Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

femboy Κωνσταντίνα μια ιστορία υποταγής κι αγάπης

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος slave32, στις 25 Απριλίου 2025 at 16:54.

  1. slave32

    slave32 Contributor

    Δύο χρόνια πριν…

    «Σου αρέσει ο πόνος, έτσι δεν είναι;» Η φωνή της Έλενας γλίστρησε απαλά στο αυτί μου, λίγα μόλις λεπτά αφότου γεύτηκε την πρώτη ζεστή γουλιά καφέ.

    Ένιωσα το πρόσωπο μου να φλέγεται. Τα μάγουλά μου κοκκίνισαν και μόνο ένα διακριτικό νεύμα μπόρεσα να της δώσω. Εκείνη γέλασε, μια γέφυρα παιχνιδιού και εξουσίας σχηματίστηκε ανάμεσα μας. Ο λεπτός ήχος της πορσελάνης ακούστηκε καθώς άφησε το φλιτζάνι της.

    Το βλέμμα μου πήγε ασυναίσθητα στη θάλασσα. Η θέα από το καφέ ήταν μαγευτική. Μα τίποτα δεν μπορούσε να τραβήξει την προσοχή μου από εκείνη. Τα μάτια της – βαθιά, μαύρα, με το έντονο κόκκινο χρώμα να αγκαλιάζει το βλέμμα της σαν φλόγα. Τα ξανθά της μαλλιά έπεφταν χαλαρά στους ώμους, σαν υπόσχεση.

    «Στο τσατ είσαι χείμαρρος, εδώ... γαλήνιος,» είπε με το γνωστό της, παιχνιδιάρικο ύφος. Με δοκίμαζε. Κι εγώ το ήθελα. Το χρειαζόμουν.

    «Μου αρέσεις… πολύ.» Τα χείλη της έπαιζαν με τις λέξεις όπως με το μυαλό μου. Ήξερε. Ήξερε ακριβώς πού να με αγγίξει — όχι στο σώμα, αλλά βαθιά μέσα μου.

    Και μετά, με μια ανάσα πιο σκοτεινή, πρόσθεσε:
    «Αλλά εγώ δεν αγαπώ τον πόνο.»
    Το ήξερα. Το ήξερα καλά. Αλλά η επιθυμία να την δω, να την αισθανθώ από κοντά, ήταν δυνατότερη από την έλλειψη συμβατότητας.
    «Δεν πειράζει,» της απάντησα, και το γέλιο της ήταν αυτή τη φορά πιο σκληρό, πιο... αποφασιστικό.

    Στο βλέμμα της υπήρχε κάτι... σαν προειδοποίηση. Ή ίσως ήταν πρόσκληση.
    «Αν γίνω δικός σας, τα θέλω σας θα είναι ο κόσμος μου,» τόλμησα να πω.
    Το χαμόγελο της έγινε πιο φωτεινό, σχεδόν θριαμβευτικό.

    «Δικός μου;» Η φωνή της βάρυνε. Έσκυψα το κεφάλι.
    «Υποτακτικός…» ψιθύρισα, με τη φωνή μου να τρέμει από ένταση.

    Δεν χαμογέλασε αυτή τη φορά. Η φωνή της ήταν σκληρή, σταθερή:
    «Αυτό είναι μόνο η αρχή. Εγώ δεν ψάχνω απλώς έναν υποτακτικό. Θέλω σκλάβο.»

    Η λέξη καρφώθηκε μέσα μου. Σαν ξίφος που με άνοιγε — όχι για να πονέσω, αλλά για να αποκαλυφθώ.

    Μου είχε μιλήσει γι’ αυτό. Για έναν νεαρό άντρα που θα ζει στο πλευρό της, απόλυτα δοσμένος, να την υπηρετεί, να υπάρχει μόνο για εκείνη. Τιμωρίες χωρίς πόνο, αλλά γεμάτες στέρηση, πείνα, ταπείνωση — τιμωρίες που χαράζονται στην ψυχή, όχι στο δέρμα.

    Μου είχε ξεκαθαρίσει: στραπ ον. Ήταν ο τρόπος της, ο απόλυτος τρόπος να με κάνει δικό της. «Εγώ τον σκλάβο μου τον γαμάω με τα στραπ ον μου συνέχεια» — η φράση αυτή είχε σφηνωθεί στη μνήμη μου, ξανά και ξανά.

    Θέλει τον σκλάβο της να εργάζεται από το σπίτι. Όπως κι εκείνη. Κλειδωμένος στον κόσμο της, στη σιωπή της υπακοής.
    Για τους γύρω της, είμαι ο σύντροφος της. Μα για εκείνη... είμαι το απόλυτο της παιχνίδι.

    Ήμουν στα όρια της ηλικίας που ήθελε — δεκαπέντε χρόνια μικρότερος της. Το τέλειο πλαίσιο.

    Και μετά ήρθε η τελευταία απαίτηση της. Ο σκλάβος της θα μεταμορφωνόταν σε femboy. Μια λέξη που μου φαινόταν και ξένη και εξαιρετικά ερεθιστική. Με τρόμαζε... και με άναβε πιο πολύ από όσο θα παραδεχόμουν ποτέ.

    Και παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούσα να της πω όχι. Δεν ήθελα. Ποτέ.

    Σήμερα το πρωί…

    Το φως του ήλιου γλιστρούσε ντροπαλά από τις λευκές κουρτίνες, ζεσταίνοντας το δωμάτιο με μια γλυκιά, χρυσαφένια αύρα. Η Κωνσταντίνα άνοιξε τα μάτια της νωχελικά, με την καρδιά της να χτυπά ήρεμα, σαν να ανήκε ήδη στην επόμενη της υποχρέωση.

    Κάτω από το ροζ σεντόνι, το κορμί της γυμνό, λείο, φροντισμένο. Η επιδερμίδα της ευωδίαζε ακόμα από το γιασεμί του body lotion της προηγούμενης νύχτας. Τέντωσε τα λεπτά της άκρα, με μια σχεδόν χορευτική κίνηση, νιώθοντας τα εσώρουχα δίπλα της στο κομοδίνο να την περιμένουν.

    Δεν είχε χρόνο για χάσιμο — η Αφέντρα της θα ξυπνούσε σε λίγο και η Κωνσταντίνα έπρεπε να είναι ήδη έτοιμη, γλυκιά, προσεγμένη, ένα κορίτσι όμορφο και λαχταριστό, όπως της αρέσει.

    Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο μπάνιο. Περπάτησε ξυπόλυτη, με τα γοφάκια της να λικνίζονται φυσικά, εκπαιδευμένα πια στον θηλυκό ρυθμό που της είχαν διδάξει. Κάθε βήμα ήταν και μια μικρή υποταγή.

    Η πρωινή της ρουτίνα ήταν τελετουργία.
    Ξεκίνησε με την περιποίηση: καθαρισμός, toner, serum με ροδόνερο. Άπλωσε την ελαφριά BB cream και πέρασε τα φρύδια της με ακρίβεια — όχι υπερβολικά, πάντα κομψά. Τα μάτια της ήθελαν λίγη έμφαση, λίγη μωβ σκιά και μια πινελιά shimmer στην εσωτερική γωνία.

    Έπειτα, τα χείλη. Ροζ-παστέλ, με μια λάμψη gloss που τα έκανε να δείχνουν ζουμερά και πειθήνια. Ήθελε να της αρέσει. Πάντα.

    Ήρθε η ώρα να ντυθεί.
    Από την ειδική της συρταριέρα, διάλεξε ένα απαλό, μεταξένιο baby pink εσώρουχο με δαντέλα. Το φόρεσε με προσοχή, σχεδόν ευλαβικά. Έπειτα, τις λευκές καλτσοδέτες με τα σατέν φιογκάκια και από πάνω το μικρό, πλισέ φουστάκι της — barely covering — και ένα λευκό crop top με μια καρδιά στη μέση.

    Έσκυψε μπροστά στον καθρέφτη για να διορθώσει τις κάλτσες της, και το είδωλό της την κοιτούσε… όχι σαν αγόρι, μα σαν κορίτσι που ανήκει. Που έχει δημιουργηθεί για να ευχαριστεί.

    Έβαλε και τα μικρά σκουλαρίκια με τις ροζ πεταλούδες, τα αγαπημένα της Αφέντρας.

    Τελευταία πινελιά — το αρωματάκι της, το γλυκό, κοριτσίστικο, με νότες φράουλας και βανίλιας. Ένα μικρό Ψιτ πίσω από τα αυτιά, ένα στον λαιμό, κι άλλο ένα στους καρπούς.

    Πριν κατευθυνθεί προς το υπνοδωμάτιο της Αφέντρας, πήρε μια τελευταία ανάσα μπροστά στον καθρέφτη. Έσφιξε τα χείλη της για ένα φιλάκι.
    «Καλημέρα, Κωνσταντίνα μου,» ψιθύρισε στον εαυτό της.

    Και μετά χτύπησε απαλά την πόρτα.
    Ήταν έτοιμη να την δει. Να την ευχαριστήσει.
    Να ανήκει.

    Η πόρτα άνοιξε αργά, και η Κωνσταντίνα γονάτισε αμέσως, όπως της είχαν μάθει. Τα μάτια της κοίταξαν χαμηλά, τα χέρια μπροστά, τα δάχτυλα απαλά ενωμένα — ένα κορίτσι απόλυτης αφοσίωσης.

    Η Έλενα στάθηκε απέναντί της, γυμνή, με το φως του πρωινού να χαϊδεύει το κορμί της. Το βλέμμα της, διαπεραστικό και σίγουρο, χάιδεψε την εικόνα της μικρής της.
    Έσκυψε ελαφρά και έφερε τα δάχτυλά της στο πιγούνι της Κωνσταντίνας, σηκώνοντας το πρόσωπο της.
    «Καλημέρα, όμορφη μου… Σήμερα θα μας κάνει επίσκεψη ο Γιώργος.»

    Η καρδιά της Κωνσταντίνας χτύπησε δυνατότερα. Ένιωσε την αναπνοή της να βαραίνει — τον Γιώργο τον ήξερε. Ήταν αυστηρός, επιβλητικός… και πάντα, όταν ερχόταν, εκείνη δοκιμαζόταν.

    «Θέλω να είσαι τέλεια σήμερα. Όμορφη, ήσυχη, υπάκουη. Εκείνος... θα φροντίσει να σε "κρατήσει" στη θέση σου.» Η λέξη κρατήσει ειπώθηκε με έναν τρόπο που έκανε το δέρμα της Κωνσταντίνας να ανατριχιάσει.

    Η Έλενα φόρεσε το μεταξωτό της ρόμπα και απομακρύνθηκε, αφήνοντας πίσω της ένα άρωμα κυριαρχίας. Η Κωνσταντίνα έμεινε για λίγο ακόμα γονατισμένη, νιώθοντας μέσα της το μείγμα φόβου και προσμονής να φουντώνει.

    Ώρες αργότερα, όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει και τα βήματα του Γιώργου να πλησιάζουν, η ανάσα της κόπηκε για ένα δευτερόλεπτο. Εκείνος μπήκε μέσα, κομψός, σοβαρός, με βλέμμα που δεν άφηνε περιθώριο σε αμφιβολία.

    «Κωνσταντίνα...» είπε ήρεμα.
    Εκείνη σηκώθηκε, πήγε κοντά του, γονάτισε ξανά, τα χείλη της άγγιξαν το χέρι του.

    «Είχες ανάγκη από λίγη πειθαρχία, έτσι δεν είναι;»
    Η φωνή του ήταν βελούδινη, μα σταθερή.

    Την γύρισε, αργά, και την ξάπλωσε στα γόνατά του. Η φούστα σηκώθηκε, αποκαλύπτοντας το δαντελένιο ροζ εσώρουχο. Εκείνη δεν αντιστάθηκε — μόνο έβγαλε έναν ήχο, σχεδόν αναστεναγμό.

    Το πρώτο χτύπημα ήρθε δυνατό και καθαρό.
    Η Κωνσταντίνα δάγκωσε το χείλος της. Ο ήχος του δέρματος πάνω στο δέρμα ήταν μουσική. Ο ρυθμός του spanking ήταν σταθερός, αυξανόμενος, κι εκείνη ένιωθε κάθε χτύπημα σαν υπενθύμιση της θέσης της.

    Η φωνή της Έλενας ακούστηκε από πίσω, σαν αθόρυβη εντολή:
    «Θέλω να τον ευχαριστήσεις τώρα. Με το στόμα σου. Και να είσαι τέλεια, όπως σε έχω μάθει.»

    Η Κωνσταντίνα υπάκουσε αμέσως, χωρίς να χρειάζεται άλλη λέξη.
    Γονάτισε ανάμεσα στα πόδια του, με μια αφοσίωση σχεδόν θρησκευτική. Τα μάτια της τον κοίταξαν πριν ξεκινήσει — σαν να ζητούσαν έγκριση, σαν να υποσχόταν με το βλέμμα ότι θα τον ικανοποιήσει με όλη της την ύπαρξη.

    Το στόμα της κινήθηκε με ρυθμό, με χάρη, με απόλυτη συγκέντρωση. Εκείνος έβαλε το χέρι του στα μαλλιά της, οδηγώντας την απαλά αλλά σταθερά. Και κάθε τόσο, η παλάμη του ξαναχτυπούσε τα κοκκινισμένα της οπίσθια — σαν υπενθύμιση ότι η δική του ευχαρίστηση ήταν και η τιμωρία της.

    Η Κωνσταντίνα ένιωθε πλήρης. Όχι απλώς ως κορμί, αλλά ως ρόλος. Ως αυτό που είχε φτιαχτεί να είναι.

    Το δωμάτιο πλημμύριζε από ανάσες, ήχους, και μια αίσθηση ιερού. Ήταν υποταγή, ήταν έλεγχος, ήταν έρωτας με άλλους όρους.

    Ο Γιώργος σηκώθηκε, ευχαριστημένος. Η Κωνσταντίνα παρέμεινε γονατισμένη, με τα μάγουλα ροδαλά, τα χείλη υγρά, και τα μάτια θολά από συγκίνηση και έξαψη. Όταν έφυγε από το δωμάτιο, επικράτησε για λίγα δευτερόλεπτα μια σιωπή σχεδόν ιερή.

    Και τότε, η Έλενα πλησίασε.

    Δεν είπε λέξη — δεν χρειαζόταν. Μόνο την κοίταξε. Ένα βλέμμα που δεν άφηνε καμία αμφιβολία για το ποια είναι η θέση της Κωνσταντίνας. Η Αφέντρα της είχε αποφασίσει.

    Φόρεσε το στραπ ον της αργά, με μια τελετουργική σιγουριά. Κάθε κούμπωμα, κάθε κίνηση, ήταν ένα χτύπημα καρδιάς πιο κοντά στη λύτρωση. Η Κωνσταντίνα, ήδη γυμνή, στήθηκε στο κρεβάτι, με τα χέρια απλωμένα μπροστά, το πρόσωπο στο μαξιλάρι, έτοιμη.

    Η Έλενα στάθηκε πίσω της. Άγγιξε τους μηρούς της Κωνσταντίνας με χάδι που έγινε αμέσως εντολή. Έσκυψε κοντά στο αυτί της και ψιθύρισε:
    «Θα σε πάρω τώρα. Γιατί είσαι δική μου. Γιατί έτσι γίνεσαι αυτό που θέλω.»

    Η είσοδος ήταν αργή, ελεγχόμενη, γεμάτη πρόθεση. Η Κωνσταντίνα αναστέναξε βαθιά, ένα μείγμα πόνου, παράδοσης και απόλαυσης. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκείνη τη στιγμή — μόνο η αίσθηση της Έλενας μέσα της, επάνω της, μέσα στην ίδια την ταυτότητα της.

    Ο ρυθμός ήταν σταθερός, σαγηνευτικά αυστηρός. Κάθε ώθηση ήταν υπόσχεση, κάθε βογγητό της Κωνσταντίνας ήταν απόδειξη ότι ανήκε, απόλυτα, χωρίς αντίσταση.

    Τα χέρια της Έλενας έσφιξαν τη μέση της υποτακτική της. Την κρατούσε εκεί — σταθερή, δεκτική. Το στραπ ον γινόταν όργανο δύναμης, αλλά και επιβεβαίωσης. Δεν ήταν τιμωρία — ήταν δώρο.

    Η Κωνσταντίνα ένιωθε να λιώνει. Να διαλύεται στο κρεβάτι. Δεν ήταν πια αγόρι, δεν ήταν απλώς femboy. Ήταν η Κωνσταντίνα της Αφέντρας της. Το κορίτσι της. Το πλάσμα που είχε πλάσει εκείνη, για εκείνη.

    Και όταν τελείωσε… η Έλενα έμεινε από πάνω της, ανάσα με ανάσα, και τη φίλησε απαλά στον αυχένα.
    «Είσαι υπέροχη… όπως σε ήθελα πάντα.»
     
    Last edited: 25 Απριλίου 2025 at 17:02