Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Femdom Stories - The Teacher

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος slave32, στις 1 Νοεμβρίου 2024 at 14:06.

  1. slave32

    slave32 Η πουτάνα του Αφέντη Μιχάλη Contributor

    Δεν είμαι από εκείνες που συνηθίζουν να γράφουν προσωπικά. Αντιθέτως, δεν κρατάω ημερολόγιο ούτε καταγράφω εμπειρίες. Συνήθως, τα κείμενα μου είναι γεμάτα αλληγορίες και φανταστικές ιστορίες. Αυτή τη φορά, όμως, νιώθω κάτι διαφορετικό. Θέλω να μοιραστώ μαζί σας μια εμπειρία, απροκάλυπτη, χωρίς τα στολίδια της συγγραφής. Παίρνω μια βαθιά ανάσα πριν αρχίσω να ανασύρω τις αναμνήσεις μου.

    Μια φίλη μου ζήτησε το τηλέφωνο του καθηγητή Φυσικής που έκανε στην κόρη μου ιδιαίτερα μαθήματα για τις Πανελλήνιες. Είχαν περάσει αρκετά χρόνια από τότε, και δεν ήμουν καν σίγουρη αν συνέχιζε τα μαθήματα ή αν είχε διοριστεί κάπου. Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερο να τον καλέσω πρώτα η ίδια. Αν συμφωνούσε, θα έδινα το τηλέφωνο του στη φίλη μου.

    «Καλημέρα, Μάριε. Είμαι η Ντίνα, η μητέρα της Κατερίνας. Της έκανες μάθημα πριν από πέντε χρόνια», του είπα.

    «Ναι, ναι, σας θυμάμαι. Καλημέρα σας», απάντησε με τη γνώριμη ντροπαλή του φωνή.

    «Τι κάνεις; Πώς πάνε τα πράγματα;» τον ρώτησα, με ειλικρινές ενδιαφέρον. Ο Μάριος είχε βοηθήσει τόσο πολύ την κόρη μου να αισθανθεί σίγουρη για τον εαυτό της. Ήταν καταλύτης στην επιτυχία της, στην είσοδο της στο Πολυτεχνείο.

    «Όπως πάντα, μαθήματα και πάλι μαθήματα...» απάντησε με τον ίδιο χαμηλόφωνο τόνο. Παρέμενε ο ντροπαλός και λιγομίλητος άνθρωπος που θυμόμουν. Τότε ήταν γύρω στα τριάντα πέντε.

    «Μια φίλη μου ενδιαφέρεται για τα παιδιά της. Να της δώσω το τηλέφωνο σου;» τον ρώτησα.

    Ακολούθησε μια σύντομη σιωπή. Ίσως το πρόγραμμά του ήταν ήδη γεμάτο, αλλά φαινόταν πως δεν ήθελε να μου αρνηθεί.

    «Για εσάς κάτι θα βρω», μου είπε τελικά.

    «Σε ευχαριστώ πολύ, Μάριε».

    «Να είστε καλά, κυρία Ντίνα», απάντησε, και αυτό το «κυρία» μου άρεσε πάρα πολύ.

    «Δεν είπαμε να μιλάμε στον ενικό;» του είπα παιχνιδιάρικα, πιέζοντας τον διακριτικά.

    «Ναι, αλλά δεν ξέρω πώς αλλιώς να απευθύνομαι σε μια Κυρία», μου απάντησε. Κατάλαβα πως τα μάγουλά του είχαν σίγουρα κοκκινίσει. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα έναν ηλεκτρισμό να διαπερνά το σώμα μου. Μια αίσθηση ευχαρίστησης που έκανε την καρδιά μου να χτυπά δυνατά.

    «Σε ευχαριστώ πολύ», του είπα χαιρετώντας τον, χωρίς να ξέρω αν τα λόγια του έβγαιναν αβίαστα ή αν ήταν αποτέλεσμα της αμηχανίας του. Όπως και να έχει, ήμουν απόλυτα ικανοποιημένη.

    Εκείνη την ημέρα ένιωθα διαφορετική, πιο όμορφη από ποτέ. Πήγα στο μπάνιο και άφησα τα ρούχα μου να γλιστρήσουν στο πάτωμα. Στάθηκα γυμνή μπροστά στον καθρέφτη. Τα στήθη μου, παρότι χρειάζονταν φροντίδα, παρέμεναν στητά και όμορφα. Άγγιξα τα στήθη μου, και μια αίσθηση θηλυκότητας με κατέκλυσε. Είχα περάσει στην εμμηνόπαυση πριν δύο χρόνια, στα πενήντα τρία μου. Ο σύζυγος μου, συνεχώς απών, δεν μου έδινε πια εκείνη τη σπίθα. Ήταν καλός άνθρωπος, ναι, αλλά η ζωντάνια στα μάτια του είχε χαθεί. Δεν τον κατηγορούσα. Εγώ, όμως, ήξερα πόσο ελκυστική παρέμενα, παρά το πέρασμα των χρόνων. Εκείνος, απλώς, δεν μπορούσε πια. Αλλά εκείνο το τηλεφώνημα με έκανε να ξανανιώσω γυναίκα. Κυρία.

    Έδωσα το τηλέφωνο στη φίλη μου, τη Μαρίνα, και της είπα να επικοινωνήσει άμεσα μαζί του, γιατί θα έβρισκε χρόνο για χάρη μου. Η Μαρίνα, παλιά φίλη από το πανεπιστήμιο, γνώριζε τον τρόπο που μπορούσα να πείσω τους άντρες.

    «Ήμουν σίγουρη ότι δεν θα σου έλεγε όχι», μου είπε.

    «Ναι», απάντησα χαμογελώντας και πίνοντας μια γουλιά καφέ.

    «Αυτό το "ναι" το ξέρω. Τι συμβαίνει;» ρώτησε, με ένα πονηρό χαμόγελο.

    «Δεν ξέρω... Είναι νωρίς ακόμη», της είπα.

    «Πες μου, άσε τα αυτά σε μένα», μου είπε, ενώ με πλησίασε και με φίλησε απαλά στο στόμα.

    «Μαρίνα, ήσυχα», της είπα γελώντας.

    «Μάλιστα, Κυρία», απάντησε, κι έπειτα γελάσαμε με την καρδιά μας.



    Πέρασαν δύο μέρες από εκείνη τη συζήτηση, όταν η Μαρίνα με ενημέρωσε πως είχε κανονίσει το πρώτο μάθημα με τον Μάριο. Τα παιδιά της ήταν πολύ ευχαριστημένα.

    «Δεν μου είχες πει ότι είναι τόσο ωραίος», ήταν η τελευταία της φράση. Δεν τον θυμόμουν για ωραίο. Ίσως επειδή τότε δεν έδινα σημασία. Με το που κλείσαμε το τηλέφωνο, δέχτηκα μια κλήση από τον ίδιο. Ήταν σαν να είχαν συνωμοτήσει τα αστέρια.

    «Κυρία Ντίνα, πήρα να σας ευχαριστήσω για το μάθημα», ακούστηκε η φωνή του, ευγενική και ήρεμη.

    «Καλέ μου Μάριε, ευχαρίστηση μου», απάντησα, και ακολούθησε μια μικρή παύση πριν πάρω την απόφαση να προχωρήσω.

    «Μου χρωστάς έναν καφέ, Μάριε», του είπα παιχνιδιάρικα.

    «Ναι, όποτε θέλετε», απάντησε χωρίς δισταγμό, αλλά η φωνή του έτρεμε ελαφρώς.

    «Τώρα», τον διέταξα, νιώθοντας τη σιγουριά να κυλάει μέσα μου.

    «Ναι, κυρία Ντίνα», απάντησε με υποτακτικό τόνο, και ήξερα πως τον είχα τουμπάρει εντελώς. Κανονίσαμε να συναντηθούμε σε μία ώρα, σε ένα καφέ κοντά στο σπίτι του. Ήξερα που έμενε, αφού παλιότερα έκανε μαθήματα στο διαμέρισμα του.

    Φόρεσα ένα μαύρο δερμάτινο κολάν και μια λευκή μπλούζα που άφηνε το ντεκολτέ μου εμφανές. Ήθελα να τον αιφνιδιάσω. Ήξερα πως οι άνδρες συχνά δεν ξέρουν πού να κοιτάξουν όταν βρίσκονται μπροστά σε μια τέτοια εικόνα. Και αυτή τη φορά, ήξερα ακριβώς τι ήθελα και δεν θα έφευγα χωρίς να το πάρω.

    Έφτασα στο καφέ με μια καθυστέρηση επίτηδες. Είχαμε πει να συναντηθούμε σε μία ώρα, αλλά πήγα μετά από δύο. Καθόμουν στο αυτοκίνητο, σε σημείο που δεν μπορούσε να με δει, και τον παρατηρούσα. Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο και τζιν, σχεδόν ίδιο ντύσιμο με τότε. Τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν λίγο, αλλά το σώμα του φαινόταν πιο γυμνασμένο από όσο θυμόμουν. Οι πλάτες του, τα χέρια του, έμοιαζαν σμιλεμένα. Καθόταν στο τραπέζι μόνος του, περιμένοντας με υπομονετικά. Η σερβιτόρα είχε πλησιάσει πολλές φορές, αλλά εκείνος δεν είχε παραγγείλει τίποτα εκτός από ένα ανθρακούχο νερό, το οποίο σχεδόν δεν είχε αγγίξει. Ίσως ντρεπόταν. Δεν ήξερα. Ήταν όμως καιρός να πάω.

    Μόλις με είδε με την άκρη του ματιού του, σηκώθηκε ευγενικά να μου ανοίξει την πόρτα. Είχε αυτή την ευγένεια που δεν συναντάς εύκολα πια. Με βοήθησε να καθίσω, και παρατήρησα ότι φαινόταν νευρικός.

    «Έναν καπουτσίνο, παρακαλώ», είπα στη σερβιτόρα μόλις κάθισα. Εκείνος ήταν έτοιμος να παραγγείλει καφέ, αλλά τον διέκοψα.

    «Δεν χρειάζεται να πάρεις κάτι, έχεις ήδη το νερό σου», του είπα αποφασιστικά, και τον είδα να μαζεύεται. Ήταν φανερό ότι ντρεπόταν, αλλά αυτό δεν με πείραζε.

    «Πώς είστε;» με ρώτησε διστακτικά, προσπαθώντας να βρει το θάρρος να κοιτάξει στα μάτια μου.

    Τον κοίταξα κατευθείαν στα μάτια, αλλά παρατήρησα ότι δεν τολμούσε να κοιτάξει το ντεκολτέ μου. Ήταν διακριτικός, και αυτό μου άρεσε. Δεν ήθελε να με κάνει να νιώσω άβολα, αλλά ταυτόχρονα έβλεπα ότι το βλέμμα του συχνά κατέληγε χαμηλά, στο τραπέζι. Αυτό με έκανε να θέλω να τον φιλήσω εκείνη τη στιγμή.

    Αρχίσαμε να μιλάμε γενικά, για την κόρη μου, τον σύζυγό μου. Δεν φάνηκε να τον ενοχλεί η ύπαρξη του άντρα μου. Ίσα ίσα, ήταν απόλυτα ήρεμος.

    «Χαίρομαι πολύ για την Κατερίνα. Έχει προχωρήσει πολύ. Δεν της μιλάω συχνά, αλλά ακούω πως είναι πια μηχανικός», μου είπε με ενθουσιασμό.

    «Μάριε, την βοήθησες πολύ. Αλλά σήμερα δεν είμαι εδώ για την Κατερίνα», του είπα με μια έντονη ματιά, και τον είδα να παγώνει.

    «Ξέρω ότι μένεις απέναντι. Θέλω να πάμε σπίτι σου», του είπα ευθαρσώς.

    «Σπίτι μου;» ρώτησε σαστισμένος.

    «Δεν θέλεις;» του απάντησα, παίζοντας μαζί του.

    «Όχι, δεν είναι αυτό... Απλώς, εσείς είστε παντρεμένη...» άρχισε να λέει, προσπαθώντας να βρει δικαιολογία.

    «Μάριε, τι σκέφτηκες!» του απάντησα αυστηρά, και τα μάγουλά του κοκκίνιζαν σαν παντζάρια.

    «Συγγνώμη», ψέλλισε, ντροπιασμένος.

    «Αν μπορούσα, θα σε τιμωρούσα γι’ αυτό», του είπα χαμηλόφωνα, και έσκυψε ακόμα περισσότερο το κεφάλι του.

    «Πόσο καιρό το ξέρεις;» τον ρώτησα.

    «Ποιο;» ψιθύρισε, αμήχανος.

    «Ότι είσαι υποτακτικός», είπα καθαρά, με την σερβιτόρα να περνά δίπλα μας ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ακούγοντας τη φράση μου. Εκείνος κοκκίνισε περισσότερο, ενώ εγώ πλήρωσα τον λογαριασμό, κάνοντας σαφές ποιος είχε τον έλεγχο της κατάστασης.

    «Λοιπόν, πάμε στο σπίτι σου;» τον ρώτησα.

    «Πάμε, Κυρία», απάντησε με υποταγή, και η σερβιτόρα, που φάνηκε να γνωρίζει τον Μάριο, χαμογέλασε διακριτικά καθώς μας άφηνε να φύγουμε.

    Φτάσαμε στο σπίτι του. Μου άνοιξε την πόρτα με προσοχή και με άφησε να περάσω πρώτη. Το διαμέρισμα του ήταν πεντακάθαρο, τακτοποιημένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Ήταν φανερό ότι ο Μάριος πρόσεχε κάθε πτυχή της ζωής του. Πέρασα από την κουζίνα, το σαλόνι, ακόμη και το μπάνιο του. Δεν υπήρχε τίποτα εκτός θέσης. Ένιωσα ευχάριστη έκπληξη. Ο Μάριος ήταν θησαυρός, ένας άντρας με έλεγχο και αυτοπειθαρχία.

    Επέστρεψα στο σαλόνι όπου με περίμενε, φανερά χαμένος στις σκέψεις του. Η ένταση της στιγμής τον είχε κατακλύσει.

    Αλλά το ζήτημα ήταν πως τον ήθελα, και ήξερα πως ήταν καιρός να το δείξω

    Τον πλησίασα με αργές, σίγουρες κινήσεις, αφήνοντας τα ακροδάχτυλα μου να αγγίξουν απαλά το δέρμα του. Ήρθα μπροστά του, τα μάτια μου να τον εξερευνούν με κάθε μου βήμα. Άρχισα να ανοίγω τα κουμπιά του πουκάμισου του, ένα προς ένα, αφήνοντας το υλικό να πέσει στο πάτωμα και τα χέρια μου να χαϊδέψουν το γυμνασμένο κορμί του. Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα, δυνατά, σαν να αντανακλούσε τον εσωτερικό του φόβο, την προσμονή. Έβγαλα και το παντελόνι του, τον γδύθηκα πλήρως, αποκαλύπτοντας κάθε σπιθαμή της σάρκας του μπροστά μου.

    Γύρισα αργά γύρω του, το βλέμμα μου να τον περιεργάζεται με λαχτάρα. Ήταν δικός μου. Κάθε του ανάσα, κάθε συστολή των μυών του έδειχνε πως ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να ξεφύγει. Έναν τέτοιο άντρα δεν τον αφήνεις ποτέ. Στάθηκα πάλι μπροστά του, τα μάτια μου καρφωμένα στα δικά του.

    «Τρέμεις, Μάριε,» είπα αργά, σχεδόν ψιθυριστά.

    «Δεν το έχω ξανακάνει,» απάντησε, η φωνή του σπασμένη, γεμάτη αγωνία.

    Χαμογέλασα με σιγουριά, πλησίασα περισσότερο, νιώθοντας την ένταση να γεμίζει τον αέρα. Τα χέρια μου άγγιξαν τον ανδρισμό του, νιώθοντας τον να σκληραίνει κάτω από την αφή μου. Ήταν δικός μου. Του έδωσα ένα απαλό φιλί στο μάγουλο, αφήνοντας τα χείλη μου να πλησιάσουν στο αυτί του.

    «Γονάτισε.»

    Υπάκουσε αμέσως, με τον αέρα της παράδοσης να τυλίγει κάθε του κίνηση. Τα γόνατά του βρήκαν το πάτωμα, το σώμα του χαμήλωσε μπροστά μου, και δάκρυα γλύστρησαν στα μάγουλά του, δάκρυα χαράς και λύτρωσης. Αγκάλιασε τα πόδια μου, το πρόσωπό του ακούμπησε στην κοιλιά μου, γεμάτος λατρεία και αφοσίωση.

    «Είμαι δικός σας,» ψιθύρισε, η φωνή του να σπάει από συγκίνηση.

    Τον πήρα απαλά από το χέρι και τον οδήγησα στο κρεβάτι. Έβγαλα τα ρούχα μου αργά, απολαμβάνοντας το βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου. Πριν ξαπλώσει, φρόντισα να δέσω τα χέρια του πίσω από την πλάτη του, το δέρμα του να σφίγγεται κάτω από το κασκόλ. Ξάπλωσε ανάσκελα, άβολα, αδύναμος και πλήρως παραδομένος. Ακριβώς όπως τον ήθελα.

    Το γυμνό μου κορμί ακούμπησε το δικό του, το δέρμα μου σέρνονταν πάνω του, τα νύχια μου να χαράσσουν λεπτές γραμμές στην επιφάνεια του, προκαλώντας του ρίγος. Τον οδήγησα μέσα μου, τον καβάλησα και τον έκανα να νιώσει την δύναμη μου, τον εξουσίασα για όσο εγώ το επιθυμούσα. Ένιωσα την καυτή του λάβα να με γεμίζει, κάθε κύμα του κορμιού του να μου ανήκει. Και τότε, τον χαστούκισα.

    «Αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα τελειώσεις χωρίς την άδεια μου, σκλάβε,» είπα, η φωνή μου παγερή αλλά γεμάτη δύναμη.

    Κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια του, χάθηκα στο γαλάζιο των ματιών του. Δεν έδειχνε μετάνοια, δεν ένιωθε τύψεις. Ήξερε πού ανήκε τώρα. Στη σιωπή, έβλεπα την πλήρη υποταγή και την ταυτόχρονη ελευθερία του. Ήταν δικός μου, κάθε στιγμή που μοιραζόμασταν τον έσβηνε από το παρελθόν του. Τον διαμόρφωνα όπως ήθελα, και αυτός άφηνε ελεύθερα την ψυχή του να αναγεννηθεί στα χέρια μου. Ένα νέο ξεκίνημα, δικός μου, για πάντα.









    Λίγους μήνες μετά...

    Ήρθε το καλοκαίρι και το διαζύγιό μου είχε ολοκληρωθεί. Με τον Ηρακλή, πλέον πρώην σύζυγό μου, είχαμε συνειδητοποιήσει πως η σχέση μας δεν προχωρούσε. Ο Μάριος δεν είχε καμία σχέση με αυτό. Δεν θα χώριζα ποτέ εξαιτίας κάποιου άλλου, όμως καταλάβαμε και οι δύο ότι δεν υπήρχε πια κάτι που να μας ενώνει. Ακόμη και τα παιδιά μας το κατάλαβαν και το αποδέχθηκαν. Ο Ηρακλής βρήκε ένα σπίτι κοντά μας. Τα παιδιά θα έμεναν κυρίως μαζί μου, αλλά εκείνος θα μπορούσε να τα βλέπει όποτε ήθελε. Δεν άλλαξα τις κλειδαριές, γιατί θέλαμε να κρατήσουμε τη σχέση μας ζεστή και φιλική. Υπάρχει αγάπη μεταξύ μας, αλλά ο ερωτικός σύνδεσμος είχε χαθεί.

    Ο Ηρακλής είναι πολύ γοητευτικός, γυμνασμένος, λεπτός και εμφανίσιμος – ίσως πιο όμορφος από τον Μάριο. Ωστόσο, αυτό δεν μου αρκεί πια. Εκείνος αισθάνεται το ίδιο, οπότε επιλέξαμε να ακολουθήσουμε ξεχωριστούς δρόμους. Οι γιοι μας περνούν συχνά χρόνο με τον πατέρα τους, ενώ η Κατερίνα μένει περισσότερο μαζί μου. Νιώθω πως και εκείνη σύντομα θα ακολουθήσει το δικό της μονοπάτι. Είναι ανεξάρτητη, χωρίς κάποια σχέση αυτή τη στιγμή, αλλά εγώ είμαι αποφασισμένη να της μιλήσω ανοιχτά για τον Μάριο. Πιστεύω πως είναι έτοιμη να γνωρίσει τα πάντα για εμένα και τις επιλογές μου



    Είναι Σάββατο απόγευμα. Η Κατερίνα έχει τελειώσει τη δουλειά της και μου φτιάχνει έναν παγωμένο καφέ. Έχω κανονίσει να βγω με τον Μάριο το βράδυ, και καθόμαστε μαζί στο μπαλκόνι μας. Το περιβάλλον είναι ζεστό, αλλά το μπαλκόνι αναζωογονητικά δροσερό, στολισμένο με αζαλέες και τριανταφυλλιές που φροντίσαμε μαζί. Εκείνη πίνει το μοκτέιλ της με βύσσινο και σόδα, πάντα επιμελής με τη διατροφή της. Είναι ψηλή, αδύνατη, με σμιλεμένο κορμί, μακριά μαύρα μαλλιά και μάτια που λάμπουν παιχνιδιάρικα. Κάποτε έκανε μπαλέτο, και ξέρει πώς να αναδεικνύει την παρουσία της. Κι όμως, ποτέ δεν την είδα να εκφράζει ερωτικό ενδιαφέρον – εκτός από έναν… Τον Μάριο.

    Η Κατερίνα μιλάει συχνά για εκείνον με θαυμασμό. Είναι ο δάσκαλος που την ενέπνευσε, ο Είναι Σάββατο απόγευμα. Η Κατερίνα έχει τελειώσει τη δουλειά της και μου φτιάχνει έναν παγωμένο καφέ. Έχω κανονίσει να βγω με τον Μάριο το βράδυ, και καθόμαστε μαζί στο μπαλκόνι μας. Το περιβάλλον είναι ζεστό, αλλά το μπαλκόνι αναζωογονητικά δροσερό, στολισμένο με αζαλέες και τριανταφυλλιές που φροντίσαμε μαζί. Εκείνη πίνει το μοκτέιλ της με βύσσινο και σόδα, πάντα επιμελής με τη διατροφή της. Είναι ψηλή, αδύνατη, με σμιλεμένο κορμί, μακριά μαύρα μαλλιά και μάτια που λάμπουν παιχνιδιάρικα. Κάποτε έκανε μπαλέτο, και ξέρει πώς να αναδεικνύει την παρουσία της. Κι όμως, ποτέ δεν την είδα να εκφράζει ερωτικό ενδιαφέρον – εκτός από έναν… Τον Μάριο.

    Η Κατερίνα μιλάει συχνά για εκείνον με θαυμασμό. Είναι ο δάσκαλος που την ενέπνευσε, ο μέντοράς της, το στήριγμά της στον δρόμο των θετικών επιστημών. Καταλαβαίνω γιατί τον θαυμάζει. Ο Μάριος έχει το χάρισμα να κάνει τους γύρω του να νιώθουν ξεχωριστοί, και γνωρίζω πως η αφοσίωσή του αυτή είναι απόλυτα γνήσια.

    «Μαμά, βγαίνεις με κάποιον;» με ρωτάει απότομα. Η Κατερίνα είναι πάντα ευθύς, δυναμική και απόλυτα ατρόμητη, όπως κι εγώ. «Ναι», της απαντώ, σίγουρη και ευθυτενής. «Ξέρω ποιος είναι!» λέει χαμογελώντας, με το χείλος του ποτηριού της στα χείλη της. «Είναι λίγο μικρός για σένα», σχολιάζει, με ένα βλέμμα που υποδηλώνει έγκριση. «Η ηλικία δεν είναι αυτό που μετράει για μένα», της απαντώ απαλά. «Το μυαλό του…», ψιθυρίζει η Κατερίνα, με έναν υπαινιγμό. «Η αφοσίωσή του», της λέω με ένα βλέμμα που τα αποκαλύπτει όλα.

    Η Κατερίνα γελάει και με κοιτάει, φανερά περίεργη να μάθει περισσότερα. Αποφασισμένη να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί της, αρχίζω να της λέω όλες τις λεπτομέρειες – ακόμη και τις πιο ιδιωτικές.

    «Δηλαδή… τον ελέγχεις; Πώς ακριβώς;» με ρωτάει με αφοπλιστικό ενδιαφέρον, το βλέμμα της μισό έκπληκτο, μισό δελεασμένο. «Υπάρχουν φορές που χρησιμοποιώ το μαστίγιο μου... άλλες, τον αφήνω χωρίς επαφή για μέρες», της εξηγώ με θάρρος.

    «Μαμά, νομίζω είμαι ίδια με σένα», λέει με έναν τόνο παιχνιδιάρικης οικειότητας, αφήνοντάς με να δω ένα κομμάτι της που κρύβεται. Της χαμογελώ, αφήνοντάς την να εκφραστεί, να ανοιχτεί όταν εκείνη θα είναι έτοιμη.

    της, το στήριγμα της στον δρόμο των θετικών επιστημών. Καταλαβαίνω γιατί τον θαυμάζει. Ο Μάριος έχει το χάρισμα να κάνει τους γύρω του να νιώθουν ξεχωριστοί, και γνωρίζω πως η αφοσίωσή του αυτή είναι απόλυτα γνήσια.

    «Μαμά, βγαίνεις με κάποιον;» με ρωτάει απότομα. Η Κατερίνα είναι πάντα ευθύς, δυναμική και απόλυτα ατρόμητη, όπως κι εγώ. «Ναι», της απαντώ, σίγουρη και ευθυτενής. «Ξέρω ποιος είναι!» λέει χαμογελώντας, με το χείλος του ποτηριού της στα χείλη της. «Είναι λίγο μικρός για σένα», σχολιάζει, με ένα βλέμμα που υποδηλώνει έγκριση. «Η ηλικία δεν είναι αυτό που μετράει για μένα», της απαντώ απαλά. «Το μυαλό του…», ψιθυρίζει η Κατερίνα, με έναν υπαινιγμό. «Η αφοσίωσή του», της λέω με ένα βλέμμα που τα αποκαλύπτει όλα.

    Η Κατερίνα γελάει και με κοιτάει, φανερά περίεργη να μάθει περισσότερα. Αποφασισμένη να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί της, αρχίζω να της λέω όλες τις λεπτομέρειες – ακόμη και τις πιο ιδιωτικές.

    «Δηλαδή… τον ελέγχεις; Πώς ακριβώς;» με ρωτάει με αφοπλιστικό ενδιαφέρον, το βλέμμα της μισό έκπληκτο, μισό δελεασμένο. «Υπάρχουν φορές που χρησιμοποιώ το μαστίγιο μου... άλλες, τον αφήνω χωρίς επαφή για μέρες», της εξηγώ με θάρρος.

    «Μαμά, νομίζω είμαι ίδια με σένα», λέει με έναν τόνο παιχνιδιάρικης οικειότητας. Της χαμογελώ, αφήνοντας την να εκφραστεί, να ανοιχτεί όταν εκείνη θα είναι έτοιμη.