Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Hlia's little poison candies

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 27 Ιουνίου 2009.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Το ουίσκι

    Ένα ποτήρι διάφανο. Σαν τις αμαρτίες ενός δειλινού. Που ξεδιπλώνονται σαν το φθηνό περιτύλιγμα μίας καπότας. Μίας χρήσης.

    Το τοποθετώ στην άκρη του τραπεζιού. Στην κόγχη. Το κέντρου βάρους του πάνω στο ξύλο. Και ένα περιθώριο ακόμα πιο δω. Υπολογίζοντας την αγωνία. Την στιγμή που θα σπάει τα νύχια της προσπαθώντας να δραπετεύσει.

    Πρώτα το κεχριμπάρι. Κούφιο και ψεύτικο. Αν το ρίξεις στο δέρμα γλιστράει πάνω του. Δε το διαπερνά. Δεν το αγγίζει. Απλώς να καίει, σα νοθευμένη βενζίνη. Ενός αυτοκινήτου που χλιμιντρίζει με παράπονο. Γυρνώ το καπάκι...

    …μία φορά... Ένα βιβλίο κάπου ξεχασμένο. Πάνω έχει αναμνήσεις και μέσα του λέξεις. Λέξεις άγαρμπα ριγμένες. Ρούχα που βγήκαν από το κορμί της βιαστικά. Σκίστηκαν και κολύμπησαν μέσα στην σκόνη, διπλά από τη φωτιά. Μόνο με φθόγγους να ραίνω τα σημάδια της. Σε κρεβάτι που δεν ξεχνάει το βάρος των σωμάτων, εδώ και χρόνια τώρα.

    …δεύτερη φορά… Μεστό και σίγουρο, μία βόλτα, μία γυροβολιά. Ένα τίναγμα των πειρατικών πανιών. Για ταξίδια που αντέχουν. Στο πηγαιμό και στο γυρισμό, αν χρειαστεί.

    …τρίτη φορά είναι μαλακία. Σταματώ στη μέση και τραβάω το καπάκι. Δεν βλέπεις τρύπα. Πλαϊνές και άγουρες σαν τις παρθενικές σχισμές. Γέρνω το μπουκάλι.

    Πέφτει. Σαν βρώμικο νερό σε μπανιέρα, μετά από διακοπές. Σαν ταινία στημένη με βρωμιά φτιαγμένη. Και ακριβή. Πιο ακριβή από το καθάριο νερό.

    Γεμίζοντας το ποτήρι, την κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Εκεί που ξεχνιούνται και ξεπλένονται όλες οι αμαρτίες. Και οι μικρές οι ανοιξιάτικες και αυτές του βαρύ χειμώνα.

    Και μετά ο πάγος…

    Χαίρομαι όταν κρατάω στα χέρια μου τα παγάκια. Το προτιμώ από το να με κρατούν στα χέρια τους, αυτά.

    Πάγος. Όγκος θρασύς και άγριος. Άψυχος και αθάνατος. Το πρώτο το αφήνω και πέφτει. Κάποιες σταγόνες στο χαλί και το υπόλοιπο στα τοιχώματα του ποτηριού, μια ζωγραφιά από το πεπρωμένο του.

    Μετά και ο δεύτερος. Στα μικρά αυτιά σου, θόρυβος η τριβή τους. Γκρινιάρικοι ελέφαντες που ασφυκτιούν στριμωγμένοι στο τέλος του κόσμου.

    Το ποτήρι στέκεται και περιμένει. Το φως αντανακλά στον πάγο, δοκιμάζει το ουίσκι, με καλεί για την επόμενη κίνηση. Την οποία την προσφέρω ως μία μαριονέτα που δεν έχει άλλη επιλογή.

    Το κουτί τοποθετημένο στο τραπέζι. Λίγο πιο μακριά από το ποτήρι. Μαύρο και μικρό. Το κουτί της Πανδώρας. Το ανοίγω απρόθυμα και με τα δύο δάχτυλα, με μεγάλη προσοχή, πιάνω την Πανδώρα από τους ώμους.

    Ίσως σήμερα να είναι διαφορετικά. Ίσως σήμερα να…

    Ανοίγει τα μάτια της. Ένα μελαχρινό γλυκό κορίτσι, ύψους ένα με ενάμισι εκατοστό. Μία μικρογραφία με αψεγάδιαστες ευδιάκριτες λεπτομέρειες. Γυμνό. Το φέρνω μπροστά μου και με ένα απαλό φύσημα, ένα ανεπαίσθητο χάδι αέρα στέλνω τα πλούσια μαλλιά της πίσω.

    Είσαι όμορφη.

    Μου χαμογελάει. Ένα χαμόγελο που μοιάζει με χασμουρητό και ίσως να είναι. Τεντώνεται νωχελικά και παίζει με τα δάχτυλα των ποδιών της. Όσο για να μου τραβήξει την προσοχή.

    Ένας οξύς πόνος, σαν μία καρφίτσα που τρυπάει το δέρμα, με επαναφέρει. Με δαγκώνει, με όλη την δύναμη των δοντιών της. Θα μπορούσα να την συνθλίψω, αλλά δε φοβάται. Συνεχίζει να δαγκώνει ακόμα και όταν την φέρνω πάνω από το ποτήρι. Ανοίγω τα δάχτυλα και την αφήνω να πέσει. Για λίγο, πολύ λίγο στέκεται, μόνο από τα δόντια της. Και μετά πέφτει. Αφήνεται να πέσει.

    Χτυπάει άτσαλα, σχεδόν κωμικά στον πάγο, προσπαθεί να κρατηθεί, γλιστράει και βυθίζεται. Το υγρό έχει βάθος τρία με τέσσερα εκατοστά. Τα παγάκια ύψος δύο με δυόμισι. Ασταθή για να στηριχθείς, λεία για να πιαστείς.

    Προσπαθεί να ανέβει στην επιφάνεια αλλά με τους κυματισμούς που δημιουργεί φέρνει τον πάγο από πάνω της. Την παγιδεύουν κάτω, με αγωνία παλεύει, με νύχια προσπαθεί να πιαστεί, με πείσμα κάθε φορά που ακουμπά στον πάτο του ποτηριού δίνει μία με τα πόδια της και πετάγεται ξανά πάνω. Σε άλλη μία προσπάθεια, σε άλλη μία αποτυχία. Όλα δείχνουν μάταια…

    …και τελικά είναι.

    Λίγη ώρα μετά, γεμίζω ένα νέο ποτήρι. Αυτή τη φορά δίχως την βαρύτητα να δυσκολεύει τις κινήσεις μου. Δύο παγάκια ξανά. Δίχως κορίτσι όμως τώρα. Τουλάχιστον όχι σε αυτό το ποτήρι, γιατί στο άλλο…

    …ο πάγος έχει λειώσει. Οι κυματισμοί έχουν ηρεμίσει. Όχι απόλυτα. Ελαφρά τρέμουλα στην λίμνη από κεχριμπάρι. Απαλά, όπως οι απλωτές της. Καθώς διασχίζει την μικροσκοπική της πισίνα, κατά μήκος. Σταματώντας σποραδικά, για να καταπιεί μία γουλιά και να μου ρίξει ένα βλέμμα…

    …βλέμμα πονηρό, σκοτεινό, όμορφο. Βλέμμα από κεχριμπάρι…
     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Struggle for Pleasure



    Struggle for Pleasure

    Άνοιξε το κουτί και είδε τη μαργαρίτα. Έξι μεγάλα πέταλα και μία κίτρινη λαμπερή κεφαλή. Έπιασε το άνθος στα χέρι της και το έβγαλε προσεκτικά από το κουτί. Ένα μικρό σημείωμα. Ακούμπησε το άνθος στην άκρη και με ακόμα μεγαλύτερη τρυφερότητα έβγαλε το σημείωμα από μέσα.

    Γραμμές που λυγίζουν και καμπυλώνουν, γράμματα που δένουν και σχηματίζουν λέξεις. Δύο μόνο προτάσεις.

    Μην αφήσεις κανένα λιμάνι, όσο και γοητευτικό και αν είναι, να σου στερήσει το δικαίωμα στο ταξίδι σου. Φάε ένα πέταλο.

    Το διάβασε και το ξαναδιάβασε. Μέχρι που οι λέξεις έδειχναν να μην έχουν σημασία. Μέχρι που άκουσε τη φωνή του. Μέχρι που έκοψε το ένα πέταλο. Και το έβαλε στο στόμα της…

    Ο κόσμος ήταν στερεός και έμοιαζε περά για πέρα πραγματικός. Αμέσως όλα άλλαξαν. Τα πάντα έλιωσαν. Το κρεβάτι της, το δωμάτιο της, το σπίτι της, η γειτονιά, η πόλη, τα βουνά. Σαν πλαστικά μέσα στο φούρνο. Δίχως οσμή, σαν ψευδαισθήσεις που χάθηκαν με ένα φύσημα.

    Μόνη της. Όρθια. Γυμνή, να στέκεται σε ένα λευκοκίτρινο επίπεδο, που τέλος και αρχή είχε λησμονήσει να αποκτήσει. Ουρανός γαλάζιος, χωρίς σύννεφα, αστέρια, ήλιο. Ένα φως που την αγκάλιαζε ομοιόμορφα, όχι μόνο την ίδια. Ολάκερο το επίπεδο, σαν να ‘ταν το άλλο του μισό.

    Κοίταξε προς τα πάνω, αριστερά, δεξιά, κάτω. Θα ένιωθε μικρή, αν είχε μέτρο σύγκρισης. Θα ένιωθε εκτεθειμένη αν δεν ήταν μόνη στο κόσμο όλο. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε μακριά. Το βλέμμα της ταξίδεψε, μέτρα, χιλιόμετρα, έγινε ανάλαφρο, έγινε πουλί, πέταξε με δύναμη, ελεύθερο, δίχως τίποτα να μπορεί να του στερήσει την ελευθερία, με τίποτε πια να μπορεί να του σταθεί εμπόδιο.

    Πέταξε, στροβιλίστηκε, ανέβηκε, βούτηξε, για ώρες, για μέρες, για χρόνια, για μία στιγμή, για μία αιωνιότητα. Ανέβασε την ταχύτητα, πιο γρήγορα, από την μυρωδιά, από τον ήχο, από το φως. Γύρω της γραμμές, ακτίνες φωτεινές που έπεφταν πάνω της με ταχύτητα, σαν ήταν αυτή ακίνητη και όχι αυτά σημεία που στρέβλωναν στον χωροχρόνο.

    Όμορφα, συμμετρικά, ίδια, μέχρι…

    Δύο γραμμές διαφορετικές, πλησίαζαν από πολύ μακριά. Τα πάντα σταμάτησαν. Πάγωσαν. Στεκόταν πάντα στη θέση της. Δεν είχε κινηθεί ούτε ένα εκατοστό. Από μακριά κάτι κάλπαζε προς το μέρος της. Στην αρχή σημεία, ακαθόριστα, που μεγάλωσαν, πήραν σχήμα, είδε την χαίτη τους να ανεμίζει, είδε τα χρώματα τους. Το ένα λευκό και το άλλο μαύρο. Είδε τον κορμό τους, έτρεχαν με δύναμη προς το μέρος της. Είδε τα κεφάλια τους και όταν έφτασαν και στάθηκαν απέναντι της, είδε τα μάτια τους. Δύο μεγάλα, αρσενικά άλογα με μάτια γεμάτα από ζωή. Ατίθαση, αδούλωτη, παρθένα. Με μία προσταγή να χορεύει σαν φλόγα που ετοιμάζεται να την αγγίξει. Να τα ακολουθήσει…


    (συνεχίζεται)
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  3. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Struggle for Pleasure

    …άρχισαν να τρέχουν. Άρχισε να τρέχει. Δεν πίστευε ότι μπορούσε να τα ακολουθήσει. Υπό φυσιολογικές συνθήκες δε θα ήταν δυνατό. Όχι όμως σε αυτό τον κόσμο.

    Στην αρχή έτρεχε να τα προλάβει. Έβλεπε τους θηριώδης μυς τους, να τινάζονται σε κάθε καλπασμό τους. Τις χαίτες να πετάγονται θαρρείς και λες αυτόνομες, σα να προσπαθούσαν να φύγουν από πάνω τους. Όπως και ο ιδρώτας τους. Τα πρόλαβε. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Έτρεχε ανάμεσα τους. Δύο τείχη που την κλείδωναν στο κέντρο του απείρου. Έβλεπε τις ράχες τους, το δέρμα τους, τις φλέβες τους, τους ατμούς που έβγαιναν ρυθμικά από τα ρουθούνια τους. Άπλωσε το χέρι της. Υγρά, ζεστά, σκληρά.

    Διάλεξε το μαύρο, πιάστηκε από τη χαίτη του, σκαρφάλωσε πάνω του. Το καβάλησε. Έσφιξε τα πόδια της, ένιωσε τον καλπασμό του μέσα της, τον ήθελε. Ολόκληρο, όχι μονάχα το μόριο του, ολάκερο. Άπλωσε τα χέρια της, άφησε τον κορμό της να λυγίσει. Έχωσε τα δάχτυλα της των ποδιών της μέσα στο τρίχωμα του. Αφέθηκε, ταξίδεψε, κυμάτισε, έκλεισε τα μάτια…

    …λάθος. Δεν κατάλαβε πως βρέθηκε στο έδαφος. Υπήρχε χώμα, το κατάλαβε με το στόμα της. Το δοκίμασε. Σκληρό. Απάτητο, αλλά στεγνό. Όπως ήταν ξαπλωμένη, ανασήκωσε το κεφάλι και τα κοίταξε. Λαχανιασμένα, με τις ανάσες να την λούζουν, θυμωμένα, είδε τα μάτια τους. Κτηνώδη. Τινάζονταν γύρω της, την περιτριγύριζαν, ένιωσε τον κλοιό που έστηναν γύρω της να την ταράζει. Έσκυψε το κεφάλι και στηρίχθηκε με τα χέρια της. Σηκώθηκε…

    …δύο δυνατά χέρια την τίναξαν και την πέταξαν ξανά κάτω. Ξαφνιάστηκε, τους κοίταξε. Είχαν αλλάξει. Μαύρος και λευκός, άντρες με πόδια που κατέληγαν σε οπλές, σώματα νευρώδη ιδρωμένα, θώρακες που ανεβοκατέβαιναν με δύναμη, μάτια που δεν ήταν ανθρώπινα, αλλά ούτε και ο ανδρισμός τους. Την τρόμαξε το μέγεθος τους, την εξίταρε αλλά την τρόμαζε. Υπνωτισμένη δεν είδε το πόδι που την χτύπησε στο στόμα.

    Στο έδαφος ζαλισμένη ένιωσε το στόμα της να γεμίζει με αίμα. Ένιωσε την γλυκιά του γεύση . Κατάπιε, αυτό ξαναγέμισε. Άνοιξε τα μάτια της, μέσα από πρίσματα δακρύων τα είδε να ουρλιάζουν.

    Δεν είναι άνθρωποι. Δεν έχουν ψυχή. Δεν έχω ελπίδα.

    Χέρια τραχιά, άγρια την πιάνουν από τα πόδια και τη σέρνουν. Της ανοίγουν τα πόδια. Τα κολλάνε στο έδαφος, τα ανοίγουν κι άλλο, πόνος, νιώθει τη λεκάνη εύθραυστη. Δεν προλαβαίνει να αντιληφθεί τον πόνο σε όλο του το πλάτος, όταν νιώθει κάτι απίστευτα χοντρό να σπρώχνει με μία απίστευτη άνεση και να την σκίζει σαν ύφασμα πολυκαιρισμένο. Νιώθει την λεκάνη της να τρίζει, τον κόλπο της να τρέμει τρομοκρατημένος και να προσπαθεί να φτύσει υγρά στον εισβολέα. Το στόμα της στεγνώνει, γεύση μεταλλική μία νότα που καλεί μέσα από την ομίχλη που την αρπάζει, νιώθει να στροβιλίζεται με ταχύτητα, η ναυτία καλύπτεται από τον πόνο που μεγαλώνει, περνάει τα όρια, δεν τη λυπάται, δεν την αφήνει να πέσει να κοιμηθεί, να χάσει τις αισθήσεις της, να λυτρωθεί. Βρέχει…

    …ανοίγει τα μάτια της ανακλαστικά και βλέπει το μαύρο να στέκεται από πάνω από το στόμα της. Χρυσό υγρό, με πίεση σημαδεύει το πρόσωπο της…

    …έφτασε στο τέρμα…

    …το στήθος της, να ποτίζει το χώμα της που την στηρίζει…

    …τον νιώθω να ακουμπά στο έδαφος, θα με τρυπήσει…

    …το χώμα από το υγρό να μαλακώνει και να βυθίζεται στη λάσπη του…

    …γαμάει την γη, εγώ είμαι απλά το μέσο προς αυτήν…

    …νιώθει το χρυσό υγρό να γεννάει λίμνη που σε αυτήν θα την πνίξουν, προσπαθεί να κλείσει το στόμα της. Κάτι σκληρό και πέτρινο, το προλαβαίνει και σπάει τα δόντια της. Η οπλή του. Πνίγεται, ο λευκός βγαίνει από μέσα της και αυτή ξεφουσκώνει σαν κούκλα που της άνοιξα μία τεράστια τρύπα. Από εκεί και πέρα, ο χρόνος κυλάει με λέξεις.

    Λέξεις που πέφτουν αργά σε μία τεράστια κλεψύδρα γεμάτη με αίμα.

    Την γυρνούν…και οι δύο…έμβολα που συναντιούνται…στα σπλάχνα της…και την αδειάζουν…την αδειάζουν…την σκορπάνε…στο άπειρο…την καταπίνουν…την αφοδεύουν…λίπασμα…στη γη…που πλάθεται…από…την…αρχή…

    -Είσαι καλά κορίτσι μου;

    Ανοίγει τα μάτια της. Βλέπει τον κόσμο οικείο μέσα από υγρά πρίσματα.

    -Κλαις;

    Στο στόμα της η μία γεύση που σβήνει. Ένα πέταλο που χάνεται. Ανοίγει το στόμα της να μιλήσει. Νιώθει γεύση μεταλλική. Αίμα.

    -Όχι...ευχαριστώ…είμαι μία χαρά. Σηκώνεται και φεύγει στην αρχή τρέμοντας και αμέσως μετά τρέχοντας. Πιο γρήγορα από τον άνεμο. Σα να καλπάζει…


    (συνεχίζεται)
     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Struggle for Pleasure

    Μην απορρίψεις καμία ψευδαίσθηση που αντιμάχεται με την πραγματικότητα. Θα έχει τους λόγους της και εσύ το εισιτήριο σου. Φάε το δεύτερο πέταλο.

    Η μέρα είχε ξαπλώσει από ώρα και η νύχτα όσο δρόμο είχε διαβεί, άλλο τόσο είχε.

    Το κορίτσι βγήκε στο δρόμο. Οι κολώνες με το φως στέκονταν ακίνητες αλλά δίχως να την κοιτούν. Τα βλέμματα τους δεν καταδέχονταν τη γη και κανένας περαστικός πέρα από την ίδια δεν βρίσκονταν εκεί.

    Μύρισε για άλλη μία φορά τις λέξεις του και έκοψε ένα πέταλο. Το σήκωσε και το κοίταξε στο φως. Ένα τρίξιμο ακούστηκε πίσω της και γύρισε απότομα. Κοίταξε, το ίδιο και ο σκύλος. Γύρισε, όπως και ο σκύλος τη μουσούδα του στα σκουπίδια. Ξανασήκωσε το πέταλο και το μετακίνησε μέχρι που το φως της λάμπας του δρόμου κρύφτηκε από πίσω του. Λευκό δίχως κάτι το ιδιαίτερο να ξεχωρίζει με τη παρουσία του. Αχνό κίτρινο στην άκρη, σαν τη πιο φυσιολογική μαργαρίτα του κόσμου. Το έφερε στο στόμα της. Δίστασε λίγο, αλλά το έκλεισε.

    Περίμενε. Τίποτα. Περίμενε. Όλα τα ίδια μένουν. Ξαφνιάστηκε, αλλά περίμενε. Πίσω της ήχος από βήματα απαλά. Περίμενε. Την φτάνουν και την προσπερνούν. Περίμενε. Η καρδιά της χτυπάει δυνατά, αλλά το σουλούπι του σκύλου της χαρίζει ακόμα πιο δυνατή απογοήτευση. Περίμενε. Παρακολουθεί το κορμό του ζώου που αργά και βαριεστημένα γέρνει μία από εδώ, μία από εκεί και τα πισινά ακολουθούν στον ίδιο ρυθμό αλλά σε αντίθετες κάθε φορά διευθύνσεις. Περίμενε.

    Μήπως κάτι δεν έκανα καλά;

    -Έχεις τίποτα να φάμε; Γουρλώνει τα μάτια και τον κοιτάει. Τα μάτια σκυλίσια, το κεφάλι με μπαλώματα στο τρίχωμα, το στόμα να μασουλάει ακόμα μία πέτσα που του κρέμεται από μέσα, σα μια άλλη γλώσσα.

    -Μάλλον τίποτα. Γυρνάει το κεφάλι του μπροστά και συνεχίζει. Οι ώμοι δεξιά, τα πισινά αριστερά. Οι ώμοι αριστερά, τα πισινά δεξιά. Το κορίτσι να χάσκει με το στόμα ορθάνοιχτο. Να βλέπει το σκύλο να στέκεται να κοιτάει τον δρόμο και από τις δύο μεριές και να συνεχίζει. Να φτάνει στη γωνία, να στρίβει και να χάνεται.

    Ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Κουνήθηκε από τη θέση της. Κοίταξε γύρω της. Κανείς. Φώτα από μακριά στο δρόμο έδειξαν ότι πλησιάζει αυτοκίνητο. Ίχνη φωτεινά που δεν μένανε σταθερά. Φευγαλέα, καθώς ακόμα στο μυαλό της κυριαρχούσε το συμβάν με το σκύλο, σκέφτηκε ότι ο δρόμος είχε σκαμπανεβάσματα. Έκλεισε το στόμα της και κοίταξε αφηρημένα το αυτοκίνητο που πλησίαζε. Με άλματα. Στην αρχή δε το κατάλαβε. Σκεφτόταν ακόμα τους ώμους και τα πισινά του σκύλου. Δεξιά, αριστερά. Τα φώτα όμως…

    Πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, με ρυθμό πιο γρήγορο. Τα μάτια της ακολούθησαν. Πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, πάνω, κάτω. Τώρα έβλεπε καθαρά και γούρλωσε ξανά τα μάτια της. Το αυτοκίνητο είναι μικρό, αλλά και πάλι είναι αφύσικο αυτό που βλέπει. Ένας άντρας, το έχει σηκώσει στα χέρια του, πάνω από το κεφάλι του και τρέχει.

    Κάθε βήμα, κάθε λύγισμα κάνουν τα φώτα από τα φανάρια του αυτοκίνητου να αλλάζουν προσανατολισμό. Πάνω, κάτω. Ο άντρας φτάνει στο φανάρι και σταματάει. Είναι κόκκινο. Περιμένει. Λαχανιασμένος να περιμένει. Το φανάρι γίνεται πράσινο. Ο άντρας κοιτάξει δεξιά, κοιτάει αριστερά και αρχίζει πάλι να τρέχει. Την προσπερνούν. Τα κόκκινα φώτα του αυτοκινήτου…

    …πάνω, κάτω, πάνω, κάτω…


    (συνεχίζεται)
     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Struggle for Pleasure


    Το κορίτσι στέκεται και παρακολουθεί μέσα στο λινό κοντό φορεματάκι της, σα μία άλλη Αλίκη. Δεν κάνει βήμα γιατί φοβάται τι άλλο μπορεί να αλλάξει σε αυτό τον κόσμο. Μένει εκεί ακίνητη, κάτω από τον ξύλινο στύλο, κάτω από το φως του δρόμου. Νιώθει κάτι υγρό να πέφτει πάνω της. Απλώνει το χέρι της και γυρνάει την παλάμη ώστε να κοιτάει προς τα πάνω.

    Βρέχει;

    Κάτι φωτεινό πέφτει από ψηλά, σκάει μπροστά στο πόδι της και σπάει σε μικρότερες σταγόνες φωτός. Άλλη μία σταγόνα ακολουθεί και αμέσως άλλη μία.

    Φως;

    Ο ρυθμός αυξάνει και δεκάδες σταγόνες φωτός πέφτουν πάνω στο δρόμο και διαλύονται σε μικρότερες. Σηκώνει το κεφάλι της ψηλά και βλέπει…

    Εκεί που ήταν το φως της λάμπας, τώρα ένα φωτεινό συννεφάκι έχει πάρει τη θέση του. Στο κέντρο του το φως πιο πυκνό, υγρό, πυκνό, να στάζει. Βλέπει τις σταγόνες που ξεκινούν διστακτικά, διαγράφουν ένα φωτεινό μονοπάτι αποκτούν ταχύτητα και κινούνται προς το έδαφος. Γυρνάει και βλέπει και στις υπόλοιπες λάμπες του δρόμου το φαινόμενο να συμβαίνει. Τώρα βρέχει πιο δυνατά. Από κάθε σημείο που υπήρχε φως, σύννεφα λιλιπούτεια υγροποιούνται και προσγειώνονται στο έδαφος.

    Το κόκκινο του φαναριού δημιουργεί μία κόκκινη λιμνούλα στη βάση του στηρίγματος του. Στη βιτρίνα ενός μαγαζιού το υγρό του νέον κυλάει στο τζάμι. Το φως σε κάθε σημείο του χώρου λειώνει σε υγρές σταγόνες και σχηματίζει μικρά, το ίδιο όμως φωτεινά ρυάκια. Ψηλά στον ουρανό δεν υπάρχουν πια αστέρια, παρά ομιχλώδεις φωτεινές μπαλίτσες. Το φεγγάρι έχει χαθεί σε μία λαμπερή ομίχλη και από κάτω του ένα φωτεινός μεγάλος καταρράκτης.

    Το θέαμα είναι πολύ όμορφο για να την τρομάξει. Είναι απίστευτα επιβλητικό, για να επιτρέψει απορίες να γεμίσουν τα μεγάλα μάτια της. Κοιτάει τις μικρές γραμμές στο τσιμέντο, σαν μεγάλες φλέβες που κάνουν την γη να μοιάζει ζωντανή. Σχεδόν μαγεμένη κάνει δίχως να σκεφθεί ένα βήμα.

    Γκντούπ! Το έδαφος υποχωρεί, αλλά όχι μόνο στο σημείο που πατάει. Θαρρείς λες και ελαστικό, από άκρη σε άκρη βυθίζεται για ένα εκατοστό και επανέρχεται. Η κίνηση γίνεται αργά. Ότι στο έδαφος στέκεται, για δύο δευτερόλεπτα μένει στον αέρα και μετά επανέρχεται στη θέση του.

    Έχοντας τα μάτια της στα μικρά ποταμάκια που σχηματίζονται, βλέπει μόνο το υγρό που μένει στο κενό και μετά έρχεται στη θέση του. Χαμογελάει. Σηκώνει το πόδι και το φέρνει με μεγαλύτερη δύναμη ξανά στο έδαφος. Τα φωτεινά ποτάμια, οι μικρές λιμνούλες μένουν στον αέρα για λίγο και μετά σκάνε στο έδαφος σπάζοντας σε πολύ μικρά κομμάτια.

    Γκντούπ!! Ο θόρυβος της τραβάει την προσοχή. Το ίδιο και ένα χαλίκι που πέφτει και αυτό στο έδαφος. Σηκώνει το κεφάλι της και κοιτάει στην ευθεία των ματιών της. Λυγίζει τα πόδια της και πηδάει…


    (συνεχίζεται)
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  6. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Struggle for Pleasure



    …φτάνει τριάντα πόντους πάνω από το έδαφος και αρχίζει να πέφτει. Στην επιστροφή το συναντά και το παρασύρει μαζί της. Σαν μία τεράστια τάβλα, στηριγμένη σε ανάλογα με το μέγεθος της εύκαμπτα ελατήρια, κατεβαίνει προς τα κάτω. Αφήνοντας ότι σε αυτή στηρίζεται στο κενό και σταματάει τριάντα πόντους πιο κάτω. Τα πάντα μένουν στη θέση του, αιωρούμενα για ένα, δύο, τρία, δευτερόλεπτα. Υποκύπτουν λες στην βαρύτητα και κινούν για να συναντήσουν το επίπεδο. Αλλά με σειρά και τάξη. Τα πάντα διαχωρίζονται σε γραμμές. Κάθε γραμμή πάχους τριών εκατοστών. Πρώτα κινείται η πρώτη γραμμή, διανύει τρία εκατοστά και ακολουθεί η δεύτερη και μετά η τρίτη και μετά η επόμενη και η επόμενη…

    Μία αλυσιδωτή κίνηση από γραμμές και κενά αναμεταξύ τους. Τα κενά είναι λευκά και μοιάζουν να κινούνται προς τα πάνω. Ο διαχωρισμός των γραμμών δεν σέβεται τα υλικά. Τσιμέντο, μέταλλο, ξύλο, αέρας, υγρό, όλα τα υλικά διαχωρίζονται σε γραμμές ίδιου ύψους, λες και κάποιος έχει κόψει ομοιόμορφα μία τεράστια φωτογραφία και αφήνει τις γραμμές στη σειρά να πέσουν. Οι τελευταίες γραμμές των κτηρίων φτάνουν στη θέση τους, αλλά η πτώση συνεχίζει. Τα λευκά κενά ανεβαίνουν ψηλά. Το σκοτεινό βαθύ μπλε σχεδόν μαύρο του ουρανού ακολουθεί την πτώση. Το κορίτσι κοιτάει με μάτια γουρλωμένα, μαγεμένο.

    -Θα συνεχίσεις και άλλο με αυτό το ηλίθιο παιχνίδι; Η φωνή γυναικεία, γέρικη, τσιριχτή.

    Γυρνάει και βλέπει από την σχάρα ενός υπονόμου ένα άσχημο κεφάλι ενός αρουραίου να την κοιτά. Δεν είναι λογικό, αλλά από την άλλη τι λογικό υπάρχει σε όλα αυτά που εκτυλίσσονται γύρω της.

    -Θα σταματήσεις να χοροπηδάς σαν ένα ανόητο παιδί που ανακαλύπτει τον κόσμο; Αλλά τι λέω θεέ μου, αυτό δεν είσαι μήπως;

    Το άσχημο ποντίκι τραβάει το κεφάλι του και χάνεται στην σκιά της σχάρας. Το κορίτσι το σκέφτεται για λίγο, για πολύ λίγο όμως, κοιτάει τον ουρανό που συνεχίζει να πέφτει και με βιαστικά βήματα φτάνει στη σχάρα.

    Έχει φως μέσα. Ένα φωτεινό ρυάκι καταλήγει στη σχάρα, περνάει από τα ανοίγματα και πέφτει μέσα. Φτάνει στον πάτο και κυλάει προς την αριστερή κατεύθυνση.

    Κατηφόρα. Το κορίτσι πιάνει με τα χέρια της τα βρώμικα κάγκελα της σχάρας και προσπαθεί να τραβήξει.

    Βαρύ. Αφήνει το σώμα της να πέσει προς τα πίσω και ξανατραβά. Ζορίζεται, λίγο περισσότερο και η σχάρα υποχωρεί από τη θέση της. Την τραβάει μέχρι να αποκαλύψει τελείως το άνοιγμα και σηκώνεται. Μεταλλικά πιασίματα στην επιφάνεια του τοίχου που χρησιμεύουν και σαν σκαλιά. Φωτεινές σταγόνες πάνω τους, που κυλάνε και συναντούν το αμέσως επόμενο, για να σταθούν για λίγο και να κυλήσουν ξανά. Το κορίτσι βάζει το πόδι της στην τρύπα και χαμηλώνει. Δευτερόλεπτα μετά σκυμμένη μέσα στο τούνελ του υπονόμου κοιτάζει την φωτεινή διαδρομή, που ρέει μπροστά της. Σηκώνει το κεφάλι της προς τα πάνω και κοιτάει τον ουρανό.

    Βρέχει αστέρια. Χαμογελάει και ξεκινάει…


    (συνεχίζεται)
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014
  7. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Struggle for Pleasure

    Το τούνελ ανασαίνει. Οι τοίχοι του πάλλονται σα να είναι ζωντανό. Το κορίτσι νιώθει να πνίγεται και την επόμενη στιγμή νιώθει μικρό κορίτσι που έχει χαθεί, μέσα του. Τα ψίχουλα του δρόμου της, οι φωτεινές κηλίδες στα πόδια της μπροστά. Σκύβει και τις αγγίζει. Τρεμοπαίζουν, ψυχορραγούν και σβήνουν.

    Σκοτάδι.
    Τυφλή.

    Απλώνει τα χέρια και αγγίζει τα τοιχώματα του. Ζεστά, σάρκινα, εύκαμπτα. Βαδίζει, προχωράει. Με δυσκολία. Κάθε της βήμα βουλιάζει στα σπλάχνα του. Πτυχές που την δυσκολεύουν. Που την ρίχνουν. Στα τέσσερα. Βρέφος που μπουσουλάει.

    Δεν τα παρατάει. Τα γόνατα της, τα πόδια της βυθίζονται. Η σάρκα του τούνελ κολλάει πάνω της. Παλεύει να ξεφύγει. Μπήγει τα νύχια της μέσα του και προσπαθεί να την σκίσει. Η σάρκα δεν αντιστέκεται. Συνεχίζει να χαλαρώνει, να αφήνεται, να προσαρμόζεται. Να την ενσωματώνει.

    Το κορίτσι δεν έχει χώρο να κινηθεί. Το σάρκινο τούνελ έχει κολλήσει πάνω της. Δεν υπάρχει πόρος του σώματος της που να μην σκεπάζεται από την μαύρη ζεστή του σάρκα. Μπορεί να τεντωθεί. Η σάρκα του μαζί της. Θέλει να αναπνεύσει.

    Αναπνέει.

    Μέσα από αυτήν. Μία γλυκιά θαλπωρή εισχωρεί στα πνευμόνια της και την αγκαλιάζει τρυφερά. Αφήνεται σε αυτήν. Κλείνει τα μάτια της. Σβήνει τις σκέψεις της. Διώχνει του ήχους. Φυσάει μακριά τις μυρωδιές. Του δωρίζει την αφή της. Είναι δική του.

    Βρίσκεται σε ένα κλεισμένο σπίτι. Οι κουρτίνες είναι βαριές και δεν αφήνουν να περάσει τίποτα μέσα. Σηκώνεται και τις τραβάει. Έξω είναι νύχτα. Τα αστέρια διαγράφουν τροχιές κυκλικές στο μαύρο στερέωμα. Κάποιος χτυπάει την πόρτα.

    Η καρδιά της κρύβεται τρομαγμένη. Παγώνει στη θέση της. Κοιτάει το ξύλο της πόρτας. Βρίσκεται από πίσω της. Το κορίτσι μπροστά της. Ήχος, σταθερός, στρατιώτης, υποκλίνεται μπροστά της. Απλώνει το χέρι της. Το πόμολο είναι μακριά και το χέρι της είναι τόσο μα τόσο μικρό.

    Πιάνει το τεράστιο πόμολο, με την μικρή παλάμη της. Ζεστό, παλλόμενο, ζωντανό, υγρό. Δεν το γυρνάει. Η σκέψη της του δίνει την εντολή και η πόρτα ανοίγει.

    Έξω είναι νύχτα. Τα αστέρια είναι ψηλά στο μαύρο στερέωμα. Εκτός από δύο. Λαμπερά, πηχτά, η ύλη δύο κόσμων μέσα τους. Τα μάτια του. Φέγγουν, ακτίνες δεμένες με αόρατες κλωστές, γεμίζουν το δωμάτιο. Την κυκλώνουν.

    Νιώθει το έδαφος να εξαφανίζεται. Την βαρύτητα να τραβάει τα βρώμικα της χέρια από πάνω της. Το φως μπαίνει μέσα της. Από όλες τις οπές. Τις ορθάνοιχτες και τις σφραγισμένες. Μέσα της χαράζει. Από άκρη σε άκρη. Από τα πολυσύχναστα μέχρι τα μοναχικά…

    …νησιά…

    …της συνείδησης της. Έξω είναι νύχτα. Μέσα είναι μέρα.

    -Καλησπέρα κοριτσάκι…


    (συνεχίζεται)
     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Struggle for Pleasure

    Τα γράμματα πάντα σε προδίδουν. Δραπετεύουν από τις λέξεις που τα έχεις δεσμεύσει και φτιάχνουνε άλλες. Δικές τους…

    Με τη φωνή του άνοιξε μία πόρτα στο μυαλό της και άρχισε να θυμάται…

    Ένα κορίτσι στη σοφίτα.
    Χρώματα βαριά σα να ‘τανε κηδεία.
    Πεταλούδα σκονισμένη που σύλλεγε αράχνες.
    Ένα κορίτσι μπροστά στο παράθυρο, να κάθετε στα μαύρα μεταξωτά βρακιά του κρεβατιού.
    Με τρυφερές κινήσεις βυθίζει το χέρι της στο φως.
    Κισσός από φωτεινές μαργαρίτες που απλώνεται στο δέρμα της.
    Χρώματα μαύρα και λευκά. Γκρίζα και άλλα πουθενά.
    Τρέφεται από το φως και πίνει από τη βροχή.
    Γυμνή μπροστά στο παράθυρο, το ανοιχτό.
    Μένει για πάντα εκεί και για πάντα εκεί θα μένει.
    Προσπάθησε να την πύλη να διαβεί…

    …να διαβεί την πύλη να προσπάθησε.
    Θα μένει για πάντα εκεί και μένει για πάντα εκεί.
    Ανοιχτή πίσω από το παράθυρο, το γυμνό.
    Βροχή να πίνει και το φως να τρέφει.
    Χρώματα γκρίζα και άλλα. Λευκά και μαύρα πουθενά.
    Στο δέρμα της, στο φως, κισσό και μαργαρίτες να απλώνει.
    Το φως με κινήσεις τρυφερές την βιάζει.
    Και τα μεταξωτά βρακιά της, από το κρεβάτι στο παράθυρο πετάει.
    Αράχνες που συλλέγουν πεταλούδες.
    Βαριές κηδείες μες το χρώμα.
    Μία σοφίτα στο κορίτσι.


    Το κορίτσι ξυπνάει. Το πέταλο, το ταξίδι του έχει τελέψει...


    (συνεχίζεται)
     
  9. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Απάντηση: Hlia's little poison candies

    Η πραγματικότητα είναι μία πόρνη που πουλάει την πραμάτεια της, στο φως της ημέρας. Δεν έχει καμία τσίπα μέσα της…

    Κρατούσε το τρίτο πέταλο στα χέρια της.
    Έχω φτάσει στη μέση. Έχω;

    Έβαλε το τρίτο στο στόμα της. Προσπάθησε να το κρατήσει στα δόντια της, αλλά δεν την άφηνε να συγκεντρωθεί η θάλασσα, που κουνούσε την βάρκα.

    Βάρκα; Το κρεβάτι της είχε μεταμορφωθεί σε μία μικρή παλιά βάρκα. Δωμάτιο δεν υπήρχε πια. Όπου και να κοιτούσε έβλεπε μόνο την ανοιχτή θάλασσα. Ξηρά πουθενά και τοίχος επίσης.

    Κοίταξε τα σύννεφα. Όχι πολύ μεγάλα. Κοίταξε το νερό. Την τρόμαξε το χρώμα του. Μαύρο, κατάμαυρο, φιλοξενούσε λες την νύχτα.

    Κοίταξε τα κουπιά. Ολοκαίνουρια.
    Κοίταξε τα χέρια και τα πόδια της. Μαυρισμένα και νευρώδεις. Κάτι την χαλούσε.
    Κοίταξε το πουλί της.
    Το κοίταξε ξανά.
    Τι κάνει αυτό εδώ;
    Το κοίταξε ξανά.
    Ιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι, παναγιά μου!

    Έχει πουλί!!
    Που πήγε το μωρό μου;Τι θέλει αυτό εδώ πέρα;
    Έσκυψε το κοίταξε. Δεν το έπιασε. Κοίταξε τα χέρια της, τα πόδια της.
    Τρίχες!!!
    Σηκώθηκε και έτρεξε προς το νερό. Η βάρκα έγειρε απότομα,σκουντούφλησε και έπεσε με τα μούτρα στο νερό. Μόνο τα μούτρα όμως, γιατί η υπόλοιπη στεκόταν γαντζωμένη μέσα. Το νερό την έτσουξε και θόλωσε τους φακούς. Η εικόνα καθάρισε αργά. Το σοκ όμως απαιτούσε πιο αργά…

    Το πρόσωπο ενός αγοριού την κοιτούσε μέσα από το νερό. Έσκυψε να το αγγίξει και έκανε και αυτό το ίδιο. Τα επόμενα δευτερόλεπτα μόνο τα σάλια έδειχναν ότι δεν ήταν άγαλμα. Ξεκινούσαν από το είδωλο της και έπεφταν στο λεπτό της στόμα.

    Το νερό άρχισε να κάνει κυματισμούς. Μετά ήρθε ένα κύμα και την ξύπνησε. Όρθωσε το ανάστημα και χοροπήδησε μπροστά στην κουπαστή.

    Είμαι αγόρι! Τι κάνουν τα αγόρια;
    Έκατσε όρθια πάνω στη κουπαστή και αντιστεκόταν στον αέρα.
    Τα αγόρια δεν λυγίζουν! Το έκανε για ώρα μέχρι που βαρέθηκε.

    Τι κάνουν τα αγόρια; Δεν κλαίνε!
    Το σκέφτηκε και το έψαξε.
    Πώς όμως;
    Έσκυψε το κεφάλι της και κοίταξε τα αρχίδια της.
    Λες; Σήκωσε το χέρι της ψηλά και μετά το κατέβασε με δύναμη.

    Αστέρια…

    Κάτι της ξερίζωσε το στομάχι από εκεί που χτύπησε. Από ένα μικρό σημείο να περάσουν όλα. Έτσι ένιωσε…και έβαλε τα κλάματα.
    Τα αγόρια δεν κλαίνε και μαλακίες! Τα επόμενα… τα σκέπασαν οι λυγμοί.

    Ώρα μετά στην κουπαστή καθισμένη κατάχαμα έχει ηρεμήσει πια.
    Τι κάνουν τα αγόρια;
    Το σκέφτηκε.
    Το βρήκε!
    Κατουράνε όρθια!!!
    Πετάχτηκε στα ουράνια σαν πύραυλος, έπιασε το πουλί της και σημάδεψε τη θάλασσα.
    Και σημάδεψε…
    …και σημάδεψε. Ώρα μετά κατούρησε.
    Θέεεε μου!!!! Αυτό κάνουν τα αγόρια; Καλά περνάνε τα μαλακισμένα!!
    Ένα ουράνιο τόξο απολαύσεων. Η ενάτη των αισθήσεων. Μόνο που τελειώνει γρήγορα.
    Η πηγή στερεύει. Το τινάζει. Μια, δυο σταγόνες, πετάγονται μακριά, άτσαλα. Το κοιτάει. Κάθεται κάτω.

    Τι κάνουν τα αγόρια;

    Οι ώρες την έχουν στολίσει σε όλες τις θέσεις της βάρκας. Η τελευταία την βρίσκει στο κέντρο με τα κουπιά στα χέρια.

    Τι κάνουν τα αγόρια; Ξεφυσάει και ρίχνει το βάρος του μπροστά. Μαζί με τα κουπιά.

    Τι κάνουν τα αγόρια; Παίρνει μία βαθιά ανάσα και στυλώνει την πλάτη του. Μαζί με τα κουπιά.

    Τι κάνουν τα αγόρια; Και ξανακάνει κουπί…


    (συνεχίζεται)

     

    Υ.Γ. Τρεις διαφορετικές αναγνώσεις.
     
  10. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Το Δέντρο

    Το Δέντρο.

    Στο κέντρο ενός Δάσους είναι ένα Δέντρο. Δέντρο με φύλλα μικρά, καλότεχνα, καταπράσινες μικρές νησίδες πλουμιστών χρωματισμών. Οι νησίδες καταλήγουν στους Αγωγούς. Ικανοί να μεταφέρουν την ζωή στις πολιτείες. Οι Αγωγοί συναντιόνται στα Κλαριά. Πολυσύχναστοι δρόμοι όταν υπάρχει η Πηγή.

    Τα Κλαριά ξεκινούν από τον Κορμό. Και ο Κορμός με δυσκολία ανάμεσα σε κόκαλα νεκρών βρίσκει την επαφή του με τις Ρίζες. Οι Ρίζες είναι ένα άγνωστο στους ανθρώπους έντομο. Στο τεράστιο μέγεθος. Θυμίζει μία αράχνη δίχως σώμα σε μέγεθος αλόγου.

    Οι Ρίζες χρειάζονται τροφή. Για αυτόν ακριβώς το λόγο έχουν φτιάξει όλα τα υπόλοιπα. Τον Κορμό, τα Κλαριά, τα φύλλα. Για να γαντζώσουν την Πηγή.

    Η Πηγή καταφθάνει με τον Άνεμο. Υγρασία παγιδευμένη στα ρεύματα του. Αναγκάζεται να περάσει μέσα από τα φύλα. Με κινήσεις απαλές οι σταγόνες, μην και τυχόν ξυπνήσουν κανένα. Έτσι νομίζουν…

    Γιατί μόλις το πράσινο αγγίζουν, σφουγγάρι γίνεται και τις ρουφά. Ταξίδι ανάμεσα σε χιλιάδες βιαστές, αθώες και όμορφες παρθένες. Οι σταγόνες και οι διψασμένοι εργάτες. Κομμάτια τους όλοι κρατούν για ενθύμιο, αλλά το κεφάλι ποτέ δεν το πειράζουν. Το κεφάλι είναι για τις Ρίζες. Το γδύνουν από μάτια, αυτιά και μύτη και το καταπίνουν αμάσητο. Ώρες μετά το αφοδεύουν...

    Σε μία λιμνούλα ανάστασης. Υγρά κομμάτια που ενώνονται και γίνονται σταγόνες. Πιο ελαφρές από το χώμα ανεβαίνουν ε ψηλά. Στην επιφάνεια πιο ελαφρές από τον αέρα και ίπτανται αστήρικτες. Μέχρι να συναντήσουν τον Άνεμο. Και να τις παρασύρει ξανά μαζί του…
     
  11. Georgia

    Georgia Owned Contributor

    Το κοριτσάκι άνοιξε τα μάτια του..

     

     
     
  12. Ηλίας

    Ηλίας Guest

    Απάντηση: Hlia's little poison candies



    Afierwmeno στην γενιά του τώρα.

    Το τέταρτο πέταλο την τρόμαζε. Το κοιτούσε για ώρα πριν στο στόμα της το βάλει.
    Το κοίταξε στον Ήλιο, δεν είδε τίποτα.
    Το κοίταξε στη Δύση, μία σκιά.
    Το κοίταξε στην Ανατολή και είδε την σκιά να συσπάται.

    Σου ‘ρχομαι. Το κατάπιε και έπιασε αμέσως το πηγούνι της. Μετά η παλάμη της ανέβηκε στα χείλια της. Έλειπε κάτι. Ένιωθε αμούστακο αγόρι…

    Μία φορά και ένα καιρό ήταν ένα κατάξανθο μικρό κοριτσάκι, ηλικίας τεσσάρων, αγγελούδι σωστό. Μέσα σε μικρό δωμάτιο θρονιασμένο στη μικρή της την καρέκλα, μπροστά σ’ ένα τεράστιο τζάκι. Μέσα στο τζάκι η φωτιά. Μία ολόκληρη ρίζα ελιάς καιγόταν. Μπροστά στη φωτιά και ανάμεσα στο αγγελούδι και τη φωτιά, ήταν η γιαγιά. Σε μία εξίσου μικρή καρέκλα, η γιαγιά, απέναντι της να της λέει ιστορίες.
    Ιστορίες για δαίμονες κακούς, που θα ‘πρεπε να μένει, πάντα, μακριά τους…

    -Γιαγιά;
    -Ναι πουλί μου; Τι θέλεις;
    -Γιατί εκείνος ο Θείος δεν έρχεται να μας δει;
    -Γιατί είναι καλόγερος πουλί μου.
    -Και είναι καλό αυτό γιαγιά;
    -Για να γίνεις πουλί μου;
    -Ναι για...γιααάάά.
    -Όπως έχει η καρδιά σου πουλί μου.

    Το αγγελούδι την κοιτάει με απορία. Η γιαγιά του χαμογελάει, με τα μάτια.

    -Αν είσαι καλός, πουλί μου να γίνεις γέρος. Αν είσαι γέρος γιατί να γίνεις καλός;

    Το αγγελούδι έκανε πως κατάλαβε. Αλλά καθόλου πειστικά. Η γιαγιά συνέχισε…

    -Θα σου πω ένα παραμύθι και θα καταλάβεις πουλί μου. Μία φορά ήταν ένα Μοναστήρι. Η εκκλησία των καλόγερων, είναι το Μοναστήρι πουλί μου. Και ένα καιρό πριν σε κάποιο από αυτά ήταν ένας καλόγερος. Αφοσιωμένος στο θεό.

    -Το Μοναστήρι ήταν τεράστιο και αυτός μόνος του. Του έστειλαν ένα καλογεράκι. Αμούστακο αγόρι. Όταν το πρωτοείδε ο καλόγερος νόμισε πως κάποιος άγγελος είχε δραπετεύσει από τις τοιχογραφίες και τον έβλεπε με σάρκα και οστά.

    -Μετά έμαθε ότι ήταν ο Ιγνάτιος. Ο καλόγερος βεβαιώθηκε ότι έβλεπε άγγελο, αλλά κατάλαβε ότι ήταν από το τσούρμο του Διαβόλου.

    -Γιαγιά;
    -Ναι πουλί μου;
    -Είναι κακοί αυτοί;
    -Ναι πουλί μου είναι
    -…και μείνε μακριά τους.
    -μμμ…γιαγιά;
    -Ναι πουλί μου;
    -Θέλω μπισκοτάκι.

    Η γιαγιά κοιτάει το αγγελούδι, χαμογελάει με τα μάτια και σηκώνεται με δυσκολία.

    -Περίμενε να φέρω από την κουζίνα πουλί μου…
    -…και μακριά από τη φωτιά.
    -Ναι, γιαγιάα!


    (συνεχίζεται)
     
    Last edited by a moderator: 17 Απριλίου 2014