε σιδεράκια και κάτι απίστευτα άχαρα κοκάλινα γυαλιά ήταν η καλύτερη μαθήτρια της τάξης της.

    Η αδερφή μου είχε κάνει πάρτι στο σπίτι και ο όρος για να φύγουν οι γονείς μας ήταν να κάτσω εγώ. Όντας στα 17 δεν είχα καμία όρεξη να κάνω το μπαμπά σε ένα τσούρμο 14-χρονα και αν δεν με είχε δωροδοκήσει η Ευτυχία δε θα είχα καθίσει εκείνο το βράδυ στο σπίτι.

    Να λέμε την αλήθεια η μικρή είχε και τη θερμή συμπαράσταση του κολλητού μου του Θέμη, ο οποίος γούσταρε πολύ μια συμμαθήτρια της Ευτυχίας, τη Μαίρη.

    - «Ρε μαλάκα είναι 14 χρονών»
    - «Μπορεί αλλά είναι γαμώ τα γκομενάκια. Και στην τελική-τελική δεν είπα ότι θα την παντρευτώ κιόλας ρε μαλάκα»

    Το δεκαχίλιαρο της Ευτυχίας και το τσουρέκιασμα του Θέμη ήταν αυτά που με έκαναν να μείνω στο σπίτι εκείνο το Σαββατόβραδο.

    Αν και δεν θα το παραδεχτώ ποτέ ανοιχτά η αλήθεια ήταν ότι για πάρτι ήταν μια χαρά. Ο συμμαθητής της Ευτυχίας που εκτελούσε το ρόλο του DJ ήταν καλός και κάμποσες από τις πιτσιρίκες ήταν αρκετά καλοβαλμένες οπότε τουλάχιστον θα είχε λίγο από φάτε μάτια ψάρια.

    Και χυλόπιτα σερβιρισμένη ζεστή-ζεστή στα μούτρα του Θέμη, να τα λέμε αυτά. Εμένα προσωπικά δε μου άρεσε καθόλου η Μαίρη, μου φαινόταν πολύ ξινή αν και η αλήθεια είναι ότι ήταν και όμορφη και ανεπτυγμένη για την ηλικία της. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.

    Η Φοίβη είχε έρθει κι εκείνη αλλά καθόταν σε μια γωνία μόνη της και δε μιλούσε με κανέναν και δεν της μιλούσε κανένας, δεν θα την έλεγες ακριβώς δημοφιλή. Τα μόνα πάρε-δώσε που είχε ήταν με την Ευτυχία όπου είχε πάρει πολύ στα σοβαρά το ρόλο της ως οικοδέσποινα. Εξαιρετικά φιλότιμο παιδί, δε μου είχε μοιάσει καθόλου.

    Εγώ πάλι ως ωραίος και μεγάλος αδερφός είχα αποκτήσει κάμποσες groupies αλλά εκείνο τον καιρό είχα φάει κόλλημα με τη Σοφία και έκανα το γραμματόσημο, πολύ φτύσιμο αδέρφια. Τι τα θες, ο καθένας μας έχει τις δικές του αδυναμίες.

    Την είχα πολιορκήσει σαν τρελός, την κατάφερα και βγήκαμε μια-δυο φορές και την τελευταία φορά χωριστήκαμε με ένα πεταχτό φιλί στο στόμα. Και πάνω που είχα πιστέψει ότι επιτέλους το όνειρο θα γίνει πραγματικότητα δυο μέρες αργότερα την είδα να φιλιέται με ένα χατζηπαπάρα και μου ήρθε κόλπος.

    Και σα να μην έφτανε αυτό είχα και το πάρτι της Ευτυχίας το Σάββατο.

    - «Καλοχώνευτη» είπα με μια δόση χαιρεκακίας στο Θέμη, η μιζέρια θέλει παρέα.
    - «Σοφία» μου είπε χαιρετώντας με το μεσαίο δάχτυλο.

    Κάποια στιγμή ο DJ αποφάσισε να το ρίξει στα slow και η groupies μου ξεσάλωσαν. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα καμία όρεξη μετά τη χλαπάτσα που είχα φάει με τη Σοφία αλλά τι να κάνεις; Χόρεψα και με τις τέσσερις οι οποίες είχαν κατά τα φαινόμενα στο νου να με πάρουν νουμεράδα αλλά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.

    Τη Φοίβη δεν την είχε πλησιάσει κανείς για χορό, ούτε ο λιγούρης ο Θέμης. Η αλήθεια είναι ότι από τη μία τη λυπήθηκα, από την άλλη ήθελα να ξεφορτωθώ τις groupies μου και από την τρίτη μου φαινόταν πολύ γλυκούλα.

    Καθόταν μόνη της όταν ο DJ έβαλε το love hurts των Nazareth. Πήγα κοντά της και της μίλησα.

    - «Χορεύετε δεσποινίς;»

    Με κοίταξε με βλέμμα γεμάτο καχυποψία.

    - «Έχασες κανένα στοίχημα;» μου είπε στην ψύχρα κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Όχι»
    - «Χμμ…» είπε συνεχίζοντας να με κοιτάζει σκεπτική.
    - «Θα έρθεις παιδάκι μου ή όχι;» τη ρώτησα.
    - «Well, that’s a first» μου είπε και με ακολούθησε στο κέντρο του σαλονιού.

    Η Φοίβη ήταν απίστευτα πνευματώδης. Πανέξυπνη και ατακαδόρισσα πραγματικά μέσα σε λίγα μόλις λεπτά με κέρδισε με το χιούμορ της. Όταν τέλειωσε το τραγούδι έκανε να φύγει αλλά την κράτησα στην αγκαλιά μου

    - «Στάσου, μύγδαλα» της είπα
    - «Ρε σίγουρα δεν έχεις χάσει κάποιο στοίχημα;»
    - «Έλα και μ’ αρέσει το επόμενο τραγούδι» της είπα καθώς είχαν αρχίσει να πέφτουν οι πρώτες νότες του “Stairway to heaven”

    Ε, όλο το βράδυ δεν ξεκολλήσαμε ο ένας από τον άλλον προς μεγάλη απογοήτευση των groupies μου με κίνδυνο να κοντέψω να κατουρηθώ από τα γέλια. Η πιτσιρίκα ήταν απίστευτη, εκείνο το βράδυ τουλάχιστον με είχε κάνει να ξεχάσω την κασκαρίκα μου με τη Σοφία.

    Όπως και να έχει το βράδυ πέρασε και στο σχολείο δεν είχαμε και πολλές-πολλές επαφές, αν και αν την συναντούσα ή με συναντούσε τυχαία στο προαύλιο ή τους διαδρόμους χαιρετιόμασταν και λέγαμε καμιά κουβέντα.

    Εμένα ακόμα με έτσουζε η Σοφία και είχα και τα διαβάσματα για τις πανελλήνιες. Δεν κατόρθωσα να περάσω ιατρική που ήθελα ωστόσο κατάφερα να περάσω βιολογία στο Ηράκλειο. Πήγα και γράφτηκα στη σχολή αλλά δεν παρακολούθησα καθώς ήθελα να δώσω ξανά πανελλήνιες μήπως και…

    Ούτε τη δεύτερη χρονιά τα κατάφερα οπότε το πήρα απόφαση πως μια ψυχή που ήταν να βγει, ας έβγαινε και αποφάσισα να παρακολουθήσω τη σχολή και εδώ που τα λέμε, μου άρεσε η Βιολογία απλά το παιδικό μου όνειρο ήταν να γίνω γιατρός.

    Είχα μπει στο τρίτο έτος στη σχολή και καθόμουν στο κυλικείο και έπινα τον καφέ μου όταν ένιωσα ένα βλέμμα πάνω μου. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα να με κοιτάζει μια πολύ γλυκιά κοκκινομάλλα με σοφιστικέ γυαλάκια.

    - «Ανδρέα;» μου είπε. Το πρόσωπό της κάτι μου θύμιζε όπως και η φωνή της.
    - «Ναι;» της είπα ενώ το μυαλό μου προσπαθούσε να στροφάρει.

    Α στο διάολο!

    - «Φοίβη εσύ είσαι;»
    - «Αυτοπροσώπως!»
    - «Α στο διάολο!»
    - «Καλά ντε, δε σε είπα και καμπούρη!»
    - «Ρε δε λέω αυτό! Τρόμαξα να σε γνωρίσω, επιφώνημα έκπληξης ήταν»
    - «Πού πήγαν οι τρόποι σου, θα με αφήσεις όρθια να περιμένω;»
    - «Έχεις δίκιο, είμαι γάιδαρος.»
    - «Ξεσαμάρωτος»
    - «Το έχω ξανακούσει αυτό» απάντησα φιλοσοφικά. «Κάτσε, κάτσε. Θες καφεδάκι;»
    - «Κερνάς;» με ρώτησε.
    - «Αμέ! Κάτσε θα πάω να τον πάρω εγώ. Τι θέλεις;»
    - «Νες μέτριο με λίγο γάλα»
    - «Έφτασέεεεεεεεεεει» της είπα και σηκώθηκα και πήγα να πάρω τον καφέ της. Εκείνη κάθισε στο τραπέζι μου.

    Πραγματικά είχα τρομάξει να τη γνωρίσω. Δεν φορούσε πια ούτε σιδεράκια, ούτε τα πατομπούκαλα. Εγώ προσωπικά και με αυτά την έβρισκα γλυκούλα αλλά ομολογώ ότι η αλλαγή γυαλιών και χρώματος στο μαλλί είχε κάνει θαύματα. Τα μπροστινά της δόντια της ήταν ακόμα λίγο στραβά αλλά με πολύ χαριτωμένο, κουνελίσιο, τρόπο.

    Γύρισα πίσω στο τραπέζι με τον καφέ της.

    - «Ορίστε» της είπα και την τον έδωσα.
    - «Ευχαριστώ!» μου απάντησε
    - «Για λέγε, τι κάνεις; Έχω να σε δω από τότε που τέλειωσα το σχολείο»
    - «Όχι ότι θα με έβλεπες ακόμα και αν δεν το είχες τελειώσει. Πήρε μετάθεση ο πατέρας μου και μετακομίσαμε Χίο.»
    - «Εκεί τέλειωσες το λύκειο;»
    - «Ναι»
    - «Δεν πρέπει να είναι και πολύ εύκολο κάθε δυο-τρία χρόνια να αλλάζεις και περιβάλλον»
    - «Δε βαριέσαι, το ίδιο μου έκανε. Ανέκαθεν ήμουν μοναχική και αν θυμάσαι καλά όχι ιδιαίτερα δημοφιλής.»
    - «Μεταξύ μας; Νομίζω ότι ήταν επιλογή σου.»
    - «Γιατί το λες αυτό;»
    - «Γιατί ακόμα θυμάμαι τι γέλιο με είχες κάνει και είχα ρίξει στο πάρτι. Ήσουν απίθανη, νομίζω ότι εσύ επέλεγες να κρύβεσαι.»
    - «Δεν ήταν ακριβώς έτσι, Ανδρέα»
    - «Εντάξει, δεν επιμένω.»
    - «Τι κάνει η Ευτυχία;»
    - «Καλά είναι, πέρασε στο οικονομικό που ήθελε. Αλήθεια, ακόμα δε μου είπες, εσύ πώς και στην εξωτική βόρεια Αφρική;»
    - «Επιστήμη Υπολογιστών, είμαι εδώ από τα μέσα του του Σεπτέμβρη»
    - «Το είπες και το έκανες.»
    - «Τι εννοείς;»
    - «Μου το είχες πει στο πάρτι ότι ήθελες να σπουδάσεις επιστήμη υπολογιστών. Ήσουν 14 χρονών οπότε δεν το είχα πάρει ιδιαίτερα στα σοβαρά.»
    - «Στο είχα πει, ε;»
    - «Πολύ με συγκινείς που δε θυμάσαι τίποτα» της είπα πειρακτικά.
    - «Και που είχα καταφέρει να πάρω ανάσες όταν με πήρες να χορέψουμε, ευχαριστημένη είμαι.»
    - «Ορίστε;»
    - «Το πάρτι αυτό ήταν το highlight των γυμνασιακών μου χρόνων.»
    - «Σοβαρά τώρα;»
    - «Σοβαρότατα. Να έρθει ο Ανδρέας με τον οποίον είχε καψούρα το μισό σχολείο να με ζητήσει για χορό; Στην αρχή νόμιζα ότι ήσουν στο κόλπο για να μου κάνετε κάποιο χουνέρι.»
    - «Όχι, σε διαβεβαιώ ότι δεν υπήρχε κανένας τέτοιος σκοπός»
    - «Το κατάλαβα λίγο αργότερα. Να ξέρεις σε ερωτεύτηκα λίγο εκείνη την μέρα»
    - «Και με ξεπέρασες έτσι γρήγορα; Πάει, ξέφτισε η μπογιά μου» της είπα κάνοντάς τη να χαμογελάσει.
    - «Ποτέ δε σε ξεπέρασα Ρωμαίο μου» μου είπε βγάζοντάς μου τη γλώσσα.
    - «Ορίστε, μας δουλεύει το πιτσιρίκι. Δε μου λες τώρα, πού είσαι;»
    - «Μαζί σου και πίνουμε καφέ.»
    - «Άλλο ρωτάω ρε βλαμμένο. Μένετε ακόμα Χίο;»
    - «Όχι, εγώ μετακόμισα Ηράκλειο γιατί θα μου έπεφτε δύσκολο να παρακολουθήσω αλλιώς τη σχολή» είπε βγάζοντας πάλι τη γλώσσα της.
    - «Θα σε τουλουμιάσω στο ξύλο, φουκαριάρα μου» της είπα χαμογελαστός
    - «Αχνε» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Για πες, πώς σου φαίνεται το Ηράκλειο;»
    - «Πώς να μου φανεί; Δύο εβδομάδες είμαι όλες κι όλες εδώ.»
    - «Και; Δε βγαίνεις καθόλου;»
    - «Ε πέρα από βόλτες στο κέντρο δεν έχω πάει και πουθενά.»
    - «Πού μένεις;»
    - «Φορτέτσα»
    - «Α, νοίκιασες κοντά ε;»
    - «Ε ναι. Εσύ που μένεις;»
    - «Κι εγώ κοντά έχω νοικιάσει, πίσω από τα άσπρα κτήρια»

    Κοίταξα το ρολόι μου, σε λίγο είχα μάθημα.

    - «Φοίβη, σε λίγο έχω μάθημα, θα πρέπει να σε αφήσω.»
    - «Ναι, κι εγώ έχω.»
    - «Δε μου λες, θέλεις το βραδάκι να πάμε έξω για κανένα ποτάκι;»

    Με κοίταξε σκεπτική.

    - «Σαν ραντεβού;»
    - «Όχι, Σαν Φρανσίσκο» της απάντησα και έβαλε τα γέλια.
    - «Ρωτάω για να ξέρω αν θα σημειώσω ημερομηνία και ώρα που μου ζήτησαν για πρώτη φορά ραντεβού»
    - «29/9/1993, 11:10. Θα μου πεις ή θα με σκάσεις;»
    - «Που θα πάμε;»
    - «Στα μπαράκια, στην Κοραή.»
    - «Θα βρεθούμε εκεί;»
    - «Δε θέλεις να κατέβουμε παρέα;»
    - «Θέλω»
    - «Μέχρι τι ώρα έχεις μαθήματα σήμερα; Σε βολεύει να πούμε κατά τις 19:00;»
    - «Κάτσε να δω και το πρόγραμμά μου, σάμπως το έχω μάθει ακόμα;» είπε και άνοιξε τα κιτάπια της. «Έχω δύο ώρες Απειροστικό-I και μετά άλλο ένα δίωρο ψηφιακή σχεδίαση και μετά Pascal-I. Να πούμε 20:00 για να μπορέσω να ετοιμαστώ;»
    - «Να πούμε» της είπα. «Λοιπόν, τα λέμε στις 20:00 εδώ, εντάξει;»
    - «Εντάξει» μου είπε χαρίζοντάς μου ένα γλυκό κουνελίσιο χαμόγελο.
    - «Χάρηκα πολύ που σε είδα» της είπα ειλικρινά. «Τα λέμε στις 20:00»

    Σηκωθήκαμε και οι δύο να πάμε στα μαθήματά μας. Η μέρα πέρασε σχετικά αργά, η αλήθεια είναι ότι ανυπομονούσα να την ξαναδώ. Ήταν τελείως απρόσμενη η συνάντησή μου μαζί της και πραγματικά είχα χαρεί που την είχα δει. Την είχα κατασυμπαθήσει στο πάρτι που είχε κάνει η Ευτυχία και στο χαρακτήρα και το χιούμορ είχε μείνει ίδια και απαράλλακτη. Στην εμφάνιση είχε επέλθει σαφής βελτίωση αν και στα μάτια μου ήταν ανέκαθεν γλυκούλα.

    Τέλειωσα τα μαθήματά μου στις 17:00 και πήγα σπίτι να ετοιμαστώ. Έκανα το ντουζάκι μου και μετά μην έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνω χαζολόγησα λίγο στην τηλεόραση μέχρι που δεν την πάλευα άλλο. Κατά τις 18:00 αποφάσισα να ανέβω στο πανεπιστήμιο και πήγα και κάθισα στο κυλικείο. Εκεί βρήκα και τρεις συμφοιτητές μου, το Νίκο, τη Μαρία και την Ελένη, πίναν τον καφέ τους σε ένα τραπέζι.

    - «Γειααααα» τους είπα και κάθισα. «Τι κάνετε;»
    - «Περιμέναμε τέταρτο για μπιρίμπα» είπε η Μαρία.
    - «Δηλαδή καλά που ήρθα!» τους είπα.

    Αν και η Μαρία το είχε πει για πλάκα σε λίγο βρεθήκαμε να παίζουμε, εγώ με τη Μαρία και ο Νίκος με την Ελένη. Με τούτα και με κείνα πέρασε το δίωρο και στις 20:00 ακριβώς είδα να έρχεται και η Φοίβη.

    - «Παιδιά, να με συγχωρήσετε αλλά έχω ραντεβού» τους είπα.
    - «Ποια είναι αυτή;»
    - «Την ξέρω από την Αθήνα, ήταν συμμαθήτρια της αδερφής μου. Πρωτοετής στην Επιστήμη Υπολογιστών. Θα είμαστε Κοραή αν θέλετε να μας βρείτε, μάλλον στο Αυγό»

    Σηκώθηκα και πήγα να βρω τη Φοίβη. Με είδε και μου χαμογέλασε. Είχε ντυθεί με ένα γουστόζικο αμάνικο καθημερινό φόρεμα που έφτανε μέχρι τα γόνατα το οποίο τόνιζε το μπούστο της που για πρώτη φορά παρατήρησα ότι ήταν καλοσχηματισμένο. Κοίτα να δεις το μικρό! Εγώ πάλι είχα ντυθεί με ένα τζιν και ένα απλό t-shirt.

    - «Καλώς την» της είπα.
    - «Καλώς σε βρήκα» μου είπε

    Της έτεινα το μπράτσο μου. Με κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα, μου χαμογέλασε και με πήρε αλά μπρατσέτα και κατεβήκαμε από τα σκαλιά στη στάση.

    Αντίθετα με το πρωί, στη βραδινή μας έξοδό, στην αρχή τουλάχιστον, ήταν φανερά αμήχανη.

    - «Σου έφαγε η γάτα τη γλώσσα;» Αντί για απάντηση μου έβγαλε πειρακτικά τη γλώσσα της. «Τι θα πιείς; Εγώ λέω να πάρω καμιά μπύρα»
    - «Μπύρα λέω κι εγώ» μου είπε και πράγματι όταν ήρθε η σερβιτόρα παραγγείλαμε δυο μπύρες.
    - «Για πες τώρα, πώς ήταν αυτά τα τελευταία τρία χρόνια;»
    - «Ε, το να μετακομίζουμε δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα. Η αλήθεια είναι ότι η Χίος την άνοιξη και το καλοκαίρι είναι όμορφη. Αν μη τι άλλο αυτά τα τρία χρόνια ευχαριστήθηκα θάλασσα. Το χειμώνα εντάξει, καταλαβαίνεις. Όχι ότι είχε διαφορά για μένα, σχολείο-σπίτι, σπίτι-σχολείο, διάβασμα για το σχολείο, ξένες γλώσσες, ε και στην τρίτη λυκείου προστέθηκε και φροντιστήριο. Τη δεύτερη χρονιά ήταν ζόρικη με τον καρκίνο της μαμάς…»
    - «Τι; Τι πράγμα;»
    - «Ναι, στους λεμφαδένες. Ευτυχώς τον προλάβαμε στις πολύ αρχές και τώρα είναι καλά, δόξα τω Θεώ, αλλά δεν ήταν εύκολο.»
    - «Φαντάζομαι… Αχ μωρέ Φοίβη, πολύ λυπάμαι. Είναι καλά τώρα;»
    - «Ναι, είναι καλά. Τέλος πάντων πέρα από αυτό δεν είχε άλλες ιδιαίτερες συγκινήσεις.»
    - «Τι βαθμό έχει ο πατέρας σου;»
    - «Συνταγματάρχης. Νομίζω ότι φέτος ή του χρόνου θα πάρει μετάθεση πάλι αλλά αυτή τη φορά νομίζω ότι θα γυρίσουμε Αθήνα για τα καλά.»
    - «Θέλεις να γυρίσετε;»
    - «Εγώ έτσι και αλλιώς εδώ θα είμαι για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, δεν έχει ιδιαίτερη διαφορά.»
    - «Μάλιστα. Τι άλλα, έχεις κανένα αγόρι;»
    - «Μόνο ένα; Χαρέμι ολόκληρο. Άσε με ρε Ανδρέα, έχεις όρεξη για δούλεμα.»
    - «Αν και σε ρώτησα σοβαρά δεν επιμένω αν δε θέλεις να απαντήσεις.»
    - «Όχι δεν έχω. Καλά-καλά… Το ξέρεις ότι είσαι το πρώτο ραντεβού μου με αγόρι;»
    - «Δεν έκανες πλάκα το πρωί;» τη ρώτησα ξαφνιασμένος.
    - «Καθόλου.»
    - «Οοοοοκ» είπα νιώθοντας εγώ αυτή τη φορά αμηχανία.
    - «Εσύ έχεις;»
    - «Αγόρι όχι, δεν είναι του γούστου μου» της είπα πειρακτικά.
    - «Κορίτσι;»
    - «Όχι, κάνω τον ιερομόναχο από τον Ιούνη»
    - «Πώς έτσι;»
    - «Μαζευτήκαμε πολλοί και γενικά ούτε αυτό είναι του γούστου μου.»
    - «Τι εννοείς;» με ρώτησε απορημένη.
    - «Μου τα φόρεσε» της είπα.
    - «Άουτς» απάντησε.
    - «Δε βαριέσαι…»
    - «Δε σε πείραξε;»
    - «Με πείραξε που μου τα φόρεσε. Όχι ότι έτρεφα ιδιαίτερα αισθήματα απέναντί της αλλά όσο και αν είναι έτσουξε ελαφρώς»
    - «Φαντάζομαι…»
    - «Δε βαριέσαι, δις. Τουλάχιστον δεν ήταν όπως με τη Σοφία.»
    - «Ποια ήταν η Σοφία;»
    - «Μια συμμαθήτριά μου στο Λύκειο. Δεν ξέρω αν τη θυμάσαι, ψηλή, μαυρομάλλα…»
    - «Όχι, δε τη θυμάμαι.»
    - «Τέλος πάντων. Αυτή ήταν μεγάλη μου καψούρα, είχαμε βγει και μια-δυο φορές μαζί, μάλιστα την τελευταία φορά είχαμε φιληθεί κιόλας. Μη φανταστείς γλώσσα, απλό φιλί στο στόμα.»
    - «Η φαντασία μου δεν φτάνει ούτε το δεύτερο, πόσο μάλλον το πρώτο…» μου είπε με μια δόση πίκρας.
    - «Όπως και να έχει πάνω που έλεγα “εδώ είμαστε” την πέτυχα λίγες μέρες αργότερα να φιλιέται με το μαλάκα το Δημητρόπουλο. Τι του βρήκε του μαλάκα ακόμα δεν έχω καταλάβει. Αυτό Φοίβη είχε τσούξει πολύ περισσότερο. Το φύσαγα και δεν κρύωνε»
    - «Her loss» μου είπε και με έκανε να χαμογελάσω.
    - «Ξέρεις, αυτό είχε γίνει λίγες μέρες πριν το πάρτι. Η Ευτυχία για να ξεφορτωθεί τους γονείς μας με είχε δωροδοκήσει με ένα δεκαχίλιαρο για να κάτσω εγώ στο σπίτι αλλιώς οι γονείς μας δεν θα την άφηναν.»
    - «Και τα πήρες βρε παραδόπιστε;»
    - «Έπρεπε κάπως να βγάλω τα σπασμένα της Σοφίας. Όπως και να έχει δεν είχα ιδιαίτερο κέφι και είχα και τις γκρούπις που με κυνηγούσαν. Η μόνη μου παρηγοριά ήταν η χυλόπιτα που είχε φάει ο Θέμης από τη Μαίρη, τη συμμαθήτριά σας. Η μιζέρια θέλει παρέα, αυτό έχω να δηλώσω.»
    - «Χαχαχα, η Μαίρη γούσταρε εσένα σαν παλαβή, δεν στο είχε πει η Ευτυχία;»
    - «Όχι δε μου το είχε πει αλλά και να μου το είχε πει… Αφενός τη γούσταρε ο Θέμης και αφετέρου ακόμα και αν δεν ήταν ο Θέμης η Μαίρη ήταν πολύ ξινή για τα γούστα μου.»
    - «Σοβαρά μιλάς; Με την αδερφή σου ήταν τα πιο όμορφα κορίτσια της τάξης. Οι μισοί ήταν καψούρηδες με την Ευτυχία και οι άλλοι μισοί με τη Μαίρη.»
    - «Τι να πεις, είμαστε ομορφόσογο»
    - «Είσαστε, όντως. Οι μισές μου συμμαθήτριες ήταν ερωτευμένες μαζί σου. Αν έβλεπες πως με κοίταζαν όταν με είχες πάρει και χορεύαμε… αφού πραγματικά νόμιζα ότι το έκανες μόνο και μόνο για να τους τη σπάσεις.»
    - «Όχι καμία σχέση. Ομολογώ ότι σε έβρισκα πολύ γλυκούλα και η αλήθεια είναι ότι αισθανόμουν κάπως άσχημα που δε μίλαγες εκείνο το βράδυ με κανέναν εκτός από την Ευτυχία.»
    - «Έλα, άσε το δούλεμα.»
    - «Όχι, ειλικρινά σε θεωρούσα γλυκούλα. Μετά που δε σε άφησα ούτε στιγμή δεν το έκανα για να ξεφορτωθώ τις groupies, πραγματικά είχα περάσει πολύ ευχάριστα. Κάποια στιγμή νόμιζα ότι θα κατουρηθώ από τα γέλια»

    Δεν είπε κάτι χαμογέλασε ντροπαλά.

    - «Ξέρεις αυτό που σου είπα το πρωί ήταν αλήθεια. Εκείνο το βράδυ σε είχα ερωτευτεί λίγο, το πάρτι ήταν το highlight των μαθητικών μου χρόνων.»
    - «Μόνο λίγο; Ούτε καν στα πατώματα;»
    - «Εντάξει, το παραδέχομαι. Πολύ.»

    Η ώρα κύλισε ευχάριστα αλλά κατά τις 22:30 με είχε κόψει η λόρδα.

    - «Φοίβη, πεινάς;»
    - «Λίγο, εσύ;»
    - «Εγώ πολύ. Πάμε Λιοντάρια να πάρουμε κανένα σουβλάκι;»
    - «Σουβλάκια ε; Έχω καιρό να φάω, δε θα έλεγα όχι»

    Φωνάξαμε τη σερβιτόρα και πληρώσαμε. Κατηφορίσαμε προς τα λιοντάρια και όταν φτάσαμε πήγα στη Θράκα.

    - «Δε μου λες, τι θέλεις, πίτα ή ψωμί;»
    - «Ψωμί;» με ρώτησε παραξενευμένη.
    - «Χαχα, ξέχασα ότι είσαι καινούρια»
    - «Χμμμ… όχι όχι… Θα προτιμήσω αυτά που ξέρω. Δύο πίτα γύρο» μου είπε.
    - «Δεν έχεις ξαναφάει εδώ, ε;» τη ρώτησα.
    - «Γιατί;» με ρώτησε με περιέργεια.
    - «Γιατί αμφιβάλλω αν θα καταφέρεις να φας έστω και τη μία. Μη με κοιτάζεις έτσι, κι εγώ μια πίττα γύρο θα πάρω. Κάτσε και θα δεις. Πώς το θέλεις;»
    - «Απ’ όλα, όχι τζατζίκι»
    - «Ναι, εδώ δεν βάζουν τζατζίκι. Βάζουν γιαούρτι.»
    - «Γιαούρτι;»
    - «Ναι και όσο και αν σου φαίνεται κάπως, τελικά πάει. Θέλεις γιαούρτι;»
    - «Οκ… ας το δοκιμάσουμε κι αυτό» είπε.

    Πήγα μέσα και ζήτησα δύο γυρόπιτες, έτσι τα λένε στη Βόρεια Αφρική.

    - «Θα κάτσετε εδώ;» με ρώτησε
    - «Ναι, εδώ στο τραπεζάκι» τους είπα. «Και δυο μπύρες».
    - «Καθίστε, θα σας τα φέρουμε εμείς» μου είπαν.

    Γύρισα και κάθισα στο τραπέζι.

    - «Πήρα και δυο μπύρες» της είπα. «Θα πιείς και δεύτερη, έτσι;»
    - «Ναι, σε ευχαριστώ πολύ» απάντησε χαμογελαστή.

    Όταν έφεραν έξω τα σουβλάκι και το είδε για πρώτη φορά γούρλωσε τα μάτια της.

    - «ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΤΗΝΟΣ;» με ρώτησε.
    - «Ένα σου λέω, είμαι στον τρίτο μου χρόνο εδώ και ούτε μια φορά δεν έχω καταφέρει να φάω πάνω από μία πίτα γύρο»

    Σε αντίθεση με εμένα που έφαγα την πίτα μου η Φοίβη κατάφερε να φάει τη μισή και αυτή με το ζόρι.

    - «Νιώθω ότι θα μου βγει από τη μύτη!»

    Πήγα και ζήτησα ένα αλουμινένιο δοχείο για να βάλουμε αυτό που της είχε μείνει.

    - «Θέλεις να περπατήσουμε λίγο να κατέβει;»
    - «Αμφιβάλλω αν θα κατέβει ακόμα και αν ανεβώ Φορτέτσα με τα πόδια» μου δήλωσε.
    - «Καλά, δε χρειάζεται να πάμε Φορτέτσα. Πάμε Κορνάρου, να πάρουμε από εκεί το λεωφορείο»

    Είχαμε πολύ καλό timing, ούτε δύο λεπτά αφού φτάσαμε στην στάση ήρθε το λεωφορείο για Κνωσσό. «Θέλεις να περιμένουμε αυτό για τη Φορτέτσα;» τη ρώτησα
    - «Όχι δε χρειάζεται, θα περπατήσω, άλλωστε είμαι χαμηλά στη Σόλωνος, δεν έχω να ανέβω την ανηφόρα»
    - «Εντάξει τότε» της είπα και μπήκαμε στο λεωφορείο. Είκοσι λεπτά αργότερα μας άφησε μπροστά από την Αθηνά. Κατεβήκαμε και οι δύο. «Θα σε πάω σπίτι σου» της είπα. Ξεκινήσαμε αλλά ούτε τρία λεπτά μετά φτάσαμε μπροστά από το σπίτι στο οποίο νοίκιαζε διαμέρισμα.
    - «Εδώ μένω» μου είπε και μου έδειξε ένα σπίτι με μια μεγάλη αυλή. Στην πόρτα ήρθε τρέχοντας ένας τεράστιος μαύρος σκύλος και, βλέποντάς τον να ποδοβολάει προς το μέρος μας σαν τριχωτός ρινόκερος, τα χρειάστηκα λίγο. Αυτός πάλι σκαρφάλωσε στην πόρτα και κοιτάζοντας τη Φοίβη άρχισε να κουνάει την ουρά του σαν τρελός από τη χαρά. «Να και ο Σίμπα. Τι έρωτας κι αυτός, κάνει το χαλί στην πόρτα μου.»
    - «Τι είναι αυτό το πράγμα» τη ρώτησα με το στόμα ανοιχτό.
    - «Newfoundland ή κάτι τέτοιο. Μην το κοιτάς που είναι σαν άλογο, είναι τελείως χαζοχαρούμενο» είπε και προς επίρρωση έβαλε το χέρι της μέσα από τα κάγκελα με το Σίμπα να τη γλείφει και να τρίβεται πάνω της κοντεύοντας να σπάσει την ουρά του στο κούνημα.
    - «Τουλάχιστον με αυτόν στην πόρτα σου θα κοιμάσαι ασφαλής. Δε μου λες» είπα αλλάζοντας την κουβέντα «αύριο τι ώρες έχεις μαθήματα;»
    - «Αν δεν κάνω λάθος αύριο ξεκινάω πάλι στις 11:00»
    - «Ωραία, θέλεις να πούμε 10:00 στο κυλικείο για καφεδάκι;»
    - «Ναι, πολύ θα το ήθελα» απάντησε χαμογελαστή.
    - «It’s a date then» της είπα.
    - «Δεύτερο σε μια μέρα, θα λιποθυμήσω» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Τυπικά είναι δεύτερο σε δυο μέρες αλλά δε θα τα χαλάσουμε!» της είπα κλείνοντάς της συνωμοτικά το μάτι. «Καληνύχτα Φοίβη»
    - «Καληνύχτα Ανδρέα» μου είπε και μπήκε μέσα και ο Σίμπα σκαρφάλωσε πάνω της. Ναι, την περνούσε στο ύψος και η Φοίβη πρέπει να ήταν κοντά στο 1,70.
    - «Φρόνιμα Σίμπα, κάτσε κάτω» την άκουσα να μαλώνει τρυφερά το κτήνος του πολέμου πηγαίνοντας προς το σπίτι της.

    Χαμογέλασα και έκανα μεταβολή. Πέντε λεπτά αργότερα ήμουν κι εγώ σπίτι.

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  2. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 2ο
    (Φοίβη)

    Με το Σίμπα κολλιτσίδα πήγα στο σπίτι. Κοίταξα το σουβλάκι, δεν πεινούσα καθόλου και δεν υπήρχε περίπτωση να το φάω αύριο κρύο, προς μεγάλη χαρά του Σίμπα ο οποίος το έκανε μια χαψιά. Μαγείρευα και συνήθιζα να του δίνω αποφάγια οπότε δεν είναι να απορείς που είχε αυτοδιοριστεί χαλί στην πόρτα μου.

    Πέρασα μέσα στο σπίτι μου και άφησα την τσάντα μου σε μια καρέκλα στο τραπέζι της κουζίνας. Πήγα στο δωμάτιο και γδύθηκα. Ξεφύσησα από ανακούφιση όταν έβγαλα το σουτιέν. Η αλήθεια είναι ότι είχα φορέσει ένα ζευγάρι από τα καλά μου δαντελωτά εσώρουχα παρόλο που δεν είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου να μείνω με αυτά ή ακόμα περισσότερο χωρίς αυτά. Πρώτο μου ραντεβού πάντως, δεν υπήρχε περίπτωση να πάω με τα καθημερινά μου.

    Όχι απλά πρώτο ραντεβού αλλά και με τον Ανδρέα κιόλας! Είναι αλήθεια ότι κι εγώ ήμουν τσιμπημένη μαζί του στην 3η Γυμνασίου όπως και οι υπόλοιπες συμμαθήτριές μου. Είναι επίσης αλήθεια ότι αν δεν είχε κάνει η Ευτυχία το πάρτι δε θα είχα πάει. Όχι ότι με είχαν καλέσει ποτέ σε άλλο πάρτι για να ξέρω τι θα είχα κάνει στην υποθετική εκείνη περίπτωση.

    Η Ευτυχία ήταν η μόνη με την οποία διατηρούσα διπλωματικές σχέσεις στο γυμνάσιο. Ήταν πολύ όμορφη και καλή μαθήτρια αλλά κανένας δεν την είχε πει ποτέ σπασίκλα ή φυτό, όπως εμένα καλή ώρα. Παρά το γεγονός ότι προσπαθούσα να μη δίνω σημασία θα ήμουν ψεύτρα αν δεν παραδεχόμουν ότι με έτσουζε σε κάποιο βαθμό.

    Περιστέρι, 1989

    - «Φοίβη, το Σάββατο θα κάνω πάρτι για τα γενέθλιά μου, θα έρθεις;» με ρώτησε η Ευτυχία.
    - «Θέλεις να έρθω;» τη ρώτησα
    - «Για να σε προσκαλώ!» μου απάντησε.
    - «Σε ευχαριστώ πολύ. Θα έρθω!» της είπα.
    - «Ωραία, το σπίτι μου ξέρεις που είναι;»
    - «Όχι, πού να ξέρω;»
    - «Πίσω από τη Μέλισσα.»
    - «Εντάξει. Τι ώρα;»
    - «Κατά τις 20:00 θα ξεκινήσουμε, οι γονείς μου θα επιστρέψουν στις 01:00 οπότε κάπου εκεί θα το διαλύσουμε»
    - «Καλά, δε νομίζω ότι θα με αφήσουν να κάτσω μέχρι τόσο αργά, αλλά στις 20:00 θα είμαι εκεί» της είπα.

    Και η μητέρα μου είχε χαρεί και ο πατέρας μου που θα πήγαινα σε πάρτι. Δεν το περίμενα αλλά μου έδωσαν άδεια μέχρι τις 01:00, για εκείνη την εποχή και εκείνη την ηλικία ήταν τεράστιο θέμα.

    Είχα πάει στην ώρα μου και της είχα δώσει και το δώρο της, σε αντίθεση με πολλά από τα γαϊδούρια τους συμμαθητές μου που είχαν έρθει με άδεια χέρια. Ήμουν από τις πρώτες, ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται κατά τις 21:00. Εκτός από συμμαθητές και των τριών τμημάτων στο πάρτι ήταν και ο αδερφός της ο Ανδρέας μαζί με τον κολλητό του, το Θέμη.

    Με τον Ανδρέα ήταν ερωτευμένο το μισό σχολείο. Ψηλός, γύρω στο 1,85, με καστανόξανθο μαλλί και γαλάζια μάτια, ήταν ένας κούκλος. Θυμήθηκα τα δικά μου χαΐρια και αναστέναξα. Από χρώμα και σχήμα ματιών δεν είχα παράπονο, γκριζογάλανα και αμυγδαλωτά ήταν τα δικά μου αλλά είχα και 7 βαθμούς μυωπία στο ένα και 7,5 στο άλλο με αποτέλεσμα να χρειάζεται να φοράω χοντρά γυαλιά. Αυτό σε συνδυασμό με τα σιδεράκια που φορούσα δε με έκαναν ακριβώς υποψήφια για μις Τρίτη γυμνασίου.

    Είχα κάτσει σε μια γωνιά και παρατηρούσα τον κόσμο. Οι συμμαθήτριές μου έκαναν σαν ξελιγωμένες με τον Ανδρέα ο οποίος προσπαθούσε να είναι ευγενικός με όλες. Όταν δε άρχισαν οι μπαλάντες σχεδόν του όρμισαν ποια θα τον πρωτοπάρει να χορέψουν.

    Αναστέναξα και ήπια μια γουλιά από το αναψυκτικό μου. Όπως πάντα κανείς δεν ασχολούνταν μαζί μου αφήνοντάς με στην ησυχία μου. Κοίταξα το ρολόι μου, είχε πάει 23:30, θα έκανα μισή ώρα ακόμα υπομονή και θα επέστρεφα σπίτι.

    Και τότε, θαύμα θαυμάτων με πλησίασε ο Ανδρέας. Δηλαδή στην αρχή δεν κατάλαβα ότι πλησίαζε εμένα, νόμιζα ότι ερχόταν για τη Μαίρη που καθόταν δίπλα μου στον καναπέ και τον κοιτούσε ερωτοχτυπημένη. Σήκωσα να πιώ μια ακόμα γουλιά από το αναψυκτικό μου όταν άκουσα τη φωνή του Ανδρέα.

    - «θα χορέψετε μαζί μου δεσποινίς;»

    Κοίταξα αριστερά και δεξιά να καταλάβω ποιον εννοούσε. Ούτε δεξιά μου είχα κανέναν ούτε αριστερά. Δεν του απάντησα, τον ρώτησα κάνοντας χειρονομία αν εννοεί εμένα. Μου κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

    Να δεις που τον είχαν βάλει να μου κάνει πλάκα θύμωσα μέσα μου.

    - «Έχασες κανένα στοίχημα;» τον ρώτησα κοιτάζοντάς τον καχύποπτη κάνοντάς τον ωστόσο να βάλει τα γέλια.
    - «Όχι» με διαβεβαίωσε.

    Τον κοίταξα για λίγο αναποφάσιστη. Σαν τρελή ήθελα να χορέψω μαζί του αλλά δεν ήμουν σίγουρη ότι δε θέλαν να μου κάνουν κάποια χοντρή πλάκα και δεν ήμουν για τέτοια.

    - «Θα έρθεις παιδάκι μου ή όχι;» με ρώτησε ξανά. Το βλέμμα του ήταν ειλικρινές.
    - “That’s a first” είπα και τον ακολούθησα στο κέντρο του σαλονιού.

    Με έπιασε σφιχτά από τη μέση, τον αγκάλιασα κι εγώ από το σβέρκο και αρχίσαμε να χορεύουμε ανάμεσα στα άλλα ζευγάρια. Έπιασα κάμποσα βλέμμα τα καρφωμένα πάνω μου, αν τα βλέμματα μπορούσαν να πετάξουν φλόγες θα είχα γίνει παρανάλωμα.

    Love hurts, love scars
    Love wound and marks
    Any heart not tough
    Or strong enough

    - “Ανδρέα;» τον ρώτησα ψιθυριστά.
    - «Φοίβη;» μου απάντησε στον ίδιο τόνο.
    - «Μας κοιτάνε περίεργα. Ρε μήπως μου έχεις κολλήσει τίποτα στην πλάτη;» του είπα και έβαλε τα γέλια.
    - «Για αρχή σε έχω πιάσει από τη μέση» μου είπε. Ήταν κι αυτό.
    - «Και είσαι σίγουρος ότι δεν έχεις χάσει κάποιο στοίχημα;»
    - «Σιγουρότατος. Χόρευε ρε βάσανο, δε σ’ αρέσει;»
    - «Μωρέ εμένα μ’ αρέσει, για τις υπόλοιπες συμμαθήτριές μου δεν παίρνω και όρκο» του είπα κάνοντάς τον να γελάσει και πάλι.
    - «Ξυδάκι» είπε. «Άλλωστε χόρεψα ήδη με τέσσερις»
    - «Και βρήκες εμένα και έκλεισες σαν άντρας!» του είπα κάνοντάς τον και πάλι να βάλει τα γέλια.
    - «Τι να πω, είμαι απρόβλεπτος» μου απάντησε.
    - «Εμένα μου λες, κόλπος της ήρθε της Μαίρης όταν ήρθες και ζήτησες εμένα για να χορέψουμε»
    - «Άσε με μωρέ με την ξινή. Αν και ομολογώ ότι η χυλόπιτα που έριξε στο Θέμη ήταν απολαυστική»
    - «Α-χά! Τώρα κατάλαβα το σχέδιό σου, το κάνεις για να εκδικηθείς για το φιλαράκι σου»
    - «Τι να πω, με έπιασες στα πράσα.»

    Συνεχίσαμε να πειραζόμαστε, μου άρεσε που τον έκανα να γελάει και η αλήθεια είναι ότι ομοίως με έκανε και εκείνος να γελάω. Παρακαλούσα να μην τελειώσει το τραγούδι αλλά όπως όλα τα ωραία πράγματα και αυτό έλαβε τέλος. Έκανα να τον αφήσω αλλά ο ίδιος με κράτησε.

    - «Στάσου μύγδαλα» μου είπε κάνοντας με να βάλω πάλι τα γέλια.
    - «Αν έχεις χάσει κάποιο στοίχημα πάντως, πες μου με ποιον είναι για να τον ευχαριστήσω»
    - «Πολλά λες» μου είπε και αρχίσαμε να χορεύουμε το επόμενο τραγούδι.

    Οι μπαλάντες κράτησαν μέχρι το τέλος του πάρτι και ο Ανδρέας δε με άφησε από την αγκαλιά του ούτε για ένα τραγούδι. Οι υπόλοιπες συμμαθήτριές μου ήταν να σκάσουν ενώ τα αγόρια μάλλον θέλαν να του στήσουν αδριάντα που τους είχε αφήσει το πεδίο ελεύθερο. Πόσο μου άρεσε που τον έκανα να γελάει. Με είχε ρωτήσει πράγματα για μένα, που είχα γεννηθεί, που είχα μεγαλώσει, τι ήθελα να κάνω στο μέλλον, έδειχνε πραγματικό ενδιαφέρον, δεν τα έλεγε για να λέει ότι έχει κάτι να πει. Ο ίδιος φέτος θα έδινε για πρώτη φορά πανελλήνιες, ήθελε να σπουδάσει ιατρική. Εγώ του είχα πει ότι θέλω να σπουδάσω επιστήμη υπολογιστών στο Ηράκλειο. Δεν την ήξερε τη σχολή, με ρώτησε γι’ αυτή.

    Η ώρα πέρασε πολύ γρήγορα και κατά τις 01:00 ήρθαν και οι γονείς τους. Πρώτη φορά είχα πάει σε πάρτι και είχα περάσει υπέροχα.

    Στο σχολείο πολύ σπάνια τον έβλεπα καμιά φορά στο προαύλιο ή στους διαδρόμους αν τύχαινε να θέλει να βρει την Ευτυχία. Πάντα ωστόσο με χαιρετούσε και τον χαιρετούσα και πάντα έβρισκε χρόνο για λίγη κουβέντα αν τύχαινε να συναντηθούμε ή στο σχολείο ή τυχαία στο δρόμο.

    Φέτος τέλειωνε το λύκειο, όχι ότι είχε ιδιαίτερη σημασία, η νέα μετάθεση του πατέρα μου είχε βγει και θα μετακομίζαμε οικογενειακώς στη Χίο τον Ιούλιο.

    Όπως και να έχει ο Ανδρέας ήταν το πρώτο και το τελευταίο ερωτικό σκίρτημα των μαθητικών μου χρόνων. Στα τρία χρόνια στην Χίο δεν συνέβη κάτι αντίστοιχο. Στα μέσα της τρίτης λυκείου επιτέλους έβγαλα τα σιδεράκια. Τα δύο μπροστινά μου δόντια είχαν ισιώσει όσο γινόταν, δεν έπαιρνε άλλο. Το καλοκαίρι μεταξύ δευτέρας και τρίτης λυκείου έκανα και εγχείρηση στα μάτια γιατί η μυωπία μου είχε φτάσει στο 9 κάνοντάς με κυριολεκτικά άλλο άνθρωπο. Η μυωπία μου έπεσε στο 1,25 στο ένα μάτι και στο 1,00 στο άλλο. Άλλαξα ζευγάρι γυαλιά και πήρα ένα πιο μοντέρνο, άλλωστε δε χρειάζονταν πλέον οι φακοί να είναι χοντροί σαν πάτοι μπουκαλιών.

    Ως ανταμοιβή μου που κατάφερα να περάσω στη σχολή που είχα ως πρώτη επιλογή άλλαξα κόμμωση, κουρεύοντας το μαλλί μου στους ώμους. Μετά έβαψα και τα μαλλιά μου από καστανό που ήταν το φυσικό μου σε κόκκινο. Η αλήθεια είναι ότι εξακολουθούσα να μη με θεωρώ τίποτα το ιδιαίτερο αν και ομολογουμένως, τουλάχιστον στα δικά μου στα μάτια, υπήρξε σαφής βελτίωση από ένα-δύο χρόνια πριν.

    Στο Ηράκλειο ήρθαμε με τη μητέρα μου στις 10 του Σεπτέμβρη. Στις 15 ξεκινούσαν οι εγγραφές και στις 20 τα μαθήματα και έπρεπε να μαζέψω ένα σωρό χαρτιά. Σταθήκαμε πολύ τυχερές στην εύρεση του σπιτιού, ήταν ουσιαστικά δίπλα στο πανεπιστήμιο και ήταν ένα σχετικά μεγάλο δυάρι, στο ισόγειο ενός διώροφου όπου στον πρώτο όροφο έμενε η γριά σπιτονοικοκυρά μου με τον άντρα της και στο δεύτερο η μία από τις δυο της κόρες με τα παιδιά της.

    Το σπίτι ήταν μέσα σε ένα μεγάλο οικόπεδο και πάνω από 20-25 μέτρα απόσταση από το δρόμο και είχε σχετική ησυχία. Η προηγούμενη νοικάρης ήταν κοπέλα και η σπιτονοικοκυρά ήθελε και η καινούργια να είναι κοπέλα γιατί για κάποιο λόγο θεωρούσε ότι τα κορίτσια είναι πιο ήσυχα.

    Είχαν και ένα τεράστιο σκύλο, τον Σίμπα, δεν είχα ξαναδεί σκυλί τέτοιου μεγέθους, ήταν σα γαϊδούρι. Υποτίθεται ότι ήταν φύλακας αλλά ήταν τελείως χαζοχαρούμενο. Εγώ πάντως δεν είχα ξαναδεί σκύλο να κοιμάται αγκαλιά με τρεις γάτες. Τον τάιζα συχνά και του έκανα πάντα χάδια οπότε δεν είναι να απορείς που με είχε ερωτευτεί κανονικά και με το νόμο.

    Και έτσι βρέθηκα να ταΐζω και τις γάτες οι οποίες για κάποιο λόγο ήταν αυτοκόλλητες μαζί του.

    Μάζεψα τα χαρτιά μου, γράφτηκα στο Πανεπιστήμιο και στις 20 ξεκινήσαν τα μαθήματα. Η μητέρα μου έφυγε στις 24 του μήνα και έτσι για πρώτη φορά έμεινα μόνη μου. Ήταν περίεργο, από τη μία είχα ελευθερία να γυρνάω όπου θέλω, ό,τι ώρα θέλω χωρίς να έχω να δώσω λογαριασμό σε κανέναν και από την άλλη ψεύτρα μην είμαι, μου έλειπαν και οι γονείς μου και το μαλακισμένο το μικρό μου αδερφάκι.

    Όσον αφορά τα μαθήματα τις σχολής… πολλά μαθηματικά τα δύο πρώτα χρόνια ρε αδερφάκι μου. Η συμβουλή που έδιναν όλοι ήταν να ξεμπλέξουμε γρήγορα με τα μαθηματικά ώστε να έχουμε μετά το χρόνο να ασχοληθούμε με τα αμιγώς της επιστήμης υπολογιστών χωρίς να έχουμε το βραχνά τους. Πολλά μαθηματικά, σχεδόν το ένα τρίτο των μαθημάτων της σχολής μου ή -σχεδόν το μισό δικό τους- ήταν κοινά. Και δε λέω, μου άρεσαν τα μαθηματικά, αλλά δεν είχα ακριβώς αυτά στο μυαλό μου όταν έβαλα στόχο να περάσω επιστήμη υπολογιστών.

    Δεν είχα υπολογιστή οπότε για την Pascal-I πήγαινα στα εργαστήρια της σχολής. Τα υπόλοιπα μαθήματα της σχολής έτσι κι αλλιώς γινόντουσαν σε υπολογιστές με UNIX οι οποίοι ήταν απλησίαστοι για οικιακή χρήση.

    Είχα πάει το πρωί να πάρω καφέ στο κυλικείο όταν είδα τον Ανδρέα και στην αρχή νόμιζα ότι κάνανε τα μάτια μου πουλάκια. Τον κοίταξα κάμποση ώρα μέχρι να βεβαιωθώ ότι πράγματι ήταν ο Ανδρέας και τον πλησίασα διστακτικά. Δεν είχα ιδέα αν θα με θυμόταν.

    Όχι απλά με θυμόταν, μόλις είχα γυρίσει από το πρώτο μου ραντεβού μαζί του. Βέβαια για ένα ποτό στο φιλικό με είχε βγάλει ο άνθρωπος αλλά εγώ επέλεξα να το δω ραντεβού. Και μετά μου ζήτησε να βρεθούμε αύριο το πρωί για καφέ.

    Ρε λες; είπα μέσα μου. Μπαααααα. Απλά σε συμπαθεί και χάρηκε που σε είδε.

    Έβαλα το νυχτικό μου και ξάπλωσα. Δεν είχα φέρει τηλεόραση μαζί μου, μόνο το φορητό μου κασετόφωνο. Χαμογελώντας σα χαζή πάτησα το play στο αγαπημένο μου mixed tape με μπαλάντες.

    Love hurts, love scars
    Love wounds and marks
    Any heart not tough
    Or strong enough


    Ο ύπνος με πήρε χωρίς να το καταλάβω. Την άλλη μέρα ξύπνησα γύρω στις 08:30 αλλά μιας και θα πήγαινα για καφέ, δεν έφτιαξα καφέ. Έκανα ένα γρήγορο ντους και έφτιαξα το πρωινό μου και αφού έφαγα, έπλυνα το πιάτο και την κούπα, έβαλα στην τσάντα μου τετράδια και σημειώσεις και κίνησα για το κυλικείο. Στις 10:00 ακριβώς ήμουν εκεί και στο κυλικείο ήταν ο Ανδρέας ο οποίος καθόταν μόνος του σε ένα τραπέζι. Με είδε και μου χαμογέλασε.

    - «Σου πήρα ήδη καφέ» μου είπε.
    - «Σε ευχαριστώ πολύ» του απάντησα χαμογελαστή κι εγώ. Στο κυλικείο είχε αρκετούς φοιτητές και επικρατούσε μια βαβούρα.
    - «Θες να πάμε να κάτσουμε λίγο έξω; Έχει φασαρία» μου είπε.
    - «Αμέ, πάμε!»

    Βγήκαμε έξω. Είχε υπέροχη μέρα, πήγαμε προς το πεζούλι πριν τα σκαλάκια που κατέβαιναν στην στάση της Κνωσσού. Καθίσαμε στο πεζούλι.

    - «Λοιπόν, πώς πέρασες χθες;» με ρώτησε.
    - «Πολύ όμορφα» του απάντησα ειλικρινά.
    - «Ρε συ, γαϊδουριά μου, δε σε ρώτησα χθες. Τι κάνει ο Κωστής;» με ρώτησε αναφερόμενος στο μικρό μου αδερφό. Όχι απλά θυμόταν ότι έχω αδερφό, θυμόταν και πως τον φωνάζουμε.
    - «Μια χαρά είναι, τελειώνει την Τρίτη γυμνασίου φέτος. Ελπίζω να μη βγει άμεσα μετάθεση στον πατέρα μου, να τελειώσει τουλάχιστον το γυμνάσιο εκεί. Μετακόμιση στη μέση της χρονιάς δεν έχει καθόλου πλάκα, been there, done that, twice»
    - «Ναι, μπορώ να το φανταστώ. Α, έχεις χαιρετισμούς από την Ευτυχία, τα είπαμε χθες το βράδυ!»
    - «Επίσης να της πεις όταν ξαναμιλήσετε. Τι κάνει;»
    - «Ξεκινάει και εκείνη σε λίγες μέρες, αρχές Οκτώβρη για την ακρίβεια. Ε, στη σχολή που ήθελε πέρασε, χαρούμενη είναι.»
    - «Μπράβο, πολύ χαίρομαι» απάντησα.

    Σηκώθηκε και έκανε νόημα σε τρεις συμφοιτητές του. Νομίζω ότι ήταν οι ίδιοι με τους οποίους ήταν χθες στο κυλικείο όταν πήγα και τον βρήκα πριν βγούμε έξω. Η αλήθεια είναι ότι απογοητεύτηκα λίγο, ήλπιζα να συνεχίσουμε να μιλάμε μόνοι μας αλλά δεν το έδειξα. Ήρθαν και οι τρεις και ο Ανδρέας μας έκανε τις συστάσεις.

    - «Από εδώ η Φοίβη, συμμαθήτρια της αδερφής μου στο σχολείο. Πρωτοετής στην επιστήμη υπολογιστών. Νίκος, τρίτο έτος βιολογία, Μαρία, τρίτο έτος φυσικό, Ελένη, τρίτο έτος βιολογία»
    - «Χαίρω πολύ παιδιά» τους είπα και έδωσα και στους τρεις το χέρι μου. Ο Νίκος με τη Μαρία ήταν προφανώς ζευγάρι. Σε λίγη ώρα ήρθε και άλλος ένας στην παρέα ο οποίος φίλησε την Ελένη.
    - «Τάσο, από εδώ η Φοίβη» είπε ο Ανδρέας κάνοντας εκ νέου τις συστάσεις. «Μην κάνεις πολύ παρέα μαζί του, θα σε κολλήσει μαθηματικά»
    - «Έλα κρυάδες» είπε ο Τάσος χαμογελώντας ωστόσο. «Μην τους ακούς, Φοίβη!»
    - «Και να ήθελα να κάνω αλλιώς το μισό σας πρόγραμμα είναι κοινό με το δικό μας» του είπα.
    - «Α, επιστήμη υπολογιστών ε;»
    - «Ναι»
    - «Σιδεροκέφαλη» μου ευχήθηκε.

    Συνεχίσαμε την κουβέντα σε παρεΐστικο κλίμα και εγώ κυρίως άκουγα. Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβω και πήγε 11:00 και οι τρεις από τους πέντε είχαμε μαθήματα.

    - «Επί τη ευκαιρία της ενάρξεως της νέας σχολικής χρονιάς, πάμε το βράδυ Ευτύχη;» ρώτησε ο Νίκος
    - «Η καλύτερη ιδέα που έχω ακούσει τον τελευταίο καιρό» είπε ο Ανδρέας και μετά γύρισε προς εμένα. «Ο Ευτύχης είναι ταβέρνα στην 62 Μαρτύρων. Θα τον λατρέψεις.

    Δεν είχα ιδέα που ήταν η 62 Μαρτύρων αλλά ο τρόπος με τον οποίο ο Ανδρέας με συμπεριέλαβε στην βραδινή έξοδο έκανε την καρδούλα μου να χοροπηδήσει. Σηκωθήκαμε και πήγαμε προς τα μέσα για να πάει ο καθένας στα μαθήματά του. Ο Ανδρέας σταμάτησε στην είσοδο και γύρισε προς τα μένα. «Στις 13:00 – 15:00 έχω κενό, θα είμαι εδώ στο κυλικείο». Κοίταξα το πρόγραμμά μου, το δικό μου κενό ήταν 14:00 – 15:00. «Το δικό μου κενό είναι στις 14:00» του είπα. «Ωραία, στις 14:00, εδώ στο κυλικείο» μου είπε χαμογελαστός και κίνησε για μέσα.

    Πήγα κι εγώ στο μεγάλο αμφιθέατρο όπου 11:00 – 13:00 είχα Γραμμική-Ι. Στις 13:00 που τελειώσαμε, πήγαμε στο αμφιθέατρο Γ για εισαγωγή στην επιστήμη υπολογιστών. Στις 14:00 κατέβηκα στο κυλικείο. Δεν είδα πουθενά τον Ανδρέα αλλά μην έχοντας τι να κάνω, πήγα και πήρα ένα καφέ και κάθισα δίπλα στα πινγκ-πονγκ. Λίγη ώρα αργότερα ήρθε και ο Ανδρέας.

    - «Έχω ένα κεφάλι κουδούνι» με πληροφόρησε. «Δε μου λες, έχεις φάει;»
    - «Όχι, μέχρι τώρα είχα μάθημα»
    - «Θα έλεγα μη φας κάτι βαρύ, κράτα δυνάμεις το βράδυ για τον Ευτύχη»
    - «Είσαι… είσαι σίγουρος ότι… ότι θέλετε να έρθω… Εννοώ ότι δεν είναι ανάγκη…»
    - «Φοίβη, κόφ’το γιατί θα με εκνευρίσεις» μου είπε σοβαρός. «Φυσικά και θέλουμε να έρθεις και ακόμα και αν δεν ήθελε κανένας από τους άλλους τέσσερεις, το θέλω εγώ. Are we clear?»
    - «Σ’ ευχαριστώ» του απάντησα χαμογελαστή.
    - «Δε μου λες, ξέρεις ping-pong?» με ρώτησε.
    - «Έχω παίξει δυο-τρεις φορές» του είπα
    - «Έχεις όρεξη; Θα είμαι τρυφερός μαζί σου» μου είπε κοιτάζοντάς με σκανταλιάρικα
    - «Η μισή ντροπή δική μου, η μισή ντροπή δική σου» του απάντησα πειρακτικά.

    Παίξαμε για λίγη ώρα, ο φουκαράς κυνήγησε πολύ μπαλάκι, ήμουν τελείως ατσούμπαλη. Δεν έδειξε να τον πειράζει, πάντως. Παίξαμε μέχρι τις 15:00 όπου έπρεπε να επιστρέψουμε και οι δύο στα μαθήματά μας.

    - «Λοιπόν, έχω συνεννοηθεί με τους άλλους, θα βρεθούμε στον Ευτύχη στις 21:00 και επειδή είναι ελαφρώς στου διαόλου τη μάνα όσο νωρίτερα ξεκινήσουμε τόσο το καλύτερο, θα πρέπει να πάρουμε δύο συγκοινωνίες και όπως ίσως έχεις διαπιστώσει δεν είναι ιδιαίτερα τακτικές»
    - «Τελειώνω στις 18:00 τα μαθήματά μου» του είπα. «Θέλω να ετοιμαστώ και λίγο, να πούμε στις 19:00;»
    - «Μια χαρά, τα λέμε στις 19:00 λοιπόν. Άντε, καλό μάθημα» μου είπε και έφυγε.

    Στις 17:00, μια ώρα νωρίτρα απ' όσο είχα αρχικά υπολογίσει, και αφού τελείωσα με τα μαθήματά μου γύρισα σπίτι. Πεινούσα αλλά ακολουθώντας τη συμβουλή του Ανδρέα έφαγα ένα τοστάκι. Έκανα ένα ντουζάκι στα γρήγορα αλλά δεν έφαγα πολύ ώρα με το ντύσιμο δεδομένου ότι θα πηγαίναμε σε ταβέρνα. Ένα απλό κοντομάνικο μπλουζάκι, τζιν και σνίκερς. Τέλειωσα γρήγορα και μην έχοντας τι άλλο να κάνω κάθισα να λύσω ασκήσεις απειροστικού-Ι. Τέλειωσα και με αυτά γύρω στις 18:30 και μην έχοντας τι άλλο να κάνω αποφάσισα να πάω στο Πανεπιστήμιο να δω και λίγο κόσμο.

    Στο πανεπιστήμιο είχε αρκετό κόσμο, άλλωστε υπήρχαν μαθήματα μέχρι τις 21:00. Στο πρώτο εξάμηνο δεν είχα κανένα μάθημα που να τελειώνει μετά τις 17:00 αλλά απ’ ότι είχα μάθει από το δεύτερο έτος και μετά θα περνούσα πολλά απογεύματα και νύχτες στην πτέρυγα Γ’ όπου ήταν τα unix workstations.

    Είχα πιει ήδη δύο καφέδες και δεν ήθελα τρίτο. Πήγα και πήρα ένα φυσικό χυμό πορτοκάλι. Στο κυλικείο δεν ήταν κανένας συμφοιτητής μου και ο Ανδρέας δεν είχε έρθει ακόμα. Κίνησα να πάω να κάτσω έξω όταν είδα μια κοπέλα να μου κάνει νόημα. Η Ελένη ήταν, η συμφοιτήτρια του Ανδρέα. Καθόταν μόνη της σε ένα τραπέζι οπότε πήγα κι εγώ.

    - «Καλησπέρα» της είπα
    - «Καλησπέρα» μου απάντησε χαμογελαστή.
    - «Σε λίγο θα έρθει και ο Τάσος, ο Νίκος με την Μαρία θα πάνε κατευθείαν στον Ευτύχη με το μηχανάκι του Νίκου.»
    - «Δεν έχω ιδέα που είναι η 62 Μαρτύρων» της είπα.
    - «Ξέρεις που είναι η Χανιόπορτα;» με ρώτησε αλλά δεν είχα ιδέα. «Καλά, δεν πειράζει. Κανονικά θέλει δύο συγκοινωνίες αλλά σήμερα θα πάμε με το αυτοκίνητο του Τάσου.»
    - «Ο Ανδρέας μου είχε πει ότι είναι μακριά και θα μας έπαιρνε ώρα, γι’ αυτό μου είπε να βρεθούμε εδώ.»
    - «Δε χρειάζεται τελικά, από τη στιγμή που Νίκος και Μαρία θα πάνε κατευθείαν εκεί. 6 μπορεί να μη χωράει το πενταράκι του αλλά τέσσερις χωράμε.»
    - «Ωραία» είπα χαμογελώντας.
    - «Για πες, από που τον ξέρεις τον μορφονιό;» με ρώτησε και έβαλα τα γέλια.
    - «Είναι ο αδερφός μιας συμμαθήτριας που είχα στο γυμνάσιο, πριν φύγουμε από Αθήνα για Χίο.»
    - «Χίο;»
    - «Ναι, ο πατέρας μου είναι στρατιωτικός»
    - «Για λέγε!»
    - «Ε, αυτό. Και να ξέρεις δεν είναι ο μόνος όμορφος στο σόι του, η αδερφή του η Ευτυχία είναι μια κούκλα.»
    - «Το ξέρω, την έχω γνωρίσει. Είχε έρθει φέτος μετά τις πανελλήνιες και είχε κάτσει όλο τον Ιούλη» Έβαλε τα γέλια μόνη της σαν κάτι να σκέφτηκε και την κοίταξα ερωτηματικά «Τίποτα, απλά τον Ιούλη ο Ανδρέας ανακάλυψε ότι έχει πολλούς φίλους» και όταν κατάλαβα τι εννοούσε έβαλα τα γέλια κι εγώ με τη σειρά μου.
    - «Έχω να τη δω τρία χρόνια αλλά μπορώ να φανταστώ» απάντησα.
    - «Άρα δεν κάνατε παρέα στο σχολείο, ε;»
    - «Παρέα; Ούτε καν. Πρώτη φορά τον είδα από κοντά σε πάρτι που είχε κάνει η αδερφή του. Όταν ήρθε και μου ζήτησε να χορέψουμε στην αρχή νόμιζα πραγματικά ότι είτε είχε χάσει κάποιο στοίχημα είτε τον είχαν βάλει να κάνει χουνέρι στο φυτό της τάξης είτε για να ξεφορτωθεί τις groupies του» είπα κάνοντάς την Ελένη να γελάσει. «Ο πρίγκηπας και ο βάτραχος, πραγματικά… και μου είπε ότι με έβρισκε γλυκούλα, άντε βγάλε άκρη.»
    - «Βάτραχος; Κι εγώ σε βρίσκω πολύ γλυκιά» μου είπε κάνοντάς με να κοκκινήσω.
    - «Είναι που δε με έχεις προλάβει με σιδεράκια και γυαλιά με πάτους μπουκαλιού από μπύρα»
    - «Και σε φίλησε και έγινες πριγκίπισσα;» μου είπε κοροϊδευτικά.
    - «Αν με είχε φιλήσει θα είχαν συμβεί δύο πράγματα: Ένα, θα είχα λιποθυμήσει και δύο θα με λιντσάρανε οι θαυμάστριές του» είπα κάνοντας την Ελένη να γελάσει εκ νέου.

    Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε χαμογελαστός και ο περί ου ο λόγος μορφονιός. «Γεια σας, γεια σας» μας είπε χαρίζοντάς μας ένα αστραφτερό χαμόγελο. «Τι λέγατε;»

    - «Εδώ, λέγαμε με τη Φοίβη που γνωριστήκατε.»
    - «Ιστορία κι’ αυτή. Μη το πεις ποτέ στην Ευτυχία αλλά τελικά το είχα διασκεδάσει εκείνο το βράδυ. Από τη μία το δεκαχίλιαρο με το οποίο με είχε δωροδοκήσει για να κάτσω να κάνω τον κηδεμόνα στα πιτσιρίκια, από την άλλη η χυλόπιτα που είχε ρίξει μια συμμαθήτριά της στον λιγούρη τον κολλητό μου και από την τρίτη η σιγανοπαπαδιά από εδώ που με είχε κάνει να μη μου μείνει άντερο από τα γέλια, το είχα διασκεδάσει αφάνταστα»
    - «Ναι, αυτό έλεγε πριν από λίγο.»
    - «Η Μαρία και ο Νίκος;» ρώτησε αλλάζοντας θέμα ο Ανδρέας.
    - «Θα πάνε με το μηχανάκι του Νίκου, θα βρεθούμε εκεί κατευθείαν. Τώρα, περιμένω στις 19:00 να τελειώσει και Τάσος το μάθημά του και θα πάμε με το αυτοκίνητο του Τάσου. Αν και σήμερα έχει μάθημα με την Σούζι που τσούζει, όπως τη λέει ο ίδιος, οπότε δεν ξέρω σε τι νοητική κατάσταση θα είναι.»
    - «Σούζι που τσούζει;» είπα βάζοντας τα γέλια.
    - «Ναι, η Σουζάνα η Παπαδοπούλου.»
    - «Την έχω στον Απειροστικό-Ι, μια χαρά μου φαίνεται»
    - «Ε, θα το διαπιστώσεις στην εξεταστική το Γενάρη» μου είπε.
    - «Ο Τάσος είναι μεταπτυχιακός και αφού η Σούζι τον τσούζει ποια είμαι εγώ να του χαλάσω το χατίρι» είπε κάνοντάς και εμένα και τον Ανδρέα να γελάσουμε.
    - «Κορίτσια, είστε για μια παρτίδα uno» ρώτησε ο Ανδρέας.

    Δεν το ήξερα το παιχνίδι, μου το εξήγησαν. Είχε πολλή πλάκα τελικά. Γύρω στις 19:00 ήρθε και ο Τάσος και εκεί αποφάσισαν να με μάθουν να παίζω μπιρίμπα. Ευτυχώς τα παίρνω εύκολα τα γράμματα και έμοιαζε με το κουμκάν και το Θανάση τα οποία με είχε μάθει ο πατέρας μου οπότε δεν δυσκολεύτηκα να καταλάβω τους κανόνες.

    - “Your third milestone” είπε ο Ανδρέας χαμογελώντας. «Δε μπορείς να θεωρείς ότι έζησες φοιτητικά χρόνια στο Ηράκλειο αν δεν έχεις κάνει τα παρακάτω: α) Να πας για μπύρα στο Αυγό, β) να φας πιτόγυρο με γιαούρτι στα Λιοντάρια γ) αν δεν έχεις παίξει μια παρτίδα μπιρίμπα στο κυλικείο, δ) αν δεν έχεις φάει στον Ευτύχη»
    - «Έχει και άλλα;» ρώτησα.
    - «Ουυυυυυ. Το Σάββατο θα έχει το πέμπτο Milestone, σαββατόβραδο στη Χιτζάζ»
    - «Βασικά το Σάββατο λέγαμε να πάμε Ραφιναρία» είπε η Ελένη.

    Μην ξέροντας ούτε το ένα ούτε το άλλο κοίταζα πότε την Ελένη και πότε τον Ανδρέα.

    - «Καλά, Ραφιναρία τότε» είπε και γύρισε προς εμένα «Θα πάμε αργότερα Χιτζάζ»
    - «Τι είναι η Ρανιφαρία ρε παιδιά;» ρώτησα η αθώα.
    - «Κλαμπ»

    Δεν είχα πάει ποτέ σε κλαμπ.

    - «Κυριακή, αν καταφέρουμε να ξυπνήσουμε λέω να πάμε για μπάνιο Κοκκίνη Χάνι» είπε ο Τάσος.
    - «Αν μας κάνεις τον ταρίφα» είπε ο Ανδρέας.
    - «Mathematician to the rescue» απάντησε ο Τάσος.

    Εγώ χαμογελούσα σα χαζό. Ένιωθα πρώτη φορά να ανήκω σε μια παρέα και μάλιστα εκ των οποίων ο μικρότερος πέραν από εμένα ήταν πάνω από 21 χρονών. Εγώ μόλις στα μέσα του Ιούλη είχα κλείσει τα 18 μου. Δεν ήξερα για την Μαρία και τον Νίκο αλλά Ανδρέας/Τάσος και Ελένη με είχαν υιοθετήσει.

    Με γέλια και εκατέρωθεν πειράγματα ξεκινήσαμε στις 20:30 να πάμε στον Ευτύχη. Ο Τάσος είχε ένα Ρενό 5 και μπροστά κάθισε ο Ανδρέας γιατί πίσω δε χώραγε οπότε αναγκαστικά καθίσαμε εγώ με την Ελένη. Οι υπόλοιποι φλυαρούσαν στο αυτοκίνητο ενώ εγώ απολάμβανα τη διαδρομή, καθώς δεν είχα πάει ποτέ εκεί που πηγαίναμε τώρα. Με το αυτοκίνητο δεν πήρε πάνω από 20 λεπτά, είμασταν στον Ευτύχη στις 20:50. Δε θα πω ότι μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ως ταβέρνα, θα την έλεγα μάλλον άσχημη και μεταξύ μας δεν καταλάβαινα προς τι ο έρωτας που του είχαν. Πέντε λεπτά αργότερα ήρθε ο Νίκος με τη Μαρία και ήρθαν να μας πάρουν παραγγελία.

    - «Μια πατάτες, μια σαλάτα, μια τζατζίκι, μία φέτα για αρχή» είπε ο Ανδρέας. «Εγώ λέω σήμερα να πάρω μια παϊδάκια». Οι υπόλοιποι έκαναν τις παραγγελίες τους αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει. «Πάρε μπιφτέκι, θα με θυμηθείς» μου είπε ο Ανδρέας βοηθώντας με να λύσω το γόρδιο δεσμό.

    Μεταξύ μας, αν και ποτέ δεν έτρωγα πολύ, τα συνοδευτικά μου φάνηκαν λίγα για έξι άτομα. Από την άλλη ούσα η καινούργια της παρέας κράτησα το στόμα μου κλειστό και ευτυχώς να λέω γιατί όταν άρχισαν να μας φέρνουν τα φαγητά το σαγόνι μου έπεσε στο πάτωμα. Η «μια πατάτες», «μια χωριάτικη» ήταν μια γαβάθα πατάτες και μια λεκάνη χωριάτικη. Η φέτα και το τζατζίκι ήταν σε δύο ξεχωριστά μεγάλα πιάτα και ίσα που χωρούσαν. Άρχισα να αμφιβάλλω ότι 6 άτομα θα καταφέρναμε να φάμε μόνο αυτά και επιπλέον ο καθένας είχε και την ατομική του μερίδα.

    Γεμίσαν όλοι τα ποτήρια μας με μπύρα και τσουγκριστήκαμε

    - «Άντε, καλώς ήρθες Φοίβη» είπε ο Νίκος. «Οι υπόλοιποι, καλό χειμώνα, καλά μυαλά, καλό μπάρκο και καλά κρασιά» συμπλήρωσε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.

    Περνούσα Υ-Π-Ε-Ρ-Ο-Χ-Α. Η αίσθηση του ανήκειν ήταν πρωτόγνωρη για μένα που τα μαθητικά μου χρόνια τα είχα περάσει μονάχη και στη σκιά. Με είχαν υιοθετήσει, όλοι. Με τσίγκλαγαν και με πείραζαν και γελούσαν με τα αστεία μου και με έκαναν να νιώθω σα να τους ξέρω χρόνια. Το τι δούλεμα έφαγα όταν γούρλωσα τα μάτια κοιτώντας το μπιφτέκι το οποίο ξεχείλιζε από το πιάτο δε λέγεται.

    - «What the fuck is this?” είπα κοιτώντας το πιάτο μου αποσβολωμένη
    - «Έπαθε Ευτύχη» είπε ο Ανδρέας και βάλανε όλοι τα γέλια. “Another one bites the dust”
    - «Εισπνοή-εκπνοή, εισπνοή-εκπνοή» μου είπε η Μαρία.
    - «Σάλιο και υπομονή, σάλιο και υπομονή» είπε κάνοντάς μου ταπ-ταπ στην πλάτη ο Τάσος κάνοντάς τους όλους να ξεραθούν εκτός από μένα που δεν ήξερα τη φράση. Κοίταξα τον Ανδρέα ερωτηματικά κερδίζοντας άλλο ένα γύρο γέλιου. «Θα σου πω άλλη ώρα, δεν είσαι να μας μείνεις.»

    Εγώ δεν κατάφερα να φάω ούτε το ένα τρίτο του κτήνους που μου είχαν φέρει όσο νόστιμο και αν ήταν και ομολογώ ότι δεν είχα δοκιμάσει πιο νόστιμο μπιφτέκι στα 18 χρόνια της ζωής μου. Μας έφερε ατομικά δοχεία μίας χρήσης για να βάλουμε μέσα ό,τι περίσσεψε αλλά ακόμα και έτσι ο Σίμπα θα έκανε πάρτι σήμερα, μια σακούλα με κόκκαλα και κρέας.

    Στην επιστροφή ο Τάσος άφησε εμένα και τον Ανδρέα στην Αθηνά. Χαιρετίσαμε Τάσο και Ελένη ο οποίος έκανε μια παράνομη, του κερατά, αναστροφή , αλλά έτσι κι αλλιώς η Κνωσσού ήταν άδεια και έφυγαν αφήνοντάς μας μόνους.

    - «Λοιπόν, πώς σου φάνηκε;» με ρώτησε ο Ανδρέας ενώ με συνόδευε προς το σπίτι μου.
    - «Ήταν υπέροχα, δεν έχω λόγια!» του είπα ειλικρινά.
    - «Είδες, στα καλύτερα σε πάω» μου είπε και μου έκλεισε το μάτι.
    - «Δεν έχω λόγια να σε ευχαριστήσω» απάντησα σοβαρή.
    - «Έλα παιδάκι μου χαλάρωσε, δεν έκανα και τίποτα!»
    - «Για σένα δεν είναι τίποτα… αλλά για μένα… Κανένας… κανένας δε μου είχε φερθεί ποτέ έτσι» του είπα σχεδόν με σπασμένη φωνή.
    - «Τι ώρα έχεις μάθημα αύριο;» με ρώτησε αλλάζοντας κουβέντα και κάνοντάς με να αλλάξω δέκα χρώματα καθώς φάνηκε ότι τον έφερα σε δύσκολη θέση.
    - «Παρασκευούλα ζάχαρη» του είπα. «Μάθημα 13:00-17:00»
    - «Τυχερή. Εγώ έχω μάθημα στις 09:00 και τελειώνω στις 11:00 και μετά έχω κενό μέχρι τις 13:00 κι εγώ αν και αύριο τελειώνω στις 19:00. Θα έρθεις για καφέ στις 11:00;»
    - «Τρίτο ραντεβού σε τρεις μέρες; Ουάο» του είπα αστειευόμενη.
    - «Εγώ στο είπα, στα καλύτερα σε πάω»
    - «Στις 11:00 λοιπόν στο κυλικείο» είπα χαμογελαστή. Είχαμε σταθεί έξω από την πόρτα την οποία ο Σίμπα είχε καβαλήσει και μας κοίταζε ενώ η ουρά του πηγαινοερχόταν σαν τρελή. Και μετά μύρισε το φαγητό και κόντεψε να τη σπάσει από την προσμονή. «Λοιπόν, πάω μέσα να τον ταΐσω γιατί θα πάθει καμιά ζημιά στην ουρά και θα το έχω τύψεις. Καληνύχτα» του είπα
    - «Καληνύχτα Φοίβη! Τα λέμε το πρωί» μου είπε χαμογελώντας μου.

    Αναστέναξα και έμεινα να τον κοιτάζω που απομακρυνόταν. Το τσίμπημα που ένιωθα για εκείνον στην τρίτη Γυμνασίου είχε επανέρθει with vengeance. Με επανάφερε στην τάξη ο Σίμπα γαυγίζοντάς μου παραπονιάρικα. Μπήκα μέσα και όπως πάντα σηκώθηκε πάνω μου και κόντεψε να με ρίξει κάτω. Μου έριξε ένα γλείψιμο στα μούτρα, το σίχαμα, και κατέβηκε και μύρισε τη σακούλα ενώ η ουρά του κόντευε να ξεκολλήσει από το κούνημα.

    Πήγαμε συνοδεία στο σπίτι και του έβαλα τη σακούλα στην κατσαρόλα του στην οποία ρίχτηκε λες και είχε να φάει από πέρσι να πούμε. Μπήκα στο σπίτι, έβγαλα τα ρούχα μου και το σουτιέν και μένοντας μόνο με το κιλοτάκι πήγα στο μπάνιο και έπλυνα το πρόσωπό μου. Όταν τέλειωσα, φόρεσα το νυχτικό μου και ξάπλωσα στο κρεββάτι κάνοντας ταβανοθεραπεία καθώς στη σκέψη μου έφερνα συνέχεια τον Ανδρέα και ο ύπνος άργησε να με πάρει.

    Το πρωί ξύπνησα στις 10:00. Έκανα ένα γρήγορο ντουζάκι και έφτιαξα το πρωινό μου. Βαριόμουν να κάτσω σπίτι και στις 11:00 είχα ραντεβού με τον Ανδρέα οπότε αποφάσισα να πάω από νωρίς στο κυλικείο.

    Ήταν πολύ όμορφη μέρα και έκανε ζέστη. Την Κυριακή θα πηγαίναμε και για μπάνιο αλλά δεν είχα φέρει μαγιό μαζί μου, θα έπρεπε να ρωτήσω Μαρία ή Ελένη για κάποιο μαγαζί ώστε να πάρω. Στο κυλικείο δεν είχε πολύ κόσμο. Παράγγειλα ένα καφέ για μένα και ένα για τον Ανδρέα αν και το πιο πιθανό ήταν να έχει πάρει ήδη από το πρωί.

    Στις 11:05 ήρθε και με βρήκε ο Ανδρέας. Του χάρισα το πιο γλυκό μου χαμόγελο.

    - «Καλημέρα» του είπα. «Σου πήρα καφεδάκι»
    - «Σε ευχαριστώ Φοίβη μου» μου είπε χαρίζοντας μου ένα λαμπερό χαμόγελο. Έτσι, μερικές μέρες αξύριστος, ήταν ένας κούκλος. «Κοιμήθηκες καλά;»
    - «Σαν πουλάκι» του είπα ψέματα. Τι να του έλεγα, «ξενύχτισα στην πόρτα σου και σιγοτραγουδώ»; «Πώς ήταν το μάθημά»
    - «Βαρετό. Ουφ, έχεις όρεξη για μια παρτίδα τάβλι;»
    - «Αμέ!» του είπα και πήγε και έφερε ένα τάβλι. Πήρα τα άσπρα, πήρε τα πράσινα και ξεκινήσαμε. Πήρα μονό τις πόρτες, μου πήρε μονό το πλακωτό αλλά στο φεύγα υπέστην πανωλεθρία, μου το πήρε διπλό. Κέρδισα ξανά στις πόρτες μειώνοντας σε 3-2 αλλά στο επόμενο πλακωτό μου έπιασε την παραμάνα και κερδίζοντας και εκείνο διπλό με κέρδισε 5-2.
    - «Σήμερα το βράδυ έχει μεξικάνικο» μου ανακοίνωσε. Δεν είχα φάει ποτέ μεξικάνικο.
    - «Milestone και αυτό;» τον ρώτησα.
    - «Εννοείται!» μου είπε. «Οι άλλοι θα έρθουν;» τον ρώτησα. «Δεν έχω ιδέα, τους ρωτάμε και μαθαίνουμε» μου απάντησε. «Έρθουν δεν έρθουν όμως εμείς θα πάμε» μου είπε.
    - «Αμέ!» του είπα ενθουσιασμένη.

    Λίγη ώρα αργότερα ήρθε και η Ελένη με τη Μαρία. Τάσος και Νίκος είχαν μάθημα. Ο Ανδρέας είπε στα κορίτσια για το βράδυ και έλαβε διαβεβαίωση και από τις δύο ότι θα το πουν σε Τάσο και Νίκο αντίστοιχα. Κάποιος φώναξε τον Ανδρέα και σηκώθηκε να πάει να τον βρει αφήνοντάς με μόνη μου με τα κορίτσια τα οποία με αρχίσαν στο ψιλό γαζί.

    - «Κλείσε το στόμα κυκλοφορούν μύγες» είπε η Μαρία.
    - «Εμπρός Ανδρέα για μία Φοίβη νέα» είπε η Ελένη κάνοντάς με να κοκκινήσω.

    Εγώ κοίταζα τα πόδια μου αμήχανη.

    - «Έλα σε πειράζουμε χαζούλα, μη χαλιέσαι» μου είπε η Μαρία.
    - «Άλλωστε… αμοιβαία τα αισθήματά μωρό μου, αμοιβαία τα αισθήματα» συμπλήρωσε η Ελένη
    - «Ε;» τους είπα κοιτάζοντάς και τις δύο σα χαζή.
    - «Τι ε; Μόνο εσύ νομίζεις ότι τον κοιτάς και σου τρέχουν τα σάλια; Έχεις δει πως σε κοιτάζει;»

    Πώς με κοίταζε; Ιδέα δεν είχα!

    - «Εεε… εεεχμ» πήγα να πω αλλά εκείνη τη στιγμή γύρισε ο Ανδρέας.
    - «Τι λέγατε;»
    - «Τι είναι ο άνθρωπος, τι είναι η κοινωνία»
    - «Άσχετο» είπα βρίσκοντας τη μιλιά μου. «Έχετε να μου προτείνετε κάποιο καλό μαγαζί με γυναικεία; Δεν έχω φέρει μαγιό μαζί μου για την Κυριακή»
    - «Ναι, ξέρω εγώ» είπε η Μαρία. «Και τώρα που το λες κι εγώ θέλω να πάρω μαγιό. Πάμε αύριο το πρωί αν είναι, Ελένη θα έρθεις κι εσύ;»
    - «Αχ θα με βάλετε σε έξοδα» είπε προσπαθώντας να αντισταθεί - όχι ιδιαίτερα σθεναρά - στον πειρασμό. «Μαρία, ποιο λες, στην Κορνάρου;»
    - «Ναι, αυτό λέω»
    - «Συμφωνώ. Να πούμε αύριο κατά τις 12:00 εδώ και να κατεβούμε όλες μαζί;» ρώτησε η Ελένη.
    - «Ναι» απαντήσαμε και οι δύο.

    Η μέρα κύλισε σχετικά γρήγορα και στις 20:00 βρεθήκαμε όλοι μαζί. Ο Τάσος είχε μάθημα μέχρι τις 21:00 αλλά είχε διαβεβαιώσει μέσω της Ελένης ότι θα μας έβρισκε στο Μεξικάνικο. Μιας και η Μαρία θα κατέβαινε με το Νίκο, με το λεωφορείο κατεβήκαμε ο Ανδρέας, εγώ και η Ελένη. Πήγαμε στο μεξικάνικο και βρήκαμε ότι Νίκος και Μαρία ήταν εκεί ήδη.

    Καθίσαμε και μέχρι να αποφασίσουμε τι θα παραγγείλουμε μας έφερε μαργαρίτες. Ούτε αυτό το είχα δοκιμάσει ποτέ, τελικά ήταν πολύ ωραίο! Σα γρανίτα. Ο Ανδρέας μου εξήγησε τα φαγητά και ήρθε ο σερβιτόρος για να πάρει την παραγγελία. Ξεκίνησε μαζί μου. Του είπα τι θέλω.

    - «Πόσα Φ;» με ρώτησε.
    - «Ορίστε;» ρώτησα κοιτώντας τον με απορία αλλά πρόλαβε να απαντήσει για μένα ο Ανδρέας «0 Φ, πρώτη φορά τρώει εδώ»

    Ομοίως 0 Φ πήραν το φαγητό τους Ελένη και Μαρία ενώ ο Ανδρέας το δικό του το ζήτησε με ένα Φ.

    - «Τι είναι αυτό το Φ ρε παιδιά;» τους ρώτησα.
    - «Πόσα ΦΟΥΥΥ ΦΟΥΥΥ θέλεις να κάνεις τρώγοντας μια δαγκωνιά» εξήγησε ο Ανδρέας και τον κοίταξα εξακολουθώντας να μην καταλαβαίνω.
    - «Πόσο καυτερό να είναι» είπε η Μαρία. «Για σήμερα τη βγάζεις καθαρή αλλά it’s a rite of passage να έχεις φάει τουλάχιστον μία φορά 2Φ»
    - «Μέχρι πόσο πάει;» ρώτησα
    - «Το τρία Φ σύμφωνα με τους μύθους είναι το ισοδύναμο του να φας αναμμένο ναπάλμ. Δεν ξέρω κάποιον να το έχει δοκιμάσει» είπε χαμογελαστός ο Ανδρέας.
    - «Ωστόσο αν είσαι αμάθητη και με το 1 Φ μπορεί να βάλεις τα κλάματα» συμπλήρωσε η Ελένη.
    - «Και με όλα αυτά που μου λέτε περιμένετε να φάω 2Φ;» τους ρώτησα.
    - «Ναι και αν νομίζεις ότι το χειρότερο είναι όταν το φας… που να δεις το μετά» είπαν και βάλανε και οι τρεις τα γέλια κάνοντάς με να κοκκινήσω αλλά να βάλω κι εγώ τα γέλια όταν κατάλαβα τι εννοούσαν.

    Λίγη ώρα αργότερα ήρθε και ο Τάσος και έκανε και αυτός την παραγγελία του. Δεν είχα φάει ξανά στη ζωή μου μεξικάνικο αλλά το φαγητό ήταν απίθανο. Ο Ανδρέας με πληροφόρησε ότι τρώγαν εδώ τουλάχιστον μια φορά κάθε δύο εβδομάδες. Όπως και χθες η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβω. Κατά τις 23:00 είπαμε να το διαλύσουμε.

    Τα ζευγάρια θέλαν να βρεθούν μόνα τους οπότε μας άφησαν.

    - «Τι θες να κάνουμε, θέλεις να γυρίσουμε σπίτι;» με ρώτησε.
    - «Όχι, θα ήθελα να κάτσουμε αν θέλεις κι εσύ» του απάντησα.
    - «Θέλω» μου είπε χαμογελαστός και μου έδωσε το μπράτσο του. «Πάμε Χιτζάζ» μου είπε και συμπλήρωσε «Δεν είναι μακριά, στο τέλος της Κοραή πριν την πλατεία Ελευθερίας»
    - «Ακόμα ένα milestone» του είπα κάνοντάς τον να χαμογελάσει.

    Η Χιτζάζ ήταν ένα διώροφο μπαρ. Είχε πολύ κόσμο και στον πρώτο και στον δεύτερο όροφο αλλά εμείς καθίσαμε στο δεύτερο, όρθιοι στη μπάρα. Αυτές οι τελευταίες μέρες ήταν πραγματικό ροντέο, λες και είχε ανοίξει μπροστά μου μια πόρτα σε ένα υπέροχο μαγικό κόσμο που μέχρι τα 18 μου δεν είχα καν ονειρευτεί. Η μουσική, οι φωνές, η κάπνα. Ένιωθα μια γλυκιά ζαλάδα που δεν ήταν από το ποτό, ένιωθα ότι θα σκάσω από τη χαρά μου.

    Ο Ανδρέας είχε πολλά κέφια και με τσίγκλαγε και με πείραζε συνέχεια και όσο πιο πολύ γελούσα τόσο πιο πολύ ένιωθα να τον ερωτεύομαι.

    Ναι, να τον ερωτεύομαι.

    Μαρία και Ελένη με είχαν διαβεβαιώσει ότι και εκείνος ήταν τσιμπημένος μαζί μου αλλά δεν μπορούσα να τις πιστέψω, δεν μπορούσα καν να διανοηθώ ότι ένα αγόρι σαν τον Ανδρέα θα καταδεχόταν να γυρίσει να κοιτάξει το ασχημόπαπο.

    Είχε πάει σχεδόν τρεις και είχε ακόμα κόσμο. Πρώτη φορά στη ζωή μου καθόμουν τόσο αργά. Κάποια στιγμή το γύρισε στις μπαλάντες.

    - «Το τραγούδι μας» είπε ενθουσιασμένος ο Ανδρέας.

    Wait, what?

    Δε μου έδωσε ευκαιρία να απαντήσω, με πήρε σφιχτά στην αγκαλιά του ενώ έπεφταν οι πρώτες νότες του Love hurts. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει μέσα στο στήθος μου. Με κρατούσε σφιχτά από τη μέση, με είχε κολλήσει πάνω του. Τον αγκάλιασα από το σβέρκο και σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα.

    Και εκεί με φίλησε.

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  3. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 3ο
    (Ανδρέας)

    Μπορεί η ίδια να μην έβρισκε τον εαυτό της ωραίο αλλά εγώ τη θεωρούσα πολύ γλυκούλα ακόμα και όταν φορούσε τα σιδεράκια και τα πατομπούκαλα. Στην αρχή είχα τρομάξει να τη γνωρίσω, είχε ψηλώσει κάμποσο από τότε που την είχα δει για τελευταία φορά, είχε βγάλει τα σιδεράκια και είχε κόψει το μαλλί της στο ύψος των ώμων. Αν ήταν μια φορά γλύκα πριν 4 χρόνια πλέον ήταν δέκα. Διαθέτοντας γλυκιά κοριτσίστικη φωνή και απίθανο χιούμορ ήταν ακριβώς ο τύπος μου.

    Σίγουρα πολύ καλύτερη από την Έλσα που τα είχαμε για κανένα δίμηνο πριν την πετύχω τελείως τυχαία να χαμουρεύεται με κάποιον που ούτε τον είχα ξαναδεί. Αν και δεν έτρεφα ιδιαίτερα αισθήματα για την Έλσα, η όλη κατάσταση μου είχε κάνει trigger αυτό που είχα πάθει με τη Σοφία και με είχε τσούξει απίστευτα.

    Η αλήθεια είναι ότι είμαι πολύ συναισθηματικός και σε αντίθεση με το τι πιστεύει ο περισσότερος κόσμος, αρκετά συνεσταλμένος. Ήξερα ότι δεν περνάω απαρατήρητος στο αντίθετο φύλο -ακριβώς το αντίθετο θα έλεγα- αλλά έχοντας φάει μια-δυο φορές τα μούτρα μου είχα μάθει να μη θεωρώ δεδομένο ότι θα τους χαμογελάσω και θα πέσουν ξερές.

    Η Φοίβη ήταν πρωτάρα. Απ’ όσο μπορούσα να καταλάβω από κορίτσια δεν της ήμουν αδιάφορος αλλά από την άλλη δεν ήθελα να την τρομάξω. Η ίδια μου έβγαζε ένα αίσθημα τρυφερότητας και προστασίας και το κουνελίσιο χαμόγελό της με έκανε σχεδόν να λιώνω.

    Τα δύο ζευγάρια θέλαν να βρεθούν μόνα τους, λογικό είναι, οπότε μας χαιρετήσανε και έριξαν εξαφανιζόλ αφήνοντάς με μόνο με τη Φοίβη.

    - «Θέλεις να γυρίσουμε σπίτι;» τη ρώτησα.
    - «Όχι, θα ήθελα να κάτσουμε λίγο ακόμα» μου είπε και συμπλήρωσε «αν το θες κι εσύ» χαμογελώντας μου ντροπαλά.

    Αν ήθελα λέει;

    - «Θέλω» της είπα. «Πάμε Χιτζάζ» συνέχισα και της έδωσα το μπράτσο μου. Με πήρε αγκαζέ και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε περπατώντας αργά προς τα Λιοντάρια. «Πώς σου φάνηκε το μεξικάνικο;»
    - «Απίθανο!» μου απάντησε ενθουσιασμένη. «Δεν είχα φάει ποτέ ξανά μέχρι τώρα!»
    - «Την επόμενη φορά αντί για μαργαρίτες να δοκιμάσεις Σαγκρία» της είπα.
    - «Τι είναι αυτό;»
    - «Γλυκό κόκκινο κρασί με φρούτα. Πάει πολύ με το μεξικάνικο»
    - «Θα το δοκιμάσω την επόμενη φορά αλλά μου άρεσε πολύ και η μαργαρίτα, σα γρανίτα ήταν!»

    Κόσμος ανέβαινε, κόσμος κατέβαινε, άλλοι σε παρέες, άλλοι μονάχοι τους και άλλοι σε ζευγάρια. Ήταν μια ζεστή, όμορφη βραδιά, εδώ τα καλοκαίρια διαρκούν σχεδόν μέχρι τις αρχές Νοέμβρη. Είχα εξαιρετική διάθεση και ακόμα καλύτερη συντροφιά, πρέπει να χαμογελούσα σαν ηλίθιος.

    - «Πώς είναι το Κοκκίνη Χάνι;» με ρώτησε η Φοίβη.
    - «Θα σου αρέσει πολύ. Αμμουδιά και απέναντι έχει και τη Δία. Έχει πολύ ωραίες θάλασσες εδώ αλλά χρειάζεται αυτοκίνητο. Υπομονή ένα μήνα ακόμα!»
    - «Τι εννοείς;» με ρώτησε.
    - «Α ναι, δε στο έχω πει, που να το ξέρεις. Τέλη Οκτώβρη έρχεται το καινούργιο μας αυτοκίνητο και ο πατέρας μου θα μου δώσει το παλιό μας.»
    - «Πολύ ωραία» μου είπε με γνήσια χαρά στη φωνή της. «Τι μάρκα είναι;»
    - «Corola coupe, μοντέλο του 1972. Πως και πως το περιμένω»
    - «Άντε, με το καλό» μου είπε.
    - «Όχι τίποτε άλλο αλλά από του χρόνου μετακομίζουμε στα νέα κτήρια στις Βούτες και είναι στου διαόλου τη μάνα!»
    - «Μετακομίζετε;» με ρώτησε έκπληκτη.
    - «Δεν το ήξερες; Το πανεπιστήμιο κανονικά δεν είναι εδώ, δεν έχεις προσέξει ότι το κτήριο είναι ουσιαστικά προκάτ; Τα νέα κτήρια είναι στις Βούτες και οι πρώτοι που θα μετακομίσουμε είναι το τμήμα Βιολογίας και το Φυσικό. Άντε τώρα να πηγαινοέρχεσαι εκεί με συγκοινωνία»
    - «Ουφ, με στεναχώρησες τώρα» μου είπε.
    - «Γιατί βρε;»
    - «Γιατί όλη στην παρέα είσαι Βιολόγοι ή Φυσικοί»
    - «Ο Τάσος είναι μαθηματικός. Νομίζω ότι εσείς και το μαθηματικό θα μετακομίσετε τελευταίοι και δεδομένου ότι έχετε τόσα κοινά μαθήματα, κάπου λογικό είναι.»
    - «Έστω!» μου είπε.
    - «Έλα βρε Φοίβη, κάνεις λες και θα αλλάξουμε ήπειρο. Άλλωστε κι εγώ μη νομίζεις, έχοντας το αυτοκίνητο, δε θα μετακομίσω καν.»
    - «Θέλω παγωτό» μου δήλωσε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Έλα, να σταματήσουμε στο Έβερεστ να πάρουμε παγωτάκι από το μηχάνημα!»
    - «Από μηχάνημα θα πάρουμε παγωτό μωρέ Ανδρέα;» μου είπε κάνοντάς μου γλυκουλινιάρικο παραπονάκι και με το ζόρι κρατήθηκα και δε σταμάτησα στη μέση του δρόμου να τη φιλήσω.
    - «Μου αρέσει πολύ η βανίλια του» της εξήγησα.
    - «Εντάξει τότε» μου είπε με χαρούμενη και πάλι φωνή. «Εγώ όμως θέλω και σοκολάτα!» μου είπε και με κοίταξε κλείνοντάς μου ναζιάρικα τα μάτια της. Ήταν μια ζωγραφιά!
    - «Ό,τι θέλει το κορίτσι» της είπα και ένιωσα να με σφίγγει πάνω της.

    Πήγαμε στο Έβερεστ και ζήτησα δυο ανάμεικτα παγωτά. Πλήρωσα, και της έδωσα το ένα.

    - «Κάποια στιγμή που θα είμαστε νηστικοί θα πάρουμε και πίτσα από εδώ»
    - «Από το Έβερεστ; Φτιάχνει πίτσα;» με ρώτησε με απορία.
    - «Καλύτερη και από πιτσαρίας, πίστεψέ με θα πάθεις πλάκα. Στο Έβερεστ και στη Θράκα οφείλω τα 10 κιλά που έχω πάρει αυτά τα τρία χρόνια» της εξομολογήθηκα κάνοντάς τη να βάλει τα γέλια.
    - «Δε σου φαίνονται πάντως» μου είπε καλοσυνάτα.
    - «Καλά, πες το μου ξανά αυτό την Κυριακή στην παραλία» της δήλωσα. Η αλήθεια είναι ότι ήμουν ανέκαθεν αδύνατος, στην πραγματικότητα τώρα ήμουν στα κιλά μου αλλά έχοντας τόσα χρόνια συνηθίσει να είμαι ψηλολέλεκας μου είχε φανεί -και ακόμα δηλαδή μου φαινόταν- κάπως.

    Φάγαμε χωρίς να βιαζόμαστε τα παγωτά μας και όταν τελειώσαμε ήταν η Φοίβη που με πήρε αγκαζέ από μόνη της και ανηφορήσαμε τη Δαίδαλου πηγαίνοντας προς πλατεία Ελευθερίας. Στο τέλος της, στρίψαμε αριστερά και κατηφορίσαμε την Ιδομενέως στην οποία 50 μέτρα παρακάτω ήταν η Χιτζάζ. Η ώρα είχε πάει 23:30 και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από νεαρόκοσμο, η πλειοψηφία φοιτητές. Το να βλέπεις γνωστές φάτσες παντού δεν ήταν άγνωστο συναίσθημα στο Ηράκλειο.

    Η Χιτζάζ ήταν γεμάτη κόσμο. Ανεβήκαμε στο δεύτερο όροφο και καθίσαμε στη μπάρα σε μια από τις κολόνες. Για τραπέζι ή έστω καρέκλα, ούτε λόγος. Στη Χιτζάζ και αν είδα γνωστές φάτσες, η πραγματική έκπληξη θα ήταν να έβλεπα άγνωστες, μέχρι και η Φοίβη χαιρέτισε κάμποσους συμφοιτητές της.

    - «Πάει και αυτό το Milestone» της είπα.
    - «Τυπικά όχι, μου είχες πει για Σαββατόβραδο» μου υπενθύμισε.
    - «Και αύριο μέρα είναι» της είπα «αλλά το πραγματικό ορόσημο είναι η Χιτζάζ, όχι το ποια μέρα θα την επισκεφτείς»
    - «Η Ραφιναρία είναι κλαμπ, έτσι δε μου είπες;» με ρώτησε.
    - «Ναι, κλαμπ είναι»
    - «Δεν έχω πάει ποτέ σε κλαμπ» μου είπε.
    - «Ακόμα ένα ορόσημο, τα έχεις πάρει όλα αμπάριζα, άσπρε σίφωνα!»
    - «Σάμπως είχα πάει ποτέ σε μπαρ; Ή σε μεξικάνικο; Ή σε μπυραρία;»
    - «Περνάς καλά;»
    - «Απλά καλά; Λες και είμαι στο ροντέο!»
    - «Δε στο είπα! Στα καλύτερα σε φέρνω!»
    - «Το είπες! Το είπες!» μου απάντησε ενθουσιασμένη.

    Ήρθε η σερβιτόρα για να πάρει παραγγελία.

    - «Τι θα πιείς;» τη ρώτησα.
    - «Δεν ξέρω, εσύ τι θα πάρεις;» μου είπε
    - «Μπύρα» της απάντησα.
    - «Ωραία, θα πάρω μπύρα κι εγώ» μου είπε.

    Ρώτησα την κοπέλα τι μπύρες είχε και επέλεξα. Η Φοίβη ζήτησε το ίδιο.

    - «Πόσες μαργαρίτες ήπιες;» τη ρώτησα. «Μη μου γίνεις ντίρλα και όχι τίποτε άλλο αλλά δεν έχεις μάθει και να πίνεις!»
    - «Δύο μαργαρίτες, δοκίμασα και το λεμόνι και τη φράουλα»

    Ε, μια-δυο μπύρες ακόμα μπορούσε να τις πιεί. Δηλαδή νομίζω, θα έκοβα τις αντιδράσεις της όταν τελείωνε την πρώτη.

    - «Η Ελένη μου είπε ότι τον Ιούλιο είχε έρθει εδώ η Ευτυχία»
    - «Ναι, είχε έρθει.»
    - «Πώς και είχατε κάτσει εδώ;»
    - «Μέχρι και τον Ιούλη δούλευα στο υπολογιστικό κέντρο. Δεδομένου ότι Τάσος είχε αυτοκίνητο και η Ελένη είχε κάτσει και αυτή, της είπα να έρθει να κάνουμε διακοπές παρέα. Η αλήθεια είναι ότι με είχε πειράξει αυτό που έγινε με την Έλσα και είχα βαρεθεί να κρατάω το φανάρι στους δυο τους»
    - «Λυπάμαι Ανδρέα μου» μου είπε

    Μου; Χμμμμ

    - «Δε βαριέσαι… συμβαίνουν αυτά αν και η αλήθεια είναι ότι καλό είναι να μην συμβαίνουν αυτά.»
    - «Πόσο καιρό ήσασταν μαζί;»
    - «Κανένα δίμηνο; Κάπου εκεί νομίζω. Κοίτα, δεν ήταν ότι έτρεφα ιδιαίτερα συναισθήματα μαζί της αλλά ο τρόπος που έγινε μου θύμισε αυτό που είχε συμβεί με την Σοφία και στην πραγματικότητα αυτό ήταν που έτσουξε περισσότερο.»
    - «Τόσο πολύ σε είχε πειράξει αυτό που είχε γίνει με τη Σοφία; Εννοώ… εννοώ ότι μπορούσες να είχες όποια ήθελες στο σχολείο.»
    - «Δεν είναι έτσι απλά τα πράγματα, Φοίβη. Αφενός -και σε παρακαλώ μη θεωρήσεις ότι σε μαλώνω- θεωρώ προσβλητικό προς τις γυναίκες το “μπορώ να έχω όποια θέλω” και αφετέρου, ακόμα και αν δεν ήταν έτσι, εκ των πραγμάτων αποδείχτηκε ότι ΔΕΝ μπορώ να έχω όποια θέλω. Αυτή που ήθελα πραγματικά επέλεξε άλλον. Ναι, φαντάζομαι ότι αν ήθελα rebound θα μπορούσα να το βρω εύκολα ή δύσκολα αλλά αυτό δεν είναι του χαρακτήρα μου. Τέλος πάντων, παρασοβαρέψαμε θαρρώ και εδώ ήρθαμε για να το ρίξουμε έξω και όχι στην ενδοσκόπηση»

    Η αλήθεια είναι ότι ένιωθα πιο ανάλαφρος μιλώντας της και η ίδια έδειχνε ενδιαφέρον να με ακούσει αλλά αν συνέχιζα μπορεί να μου χαλούσε η διάθεση και δεν ήθελα να το ρισκάρω.

    - «Πώς σου φαίνεται η Χιτζάζ μέχρι τώρα;»
    - «Πολλή κάπνα» μου είπε. «Αλλά παίζει ωραία μουσική»

    Εκείνη τη στιγμή η σερβιτόρα μας έφερε τις μπύρες. Μπουκάλι μόνο, όπως τις είχα ζητήσει, με ένα κομμάτι λεμόνι στο χείλος του μπουκαλιού.

    - «Στην υγειά μας» της είπα τσουγκρίζοντας το μπουκάλι
    - «Στην υγειά μας» μου είπε χαρίζοντας μου ένα υπέροχα γλυκό κουνελίσιο χαμόγελο το οποίο μου επανάφερε αστραπιαία τη διάθεση.

    Ήπιαμε τη μπύρα μας και το ρίξαμε στο περί ανέμων και υδάτων. Με το κέφι να μου έχει επιστρέψει γρήγορα την έκανα να αρχίσει και πάλι να γελάει. Δε μιλούσαμε πάντως όλη την ώρα, κάποιες φορές απλά αφηνόμασταν στη μουσική βλέποντας τον κόσμο που αντί να αραιώσει είχε αρχίσει να πυκνώνει.

    Η ίδια δεν το είχε καταλάβει και ασυναίσθητα είχε γείρει προς τα μένα. Ήθελα να την πάρω αγκαλιά και να τη χαϊδέψω αλλά κάθε φορά που προσπαθούσα δενόμουν κόμπος, λες και ήμουν 15-χρονο αγοράκι. Τι διάολο έχω πάθει; Εννοώ μπορεί να μην την πέφτω σε ό,τι κινείται αλλά ποτέ δεν το είχα δύσκολο να κάνω την πρώτη κίνηση. Δεν ξέρω, είχε πάνω της μια αθωότητα που με γοήτευε και ταυτόχρονα με έκανε επιφυλακτικό, όχι ότι με τρόμαζε, το ακριβώς το αντίθετο. Φοβόμουν μην ήμουν εγώ αυτός που την έκανε να τρομάξει.

    Πότε με γέλιο και πότε με όμορφες αλλά καθόλου αμήχανες σιωπές πέρασε η ώρα. Ο κόσμος είχε αρχίσει να αραιώνει. Κοίταξα το ρολόι μου, κόντευε να πάει τρεις. Εδώ και λίγη ώρα είχε αρχίσει να χαμηλώνει το ρυθμό, βάζοντας όλο και πιο αργά τραγούδια μέχρι που το γύρισε στις μπαλάντες. Αρχικά πιο ροκ, ξεκινώντας από Rainbow και Stargazer και μετά σε Deep Purple και wasted sunsets και τώρα έπαιζε Halloween, το a tale that wasn’t right.

    Κάποια λίγα ζευγάρια χόρευαν αγκαλιά και κάποια φιλιόντουσαν. Και εκεί το Σύμπαν μου έδωσε την πάσα, το είδα σαν οιωνό, δε γινόταν να το δω αλλιώς. Ο DJ έβαλε Nazareth, Love hurts.

    - «Το τραγούδι μας» της είπα ενθουσιασμένος και την πήρα στην αγκαλιά μου. Την αγκάλιασα από τη μέση και την έσφιξα πάνω μου, ένιωσα τα στήθη της να πιέζουν χαμηλά το στέρνο μου. Η Φοίβη με αγκάλιασε από το σβέρκο και σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε.

    Νιώθοντας σίγουρος όσο λίγες φορές στη ζωή μου έσκυψα και τη φίλησα απαλά στα χείλη. Είχε κλείσει τα μάτια της. Δεν έβαλα γλώσσα στην αρχή, απλά έπαιξα τα χείλη μου πάνω στα δικά της. Μετά έβαλα τη γλώσσα μου διστακτικά μέσα στο στόμα της. Δεν είχε φιλήσει ξανά έτσι, φάνηκε αμέσως. Η γλώσσα μου ακούμπησε απαλά τη δική της και δίνοντάς της το χρόνο να το επεξεργαστεί την τράβηξα μέσα στο στόμα μου εξακολουθώντας να παίζω με τα χείλη μου τα χείλη της. Συνέχισα λίγη ώρα έτσι και μετά ξαναέβαλα τη γλώσσα μου στο στόμα της. Αυτή τη φορά είχα πιο ενθουσιώδη και σαφώς λιγότερο διστακτική υποδοχή. Οι γλώσσες μας ακουμπούσαν τρυφερά η μία την άλλη στις άκρες των χειλιών μας και μετά πίεσα τη δική μου ελαφρά και μπήκε μέσα στο στόμα της. Συνεχίσαμε να φιλιόμαστε και να λικνιζόμαστε για πολλή ώρα, είχα σταματήσει να προσέχω τι τραγούδι έπαιζε, όλες μου οι αισθήσεις είχαν επικεντρωθεί πάνω της.

    Σταματήσαμε μόνο όταν άρχισε να αλλάζει ρυθμό και να βάζει πιο γρήγορα τραγούδια. Τραβήχτηκα απαλά και με άφησε απρόθυμα. Την κοίταξα στα μάτια, το βλέμμα της έλαμπε. Της χαμογέλασα γλυκά και μου χαμογέλασε ντροπαλά.

    - «Ανδρέα… κράτα με» μου είπε. «Δεν είμαι σίγουρη ότι με βαστάνε τα πόδια μου». Το είπε με μια αθωότητα και με μια τρυφερότητα που έκανε την καρδιά μου να κάνει δέκα τούμπες. Έγειρα στον τοίχο και την έφερα πάνω μου με την πλάτη της. Παίρνοντας στα χέρια μου στα χέρια της την αγκάλιασα χαμηλά στο στομάχι.

    Λικνιζόμασταν απαλά στο ρυθμό της μουσικής ενώ πότε-πότε τη φιλούσα στο μαλλί. Η Φοίβη είχε γείρει πάνω μου και μου χάιδευε τα χέρια όπως την κρατούσα σφιχτά αγκαλιά.

    Τη γύρισα προς εμένα και τη φίλησα ξανά. Όσο φιλιόμασταν με κρατούσε αγκαλιά από το σβέρκο και άλλοτε μου χάιδευε το σβέρκο και άλλοτε χαμηλά το κάτω μέρος του κεφαλιού. Όχι απλά έμαθε γρήγορα να φιλάει, το φιλί της ήταν υπέροχο, ταυτόχρονα τρυφερό και ερωτικό… μεθυστικό! Καθίσαμε μέχρι τις 04:00 στη Χιτζάζ και προσωπικά δεν θα είχα κανένα απολύτως πρόβλημα να μας βρει εκεί το ξημέρωμα αλλά θα έπρεπε στις 12:00 να κατέβει ξανά κέντρο για να πάρει μαγιό.

    - «Φοίβη μου;» της είπα. «Έχει πάει 04:00 και όσο και αν περνάω υπέροχα, αύριο το πρωί έχεις να κατέβεις για ψώνια.»
    - «Δε θέλω να κοιμηθώ» μου είπε. «Φοβάμαι ότι αν πέσω να κοιμηθώ θα ξυπνήσω και θα διαπιστώσω ότι αυτό δεν ήταν παρά ένα όμορφο όνειρο»
    - «Δεν είναι όνειρο ματάκια μου» της είπα χαϊδεύοντας τη στο πρόσωπο.
    - «Αν είναι όνειρο θα σου σπάσω το κεφάλι, να το ξέρεις!» μου δήλωσε και έβαλα τα γέλια.
    - «Αν είναι όνειρο, τι φταίω ο φουκαράς;»
    - «Φταις δε φταις, φταις!» μου είπε.

    Κατεβήκαμε κάτω. Στην πλατεία Ελευθερίας είχε πιάτσα με ταξί αλλά η αλήθεια είναι ότι με είχε πιάσει πείνα.

    - «Δε μου λες; Ψήνεσαι για πίτσα;» τη ρώτησα.
    - «Αυτή τη στιγμή… δεν πάει τίποτα κάτω!» μου είπε.
    - «Είναι μέχρι να πάρεις την πρώτη δαγκωνιά» της είπα διασκεδάζοντας με την αντίδρασή της.
    - «Δεν πεινάω αλλά αφού πεινάς εσύ, πάμε» μου είπε.

    Αυτή τη φορά δεν είχε αγκαζέ, προχωρήσαμε αγκαλιά μέχρι που φτάσαμε στα Λιοντάρια. Πήγα στο Έβερεστ και ζήτησα μια πίτσα. Μου την έδωσε, και βγήκα έξω όπου με περίμενε η Φοίβη η οποία μάλλον έβλεπε το άπειρο εκείνη τη στιγμή παρά εμένα. Χαμογέλασα και πάτησα μια γερή δαγκωνιά στην πίτσα. Η Φοίβη ακόμα κοιτούσε το άπειρο, πέρασα την πίτσα μπροστά από τη μύτη της και η μυρωδιά της πίτσας την επανάφερε.

    - «Έλα να τη μοιραστούμε» της είπα κάνοντάς τη να χαμογελάσει. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και έφαγε ένα μικρό κομμάτι. Η έκπληξη στα μάτια της ήταν έκδηλη, της είχα πει ότι το Έβερεστ έφτιαχνε καταπληκτική πίτσα και δε με είχε πιστέψει. «Στο είπα ότι φτιάχνουν καλύτερη πίτσα και από πιτσαρία, δεν στο είπα;»
    - «Δεν το περίμενα!» μου είπε. Είχε λερωθεί λίγο στο πάνω χείλη της και τη σκούπισα τρυφερά κάνοντάς τη να μου χαρίσει ακόμα ένα γλυκό κουνελίσιο χαμόγελο.

    Όταν τελειώσαμε την πίτσα, την άρπαξα πάλι και την έφερα πάνω μου κολλώντας τα χείλη μου στα δικά της. Όπως και τις προηγούμενες φορές με πήρε αγκαλιά από το σβέρκο και με κράτησε σφιχτά, πότε κρατώντας απλά τα χέρια της σταυρωμένα πίσω μου και άλλοτε χαϊδεύοντάς με τρυφερά. Δεν ήθελα να σταματήσουμε με τίποτα αλλά παρά το προχωρημένο της ώρας κινδυνεύαμε να γίνουμε θέαμα στη μέση της πλατείας.

    - «Θέλεις τσίχλα;» με ρώτησε και ήταν τόσο άκυρη εκείνη τη στιγμή η ερώτηση που έσκασα στα γέλια.
    - «Όχι, πώς σου ήρθε;»
    - «Θέλω κάτι να μασουλίσω!» μου δήλωσε.
    - «Πεινάς; Θέλεις να πάρουμε και δεύτερη πίτσα;»
    - «Όχι, αλλά αν δεν απασχολήσω με κάτι το στόμα μου θα γίνουμε θέαμα! Αχ φωτιές που μ’ άναψες» μου είπε αλλά ήταν ο τρόπος που το είπε που κόντεψε να με πιάσει η κοιλιά μου από τα γέλια.

    Η Φοίβη άνοιξε το τσαντάκι της και άρχισε να ψάχνει. Οι κινήσεις της ξαφνικά έγιναν πιο ανήσυχες και το πρόσωπό της σκοτείνιασε.

    - «Τι έπαθες;» τη ρώτησα με ξαφνική ανησυχία.
    - «Δεν τα βρίσκω» μου είπε.
    - «Ε, καλά, μην κάνεις έτσι. Πάμε στο περίπτερο και παίρνουμε άλλες»
    - «Δεν εννοώ τις τσίχλες. Δεν βρίσκω τα κλειδιά μου» μου είπε.
    - «Έψαξες καλά;»
    - «Ναι, δεν είναι μέσα.»
    - «Που είχες ανοίξει το τσαντάκι σου; Στη Χιτζάζ δεν το άνοιξες πάντως»
    - «Είτε στο κυλικείο είτε στο μεξικάνικο» μου είπε.
    - «Ε, καλά δε χρειάζεται να σε πιάνει πανικός. Το κυλικείο είναι κλειδωμένο αλλά ανοίγει στις 10:00» της είπα.
    - «Είναι Σάββατο αύριο» μου υπενθύμισε.
    - «Ο Κώστας το ανοίγει κάθε μέρα, χειμώνα καλοκαίρι. Trust me, αύριο το πρωί στις 10:00 θα είναι ανοιχτό. Αν δεν είναι στο κυλικείο, θα είναι στο μεξικάνικο. Τους παίρνουμε αύριο το μεσημέρι, μεσημέρι ανοίγει, ένα τηλέφωνο και τους ρωτάμε. Στο μεταξύ, δεν μπορεί να μην έχει ένα αντικλείδι η σπιτονοικοκυρά σου. Ακόμα και αν το έχεις χάσει το κλειδί σου, ζήτα να σου δώσει το δικό της και το πρωί που θα κατέβεις με τα κορίτσια πάρε το κλειδί και φτιάξε ένα αντίγραφο. Έχει κλειδαράδες στη Νέα Πόρτα, που έτσι κι αλλιώς είναι στο δρόμο σας για αύριο»
    - «Και που θα κοιμηθώ; Έχει πάει 04:30, δεν μπορώ να χτυπήσω στην κυρά-Ματούλα τέτοια ώρα!»
    - «Σε μένα μωρέ Φοίβη, γι’ αυτό ανησυχείς;»
    - «Εντάξει, είπαμε να σπάσουμε τα milestones αλλά κάπως είναι νωρίς για το milestone κοιμάμαι με …» και με τον τόνο που το είπε έβαλα τα γέλια.
    - «Μη σε ανησυχεί αυτό, θα κοιμηθώ στον καναπέ» της είπα.
    - «Ανδρέα; Να σου κάνω μια ερώτηση;»
    - «Να μου κάνεις» της είπα.
    - «Μη με πάρεις με τα σάπια λάχανα όμως!»
    - «Θα προσπαθήσω» της είπα χαχανίζοντας.
    - «Εμείς… Εννοώ… τα… τα έχουμε;»
    - «Εσύ τι λες;» της είπα μην μπορώντας να συγκρατήσω ένα νέο χάχανο.
    - «Έλα, μη με πειράζεις!» είπε κατακόκκινη.
    - «Καλά… Φοίβη;»
    - «Ναι;»
    - «Θέλεις να τα φτιάξουμε;» της είπα και έσκασα στα γέλια.
    - «Α, στο διάολο βλαμμένο» είπε βάζοντάς τα και εκείνη με τη σειρά της.
    - «Not the answer that I was expecting» της είπα κάνοντάς την να βάλει τα γέλια εκ νέου.

    Την άρπαξα και τη φίλησα, αυτή τη φορά πιο επιθετικά, πιο παθιασμένα. Την άφησα και την κοίταξα στα μάτια.

    - «Σου απάντησα τώρα;»
    - «Μου απάντησες» είπε χαρίζοντάς μου ένα ντροπαλό κουνελίσιο χαμόγελο.
    - «Λοιπόν, πάμε τώρα σπίτι να κοιμηθούμε, σε λίγες ώρες έχουμε και ξύπνημα»

    Πήραμε ένα ταξί και πήγαμε στο σπίτι μου. Ευτυχώς δεν ήμουν από αυτούς που πετάνε ρούχα αριστερά και δεξιά οπότε το εσωτερικό δε θύμιζε εμπόλεμη ζώνη. Η Φοίβη ήταν με φόρεμα αλλά προφανώς δεν ήμασταν στο σημείο να μπορεί να κοιμηθεί έστω και με εσώρουχα μαζί μου. Την άφησα στο σαλονάκι και πήγα στο δωμάτιο και βρήκα μια μπλούζα. Οι βερμούδες που είχα θα της έπεφταν μεγάλες και δεν εννοώ στο μήκος αλλά στην περιφέρεια. Εκεί μου έκοψε και βρήκα ένα λαχουρέ μποξεράκι που μου είχε κάνει δώρο μια πρώην. ΟΚ, αυτό δε χρειαζόταν να το μάθει η Φοίβη, αλλά νομίζω ότι θα της έκανε μια χαρά. Πήρα και ένα σεντόνι και ένα μαξιλάρι για να στρώσω στον καναπέ και ανάθεμα πως θα χωρούσα σε δαύτον.

    - «Φοίβη, δεν έχω κάτω κάτι που να σου κάνει αλλά νομίζω ότι αυτό το μποξεράκι για σένα θα είναι σαν σορτσάκι» Της έδωσα και τη μπλούζα και συνέχισα «Μπορείς να πας να αλλάξεις στο μπάνιο, στο μεταξύ εγώ θα στρώσω τον καναπέ»
    - «Σε ευχαριστώ» μου είπε ντροπαλά και πήγε στο μπάνιο. Στο ενδιάμεσο εγώ έστρωσα όπως όπως το σεντόνι στον καναπέ και έβαλα το ξυπνητήρι για τις 09:45, ώστε να είμαστε στις 10:00 στο κυλικείο με το που θα άνοιγε. Πήγα στο δωμάτιό μου και άλλαξα σεντόνια και μαξιλαροθήκη ώστε η Φοίβη να κοιμηθεί σε καθαρά σεντόνια.

    Άκουσα το καζανάκι και η Φοίβη βγήκε κόκκινη, φορώντας τη μπλούζα και το μποξεράκι. Δεν κατάλαβα γιατί είχε κοκκινήσει, εννοώ το μπλουζάκι και το μποξεράκι δεν ήταν αποκαλυπτικά. Μετά μου έκοψε ότι μάλλον θα είχε κοντέψει να σκάσει, δεν την είδα ούτε μια φορά να έχει πάει τουαλέτα από το βράδυ που βγήκαμε. Χαμογέλασα στη σκέψη αλλά δεν είπα τίποτα για να μην την κάνω να νιώσει άσχημα.

    - «Σου έχω στρώσει να κοιμηθείς μέσα» της είπα. «Καθαρά σεντόνια, μην μας περάσεις για τίποτα τριτοδεύτερους»
    - «Κι εσύ θα κοιμηθείς εδώ;» με ρώτησε.
    - «Ε, ναι, αυτή είναι η ιδέα»
    - «Θα στριμωχτείς εσύ εδώ;» με ξαναρώτησε. «Δεν υπάρχει περίπτωση, δε φτάνει που σου φορτώθηκα, θα πιαστείς και από πάνω; Εγώ θα κοιμηθώ εδώ, χωράω μια χαρά»
    - «Βρε δεν είναι…» πήγα να πω αλλά με έκοψε.
    - «Δεν ακούω κουβέντα» μου δήλωσε και σταύρωσε τα χέρια της με πείσμα, κάνοντάς με να χαμογελάσω και πάλι.
    - «Καλά, δε θα χαλάσουμε τις καρδιές μας» της είπα. Πήγα και της έδωσα ένα απαλό φιλί. «Καληνύχτα Φοίβη μου» της είπα.
    - «Καληνύχτα» μου είπε χαμογελώντας ντροπαλά.

    Πήγα μέσα και ξάπλωσα και έκλεισα τα μάτια μου. Κόντευε να με πάρει ο ύπνος όταν άκουσα το όνομά μου. Άνοιξα τα μάτια, μπροστά από το κρεββάτι μου ήταν όρθια με το μαξιλάρι στην αγκαλιά η Φοίβη.

    - «Τι είναι Φοίβη μου;» τη ρώτησα.
    - «Δεν μπορώ να κοιμηθώ!» μου δήλωσε.
    - «Αισθάνεσαι άβολα;» τη ρώτησα ψιλοανήσυχος, δεν το κρύβω. Ήταν πρωτάρα και -παρόλο που είχε βρεθεί σπίτι μου μόνο και μόνο γιατί είχε χάσει τα κλειδιά της- ήταν φανερά έξω από τα νερά της.
    - «Όχι, καθόλου» με διαβεβαίωσε. «Απλά… θα γελάσεις μωρέ Ανδρέα…»

    Αναστέναξα και έκανα να σηκωθώ για να πάμε μέσα να κάτσουμε, παίρνοντας απόφαση ότι σήμερα θα κάναμε τους νυχτοφύλακες. Χαλάλι της.

    - «Μη σηκώνεσαι» μου είπε. Ανέβηκε στο κάτω μέρος του κρεββατιού και κάθισε οκλαδόν κρατώντας σφιχτά αγκαλιά το μαξιλάρι.

    Ανασηκώθηκα κι εγώ και σκεπασμένος με το σεντόνι, καθότι είχα μείνει μόνο με το μποξεράκι, έβαλα το μαξιλάρι στην πλάτη και έκατσα καθιστός. Η Φοίβη έσφιξε ακόμα πιο δυνατά το μαξιλάρι.

    - «Φοίβη, έτσι που σφίγγεις το μαξιλάρι δε με καθησυχάζεις ότι νιώθεις άνετα.»
    - «Μη γελάσεις…» ξεκίνησε και σταμάτησε κομπιάζοντας για λίγο. Δεν μίλησα, την άφησα να βρει τα λόγια της. «Έχω αρχίσει πραγματικά να φοβάμαι ότι βλέπω όνειρο»
    - «Δεν είναι όμως όνειρο και δεν το λέω επειδή φοβάμαι πως θα μου σπάσεις το κεφάλι» της είπα προσπαθώντας να αστειευτώ.
    - «Εσένα θέλω να σφίξω πάνω μου και όχι το μαξιλάρι» μου είπε και χαμήλωσε τα μάτια της. «Θα με πάρεις αγκαλίτσα;» συνέχισε με τόσο υπέροχα γλυκά ντροπαλό τρόπο που με έκανε να χαμογελάσω σαν ηλίθιος.
    - «Και το ρωτάς βρε χαζούλα;» της είπα. Έκανα λίγο μπροστά και έβαλα το μαξιλάρι μου στη θέση του. Ξάπλωσα και της έκανα νόημα να έρθει σε εμένα. Διστακτικά ήρθε και έβαλε το μαξιλάρι που της είχα δώσει δίπλα. Το κρεββάτι ήταν ημίδιπλο, είχε χώρο αλλά όχι πολύ. Δεν έκανα καμία κίνηση, απλά της χαμογελούσα ενθαρρυντικά. Ξάπλωσε γυρισμένη προς εμένα ακουμπώντας το κεφάλι της μεταξύ του ώμου μου και του στήθους μου.
    - «Καλώς το μου» της είπα γλυκά χαϊδεύοντας της το μάγουλο με το δεξί μου χέρι.

    Ανασήκωσε ελαφρά το κεφάλι της αναζητώντας το στόμα μου. Τη φίλησα τρυφερά και συνέχισα να τη χαϊδεύω. Η Φοίβη έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε και λίγο μετά την πήρε ο ύπνος. Σε λίγο ο ύπνος νίκησε και τα δικά μου μάτια και το ξημέρωμα μας βρήκε αγκαλιά.

    Με τα χίλια ζόρια άκουσα το ξυπνητήρι. Άνοιξα τα μάτια μου. Η Φοίβη ήταν ακόμα στην αγκαλιά μου μόνο που είχε γυρίσει και το χέρι της και με κρατούσε σφιχτά. Ακόμα κοιμόταν. Ξεροκατάπια καθώς είχα ξυπνήσει με πρωινές καύλες. Το μπλουζάκι που φορούσε και που είχε τραβηχτεί αποκαλύπτοντας το ένα της στήθος δεν βοήθησε καθόλου. Με τρομερή δυσκολία τράβηξα τα μάτια μου από πάνω του, η Φοίβη είχε απίθανο στήθος. Αργά και προσεκτικά, προσπαθώντας να μην την ξυπνήσω, της έπιασα το χέρι που με είχε γραπώσει για να καταφέρω να σηκωθώ. Κάτι μουρμούρισε μέσα στον ύπνο της αλλά δεν ξύπνησε.

    Το πρωινό κατούρημα ήταν μεγάλη περιπέτεια και αν και οι πρωινές κατουρόκαυλες δεν μου ήταν ασυνήθιστες, δεν μπορούσα να κατουρήσω με τίποτα παρόλο που η φούσκα μου απειλούνταν με σπάσιμο. Πρέπει να έφαγα πάνω από 10 λεπτά για να το καταφέρω. Έπλυνα τα χέρια μου, έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου και έπλυνα τα δόντια μου.

    Στο σαλόνι, στην πολυθρόνα ήταν διπλωμένο το φόρεμά της. Εκεί είχε αφήσει και το σουτιέν της, μωβ και δαντελωτό και με το που το είδα καύλωσα και πάλι και όχι τίποτε άλλο αλλά ήμουν ακόμα με το μποξεράκι. Κοίταξα κλεφτά μέσα στο δωμάτιο, η Φοίβη κοιμόταν ακόμα. Νυχοπατώντας άνοιξα ένα συρτάρι και έβγαλα από μέσα μια μακριά βερμούδα. Φόρεσα και ένα γκρίζο T-Shirt και πήγα να ξυπνήσω την ωραία κοιμωμένη.

    Τη χάιδεψα απαλά στο χέρι αλλά χρειάστηκε να τη σκουντήσω κάμποσο μέχρι να ξυπνήσει. Της πήρε λίγο να θυμηθεί που είναι και για ποιο λόγο είχε βρεθεί εκεί.

    - «Καλημέρα» της είπα χαμογελώντας γλυκά.
    - «Καλημερούδια» μου είπε με γλυκιά νυσταγμένη φωνή.
    - «Σου έχω ευχάριστα νέα» της δήλωσα.

    Ανασηκώθηκε από το κρεβάτι.

    - «Τι νέα;»
    - «Δεν ήταν όνειρο» της είπα βγάζοντας πειρακτικά τη γλώσσα μου.

    Πετάχτηκε πάνω και χώθηκε στην αγκαλιά μου και με έσφιξε πάνω της με δύναμη.

    - «Δεν είναιιιιιιιιιιιι» είπε ενθουσιασμένη κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Πήγαινε μέσα να ρίξεις λίγο νερό στο προσωπάκι σου να ξυπνήσεις. Χθες το βράδυ δε μου έκοψε καθόλου, αλλά είχε αφήσει κάποια ρούχα εδώ η Ευτυχία, καλοκαιρινά δηλαδή, μη νομίζεις. Είναι λίγο πιο κοντή αλλά νομίζω ότι θα σου κάνουν.»
    - «Μα έχω εδώ τα ρούχα μου» μου είπε.
    - «Έχουμε να πάμε στο κυλικείο για να δούμε αν έχεις ξεχάσει εκεί τα κλειδιά. Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να εμφανιστούμε μαζί κι εσύ να φοράς τα ρούχα που φορούσες χθες το βράδυ;»

    Με κοίταξε ενώ το μυαλό της άρχισε να στροφάρει.

    - «Ένα δίκιο το έχεις!»
    - «Πάντως να ξέρεις ότι το πρώτο walk of shame μπορεί να θεωρηθεί και αυτό milestone» της είπα πειράζοντάς την.
    - «Ευχαριστώ, δε θα πάρω» μου είπε χαμογελαστή.
    - «Και είσαι και τυχερή. Προχθές είχα πάρει οδοντόβουρτσα γιατί ήθελα να πετάξω αυτή που έχω αλλά δεν την έχω ανοίξει ακόμα, οπότε μπορείς να πλύνεις και τα δοντάκια σου» της είπα. «Κρίμα που δεν έχω οδοντόκρεμα με γεύση καρότο» της είπα πειράζοντάς την.

    Η Φοίβη μου έβγαλε τη γλώσσα της κάνοντάς μου γκριμάτσα και πήγε στην τουαλέτα. Όταν τελείωσε γύρισε στο δωμάτιο.

    - «Φιλάκι;» της είπα.
    - «Φιλάκιιιιιιιιιιιιιιιιιι» μου είπε και μου ρίχτηκε δίνοντάς μου αρκετά παθιασμένο φιλί το οποίο κράτησε κάμποση ώρα. Όταν σταματήσαμε της έδειξα τι ρούχα είχε αφήσει εδώ η Ευτυχία, ένα εκ των οποίων ήταν ένα όμορφο καλοκαιρινό λουλουδένιο φόρεμα.

    Πήγα στο σαλόνι και της έφερα το σουτιέν της κάνοντάς την ελαφρά να κοκκινήσει αλλά σάμπως εγώ ήμουν καλύτερος; Έκλεισα την πόρτα του δωματίου ώστε να την αφήσω να αλλάξει με την ησυχία της. Ούτε πέντε λεπτά αργότερα βγήκε έξω. Της έδωσα μια σακούλα για να βάλει μέσα το φόρεμά της και πήγαμε στο κυλικείο.

    Ήμασταν τυχεροί, εκεί ήταν που είχε ξεχάσει τα κλειδιά της. Είχε πάει 10:30, στις 12:00 είχε ραντεβού με Μαρία και Ελένη για να κατέβουν να ψωνίσουν μαγιό. Πήραμε τα καφεδάκια μας και καθίσαμε σε ένα τραπέζι, το κυλικείο ήταν άδειο.

    - «Ουφ, βαριέμαι να πάω σπίτι να αλλάξω» μου είπε.
    - «Ε, μην πας. Το φορεματάκι που φοράς τώρα είναι μια χαρά. Φόρα αυτό όταν κατεβείτε και μου το δίνεις άλλη μέρα, δεν είναι ότι το χρειάζεται εδώ και τώρα η Ευτυχία»
    - «Και αυτό;» έκανε δείχνοντάς μου τη σακούλα
    - «Το κρατάω εγώ και στο δίνω το βράδυ που θα έρθω να σε πάρω να πάμε Ραφιναρία. Εκτός και αν θέλεις να το φορέσεις και σήμερα το βράδυ.»
    - «Όχι, όχι. Εντάξει, αυτό θα κάνω» μου είπε.
    - «Δε μου λες; Πάμε έξω; Έχει τόσο όμορφη μέρα, δε θέλω να κάτσω μέσα.»
    - «Ναι, πάμε» μου είπε χαμογελώντας.

    Πήραμε τους καφέδες μας και πήγαμε και κάτσαμε στις καρέκλες που ήταν κοντά στο πεζούλι που έβλεπε προς Κνωσσού.

    - «Σαν Ιούλης είναι» μου είπε. «Σαν Ιούλης και έχουμε 2 Οκτώβρη»
    - «Θα το συνηθίσεις» της απάντησα. «Εδώ τα πρώτα κρύα έρχονται από Νοέμβρη και μετά»
    - «Ανδρέα;» με ρώτησε.
    - «Διατάξτε» της είπα κάνοντάς την να χαμογελάσει.
    - «Θέλω να πάμε στη Ραφιναρία σήμερα αλλά… αλλά θέλω να ξαναπάμε Χιτζάζ μετά»
    - «Ό,τι θέλει το κορίτσι μου» της είπα. Με κοίταξε. «Εκτός και αν το εννοούσες το “ά, στο διάολο βλαμμένο χθες” και παρεξήγησα» της είπα πειράζοντάς την.
    - «Θα μου το κοπανάς πολύ αυτό, ε;»
    - «Μόνο μέχρι το τέλος της αιωνιότητας» της είπα.
    - «Αποκλείεται! Ξαναρώτα με» μου είπε
    - «Πριτς!» της είπα βγάζοντάς της τη γλώσσα. «Ό,τι γράφει δεν ξεγράφει»
    - «Χρμφ» είπε σταυρώνοντας τα χέρια της και κάνοντάς μου γκριμάτσα. «Ξαναρώτα με αλλιώς θα κρατήσω την αναπνοή μου μέχρι να γίνω μωβ!» με απείλησε.
    - «Σ’ αρέσει ο Αστερίξ;» τη ρώτησα γελώντας.
    - «Πολύ αλλά μη μου αλλάζεις κουβέντα!»
    - «Καλά καλά. Φοίβη, θέλεις να τα φτιάξουμε;» τη ρώτησα χωρίς να μπορέσω να κρατήσω τα γέλια μου.
    - «Α, όχι! Θα μου το πεις σοβαρός!» μου δήλωσε.
    - «Φοίβη, θέλεις να τα φτιάξουμε;» της είπα προσπαθώντας με τα χίλια ζόρια να πνίξω το χαχανητό μου. Με κοίταξε κάνοντάς με να νιώσω σαν τους στρατιώτες και τον Πιλάτο στο life of Brian και τη σκηνή με το Biggus Dickus. Με χίλια ζόρια βαστιόμουν για να μη βάλω τα γέλια. Η Φοίβη δε βοηθούσε κάνοντάς μου μορφασμούς, ήταν σχεδόν βασανιστήριο. Δεν άντεξα άλλο, έβαλα τα γέλια, κόντεψε να με πιάσει η κοιλιά μου. Όταν ηρέμισα είχα δακρύσει. Εκείνη με κοιτούσε χαμογελαστή.
    - «Όσο τίποτα» μου είπε και με έπιασε από το πρόσωπο και κόλλησε το στόμα της στο δικό μου.

    Ακόμα εκεί θα ήμασταν αν δεν ακούγαμε χειροκροτήματα και σφυρίγματα. Ήταν η Μαρία και η Ελένη οι οποίες χωρίς να χάσουν ευκαιρία το έριξαν στην καζούρα.

    - «Άξιος! Άξιος» είπε η Μαρία.
    - «Εδώ υπάρχει ένας έρωτας μεγάλος» είπε τραγουδιστά η Ελένη.
    - «Εεε…» ξεκίνησα να πω.
    - «Έξις και ξερός, σα λιγούρια κοιταζόσασταν δύο μέρες, μόνο εσείς δεν το ξέρατε ότι τα έχετε!»
    - «Και όχι απλά τα έχουμε! Ακολούθησε και όλο το τελετουργικό» είπε η Φοίβη γελώντας.
    - «Δηλαδή;»
    - «Δηλαδή, πριν λίγο μου ζήτησε να τα φτιάξουμε» είπε και έγινα κόκκινος.
    - «Βρε μουσίτσα!» ξεκίνησα να λέω αλλά με έκοψε η Φοίβη δίνοντάς μου ένα ρουφηχτό φιλί.

    Κατάλαβες το κωλόπαιδο;

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  4. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 4ο

    (Φοίβη)

    Καθισμένη δίπλα στον Ανδρέα στο πεζούλι είχα γείρει πάνω του ενώ το μυαλό μου πετούσε. Δεν μπορούσα να το πιστέψω, είχα αγόρι. Είχα αγόρι! Και όχι οποιοδήποτε αγόρι αλλά τον ίδιο τον Ανδρέα, το εφηβικό μου crush.

    Δεν τον έβλεπα συχνά στο σχολείο παρά το γεγονός ότι γυμνάσιο και λύκειο μοιραζόμασταν το ίδιο προαύλιο, άλλωστε εκείνος πήγαινε τρίτη λυκείου και εμείς τρίτη γυμνασίου. Στα δικά μου μάτια, αλλά στοιχηματίζω και πολλών άλλων, ήταν το πιο όμορφο αγόρι στο σχολείο.

    Αυτό που είχε γίνει το βράδυ του πάρτι, ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα. Εννοώ… ακόμα και μετά το πάρτι η συμπεριφορά των υπολοίπων συμμαθητών μου προς τα εμένα άλλαξε. Όχι, δεν έγινα πιο κοινωνική, ούτε πιο συμπαθής, το αντίθετο θα έλεγα, αλλά δεν ξανάκουσα μέχρι που τέλειωσα το γυμνάσιο τη λέξη «φύτουλας» ή «σπασίκλα»

    Αυτό, συν το γεγονός ότι μας είχαν δει κάποιες φορές που είχαμε συναντηθεί τυχαία στο προαύλιο να συζητάει χαμογελαστός μαζί μου, ενώ με εκείνες δεν αντάλλαζε ούτε κουβέντα τις είχε κάνει αν μη τι άλλο να είναι πιο ευγενικές μαζί μου.

    Εμένα το crush είχε γίνει κανονική καψούρα αλλά δεν είχε και ιδιαίτερη σημασία, έτσι και αλλιώς ακόμα και αν δεν φεύγαμε τον Ιούλη για τη Χίο, ήξερα ότι δεν είχα καμία τύχη μαζί του. Εκείνος ήταν απλά φιλικός μαζί μου και εγώ τον είχα ερωτευτεί γιατί σε όλο τα γυμνασιακά μου χρόνια ήταν ο μόνος που με είχε αντιμετωπίσει φιλικά.

    Στο δημοτικό είχα φίλες τις οποίες τις έχασα με το που επιστρέψαμε στην Αθήνα. Ήρθε και η εφηβεία και έδεσε το γλυκό. Είχα αρχίσει να αναπτύσσομαι από νωρίς, περίοδος μου ήρθε στα 11 και το στήθος μου είχε αρχίσει να μεγαλώνει από τα 10. Μετά τη Μαίρη ήμουν η πιο ψηλή στην τάξη και συνέχισα να ψηλώνω μέχρι και το τέλος της πρώτης λυκείου όπου έφτασα το ύψος που έχω τώρα, 1,72. Ευτυχώς εκεί εκτός από το ύψος μου σταμάτησε να αναπτύσσεται και το στήθος μου, δεν ήθελα να μοιάσω στη μητέρα μου.

    Στο πρόσωπο ποτέ δε μου άρεσα αν και η αλήθεια είναι ότι πρώτη φορά μπόρεσα να με δω χωρίς γυαλιά στον καθρέφτη -και μετά από πολλά χρόνια- στα 17 μου. Αν ωστόσο δε μου άρεσε το πρόσωπό μου, για το σώμα μου δεν είχα παράπονο, οπότε φρόντιζα από πάντα να το περιποιούμαι ώστε να μου το ανταποδώσει.

    Επανήλθα από την αναπόληση του πιο μακρινού παρελθόντος. Μέσα σε δύο μόλις μέρες ο κόσμος μου είχε γυρίσει τούμπα. Τετάρτη πρωί πήγα να πάρω ένα καφέ και δυο μέρες αργότερα είχα αγόρι… όχι απλά αγόρι, ήμουν με τον Ανδρέα και μέλος παρέας. Ο Ανδρέας που με κρατούσε αυτή τη στιγμή αγκαλιά ενώ μιλούσε με τα κορίτσια. Δεν έδινα προσοχή στο τι έλεγαν, είχα γείρει πάνω του και απολάμβανα τις στιγμές.

    - «Εσύ τι έχεις να πεις, δεσποινίς;» ρώτησε ο Ανδρέας κάνοντας Μαρία και Ελένη να βάλουν τα γέλια. «Γιατί γελάτε οι δυο σας;»
    - «Γιατί η Φοίβη αυτή τη στιγμή είναι αλλού»
    - «Όχι, εδώ είμαι!» τους είπα κοκκινίζοντας.
    - «Και τι λέγαμε;»
    - «Ότι είμαι αλλού!»
    - «Και πριν;»
    - «Δεν ξέρω, ήμουν αλλού» ομολόγησα κάνοντας και τις τρεις να χαμογελάσουν. «Συγνώμη» είπα νιώθοντας λίγο άσχημα. Λίγο όμως, γιατί ήμουν στην αγκαλιά του Ανδρέα.
    - «Λέγαμε για μεζεδοπωλεία και τα κορίτσια από εδώ είπαν το μεσημέρι αφού τελειώσετε με τα ψώνια σας να σε πάνε για ρακόμελα το οποίο είναι επίσης milestone»
    - «Ναι! Πολύ θα το ‘θελα. Συγνώμη βρε παιδιά που δεν πρόσεχα…»
    - «Εντάξει κι εσύ, χαλάρωσε» είπε ο Ανδρέας. «Λοιπόν, κορίτσια, λέω να σας αφήσω» συμπλήρωσε αλλά πριν φύγει και όπως με κρατούσε γυρτή πάνω του, με έπιασε απαλά και με έκανε να στρίψω το κεφάλι μου προς το μέρος του και με φίλησε κερδίζοντας ακόμα ένα γύρο σφυριγμάτων και χειροκροτημάτων από Μαρία και Ελένη. Μετά με άφησε και απομακρύνθηκε ενώ εγώ τον παρακολουθούσα ακόμα μαγνητισμένη.
    - «Τώρα που έφυγε έλα εδώ και ομολόγησέ τα όλα! Τώρα!» είπε η Μαρία.
    - «Δε θα πάμε για μαγιό;» ρώτησα ντροπαλά.
    - «Ρε άσε τα σάπια. Εσύ καλά το ήπιες το καφεδάκι σου, εμείς δεν έχουμε τελειώσει το δικό μας. Παλουκώσου!» με διέταξε.

    Πήρα βαθιά ανάσα.

    - «Σας… το ξέρετε ότι τον Ανδρέα τον γνωρίζω από πριν. Προχθές… προχθές που είχα πάει να πάρω καφέ πριν το πρωινό μάθημα τον είδα και νόμιζα ότι τα μάτια μου έκαναν πουλάκια…»
    - «Άσε τους προλόγους, αυτά τα ξέρουμε» διέκοψε η Ελένη. «Το τι έγινε χθες δεν ξέρουμε!»
    - «Χθες… όταν φύγατε με ρώτησε αν ήθελα να γυρίσουμε σπίτι. Σοβαρά τώρα; Εγώ δεν ήθελα να τελειώσει η νύχτα. Φοβόμουν όμως μη του γίνομαι φόρτωμα»
    - «Χα, καλά» κάγχασε η Μαρία. «Καλά, δεν έχεις πάρει χαμπάρι πως σε κοιτάει;»
    - «Ναι, μου το είπατε και χθες αυτό. Ρε παιδιά δεν ξέρω… δεν… Δε μου είχε συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο. Αγόρι να γυρίσει να κοιτάξει εμένα; Και μάλιστα… αγόρι σαν τον Ανδρέα;»
    - «Ειλικρινά δεν σε καταλαβαίνω» είπε η Ελένη. «Τι έχεις; Μια χαρά κοπέλα είσαι.»
    - «Ποτέ δεν το ένιωσα αυτό. Πάντα ένιωθα …»
    - «Καλά… άστο αυτό. Μας είχες πει ότι ο Ανδρέας στο είπε ο ίδιος πως σε θεωρούσε γλυκούλα ακόμα και όταν εσύ έβλεπες τον εαυτό σου σαν ασχημόπαπο.»
    - «Ναι και δε μπορούσα να το χωνέψω. Στο μυαλό μου… το έλεγε… το έλεγε για να πει μια καλή κουβέντα για μένα. Στο γυμνάσιο… δεν είχα… δεν είχα κανέναν… η πρώτη καλή κουβέντα τρία ολόκληρα χρόνια ήταν από τον Ανδρέα. Ήταν πάντα πολύ ευγενικός. Αυτό νόμιζα, ότι απλά ήταν ευγενικός μαζί μου»
    - «Σε διαβεβαιώ και εδώ είναι και η Μαρία να επιβεβαιώσει ότι σε κοίταζε σα να είσαι η μοναδική γυναίκα στον πλανήτη» είπε η Ελένη. «Χθες στο μεξικάνικο, είχε έρθει και μια δευτεροετής με την παρέα της, η Χριστιάνα. Μέχρι προχθές μας έλεγε πόσο του αρέσει. Χθες δεν της έριξε ούτε μια δεύτερη ματιά. Δεν υπήρχε. Και δεν είναι ότι δεν την είδε, την είδε. Απλά εδώ και δυο μέρες δεν έχει μάτια για άλλη.»
    - «Δεν…»
    - «Άσε τα μεν και τα δεν και συνέχισε. Τι έγινε μετά;» ρώτησε η Μαρία.
    - «Τέλος πάντων, του είπα ότι δεν ήθελα να γυρίσω σπίτι εκτός και αν το ήθελε και ο ίδιος. Μου πρότεινε να πάμε στη Χιτζάζ. Α πριν πάμε φάγαμε παγωτό»
    - «Θα την πνίξω» είπε η Ελένη. «Ρε άσε τι φάγατε!»
    - «Μα είναι σημαντικό. Μου είπε ότι του χρόνου οι σχολές σας μετακομίζουν στα νέα κτήρια και στεναχωρήθηκα γιατί… το ξέρετε ότι είστε… είστε οι… οι πρώτες μου φίλες από τότε που τέλειωσα το δημοτικό;»
    - «Awwww» έκαναν ταυτόχρονα και οι δύο.
    - «Ναι… αλλά έμαθα και ένα καλό νέο. Σε ένα μήνα θα έχει αυτοκίνητο, η οικογένειά του αγόρασε καινούριο και ο πατέρας του θα του δώσει το παλιό τους»
    - «Άρα δύο αυτοκίνητα και ένα μηχανάκι, είδες που δε θα χαθούμε; Άλλωστε κι εγώ σε λίγο καιρό δίνω εξετάσεις για το δίπλωμα» είπε η Μαρία «και θα μπορώ να παίρνω και το δικό μας αυτοκίνητο.»
    - «Του Τάσου;»
    - «Όχι βρε όργιο, του πατέρα μου!»
    - «Θα σου στείλει αυτοκίνητο ο πατέρας σου;»
    - «Εχμ.. Από εδώ είμαι, από το Ηράκλειο» είπε η Μαρία.
    - «Ωχ! Δεν το ήξερα!»
    - «Να που το έμαθες αλλά πάλι η συζήτηση πάει να ξεφύγει. Αν δεν την τελειώσεις δεν πάμε πουθενά φουκαριάρα μου και εγώ και η Ελένη *έχουμε* μαγιό. Οπότε τελείωνε ή έλα αύριο με τα εσώρουχα»
    - «Ουφ καλά. Πήγαμε μετά στη Χιτζάζ και ήταν σαν να πήγαμε στο κυλικείο πρωί καθημερινής. Ήταν γεμάτο από φοιτητές, μέχρι κι εγώ που είμαι ούτε δεκαπέντε μέρες εδώ είδα κάμποσες γνωστές φάτσες. Πήγαμε στο δεύτερο όροφο, το μαγαζί ήταν γεμάτο, αλλά βρήκαμε και κάτσαμε όρθιοι στις μπάρα, σε μία από τις κολώνες. Μου είπε και για την Έλσα και ήθελα να τον πάρω αγκαλίτσα. Μα είναι δυνατόν να είσαι με τον Ανδρέα και… Τέλος πάντων. Εκεί μας έφεραν τις μπύρες και όταν τσουγκρίσαμε άλλαξε τελείως η διάθεσή του πάλι. Ήταν τόσο όμορφα… προσπαθούσα να συμμαζέψω τον εαυτό μου γιατί φοβόμουν ότι θα φάω τα μούτρα μου. Εννοώ… ακόμα… ακόμα πίστευα ότι ήταν απλά φιλικός μαζί μου»
    - «Χα!» είπαν και οι δύο μαζί.
    - «Τέλος πάντων… κάποια στιγμή, ήταν κοντά στις τρεις θαρρώ, το γύρισε στις μπαλάντες. Σας έχω πει ότι το πρώτο τραγούδι που είχαμε χορέψει μαζί στο πάρτι της Ευτυχίας πριν τέσσερα χρόνια ήταν το Love Hurts των Nazareth? Ε, το έβαλε. Ο Αντρέας φώναξε «Το τραγούδι μας» και με πήρε στην αγκαλιά του. Με έσφιξε, με κόλλησε πάνω του. Μέσα μου έλεγα «Το τραγούδι ΜΑΣ; ΜΑΣ;» Τον πήρα και εγώ αγκαλιά και σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα. Και εκεί με φίλησε. Στην αρχή χάζεψα, δε μπορούσα να πιστέψω τι μου συμβαίνει. Και όχι τίποτε άλλο αλλά δεν είχα φιλήσει ποτέ κανέναν στο στόμα, μόνο περιγραφές είχα ακούσει. Και να που βρέθηκα με τα χείλη του στα χείλη μου. Δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα κράτησε, κορίτσια, πραγματικά ένιωθα ότι δε με βαστάνε τα πόδια μου. Του το είπα κιόλας. Χαμογέλασε και με γύρισε και με κράτησε αγκαλιά με μένα να έχω γείρει πάνω του με το κεφάλι μου στον ώμο του. Με κρατούσε σφιχτά αγκαλιά από το στομάχι και λίκνιζε το σώμα του στο ρυθμό της μουσικής και εγώ τον ακολουθούσα και νόμιζα ότι έβλεπα όνειρο.»
    - «Άχου το μωρέ» είπε η Ελένη χαμογελώντας γλυκά ενώ το ίδιο έκανε και η Μαρία.
    - «Τέλος πάντων… μετά να δείτε τι έγινε!»
    - «Τι έγινε;» ρώτησαν και οι δύο.
    - «Ήθελε να φάει πίτσα και κατεβήκαμε στα λιοντάρια, στο Έβερεστ. Μοιραστήκαμε την πίτσα ενώ και ούτε μισό λεπτό πριν πίστευα ότι δεν θα κατέβαινε μπουκιά κάτω. Άσχετο, πραγματικά έχει ωραία πίτσα το Έβερεστ, δεν το περίμενα!»
    - «Θα τη γδάρω» είπε η Μαρία κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Τέλος πάντων, συνεχίζουμε. Λοιπόν όταν φάγαμε την πίτσα με πήρε αγκαλιά στη μέση της πλατείας και κοντέψαμε να γίνουμε θέαμα. Στη μέση της πλατείας!»
    - «Σε πείραξε;»
    - «Όταν σταματήσαμε έτρεμαν τα πόδια μου. Με τα χίλια ζόρια κρατιόμουν να μην του ορμίσω. Αφού να φανταστείτε ότι έψαξα να βρω τσίχλα για να μασουλίσω για να απασχολήσω το στόμα μου. Ε, εκεί ψάχνοντας για τσίχλα ανακάλυψα ότι είχα χάσει τα κλειδιά του σπιτιού μου. Μου ήρθε κόλπος!»
    - «Ωχ! Τι έγινε;»
    - «Αποδείχτηκε ότι τα είχα ξεχάσει εδώ χθες το βράδυ πριν ξεκινήσουμε για το μεξικάνικο.»
    - «Ήταν ανοιχτό το κυλικείο στις 04:30 το πρωί;»
    - «Όχι βέβαια. Σήμερα το πρωί τα βρήκα!»
    - «ΏΠΑ ΜΑΓΟ ΣΤΑΣΟΥ» είπε η Ελένη. «Έγινε αυτό που νομίζω;»
    - «Τι νομίζεις;» ρώτησα αθώα.
    - «Πήγες στο σπίτι του;»
    - «Εμ τι θα έκανα 04:30 το πρωί, θα χτύπαγα τα κουδούνια στην κυρά-Ματούλα ελπίζοντας να ξυπνήσει;»
    - «Α, εδώ έχει ψωμί! Κοίτα να δεις το πιτσιρίκι!»
    - «Ε, καλά, δεν κάναμε και τίποτα. Απλά κοιμηθήκαμε!»
    - «Απλά κοιμηθήκατε;» με ρώτησε η Μαρία καχύποπτα.
    - «Αγκαλίτσα» τους είπα κοιτάζοντας και τις δύο ντροπαλά. «Εννοώ στην αρχή μου έστρωσε να κοιμηθώ εγώ στο κρεββάτι του και εκείνος στον καναπέ αλλά δε χωρούσε, εδώ δε χώρεσα εγώ όταν προσπάθησα και τέλος πάντων του ζήτησα να πάει να κοιμηθεί εκείνος μέσα. Προσπάθησα να κοιμηθώ αλλά πέραν του ότι δε χωρούσα καλά-καλά στον καναπέ είχα τόση υπερένταση που δε μπορούσα να κοιμηθώ. Αλήθεια σας λέω, δεν είχα πιστέψει ακόμα καλά-καλά ότι δεν έβλεπα κάποιο όνειρο. Πήγα στο δωμάτιό του μην ξέροντας κι εγώ το γιατί. Εκείνος κοιμόταν, ροχάλιζε ελαφρά. Τον φώναξα και πάνω που είχα αρχίσει να το μετανιώνω που πήγαινα να τον ξυπνήσω και έκανα να φύγω ξύπνησε και με ρώτησε τη συμβαίνει. Του είπα ότι δεν μπορούσα να κοιμηθώ και με ρώτησε αν αισθάνομαι άβολα. Του είπα όχι αλλά χωρίς να καταλάβω είχα σφίξει το μαξιλάρι πάνω μου. Εκείνος μου είπε ότι ο τρόπος με τον οποίο έσφιγγα το μαξιλάρι δεν ήταν καθησυχαστικός και εκεί του μπουμπούνισα την αλήθεια, ότι εκείνον ήθελα να σφίξω και όχι το μαξιλάρι και του ζήτησα να με πάρει αγκαλιά. Μου χαμογέλασε και μου άνοιξε την αγκαλιά του και χώθηκα μέσα της. Ξαφνικά μου πέρασε όλη η υπερένταση, όλο το άγχος… δεν ξέρω πως να σας το πω. Αισθάνθηκα γαλήνη… ασφάλεια… Έγειρα πάνω του τον κράτησα σφιχτά και ούτε που κατάλαβα πως με πήρε ο ύπνος.»

    Με κοίταξαν και οι δύο χαμογελαστές χωρίς να πουν κάτι άλλο.

    - «Και το πρωί μου έδωσε και ένα φόρεμα που είχε αφήσει εδώ η Ευτυχία για να γλιτώσω το walk of shame και να μην εμφανιστώ στο κυλικείο με τα ίδια ρούχα που φορούσα χθες.»
    - «Μα αφού το βρήκες το κλειδί!»
    - «Ναι αλλά μέχρι να το βρω δεν ήξερα αν το έχω ξεχάσει στο κυλικείο ή στο μεξικάνικο!»
    - «Είναι και αυτό. Είναι πολύ καλό παιδί ο Ανδρέας» είπε η Ελένη. «Και πολύ ευαίσθητος. Η Μαρία κι εγώ του κάναμε τις μοιρολογήτρες όταν του τα φόρεσε η Έλσα»
    - «Ναι, μου το είπε. Δεν μπορώ να το καταλάβω, απλά δεν μπορώ να το καταλάβω. Εγώ πάντως δε θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο!» τους είπα.
    - «Εσύ ερωτευμένο μου πουλί δεν έχεις καμία σχέση με την Έλσα. Για εκείνη ο Ανδρέας ήταν τρόπαιο. Του τα είχα πει του ξεροκέφαλου και εγώ και η Ελένη. Δεν μας άκουσε και το έφαγε το κεφάλι του.»
    - «Εεεε» πήγα να πω.
    - «Τι εεεε μωρέ. Σάμπως νομίζεις ότι αυτός πάει πίσω; Πιθανότατα δεν το έχει καταλάβει ούτε καν ο ίδιος αλλά ελάχιστη σημασία έχει, εδώ και δυο μέρες ο μορφονιός δεν έχει μάτια για άλλη.»

    Χαμογέλασα αμήχανα μην έχοντας τι να πω.

    - «Ωραία, τώρα που τα είπαμε, πάμε μπας και πάρω κανένα μαγιό;»
    - «Άντε, πάμε!» είπαν και σηκωθήκαμε και πήγαμε στη στάση να πάρουμε το λεωφορείο.
    - «Παιδιά, δεν έχω πάει ποτέ σε κλαμπ, τι να βάλω;» τις ρώτησα όταν κάτσαμε στο λεωφορείο.
    - «Ό,τι σε βολεύει. Κλαμπ είναι όχι δεξίωση» είπε η Μαρία. «Εγώ με τζινάκι και μπλουζίτσα όπως πάντα.»
    - «Εσύ;» ρώτησα την Ελένη.
    - «Δεν έχω αποφασίσει. Θα ξυριστώ που θα ξυριστώ το απόγευμα για το μπάνιο αύριο, μπορεί να φορέσω κοντή φούστα ή κάποιο κοντό φόρεμα.»
    - «Ευτυχώς σε αυτό με βοήθησε η μαμά Φύση» τους είπα. «Μπορεί να με έκανε γκαβάδι μέχρι που έκανα τη διορθωτική εγχείρηση αλλά έχω ελάχιστη τριχοφυΐα. Δεν λέω ότι το διασκεδάζω ιδιαίτερα με το κερί αλλά θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα και αν μη τι άλλο δεν το χρειάζομαι και τακτικά»
    - «Αχ, αλίμονο σε μένα» είπε η Ελένη. «Θα πρέπει να κάνω και πόδια και μπικίνι»
    - «Μπικίνι;»
    - «Let’s say ότι χθες το βράδυ έγινε κάτι απρόοπτο και παραλίγο να φύγω μετανάστρια στη Μογγολία.»
    - «Τι έγινε καλέ;» τη ρώτησα ανήσυχη.
    - «Μετά την πέμπτη ρακή αυτά!» είπε κάνοντας τη Μαρία να βάλει τα γέλια. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε αλλά δεν επέμεινα.

    Φτάσαμε στο μαγαζί και μπήκαμε και ξαμοληθήκαμε και οι τρεις μας. Διάλεξα δυο και το ίδιο έκαναν και οι άλλες δύο. Η Ελένη έψαχνε και για εσώρουχα αλλά εγώ δεν είχα ανάγκη. Κάποια στιγμή με φώναξε η Μαρία, ήταν στο δοκιμαστήριο. «Για έλα να δεις» μου είπε. Σήκωσα την κουρτίνα και πέρασα μέσα. Ήταν γυμνή από τη μέση και πάνω και κάτω φορούσε μόνο το εσώρουχό της. Η ίδια δεν έδωσε σημασία αλλά εγώ κοκκάλωσα.

    - «Αυτό» μου είπε ή «αυτό» φορώντας πάνω της το πάνω μέρος του μπικίνι. Μετά το έβγαλε και φόρεσε το άλλο. «Φοίβη, είσαι εδώ;»
    - «Εεχμ… Για δείξε πάλι… χμμμ… το πορτοκαλί μου αρέσει πιο πολύ της είπα»
    - «Ναι ε… χμμμ. Ελένη;» φώναξε την Ελένη και σε λίγο ήρθε και εκείνη. Επανέλαβε την κίνηση.
    - «Το πορτοκαλί» της είπε η Ελένη.
    - «Ομοφωνία. Το πορτοκαλί λοιπόν.» Φόρεσε και το κάτω μέρος πάνω από το εσώρουχό της. «Χμμμ» είπε. «Καλό φαίνεται» είπε και έβγαλε το μαγιό μένοντας πάλι μόνο με το εσώρουχό της. «Ελένη, διάλεξες μαγιό;»
    - «Ναι» είπε και γδύθηκε και εκείνη μπροστά μας βγάζοντας το σουτιέν της και μένοντας και εκείνη με το εσώρουχο. Ξεροκατάπια, δεν ήμουν συνηθισμένη σε τέτοιου είδους οικειότητα. Πρόβαρε πάνω της και τα δύο.
    - «Το πράσινο» απαντήσαμε ταυτόχρονα με τη Μαρία.
    - «Εσύ;» ρώτησε η Ελένη. Τους έδειξα και τα δύο τοπ κρατώντας τα από τα χέρια μου. Με κοιτάξανε και οι δύο. Αναστέναξα και χαμήλωσα τις τιράντες του φορέματος και έβγαλα το σουτιέν μου. Πρόβαρα πάνω μου και τα δύο
    - «Το μπλε» είπε η Ελένη. «Εμένα μου αρέσει το μωβ» είπε η Μαρία. «Για ξαναπρόβαρε!» Το έκανα ξανά. «Χμμ…» είπε η Μαρία. «Εξακολουθώ να προτιμώ το μωβ»
    - «Εμένα μου αρέσουν και τα δύο να σας πω» είπα.
    - «Ε, πάρε και τα δύο εφόσον σε παίρνει οικονομικά. Άλλωστε εσύ δεν έχεις κανένα μαγιό εδώ, καλύτερα να έχεις δύο» είπε η Μαρία.
    - «Το κάτω δε θα το δοκιμάσεις;» με ρώτησε η Ελένη κάνοντάς με να ξεροκαταπιώ. Έβγαλα τελείως το φόρεμα μένοντας με το αρκετά προκλητικό είναι η αλήθεια καλό μου δαντελωτό εσώρουχο μετανιώνοντας που βαρέθηκα να πάω σπίτι να αλλάξω.
    - «Κοίτα να δεις η μικρή» είπε η Μαρία κάνοντάς με να κοκκινήσω. Και οι δύο έβαλαν τα γέλια με την αντίδρασή μου. Φόρεσα βιαστικά πρώτα το μωβ και μετά το μπλε. Καλά ήταν και τα δύο, αποφάσισα μέσα μου.
    - «Και τα δύο» είπα. Φόρεσα το σουτιέν μου και έβαλα ξανά το φόρεμά μου. Η Μαρία φόρεσε τη μπλούζα της χωρίς σουτιέν. Η Ελένη φόρεσε το σουτιέν της και τη μπλούζα της. Βγήκαμε και οι τρεις έξω και πήγαμε να πληρώσουμε. Μετά, έχοντας μια τσάντα η κάθε μία κατηφορίσαμε στην ψαραγορά και πήγαμε και κάτσαμε σε ένα ρακάδικο. Είχε πάει 13:00.

    Δεν είχα δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου ρακόμελο. Σερβιριζόταν ζεστό και παρά τη γλυκιά του γεύση ένιωσα το φάρυγγά μου να πιάνει φωτιά, σχεδόν πνίγηκα και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα βήχα κάνοντας και τις δυο τους να βάλουν τα γέλια.
    - «Μέχρι να πιείς κατά λάθος ρακή περνώντας την για νερό, δεν έχεις δει τίποτα» είπε η Ελένη. «Το είχα πάθει στο σπίτι του Τάσου, το βλαμμένο είχε τη ρακή σε μπουκάλι νερού. Νομίζοντας ότι ήταν νερό, γέμισα ένα ποτήρι και καθώς διψούσα το κατέβασα σχεδόν μονοκοπανιά. Ο εγκέφαλός μου έκανε catch-up μετά την τρίτη γουλιά!»
    - «Ωχ, και;»
    - «Ένα έχω να σου πω Φοίβη. Αν και αυτό έγινε πέρσι νομίζω ότι πρέπει να ξέρασα μέχρι και μια τσίχλα που είχα καταπιεί στα πέντε μου. Νόμιζα ότι ήρθε το τέλος του κόσμου και ο άλλος ο γάιδαρος αντί να έρθει να με βοηθήσει είχε κάτσει στο τραπέζι και χτυπιόταν στα γέλια. Αφού δεν τον χώρισα επιτόπου…»
    - «Α, εγώ δεν έχω τέτοια προβλήματα. Η πέμπτη ρακή είναι για την καλημέρα!» δήλωσε η Μαρία.
    - «Εσύ είσαι ιθαγενής, δε μετράς» είπε η Ελένη.

    Ούτε η Ελένη ούτε η Μαρία είχαν πάρει ρακόμελο, έπιναν τη ρακή σκέτη. Αν κόντεψε να με πιάσει ο βήχας με το ζεστό ρακόμελο, δεν ήθελα να ξέρω τι θα πάθω αν έπινα ρακή όπως οι δυο τους. Οι οποίες να σημειώσω ότι είχαν αρχίσει ήδη το δεύτερο ποτήρι ενώ εγώ ακόμα ήμουν με μία γουλιά από το πρώτο. Ήπια και τη δεύτερη γουλιά αλλά αυτή τη φορά το περίμενα το κάψιμο και δεν αιφνιδιάστηκα. Στην τρίτη γουλιά μου άρεσε κιόλας.

    - «Σιγά Φοίβη, θα γίνεις ντέφι» είπε η Μαρία όταν άρχισα να πίνω το τρίτο ποτήρι. Η αλήθεια είναι ότι είχα αρχίσει να αισθάνομαι απίστευτη χαλάρωση. Του λόγου τους ήταν στο πέμπτο ποτήρι ρακί με το οποίο η Ελένη δήλωσε «ως εδώ». Η Μαρία συνέχισε να πίνει.

    Στο τέταρτο ρακόμελο άρχισα να νιώθω το κεφάλι μου να κουδουνίζει αλλά ένιωθα τόσο απίστευτα ωραία που δεν ήθελα να σταματήσω.

    - «Αρκετά» μου είπε η Μαρία όταν έκανα να πάω να πιώ το πέμπτο.
    - «Γιατίιιιι» είπα παραπονεμένη.
    - «Γιατί αν γίνεις ντίρλα μέρα μεσημέρι ο καλός σου θα μας αφαλοκόψει» απάντησε γελώντας.
    - «Δε θα περάσει ο φασισμός!» δήλωσα.
    - «Μου αρέσει που είπες «αν» είπε η Ελένη. Έχει γίνει ήδη!»
    - «Όχι καλά είμαι!» απάντησα. «Νομίζω δηλαδή.»
    - «Καλό είναι να μην πιείς άλλο, γιατί ούτε εγώ ούτε η Ελένη θα ανέβουμε πάνω»
    - «Καλά, δε θα πιώ άλλο. Αλήθεια, τώρα που το λέμε πού θα βρεθούμε το βράδυ; Πού είναι η Ραφιναρία;»
    - «Δεν έχεις κανονίσει με τον Ανδρέα;»
    - «Είπε ότι θα περάσει να με πάρει από το σπίτι αλλά δεν είχαμε πει ώρα.»
    - «Άρα θα πας μαζί του. Όσο για την ώρα, είχαμε πει να βρεθούμε κατά τις 23:00 εκεί.»
    - «Ωραία, θα πρέπει να κάνω σκοπιά στην αυλή το βράδυ» είπα και με κοιτάξανε και οι δυο τους. «Το σπίτι που μένω είναι μέσα σε ένα μεγάλο οικόπεδο και το σπίτι έχει σκύλο. Καλά μη νομίζετε, βλαμμένο είναι, αλλά έχει το μέγεθος γαϊδουριού και ακριβώς επειδή είναι βλαμμένο και αγαπάει όλο τον κόσμο, δεν πρόκειται να γαυγίσει στον Ανδρέα. Θα πρέπει να έχω το νου μου από τις 22:00 και μετά»
    - «Παιδάκι μου δεν ξέρεις που μένει; Κοντά δε μένετε; Ε, πήγαινε από το σπίτι του και βρες τον να συνεννοηθείτε» είπε η Μαρία.
    - «Ένα δίκιο το έχεις» απάντησα. «Και δύο μην πω.»
    - «Χρμφ, έχω να κάνω και αποτρίχωση» θυμήθηκε η Ελένη.
    - «Αλήθεια, τι έπαθες εσύ;» τη ρώτησε η Μαρία.
    - «Τι να πάθω; Έκανε …κατάδυση ο Τάσος και βγήκε με τρίχα στα δόντια. Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί.»
    - «Ορίστε;» είπα μην καταλαβαίνοντας.
    - «Κατάδυση… χαμηλά…;» είπε και την κοίταξα εξακολουθώντας να μην καταλαβαίνω.
    - «Στοματικό, της έκανε στοματικό. Αιδοιολειχία, γλειφομούνι, πώς το λένε!» είπε η Μαρία και έβαλε τα γέλια. «Κλείσε το στόμα σου θα χάψεις καμιά μύγα πάλι.»

    Εντάξει, δεν είχα πέσει και από τον Άρη, είχα ακούσει κάποια πράγματα. Απλά δεν ήξερα -πώς άλλωστε- κανέναν και καμία που να το έχει κάνει. Γνωστό μου ή γνωστή μου δηλαδή. Δηλαδή μπορεί και να ήξερα κάποιον που το είχε κάνει χωρίς να ξέρω ότι το είχε κάνει. Το ρακόμελο δεν είχε βοηθήσει, δε μπορούσα να σκεφτώ καθαρά. Το μόνο που κατάλαβα είναι πως είχα υγρανθεί. Έπαιζα με τον εαυτό μου αλλά δε φανταζόμουν κάτι συγκεκριμένο, εννοώ όχι πράξη. Απλά φανταζόμουν έναν άντρα και αυτό.

    - «Για λέγε για λέγε» είπα με τις αναστολές μου να έχουν πάει περίπατο.
    - «Τι να πω;» είπε η Ελένη.
    - «Δεν… δεν έχω κάνει ποτέ κάτι τέτοιο. Εδώ καλά-καλά μέχρι χθες το βράδυ δεν είχα φιλήσει αγόρι. Πώς… πώς είναι;»
    - «Ε πώς να είναι; Ωραίο είναι… δηλαδή… τι ωραίο… ααααχ… Αρκεί να μη συμβεί ξανά αυτό! Θεέ μου, πρέπει να άλλαξα δέκα χρώματα»
    - «Σιγά μωρή κι εσύ» της είπε η Μαρία. «Πώς κάνεις έτσι; Δεν τον κατούρησες κιόλας!»
    - «Εεεε Ε!» είπε η Ελένη. «Να πάει να σε φιλήσει μετά με την τρίχα στο στόμα να σου πω εγώ!»
    - «Ορίστε;» είπα. «Τι εννοείς;»
    - «Τι εννοώ;»
    - «Φιληθήκατε μετά; Εννοώ σε φίλησε;»
    - «Γιατί να μη με φιλήσει;»
    - «Αφού… πριν… εννοώ…» προσπάθησα να πω τρώγοντας τα λόγια μου κάνοντας και τις δύο να σκάσουν στα γέλια.
    - «Δικό μου είναι, όχι της γειτόνισσας! Αυτό θα έλειπε να μου το κάνει αυτό και να σιχαίνομαι μετά να τον φιλήσω. Εδώ με φιλάει εκείνος αφού του το κάνω εγώ.»
    - «Του κάνεις εσύ, τι;»
    - «Το ανάλογο. Και πού ‘σαι, αυτό πιτσιλάει πάντα» είπε βάζοντας τα γέλια με τη Μαρία να την ακολουθεί πρίμο σεκόντο, γέλιο το οποίο εντάθηκε όταν με είδαν πως τις κοιτούσα.
    - «Μωρέ αν γίνει καλά και το άλλο πιτσιλάει» είπε η Ελένη. «Μου έχει τύχει δυο-τρεις φορές, πάντα σε στοματικό. Έπρεπε να δείτε την πρώτη φορά τον Τάσο, το σκέφτομαι καμιά φορά και με πιάνει η κοιλιά μου από τα γέλια αλλά δεν τον αδικώ το φουκαρά. Δε μου είχε τύχει ποτέ. Τουλάχιστον όταν του το έκανα εγώ ήξερα τι να περιμένω, χαχαχαχα» είπε.
    - «Πόσο με διαολίζει όταν αστοχεί και πετάγεται στο μαλλί μου, δε λέγεται» είπε η Μαρία. «Προτιμώ να καταπίνω παρά αυτό»
    - «Να… τι;» ρώτησα σα χαζή.
    - «Ξεχάσαμε τον άμαχο πληθυσμό» είπε η Ελένη και βάλανε και οι δύο τα γέλια.
    - «Κα…καταπίνετε;» τις ρώτησα σα χαζή.
    - «Εγώ ναι» είπε η Μαρία. «Η κυρία δεν ξέρω τι κάνει»
    - «Μια από τα ίδια αλλά έχει ιστορία. Στην αρχή δεν τον άφηνα να τελειώσει στο στόμα μου αλλά μια μέρα με παρακάλεσε να το κάνω. Θα το κάνω, του είπα, και θα καταπιώ κιόλας αλλά μετά θα με φιλήσεις. Ε, το έκανε. Λύσσα κακιά με τις πίπες.»
    - «Ενώ εσύ να πούμε όταν στο κάνει ο Τάσος νιώθεις ιερομάρτυρας;» της είπε ειρωνικά η Μαρία.
    - «Τώρα μιλάμε για τις αδερφές των άλλων» είπε βγάζοντας τη γλώσσα της.

    Ξεροκατάπια

    - «Ελένη… Να… να σε ρωτήσω κάτι;» της είπα.
    - «Shoot» μου είπε.
    - «Το… το έχεις κάνει;»
    - «Ουυυυ… με τον Τάσο είμαστε μαζί εδώ και 2 χρόνια.»
    - «Μαρία, εσύ;»
    - «Ομοίως αν κι εγώ δεν έχω την άνεση της κυρίας να βγάζω τα μάτια μου, έχω και σπίτι στο οποίο με περιμένουν να γυρίσω το βράδυ»

    Ήθελα να κάνω χίλιες ερωτήσεις.

    - «Πόσο… πόσο…»
    - «Περίμενα;» με ρώτησε η Ελένη. «Φοίβη, επειδή καταλαβαίνω γιατί ρωτάς δεν θα σου απαντήσω παρά μόνο αυτό: Όταν νιώσεις έτοιμη. Είτε αυτό είναι σε μία εβδομάδα, είτε σε ένα μήνα είτε σε ένα χρόνο. Όταν νιώσεις έτοιμη.»
    - «Ό,τι είπε η Ελένη» απάντησε η Μαρία.
    - «Δεν… Από το δημοτικό και μετά δεν είχα φίλες, δεν είχα καμία φίλη. Στο γυμνάσιο… ήταν τα χειρότερα τρία χρόνια της ζωής μου. Αρχές εφηβείας, πρόωρη ανάπτυξη, ξένη, άσχημη, άχαρη… Στο Λύκειο τα πράγματα ήταν λίγο καλύτερα, έκανα κάποιες γνωριμίες αλλά δεν είχα φίλες, όχι πραγματικά. Απλά γνωστές για παρέα στο διάλειμμα. Δεν είναι εύκολο. Εσείς… εσείς με αγκαλιάσατε από την πρώτη στιγμή. Ως γνωστή του Ανδρέα, έστω. Αλλά… αλλά μ’ αγκαλιάσατε. Μπορεί… μπορεί οι ερωτήσεις που κάνω να σας φαίνονται χαζές αλλά…»
    - «STOP» είπε η Μαρία. Μου έπιασε το χέρι και μου μίλησε γλυκά, σα να μιλούσε σε παιδάκι. «Δεν υπάρχουν χαζές ερωτήσεις Φοίβη μου. Και γιατί να μη σε αγκαλιάσουμε; Είσαι ζεστή, είσαι πρόσχαρη, έχεις χιούμορ… είσαι εξαιρετικά ευχάριστη συντροφιά.»
    - «Σας ευχαριστώ… σας ευχαριστώ και τις δύο» τους είπα δακρυσμένη.
    - «Έλα κλαψιάρα, σταμάτα» με πείραξε η Ελένη.

    Είχε πάει 14:30 όταν είπαμε να το διαλύσουμε. Δώσαμε ραντεβού για το βράδυ και φύγαμε. Ήμουν τυχερή και ήρθε το λεωφορείο για τη Φορτέτσα σχεδόν με το που πήγα στη στάση, στις 14:45 με άφησε σχεδόν μπροστά από την πόρτα του σπιτιού μου.

    Πήγα στο σπίτι και το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να γδυθώ και να κάνω ένα ντους. Περισσότερο επειδή ήθελα να δω τον Ανδρέα και παρά για να συνεννοηθούμε για το βράδυ αποφάσισα να περάσω από το σπίτι του. Ανέβηκα τα σκαλιά προς το πανεπιστήμιο αλλά αντί να κατέβω προς το Κυλικείο συνέχισα προς τα Άσπρα κτήρια και πήρα το δρομάκι από πίσω που οδηγούσε στο δρόμο που νοίκιαζε ο Ανδρέας. Δεν είχα ιδέα αν ήταν σπίτι του, δεν το είχα σκεφτεί καν.

    Χτύπησα την πόρτα η οποία προς μεγάλη μου χαρά άνοιξε μετά από μερικά δευτερόλεπτα. Ο Ανδρέας αν και ξαφνιάστηκε στην αρχή μου χαμογέλασε πλατιά.

    - «Καλώς το μου» μου είπε και μου έκανε να περάσω μέσα.
    - «Δε σου έφερα το φόρεμα της Ευτυχίας, θα το πλύνω πρώτα και θα στο φέρω καθαρό.»
    - «Και ήρθες εδώ να μου το πεις;» είπε χαμογελώντας.
    - «Όχι… απλά μου είπες ότι θα περάσεις το βράδυ να με πάρεις αλλά δεν είπες τι ώρα!»
    - «Αυτό ήρθες να μου πεις;»
    - «Ναι… όχι… ήθελα να σε δω» ομολόγησα.

    Με έφερε κοντά του και με φίλησε κάνοντάς με να λιώσω. Τον αγκάλιασα και τον έσφιξα πάνω μου. Ούτε καν την πόρτα δεν είχαμε κλείσει, της τράβηξε μια κλωτσιά ο Ανδρέας και έκλεισε με θόρυβο.

    - «Α, μιας και ήρθες κιόλας να σου δώσω το φόρεμά σου» μου είπε και μου έδωσε τη σακούλα. «Εντάξει, πήρες μαγιό; Πήγατε μετά για ρακή;»
    - «Ανδρέα, έχεις φάει;» τον ρώτησα.
    - «Όχι, σε λίγο ετοιμαζόμουν να πάω στην Αθηνά» είπε.
    - «Θέλεις να φάμε παρέα;» τον ρώτησα.
    - «Και το ρωτάς μωρέ Φοίβη;»
    - «Όχι δεν εννοώ αυτό. Εγώ μαγειρεύω, θες να πάμε σπίτι μου να σου κάνω το τραπέζι;»
    - «Ν-Ναι… μου είπε. Πολύ θα το ήθελα… αν… αν έχεις όρεξη εννοώ»
    - «Θέλω να σου μαγειρέψω» του είπα.
    - «Τότε πολύ θα χαρώ! Πολύ-πολύ» είπε με ένα χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο.

    Φύγαμε από το σπίτι του και κινήσαμε για το δικό μου. Με κρατούσε από το χέρι όσο περπατούσαμε στο δρόμο. Φτάσαμε έξω από τη γκαραζόπορτα στην οποία μας περίμενε ο Σίμπα με τη γλώσσα έξω και κουνώντας την ουρά του σαν παλαβός.

    - «Είσαι σίγουρη ότι δε θα μου την πέσει;»
    - «Ο Σίμπα; Αυτός είναι πιο χαζοχαρούμενος και από τον ραν-ταν-πλαν»

    Μπήκαμε μέσα και ο Σίμπα αφού πήδησε πάνω μου και μου έγλειψε τη μούρη κατέβηκε κάτω και πήγε και μύρισε τον Ανδρέα κουνώντας την ουρά του. Ο Ανδρέας του χάιδεψε το κεφάλι και ο Σίμπα του έγλειψε ευτυχισμένος το χέρι. Πήγαμε προς το σπίτι. Ξεκλείδωσα και περάσαμε μέσα.

    - «Ανδρέα, δώσε μου λίγο να ξεπλύνω το πρόσωπό μου με το σίχαμα που κάθε φορά με γλείφει στη μούρη» είπα κάνοντάς τον να χαμογελάσει. Πήγα στο μπάνιο και έπλυνα και σκούπισα το πρόσωπό μου. Βγήκα έξω. «Η ροζ μικρή πετσέτα είναι των χεριών» του είπα όταν πήγε και εκείνος να πλύνει τα χέρια του.

    Είχε πάει 15:15. Φτιάχνω πολύ καλό κοκκινιστό κατσαρόλας -το λατρεύει ο συνταγματάρχης- αλλά αυτό θέλει πολλή ώρα. Βέβαια μπορούσα να φτιάξω γρήγορα μια περιποιημένη μακαρονάδα είτε με άσπρη, είτε με κόκκινη σάλτσα αλλά από την άλλη, μακαρονάδα;

    Ομελέτα; Γιατί όχι; Φτιάχνω επίσης πολύ καλές ομελέτες και βάζω και πολλά υλικά. Αυτό! Θα έφτιαχνα μια ομελέτα και θα τηγάνιζα πατάτες και μια απλή σαλάτα. Ψωμί είχα πάρει χθες και το είχα βάλει στην κατάψυξη αφού το είχα κόψει για να μείνει φρέσκο. Θα έβαζα κάποιες φέτες και θα τις ξεπάγωνα σε χαμηλή φωτιά στο φουρνάκι. Στο ψυγείο είχα και ζελέ φράουλα με κομμάτια ροδάκινο, μου αρέσει πολύ, άρα είχα και γλυκό. Μπύρες; Δεν είχα μπύρες. Γαμώτο!

    Στο μεταξύ ο Ανδρέας είχε βγει και με παρακολουθούσε που έκανα σύσκεψη με τον εαυτό μου.

    - «Συγνώμη Ανδρέα μου, δεν έχω μπύρα» του είπα.
    - «Και γι’ αυτό στεναχωριέσαι; Πετάγομαι στο περίπτερο στη στάση να πάρω.»
    - «Μπορείς; Σε ευχαριστώ πολύ! Στο μεταξύ θα αρχίσω να φτιάχνω το φαγητό. Λέω να φτιάξω μια ομελέτα, την κάνω σπέσιαλ! Με μπέικον, λουκάνικο, τυρί, ντομάτα, πιπεριές και αν θες και σου αρέσει κι εσένα μπορώ να βάλω και κρεμμύδι. Και θα τηγανίσω και πατάτες και θα κόψω και μια σαλάτα. Και έχω και γλυκό, ζελέ φράουλα με κομμάτια από ροδάκινο. Πρόχειρο είναι εντάξει, αλλά κι εσύ πεινάς και δε θέλω να σε αφήσω να πεινάς!» του είπα με μια ανάσα κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
    - «Εσύ αυτό το λες πρόχειρο; Δηλαδή το κανονικό τι θα ήταν; Μπουφέ με πέντε διαφορετικά πιάτα; Μια χαρά είναι μωρό μου»

    ΜΩΡΟ ΜΟΥ!!!!

    Χτύπησα ενθουσιασμένη παλαμάκια και έβγαλα μια φωνούλα κάνοντας τον Ανδρέα να γελάσει εκ νέου.

    - «Είσαι μια γλύκα» μου είπε και ήρθε και με έσφιξε πάνω του. Μωρέ να με σκάσει πήγε αλλά σιγά που θα κάνω παράπονο! Και μετά μου έδωσε ένα γλυκό φιλάκι στη μύτη και κίνησε να πάει να πάρει μπύρες. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει από τη χαρά της! Θα μαγείρευα στο αγόρι μου! Στο αγόρι μου! Τον Ανδρέα!

    Έπιασα κάτω από το ντουλάπι μερικές πατάτες και άρχισα να τις καθαρίζω. Μέχρι να καθαρίσω και την τελευταία ο Ανδρέας είχε επιστρέψει με μπύρες αλλά είχε πάρει επίσης και αναψυκτικά, κόκα κόλα και 7-up για την ακρίβεια.

    - «Πήρα αναψυκτικά αλλά επειδή δεν ξέρω τι πίνεις πήρα και από τα δύο. Δεν είχε πορτοκαλάδα αλλιώς θα έπαιρνα και πορτοκαλάδα» μου είπε.
    - «Δεν πειράζει, όλα μου αρέσουν» του είπα.
    - «Θέλεις να κάνω κάτι;»
    - «Το κάνεις ήδη» του είπα.
    - «Ε; Τι κάνω»
    - «Μου κάνεις παρέα!» του είπα και σηκώθηκα και του έδωσα ένα πεταχτό φιλάκι.

    Μετά καθίσαμε και οι δύο και άρχισα να κόβω τις πατάτες. Ο Ανδρέας ξεφύλλιζε τις σημειώσεις του απειροστικού-I που είχα πάνω στο τραπέζι.

    - «Μπρρρ» μου είπε και τις έκλεισε κάνοντάς με να χαμογελάσω. «Γεια πες, πώς σου φάνηκε η ρακή;»
    - «Ρακόμελο ήπια, όχι ρακή σκέτη» του είπα ενώ άρχιζα να ετοιμάζω την ομελέτα. «Ήπια τέσσερα και άρχισα να γίνομαι ντέφι -ακόμα είμαι να σου πω την αλήθεια- αλλά με σταμάτησε η Μαρία. Καταπίεση, αυτό έχω να πω! Ήταν τόσο ωραία. Πρώτη φορά από τότε που τέλειωσα το δημοτικό νιώθω ότι έχω φίλες. Είναι τόσο άνετες η μία με την άλλη και με έκαναν και εμένα να αισθάνομαι άνετα, λες και με γνωρίζουν χρόνια.
    - «Τι λέγατε;»
    - «Διάφορα αν και στην αρχή είχε …χιχιχι ανάκριση για σένα. Ένιωσα τόσο άνετα που τους είπα μέχρι… μέχρι και ότι χθες κοιμήθηκα σε σένα γιατί είχα ξεχάσει τα κλειδιά μου»
    - «Γιατί να μην το έλεγες; Δεν έκανες και τίποτα περίεργο»
    - «Ε βρε Ανδρέα… εννοώ… ααααχ»
    - «Τι έπαθες;» με ρώτησε ανήσυχος
    - «Τίποτα-τίποτα, με πιτσίλισε λίγο το μπέικον. Εννοώ μέχρι χθες δεν είχα φιληθεί καν και… ε, είναι κάπως αν το σκεφτείς»
    - «Καλά, δεν επιμένω» είπε χαμογελώντας.
    - «Ναι… τι έλεγα; Α, ναι, ε τους είπα για το παρελθόν μου, δεν εννοώ για το πάρτι, αυτά τους τα έχω πει. Μου… μου είπαν και για σένα… ελπίζω να μη σε πειράζει… για την Έλσα εννοώ. Ανδρέα εγώ δεν είμαι τέτοια…» ξεκίνησα να λέω και εκεί με διέκοψε.
    - «Γάμα την αυτή να πάει στην ευχή του Θεού. Όχι Φοίβη μου εσύ δεν έχεις καμία σχέση με δαύτη» μου είπε κάνοντάς με να χαμογελάσω.
    - «Ε μετά είπαν και αυτές για τα αγόρια τους…ξέρεις…» αλλά σταμάτησα εκεί, τι να του έλεγα;
    - «Δεν ξέρω, είναι η αλήθεια, δεν μοιραζόμαστε τόσο πολλές λεπτομέρειες αν μ’ εννοείς»
    - «Εχμ…»
    - «Βρε ηρέμισε, δε σου ζητάω να μου πεις τι είπατε, δε με αφορά. Αλήθεια, πήρες μαγιό;»
    - «Ναι, πήρα δύο γιατί δεν μπορούσα να αποφασίσω πιο μου άρεσε περισσότερο.»
    - «Θα σε πείραζε μετά αφού φάμε να τα φορέσεις να σε δω;» μου είπε.

    Η αλήθεια είναι ότι μου ήρθε κάπως αλλά έτσι κι αλλιώς σάμπως δε θα με έβλεπε αύριο στην παραλία;

    - «Αν… αν δεν θέλεις…» ξεκίνησε να λέει.
    - «Όχι! Θέλω, αμέ! Πώς δε θέλω. Εννοώ… αν δεν θέλω να αρέσουν σε σένα σε ποιον θα ήθελα;»
    - «Αρχικά να αρέσουν σε σένα;» μου είπε ερωτηματικά.
    - «Ε ναι… εννοώ ότι εμένα μου αρέσουν έτσι κι αλλιώς»
    - «Τέλος πάντων» μου είπε.

    Καπάκωσα το διπλό τηγάνι και το γύρισα ώστε να τηγανιστεί και από την άλλη μεριά η ομελέτα. Στο κατσαρολάκι το λάδι είχε ήδη βράσει και έριξα μέσα προσεκτικά τις πατάτες οι οποίες άρχισαν να τσιτσιρίζουν. Λίγη ώρα αργότερα το φαγητό ήταν έτοιμο. Δε με άφησε να κόψω σαλάτα. Έβγαλα από το φούρνο ροδαλισμένες τις δύο φέτες ψωμί που μου είχε ζητήσει και ξεκινήσαμε να τρώμε χωρίς να μιλάμε. Στην αρχή είχα λίγο άγχος είναι η αλήθεια αλλά οι εκφράσεις του προσώπου του όσο έτρωγε έδειχναν ότι το απολάμβανε και χαλάρωσα και άρχισα να τρώω κι εγώ. Έχοντας πιει το ρακόμελο δεν ήθελα άλλο αλκοόλ οπότε ο Ανδρέας μου γέμισε το ποτήρι με την 7-up που του ζήτησα ενώ εκείνος ήπιε τη μπύρα του.

    Είχα ανοίξει και το ραδιοφωνάκι και ακούγαμε μουσική, ήταν πολύ-πολύ όμορφα. Όταν τελειώσαμε ο Ανδρέας προσφέρθηκε -δηλαδή επέμεινε- να πλύνει τα πιάτα. Τον άφησα να το κάνει και πήγα μέσα στο δωμάτιο για να του δείξω αυτό που ήθελε. Γδύθηκα στα γρήγορα και φόρεσα το μπλε το μαγιό. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη που είχε η ντουλάπα, μου φάνηκα μια χαρά. Βγήκα έξω και η αλήθεια είναι ότι ένιωθα πολύ αμήχανη, στην αρχή δηλαδή.

    - «Ανδρέα» του είπα.

    Έκλεισε τη βρύση και γύρισε και με κοίταξε. Το βλέμμα του με ανατρίχιασε και δεν εννοώ με τον άσχημο τρόπο.

    - «Σου πάει πολύ!» μου είπε. «Μπορείς σε παρακαλώ να κάνεις μια στροφή;»

    Έκανα αυτό που μου ζήτησε.

    - «Φτου φτου! Τι κορίτσαρο έχω εγώ;» μου είπε κάνοντάς με να κοκκινήσω.
    - «Σ’ αρέσει;»
    - «Αν… Ω Θεοί τι ρωτάει!» είπε κάνοντάς με να χαζογελάσω.
    - «Πάω να βάλω και το άλλο»
    - «Άντε να δούμε, θα το γλιτώσω το έμφραγμα σήμερα;»
    - «Ε, αν είναι να κινδυνέψεις…» πήγα να τον πειράξω.
    - «Ακόμα εδώ είσαι;» με ρώτησε και χαχανίζοντας πήγα μέσα και έβαλα το μωβ. Επέστρεψα στο σαλόνι.
    - «Πάνω που νόμιζα ότι τα έχω δει όλα» είπε όταν έκανα τη στροφή. Η αλήθεια είναι ότι το μωβ ήταν πιο …μικρό κάτω και το πάνω τόνιζε ακόμα περισσότερο το στήθος μου. «Το μωβ, σίγουρα το μωβ, οπωσδήποτε το μωβ» μου είπε.
    - «Το μωβ τότε» του είπα χαμογελαστή και γύρισα στο δωμάτιο. Έβαλα στα γρήγορα το εσώρουχό μου και ένα σορτσάκι και από πάνω ένα μωβ φανελάκι χωρίς σουτιέν γιατί είχα σκάσει.

    Βγήκα στο σαλόνι. Ο Ανδρέας είχε τελειώσει με τα πιάτα.

    - «Ανδρέα, θέλεις να σου φτιάξω ένα καφεδάκι;»
    - «Ναι, αμέ!»
    - «Να ξέρεις ότι έχω μαύρη ζάχαρη μόνο» του είπα.
    - «Δεν με πειράζει. Έχεις εβαπορέ έτσι;»
    - «Ναι, θα στον φτιάξω γλυκό με λίγο εβαπορέ, όπως τον παίρνεις στο κυλικείο»

    Έβαλα μιάμιση κουταλιά καφέ και δύο ζάχαρη, έριξα κρύο νερό, και άνοιξα το χτυπητήρι το οποίο άφησα ανοιχτό μέχρι ο αφρός να γίνει σχεδόν συμπαγής. Έριξα λίγο γάλα, 3 παγάκια και το συμπλήρωσα με κρύο νερό. Έβγαλα ένα καλαμάκι και το έβαλα στο ποτήρι και του το έδωσα. Μετά έφτιαξα και το δικό μου, εγώ το πίνω μέτριο με αρκετά περισσότερο γάλα.

    Όταν τελειώσαμε πήγα να κάτσω στο τραπέζι αλλά μου έδειξε τον καναπέ.

    - «Θέλω να σε κρατάω αγκαλίτσα» μου είπε. Σιγά που θα έλεγα όχι! Πήγαμε στον καναπέ και κάθισε και έγειρα πάνω του και με έσφιξε στην αγκαλιά του φιλώντας με στο κεφάλι. Το αριστερό του χέρι ήταν στη μέση μου, λίγο πάνω από εκεί που τέλειωνε το αριστερό μου πόδι. Του χάιδεψα το χέρι αφηρημένα.
    - «Ποιος να μου έλεγε το πρωί της Τετάρτης όταν πήγα να πάρω τον καφέ μου στο κυλικείο ότι τρεις μέρες αργότερα θα ήμουν στην αγκαλιά του αγοριού μου… και όχι όποιου όποιου. Του Ανδρέα, του πρώτου και μοναδικού μου εφηβικού έρωτα» του είπα.
    - «Χα! Το παραδέχεσαι λοιπόν»
    - «Ε, ναι, δε νομίζω ότι στο έκρυψα προχθές όταν σε είδα εδώ για πρώτη φορά»
    - «Να σου εξομολογηθώ κάτι;» μου είπε.
    - «Αμέ!» του είπα.
    - «Παρά το γεγονός ότι θεωρούσες τον εαυτό σου ασχημόπαπο εκείνο το βράδυ στο πάρτι ήσουν η πιο γλυκιά φατσούλα. Δε θα το κρύψω, στην αρχή είχα νιώσει άσχημα που ήσουν μόνη σου και δε σου μιλούσε κανείς. Ήθελα να έρθω από πριν να σου μιλήσω, έτσι για την παρέα, αλλά τι να σου έλεγα; Όπως και να έχει, αποφάσισα ότι ακόμα και έτσι, ένα χορό θα τον χόρευα μαζί σου, όχι γιατί σε λυπήθηκα, μη με παρεξηγήσεις, αλλά επειδή ήθελα να το κάνω. Με κέρδισες από τις πρώτες κουβέντες. Ξέρεις… εκείνο τον καιρό είχα την ερωτική μου απογοήτευση με τη Σοφία και γενικά δε μιλιόμουν. Μέσα σε πέντε λεπτά με το χιούμορ σου με έκανες να την ξεχάσω για λίγο. Και χορεύαμε και μιλούσαμε και γελούσαμε και δεν ήθελα να τελειώσει το βράδυ. Πού να το φανταστώ ότι θα υπήρχε στο πάρτι κάποιο 14-χρονο πιτσιρίκι με το οποίο θα μπορούσα να επικοινωνήσω τόσο ουσιαστικά. Με τις άλλες τέσσερεις που είχα χορέψει νωρίτερα δεν είχαμε πει τίποτα το ουσιαστικό, χαζομάρες μόνο. Εσύ… εσύ ήσουν τελείως διαφορετική. Προχθές που σε είδα ξανά για πρώτη φορά από τέσσερα χρόνια… Ήσουν ένα κουκλί, ό,τι και αν νομίζεις. Μπορεί να έκανα τον χαλαρό αλλά η καρδούλα μου το ήξερε. Δε σε ρώτησα από ακαδημαϊκό ενδιαφέρον αν είχες αγόρι, Φοίβη μου, και το βράδυ -τουλάχιστον όσον αφορά εμένα- δεν ήταν catch-up με μια παλιά γνωστή, ήταν ραντεβού.»

    Είχα χάσει τη μιλιά μου. Η Μαρία και η Ελένη μου το είχαν πει, ότι από τη στιγμή που με είδε δεν είχε μάτια για άλλη. Ήθελα τόσο πολύ να το πιστέψω, αλλά όσο και αν επέμεναν τα μέσα μου δεν μπορούσαν να το χωνέψουν. Και να που μου το έλεγε και ο ίδιος.

    Σχεδόν όρμισα πάνω του. Τον έσφιξα πάνω μου και τον φίλησα με πάθος που δεν είχα ξανανιώσει. Έβαλα τη γλώσσα μου μέσα στο στόμα του ενώ το χέρι μου του μάλαζε σχεδόν το σβέρκο. Ο Ανδρέας σταμάτησε το φιλί και με δάγκωσε απαλά στο σαγόνι. Μετά με φίλησε στο λαιμό και σιγά-σιγά πήγε στο αυτί μου. Πιπίλησε το λοβό μου κάνοντάς με να μυρμηγκιάσω ολόκληρη. Πέρασε το χέρι του ανάλαφρα πάνω από το στήθος μου, πάνω από το φανελάκι. Ανατρίχιασα ξανά, οι ρώγες μου είχαν πετρώσει, θαρρείς προσπαθούσαν να τρυπήσουν το φανελάκι. Όταν κατάλαβε ότι είχε τη συγκατάθεσή μου έπιασε το στήθος μου στη χούφτα του πιο δυνατά. Το πίεσε προς τα κάτω και άρχισε να το μαλάζει. Μου ξέφευγαν κοφτές ανάσες, κάτω είχα γίνει μούσκεμα. Σταμάτησε να με φιλάει στο αυτί και γύρεψε πάλι το στόμα μου. Οι γλώσσες μας μπλέχτηκαν, γευτήκαμε ο ένας τον άλλον ενώ το χέρι του μου μάλαζε σταθερά το αριστερό μου στήθος.

    Ένιωσα λίγο αβέβαιη όταν πήγε να περάσει το χέρι του μέσα από το φανελάκι. Φάνηκε από την ανάσα μου. Το κατάλαβε και το τράβηξε πίσω, συνέχισε ωστόσο να με χαϊδεύει πότε απαλά και πότε δυνατά στο αριστερό στήθος. Είχα κλείσει τα μάτια μου και είχα παραδοθεί στην παιχνιδιάρα γλώσσα του και το χέρι του που έκανε το κορμί μου να τρέμει. Δοκίμασε να ξαναπεράσει το χέρι του μέσα από το φανελάκι και αυτή τη φορά τον άφησα. Θεέ μου, η αίσθηση του χεριού του στο γυμνό μου στήθος τόσο άγνωστη και πρωτόγνωρη μα τόσο ερωτική, τόσο πλανεύτρα. Σα να μου κόπηκε η ανάσα. Στα δάχτυλά του έπαιξε απαλά με την πετρωμένη ρόγα μου. Σχεδόν πονούσε η επαφή του αλλά με έκανε να νιώθω σα να με διαπερνάει ρεύμα προσφέροντας όμως ηδονή αντί αγωνία.

    Με σήκωσε και κατάλαβα ότι με πάει μέσα, προς το κρεββάτι. Δεν αντιστάθηκα. Με πήγε μέσα και με ξάπλωσε. Ξάπλωσε δίπλα μου και ανέβηκε πάνω μου, ένιωσα το βάρος του. Ήταν υπέροχο. Ξαπλωμένη, ανάσκελα, με τον Ανδρέα από πάνω μου, με τη γλώσσα του να μου χαϊδεύει το λαιμό και πότε πότε να με πιπιλάει και να με δαγκώνει ελαφριά. Ανασηκώθηκε από πάνω μου και έβγαλε τη μπλούζα του. Το σώμα του ήταν μυώδες και όχι ιδιαίτερα τριχωτό. Τον χάιδεψα στο στέρνο. Με ανασήκωσε και κατάλαβα ότι ήθελε να μου βγάλει το φανελάκι. Δε δίστασα καθόλου. Σήκωσα τα χέρια μου και τον άφησα να το βγάλει. Έμεινα με τα στήθη μου γυμνά για πρώτη φορά σε άντρα.

    Ο Ανδρέας με έβαλε να ξαπλώσω και άρχισε να με φιλάει και να με πιπιλάει στο λαιμό κατεβαίνοντας αργά προς το στήθος μου. Το αριστερό του χέρι μου μάλαζε πότε απαλά και πότε πιο δυνατά το αριστερό μου στήθος και τότε…

    Η γλώσσα του πέρασε φευγαλέα από την ρώγα του δεξιού μου στήθους κάνοντάς με να μου ξεφύγει μια φωνούλα αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στην αίσθηση που ένιωσα μερικές στιγμές αργότερα, όταν πήρε στο στόμα του και πιπίλησε απαλά τη ρώγα μου. Είχα χάσει τα μυαλά μου, το ένα χέρι του να μαλάζει το ένα στήθος και με τα χείλη του και τη γλώσσα του, ακόμα και με των λίγων ημερών γένια του, να παίζουν με το άλλο.

    Έχασα κάθε αίσθηση του χρόνου, μπορεί να είχε περάσει μία ολόκληρη αιωνιότητα ή μερικά δευτερόλεπτα, όλο το σύμπαν μου είχε γίνει ο Ανδρέας και το χάδι του. Το σώμα μου τεντώθηκε κάνοντας τα νύχια μου να μπουν στην πλάτη του. Δε σταμάτησε, με δάγκωσε ακόμα πιο δυνατά, σχεδόν πόνεσα αλλά δεν ήθελα να σταματήσει… δεν…. Δεν… Έσυρα τα νύχια μου πάνω στο στήθος του… Θεέ μου…

    Τραβήχτηκε απαλά από πάνω μου, ούτε κι εγώ ξέρω πόση ώρα αργότερα. Είδα το στήθος του και τρόμαξα, είχε βαθιές γρατζουνιές.

    - «Ανδρέα» πήγα να πω ανήσυχη.
    - «Σσσστ» μου είπε τρυφερά και με φίλησε στο στόμα. «Ντύσου μωρό μου»

    Σηκώθηκα και έβαλα τη φανέλα μου. Ο Ανδρέας φόρεσε και αυτός το μπλουζάκι του αλλά όπως γύρισε είδα την πλάτη του. Είχε και αυτή σημάδια εκεί που είχα μπήξει τα νύχια μου. Ένιωσα πολύ άσχημα, μέσα στην … λύσσα μου δεν … δεν είχα καταλάβει…

    - «Ανδρέα…»
    - «Ήσουν υπέροχη» μου είπε. «Είσαι υπέροχη. Είσαι… κι εγώ δεν ξέρω.»
    - «Συγνώμη» του είπα κατεβάζοντας τα μάτια μου.
    - «Τι συγνώμη; Πας με τα καλά σου; Τι!! Θεέ μου τι λέει! Θα την πνίξω!»
    - «Σου… σου άρεσε;»
    - «Εσύ τι λες βρε όργιο, δε μου άρεσε;»
    - «Δεν…»

    Αντί για απάντηση με πήρε στην αγκαλιά του και μου έβαλε τη γλώσσα του σχεδόν μέχρι το λαιμό. Δε με είχε φιλήσει ξανά τόσο επιθετικά, ένιωσα πάλι να λιώνω… δηλαδή τι ένιωσα, αν με άφηνε θα χυνόμουν στο πάτωμα. Ούτε χάδι, ούτε χέρι ούτε τίποτα, ένα φιλί… ένα φιλί…

    Κοίταξα το ρολόι και δεν πίστευα στα μάτια μου. Είχε πάει 19:30, ήμασταν σχεδόν τρεις ώρες στο δωμάτιό μου και… Αλήθεια, πώς το λέγαν αυτό που κάναμε; Δεν είχα ιδέα, θα ρωτούσα τα κορίτσια το βράδυ. Γέλασα στη σκέψη. Δεν ξέρω τι είχα κάνει με το αγόρι μου αλλά πλέον είχα φίλες για να τις ρωτήσω.

    Αγόρι! Φίλες!

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  5. Anel

    Anel Regular Member

    Τι όμορφα εκείνα τα χρόνια... Τα πρώτα... Με τις πρώτες εμπειρίες... Με ταξιδέψατε σε μια εποχή που λάτρεψα. Ευχαριστώ.
     
  6. Φενριρ....

    Φενριρ.... Regular Member

    Ένα έχω να πω .......αχχχχχχχχχχχχ   
     
  7. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 5ο

    (Ανδρέας)

    Έφυγα από το σπίτι της Φοίβης γύρω στις 20:30 για να πάω σπίτι μου να ετοιμαστώ και να την αφήσω να ετοιμαστεί και εκείνη. Το στέρνο μου και η πλάτη μου έτσουζαν στα σημεία που με είχε χαράξει με τα νύχια της. Δεν της το είχα με τίποτα να είναι τόσο παθιάρα. Όχι ότι παραπονιόμουν, φωτιά θα έπεφτε να με κάψει. Το χαμούρεμα με είχε κάνει πύραυλο. Είχα απορήσει με τη χαμηλή αυτοεκτίμηση που είχε. Έχει και πολύ γλυκό πρόσωπο και υπέροχο σώμα αν και ομολογώ ότι το δεύτερο μόλις τις τελευταίες μέρες το είχα προσέξει.

    Ήταν αρκετά αντιφατική. Εννοώ ενώ φαίνεται να είναι κλειστός άνθρωπος, εσωστρεφή δεν τη λες με τίποτα. Έχει χιούμορ, συμμετέχει στη συζήτηση, είναι και του λόγου της πειραχτήρι, δεν μπορούσα να καταλάβω προς τι αυτή η απομόνωση στα σχολικά της ή έστω στα γυμνασιακά της χρόνια. Ίσως πάλι να οφείλονταν στο γεγονός ότι αντιμετώπιζε την εσωτερική της ευαισθησία με τελείως διαφορετικό τρόπο, εκείνη έχτιζε ένα τοίχος προσπαθώντας να κάνει τον εαυτό της απρόσιτο και αόρατο ενώ εγώ έκανα χαβαλέ hiding myself in plain sight.

    Αν και δεν το είχα ομολογήσει σε κανέναν από τη στιγμή που την είδα την Τετάρτη άρχισα να νιώθω τα γνώριμα όμορφα -και κάποιες φορές τρομαχτικά- τσιμπήματα. Είχα αρχίσει να προσεγγίζω τη Χριστιάνα η οποία μου έδινε ενθαρρυντικά μηνύματα αλλά σχεδόν με το που την είδα τη Φοίβη την ξέχασα! Ακόμα και στο μεξικάνικο χθες παρόλο που μου χαμογέλασε και της χαμογέλασα, σε μερικά λεπτά την είχα ξεχάσει.

    Γδύθηκα για να μπω να κάνω ένα ντους και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Ωραία, αύριο θα ήμουν στη θάλασσα σα να με είχα κλείσει σε σακί με γάτα. Δεν της το είχα καθόλου. Θυμήθηκα το στήθος της και καύλωσα. Το είχα δει στη ζούλα το πρωί όπως της είχε κατέβει η μπλούζα αλλά και σήμερα στο δωμάτιό της. Άρχισα να τον παίζω στα όρθια μέσα στο μπάνιο φέρνοντας στα μάτια της φαντασίας μου τη Φοίβη σε όλες τις δυνατές στάσεις, παίρνοντάς την με όλους τους δυνατούς τρόπους.

    Δε μου πήρε πολύ να χύσω στη μπανιέρα, είναι που είχα να τον παίξω και κάμποσες μέρες. Εννοείται ότι θα ήθελα να επαναληφθεί το απογευματινό και το βράδυ είτε στο σπίτι μου είτε στο δικό της. Για σεξ ή γι’ αυτά που φαντασιωνόμουν όσον τον έπαιζα ούτε λόγος φυσικά αλλά η Ρώμη δε χτίστηκε σε μια μέρα.

    Εγώ μπορεί να μην ήμουν πρωτάρης αλλά η Φοίβη ήταν. Το απογευματινό δεν το περίμενα με τίποτα αλλά πως θα το έβλεπε εκείνη τώρα που οι ορμόνες είχαν καταλαγιάσει; Η αλήθεια είναι ότι ένιωσα ένα τσίμπημα ανησυχίας και μάλωσα τον εαυτό μου ότι το παρασκέφτεται.

    Στις 21:30 ήμουν έτοιμος. Της είχα πει ότι θα περάσω να την πάρω από το σπίτι της στις 22:30 αλλά η αλήθεια ήταν ότι μου έλειπε και ήθελα να τη δω. Το πότε πρόλαβε και άρχισε να μου λείπει το άφησα να το κουβεντιάσω με τον εαυτό μου άλλη ώρα. Μακάρι να είχε τηλέφωνο σπίτι της όπως κι εγώ για να μπορούσα να της πω να βρεθούμε νωρίτερα.

    Μην κάνεις σα λυσσάρης ρε μαλάκα, μάλωσα τον εαυτό μου. Δεν ήταν στρατηγική, δεν μου αρέσουν τα παιχνίδια, αλλά από την άλλη δεν ήθελα να φανώ στα μάτια της σαν ξελιγωμένος. Μέτρον άριστον που έλεγαν και οι αρχαίοι ημών. Πήγα στο δωμάτιό μου και ξάπλωσα με τα ρούχα στην τηλεόραση για να περάσει η ώρα. Στο Mega είχε μια χαζοκωμωδία και στον ΑΝΤ1 μια από τα ίδια χάλια. Έλεγαν ότι σε λίγο καιρό θα άνοιγε και ένα καινούργιο κανάλι. Η ΕΤ2 είχε μια ελληνική ταινία με τον Κωνσταντάρα και κάθισα και τη χάζεψα.

    Τελικά είχε πλάκα η ταινία, η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβω, παραλίγο να ξεχαστώ. Στις 22:30, ώρα στην οποία της είχα πει ότι θα περάσω από το σπίτι της ξεκίνησα με αποτέλεσμα να φτάσω καθυστερημένος κατά 7 λεπτά, όσο δηλαδή να διασχίσω την απόσταση μεταξύ των σπιτιών μας. Ένιωσα άσχημα βλέποντας απ’ έξω το Φοίβη να με περιμένει. Ο Σίμπα είχε σκαρφαλώσει στη γκαραζόπορτα και η Φοίβη του έκανε γκριμάτσες και εκείνος προσπαθούσε να τη γλείψει στο πρόσωπο χωρίς να τη φτάνει.

    - «Καλησπέρα» της είπα και έσπευσα να την πάρω στην αγκαλιά μου και να τη φιλήσω. Πεταχτά σκόπευα στην αρχή αλλά την έσφιξα πάνω μου και μου το ανταπέδωσε με ενθουσιασμό. «Συγνώμη που άργησα» της είπα.
    - «Δεν πειράζει» μου είπε χαμογελαστή και μου χάιδεψε το πρόσωπο. «Μου έλειψες» μου είπε.
    - «Κι εσύ μωρό μου» της είπα και ξαναφιληθήκαμε υπό τις έντονες διαμαρτυρίες του Σίμπα που δεν ασχολούνταν κανείς μαζί του. «Τι θες εσύ βρε ζηλιάρη;» του είπα και τον χάιδεψα πάνω από την γκαραζόπορτα. Μου έγλειψε το χέρι ενθουσιασμένος.

    Η Φοίβη είχε φορέσει ένα μαύρο υφασμάτινο παντελόνι και ένα μακρύ άσπρο μακρυμάνικο πουκάμισο απ’ έξω με μαύρα flat παπούτσια. Το πουκάμισό της ήταν κουμπωμένο μέχρι πάνω.

    - «Μου επιτρέπεις;» της είπα και της ξεκούμπωσα ένα κουμπί. Απομακρύνθηκα λίγο και την κοίταξα. Τα κουμπιά είχαν μεγάλη απόσταση μεταξύ τους και αν άνοιγε πάνω από το κουμπί το πουκάμισο φαινόταν το μαύρο σουτιέν που φορούσε και η Φοίβη είχε αρκετά πλούσιο στήθος. Έσκυψε το κεφάλι της και κοίταξε το μπούστο της.
    - «Μήπως είναι too much?» με ρώτησε.
    - «Αν δεν αισθάνεσαι άνετα, ανέβασέ το» της είπα. «Αλλά μεταξύ μας εμένα μου αρέσει πολύ περισσότερο έτσι.»

    Ξανακοιτάχτηκε αναποφάσιστη για μερικές στιγμές.

    - «Πάμε;» μου είπε τελικά χωρίς να κουμπώσει το πρώτο κουμπί.
    - «Πάμε» της είπα και πήρα το χέρι της στο χέρι μου και κινήσαμε για τη στάση.

    Στην οποία στάση ήταν και η Χριστιάνα με μια φίλη της. Τόμπολα! Δε μπορούσα να κάνω ότι δεν την ξέρω. Η Χριστιάνα κοίταξε πρώτα εμένα και μετά τη Φοίβη. Μετά κοίταξε πάλι εμένα. Ξεροκατάπια.

    - «Γεια σας» τους είπα.
    - «Γεια» απάντησε και η Χριστιάνα και η φίλη της, δεν ήξερα το όνομά της.
    - «Να σας γνωρίσω, από εδώ η Φοίβη. Από εδώ η Χριστιάνα και η…;» είπα ερωτηματικά.
    - «Κατερίνα» απάντησε εκείνη.
    - «Χαίρω πολύ» είπε η Φοίβη και έδωσε το χέρι της πρώτα στη Χριστιάνα και μετά στην Κατερίνα.

    Επικράτησε αμήχανη σιωπή για μερικές στιγμές. Προσπάθησα να σπάσω τον πάγο.

    - «Πού πάτε κορίτσια» της ρώτησα.
    - «Ραφιναρία» απάντησε η Κατερίνα.

    Fuck my life!

    - «Σε ποια σχολή είστε;» ρώτησε η Φοίβη. «Εγώ είμαι επιστήμη υπολογιστών, πρώτο έτος»
    - «Βιολογία, δεύτερο έτος» απάντησε η Χριστιάνα. «Το ίδιο» απάντησε και η Κατερίνα.
    - «Έχετε ξαναπάει Ραφιναρία; Πώς είναι;» ρώτησε η Φοίβη.
    - «Ήταν παλιά πραγματική Ραφιναρία. Industrial style. Ε ξέρεις club, δυνατή μουσική, δεν βάζει ελληνικά καθόλου» απάντησε η Κατερίνα.
    - «Να σας πω την αμαρτία μου πρώτη φορά πάω σήμερα!» είπε η Φοίβη.
    - «Στη Ραφιναρία;» ρώτησε η Κατερίνα. Η Χριστιάνα δεν έλεγε κουβέντα. Ωχ
    - «Σε club γενικά.» απάντησε η Φοίβη.

    Εγώ ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Είχα κάνει αρχική προσέγγιση με τη Χριστιάνα και έδειχνε να ανταποκρίνεται. Καλά, όχι ότι της χρωστούσα και τίποτα δηλαδή, ούτε για καφέ δεν είχαμε βγει. Από την άλλη πριν προλάβω να κάνω την επόμενη κίνηση και να της ζητήσω να βγούμε οι δυο μας έξω, Φοίβη happened, και πού στο διάολο είναι αυτό το γαμημένο το λεωφορείο;

    Η Φοίβη είχε πιάσει κουβέντα με την Κατερίνα, ωραία βρήκε ώρα να γίνει κοινωνική, αυτή τη στιγμή την προτιμούσα όπως ήταν όπως τη μέρα του πάρτι. Σε λίγο μπήκε και η Χριστιάνα στην κουβέντα και προσπαθούσα να ακούσω τι λένε κάνοντας τον αδιάφορο και παρακαλώντας είτε να περάσει το γαμημένο το λεωφορείο είτε να πέσει κανένας μετεωρίτης, ό,τι ερχόταν πρώτο.

    Προς μεγάλη τύχη του υπόλοιπου πληθυσμού του Ηρακλείου και της Κρήτης γενικότερα πρώτο πέρασε το λεωφορείο. Ανέβηκαν πρώτα τα τρία κορίτσια και τελευταίος εγώ. Και φυσικά πήγαν και κάτσανε μαζί συνεχίζοντας την πάρλα. Κάποια στιγμή άρχισαν να χαχανίζουν και οι τρεις τους. Η διαδρομή μέχρι το λιμάνι είχε κάτι από το μεροκάματο του τρόμου.

    Όταν μπήκαμε στο club -δόξα σε όλους τους Θεούς του Ολύμπου και της Βαλχάλα και εγώ δε ξέρω ποιους άλλους- Χριστιάνα και Κατερίνα πήγαν στην υπόλοιπη παρέα τους. Με τη Φοίβη χέρι-χέρι ψάξαμε να βρούμε τη δική μας και διαπιστώσαμε ότι το να είσαι Άγγλος στο ραντεβού σου ήταν μοναχική εμπειρία. Η μουσική ήταν πολύ δυνατή.

    - «Πάμε να πάρουμε ποτό;» φώναξα για να ακουστώ.
    - «Ναι, πάμε» μου είπε και πήγαμε στο μπαρ. Δώσαμε το χαρτί που είχαμε πάρει στην είσοδο και εγώ πήρα μια βότκα πορτοκάλι. Η Φοίβη μην έχοντας δοκιμάσει ποτέ μέχρι τώρα, ζήτησε και εκείνη το ίδιο.

    Λικνίζαμε ελαφρά τα σώματά μας στο ρυθμό της μουσικής ενώ άρχισε να έρχεται και άλλος κόσμος. Με καθυστέρηση 15 λεπτών εμφανίστηκαν Νίκος και Μαρία. Αφού μας χαιρέτησαν πήγαν και πήραν και εκείνοι τα ποτά τους και ήρθαν και μας βρήκαν. Έπρεπε να φωνάζουμε ο ένας στον άλλο για να ακουστούμε.

    - «Είστε ώρα εδώ;» ρώτησε ο Νίκος.
    - «Από την ώρα που είχαμε πει σε αντίθεση με μερικούς-μερικούς» είπα
    - «Ε;» είπε.
    - «Από τις 23:00» του φώναξα.
    - «Τάσος και Ελένη;»
    - «Δεν πρέπει να έχουν έρθει ακόμα, εμείς τουλάχιστον δεν τους βρήκαμε»

    Ε, μας βρήκαν εκείνοι πέντε λεπτά αργότερα όταν και μας έκαναν την τιμή να εμφανιστούν. Πήραν και εκείνοι τα ποτά τους και ήρθαν σε εμάς.

    - «Τι κάνετε;» ρώτησε ο Τάσος.
    - «Προσπαθούμε να μην ξεκουφαθούμε» του απάντησα.

    Τα κορίτσια αποφάσισαν να κάνουν την Φοίβη περιήγηση στο club οπότε έμεινα μόνος και βρήκα ευκαιρία να μοιραστώ τον πόνο μου.

    - «Μαλάκες, δεν ξέρετε τι έπαθα!»
    - «Μας τα πρόλαβαν» είπε ο Τάσος.
    - «Δε λέω για τη Φοίβη ρε μαλάκα!» του είπα.
    - «Αλλά;»
    - «Ξέρετε ποιαν πέτυχα στη στάση η οποία ήρθε επίσης Ραφιναρία;»
    - «Ποια;»
    - «Τη Χριστιάνα γαμώ το σύμπαν μου μέσα!» κάνοντας και τους δύο να βάλουν τα γέλια. «Και όχι τίποτε άλλο αλλά η Φοίβη αποφάσισε να γίνει δημοσιοσχεσίτισα και της έπιασε πάρλα αυτής και της φίλης της που ήταν μαζί» κερδίζοντας ένα νέο γύρο γέλιου.
    - «Κι εσύ;» ρώτησε ο Νίκος
    - «Προσπαθούσα να κάνω τον αόρατο. Στρατιωτάκι ακούνητο αμίλητο. Γάμησέ τα. Τέλος πάντων, άντε τώρα να πω στη Φοίβη τα τι και πως»
    - «Εντάξει ρε μαλάκα! Δεν της είχες τάξει και γάμο της άλλης, ούτε για καφέ δεν είχατε πάει.» είπε ο Τάσος.
    - «Καλά, αν άρχισε η παντόφλα από την πρώτη μέρα…» είπε ο Νίκος.
    - «Άντε γαμήσου ρε παπάρα, σου λέω τον πόνο μου κι εσύ με δουλεύεις.»
    - «Να της λες να σε δέρνει απαλά τότε» ανταπάντησε.

    Κάνε φίλους.

    Σε λίγο γύρισαν και τα τρία κορίτσια από την εκδρομή τους στα ενδότερα της Ραφιναρίας. Εμένα πάλι δε μου άρεσε ιδιαίτερα το μέρος, προτιμούσα τη Χιτζάζ. Όχι ότι και εκεί δεν έπαιζε δυνατά μουσική αλλά μπορούσες να μιλήσεις ρε παιδάκι μου χωρίς να χρειάζεται να ξελαρυγγιάζεσαι και αν μη τι άλλο στη Χιτζάζ από κάποια ώρα και μετά το γύρναγε στη ροκ.

    Τα κορίτσια πάντως φάνηκε να το διασκεδάζουν καθώς άρχισαν να χορεύουν. Η Φοίβη ήταν χαμογελαστή και κατά τα φαινόμενα περνούσε πολύ όμορφα. Δεν την είχα δει ξανά να χορεύει κάτι διαφορετικό από slow και τα έχασα λίγο, οι κινήσεις της είχαν απίστευτη χάρη, περισσότερη από εκείνη της Μαρίας και της Ελένης. Ακούμπησα τον αγκώνα μου στο μπαρ και ήπια αμίλητος το ποτό μου παρακολουθώντας την. Κάποια στιγμή με είδε που την κοίταζα και μου χάρισε ένα αστραφτερό κουνελίσιο χαμόγελο κάνοντάς με να λερώσω τα βρακιά μου.

    Κάποια στιγμή πέρασαν δύο αγόρια και της μίλησαν. Τους μίλησε πρόσχαρα, μάλλον πρέπει να ήταν κάποιοι συμφοιτητές της. Χαιρετήθηκαν και συνέχισε να χορεύει με τις άλλες δύο. Το τσίμπημα της ζήλιας που ένιωσα δε μου πέρασε απαρατήρητο. Έχοντας φάει δύο ήττες που είχαν τσούξει στον εν λόγω τομέα είχα μια σχετική ανασφάλεια.

    Και εκείνη ήταν η στιγμή που διάλεξε η Φοίβη και ήρθε και με αγκάλιασε από το σβέρκο και με κοίταξε χαμογελαστή στα μάτια.

    - «Έλα κι εσύ να χορέψουμε» μου είπε.
    - «Μόνο αν μου δώσεις ένα φιλάκι» της είπα

    Μετά την λαρυγγοσκόπηση που μου έκανε με τη γλώσσα της την ακολούθησα και άρχισα να χορεύω κι εγώ. Μπορεί οι κινήσεις μου να μην είχαν τη χάρη των δικών της, but I was game, babe! Οι άλλοι δύο καθόντουσαν στο μπαρ και με κοίταγαν ενώ εγώ χόρευα και με τα τρία κορίτσια, their loss.

    Συνεχίσαμε να χορεύουμε για πολλή ώρα έχοντας τους Τάσο & Νίκο να κάνουν τους σκοπούς στα ποτά μας. Το δικό μου κόντευε να τελειώσει, το ίδιο και της Φοίβης. Της έδειξα το ποτήρι ρωτώντας την αν ήθελε δεύτερο. Μου χαμογέλασε καταφατικά και ζήτησα ένα δεύτερο γύρο από βότκα πορτοκάλι και έξι σφηνάκια Όταν μας τα έφερε ο μπάρμαν μαζί με ένα πιατάκι αλάτι και ένα μπολ με τρεις ροδέλες λεμόνι κομμένες η κάθε μία στα δύο έκανα νόημα στα κορίτσια να πλησιάσουν.

    - «Φοίβη, σήμερα θα δοκιμάσεις και την πρώτη τεκίλα σφηνάκι» της είπα μιλώντας της στο αυτί. «Θα βάλεις λίγο αλάτι στο χέρι μεταξύ του αντίχειρα και του δείκτη σου. Θα γλύψεις το αλάτι και θα πιείς με τη μία το σφηνάκι. Μετά θα δαγκώσεις τη φέτα με το λεμόνι.»

    Δεν απάντησε, μου έγνευσε καταφατικά.

    - «Άντε άσπρο πάτο» είπα και όλοι γλείψαμε το αλάτι από το χέρι μας και ήπιαμε μονορούφι το σφηνάκι. Δάγκωσα το λεμόνι για να μου φύγει η λύσσα από το στόμα ενώ ο φάρυγγάς μου ένιωθα ότι έχει πιάσει φωτιά. Της Φοίβης της ήρθε λίγο απότομο είναι η αλήθεια. Έκλεισε τα μάτια της και τινάχτηκε σα να είχε ανατριχιάσει. Γελάσαμε όλοι με την αντίδρασή της.
    - «Δε μου αρέσει ιδιαίτερα το λεμόνι» μου είπε «αλλά νιώθω ότι θα μπορούσα να φάω ολόκληρη λεμονιά, απαπαπαπα»
    - «Ναι, αν δεν έχει λεμόνι μετά δεν έχει καθόλου πλάκα! Σε τρώει η λύσσα, κυριολεκτικά!»
    - «Να σου πω… δε μου πολυάρεσε» μου είπε.
    - «Εντάξει τότε, όχι άλλο σφηνάκι τεκίλα»

    Ακούμπησα πίσω στο μπαρ και αυτή τη φορά η Φοίβη άρχισε να χορεύει μπροστά μου. Την έπιασα απαλά από τη μέση και την έφερα πιο κοντά μου. Συνέχιζε να χορεύει με εμένα να την κρατάω απαλά. Δίπλα η Μαρία έκανε λαρυγγοσκόπηση στον Νίκο ενώ η Ελένη είχε γύρει στον Τάσο που καθόταν σε σκαμπό και την είχε αγκαλιάσει από τη μέση.

    Κάποια στιγμή γύρισα προς τον Τάσο και φώναξα

    - «Αύριο τι ώρα θα πάμε για μπάνιο;»
    - «Κατά το μεσημεράκι λέμε να πάμε, κατά τις 13:00» απάντησε φωναχτά.
    - «Άρα να μη το σκίσουμε σήμερα» είπα και κοίταξα το ρολόι μου. Είχε πάει σχεδόν 01:00 αλλά η αλήθεια είναι ότι είχα αρχίσει να βαριέμαι και εδώ που τα λέμε και να πεινάω.
    - «Φοίβη, θέλεις να πάμε Χιτζάζ;» τη ρώτησα.
    - «Αν θέλεις» μου είπε.

    Γύρισα και στους υπόλοιπους: «Παιδιά, με τη Φοίβη λέμε να πάμε Χιτζάζ, θα έρθετε;» τους ρώτησα. Δύο χυλόπιτες αργότερα -μάλλον ήθελαν να ξεμοναχιαστούν- πήρα τη Φοίβη και ανηφορήσαμε προς την πλατεία Ελευθερίας.

    - «Να σου πω, πάμε πρώτα να χτυπήσουμε μια πίτσα από το Έβερεστ;»
    - «Δε θα έλεγα όχι» μου απάντησε χαμογελαστή.
    - «Πάντως μην το ξενυχτίσουμε πολύ, να μην είμαστε αύριο σαν ξενυχτισμένα κοτόπουλα»
    - «Δεν πάω σπίτι μου απόψε!» μου δήλωσε
    - «Καλά, έλα στο δικό μου» της είπα βγάζοντάς της τη γλώσσα μου.

    Πήγαμε στα Έβερεστ και πήραμε δυο πίτσες και δύο κοκακόλες τις οποίες φάγαμε και ήπιαμε στα όρθια.

    - «Θες παγωτό;» τη ρώτησα.
    - «Όχι, αλλά αν θέλεις εσύ πάρε» μου απάντησε.

    Ανηφορίσαμε στη Χιτζάζ και πήγαμε και πάλι στο δεύτερο όροφο. Την ώρα που πήγαμε είχε κόσμο αλλά λιγότερο σε σχέση με την προηγούμενη το βράδυ. Βέβαια για τραπέζι ή έστω σκαμπό ούτε λόγος αλλά η μπάρα στην κολόνα ήταν και πάλι άδεια. Πήγαμε και κάτσαμε εκεί και όταν ήρθε η γκαρσόνα και για να μην τα ανακατέψουμε πήραμε πάλι βότκα πορτοκαλάδα και οι δυο μας. Κάθισα με πλάτη προς τη μπάρα και πήρα αγκαλιά τη Φοίβη αγκαλιάζοντάς την από την κοιλιά.

    - «Πώς σου φάνηκε η Ραφιναρία;»
    - «Μου άρεσε» μου είπε «αλλά παρά είχε δυνατά τη μουσική.»
    - «Εμένα δε μου αρέσει ιδιαίτερα, προτιμώ σε μπαράκι όπως εδώ. Από την άλλη μου άρεσε που σε είδα να χορεύεις. Χορεύεις πολύ όμορφα, στο έχουν πει;»
    - «Έκανα μαθήματα χορού στη Χίο. Και στο δημοτικό… πριν έρθουμε δηλαδή Αθήνα έκανα μπαλέτο»
    - «Σοβαρά; Δεν το είχα ιδέα! Γιατί το είχες σταματήσει;»
    - «Όταν ήρθαμε στην Αθήνα ήμουν τελείως έξω από τα νερά μου. Είχα αρχίσει να μπαίνω και στη εφηβεία… δεν ξέρω. Κλείστηκα στον εαυτό μου. Στη Χίο ξεκίνησα να κάνω και πάλι χορό στην τρίτη λυκείου. Η μαμά μου άρχισε και εκείνη το χορό όταν τέλειωσαν οι θεραπείες της και με τη δική της πίεση πήγα μία-δύο φορές και μετά ανακάλυψα ότι μου άρεσε. Είχα τελειώσει αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά όταν πήγαινα δευτέρα και παρά το φροντιστήριο και το διάβασμα για τις πανελλήνιες μου είχε μείνει αρκετός ελεύθερος χρόνος και ήθελα κάπως να ξεσκάσω οπότε ήρθε και έδεσε.»
    - «Αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, μπαλέτο, χορό τσεκ. Πιάνο;»
    - «Χαχα όχι, δυστυχώς ενώ μου αρέσει η μουσική είμαι τραγικά ατάλαντη. Αλήθεια, εσύ αν θυμάμαι καλά έπαιζες κιθάρα, παίζεις ακόμα;»
    - «Το θυμάσαι ε; Ναι, παίζω ακόμα, την έχω φέρει και εδώ. Παίζω αρκετά συχνά, με χαλαρώνει»
    - «Άσχετο, τώρα που το θυμήθηκα. Έχεις δεύτερη πετσέτα για τη θάλασσα; Το πρωί πήρα μαγιό και δε μου έκοψε καθόλου, δεν έχω πετσέτα για θάλασσα.»
    - «Ναι έχω και δεύτερη πετσέτα και ψάθα και αντηλιακό, μου έμειναν πεσκέσι από τον Ιούλη που είχε έρθει εδώ η Ευτυχία»
    - «Πόσο είχε κάτσει;»
    - «Όλο τον Ιούλιο. Εγώ τα πρωινά δούλευα στο υπολογιστικό κέντρο. Η Ευτυχία άλλοτε καθόταν σπίτι άλλοτε ερχόταν και εκείνη στο πανεπιστήμιο. Η Μαρία είναι από εδώ και λόγω Τάσου είχε καθίσει εδώ και η Ελένη τον Ιούλιο, οπότε είχε παρέα εκτός από εμένα. Ο Νίκος είναι από Ρέθυμνο και το καλοκαίρι είχε και εκείνος το αυτοκίνητο οπότε ερχόταν συχνά Ηράκλειο, άλλωστε ήταν και στους πρώτες έρωτες με τη Μαρία, τέλη Απρίλη τα φτιάξανε.»
    - «Αθήνα δεν πήγες καθόλου;»
    - «Πως δεν πήγα, είχα ανέβει τον Αύγουστο, όχι ότι κάτσαμε και πολύ, βασικά τον περισσότερο χρόνο τον περάσαμε στο εξοχικό μας, στο Ναύπλιο. Εξοχικό… το πατρικό της μητέρας μου βασικά είναι.»
    - «Είχαμε πάει μια φορά με τους γονείς μου Ναύπλιο στο γυμνάσιο. Είναι πολύ όμορφο»
    - «Ναι, είναι το άτιμο»

    Ήπια μια γουλιά από το ποτό μου και μετά γύρισα την Φοίβη προς το μέρος μου και της έδωσα ένα βαθύ φιλί. Με αγκάλιασε και σφίχτηκε πάνω μου ανταποδίδοντας με ενθουσιασμό. Μείναμε με τα στόματα ενωμένα πολλή ώρα μέχρι που ο DJ το έριξε στο ροκ-εντ-ρολ.

    - «Χορεύουμε;» είπα στη Φοίβη!
    - «Αμέ!» μου απάντησε ενθουσιασμένη.

    Matty told Hatty
    Let’s don’t take no chance
    Let’s not be L-seven
    Come and learn to dance
    Woolly bully Woolly bully

    Τι όμορφα που ήταν, η Φοίβη ήταν υπέροχη, χορεύαμε και γελάγαμε σα χαζά. Και μετά το επόμενο και το επόμενο και το επόμενο…

    Μετά το γύρισε σε πιο ροκ και γυρίσαμε στη μπάρα σχεδόν μούσκεμα. Το πουκάμισο πάνω από το τελευταίο ξεκουμπωμένο κουμπί είχε ανοίξει και φαινόταν το σουτιέν και το στήθος που με το ζόρι κρατούσε μέσα του. Το είδα και ξεροκατάπια. Η Φοίβη δεν το πρόσεξε. Κάτσαμε και οι δυο με πλάτη στη μπάρα.

    - «Ουφ, έχω γίνει μούσκεμα» της είπα. «Ωραίο το rock’n’roll και το twist αλλά ξεθεώθηκα!»
    - «Έχουν άλλη χάρη, πράγματι. Και τα λάτιν είναι ωραία.»
    - «Α, ξέρω ένα ωραίο μαγαζί στην Αθήνα που θα σου άρεσε αν σου αρέσουν τα λάτιν, το Παλένκε.»
    - «Ναι; Θα ήθελα να πάω μια μέρα!»
    - «Ε, όταν ανέβουμε Αθήνα πάμε» της είπα.
    - «Εχμ, όταν ανέβουμε Αθήνα εγώ θα έχω και το ταξίδι για τη Χίο»
    - «Είναι κι αυτό! Εσύ να τα βλέπεις που θέλεις να αργήσει η μετάθεση του πατέρα σου»
    - «Για τον Κωστάκη μωρέ το λέω. Καλύτερα να τελειώσει εκεί παρά να αλλάζει σχολείο στη μέση της χρονιάς. Αν και θα μου πεις εδώ δε μας πέφτει λόγος, ότι αποφασίσει η μαμά-πατρίδα. Είναι τώρα οι κρίσεις, θα πάει για Ταξίαρχος ή θα πάρει σύνταξη αλλά απ’ όσο είχα καταλάβει μάλλον θα πάει για Ταξίαρχος. Αν πάρει σύνταξη σίγουρα θα γυρίσουμε Περιστέρι. Αν γίνει ταξίαρχος τι να σου πω, μπορεί πάλι να τον στείλουν οπουδήποτε στην Ελλάδα. Θα δείξει.»
    - «Που ξέρεις, μπορεί να παραμείνετε και Χίο»
    - «Δεν το ξέρω, τι να σου πω!»
    - «Λοιπόν, να πιούμε το ποτό μας να πάμε για ύπνο;»
    - «Από τώρα;» μου είπε με παράπονο.
    - «Βρε, έχει πάει 02:30!»
    - «Ε, και; Δεν μας περιμένουν και στο σαλόνι με το ρολόι στο χέρι»
    - «Στις 13:00 είπαμε να πάμε για μπάνιο, το ξέχασες;»
    - «Ουφ, καλά!» μου είπε
    - «Έτσι κι αλλιώς εσύ δεν πας σπίτι σου απόψε, το ξέχασες;»
    - «Ε αν είναι να κοιμηθώ στο παγκάκι, καλύτερα να κάτσω εδώ!»
    - «Δε θα κοιμηθείς στο παγκάκι» της είπα και την έσφιξα πάνω μου και την φίλησα ξανά με πάθος και την ένιωσα να παραδίνεται και να λιώνει στα χέρια μου. Σταμάτησα και την πήρα από το χέρι και πήγαμε στην πλατεία Ελευθερίας και πήραμε ταξί. «Πανεπιστήμιο, άσπρα κτίρια» είπα στον ταξιτζή.

    Δέκα λεπτά αργότερα μας άφησε έξω από το σπίτι μου. Δεν ήμουν μόνο εγώ που είχα ορεξούλες, μπήκαμε σχεδόν κουτρουβαλώντας μέσα και πήγαμε με τη μία στο δωμάτιό μου. Μόνο τα παπούτσια μας βγάλαμε πριν πέσουμε στο κρεββάτι μου. Η Φοίβη ήταν ξαπλωμένη αριστερά μου και εγώ έγειρα στο πλάι και τη φίλησα. Με τις γλώσσες μας να χαϊδεύουν η μία την άλλη της ξεκούμπωσα το πουκάμισο και το άνοιξα και τη χούφτωσα πάνω από το σουτιέν. Την γύρισα προς το πλάι και πέρασα το χέρι μου πίσω της και με αρκετή δυσκολία κατάφερα και της ξεκούμπωσα το σουτιέν.

    Ανασηκώθηκα και έβγαλα το μπλουζάκι μου και το πέταξα. Τη βοήθησα και εκείνη να βγάλει το πουκάμισό της αφήνοντάς την γυμνή από πάνω. Γυρίσαμε στα πλάγια ο ένας με τον άλλον και συνεχίζοντας να φιλιόμαστε την πίεσα πάνω μου και τα ιδρωμένα σώματά μας κόλλησαν το ένα στο άλλο. Το ένα χέρι μου το είχα περάσει κάτω από το λαιμό της και με το άλλο τη χάιδευα στην πλάτη και το κατέβασα πιο χαμηλά και πιο χαμηλά χαϊδεύοντας τη στους γλουτούς.

    Την γύρισα ώστε να ξαπλώσει και πάλι και άρχισα να τη φιλάω και να τη γλείφω στο λαιμό. Συνέχισα να κατεβαίνω προς τα κάτω αλλά αυτή τη φορά πήγα ανάμεσα στα στήθη της και μετά από κάτω τους προς την κοιλιά και μετά πιο χαμηλά μέχρι που έφτασα σχεδόν στο ύψος του παντελονιού της. Μετά ανέβηκα σιγά-σιγά προς τα πάνω και αυτή τη φορά πήγα στο δεξί της στήθος ενώ με το δεξί μου χέρι χούφτωσα δυνατά το αριστερό της.

    Φίλησα και έγλειψα την ρόγα της που είχε πετρώσει και μετά άρχισα να την πιπιλάω απαλά. Οι ανάσες της ήταν κοφτές. Σταμάτησα να πιπιλάω τη ρώγα της και άρχισα να τη γλείφω ανάλαφρα, ίσα ίσα αγγίζοντας το δέρμα της γύρω γύρω κάνοντας την άλω της να ανατριχιάσει. Με το δεξί μου χέρι τσιμπούσα πότε απαλά και πότε πιο δυνατά τη ρώγα της και κάποιες φορές στον ενθουσιασμό μου το παράκανα κάνοντάς τη να βγάλει φωνούλες οι οποίες με ερέθιζαν ακόμα περισσότερο. Δάγκωσα απαλά τη ρώγα της και μετά πιο δυνατά μέχρι που άκουσα ένα «μμμμμμ» που ήταν πόνου. Δε με σταμάτησε αλλά κρίνοντας ότι το έχω παρακάνει σταμάτησα να τη δαγκώνω και άρχισα πάλι να τη φιλάω και να τη γλείφω.

    Κατέβασα το χέρι μου προς τα κάτω χαϊδεύοντάς την απαλά και το πέρασα κάτω από το παντελόνι της φτάνοντας μέχρι το σημείο που άρχιζε το εσώρουχό της. Δεν με σταμάτησε αλλά συγκράτησα τον εαυτό μου και δεν το κατέβασα παρακάτω. Το τράβηξα απαλά προς τα πάνω και το έβγαλα από το παντελόνι της και άρχισα να τη χαϊδεύω με τα ακροδάχτυλα στην κοιλιά και από εκεί στη μέση και τα πλευρά και συνέχισα περνώντας τα πρώτα από το ένα στήθος και μετά από το άλλο.

    Την έπιασα πάλι και τη γύρισα προς το μέρος μου σφίγγοντάς τη πάνω μου και φιλώντας τη. Το ελεύθερο χέρι της ήταν πίσω από το κεφάλι μου και μου χάιδευε τα μαλλιά. Μετά με έβαλε να γυρίσω εγώ στο πλάι και άρχισε να με δαγκώνει απαλά στο σαγόνι και μετά κατέβηκε στο λαιμό και μετά άρχισε πότε να με φιλάει και πότε να με δαγκώνει στο στέρνο και στο στήθος. Έγλειψε με τη σειρά της τις δικές μου ρόγες -αυτό δεν το είχα κάνει ποτέ και με έκανε και ένιωσα πολύ περίεργα, όχι δυσάρεστα αλλά ούτε ακριβώς ευχάριστα- και συνέχισε δαγκώνοντας αυτή τη φορά πιο δυνατά. Μου άρεσε και της ζήτησα να το κάνει ακόμα πιο δυνατά. Πιο διστακτικά στην αρχή, μετά με περισσότερη σιγουριά - παίρνοντας θάρρος από τις αντιδράσεις μου- άρχισε να με δαγκώνει με κλιμακούμενη ένταση σε διαφορετικά σημεία του στέρνου μου και της κοιλιάς μου.

    Είχα χάσει κι εγώ την αίσθηση του χρόνου, όταν σταματήσαμε για να πάρουμε μια ανάσα είχε πάει τέσσερεις.

    - «Φοίβη μου, έχει πάει τέσσερεις και όσο και αν μου αρέσει αυτό που κάνουμε, θα πρέπει να κοιμηθούμε αν θέλουμε να πάμε για μπάνιο αύριο»
    - «Τι ώρα πήγε;» με ρώτησε ξαφνιασμένη.
    - «Τέσσερεις και δέκα για την ακρίβεια»
    - «Θα ορκιζόμουν ότι δεν ήταν πάνω από μερικά λεπτά!» μου είπε.
    - «Κι όμως» της είπα χαμογελαστός. Σηκώθηκα και βρήκα το μποξεράκι που είχε φορέσει χθες. Δεν της έδωσα μπλούζα, αυτή τη φορά δε χρειαζόταν.

    Έκανε να σηκωθεί να πάει μέσα και χωρίς και εγώ να ξέρω που βρήκα το θάρρος της ζήτησα να αλλάξει εδώ. Με κοίταξε σκεφτική για μερικές στιγμές και πάνω που ανησύχησα ότι μάλλον το είχα παρατραβήξει χαμογέλασε ντροπαλά και ξεκούμπωσε το παντελόνι της και το έβγαλε. Φορούσε ένα πολύ όμορφο μαύρο δαντελωτό κιλοτάκι.

    - «Κάνε ένα γύρο να σε δω, μωρό μου» της είπα με παθιασμένη φωνή. Έκλεισε τα μάτια και έκανε μια σιγανή περιστροφή γύρω από τον εαυτό της και ξεροκατάπια όταν είδα τον κώλο της, το κιλοτάκι είχε μπει κατά το ήμισυ μέσα και ο κώλος της ήταν αριστούργημα, όπως τα στήθη της. Φόρεσε το μποξεράκι ενώ εγώ αναρωτιόμουν για πολλοστή φορά από που είχε προέρθει η χαμηλή της αυτοεκτίμηση. Πολύ γλυκιά, πολύ έξυπνη, σπιρτόζα και ετοιμόλογη, με καταπληκτικό χιούμορ και με σώμα που σκοτώνει για μένα ήταν a dame to kill for. Ευχαρίστησα άλλη μια φορά την τύχη μου που μας έφερε μετά από τέσσερα χρόνια τον ένα στο δρόμο του άλλου. Στο μεταξύ σηκώθηκα κι εγώ και έβγαλα στα γρήγορα το παντελόνι μου και φόρεσα ένα σορτσάκι.

    Έβαλα το alarm στο ρολόι για τις 11:00 για να προλάβουμε να πιούμε και κανένα καφέ. Ξάπλωσα και της έκανα νόημα να έρθει στην αγκαλιά μου στην οποία ήρθε και χώθηκε χωρίς καθυστέρηση.

    - «Φοίβη, έβαλα το ρολόι στις 11:00»
    - «Στις 13:00 δεν έχουμε ραντεβού;»
    - «Να πιούμε και ένα καφεδάκι πρώτα και έπειτα έχουμε να περάσουμε από το σπίτι σου να αλλάξεις και φυσικά να βάλεις και το μαγιό σου»
    - «Ναι σωστά. Έχεις καφέ, έτσι;»
    - «Ναι αλλά δεν λέει να τον πιούμε κλεισμένοι εδώ. Να πάμε σπίτι σου να αλλάξεις και ανηφορίζουμε κυλικείο.»
    - «Θα είναι το κυλικείο ανοιχτό Κυριακάτικα;»
    - «Ναι, στις 11:00 θα είναι»
    - «Εντάξει» μου είπε χαμογελαστή.
    - «Εντωμεταξύ αύριο έχουμε να φάμε πολύ δούλεμα, να ξέρεις»
    - «Γιατί;»
    - «Γιατί εγώ έχω γρατζουνιές σε στέρνο και πλάτη και εσύ πιπιλιές στη βάση του λαιμού και λίγο πιο χαμηλά»
    - «Ooops» είπε χαχανίζοντας
    - «Ναι, ooops… Φοίβη μου;»
    - «Πες μου» μου είπε.
    - «Αν… αν δεις ότι πάω γρήγορα… εννοώ πιο γρήγορα από αυτό που αισθάνεσαι άνετα, σε παρακαλώ να μου το πεις, εντάξει μωρό μου;»
    - «Η αλήθεια είναι ότι όταν μου ζήτησες να… να αλλάξω μπροστά σου μου ήρθε κάπως» ομολόγησε.
    - «Σε έφερα σε δύσκολη θέση, συγνώμη»
    - «Όχι σε δύσκολη… αμήχανη. Κοίτα… δεν είμαι… δεν είμαι συνηθισμένη σε τέτοιες οικειότητες όπως καταλαβαίνεις αλλά από την άλλη… δεν ξέρω… αισθάνομαι πολύ… αισθάνομαι πολύ άνετα μαζί σου. Δεν ξέρω πως να στο πω. Αισθάνομαι άνετα… ασφαλής. Πώς δε… δε θα με πιέσεις να κάνω κάτι που δε θέλω.»
    - «Εννοείται μωρό μου» της είπα. «Γι’ αυτό… απλά φοβήθηκα ότι το παράκανα»
    - «Όχι… αν δεν ήθελα να το κάνω… δε θα το έκανα. Ντρεπόμουν λίγο αλλά όταν είδα πως με κοιτούσες… εννοώ το βλέμμα σου ήταν… δεν ξέρω… δεν ήταν βλέμμα λιγούρη. Ήταν… ήταν ερωτικό, ήταν σκανταλιάρικο… Ήσουν ένας γλύκας, δεν ξέρω πώς να στο πω. Και τώρα… είμαι ξαπλωμένη γυμνόστηθη δίπλα σου και… αισθάνομαι πολύ άνετα. Πολύ. Ειδικά μέσα στην αγκαλιά σου είναι… είναι σα να μη μ’ αγγίζει τίποτα.»
    - «Να σου εξομολογηθώ κάτι;»
    - «Αμέ!» μου είπε με ενθουσιασμό.
    - «Λένε να μην το κάνεις αυτό… αλλά αν δεν στο πω θα σκάσω!»
    - «Σκας εμένα τώρα!»
    - «Ουφ… Νομίζω ότι όχι απλά έχω τσιμπηθεί… έχω αρχίσει να δαγκώνω χοντρά τη λαμαρίνα με την πάρτη σου, κυρία μου»
    - «Welcome to the club» μου είπε και σήκωσε το κεφάλι της και μου χαμογέλασε. «Με δουλεύαν τα κορίτσια σήμερα ότι εδώ και δύο μέρες μόνο εγώ κι εσύ δεν το ξέραμε ότι τα έχουμε»
    - «Και ακολουθώντας και το τελετουργικό, να τα λέμε αυτά!» της είπα και έβαλε τα γέλια. «Και έχω να σου εξομολογηθώ και κάτι άλλο»
    - «Χμμμ… για τη Χριστιάνα;» μου είπε και ξεροκατάπια.
    - «Εεεε…» έφαγα τα λόγια μου και έβαλε τα γέλια.
    - «Μου το είπαν το πρωί τα κορίτσια.»
    - «Δε σε πείραξε;»
    - «Γιατί να με πειράξει; Άλλωστε δεν είναι και ότι την παράτησες για τα μάτια μου, απλά είχες πει στα παιδιά ότι σου αρέσει»
    - «Η αλήθεια είναι ότι είχα αρχίσει να την προσεγγίζω but then you happened.»
    - «Τι εννοείς;» με ρώτησε.
    - «Να τη φλερτάρω. Βέβαια δεν είχα φτάσει καν στο σημείο να της ζητήσω να βγούμε αλλά αν δεν σε είχα συναντήσει την Τετάρτη προς εκεί θα το πήγαινα.»
    - «Κοίτα να δεις που γίνομαι για δεύτερη φορά χαλάστρα, πρώτα στη Μαίρη και τώρα στη Χριστιάνα. Θα αρχίσω να ψωνίζομαι στο τέλος!»
    - «Καλά με τη Μαίρη δεν υπήρχε ούτε μία στο εκατομμύριο ακόμα και αν δεν έτρεχαν τα σάλια του Θέμη. Τώρα το κατά πόσο έκανες χαλάστρα στη Χριστιάνα δεν το ξέρω αλλά να σου πω την αλήθεια ούτε και μ’ ενδιαφέρει. Το κορίτσι που θέλω είναι δίπλα μου οπότε…» και εκεί κέρδισα νέο φιλάκι. Δηλαδή τι φιλάκι, ρουφήξαμε ο ένας τον άλλον!
    - «Λοιπόν για γύρνα στο πλάι» της είπα και γύρισε με την πλάτη προς εμένα και την πήρα σφιχτά στην αγκαλιά μου. «Καλή σου νύχτα κοριτσάρα μου»
    - «Καληνύχτα καρδιοκατακτητή μου» μου είπε χαχανίζοντας.

    Έκλεισα τα μάτια μου και χωρίς να το καταλάβω έπεσε η παροχή.

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  8. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 6ο

    (Φοίβη)

    Κοιμήθηκα σαν πουλάκι στην αγκαλιά του Ανδρέα. Ακόμα και μέσα στον ύπνο μας, που αλλάξαμε κατά τα φαινόμενα κάμποσες φορές θέση, το πρωί όταν ξύπνησα πάλι αγκαλιά του ήμουν. Αυτή τη φορά ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα και ροχάλιζε ελαφρά ενώ εγώ ήμουν στο πλάι και είχα το χέρι μου στο στέρνο του. Τον κοίταξα και χαμογέλασα. Ήταν μια γλύκα σκέτη. Ήθελα να πάω τουαλέτα, κόντευα να σκάσω. Σηκώθηκα από το κρεββάτι και τότε συνειδητοποίησα ή για την ακρίβεια θυμήθηκα ότι είμαι γυμνή από τη μέση και πάνω.

    Χθες το βράδυ με είχε ξετρελάνει. Ακόμα και με το εσώρουχό μου κάτω από το μποξεράκι που φορούσα σα σορτς μάλλον το τελευταίο θα χρειαζόταν πλύσιμο, είχα γίνει μούσκεμα. Όταν πέρασε το χέρι του κάτω από το παντελόνι μου… αχ… και εκείνος τράβηξε απαλά το χέρι του ενώ εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να το πάει ακόμα πιο κάτω.

    Κοκκίνησα στη σκέψη, πριν μερικές ώρες οι αναστολές μου είχαν πάει περίπατο. Αλήθεια του είπα, όταν μου ζήτησε να αλλάξω μπροστά του, περισσότερο αμηχανία ήταν παρά οτιδήποτε. Με έκανε να αισθάνομαι πολύ άνετα, ούτε μία στιγμή μέχρι τώρα δε με είχε φέρει σε δύσκολη θέση. Πηγαίνοντας στην τουαλέτα είδα στην πλάτη μιας καρέκλας τη μπλούζα που μου είχε δώσει προχθές το βράδυ. Τη φόρεσα και πήγα στην τουαλέτα και αφού κάθισα για μερικές στιγμές ένιωσα ότι βρίσκομαι στον παράδεισο από την ανακούφιση.

    Τέλειωσα και αφού σκουπίστηκα, τράβηξα το καζανάκι και πήγα μπροστά στο νιπτήρα. Έβαλα τα γέλια και η καρδιά μου χοροπήδησε. Στην πράσινη οδοντόβουρτσα είχε κολλήσει ένα μικρό post-it που έλεγε «Φοίβη» και είχε ζωγραφισμένη μια καρδούλα, ο γλυκούλης μου. Αλήθεια το λέω, ένιωσα την καρδιά μου να λιώνει!

    Άνοιξα το νερό και έπλυνα τα δόντια μου. Ξέπλυνα και έριξα νερό στο πρόσωπό μου. Δεν είχα την πρωινή μου κρέμα οπότε έπλυνα το πρόσωπό μου με σαπούνι. Όπως είχα κλείσει τα μάτια για να μην μπει σαπουνάδα δεν πήρα χαμπάρι τον Ανδρέα που είχε ξυπνήσει. Κόλλησε από πίσω μου, με αγκάλιασε και μου φίλησε το σβέρκο ψιθυρίζοντάς μου «Καλημέρα μωρό μου»

    Κούνησα τον κώλο μου προσπαθώντας να μιμηθώ σκύλο που έκανε χαρούλες κουνώντας την ουρά του, αλλά τα αποτελέσματα ήταν τελείως διαφορετικά. Ένιωσα τον ερεθισμό του και πρέπει ο φουκαράς να κοκκίνησε γιατί τραβήχτηκε αμέσως. Ξέπλυνα στα γρήγορα το πρόσωπό μου και γύρισα και τον πήρα αγκαλιά σταυρώνοντας τα χέρια μου πίσω από το σβέρκο του.

    - «Καλημέρα μωρουλίνι μου» το είπα και πήγα να τον φιλήσω αλλά τραβήχτηκε
    - «Δεν έχω πλύνει τα δόντια μου, μωρό μου»

    Μωρέ τι μας λες;

    Τον άρπαξα και τον έφερα προς εμένα και κόλλησα το στόμα του στο στόμα μου. Αυτή τη φορά ένιωσα τον ερεθισμό του στην κοιλιά μου αλλά εδώ ως κοριτσάκι ήμουν τυχερή. Ο δικός μου ήταν υγρής μορφής και δε φαινόταν με τόσα που φορούσα. Χαμογέλασα στη σκέψη.

    Τραβήχτηκα και του χαμογέλασα. «Σας αφήνω μόνους» είπα πετώντας του σπόντα και κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια. Βγήκα από την τουαλέτα και πήγα στην κουζίνα. Ήταν ακόμα 09:45 οπότε δεν υπήρχε περίπτωση το κυλικείο να είναι ανοιχτό. Είχαμε κοιμηθεί κοντά στις 05:00 και όμως δε νύσταζα καθόλου, ένιωθα φρέσκια και γεμάτη ενέργεια. Μετά από έρευνα στην κουζίνα διαπίστωσα ότι είχε ψωμί του τοστ, ζαμπόν και τυρί και στο ψυγείο είχε αυγά, γάλα εβαπορέ, νερό, μπύρες και πορτοκάλια.

    Βρήκα ένα μικρό τηγάνι και έσπασα μέσα δύο αυγά και τα ανακάτεψα. Άνοιξα την τοστιέρα και την άφησα να ζεσταθεί. Άλειψα λίγο βούτυρο στο πάνω και στο κάτω μέρος και στις τέσσερις φέτες, έβαλα μέσα τυρί και ζαμπόν και την καπάκωσα. Στο μεταξύ βρήκα το λεμονοστύφτη και έκοψα τα 7 πορτοκάλια που του είχαν μείνει και τα έστυψα. Ο Ανδρέας δεν είχε βγει ακόμα από το μπάνιο, χτύπησα παλαμάκια χαρούμενη στην μικρή έκπληξη που του ετοίμαζα. Άνοιξα το ψυγείο και πήρα μια ντομάτα και έκοψα τέσσερις ροδέλες. Στο μεταξύ τα τοστ είχαν γίνει. Άνοιξα τα τοστ και κόβοντας την ομελέτα στα δύο, μοίρασα ένα κομμάτι της σε κάθε τοστ και συμπλήρωσα με δύο ροδέλες ντομάτα στο καθένα.

    Η πορτοκαλάδα βγήκε σχεδόν δύο ποτήρια, γέμισα αυτό του Ανδρέα και κράτησα το υπόλοιπο για μένα. Έψαξα να βρω κάποιο δίσκο αλλά δε βρήκα. Μην έχοντας τι άλλο να κάνω έβαλα τα τοστ σε δυο πιατάκια και δίπλα στο καθένα έβαλα τις πορτοκαλάδες.

    Ακόμα δεν είχε βγει από μέσα, λες να μου έμεινε; Πήγα και χτύπησα την πόρτα της τουαλέτας.

    - «Ανδρέα, ζεις;» του είπα.
    - «Ζω ζω… αλλά ο πρόεδρος δεν είναι συνεργάσιμος» μου είπε από μέσα και έβαλα τα γέλια. Το φουκαρά, πρέπει να τον είχα ερεθίσει πολύ και τώρα μάλλον δε θα μπορούσε να κατουρήσει. Γέλασα στη σκέψη και γύρισα στην κουζίνα. Άνοιξα την κατάψυξη και έβγαλα τα παγάκια. Μετά πήρα ένα μπουκάλι νερό από το ψυγείο και ενθυμούμενη το πάθημα της Ελένης έβαλα λίγο σε ένα ποτήρι και δοκίμασα. Νερό ήταν! Δεν είχε χτυπητήρι σπίτι του, είχε τα κλασσικά shaker που χτυπάς με το χέρι. Έβαλα τη δοσολογία που προτιμούσε, μιάμιση καφέ δύο ζάχαρη, δεν ήταν πολύ γλυκός έτσι, εγώ που τον έπινα μέτριο έβαζα 1,5 – 1,5. Έφτιαξα τους καφέδες και των δυο μας και τους έβαλα στα ποτήρια τους. Καλαμάκια δεν έβρισκα και άρχισα να ψάχνω τα συρτάρια. Βρήκα τελικά μια σακούλα καλαμάκια στο τρίτο συρτάρι και του έβαλα ένα μπλε καλαμάκι ενώ για μένα πήρα ένα ροζ. Χαμογέλασα, μπλε τα αγοράκια, ροζ τα κοριτσάκια.

    Κάθισα στην κουζίνα και τον περίμενα. Πρέπει να τα κατάφερε γιατί άκουσα το καζανάκι και μετά νερό να τρέχει. Δύο-τρία λεπτά μετά άκουσα την πόρτα της τουαλέτας να ανοίγει, πρέπει πρώτα να πήγε να ελέγξει στο δωμάτιο όπου φυσικά δεν ήμουν εκεί.

    - «Φοίβη που είσαι;»
    - «Εδώ μωρό μου, στην κουζίνα.»

    Ήρθε χαμογελαστός και όταν είδε το πρωινό κοκκάλωσε για μερικές στιγμές. Μετά χαμογελώντας ακόμα περισσότερο, από αυτί σε αυτί, ήρθε από πάνω μου και με σήκωσε.

    - «Μου έφτιαξες πρωινό!!!!» είπε και με κόλλησε πάνω του και με φίλησε. Ανταπέδωσα με ενθουσιασμό και δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα μείναμε εκεί κολλημένοι στο φιλί.
    - «Έλα, μην κρυώσουν τα τοστ» είπα χαμογελώντας του.
    - «Μου έφτιαξε και πορτοκαλάδα!!! Αχ… αχ…» είπε συγκινημένος με γλυκουλινάρικο τόνο.
    - «Εμ, τι, νηστικό θα άφηνα το αγόρι μου που με πάει συνεχώς στα καλύτερα; Στα καλύτερα εκείνο, τα καλύτερα εγώ! Αμέ!»

    Φάγαμε τα τοστ μας και ήπιαμε τις πορτοκαλάδες μας.

    - «Έφτιαξα και καφεδάκι γιατί ούτε δέκα δεν έχει πάει ακόμα, έντεκα δεν είπες ότι ανοίγει τις Κυριακές;»
    - «Μετά τις 11:00, πολύ καλά έκανες κοριτσάρα μου. Σε ευχαριστώ πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ!»
    - «Εσύ να τα βλέπεις αυτά που κυνηγούσες Χριστιάνες» τον πείραξα.
    - «Bless me Phebe for I have sinned» μου είπε βγάζοντας τη γλώσσα του.
    - «Αποτάσσεσαι τις Χριστιάνες και τις λοιπές αμαρτωλές;»
    - «Απεταξάμην!» απάντησε γελώντας.
    - «You are forgiven. Return του your Phebe and sin no more!»

    Εκεί με άρπαξε και με πήγε μέσα στο δωμάτιο.

    - «Μη με κοιτάς έτσι, εντολές εκτελώ!» μου είπε πριν κολλήσει το στόμα του στο δικό μου. Ανταπέδωσα με τον ίδιο ενθουσιασμό και με ξάπλωσε στο κρεββάτι και ξαπλώνοντας δίπλα μου και γυρνώντας προς εμένα με φίλησε ξανά αυτή τη φορά με ακόμα μεγαλύτερο πάθος. Η γλώσσα μου υποχώρησε μέσα στο στόμα μου με τη δική του να εξερευνά κάθε του πτυχή. Σταμάτησε και έβγαλε τη μπλούζα του. Με κοίταξε και -μπαίνοντας στο νόημα- κατέβασα και εγώ τη δική μου.

    Και εκεί του έκανα έκπληξη. Κατέβασα και έβγαλα και το μποξεράκι μένοντας μόνο με το κιλοτάκι. Με είδε και ξεροκατάπιε και χαμογέλασα με την αμηχανία του. Πραγματικά ένιωθα πολύ άνετα μαζί του. Τον τράβηξα πάνω μου και πέσαμε και οι δύο στο κρεββάτι, εγώ κάτω κι εκείνος πάνω μου. Τον κράτησα από το πρόσωπο και κοιταχτήκαμε στα μάτια. Χαμήλωσε και με φίλησε και πάλι και μετά έκανε λίγο προς πλάι και άρχισε να με γλείφει στο λαιμό.

    Πέρασε το χέρι του φευγαλέα πάνω από το ένα μου στήθος και άρχισε να με χαϊδεύει σε όλο το μήκος των πλευρών μου μέχρι τη μέση μου, στην αρχή με την παλάμη του και μετά με τα δάχτυλά του κάνοντάς με να ανατριχιάσω ολόκληρη. Πέρασε το χέρι του πιο χαμηλά χαιδεύοντάς με στην έξω πλευρά των γοφών. Με γύρισε προς το μέρος του και με έσφιξε πάνω του και με το ένα χέρι του μου χούφτωσε και μου τσίμπησε το ένα κωλομέρι. Συνέχισε να με χουφτώνει εκεί κάνοντάς με να χαμογελάσω άθελά μου, κατά τα φαινόμενα του άρεσε πολύ.

    Με ξάπλωσε ανάσκελα και συνέχισε με τη γλώσσα του και τα χείλη του στο λαιμό, μετά στο ένα στήθος και μετά στο άλλο. Εκεί έμεινε περισσότερη ώρα, κάνοντάς με να μυρμηγκιάσω ολόκληρη. Συνέχισε να με γλείφει και να με πιπιλάει στην κοιλιά και μετά πιο χαμηλά και πιο χαμηλά… μέχρι που έφτασε σχεδόν μέχρι το εσώρουχό μου. Εκεί ακολουθώντας τη γραμμή του συνέχισε να με πιπιλάει και να με ρουφάει περνώντας από το εσωτερικό των μηρών και τότε… Θέε μου… τότε με μια κίνησε πήρε στα χείλη του πάνω από το εσώρουχο το… και εκεί με χουχούλιασε κάνοντας άθελά μου το σώμα μου να τεντωθεί σαν τόξο.

    Επανέλαβε αυτό το πράγμα δυο τρεις φορές και ένιωσα το γνώριμο κάψιμο που προηγούνταν των οργασμών μου. Έκανε να φύγει και αρπάζοντάς τον από τα μαλλιά του κόλλησα το στόμα του πάνω στο εσώρουχό μου. Πιάνοντας το νόημα συνέχισε να κάνει αυτό που έκανε, πότε πιπιλώντας με τα χείλη του πότε χουχουλιάζοντάς και συνέχισε να το κάνει για λίγη ώρα ακόμα και… ΕΚΡΗΞΗ… μου ξέφυγε μια δυνατή φωνή… και δεύτερη… Ήταν… ήταν… ΘΕΕ ΜΟΥ!

    Το σώμα μου σχεδόν έτρεμε και κοκκάλωσα στη συνειδητοποίηση ότι εκείνη τη στιγμή δεν ήθελα τίποτε άλλο από το να μπει μέσα μου. Τρόμαξα, το είχα πάει πολύ μακριά.

    - «Ανδρέα… σταμάτα… όχι άλλο σε παρακαλώ» του είπα με κομμένη ανάσα και σταμάτησε επί τόπου και ήρθε προς εμένα κοιτάζοντάς με ανήσυχος. Του χαμογέλασα καθησυχαστικά. «Μου… με τρέλλανες… ήταν… ήταν υπέροχο… αλλά όχι άλλο μωρό μου… όχι… όχι ακόμα…»
    - «Φοίβη μου συγνώμη που…» πήγε να πει αλλά τον έκοψα.
    - «Μη ζητάς συγνώμη μωρό μου» του είπα «αν κάποιος είναι να ζητήσει συγνώμη εδώ αυτός ο κάποιος είμαι εγώ. Σε… εννοώ εγώ σε παρέσυρα και… εσύ πήγες να σταματήσεις και εγώ… εγώ σε έκανα να συνεχίσεις… αλλά… Μη ζητάς συγνώμη. Ήταν… ήταν υπέροχο… υπέροχο!» του είπα.
    - «Σίγουρα είσαι εντάξει;»
    - «Ναι μωρό μου σίγουρα. Στο είπα βρε χαζούλη χθες… αισθάνομαι άνετα κοντά σου… ασφαλής… Δε… δε θα ήθελα να είμαι πουθενά αλλού στον κόσμο αυτή τη στιγμή από εδώ που είμαι. Αγκαλίτσα;» του έκανα παιχνιδιάρικα

    Ξάπλωσε δίπλα μου με γύρισε και με έσφιξε πάνω του. Τον έσφιξα κι εγώ και αλήθεια έλεγα, δε αντάλλαζα την αγκαλιά του που ήμουν μέσα της εκείνη τη στιγμή με τίποτα στον κόσμο.

    - «Έχω μια ιδέα» μου είπε.
    - «Πες μου!»
    - «Εδώ και καιρό προσπαθώ να ξεκινήσω ένα βιβλίο και όλο το σταματάω. Θες να το ξεκινήσουμε να το διαβάζουμε παρέα; Εννοώ να καθόμαστε μαζί και να διαβάζω εγώ δυνατά και εσύ να ακούς»
    - «Αμέ!» του είπα. «Και αν θες κι εσύ μπορούμε να εναλλάσσουμε τους ρόλους, τη μία φορά να διαβάζεις εσύ και την άλλη εγώ!»
    - «Μέσα!» μου είπε.

    Πήγε μέσα στο σαλόνι, στη βιβλιοθήκη και έφερε ένα χοντρό βιβλίο. Κάθισε στο κρεββάτι καθιστός βάζοντας το μαξιλάρι στην πλάτη του. Εγώ γύρισα μπρούμητα και ακούμπησα το σαγόνι μου στα χέρια μου. Ξεκίνησε:

    «Λέγε με Ισμαήλ. Πριν από μερικά χρόνια -δεν έχει σημασία πόσο ακριβώς- έχοντας λίγα ή καθόλου χρήματα στο πουγκί μου και τίποτα ιδιαίτερο που να με ενδιαφέρει στη στεριά, σκέφτηκα να ταξιδέψω λίγο στη θάλασσα και να δω το υδάτινο μέρος του κόσμου…»

    Ο Ανδρέας -αν και δεν το ήξερα εκείνη τη στιγμή- ήταν μέλος της θεατρικής ομάδας του πανεπιστημίου. Είχε καθαρή, όμορφη φωνή με υπέροχη άρθρωση μα πάνω απ’ όλα ήταν εκφραστικός, η ανάγνωση του με συνεπήρε. Και αν σήμερα είμαι λάτρης των audiobooks την αγάπη μου αυτή την οφείλω στον Ανδρέα, εκείνο το σχεδόν καλοκαιριάτικο Οχτωβριάτικο πρωινό, σχεδόν τριάντα χρόνια πριν…

    Ούτε καταλάβαμε για πότε πέρασε η ώρα, η διήγηση του αριστουργήματος του Μέλβιλ από τον Ανδρέα με είχε συνεπάρει. Ξεχάσαμε τον καφέ στο κυλικείο, τα ξεχάσαμε όλα. Κόντευε να πάει 13:00 όταν είδαμε την ώρα.

    - «Αμάν! Μία κοντεύει να πάει» είπε. «Φοίβη, σήκω να ντυθείς να πάμε σπίτι σου να πάρουμε τα πράγματα, έχουμε δώσει ραντεβού στην κάτω στάση με τα παιδιά στις 13:00.»
    - «Ναι, ναι!» είπα και πετάχτηκα πάνω. Όπως ήμουν μόνο με το κιλοτάκι φόρεσα από πάνω το παντελόνι μου και μας πήρε λίγη ώρα να βρω το σουτιέν μου, στη λύσσα μας χθες τα είχαμε πετάξει όλα κάτω. Κούμπωσα στα γρήγορα το σουτιέν μου και έβαλα το πουκάμισό μου. Στο ενδιάμεσο ο Ανδρέας άνοιξε την ντουλάπα και πήρε την τσάντα με τα πράγματα για τη θάλασσα. Για να μην με κόψει που άλλαζα πήγε εκείνος στην τουαλέτα να αλλάξει. Γύρισε φορώντας ένα μπλουζάκι και μια βερμούδα, υπέθεσα ότι από μέσα φορούσε το μαγιό. Μιας κι εγώ είχα ήδη ετοιμαστεί φύγαμε βιαστικοί για να πάμε σπίτι μου να αλλάξω.

    Ο Ανδρέας δεν πέρασε μέσα, πήγα μόνη μου με τον Σίμπα να με έχει πάρει κατά πόδι παραπονεμένος που δεν του έκανε χάδια. Το φουκαρά, μπήκα μέσα και ο Σίμπα έμεινε να με κοιτάζει από την πόρτα. Τον λυπήθηκε η ψυχή μου και έκανα να βγω έξω για να του κάνω χάδια αλλά τότε πρέπει να τον φώναξε ο Ανδρέας γιατί έτρεξε ποδοβολώντας προς την έξοδο και σκαρφάλωσε πάνω στην πόρτα.

    Μπήκα μέσα και πήγα στο δωμάτιό μου. Γδύθηκα στο άψε-σβήσε και φόρεσα το μωβ μαγιό που άρεσε τόσο πολύ στον Ανδρέα. Από πάνω έβαλα ένα ελαφρύ καθημερινό καλοκαιρινό μάξι φορεματάκι και κάτω φόρεσα πέδιλα. Άδειασα το τσαντάκι μου σε μια άλλη μεγαλύτερη και πιο καλοκαιρινή τσάντα και βγήκα έξω. Ο Σίμπα άφησε τον Ανδρέα και ήρθε προς το μέρος μου. Αυτή τη φορά μου γαύγισε παραπονεμένος κάνοντας την καρδιά μου να λιώσει.

    - «Τι να σε κάνω ρε μούτρο;» του είπα και κάθισα στα γόνατα και τον χάιδεψα και τον άφησα να με γλείψει στο πρόσωπο κάνοντάς τον τρισευτυχισμένο. «Βρε σίχαμα, κοίτα πως με έκανες» τον μάλωσα τρυφερά για να κερδίσω ακόμα ένα γλείψιμο στο πρόσωπο.

    Βγήκα έξω, έκλεισα την γκαραζόπορτα και έβγαλα από την τσάντα μου ένα χαρτομάντιλο. «Σύχρηστη με έκανε ο μούργος» είπα και καλά νευριασμένη αλλά με χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο.

    Με πήρε από το χέρι του και περάσαμε απέναντι και κατεβήκαμε με τα πόδια προς την κάτω στάση του πανεπιστημίου. Η ώρα ήταν 13:07 αλλά όταν φτάσαμε ο Τάσος με την Ελένη δεν είχαν έρθει ακόμα. Όχι ότι άργησαν, δύο λεπτά αργότερα σταμάτησαν μπροστά από τη στάση. Επειδή ο Ανδρέας δε χωρούσε πίσω η Ελένη βγήκε και αφού μας καλημέρισε μπήκε πρώτη μέσα ώστε να είναι πίσω από τον Τάσο. Μπήκα και κάθισα δίπλα της. Ο Ανδρέας ήρθε αλλά πριν καθίσει μου έδωσε την τσάντα με τα καλοκαιρινά και την έβαλα στο πλάι μου. Μετά πέρασε και εκείνος μέσα και έκλεισε την πόρτα.

    - «Κοκκίνη χάνι, παιδί μου» είπε στον Τάσο με ύφος χιλίων καρδιναλίων.
    - «Ρε σάλτα fuck» του είπε ο Τάσος και ξεκίνησε.
    - «Τι κάνατε χθες;» τους ρώτησα.
    - «Δεν σου λέμε, οι σκηνές είναι ακατάλληλες διά ανηλίκους» είπε η Ελένη.
    - «Άστην να λέει» είπε ο Τάσος. «Νίκος και Μαρία φύγαν μετά από λίγο γιατί θέλαν alone time και η Μαρία δεν μπορεί να το πολυξενυχτίσει. Εγώ με την Ελένη πήγαμε στο αυγό του κόκορα»
    - «Από club σε ρεμπετάδικο ρε όργια;» ρώτησε ο Ανδρέας.
    - «Ναι, ήταν εκεί κάποιοι συμφοιτητές μου μεταπτυχιακοί και με είχαν καλέσει.»
    - «Πώς ήταν;» τους ρώτησα.
    - «Γίναμε ντέφια, αυτό κάναμε. Η Ελένη δηλαδή, εγώ οδηγούσα οπότε καταλαβαίνεις πως δεν μπορούσα να πιώ. Ένα έχω να σου πω νεαρέ» είπε γυρίζοντας λίγο προς τον Ανδρέα, «τον άλλο μήνα που σου έρχεται το αυτοκίνητο, θα βγάλω τα σπασμένα, θα γίνομαι κάλτσα σε κάθε έξοδο. Τέλος πάντων, ευτυχώς που κατά τις τρεις μας πετάξαν έξω με τις κλωτσιές γιατί ακόμα εκεί θα ήμασταν. Μετά πήγαμε σπίτι της Ελένης και η μις ακατάλληλον διά ανηλίκους έπεσε ξερή για ύπνο με τα ρούχα και εγώ έμεινα με τις καλύτερες ευχές της» είπε κάνοντάς με να γελάσω.

    Κατεβήκαμε την Κνωσσού και όταν περάσαμε κάτω από τη γέφυρα της Εθνικής σταμάτησε στο φανάρι. Μετά έστριψε αριστερά και ανεβήκαμε μια ανηφόρα και φτάσαμε σε δεύτερα φανάρια που κατάλαβα ότι ήταν η Εθνική προς Άγιο Νικόλαο από τη μία μεριά και προς Ρέθυμνο από την άλλη. Έστριψε αριστερά και βγήκαμε στην Εθνική

    - «Που είναι το Κοκκίνη χάνι» τους ρώτησα.
    - «Μετά το Καρτερό, ανάμεσα σε Καρτερό και Γούβες για την ακρίβεια» είπε η Ελένη μη διαφωτίζοντάς με ιδιαίτερα. «Είναι ωραία εκεί, έχει απέναντι στο βάθος και τη Δία. Έχει και ένα μπιτς μπαρ από το οποίο μπορούμε να πάρουμε αναψυκτικά και μπύρες, αμμουδιά, γενικά είναι ωραία παραλία.»

    Κοντά μισή ώρα μας πήρε μέχρι να φτάσουμε εκεί και αυτό γιατί στρίψαμε προς το Καρτερό βγαίνοντας από την Εθνική και από εκεί μέχρι το Κοκκίνη Χάνι ο δρόμος ήταν μια λουρίδα και με στροφές και γενικά δεν ήταν για τρέξιμο.

    - «Ο Νίκος και η Μαρία θα έρθουν λίγο αργότερα» είπε η Ελένη «μετά τις 14:30 δεν είπαν Τάσο;»
    - «Ναι, μεταξύ 14:30 με 15:00 είπαν, είχε να πάει σε κάτι βαφτίσια η Μαρία νωρίτερα.»
    - «Εσείς τι κάνατε χθες» ρώτησε η Ελένη
    - «Πήγαμε και φάγαμε Έβερεστ και μετά Χιτζάζ. Έπρεπε να δεις τη νεαρή από εδώ να χορεύει τουίστ, ρέστα έδωσε» είπε ο Ανδρέας με μια γερή δόση περηφάνιας στη φωνή του κάνοντάς με να χαζοχελάσω.
    - «Είδες η σιγανοπαπαδιά;» είπε η Ελένη.
    - «Με το μπαλέτο της, τις ξένες γλώσσες της και το χορό της. Σχεδόν το πλήρες σετ, μόνο το πιάνο έλειπε» απάντησε ξανά ο Ανδρέας.
    - «Έκανες μπαλέτο;» με ρώτησε η Ελένη.
    - «Άστον να λέει μωρέ. Στο δημοτικό έκανα μπαλέτο, όταν ήμασταν Θεσσαλονίκη. Το παράτησα στο γυμνάσιο και όσο για το χορό αυτό ξεκίνησε πέρσι στην τρίτη λυκείου για να αποφορτίζομαι από το διάβασμα και το άγχος των πανελλήνιων»
    - «Μπρρρρ, μακριά από μας πια» είπε η Ελένη. «Χίλιες φορές η εξεταστική του πανεπιστημίου με 6-8 μαθήματα κάθε φορά παρά αυτό τον καρκίνο με τα τέσσερα.»
    - «Αυτό ξαναπέσ’το» της είπα. «Ευτυχώς τα έχουμε πίσω μας πια. Αλήθεια» συνέχισα «Τάσο εσύ σε ποιο μεταπτυχιακό εξάμηνο είσαι;»
    - «Τυπικά στο πρώτο αλλά έπαιρνα μεταπτυχιακά μαθήματα και πριν πάρω πτυχίο οπότε από μεριάς μαθημάτων που έχω περάσει είμαι στο τρίτο.»
    - «Ο μεσιέ από εδώ μην τον βλέπεις που έχει βλακόφατσα» τον πείραξε τρυφερά η Ελένη «είναι πολύ έξυπνο παιδί, ουσιαστικά ξεμπέρδεψε με τα προπτυχιακά μαθήματα με το τέλος του τρίτου έτους. Στο τέταρτο έτος και στα δύο εξάμηνα πήρε μόνο μεταπτυχιακά μαθήματα.»
    - «Μπράβο» είπα με θαυμασμό. «Εσείς πως είστε με τα μαθήματά σας;»
    - «Στις αρχές του τρίτου έτους είμαι με λίγες παραπάνω από τις μισές μονάδες.» είπε η Ελένη. «Γενικά συμβαδίζω με το έτος μου, χρωστάω ένα βασικό αλλά έχω περάσει τρία περισσότερα επιλογής οπότε είμαι καλά.»
    - «Ανδρέα εσύ;»
    - «Εμένα δε με φάγανε οι Τασούληδες» είπε κοροϊδευτικά. «Δε χρωστάω κανένα βασικό μάθημα, για την ακρίβεια αυτή τη στιγμή είμαι ενάμισι εξάμηνο μπροστά. Αν το πιέσω λίγο και φέτος, στο τέλος του έτους ή το αργότερο στο τέλος του 7ου εξαμήνου, θα έχω μαζέψει τις απαραίτητες μονάδες. Βέβαια τώρα ξεκινάω στο ΙΤΕ γιατί θέλω να συνεχίσω μεταπτυχιακό στη Μοριακή Βιολογία και μάλλον θα ζοριστώ κάμποσο.»
    - «Εσύ Ελένη θέλεις να κάνεις μεταπτυχιακό;»
    - «Δεν έχω αποφασίσει ακόμα να σου πω την αλήθεια. Βασικά ιατρική ήθελα να σπουδάσω αλλά δε μου έκατσε. Μιας και έκθεση δε με έβλεπα να διορθώνομαι με τίποτα, η έκθεση μ’ έκαψε, το πήρα απόφαση και ήρθα εδώ. Μπορεί μετά να δώσω κατατακτήριες στην ιατρική, θα δούμε, δεν έχω αποφασίσει ακόμα»

    Δεν είπα τίποτα, ο ένας είχε πάρει πτυχίο, ο άλλος ήταν κοντά στο να πάρει και εκείνος και η τρίτη ήταν λίγο παραπάνω από τη μέση. Έχοντας ξεκινήσει πριν δύο εβδομάδες εγώ είχα πολλά ψωμιά μπροστά μου.

    Η συζήτηση σταμάτησε καθώς φτάσαμε στην παραλία η οποία παρά την όμορφη και ζεστή μέρα είχε ελάχιστο κόσμο, ήταν σχεδόν άδεια.

    Κατεβήκαμε και απλώσαμε τις ψάθες μας. Ο Ανδρέας έβγαλε τη μπλούζα του και τη βερμούδα του και έμεινε με το μαγιό του. Έμεινα να τον κοιτάζω σαν ερωτοχτυπημένη… δηλαδή τι σαν, αυτό ακριβώς ήμουν. Είχε πολύ όμορφο μυώδες σώμα, αν είχε πάρει δέκα κιλά όπως ισχυριζόταν ο ίδιος δεν του φαινόταν καθόλου. Καμία σχέση με τον Τάσο που ήταν ψιλόλιγνος σα στειλιάρι.

    - «Μωρό μου θα μου βάλεις αντηλιακό;» με ρώτησε ο Ανδρέας
    - «Μωρό μου θα μου βάλεις αντηλιακό» είπε με το ίδιο ύφος κοροϊδευτικά ο Τάσος.
    - «Ρε σάλτα φακ» είπε ο Ανδρέας γελώντας.
    - «Στη φίλη σου να τα πεις αυτά που έγινε χθες κουρούπελο και με άφησε με την όρεξη»
    - «Έτσι, για να μην καλομαθαίνουμε» τον πείραξε η Ελένη

    Πήγα και γονάτισα δίπλα από τον Ανδρέα και έβαλα αντηλιακό στους ώμους του και την πλάτη του και άρχισα να το απλώνω απαλά σε όλη την πλάτη και τα χέρια και τα μπράτσα. Όταν τέλειωσα με την πλάτη του του έβαλα στο στήθος και στα πόδια και επανέλαβα τις κινήσεις μου. Εκείνος είχε κλείσει τα μάτια του και είχε αφεθεί στο χάδι μου. Σηκώθηκα και έβγαλα και εγώ το φορεματάκι μου και έμεινα με το μαγιό μου.

    - «Σειρά μου» μου είπε και κάθισα κι εγώ οκλαδόν. Έβαλε πάνω μου αντηλιακό, ήταν κρύο και με ανατρίχιασε λίγο, και μετά άρχισε να το απλώνει αργά και ουφ… πολύ αισθησιακά. Ευτυχώς που δεν είμαι αγόρι και που το μαγιό είναι σκούρο, αυτό έχω να πω.
    - «Με την άδειά σας» είπε η Ελένη «εγώ θα τα πετάξω» είπε και έβγαλε το πάνω μέρος του μαγιό της. Διαπίστωσα ότι το μαύρισμα στο σώμα της ήταν ομοιόμορφο, χωρίς σημάδια από το πάνω μέρος του μαγιό. Η Ελένη ήταν κανονική στο σώμα και είχε μικρό στήθος. Καστανόξανθη και καστανομάτα ήταν αρκετά όμορφη κοπέλα.
    - «Αν θες μπορείς να το κάνεις κι εσύ» μου είπε ψιθυριστά στο αυτό ο Ανδρέας. «Τα αγόρια της παρέας είμαστε συνηθισμένα, και η Μαρία της αρέσει να κάνει γυμνόστηθη μπάνιο. Όταν το κόλλησαν στην Ευτυχία είχα ζοριστεί λίγο καθότι αδερφός της αλλά τελικά όλα μια ιδέα είναι.»
    - «Δεν το έχω κάνει ποτέ αυτό… εσένα… εσένα δε θα σε πειράξει;»
    - «Αυτό σου είπα βρε χαζούλι, και οι τρεις μας εδώ είμαστε συνηθισμένοι. Άλλωστε… δε θα δω κάτι που δεν έχω δει ήδη» μου είπε γελώντας ντροπαλά, ήταν ΓΛΥΚΑΣ! «Πάντως αν δεν αισθάνεσαι άνετα, μην το κάνεις αλλά και οι δυο τους και μετά και η Ευτυχία μου είπε ότι είναι πολύ καλύτερη αίσθηση χωρίς αυτό. Βέβαια… τι να σου πω, εσύ έχεις μεγαλύτερο στήθος και από τις τρεις τους οπότε μπορεί τελικά και να μη σε βολεύει» συμπλήρωσε.

    Το σκέφτηκα για μερικά δευτερόλεπτα. Η αλήθεια είναι ότι ντρεπόμουν αλλά ο κόσμος αφενός ήταν ελάχιστος και από την άλλη πήρα θάρρος από το πόσο ακομπλεξάριστη ήταν η Ελένη οπότε είπα μέσα μου τσιμέντο να γίνει και έβγαλα και εγώ το πάνω μέρος του μαγιό. Αμ δεν είναι τυχαίο που το πρώτο πράγμα που συνηθίζω να κάνω όταν μπαίνω σπίτι είναι να πετάξω το σουτιέν μου. Φύσαγε ένα πολύ ελαφρύ αεράκι και η αίσθηση στο γυμνό μου στήθος ήταν πρωτόγνωρη.

    Είχε δίκιο, τα αγόρια ήταν συνηθισμένα. Είναι αλήθεια ότι το βλέμμα του Τάσου στάθηκε λίγο παραπάνω στο στήθος μου την πρώτη φορά που με είδε αλλά ούτε η έκφραση του προσώπου του άλλαξε ούτε έμεινε να με κοιτάζει περισσότερη ώρα απ’ όσο θα με έκανε να σταματήσω να αισθάνομαι άνετα.

    Τάσος και Ανδρέας θέλαν να μπουν στο νερό αλλά εγώ με την Ελένη καθίσαμε να πάρουμε τον ήλιο μας. Οκτώβρης ξε-Οκτώρης ο ήλιος έκαιγε και ζέσταινε υπέροχα το δέρμα μου. Είχε λιακάδα, ούτε ένα σύννεφο, και η θερμοκρασία ήταν πάνω από 25 βαθμούς. Ήμουν ξαπλωμένη ανάσκελα με τα γυαλιά του ηλίου. Η Ελένη γύρισε και κάθισε μπρούμητα και στηρίχτηκε στους αγκώνες της.

    - «Για να τα πετάξεις κι εσύ με τόση άνεση συμπεραίνω ότι σήμερα δεν είδε ο Ανδρέας κάτι που δεν είχε ξαναδεί»
    - «Your powers of deduction served you right» της είπα χαμογελαστή.
    - «Αρκεί εσύ να είσαι καλά και να πηγαίνεις με την ταχύτητα που νιώθεις άνετα.»
    - «Νιώθω άνετα, Ελένη, πραγματικά. Και να σου πω… σήμερα που …χμμμ… τον παρέσυρα και πήγαμε λίγο παραπάνω από εκεί που ήθελα όταν του είπα να σταματήσει, σταμάτησε αμέσως.»
    - «Αυτό θα έλειπε» μου είπε. «Θα τον γδέρναμε ζωντανό» είπε και συμπλήρωσε χαχανίζοντας «αν και κρίνοντας από την πλάτη του και το στέρνο του μας πρόλαβε άλλη»
    - «Αυτό πού το πας;» τη ρώτησα. «Όταν κατάλαβα τι του έκανα όσο αυτός ασχολούνταν με… με… με το στήθος μου παρακαλούσα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Εκείνου πάλι του άρεσε, τι να πω. Άγνωσται αι βουλαί»
    - «Εσένα δε σου αρέσει όταν σε δαγκώνει;» με ρώτησε.
    - «Αν μου αρέσει λέει. Και αυτό χθες το έμαθα… που να το φανταστώ ή έρμη; Σε μια φάση με δάγκωσε στη θηλή και με έκανε κυριολεκτικά να βελάξω αλλά ακόμα και εκεί… καταλαβαίνεις.»
    - «Γεια σου χαρά σου Βενετιά» είπε και δεν μπόρεσα να κρατήσω το χαχανητό μου.
    - «Εμείς είμαστε τυχερές. Ο φουκαράς ο Ανδρέας να δεις τι έπαθε το πρωί!»
    - «Τι;»
    - «Έπλενα…» ξεκίνησα να λέω αλλά με διέκοψε η Ελένη.
    - «Μωρή; Ξαναξενοκοιμήθηκες;»
    - «Λίγο μόνο» απάντησα χαχανίζοντας.
    - «Για λέγε!»
    - «Ναι, το πρωί που σηκώθηκα πήγα πρώτη στην τουαλέτα και να σου πω την αλήθεια κόντευα να σκάσω. Μετά αφού έπλυνα τα δόντια μου… Ααα, ξέρεις τι έκανε το γλυκουλίνι μου; Μου είχε βάλει ένα post it στην πράσινη οδοντόβουρτσα. Στο post it έγραφε «Φοίβη» και είχε ζωγραφίσει και μια καρδούλα»
    - «Awwwww»
    - «Ναι… τι έλεγα; Α ναι, έπλενα το πρόσωπό μου και είχα κλειστά τα μάτια μου για να μη μπουν σαπουνάδες και δεν τον πήρα χαμπάρι ότι είχε έρθει και εκείνος μέσα. Με φίλησε στο σβέρκο και μου είπε ένα απίστευτα γλυκό αγαπουλινιάρικο και νυσταγμένο «καλημέρα μωρό μου». Πήγα να του κάνω το σκύλο που κουνάει την ουρά του και άρχισα να κουνάω τον απαυτό μου και τον έκανα τον φουκαρά πύραυλο. Φαντάσου ότι τέλειωσα, βγήκα, έφτιαξα πρωινό και καφέ και ο φουκαράς ακόμα δεν είχε καταφέρει να του περάσει ο ερεθισμός για να κατουρήσει» της είπα βάζοντας τα γέλια, γέλια τα οποία τα ακολούθησε και η Ελένη.
    - «Τον καλομαθαίνεις, πάντως. Άκου του έφτιαξες και πρωινό, που είχε δει ξανά πρωινό στη ζωή του ο κύριος;»
    - «Χαχαχαχα, φαντάζομαι ότι όλο και κάποιο πρωινό θα του έφτιαχνε τόσα χρόνια η κυρά Βούλα» της είπα. «Τι να τον κάνω, εδώ είπε απεταξάμην ολόκληρη Χριστιάνα»
    - «Ναι ναι μας τα είπες χθες ότι την πετύχατε στη στάση!»
    - «Α σήμερα το πρωί είχε και συνέχεια» της είπα και της διηγήθηκα τα καθέκαστα μέχρι το «ως εδώ» που έφτασα να πω. «Να σου πω ένιωσα λίγο άσχημα γιατί στην πραγματικότητα εγώ τον παρέσυρα αλλά δε μου κάκιωσε καθόλου, μου ζητούσε και συγνώμη από πάνω!»

    Εκείνη την ώρα ήρθαν Νίκος και Μαρία.

    - «Καλημέρα κορασίδες» είπε η Μαρία.
    - «Πού είναι οι άλλοι δύο;» ρώτησε ο Νίκος
    - «Έχουν πάει μέσα!» απάντησε η Ελένη.
    - «Να με συγχωρήσετε εμένα αλλά πάω μέσα» είπε και πέταξε σε χρόνο ρεκόρ παπούτσια, μπλούζα και σορτσάκι και έγινε μπουχός.
    - «Στάσου βρε να βάλεις…» ξεκίνησε η Μαρία αλλά σταμάτησε παραιτημένη. «Καλά κρασιά» είπε και έβγαλε και εκείνη το φόρεμα που φορούσε. Από μέσα φορούσε το πάνω μέρος του μαγιό αλλά το πέταξε με συνοπτικές διαδικασίες.
    - «Καλά που τ’ ακριβοπληρώσαμε χθες» είπα.
    - «Προλάβαμε και σε χαλάσαμε και σένα;»
    - «Τι σου είναι αυτές οι κακές συναναστροφές, μάστιγα» της είπα πειραχτικά.

    Μιας και ο καλός της είχε πάει με τους άλλους δύο που φώναζαν και χοροπηδούσαν μέσα στο νερό, άλειψα εγώ τη Μαρία στην πλάτη. Ξάπλωσε και εκείνη να λιαστεί και εκεί είχε άλλη μια επανάληψη των νυχτερινών και πρωινών μου περιπετειών στη γκαρσονιέρα των οργίων, ή έστω, του Ανδρέα.

    Πρέπει να κάτσαμε μία ώρα κάνοντας τις λιαστές ντομάτες μέχρι που ένιωσα ότι παραζεστάθηκα. «Κορίτσια, δεν πάμε να βουτήξουμε και εμείς;»

    Και αμ’ έπος αμ’ έργο σηκωθήκαμε και οι τρεις και πήγαμε να μπούμε στη θάλασσα η οποία ήταν ζεστή και υπέροχη. Εγώ βούτηξα μέσα και έκανα ένα μακροβούτι και πλησίασα τον Ανδρέα. Βγήκα από το νερό και τον πήρα αγκαλιά από πίσω του.

    - «Καλώς το μου» μου είπε.
    - «Αχ είναι υπέροχη η θάλασσα» του είπα.
    - «Στην Κρήτη δε θα χορταίνεις παραλίες. Καλά να είμαστε και το καλοκαίρι που θα έχουμε αυτοκίνητο θα πάμε και Μπαλί, θα πάμε και ελαφονήσι, θα πάμε και Μάταλα, θα πάμε Βάι… Θα πάμε Πρέβελη… όρεξη να έχουμε. Είναι Υ-Π-Ε-Ρ-Ο-Χ-Η η Κρήτη αλλά θέλει αυτοκίνητο, όχι αστεία. Άσχετο, εσύ Κνωσσό πήγες καθόλου;»
    - «Ναι, πήγα με τη μητέρα μου όσο ήταν εδώ.»
    - «Αχ κρίμα, ήθελα να πάμε και παρέα» μου είπε.
    - «Και ποιος μας εμποδίζει, μωρό μου;» του είπα και του έσκασα ένα φιλάκι στο στόμα.
    - «Παίζουμε πόλεμο; Όλοι εναντίων όλων» είπε ο Τάσος.
    - «Γατάκια» είπε ο Ανδρέας και γύρισε προς εμένα «Πάμε κοριτσάρα μου να τους δείξουμε πόσα απίδια χωράει ο σάκος!»
    - «Τι θα κάνουμε;» τον ρώτησα γελώντας με τον ενθουσιασμό του.
    - «Τα αγόρια παίρνουν στους ώμους τους τα κορίτσια και προσπαθεί το ένα ζευγάρι να ρίξει όλα τα υπόλοιπα. Με την Ευτυχία τους είχαμε σκίσει το καλοκαίρι, are you up to the game?»
    - «I’m game, bitches» δήλωσα με στόμφο κάνοντας τον Ανδρέα να βάλει τα γέλια.

    Πήγαμε λίγο πιο βαθιά και ο Ανδρέας βούτηξε και πέρασε κάτω από τα πόδια μου. Κρατώντας με από αυτά σηκώθηκε και βρέθηκα ψηλά βγάζοντας μια τσιρίδα χαράς.

    - «Αλλά πρώτα…» μου είπε και πιάνοντάς με από τις πατούσες με σήκωσε και με πέταξε προς τα πίσω, ίσα που πρόλαβα να κλείσω το στόμα μου. Βγήκα από το νερό με τα μαλλιά να μου έχουν πέσει μπροστά στο πρόσωπο κάνοντάς τον να βάλει τα γέλια.
    - «Έτσι ε;» του είπα και πλησίασα και άρχισα να του πετάω νερά τα οποία ανταπέδωσε με ενθουσιασμό κάνοντας και τους δυο μας να γελάμε σαν παιδάκια. Ήταν τόσο τόσο όμορφα! Μετά ξαναβούτηξε και με σήκωσε και πάλι στους ώμους του.
    - «Είστε έτοιμοι να σας γλεντήσουμε;» φώναξε
    - «Μολών λαβέ» είπε η Μαρία πάνω στον Νίκο.

    Εντάξει, αφού δεν κατουρήθηκα εκείνη τη μέρα στα γέλια δε θα το κάνω ποτέ και καλά να λέω όπως ήμουν στον ώμο του Ανδρέα. Κερδίσαμε σχετικά εύκολα Μαρία και Νίκο και όταν κάναμε να πλησιάσουμε Τάσο και Ελένη, ο Τάσος φώναξε «Παραδίνομαι» και πέταξε την Ελένη στο νερό και μετά βγήκε η Ελένη και τον κυνηγούσε μέσα στο νερό.

    - «Ρίψασπη! Προδότη!»
    - «Να μάθεις να μου κάνεις την ωραία κοιμωμένη» είπε βγάζοντας τη γλώσσα του.
    - «Θα σε σκίσω! Κάτσε ρε ακίνητος να σε πιάσω!» του φώναξε.
    - «Πριτς» είπε εκείνος και πήγε και κρύφτηκε πίσω από το Νίκο.
    - «Ώπα, εγώ τι φταίω» πήγε να πει και τότε του την έπεσαν ντουέτο Μαρία και Ελένη και άρχισαν να του πετάνε νερό στη μούρη.
    - «Εκεί βράχος» του έλεγε ο Τάσος που είχε κρυφτεί πίσω από το Νίκο και δεν το κουνούσε ρούπι.
    - «Φύγε ρε κερατά από πίσω μου» φώναζε ο Νίκος αλλά ο Τάσος τον είχε αρπάξει από πίσω και δεν τον άφηνε «Αγόραρε, φίδι, χέλι» του έλεγε ο Τάσος «όλο πας να ξεφύγεις»

    Δε μου είχε μείνει άντερο με τα καμώματά τους. Περάσαμε πάνω από ένα δίωρο μέσα στο νερό χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε. Πρέπει να είχε πάει 17:30 όταν άρχισα να νιώθω λίγη ψύχρα και βγήκαμε όλοι μαζί έξω. Σκουπιστήκαμε καλά-καλά και μετά καθίσαμε και στεγνώσαμε. Μετά τα κορίτσια φορέσαμε τα πάνω μέρη των μαγιό μας και αφού μαζέψαμε όλοι τα πράγματά μας πήγαμε και κάτσαμε στο μπιτς μπαρ. Εντωμεταξύ δεν είχαμε φάει και τίποτα εκτός από τα τοστ και είχε αρχίσει να με θερίζει η πείνα.

    - «Είστε για Ευτύχη μετά;» ρώτησε ο Ανδρέας αλλά οι υπόλοιποι δεν ψηνόντουσαν. Αποφασίσαμε ωστόσο ότι στην άνοδο θα πηγαίναμε λιοντάρια να πάρουμε σουβλάκια.

    Με άδειο στομάχι και έχοντας νταλακιάσει από τον ήλιο όλες αυτές τις ώρες, η μπύρα -την οποία ήπια σχεδόν μονορούφι καθώς είχα κορακιάσει- με βάρεσε στο κεφάλι και άρχισα να κάνω γλυκουλινιές στον Ανδρέα και να του τρίβομαι. Όχι ότι τον χάλασε, άλλο που δεν ήθελε, να τα λέμε αυτά!

    Τα παιδιά ήπιαν και δεύτερη μπύρα αλλά εγώ με το κεφάλι που είχα αποφάσισα να δείξω εγκράτεια και πήρα αναψυκτικό. Καθίσαμε μέχρι που άρχισε να νυχτώνει μιλώντας περί ανέμων και υδάτων οπότε και επειδή είχε αρχίσει και έκανε ψύχρα όπως ήμασταν ντυμένοι αποφασίσαμε να φύγουμε. Ο Ανδρέας είπε στον Τάσο να μας αφήσει στα Λιοντάρια, θα ανεβαίναμε με λεωφορείο. Η Ελένη ήταν και αυτή νταλακιασμένη και μιας και έμενε πίσω από τα Λιοντάρια κατέβηκε και εκείνη και για δεύτερη συνεχόμενη μέρα ο φουκαράς ο Τάσος έμεινε με την όρεξη.

    - «Σήμερα θέλω να δοκιμάσω ψωμί» είπα στον Ανδρέα.
    - «Ωραία, θα πάμε Θράκα τότε. Δε μου λες, θέλεις να τα φάμε εδώ ή θέλεις να τα πάρουμε μαζί μας και να τα φάμε σπίτια μας;
    - «Να σου πω, θα προτιμούσα σπίτι μου…» του είπα «αλλά να έρθεις κι εσύ μαζί» του είπα μιλώντας του γλυκουλινιάρικα και κάνοντάς του φατσούλα.
    - «Θα έρθω μωρό μου» μου είπε και μου έσκασε ένα φιλάκι στο μάγουλο.

    Πήραμε το φαγητό μας και περιμέναμε το λεωφορείο και σταθήκαμε πάλι τυχεροί, τρόπος του λέγειν δηλαδή, περιμέναμε μόλις δέκα λεπτά, το συνηθισμένο ήταν αρκετά παραπάνω. Κατεβήκαμε μπροστά από την Αθηνά και πήγαμε στο σπίτι μου. Ο Σίμπα ήρθε να μας υποδεχτεί κουνώντας ενθουσιωδώς την ουρά του αλλά όταν έκανε να ανέβει πάνω μου τον σταμάτησα.

    - «Σίμπα φρόνιμα» του είπα αυστηρά και ο φουκαράς κατέβασε τα αφτιά του μέχρι το πάτωμα.
    - «Σίμπα, έλα σε μένα αγόρι μου» του είπε ο Ανδρέας κάνοντας το Σίμπα να ορμίσει πάνω του, παραλίγο να τον ρίξει. 'Ορθιος στα δύο πόδια ο Σίμπα έφτανε κοντά στο μπόι του Ανδρέα. «Είσαι καλό σκυλάκι εσύ; Ναι; Καλό γαϊδουρόσκυλο;» του έλεγε κάνοντας το Σίμπα να κουνάει την ουρά του τρισευτυχισμένος. Τους άφησα να χορεύουν ταγκό και πήγα προς το σπίτι. Μπήκα μέσα και άνοιξα ξηρά τροφή και γέμισα το μισό πιάτο του Σίμπα, το άλλο μισό το έβαζε το πρωί η κυρά Ματούλα, είχαμε συνεννοηθεί πως θα τον ταΐζουμε. Μετά έβαλα γατοτροφή στα τρία μικρά μπολάκια για τη γατο-συνοδεία του Σίμπα και βγήκα έξω.
    - «Για ελάτε να φάτε» φώναξα και ο Σίμπα παράτησε τον Ανδρέα στα κρύα του λουτρού και ήρθε και όρμισε στο πιάτο του. Από το πουθενά εμφανίστηκαν και τα τρία γατάκια συνοδοί και πήγε το καθένα στο πιάτο του, αφού μου τρίφτηκαν πρώτα και τα τρία στα πόδια. Ο Ανδρέας ήρθε και αυτός προς τα μένα χαζεύοντας το θέαμα, ο Σίμπα στην άκρη με τις τρία γατάκια δίπλα του.
    - «Να μου το έλεγαν δεν θα το πίστευα. Δεν τις πειράζει καθόλου;»
    - «Να τις πειράξει; Πρέπει να τους δεις το βράδυ, κοιμούνται αγκαλιά!»
    - «Κοίτα να δεις, θα μπορούσε να τους κάνει μια χαψιά!»
    - «Ο Σίμπα; Αυτός είναι φλούφλης ρε τελείως. Καμιά φορά που τα γατιά έχουν όρεξη να παίξουν μαζί του τον τραμπουκίζουν και τον παίρνουν στο κυνήγι. Την πρώτη φορά που το είχα δει κόντεψε να με πιάσει η κοιλιά μου από τα γέλια, να τρέχει μπροστά ολόκληρος γάιδαρος και να τον κυνηγάνε τα γατάκια.»

    Αφήσαμε Σίμπα και γατιά να τρώνε και μπήκαμε μέσα να φάμε και εμείς. Έβγαλα δυο πιάτα και δύο ποτήρια.

    - «Ανδρέα, θέλεις αναψυκτικό ή μπύρα;» τον ρώτησα.
    - «Θέλω μπύρα αλλά δεν θέλω να την πιώ μόνος μου ολόκληρη. Μόνο αν τη μοιραστούμε»

    Ένιωθα ακόμα ανάλαφρη στο κεφάλι αλλά σπίτι ήμουν οπότε δεν θεώρησα ότι θα είναι πρόβλημα να πιώ μισή μπύρα, άλλωστε αυτή τη φορά δεν θα το έκανα νηστική και ούτε θα την έπινα και μονοκοπανιά.

    Φάγαμε σιγά-σιγά το φαγητό μας και ήπιαμε τη μπύρα μας.

    - «Τι μαθήματα έχεις αύριο;» με ρώτησε.
    - «Νομίζω ότι η εβδομάδα ξεκινάει με Σούζι που τσούζει» του είπα και κοίταξα το πρόγραμμα. Αύριο είχα απειροστικό-Ι, φυσική-Ι, εισαγωγή στην επιστήμη υπολογιστών και αναλυτική γεωμετρία και μιγαδικούς αριθμούς. Αρκετά γεμάτο πρόγραμμα
    - «Κι εμένα τις Δευτέρες το πρόγραμμά μου είναι γάμησέ τα» μου είπε. «Ξεκινάω στις 09:00 και τελειώνω στις 19:00, ούτε ένα κενό, μόνο τα διαλείμματα.
    - «Κι εγώ στις 09:00 ξεκινάω αλλά τελειώνω στις 17:00 και έχω ένα κενό 14:00 – 15:00»
    - «Τυχερή!»
    - «Μας λένε οι παλιότεροι ότι από του χρόνου θα αρχίσουν να ζορίζουν τα πράγματα και ότι θα μάθω την πτέρυγα-Γ και από την καλή και από την ανάποδη, σύμφωνα με τον αστικό μύθο τα επόμενα χρόνια μας περιμένουν πολλά ξενύχτια εκεί.»
    - «Δεν είναι αστικός μύθος, Φοίβη μου. Εγώ δούλευα στο υπολογιστικό κέντρο, έχουμε και εμείς γραφεία στη Γ και σε διαβεβαιώ ότι οι αίθουσες της επιστήμης υπολογιστών είναι ανοιχτές μέρα-νύχτα και πάντα γεμάτες.»

    Τελειώσαμε το φαγητό μας και μάζεψα τα πιάτα και τα ποτήρια και τα έπλυνα στα γρήγορα. Γύρισα προς τον Ανδρέα.

    - «Ανδρέα μου;» του είπα.
    - «Τι είναι μωρό μου;» μου είπε γλυκά.
    - «Θα κάτσεις να κοιμηθούμε αγκαλίτσα για να μην είμαι μοναχούλα;»
    - «Θα κάτσω μωρό μου αλλά θα πρέπει να βάλουμε ξυπνητήρι νωρίς για να προλάβω να πάω να πάρω και τα πράγματά μου και να ντυθώ»
    - «Θα βάλω ξυπνητήρι στις 08:00. Θα μας φτιάξω πρωϊνό και μετά θα έρθω κι εγώ μαζί σου ως το σπίτι σου να σου κάνω παρεούλα και μετά πάμε στο Πανεπιστήμιο να πάρουμε καφέ και να πάμε στα μαθήματά μας»
    - «Εντάξει κοριτσάρα μου αλλά χρειάζεται να κάνω ένα ντουζάκι κι εγώ.»
    - «Να κάνεις, έχει ηλιακό το σπίτι. Αν θες μπορείς να μπεις πρώτος»
    - «Ανυπομονώ για τη στιγμή που θα μπορούμε να μπούμε μαζί» μου είπε και με φίλησε και πήγε μέσα κάνοντάς με να υγρανθώ και πάλι. Και όχι μόνο εσύ, σκέφτηκα μέσα μου.

    Τουλάχιστον δεν χρειάζεται να κοιμηθώ με σουτιέν σήμερα είπα χαζογελώντας μόνη μου στη σκέψη. Πήγα μέσα στο δωμάτιο και προσπάθησα να αποφασίσω τι εσώρουχο θα φορέσω. Από τη μία ήταν εδώ ο Ανδρέας αλλά από την άλλη ήθελα να είναι και κάτι άνετο. Αποφάσισα να φορέσω ένα απλό βαμβακερό πλουμιστό που είχα. Έλυσα από πίσω τα μαλλιά μου που τα είχα πιάσει κότσο και τίναξα το κεφάλι μου. Δεν του πήρε πολλή ώρα του Ανδρέα να βγει, φορούσε μόνο το μποξεράκι του. Είδα το φούσκωμά του και ξεροκατάπια, με την καλή έννοια. Του χαμογέλασα και μπήκα με τη σειρά μου στο μπάνιο. Μάλλον του άρεσε και εκείνου το ζεστό νερό, μέσα ήταν χαμάμ αλλά έξω από το ντους -εγώ δεν είχα μπανιέρα- δεν είχε στάξει ούτε μια σταλιά νερό. Και μετά είδα τον κουβά, είχε σφουγγαρίσει ο γλυκούλης!

    Έβγαλα το μαγιό και το έριξα στο νιπτήρα και το ξέπλυνα στην αρχή με κρύο και στη συνέχεια με ζεστό νερό. Πάνω στην κουρτίνα ο Ανδρέας είχε βάλει το δικό του να στεγνώσει. Δεν ξέρω πως μου ήρθε και το πήρα στα χέρια μου και το έτριψα στο πρόσωπό μου. Μετά κόκκινη και υγρή μπήκα κι εγώ στο ντους και άνοιξα το νερό. Το άφησα να τρέξει λίγο, ήταν σχεδόν ζεματιστό, υπέροχο. Μπήκα και αφέθηκα να χαλαρώσω στη ριπή του καυτού νερού και το άφησα να πέφτει στο κεφάλι μου και στο σώμα μου.

    Λούστηκα πρώτα και έβαλα και σε ένα σφουγγάρι αφρόλουτρο και έτριψα όλο μου το σώμα. Ξεπλύθηκα και έβαλα μαλακτικό και έκανα και μια δεύτερη περασιά σε όλο μου το σώμα με το σφουγγάρι, αυτή τη φορά πιο απαλά. Ξεπλύθηκα και τυλίχτηκα με το μπουρνούζι μου. Ο Ανδρέας είχε σκουπιστεί με την πετσέτα της θάλασσας την οποία είχε απλώσει στην πετσετοκρεμάστρα.

    Σκούπισα τα μαλλιά μου και τύλιξα το κεφάλι μου με την πετσέτα και σφουγγάρισα το λίγο νερό που είχε βγει έξω από την κουρτίνα. Πήρα και τα δύο μαγιό και την πετσέτα και τα έβγαλα έξω, να τα απλώσω στην κρεμάστρα. Ο Σίμπα είχε ξαπλώσει στην άκρη και σκαρφαλωμένα πάνω του ήταν και τα τρία γατάκια.

    - «Ανδρέα έλα να δεις» του είπα. Βγήκα και άπλωσα τα μαγιό και την πετσέτα του Ανδρέα. Στο μεταξύ είχε βγει και εκείνος έξω και χάζευε με το θέαμα.
    - «Κοίτα να δεις» μου είπε.
    - «Δεν είναι γλύκες;»

    Μπήκαμε μέσα και πήγα να στεγνώσω τα μαλλιά μου με το πιστολάκι. Όταν τέλειωσα πήγα στο δωμάτιο και έβγαλα πετσέτα και μπουρνούζι.

    - «Ανδρέα μου» τον φώναξα και ήρθε στο δωμάτιο. Γυμνή από πάνω και μόνο με το εσώρουχό μου, του έδωσα πετσέτα και μπουρνούζι. «Μπορείς σε παρακαλώ να τα απλώσεις έξω για να μην ντύνομαι; Και σε παρακαλώ κλείδωσε όταν μπεις μέσα»
    - «Ναι μωρό μου βεβαίως» είπε.

    Έβαλα το ραδιοφωνάκι να παίζει και έστρωσα το κρεββάτι. Ξάπλωσα και πήγα προς τη μέσα μεριά, προς τον τοίχο. Ο Ανδρέας κλείδωσε και ήρθε κλείνοντας και τα φώτα του σαλονιού. Χωρίς να πει κάποια κουβέντα ξάπλωσε δίπλα μου. Γύρισα στο πλάι και γύρισε και εκείνος προς εμένα.

    - «Ήταν πολύ όμορφα σήμερα» του είπα χαμογελαστή.
    - «Ναι, ήταν» μου είπε ανταποδίδοντας το χαμόγελο.

    Με πήρε φίλησε απαλά και μετά με περισσότερο πάθος. Το χέρι μου ήταν στο σβέρκο του και τον χάιδευα απαλά πότε στα μαλλιά και πότε στην πλάτη. Ήθελα απελπισμένα να νιώσω ξανά το στήθος μου στο στόμα του αλλά εκείνος δεν έκανε κάποια κίνηση πέρα από το να με χαϊδεύει απαλά στο στήθος. Τον ξάπλωσα ανάσκελα και ανέβηκα πάνω του. Έσκυψα και τον φίλησα και μετά του έφερα τα στήθη μου στο πρόσωπό του. Εκεί άρχισε πάλι να μου τα πιπιλάει και να μου τα δαγκώνει απαλά φέρνοντας αυτή την υπέροχη αίσθηση που έμοιαζε με το να με περνάει ηλεκτρικό ρεύμα. Είχα γίνει τούρμπο. Ανασηκώθηκα και κάθισα πάνω του και κύλισα προς τα κάτω. Τα χέρια του ήταν το καθένα σε διαφορετικό στήθος και τα μάλαζε δυνατά κάνοντάς με να μυρμηγκιάσω. Κατέβασα το σώμα μου ακόμα πιο χαμηλά και ένιωσα τον ερεθισμό του. Τον κοίταξα σκανταλιάρικα και με κοίταξε ερωτηματικά. Χωρίς να χάσω χρόνο άρχισα να τρίβω το αιδοίο μου έστω και μέσα από το εσώρουχό μου πάνω του. Τον ένιωσα να κινείται παρά το γεγονός ότι μας χώριζαν δύο διαφορετικά υφάσματα. Μου έσφιξε τα στήθη μου δυνατά και άρχισα να τρίβομαι πάνω του πιο έντονα. Αυτό που πραγματικά ήθελα εκείνη τη στιγμή είναι να μπει μέσα μου, τελεία.

    Είχαμε καιρό γι’ αυτά… Συνέχισα να τρίβομαι πάνω του αισθησιακά και η αίσθηση του οργάνου του στο αιδοίο μου έστω και αν μας χώριζαν τα εσώρουχά μας και των χεριών του να μου μαλάζουν δυνατά -σχεδόν με πονούσαν- τα στήθη ήταν Α-Π-Ι-Σ-Τ-Ε-Υ-Τ-Η. Άρχισα να τρίβομαι όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο δυνατά πάνω του και κάποια στιγμή γούρλωσε τα μάτια του.

    - «Φοίβη μη…» πήγε να πει αλλά πριν προλάβω να κάνω κάτι τον άκουσα να βογκάει ενώ τα χέρια του πίεσαν με τόση δύναμη τα στήθη μου που με έκαναν να μου ξεφύγει κι εμένα ένα βογγητό.

    Του Ανδρέα του είχε κοπεί σχεδόν η ανάσα σε σημείο που ανησύχησα.

    - «Ανδρέα μου; Ανδρέα; Είσαι καλά» τον ρώτησα.
    - «Παραείμαι καλά» μου είπε κόκκινος σαν αστακός. Το μποξεράκι του ήταν μούσκεμα, είχε λεκιαστεί και όσο και αν ήμουν και του λόγου μου μούσκεμα η υγρασία δεν ήταν δική μου. «Ωχ και δεν έχω άλλο μποξεράκι» μου είπε.

    Και τότε κατάλαβα. Με το παιχνίδι που του έκανα τον έκανα να εκσπερματώσει.

    - «Ανδρέα…» πήγα να του πω…
    - «Καλά πήγε αυτό» μου είπε χαχανίζοντας και η αλήθεια είναι ότι εκεί μου έφυγε ο ελέφαντας που είχε καθίσει προς στιγμή στο στήθος μου.

    Σηκώθηκε. «Πάω… πάω να ξεπλύνω την ντροπή μου» μου είπε.

    - «Και τι θα φορέσεις;» τον ρώτησα.
    - «Τι να φορέσω; Έτσι όπως έγινα, και μιας και το μαγιό στεγνώνει, σκέτη τη βερμούδα» μου είπε. Σηκώθηκε και πήγε μέσα. Άκουσα το νερό να τρέχει. Χτύπησα την πόρτα.
    - «Ανδρέα, έχεις κλείσει την κουρτίνα;» τον ρώτησα.
    - «Ναι, γιατί ρωτάς» είπε από μέσα.
    - «Γιατί μπαίνω μέσα!»
    - «Φοίβη, δεν έχω τελειώσει!»
    - «Ανδρέα μου με τι θα σκουπιστείς; Ξέχασες να πάρεις πετσέτα!»
    - «Είναι και αυτό» μου είπε.

    Φόρεσα μια μπλούζα για να μην είμαι τελείως γυμνή και βγήκα στα πεταχτά έξω και πήρα την πετσέτα του. Ήταν νωπή ακόμα αλλά τι να έκανα; Μπήκα μέσα και επέστρεψα στην τουαλέτα. Είχε κλείσει το νερό αλλά δεν είχε με τι να σκουπιστεί. Πήγα μέσα. Το μποξεράκι του ήταν στο νιπτήρα. Μαγνητισμένη είδα το άσπρο γαλακτερό υγρό στα σημεία που δεν είχε απορροφηθεί. Πέρασα το χέρι μου από ένα τέτοιο σημείο και μάζεψα λίγο στο δάχτυλό μου.

    - «Μου έφερες πετσέτα» με ρώτησε ο Ανδρέας κάνοντάς με να τιναχτώ.
    - «Στην περνάω πάνω από την κουρτίνα του είπα». Του την έδωσα και την πήρε.

    Στο δάχτυλό μου είχε λίγο από το σπέρμα του. Η Μαρία και η Ελένη έλεγαν ότι το κατάπιναν. Πώς να ήταν άραγε αναρωτήθηκα φευγαλέα. Διστακτικά έφερα το δάχτυλό μου στο στόμα μου και το πιπίλησα. Ήταν στιφό, δεν μπόρεσα να καταλάβω γεύση. Άκουσα ένα θόρυβο και σάμπως να ξύπνησα από τον υπνωτικό λήθαργο στον οποίο είχα πέσει.

    Άνοιξα τη βρύση του νιπτήρα και άφησα να πέσει καυτό νερό στο μποξεράκι του.

    - «Φοίβη, τι κάνεις;»
    - «Σου πλένω το μποξεράκι» του είπα.

    Αυτό ήταν μάλλον too much για τον Ανδρέα που άνοιξε με τη μία την κουρτίνα. Είχε τυλιχτεί με την πετσέτα αλλά ήταν κόκκινος.

    - «Τι έκανε λέει; Δεν άκουσα καλά;»
    - «Ανδρέα μου, εγώ σε έκανα να λερωθείς, εγώ θα στο καθαρίσω.»
    - «Ρε Φοίβη…»
    - «Δεν ακούω κουβέντα. Πήγαινε σε παρακαλώ μέσα να ντυθείς και να ξαπλώσεις και σε λίγο έρχομαι κι εγώ» του είπα.

    Τι να κάνει ο φουκαράς, με άφησε και πήγε μέσα. Έριξα απορρυπαντικό και άρχισα να τρίβω για αρκετή ώρα. Το ξέπλυνα με καυτό σχεδόν νερό και επανέλαβα. Όταν ένιωσα ότι το έχω πλύνει επαρκώς το ξέπλυνα μια τελευταία φορά και το στράγγισα. Δεν ήμουν σίγουρη ότι θα προλάβαινε να στεγνώσει το βράδυ, η ώρα είχε πάει 22:00 σχεδόν. Όπως και να έχει πήγα και το άπλωσα μαζί με την πετσέτα. Κλείδωσα και γύρισα στο δωμάτιο. Ο Ανδρέας είχε κάτσει από την έξω μεριά. Ανέβηκα στο κρεββάτι και πήγα στη μέσα μεριά.

    - «Ανδρέα μου συγνώμη που… που…» του είπα.
    - «Μη ζητάς συγνώμη… μπορεί… μπορεί να ευχήθηκα σε μια στιγμή η γη να ανοίξει και να με καταπιεί αλλά… Φοίβη μου;»
    - «Ναι» του είπα.
    - «Το ευχαριστήθηκα! Πολύ το ευχαριστήθηκα» είπε και έβαλε τα γέλια παρασέρνοντας και μένα και με το γέλιο έβγαλα όλη την υπερένταση. Γέλασα μέχρι που με πόνεσε η κοιλιά μου, μέχρι που τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν.

    Ήμουν ευτυχισμένη.

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  9. D Q Juls

    D Q Juls Αρχή...Διαδρομή...Ηδονή...

    Εγώ για μια ακόμη φορά είμαι ερωτευμένη!
    Ξεχειλίζει ο έρωτας και μαζί του και όσα νιώθω όταν διαβάζω.
    Για μια ακόμη φορά δηλώνω φανατική θαυμάστρια!
    ♥️
     
  10. Max1

    Max1 New Member

    φοβερή αφήγηση!!! τέλεια ιστορία, συγχαρητήρια
     
  11. Arioch

    Arioch Μαϊμουτζαχεντίν Premium Member Contributor

    Μέρος 7ο

    (Ανδρέας)

    Ήμουν ξαπλωμένος ανάσκελα με την Φοίβη να κοιμάται στην αγκαλιά μου. Είχαν περάσει κιόλας τρεις εβδομάδες που είμασταν μαζί. Κάτι μουρμούρισε στον ύπνο της και με έσφιξε κάνοντάς με να χαμογελάσω. Ήμουν ερωτευμένος μέχρι τα μπούνια, όχι ότι η κυρία πήγαινε πίσω. Από την πρώτη μέρα που ήμασταν μαζί μετά το πρώτο φιλί στη Χιτζάζ, ούτε μια νύχτα δεν πέρασε που να κοιμηθήκαμε χώρια ο ένας από τον άλλον, πότε στο δικό μου σπίτι, πότε στο δικό της.

    Με την Ευτυχία είχαμε μιλήσει τελευταία φορά την Τετάρτη το βράδυ, μόλις είχα γυρίσει από το πρώτο μου ραντεβού με τη Φοίβη. Ξαναμίλησα μαζί της τη Δευτέρα, την επόμενη μετά του μπάνιου στο Κοκκίνη Χάνι. Είχα γυρίσει στο σπίτι μετά το μάθημα και σε μισή ώρα περίμενα την Φοίβη που είχε πει ότι θα περάσει από το σπίτι μου όταν τελειώσει με το διάβασμά της.

    Πήρα τηλέφωνο σπίτι και μίλησα με τη μάνα μου και μετά με τον πατέρα μου. Μετά ζήτησα την Ευτυχία.

    - «Έλα μικρή τι κάνεις; Πώς σου φαίνεται το Πανεπιστήμιο;»
    - «Τι να σου πω… πρώτες μέρες… ακόμα απίστευτο μου φαίνεται. Αλλά είναι αρκετή ταλαιπωρία, θα με φάνε οι συγκοινωνίες»
    - «Έτσι είναι αυτά, η επιστήμη απαιτεί θυσίες!»
    - «Λέει ο κύριος που μένει πέντε λεπτά από το πανεπιστήμιο…»
    - «Και που τον χωρίζει μια θάλασσα από το πατρικό του» συμπλήρωσα.
    - «Αλήθεια, τι κάνει η Φοίβη;» με ρώτησε. «Μετέφερες του χαιρετισμούς μου;»

    Εκείνη την ώρα χτύπησε η πόρτα.

    - «Δώσε μου μισό» είπα στην αδερφή μου και πήγα να ανοίξω την πόρτα. Ήταν η Φοίβη με δυο σακούλες στο χέρι. Έκλεισα την πόρτα και με φίλησε πεταχτά στο στόμα. «Σε ζητάνε στο τηλέφωνο» της είπα.
    - «Ορίστε;» με ρώτησε γεμάτη απορία.
    - «Σε ζητάνε στο τηλέφωνο, πήγαινε» της είπα και πήρα τις σακούλες και τις άφησα στην κουζίνα.
    - «Παρακαλώ;» την άκουσα να λέει στο τηλέφωνο. «Ποιος είναι; Ποιος; Αααααα Ευτυχία!!!! Τι κάνεις βρε ψυχή; Καλά καλά! Ναι ναι!! Εχμ… εχμ… yup. Σοβαρά! Ναι ναι… κεραυνοβοληθήκαμε, τι να πω… Από την Παρασκευή που μας πέρασε. Δε σου είπε τίποτα ε; Χαχαχαχαχα ναι ναι. Σοβαρά; Χαχαχαχα… ναι… κι εγώ χάρηκα πολύ πολύ που σε άκουσα. Ναι, ναι, στον δίνω» είπε και μου έδωσε το τηλέφωνο.
    - «Έλα» είπα παίρνοντας το τηλέφωνο.
    - «Το δεκαχίλιαρό μου πίσω!» μου είπε και έβαλα τα γέλια.
    - «Πολύ αργά για δάκρυα!»
    - «Πώς έγινε;»
    - «Ε, πώς γίνονται αυτά τα πράγματα. Θυμάσαι στο πάρτι που την είχα πάρει για χορό και δεν την άφησα μέχρι το τέλος της βραδιάς. Την είχα κατασυμπαθήσει από τότε. Ε, προχθές που την είδα… όπως είπε και η Καρέζη μου φούντωσε. Ε, της φούντωσα κι εγώ και τόμπολα»
    - «Τι να πω…» είπε και συνεχίσαμε για λίγο τη συζήτηση.

    Εκείνη την μέρα η Φοίβη ήρθε και μου έφτιαξε μακαρονάδα, τα υλικά κουβαλούσε στις σακούλες. Λένε ότι ο έρωτας περνάει από το στομάχι αλλά… εμένα με είχε περάσει σούβλα.

    Δεν μπορούσε να με πιάσει ύπνος από την υπερένταση. Στις 06:00 θα έπρεπε να κατέβουμε στο λιμάνι, σήμερα ερχόταν το αυτοκίνητο. Το νέο μας αυτοκίνητο είχε έρθει προχθές και όπως μου είχε υποσχεθεί ο πατέρας μου χθες το φόρτωσε το παλιό στο πλοίο. Αλλά η ώρα είχε πάει 02:00 και μπορεί η Φοίβη να κοιμόταν του καλού καιρού αλλά εμένα ύπνος γιοκ.

    Τη χάιδεψα απαλά και μου μουρμούρισε ξανά κάτι στον ύπνο της κάνοντάς με να χαμογελάσω. Παρά το γεγονός ότι σήμερα ήταν Παρασκευή και δεδομένου του πρωινού ξυπνήματος σήμερα κάτσαμε μέσα και είδαμε τηλεόραση και συνεχίσαμε την ανάγνωση του Moby Dick μέχρι που μας έπιασε και τους δύο νύστα. Πέσαμε να κοιμηθούμε αλλά εγώ δεν τα κατάφερα και κάπως έτσι το έριξα στην ταβανοθεραπεία.

    Τρεις εβδομάδες. Κάθε μέρα, μου έφτιαχνε πρωινό, κάθε μέρα! Δεν είμαι του πρωινού, στην αρχή έτρωγα με το ζόρι σχεδόν για να μη τη δυσαρεστήσω. Σιγά-σιγά είχα αρχίσει και το συνήθιζα και ομολογώ ότι από τις μέρες που άρχισα να τρώω πρωϊνό το υπόλοιπο της κάθε μέρας βελτιώθηκε. Για αρχή παρατήρησα ότι ελάττωσα τους καφέδες που έπινα, παλιότερα έπινα τουλάχιστον δύο, μπορεί και τρεις μέχρι το μεσημέρι. Τώρα μου αρκούσε ο πρωινός, άντε και να πάρω και δεύτερο προς το μεσημέρι, δεύτερο που διαρκούσε μέχρι το απόγευμα.

    Το μεσημέρι τρώγαμε στη λέσχη -όποτε δηλαδή τρωγόταν το φαγητό της- αλλιώς Αθηνά ή Murcianos αν είχαμε αρκετό κενό. Μου άρεσε που κοιμόμασταν μαζί κάθε βράδυ αλλά μου άρεσαν και τα ήσυχα απογεύματα που περνούσαμε διαβάζοντας εγώ τα μαθήματά μου και εκείνη τα δικά της. Μέχρι τότε απέφευγα να διαβάζω με παρέα καθώς κάθε φορά που το είχα αποπειραθεί αποσπούνταν η προσοχή μου αλλά με τη Φοίβη, που στη θεωρία θα ήταν ακόμα πιο εύκολο να αποσπαστεί η προσοχή μου, λειτουργούσε μια χαρά.

    Ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο, ένα φιλάκι αν κάποιος σηκωνόταν να πάει να βάλει νερό ή να φτιάξει καφεδάκι, ήταν ό,τι ενθάρρυνση χρειαζόμασταν είτε ο ένας είτε η άλλη για να βουτήξουμε και πάλι το κεφάλι μας στα βιβλία και στα γραψίματα.

    - «Ανδρέα δεν κοιμάσαι;» με ρώτησε με νυσταγμένη φωνή η Φοίβη.
    - «Προσπαθώ καρδούλα μου αλλά έχω υπερένταση»
    - «Θέλεις να σου φτιάξω μια ζεστή σοκολάτα;»
    - «Όχι ματάκια μου, κοιμήσου εσύ, θα κοιμηθώ κι εγώ» της είπα τρυφερά.
    - «Όχι, θα σου φτιάξω σοκολάτα!» μου δήλωσε και σηκώθηκε από το κρεββάτι.

    Χαμογέλασα και σηκώθηκα και πήγα κι εγώ στην κουζίνα για να της κάνω παρέα. Δεν έπινα σοκολάτα αλλά από τότε που άρχισε να κοιμάται εδώ η Φοίβη και μιας και εκείνη είχε δηλώσει ότι της αρέσει να πίνει μια ζεστή σοκολάτα πριν πέσει για ύπνο, είχα πάει και είχα πάρει. Είχε βάλει νερό στο βραστήρα και περίμενε να ζεσταθεί. Πήγα από πίσω την και την αγκάλιασα και τη φίλησα τρυφερά στο σβέρκο.

    - «Σ’ ευχαριστώ μωρό μου»

    Αντί απάντησης γύρισε και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα. Λίγη ώρα αργότερα το νερό είχε βράσει οπότε έριξε πρώτα το κακάο, από πάνω λίγο νερό και άρχισε να το ανακατεύει. Όταν διαλύθηκε η σοκολάτα έβαλε μπόλικο γάλα και συμπλήρωσε το υπόλοιπο με το βραστό νερό. Έφτιαξε και μια κούπα για τον εαυτό της και όταν τελείωσε καθίσαμε στο τραπέζι.

    - «Ουφ, θα ήθελα κάτι γλυκό τώρα» μου είπε.
    - «Από αύριο θα μπορούμε να κατέβουμε κέντρο να πάρουμε κρέπα!» είπα, κάνοντάς την να βγάλει μια σιγανή τσιρίδα χαράς και να χτυπήσει παλαμάκια, ήταν μια ζωγραφιά!
    - «Δε μου έχεις πει, τι χρώμα είναι το αυτοκίνητο;»
    - «Πορτοκαλί μεταλλικό» της απάντησα χαμογελώντας μέχρι τα αφτιά. «Τους θυμάσαι τους Ντιουκς; Ε, ίδιο περίπου χρώμα με το στρατηγό Λι, λίγο πιο σκούρο»
    - «Αχ, πολύ όμορφο! Ναι, ναι τους θυμάμαι!»
    - «Κοντός ψαλμός αλληλούια, σε μερικές ώρες θα το δούμε από κοντά!»
    - «Και πως θα το πούμε;»
    - «Τι εννοείς;»
    - «Πώς θα το ονομάσουμε;»
    - «Το αυτοκίνητο;» τη ρώτησα.
    - «Τι, χωρίς όνομα θα το αφήσουμε;» μου είπε με παραπονεμένη φωνή κάνοντάς με να γελάσω.
    - «Δεν το είχα σκεφτεί! Τι να σου πω, έχεις να προτείνεις κάποιο όνομα;»
    - «Αμέ! Θρασύβουλα!» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια
    - «Πώς σου ήρθε πάλι αυτό;» τη ρώτησα.
    - «Από τον Ατσίδα που είδαμε προχθές. Μου αρέσει το Θρασύβουλας!» μου δήλωσε σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά από το στήθος της κάνοντάς μου μορφασμό.
    - «Ό,τι θέλει το κορίτσι μου» της είπα χαμογελώντας σα χαζό.

    Ήπια μια δοκιμαστική γουλιά από τη σοκολάτα. Ήταν ζεστή αλλά όχι σε σημείο που θα μπορούσα να καώ οπότε ήπια μια μεγαλύτερη νιώθοντας τη ζέστη της στο στήθος μου. Ήπια και δεύτερη.

    - «Αύριο το βράδυ θα δεις και το Ρέθυμνο» της είπα. «Θα πάρουμε μαζί μας και Τάσο, Ελένη και Μαρία, ο Νίκος είναι ήδη εκεί, την Κυριακή έχει να πάει σε βαφτίσια οπότε θα γυρίσει την Κυριακή το βράδυ.»
    - «Ωραία» είπε χαρούμενη.
    - «Ναι, και θα πάμε από το απογευματάκι κιόλας να σουλατσάρουμε και πριν πέσει ο ήλιος. Θα φύγουμε από εδώ στις 17:00, είναι περίπου μια ώρα δρόμος, κατά τις 18:00 θα είμαστε εκεί.»
    - «Το βράδυ που θα πάμε; Σε ρωτάω για να ξέρω τι να φορέσω»
    - «Το βράδυ ταβέρνα αρχικά και μετά σε κλαμπάκι. Ο Τάσος θα βγάλει τα σπασμένα μου έχει δηλώσει οπότε όπως καταλαβαίνεις θα πιει τις κάλτσες του. Εγώ από την άλλη θα είμαι προσευχή και περισυλλογή»
    - «Ναι, εσύ οδηγάς. Ε, μπορείτε να εναλλάσσεστε με τον Τάσο και στην τελική-τελική αν θέλετε να πιείτε και οι δύο πάμε κάπου με λεωφορείο και γυρνάμε με ταξί, δε χάθηκε δα ο κόσμος!»

    Δεν είπαμε κάτι άλλο, τελειώσαμε τη σοκολάτα μας και επιστρέψαμε στο δωμάτιο. Η Φοίβη ήθελε να είναι προς τα μέσα, προς τη μεριά του τοίχου, είτε στο σπίτι της είτε στο δικό μου. Εμένα δε με ενδιέφερε ιδιαίτερα αν και ομολογώ ότι το να κοιμάμαι απ’ έξω βόλευε καμιά φορά το βράδυ, ειδικά αν είχαν προηγηθεί μπύρες!

    Την άφησα να περάσει προς τα μέσα και ξάπλωσα κι εγώ. Γυρίσαμε ο ένας προς τον άλλον και αρχίσαμε να φιλιόμαστε. Στις τρεις εβδομάδες που είμασταν μαζί είχαμε προχωρήσει αρκετά, είχαμε αρχίσει να χαϊδεύουμε ο ένας τον άλλον και χαμηλά μέχρι κλιμάκωσης. Έβαλα το δεξί μου χέρι πάνω στο στήθος της, πάνω από τη μπλούζα που φορούσε και άρχισα να την τρίβω απαλά. Σταμάτησα.

    - «Δε μας βλέπω να κοιμόμαστε αν συνεχίσουμε» της είπα.
    - «Ο ύπνος είναι υπερτιμημένος» μου απάντησε σκανταλιάρικα η Φοίβη και με κόλλησε πάνω της φιλώντας με ακόμα πιο παθιασμένα.

    Αφού το κορίτσι είχε ορέξεις ποιος ήμουν εγώ να της χαλάσω το χατίρι; Τη σήκωσα και της έβγαλα τη μπλούζα και όταν ξάπλωσε άρχισα να της μαλάζω με περισσότερη δύναμη το στήθος. Κατέβηκα και πήρα τη ρόγα της στο στόμα μου και την ρούφηξα δυνατά κερδίζοντας ένα στεναγμό της. Τη δάγκωσα απαλά ενώ κατέβασα το χέρι μου χαμηλά, περίπου στο ύψος του εφηβαίου και άρχισα να τη χαϊδεύω γύρω γύρω. Της άρεσε πολύ όταν το έκανα αυτό, να τη χαϊδεύω γύρω από το αιδοίο της αλλά χωρίς να πηγαίνω αμέσως σε αυτό. Πέρασα το χέρι μου μέσα από το κιλοτάκι της και τη χάιδεψα απαλά μέχρι σχεδόν την κλειτορίδα της αλλά εκεί σταμάτησα και πέρασα το χέρι μου στο πλάι χαϊδεύοντάς τη γύρω γύρω από τα χείλη της. Οι ανάσες της είχαν γίνει κοφτές και η γλώσσα της είχε μείνει σχεδόν ακίνητη. Συνέχισα αυτό το γλυκό βασανιστήριο για αρκετή ώρα και μετά πλάγιασα όλη την παλάμη μου πάνω της αγκαλιάζοντάς την τελείως.

    Ήταν μούσκεμα. Με το δάχτυλο μου άρχισα σιγά-σιγά και απαλά να τρίβω την κλειτορίδα της. Οι στεναγμοί της είχαν ενταθεί. Έβαλα λίγο δάχτυλο, ένιωθα να μπαίνει σε λιωμένο βούτυρο. Την έπαιξα για λίγο με το δάχτυλο και μετά συνέχισα να της τρίβω με κυκλικές κινήσεις την κλειτορίδα της, πότε πότε πιέζοντάς την προς τα κάτω και κάθε φορά που το έκανα αυτό κοβόταν η ανάσα της και όταν εξέπνεε το έκανε πάντα με συνοδεία σιγανού βογγητού.

    Όσο την έτριβα η Φοίβη κατέβασε το χέρι της και το πέρασε μέσα από το μποξεράκι μου χουφτώνοντάς το όργανό μου που ήταν ορθωμένο σαν κατάρτι. Την είχα αφήσει να το κάνει με το δικό της ρυθμό, στην αρχή διστακτικά πάνω από το μποξεράκι και συνέχισε έτσι για δυο-τρεις μέρες μέχρι που ένιωσε άνετα να περάσει το χέρι της κάτω από το μποξεράκι μου.

    Είχε γοητευτεί με την αίσθηση του οργάνου μου στα χέρια της και παρόλο που της άρεσε να με χαϊδεύει και να με χουφτώνει τις πρώτες φορές δεν το είχε δει καν, δε μου είχε ζητήσει να κατεβάσω το μποξεράκι μου, άγγιζε και χάιδευε χωρίς να βλέπει. Το αντίθετο είχε συμβεί νωρίτερα, ουσιαστικά από την πρώτη φορά που τη χάιδεψα κάτω από το κιλοτάκι με άφησε να της το κατεβάσω και να μείνει τελείως γυμνή μπροστά μου.

    Δεν ήταν ούτε λίγες μέρες που μου κατέβασε το μποξεράκι τελείως. Είχε ξαπλώσει πάνω στο στήθος μου και μου έπαιζε το όργανο απαλά με το δεξί της χέρι παρακολουθώντας το σχεδόν μαγνητισμένη. Δεν το έκανε καλά στην αρχή και την καθοδήγησα εγώ στο πώς πρέπει να το πιάνει και πώς να το παίζει. Και έμαθε γρήγορα. Ποτέ δεν είχαμε χρησιμοποιήσει χαρτομάντιλο, πάντα τέλειωνα στα χέρια της.

    Και όμως ακόμα και έτσι ακόμα δεν μέναμε τελείως γυμνοί ο ένας με τον άλλον, πάντα φορούσαμε εσώρουχο και δεν είχαμε μπει ακόμα στο μπάνιο παρέα.

    Το σώμα της άρχισε να τραντάζεται και τεντώθηκε ενώ της ξέφυγε μια φωνούλα, η Φοίβη δεν φώναζε, έβγαζε πάντα χαμηλές φωνούλες ακόμα και όταν κλιμάκωνε. Τεντώθηκε πάλι και άρχισα να την χαϊδεύω πιο γρήγορα, πιέζοντας πιο δυνατά την κλειτορίδα της, νιώθοντας το τέλος της να είναι κοντά. Της ξέφυγε ένα αναφιλητό το οποίο συνοδεύτηκε ακόμα από ένα τέντωμα και μια σιγανή φωνούλα και εκεί μου έπιασε το χέρι και μου το σταμάτησε, πάντα το έκανε αυτό όταν τελείωνε γιατί όπως μου είχε εξηγήσει η περιοχή γινόταν εξαιρετικά ευαίσθητη και πονούσε μετά την κλιμάκωση.

    Μου χαμογέλασε και με έβαλε να κάτσω ξαπλωτός. Μου χούφτωσε τα μπαλάκια και μετά πήρε το όργανό μου στο χέρι της και άρχισε να το παίζει απαλά. Έκλεισα τα μάτια μου και αφέθηκα στο χάδι της.

    - «Ανδρέα» μου είπε βραχνά «θέλω να σε κάνω να τελειώσεις». Άνοιξα τα μάτια μου και την κοίταξα. Έφερε την παλάμη της στο στόμα της και την έγλειψε απίστευτα ερωτικά και κατέβασε το χέρι της στο όργανό μου και άρχισε να με παίζει. Μου γύρισαν σχεδόν τα μάτια στις κόγχες τους από την αίσθηση, το χέρι της με έπαιζε κάνοντας κυκλικές κινήσεις. Κάποια στιγμή το σάλιο είχε στεγνώσει και κολλούσε και άρχισε να με πονάει λίγο.
    - «Σάλιωσέ το μωρό μου» της είπα.

    Εννοούσα να σαλιώσει το χέρι της όπως έκανε κάθε φορά αλλά εκεί η Φοίβη έκανε κάτι άλλο και ήμουν που ήμουν με αποτρέλανε. Σταμάτησε και χαμήλωσε πάνω από το όργανό μου και… και το πήρε στο στόμα της. Άνοιξα τα μάτια μου και την κοίταξα κατάπληκτος.

    - «Φοίβη…» πήγα να της πω αλλά εκείνη μου χαμογέλασε.
    - «Δε σου αρέσει;» μου είπε και τον ξαναπήρε στο στόμα της.

    Δεν απάντησα, τι να απαντήσω; Μου είχε κοπεί η μιλιά. Η Φοίβη συνέχισε να το κάνει αυτό με το στόμα της, παίρνοντάς τον σχεδόν μέχρι τη μέση του. Τις πρώτες φορές με ακούμπησε με τα δόντια της αλλά το κατάλαβε μόνη της και τώρα το έκανε μόνο με τα χείλη της. Τραβήχτηκε έξω και με το κεφαλάκι στα χείλη της άρχισε και πάλι να παίζει το όργανό μου το οποίο πλέον ήταν επαρκώς σαλιωμένο. Πότε πότε σταματούσε και με έπαιρνε στο στόμα της για 5-6 κινήσεις και μετά τραβιόταν και πάλι μέχρι που έβγαινε σχεδόν όλος έξω και εκεί άρχιζε και πάλι το παιχνίδι με το χέρι της και τις κυκλικές κινήσεις.

    - «Φοίβη… τραβήξου» της είπα νιώθοντας το τέλος να έρχεται και εκείνη αντί να τραβηχτεί με πήρε στο στόμα της. Είχα περάσει το σημείο της μη επιστροφής, από εκεί και πέρα ήταν αδύνατο να σταματήσω. Εκσπερμάτωσα με σπασμούς μέσα στο στόμα της βιώνοντας τον πιο έντονο οργασμό της μέχρι τότε ζωής μου. Νόμιζα ότι ονειρευόμουν, τον είχα παίξει πολλές φορές φαντασιωνόμενος αυτό ακριβώς το πράγμα αλλά δεν πίστευα μέσα μου ότι θα το ζήσω στην πραγματικότητα. Είχα κάνει σεξ, δεν ήμουν πρωτάρης, αλλά στοματικό δε μου είχε κάνει καμία από τις σχέσεις μου.

    Με κοίταξε στα μάτια και μέχρι να πεθάνω ποτέ μου δε θα μπορέσω να ξεχάσω αυτό το βλέμμα.

    - «Κάτσε μωρό μου να σου φέρω μια χαρτοπετσέτα» της είπα.
    - «Δε χρειάζεται» μου είπε χαμογελώντας και ανέβηκε προς τα μένα.

    Δεν το σκέφτηκα ούτε δευτερόλεπτο, την έφερα προς τα πάνω και τη φίλησα βαθιά στο στόμα. Μετά… μετά από αυτό που έκανε… αυτό ήταν το λιγότερο. Θύμωσα με τον εαυτό μου που δεν είχε βρει το θάρρος να της κάνω στοματικό ενώ το λαχταρούσα τόσο πολύ. Να τώρα που η Φοίβη μου έβαλε τα γυαλιά.

    - «Σου άρεσε μωρό μου;» με ρώτησε σχεδόν με παιδική αθωότητα.
    - «Αν μου… Δεν… Ήταν το… Δεν έχω…» μάσαγα τα λόγια μου, τα είχα χάσει. Η Φοίβη έβαλε τα γέλια.
    - «Κατάλαβα, σου άρεσε» μου είχε χαρούμενη.
    - «Φοίβη μου… να σου εξομολογηθώ κάτι;»
    - «Αμέ!»
    - «Ξέρεις… ήθελα να στο κάνω κι εγώ αυτό… εννοώ το ανάλογο… και… δεν ξέρω κώλωνα. Και τώρα… νιώθω λίγο άσχημα που…»
    - «Αρκεί να το θέλεις ο ίδιος Ανδρέα, όπως το ήθελα εγώ και το έκανα. Μόνο έτσι.»
    - «Αλήθεια το θέλω Φοίβη μου. Το λαχταράω πραγματικά αλλά δεν ξέρω τι με έπιανε… δεν ξέρω, φοβόμουν μη σε φέρω σε δύσκολη θέση…»
    - «Δε με φέρνεις σε δύσκολη θέση. Αν… αν δω ότι κάτι είναι too much θα στο πω, το έχω κάνει ήδη Ανδρέα και γι’ αυτό νιώθω τόσο άνετα και ασφαλής μαζί σου. Γιατί κάθε φορά που στο είπα σταμάτησες αμέσως χωρίς να κακιώσεις και χωρίς να σου χαλάσει η διάθεση. Αλλά όχι τώρα, τώρα να κοιμηθούμε» μου είπε χαμογελώντας ντροπαλά.

    Την πήρα στην αγκαλιά μου και την έσφιξα. Σκεπαστήκαμε καλά με το χράμι, είχε αρχίσει να κάνει δροσούλα και σε λίγο μας πήρε και τους δύο ο ύπνος.

    Στις 05:45 χτύπησε το ξυπνητήρι. Σηκώθηκα παραπατώντας και το έκλεισα. Η Φοίβη κοιμόταν του καλού καιρού, η αλήθεια είναι ότι κοιμάται λίγο βαριά. Έκανα την πρωινή μου τουαλέτα και έριξα κάμποσο νερό στο πρόσωπό μου για να ξυπνήσω. Όταν τέλειωσα και με το πλύσιμο των δοντιών πήγα και ξύπνησα και την ωραία κοιμωμένη.

    - «Έλα κοριτσάρα μου ξύπνα» της είπα χαϊδεύοντάς την
    - «Μμμμμ» μουρμούρησε.

    Της πήρε λίγη ώρα. Όταν είδα ότι σηκώθηκε πήγα και κάλεσα ραδιοταξί. Με πληροφόρησαν ότι σε 10 λεπτά το πολύ θα ήταν απ’ έξω. Άκουσα το καζανάκι και μετά νερό να τρέχει. Βγήκε τρία-τέσσερα λεπτά αργότερα, φορούσε μόνο το μπλουζάκι και εσώρουχο κάτω. Μπήκε στο δωμάτιο και όπως έσκυψε να πιάσει το σουτιέν της την είδα και ξεροκατάπια. Είχε υπέροχο κώλο και μου άρεσε και να τον βλέπω αλλά και να τον χουφτώνω αλλά η αλήθεια είναι ότι ήθελα κι άλλα…

    Ωραία, μου έγινε πάλι κάγκελο.

    Αναστέναξα και πήγα κι εγώ μέσα και φόρεσα στα γρήγορα το παντελόνι μου να μη με πάρει χαμπάρι. Η Φοίβη έβαλε και ένα μακρυμάνικο μπλουζάκι και το τζιν της και φόρεσε και τα σνίκερς της. Είχε αρχίσει να κάνει ψύχρα το βράδυ και το πρωί αν και το μεσημέρι εξακολουθούσε να έχει σταθερά πάνω από 20 βαθμούς.

    - «Έτοιμη» μου είπε χαμογελαστή. Χαμογέλασα κι εγώ και της έδωσα ένα φιλάκι, που ξεκίνησε πεταχτό και παραλίγο να μας κάνει να βγάλουμε τα ρούχα μας και πάλι, ό,τι είχαμε ντυθεί.
    - «Φρόνιμα!» της είπα και μου έβγαλε τη γλώσσα της.

    Πήραμε τα πράγματά μας και βγήκαμε έξω να περιμένουμε το ταξί, το οποίο ήρθε ούτε 2-3 λεπτά αργότερα. Καθίσαμε πίσω και μου έπιασε το χέρι και μου το έσφιξε. Της χαμογέλασα και την πήρα αγκαλίτσα. Έγειρε πάνω μου και έκλεισε πάλι τα μάτια της. Το θηρίο μέχρι να φτάσουμε στο λιμάνι είχε καταφέρει να κοιμηθεί!

    Εκείνη την ώρα ερχόταν και το καράβι, ήταν το King Minos. Η Φοίβη δεν είχε δει ποτέ τη διαδικασία της πρόσδεσης από την οπτική του λιμανιού.

    - «Αφού δεν έχει φτάσει ακόμα πίσω-πίσω, γιατί πετάνε τους κάβους;» με ρώτησε.
    - «Γιατί το πλοίο έχει σταματήσει τις μηχανές του τώρα. Με τη βοήθεια τον κάβων θα δέσει στο λιμάνι» και πράγματι εκείνη την ώρα οι κάβοι τεντώθηκαν και το πλοίο άρχισε να έρχεται σιγά-σιγά προς τα πίσω. Η μεγάλη πόρτα του γκαράζ ήταν κατεβασμένη ως κάτω αλλά η πόρτα/γέφυρα των πεζών ήταν περίπου στη μέση. Πάνω στην τελευταία ήταν σχεδόν σκαρφαλωμένο ένα μέρος του πληρώματος. Όταν η πόρτα του γκαράζ έφτασε να απέχει 10-15 πόντους ύψος από την προβλήτα, δύο μέλη του πληρώματος πήδησαν και έβαλαν από κάτω τα «χαλιά» πάνω στα οποία θα πατούσε η γκαραζόπορτα. Η πλαϊνή πόρτα κατέβηκε και εκείνη και επαναλήφθηκε η ίδια διαδικασία.

    Το καράβι είχε αρκετό κόσμο που περίμενε και στο γκαράζ και στην πόρτα των πεζών. Το πλήρωμα έδωσε το ΟΚ και ο κόσμος άρχισε να κατεβαίνει και σε λίγο άρχισαν να κατεβαίνουν και τα αυτοκίνητα. Περιμέναμε υπομονετικά γύρω στα 15-20 λεπτά για να αρχίσει να αδειάζει το πλοίο μέχρι που πήγα στους υπαλλήλους στη φύλαξη αποσκευών. Έδωσα το όνομά μου και τον αριθμό κυκλοφορίας και τους έδειξα και την ταυτότητά μου. Μου έδωσαν το κλειδί λέγοντάς μου από που έπρεπε να πάω να πάρω το αυτοκίνητο. Δεν επέτρεψαν στη Φοίβη να έρθει μαζί μου, μόνο ο οδηγός επιτρεπόταν. Τι να κάνει η φουκαριάρα βγήκε έξω από το καράβι να με περιμένει. Εγώ προχώρησα προς το βάθος που μου είχαν πει και επιτέλους είδα το αυτοκίνητο. Χαμογελώντας σα χαζός το ξεκλείδωσα και μπήκα μέσα.

    Το λάτρευα αυτό το αυτοκίνητο και να που τώρα γινόταν δικό μου, ο πατέρας μου μου το είχε μεταβιβάσει πλήρως. Άνοιξα το ντουλαπάκι, η νέα άδεια κυκλοφορίας ήταν μέσα. Το δίπλωμά μου το κουβαλούσα έτσι κι αλλιώς πάντα μαζί μου. Μου είχε γεμίσει και το ντεπόζιτο. Χάιδεψα το τιμόνι και τον λεβιέ των ταχυτήτων, φόρεσα τη ζώνη μου και έβαλα μπρος. Κατέβηκα από το πλοίο και έκανα λίγο δεξιά για να μην εμποδίζω τα λίγα οχήματα που είχαν μείνει για να αποβιβαστούν. Σταμάτησα το αυτοκίνητο, βγήκα και έτρεξα να κάνω το γύρο πριν μπει η Φοίβη μόνη της.

    - «Κυρία μου» της είπα χαμογελαστά και της άνοιξα την πόρτα.
    - «Καλορίζικο μωρό μου» μου είπε χαμογελώντας. Με πήρε αγκαλιά και μου έριξε ένα ρουφηχτό φιλί στο στόμα. Μπήκε μέσα και άνοιξε το πορτοφόλι της και πέταξε στο πάτωμα ψηλά για το καλορίζικο. Μπήκα και εγώ στη θέση του οδηγού. Η Φοίβη είχε βάλει ήδη τη ζώνη της.
    - «Λοιπόν, πρώτη στάση Έβερεστ να πάρουμε δύο πίτσες. Μετά που θέλεις να πάμε βόλτα;»
    - «Όπου θέλεις» μου είπε χαμογελαστή. «Έχω την περιέργεια να δω που βγάζει η Κνωσσού» μου δήλωσε.
    - «Κι εγώ δεν έχω πάει ποτέ παραπάνω από την Κνωσσό! Πάμε να δούμε» της είπα και ξεκινήσαμε. Ανεβήκαμε την 25ης Αυγούστου και έβγαλα τα alarm. «Φοίβη μου, μπορείς να κατέβεις εσύ;»
    - «Και το ρωτάς;» μου είπε. «Δε μου λες, να πάρω και δύο καφεδάκια; Θα στο κρατάω εγώ το δικό σου!» μου δήλωσε.
    - «Ζήτα μια βάση γιατί θα έχεις και τις πίτσες!» της είπα.
    - «Σωστά!» είπε και έλυσε τη ζώνη της και κατέβηκε. Η ώρα ήταν 06:55 και δεν είχε κόσμο, οπότε σε πέντε λεπτά είχε πάρει τις πίτσες και τους καφέδες. Μπήκε μέσα και μου έδωσε να κρατήσω για λίγο τους καφέδες για να κλείσει την πόρτα και να βάλει τη ζώνη της. Της έδωσα τη χαρτονένια βάση πίσω και ξεκίνησα.

    Ανέβηκα τη 1821 και έστριψα στην Αγίου Μηνά προς την πλατεία Κορνάρου μέχρι να βγούμε στην Έβανς και αφού περάσαμε τη Καινούρια Πόρτα βγήκαμε πλατεία Κύπρου και από εκεί Κνωσσού. Καμιά δεκαριά λεπτά μετά περάσαμε από το πανεπιστήμιο και λίγα λεπτά αργότερα και από την Κνωσσό και συνεχίσαμε προς Αρχάνες. Τελικά φτάσαμε μέχρι τα Πεζά πριν αποφασίσουμε να γυρίσουμε πίσω. Παρά την έξαψη η αλήθεια είναι ότι νύσταζα ακόμα και το απόγευμα θα έπρεπε να πάμε Ρέθυμνο και μετά ξενύχτι.

    - «Φοίβη μου, λέω να γυρίσουμε στο σπίτι μου να συνεχίσουμε τον ύπνο μας»
    - «Ναι μωρό μου, ας γυρίσουμε» μου είπε. Η φουκαριάρα νύσταζε και εκείνη, με το ζόρι κρατούσε τα μάτια της ανοιχτά για να μου κάνει παρέα. Άλλα 35 λεπτά αργότερα πάρκαρα έξω από το σπίτι. Κατεβήκαμε, κλείδωσα το αυτοκίνητο και μπήκαμε μέσα. Δεν είχαμε αγγίξει ούτε τους καφέδες ούτε τις πίτσες. «Θα βάλω τους καφέδες στο ψυγείο για να τους πιούμε όταν ξυπνήσουμε. Εγώ δεν πεινάω τώρα να σου πω την αλήθεια, εσύ;» με ρώτησε.
    - «Ούτε εγώ, το μόνο που θέλω να κάνω τώρα είναι να πέσω στο κρεβάτι και να ξεραθώ.»

    Έβαλε τις πίτσες με τη σακούλα τους στο φουρνάκι και πήγαμε στο δωμάτιο. Έβγαλα το τζιν και το μακρυμάνικο t-shirt που φορούσα μένοντας μόνο με το κοντομάνικο μπλουζάκι και το μποξεράκι μου. Η Φοίβη έμεινε και εκείνη με το κοντομάνικο και το εσώρουχό της. Πέρασε μέσα στο κρεββάτι και ξάπλωσα και εγώ δίπλα της. Άνοιξα την αγκαλιά μου και χώθηκε μέσα της, μου έδωσε ένα φιλάκι και εκεί έπεσε εκ νέου η παροχή.

    Με ξύπνησε η Φοίβη κατά τις 14:00

    - «Ανδρέα, πρέπει να πάω σπίτι μου»
    - «Τι; Τι;» είπα μέσα στον ύπνο μου.
    - «Πρέπει να πάω σπίτι μου» μου είπε και ξύπνησα για τα καλά.
    - «Γιατί; Τι συνέβη» τη ρώτησα με ξαφνική ανησυχία.
    - «Γυναικολογικά» μου απάντησε και γύρισε η καρδιά μου στη θέση της.
    - «Ναι μωρό μου, κάτσε να σε πάω σπίτι σου»
    - «Ανδρέα μου; Έχω αρχίσει και πονάω, γαμώτο δεν την περίμενα σήμερα.»
    - «Δεν πειράζει ματάκια μου, τι λες;»
    - «Δεν θα είμαι καλή παρέα απόψε… μήπως καλύτερα να πας μόνος σου;»
    - «Δεν είμαστε με τα καλά μας» της είπα αγριεμένος. «Δεν υπάρχει περίπτωση, αν δεν μπορείς να έρθεις και εσύ το ακυρώνω και το κανονίζουμε για την ερχόμενη εβδομάδα»
    - «Δε θέλω να σας το χαλάσω» επέμεινε.
    - «Φοίβη, σε παρακαλώ σταμάτα το εδώ γιατί στο τέλος θα εκνευριστώ. Να σου πω, σπίτι σου δεν έχεις τηλέφωνο. Θες να πάμε να πάρεις ό,τι χρειάζεσαι και να έρθεις εδώ; Επιπλέον εδώ έχω και μπανιέρα αν χρειάζεται να κάνεις ζεστό μπανάκι ενώ στο σπίτι σου έχεις μόνο ντουζιέρα. Ναι, αυτό θα κάνουμε, θα πάμε να πάρουμε ό,τι πράγματα χρειάζεσαι και θα γυρίσουμε εδώ. Αν δεν είσαι σε θέση να πάμε Ρέθυμνο θα πάρω εγώ τα παιδιά τηλέφωνο και θα το ακυρώσω.»
    - «Είσαι σίγουρος;»
    - «Σιγουρότατος. Έχεις ό,τι χρειάζεσαι; Θες να πάω να βρω κάποιο φαρμακείο;»
    - «Όχι μωρό μου, έχω ό,τι χρειάζεται.»
    - «Για τον πόνο τι παίρνεις;»
    - «Μέχρι πριν μερικά χρόνια έπαιρνα Algon αλλά σταμάτησε. Τώρα παίρνω Ponstan την πρώτη μέρα και αν χρειαστεί τη δεύτερη.»
    - «Έχεις Ponstan;»
    - «Ναι έχω, μου είχε έρθει περίοδος λίγο πριν ξεκινήσουμε τα μαθήματα»
    - «Ωραία, και να πάρεις και από το σπίτι σου και αφρόλουτρα και σαπούνια και… Ή όχι… Θες να πεταχτούμε στο Χαλκιαδάκη αφού πάμε σπίτι σου και αλλάξεις να πάρουμε πράγματα να έχεις και εδώ;»
    - «Θα πρέπει να κάνω ένα ντουζάκι πρώτα» μου είπε.
    - «Κανένα πρόβλημα μάτια μου, θα σε περιμένω. Έλα, πάμε»

    Ντυθήκαμε και οι δύο και βγήκαμε έξω. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και 3 λεπτά αργότερα ήμασταν σπίτι της. Πάρκαρα και κατεβήκαμε. Ο Σίμπα ήρθε και άρχισε να χοροπηδάει κάνοντας χαρές και στους δυο μας. Τον χαϊδέψαμε και οι δύο και μπήκαμε σπίτι της.

    - «Φοίβη, μην πάρεις ρούχα για το Ρέθυμνο. Πάρε κάτι πρόχειρο για να νιώθεις βολικά, αν τελικά νιώθεις καλά και ότι μπορούμε να πάμε, ερχόμαστε ξανά στο σπίτι σου και φεύγουμε από εδώ.»
    - «Ανδρέα μου, σε πειράζει να κάτσουμε εδώ μέχρι το απόγευμα; Αν είναι να πάμε Ρέθυμνο να ετοιμαστώ εδώ που έχω όλα τα πράγματά μου. Αν τελικά δεν πάμε Ρέθυμνο, ας πάμε να ψωνίσουμε ότι χρειάζεται και μετά πάμε σπίτι σου.»
    - «Εντάξει καρδούλα μου, κανένα πρόβλημα» της είπα.
    - «Πάω να κάνω ένα ντουζάκι και να αλλάξω»
    - «Χμμ, ξεχάσαμε σπίτι μου τις πίτσες και τους καφέδες. Θα πεταχτώ να τα φέρω όσο κάνεις εσύ το ντους σου»
    - «Αν και δεν πεινάω, ένα καφέ θα τον έπινα» μου είπε. «Πάρε σε παρακαλώ τα κλειδιά για να ανοίξεις όταν γυρίσεις, μπορεί να μην έχω τελειώσει ακόμα.»
    - «Εντάξει καρδούλα μου» της είπα. «Έφυγα»

    Πήγα στο σπίτι μου στο τσάκα-τσάκα και πήρα τηλέφωνο τον Τάσο.

    - «Καλησπέρα»
    - «Καλησπέρα, Ανδρέα, το πήρες το αυτοκίνητο;»
    - «Ναι, σήμερα το πρωί. Να σου πω τώρα, της ήρθαν οι Ρώσσοι της Φοίβης σήμερα και δεν είναι σίγουρο αν θα μπορέσουμε να έρθουμε. Στο λέω για να ξέρεις ότι τελικά μπορεί να πάτε μόνο οι τρεις σας σήμερα Ρέθυμνο»
    - «Θα σε σκίσω! Το είχα δέσει ότι σήμερα θα πιώ!»
    - «Θα κάνεις πέτρα την καρδιά σου» του είπα. «Δεν υπάρχει περίπτωση να την αφήσω μόνη της εδώ»
    - «Καψούρηηηηηηηηηη» μου είπε κοροϊδευτικά.
    - «Λες κι εσύ πας πίσω!» του απάντησα. «Όπως και να έχει θα σε ξαναπάρω στις 16:00 να σου πω. Αν τελικά έρθουμε, ισχύει ότι είχαμε πει, στο κυλικείο στις 17:00. Αλλιώς θα πρέπει να περάσεις να πάρεις εσύ τη Μαρία από το Μασταμπά αφού πάρεις την Ελένη»
    - «Οκ καλώς… Καλά κουράγια πες στη Φοίβη»
    - «Ευχαριστώ»

    Παραλίγο να ξεχάσω και πάλι τους καφέδες. Τους θυμήθηκα τελευταία στιγμή όπως και τις πίτσες. Κλείδωσα, μπήκα στο αυτοκίνητο και σε λίγο ήμουν πάλι μπροστά από το σπίτι της Φοίβης. Μπήκα μέσα και άφησα τα πράγματα στο τραπέζι. Άκουσα από μέσα το νερό να τρέχει καθώς κατά τα φαινόμενα δεν είχε τελειώσει με το ντους της. Χτύπησα την πόρτα του μπάνιου.

    - «Κοριτσάρα μου γύρισα» της είπα.
    - «Βγαίνω σε λίγο» μου είπε.

    Πράγματι λίγη ώρα αργότερα βγήκε και πήγε στο δωμάτιό της να αλλάξει. Επέστρεψε μερικά λεπτά αργότερα στο σαλόνι/κουζίνα φορώντας μια γκρι ανοιχτή φόρμα με ροζ ρίγες. Άνοιξε τη βρύση και γέμισε ένα ποτήρι νερό και πήρε το χάπι της.

    - «Πώς είσαι μωρό μου;» τη ρώτησα.
    - «Θα πονάω για λίγη ώρα μέχρι να αρχίσει να πιάνει το χάπι.»
    - «Μίλησα και με τον Τάσο, του είπα ότι μέχρι τις 16:00 θα του πούμε αν θα πάμε όλοι παρέα ή αν θα πάνε οι τρεις τους»
    - «Ανδρέα μου αν θέλεις να πας πήγαινε μωρό μου, πραγματικά, δεν υπάρχει λόγος να κάτσεις εδώ»
    - «Θα σου μαυρίσω τον κώλο φουκαριάρα μου» της είπα και μου έβγαλε τη γλώσσα της αλλά ήταν φανερό ότι χάρηκε.
    - «Δε με βλέπω να είμαι σε θέση» μου είπε.
    - «Κανένα πρόβλημα. Θα αράξουμε σπίτι μου και θα δούμε τηλεόραση» της είπα.
    - «Ανδρέα, θα πάμε σούπερ μάρκετ;»
    - «Φυσικά, αν το θέλεις κι εσύ όταν θα σου περάσει ο πόνος. Τι θα πάρουμε; Σαμπουάν, φαντάζομαι μαλακτικό… οδοντόβουρτσα έχεις…»
    - «Σοκολάτα» μου απάντησε μονολεκτικά κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Θα πάρουμε και σοκολάτα» της είπα.
    - «Και Μερέντα ή Νουτέλα. Ή ακόμα καλύτερα και Μερέντα και Νουτέλα! Θέλω σοκολάτα!» μου είπε με το μάτι να …γυαλίζει.
    - «Θέλεις να πεταχτώ στο περίπτερο να σου πάρω μια σοκολάτα πριν κάνουμε επιδρομή στο super market?»

    Δεν απάντησε, μου πετάρισε τα μάτια κάνοντάς με να βάλω τα γέλια. Σηκώθηκα και πήγα μέχρι το περίπτερο στη στάση. Δεν ήξερα τι σοκολάτα της αρέσει οπότε αποφάσισα να μη το ρισκάρω. Της πήρα μία γάλακτος, μία αμυγδάλου, μία φουντούκι και μία υγείας. Επέστρεψα μετά από λίγο στο σπίτι της.

    - «Επειδή δεν ήξερα τι να σου πάρω σου πήρα απ’ όλα!» της είπα κερδίζοντας μια τσιρίδα χαράς και παλαμάκια.
    - «Ανδρέα μου πονάω και δε θέλω να σηκωθώ. Έλα δω να σου δώσω ένα φιλάκι!» μου είπε και φυσικά πήγα αμέσως να πάρω την ανταμοιβή μου. Έσκυψα αλλά αντί για πεταχτό φιλάκι που περίμενα με βούτηξε και μου έκανε λαρυγγοσκόπηση. Μετά με άφησε κάτω και πήρε τη σοκολάτα γάλακτος και άρχισε να την τρώει. «ΜΜΜ… σοκολάτα! Σοκολάτα!! Άντε μη σε στείλω και για πατατάκια!»
    - «Θες να πάω να σου πάρω πατατάκια;»
    - «Όχι μωρό μου, θα πάμε στο σούπερ μάρκετ και θα πάρουμε. Και αν γίνεται να βρούμε και ένα φαρμακείο, μου τελειώνουν τα ponstan»
    - «Φυσικά, το ρωτάς;»

    Ήπιαμε τα καφεδάκια μας και έφαγε τη σοκολάτα της και με χαζοκουβέντα η ώρα πήγε 15:30

    - «Ανδρέα… δεν…»
    - «Εντάξει μωρό μου. Άκου, πετάγομαι λίγο στο σπίτι να πάρω τηλέφωνο τον Τάσο…»
    - «Έχει καρτοτηλέφωνο έξω από την Αθηνά, δε χρειάζεται να πας σπίτι.»
    - «Δεν έχω τηλεκάρτα» της είπα.
    - «Έχω εγώ» μου είπε και άνοιξε την τσάντα της και μου την έδωσε. «Μην τρέχεις σπίτι σου, δεν υπάρχει λόγος.»
    - «Εντάξει μωρό μου» της είπα και πετάχτηκα στα γρήγορα στην Αθηνά και πήρα τηλέφωνο τον Τάσο και του είπα τα καθέκαστα. Κίνησα να γυρίσω και θυμήθηκα ότι ήθελε και πατατάκια. Πετάχτηκα απέναντι στο περίπτερο και πήρα δύο πακέτα πατατάκια, ένα απλό και ένα με ρίγανη. Επέστρεψα μετά από λίγο. «Τάξε μου» της είπα κρύβοντας τα πατατάκια πίσω από τα χέρια μου.
    - «Σου τάζω, σου τάζω! Πήρες τηλέφωνο τα παιδιά;»
    - «Ναι, πήρα τηλέφωνο τον Τάσο. Τα ντα!» της είπα και της έδωσα τα πατατάκια.
    - «Γι’ αυτό σ’ αγαπάω!» μου είπε. Το σκέφτηκε για λίγη ώρα. «Και χωρίς τα πατατάκια σ’ αγαπάω» μου είπε χαμογελαστή «αλλά με τα πατατάκια σ’ αγαπάω λίγο παραπάνω!» μου είπε κάνοντάς με να βάλω τα γέλια.
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω Φοίβη μου» της είπα. «Πολύ πολύ πολύ!»
    - «Μόνο πολύ πολύ πολύ;» μου είπε παραπονιάρικα μασουλώντας ταυτόχρονα πατατάκια με ρίγανη κάνοντάς με να μου φύγει ένα χαχανητό, ήταν μια γλύκα.
    - «Πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ πολύ» τη διαβεβαίωσα.

    Την άφησα να φάει τα πατατάκια της με την ησυχία της. Μετά πήρε μια τσάντα και έβαλε μέσα τις σοκολάτες, τις δύο πίτσες που από το πρωί είχαν κάνει εκδρομή σε διάφορα μέρη του νομού Ηρακλείου χωρίς να τις ακουμπήσει κανείς και τα δύο σακουλάκια με τα πατατάκια, ένα εκ των οποίων με λιγότερο από το μισό αρχικό του περιεχόμενο. Σε ένα μικρό σακβουαγιάζ έβαλε ρούχα, σερβιέτες, ένα τσαντάκι με καλλυντικά -ανάθεμα και αν κατάλαβα γιατί πήρε μαζί της καλλυντικά αλλά σοφά ποιώντας δεν είπα κουβέντα- και διάφορα άλλα τζιτζιμάτζαλα. Σε μια τρίτη σακούλα πήρε ένα ζευγάρι γούνινες παντόφλες και δυο-τρία ζευγάρια χοντρές κάλτσες.

    - «Φοίβη μου, στο σπίτι μου πάμε, όχι για πεζοπορία ξυπόλυτοι στους παγετώνες!»
    - «Τα πόδια μου πρέπει να είναι ζεστά!» μου δήλωσε και εκεί τελείωσε η συζήτηση. «Άντε μην πάρω και τον αρκούδο μου!»
    - «Θα αρχίσω να ζηλεύω» της είπα!
    - «Ουφ, καλά δεν παίρνω τον αρκούδο μου. Θα κάνεις εσύ τον αρκούδο μου!»
    - «Γιατί βρε, παράπονο έχεις; Σε έχω αφήσει καμιά μέρα χωρίς αγκαλιά;»
    - «Όχι αλλά ο αρκούδος μου δε μου λέει «σιγά βόα» όταν τον σφίγγω! Αλλά τέτοιος είσαι!» μου είπε και σταύρωσε τα χέρια της και μου έκανε παραπονεμένη φατσούλα.
    - «Είναι που ο αρκούδος σου δε χρειάζεται να αναπνέει, εγώ το έχω αυτό το κακό συνήθειο!»
    - «Ο αρκούδος μου δεν μου έχει πάρει ποτέ σοκολάτα και πατατάκια. Σε συγχωρώ» μου είπε κάνοντάς με να βάλω και πάλι τα γέλια.
    - «Άντε αρκουδιάρα, πήρες ό,τι χρειάζεσαι για τη μετακόμιση!»
    - «Όχι μου είπε»
    - «Τι δεν έχεις πάρει;» τη ρώτησα.
    - «Φιλάκιιιιιιιιιιιιιιιι!»

    Μετά την νέα λαρυγγοσκόπηση έβαλε στο Σίμπα και τα γατιά το φαγητό τους, μιας και δεν θα ήταν εκεί το βράδυ και πήγαμε στο αυτοκίνητο. Κατεβήκαμε στην Κνωσσού και σταματήσαμε στο Χαλκιαδάκη.

    Πήρε ένα σαμπουάν, μία κρέμα μαλλιών και δύο ειδών σαπούνια και ένα τρίτο μπουκαλάκι υγρό σαπούνι ή τέλος πάντων ό,τι χρησιμοποιούν για τις ευαίσθητες περιοχές. Εγώ πάλι είχα όλο κι όλο ένα μπουκάλι που το χρησιμοποιούσα από σαμπουάν και αφρόλουτρο μέχρι και πλύσιμο πιάτων και αυτοκινήτου που λέει ο λόγος. Μου δήλωσε ότι σήμερα θα μου έφτιαχνε σνίτσελ Χόφμαν και έτσι πήραμε φρυγανίσματα και αυγά, φέτες ζαμπόν και τυρί, ρύζι και ανάμεικτα λαχανικά και φυσικά δύο μεγαλούτσικα φιλέτα μοσχάρι, τα οποία η Φοίβη έβαλε το χασάπη σχεδόν να τα ισοπεδώσει. Σε αντίθεση με την απειλή της πήρε μόνο ένα μεγάλο βάζο Νουτέλα και πήρε και άλλο ένα μεγάλο σακουλάκι με πατατάκια.

    Πληρώσαμε και πήγαμε να βρούμε φαρμακείο. Από εκεί πήρε εκτός από ponstan και δύο είδη ενυδατικές κρέμες και μια ακόμα οδοντόβουρτσα γιατί η δικιά μου είχε φάει τα ψωμιά της και τι περίμενα τόσο καιρό, το ουίσκι να ωριμάσει;

    Πήγαμε στο σπίτι και αντί να παλουκωθεί σε μια μεριά αποφάσισε να φτιάξει το σνίτσελ. Ομολογώ ότι δεν είχα φάει ξανά σνίτσελ Χόφμαν με ρύζι και λαχανικά και η αλήθεια είναι ότι μια πείνα την είχα. Της έκανα παρέα όσο έφτιαχνε το φαγητό και η μυρωδιά μου είχε σπάσει τη μύτη. Ε, το φαγητό ήταν ακόμα πιο νόστιμο, το κορίτσι μου ήταν και εξαιρετική μαγείρισσα.

    Μετά χωνεύοντας σα βόες πήγαμε στο δωμάτιο και ξαπλώσαμε και χαζολογήσαμε στην τηλεόραση. Κάποια στιγμή άρχισε να την πιάνει πόνος και πάλι αλλά δεν ήταν ώρα να πάρει το επόμενο χάπι. Η λύση ήταν απλή, πήγαμε και κάτσαμε στον καναπέ στο σαλόνι και την πήρα όλη στην αγκαλιά μου στην οποία κουλουριάστηκε σαν παιδάκι γέρνοντας το κεφάλι της πάνω μου και αγκαλιάζοντας με το ένα χέρι της το σβέρκο μου ενώ εγώ την κρατούσα από την πλάτη και τα μπούτια.

    Κάποια στιγμή χαλάρωσε τόσο πολύ που την έπιασε ο ύπνος και το κατάλαβα γιατί σταμάτησε να μου μιλάει και η αναπνοή της έγινε πιο σιγανή και πιο ρυθμική. Την έσφιξα πάνω μου και την κράτησα προσπαθώντας να μην την ξυπνήσω.

    Τρεις εβδομάδες είμασταν μαζί και μέσα σε αυτές τις τρεις εβδομάδες με είχε κάνει να την ερωτευτώ όσο δεν είχα ερωτευτεί καμία μέχρι τώρα στη ζωή μου. Πώς θα ήταν τώρα η ζωή μας αν εκείνο το ανοιξιάτικο βράδυ πριν τεσσεράμισι χρόνια δεν είχα στεναχωρηθεί που δεν της μιλούσε κανείς και δεν της είχα ζητήσει να χορέψουμε; Πως θα ήταν αν η Σοφία δεν είχε προτιμήσει εκείνο το μαλάκα από εμένα;

    Αναστέναξα. Τι σημασία είχε; Έγιναν αυτά που έγιναν, και όλα αυτά οδήγησαν σε αυτό το χρόνο και σε αυτό τον χώρο να κρατάω τη Φοίβη μου σφιχτά στην αγκαλιά μου. Βυθισμένος στις σκέψεις μου δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα πέρασε. Η Φοίβη αναδεύτηκε και γύρισε το κεφάλι της και με κοίταξε.

    - «Σ’ αγαπάω» μου είπε με νυσταγμένη φωνούλα.
    - «Κι εγώ σ’ αγαπάω, μωρό μου»

    Σηκώθηκε και ήπιε το χάπι της οπότε βρήκα την ευκαιρία να τεντωθώ καθώς είχα πιαστεί τόση ώρα. Πήγαμε πάλι μέσα στο κρεββάτι και ξάπλωσε στην αγκαλιά μου και συνέχισα την ανάγνωση του Moby Dick μέχρι που πήγε σχεδόν 21:00. Εκεί σταματήσαμε και ανοίξαμε την τηλεόραση να δούμε ταινία, στην ΕΤ-2 είχε το «Μια τρελή-τρελή οικογένεια» και παρόλο που έχω χάσει λογαριασμό πόσες φορές την έχουμε δει, γελάσαμε με την καρδιά μας.

    Όταν τέλειωσε η ταινία το κορίτσι αποφάσισε ότι ήθελε κρέπα σοκολάτα μπανάνα μπισκότο. Αχ, τα καλά του να έχεις δικό σου μεταφορικό μέσο. Κατεβήκαμε στα λιοντάρια και ανάβοντας τα alarm κατέβηκα εγώ να πάρω τις κρέπες. Για τη Φοίβη πήρα αυτή που ήθελε και για μένα πήρα μια αλμυρή. Πήρα και δύο milkshake, σοκολάτα για τη Φοίβη, βανίλια για μένα και επέστρεψα στο αυτοκίνητο.

    - «Πήρες milkshake!!!!» μου είπε και χτύπησε ενθουσιασμένη παλαμάκια.

    Γυρίσαμε σπίτι μου και καθίσαμε στην κουζίνα και φάγαμε τις κρέπες μας. Πήραμε τα milkshake ανά χείρας και γυρίσαμε στο δωμάτιο και ξαπλώσαμε ανοίγοντας και πάλι την τηλεόραση. Μετά από λίγο σηκώθηκε και πήγε στην τουαλέτα, μάλλον για να αλλάξει σερβιέτα, γιατί δεν άκουσα καζανάκι, μόνο νερό να τρέχει και υπέθεσα ότι έπλυνε τα χέρια της. Γύρισε στο δωμάτιο και ξάπλωσε και πάλι στην αγκαλιά μου.

    - «Πώς είσαι ματάκια μου, πονάς;»
    - «Όχι, μια χαρά είμαι» μου είπε χαρίζοντάς μου ένα αστραφτερό κουνελίσιο χαμόγελο.

    Κάναμε ζάπινγκ μπας και βρούμε τίποτα της προκοπής εις μάτην. Τελικά την αφήσαμε στο MTV με την ελπίδα κάποια στιγμή να βάλει μουσική, όλο χαζομάρες είχε.

    - «Θέλω κάτι αλμυρό» μου είπε.
    - «Πάω να σου φέρω τα πατατάκια σου» της είπα και πήγα στην κουζίνα και πήρα το ανοιχτό μισογεμάτο σακουλάκι με τα πατατάκια. Όταν γύρισα στο δωμάτιο η Φοίβη είχε κάτσει στην άκρη του κρεβατιού με τα πόδια στο πάτωμα.
    - «Δεν εννοώ πατατάκια» μου είπε και με μια κίνηση που κατέβασε τη φόρμα και το μποξεράκι και σκύβοντας με πήρε στο στόμα της.

    -- ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ --
     
  12. Anel

    Anel Regular Member

    Θηρίο η κοπελιά!!!