Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

I Had a Dream

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 14 Ιουλίου 2022.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Part A

    Message in the Bottle 9th
    “Το Κάστρο”

    Day 84
    “Το Όργιο των Θεών”

    Στην επιφάνεια της θάλασσας του π Ειρηνικού, τα μα και μουθ, μανιτάρια σπέρνουν. Σπόρια πλάνα.

    Με του πλοκαμιού το Ένα, η Αθηνά, χαϊδεύει την Άφρο και δύτη, στην επιφάνεια του Κόλπου. Λίγες οι λέξεις. Συλλαβές τα βο γη τα, της λαγνείας η θεά. Γράμματα σπό βομ και ρος Βος

    -Τι θυμάσαι από το όργιο Αφροδίτη;
    -Σαν όνειρο θυμίζει.

    Η Ήρα και ο Δίας, γιορτή είχαν του Μεγάλου. Κλειστή γιορτή για δέκα τρεις του Μοναχού θεούς. Δώδεκα και γω.

    Τα καλά μου φόρεσα και το γυμνό κορμί μου. Της νύχτας τον Μανδύα στη μέση μου ετύλιξα, αυτόν που επιτρέπει τα μάτια να βλέπουν και το μυαλό να φαντάζεται.

    Με χαρά και πόθο συνάντησα τα πάντα. Γέλασα και χόρεψα και δίψασα πολύ.
    Η Ήρα και ο Δίας, πότο μου φτιάξαν ιδιαίτερο. Στο μωβ να φέγγει, με παγάκια της φωτιάς. Να ντισταθώ δεν μπόρεσα το ρούφηξα στο μόνο, μια γουλιά και πάτο μαύρο.
    Μία κόρη της ράσης η γλυκιά του Θάλπω, τα μάτια κλείσαν και στη λίμνη του Μορφέα βυθίστηκα βαθιά.

    Η Άφρο να κλαίει άρχισε, από πόνο και ραχά. Η Αθηνά την αγκάλιασε με της Τροίας τα πλοκάμια και την έφερε κοντά της. Την τύλιξε προσεκτικά και σβόλο του μικρού την έκανε. Στον υγρό της κόλπο έφερε και μέσα την απίθωσε.

    -Αφέσου Αφροδίτη μου και τη ψυχή σου, άσε να ξε χειλίσει. Η Άφρο, την θέρμη ένιωσε και την υγρασία της ασφάλειας. Στον κόλπο οι σταγόνες κρέμονταν από δεξιά, ριστερά, νω και κάτω. Τους χαμογέλασε και αυτές σε χορό μπήκαν μυστικό.

    Η Αφροδίτη συνέχισε.

    -Ξύπνησα και το σώμα μου, τεράστιο. Γυμνό, σε σφαίρα 1000 φορές ενός πλανήτη, δεμένο ήταν. Του μαέστρου τα δεσμά, το σώμα μου την επιφάνεια ολάκερη κάλυπτε.
    Τα μάτια μου ανοιγόκλεισα. Θέλησα να δω στο καθαρά. Εμπρός μου το Δία, θηριώδη και γυμνό. Στις σκιές του κενού, οι υπόλοιποι θεοί. Με λαγνεία, πόθο σκοτεινό, εμμονή, λαχτάρα όλοι να κοιτούν. Το Δία βράχο, έπιασε μεγάλο, κοφτερό. Σε μέγεθος, βουνό. Στο χέρι του, το ζύγισε, σημάδεψε και το πέταξε προς ε και μένα.

    Το βουνό και βράχος, με ορμή συγκρούστηκε και το κορμί μου έσκισε. Οι του οξύ αιχμές, βυθίστηκαν στην σάρκα μου και κομμάτια μου εκσφενδονίστηκαν στο σύμπαν. Δεν ούρλιαξα, δεν φώναξα, ο πόνος ήταν μεγάλος και την πνοή μου πάγωσε.
    Ο πόνος κισσός, απλώθηκε στα βάθη της ψυχής μου. Τεντώθηκε, χασμουρήθηκε πλευρό άλλαξε.

    Το Δια, δεύτερο βράχο στα χέρια του έπιασε, του κομήτη, του μεγέθους. Το έφτυσε και αυτό τσουτσού και ρίξε. Το σφίξε, αυτό χλόμιασε, δύο βόλτες έκανε το Δία γύρω από το κορμί του και με δύναμη στα πάνω πυρό και βόλησε. Το κομήτη στο στήθος μου ανάμεσα έσκασε, με ορμή άνοιξε τη σάρκα και στο πλανήτη που πάνω του δεμένη μουν, χώθηκε βαθιά. Μέχρι το πυρήνα του. Τα στήθη μου Μεγάλα, ταράχθηκαν, φούσκωσαν, άνοιξαν και το γάλα χύθηκε στο κενό δίχως ύλη σύμπαν. Ο πυρήνας του πλανήτη φωτιά πήρε, κάρβουνο που φουντώνει, δίχως οξυγόνο, με πίεση του μόνο.

    Το Δία, τρίτο βράχο στα χέρια του. Τη Σελήνη. Την γύρισε, την έπαιξε και στα δάχτυλα του έπλασε. Του ανωμάλου τώρα οι σφαίρα, με χαράδρες και σειρές του Όρους. Ξυράφια διάστικτα, οι κορυφές τους. Δέκα βόλτες έκανε, γυρώ από τον εαυτό του.
    Σε κάθε βόλτα και του υπόλοιπου θεοί, φωνάζαν ουρλιάζοντας το νομα του. Σημάδεψε και το σβούριξε με οργή πάνω στο κορμί μου.

    (-Τι βλέπεις; Νόμος.
    -Κάτι παράξενο, κάτι απρόσμενο. Άστρο.
    -Να τοιμάσω τα Ραβδιά; Λόγος.)

     
  2. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    “I Had a dream. a”

    Message in the Bottle 9th
    “Το Κάστρο”

    Day 85
    “Το Όργιο των Θεών”

    Η Σελήνη έπεσε με φόρα πάνω μου. Οι κορφές της, άνοιξαν τεράστιους κρατήρες στον φλοιό μου. Το δέρμα μου άνοιξε, σαν δέρμα μέσα στο φούρνο. Τα υλικά μας, φωτιά πήραν. Η φωτιά απλώθηκε πρώτα στην επιφάνεια και καθώς η Σελήνη συνέχισε με την ορμή της να βυθίζεται στο μέσα, ο πλανήτης του κατά της πίεσης την ενέργεια ξέρασε παντού. Οι εκρήξεις ήταν διαδοχικές. Έφτασαν μέχρι το πυρήνα και μετά…

    Ο πλανήτης μετατράπηκε σε ήλιο. Οι υπόλοιποι το Δία χηρό και κροτήσαν με του τρελού τα γέλια. Το Δία γύρισε και υπο κλήθηκε εμπρός τους.

    -Και να το φως! Το κορμί μου λαμπ και άδειασε και το φως και τη θερμότητα σκόρπισε παντού για του Μύριου τα χρόνια. Στην αρχή πονούσα και η δυσφορία του Δία η μεγάλη. Άρχισε όμως να μ’ αρέσει και τις σάρκες που δεν είχαν ακόμα στο καεί, να προσφέρω με λαχτάρα στη φωτιά.

    Ο καιρός πέρασε και η φωτιά μου πάει. Λίγο πριν το τέλος, το Δία έριξε νερό πάνω μου πολύ. Η φωτιά σβήνει και τα κύτταρα της πλάνης και του δικού μου το κορμιού φώναζαν και πάλι. Θέλω θε και θε και λω.

    Το Δία πήρε τότε, το μυστρί, το φτυάρι, τον Γκάσμα και της Τρύπας το μυτερό το Νι. Άρχισε να σκάβει, τα υλικά να βγάζει. Εγώ φώναζα από του Η τη δονή. Κι άλλο κι άλλο κι άλλο.

    Στην αρχή το κάρβουνο αφαίρεσε και τη ελαφριά την στάχτη. Κι άλλο, θεε μου κι άλλο.
    Μετά τα μέταλλα του χρυσού, του σιδήρου, του χαλκού και του Ουράνιου Ραδίου. Κι άλλο, κι άλλο φώναζα και έχυνα δίχως προ, ν και τροπή.

    Αφαιρέθηκε ότι γύρω μου υπήρχε και στην καρδιά σαν έφτασε, μικρός πλανήτης στο μέγεθος της Γης. Μικρή τη πλάνη, από καθαρό Διαμάντι. Με ξυράφι και κοπίδι, μάχη και το χέρι, το καθάρισε και παλάτι έφτιαξε με αυτό.

    Κι άλλο, κι άλλο, της φωνής τον τελευταίο οργασμό. Με κοίταξε και είπε, το όπλο του στόματος καθώς όπλισε.

    -Τελείωσες και άλλο τίποτε δεν έχεις να προσφέρεις. Και πυροβόλησε.
    Νεκρή, για έναν αιώνα, στα μπουντρούμια του Άδη, μέχρι την επόμενη Αυγή.
    -Και τώρα πως νιώθεις μικρή μου Αφροδίτη; Αθηνά.

    (-Κι άλλο, κι άλλο, κάρβουνο ρίξτε στο φέρετρο απάνω. Νεκρό
    -Το κάρβουνο και το χώμα είναι ακριβό. Ο πόλεμος στοιχίζει. Δέκα μέτρα του Ευρώ, η κάθε επόμενη φτυαριά. Θάφτης)


     
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    “I Had a dream. Τou Β”

    Message in the Bottle 9th
    “Το Κάστρο”
    Day 86

    “Το Όργιο των Θεών”
    -Και τώρα πως νιώθεις, του Θείου Αφροδίτη; Αθηνά.

    -Άδεια, μόνη, δίχως σάρκα, κόκκαλα, βράχους, φλοιό, πυρήνα. Του τι το ποτέ.

    Δίχως χρυσό, στάχια, καλοκαίρι, εποχές και μήνα. Το λάδι μου καθόλου και ο πόνος μου του Μέγα. Του Ουράνιου το στέγας, ο νέμος το πήρε μακριά και άπει στο γράμμα το χαμένο Ρ. Αθηνά πεινάω.

    Η Αθηνά, τα πλοκάμια της βάζει τρυφερά στον Κόλπο και το Ανθρωπόμορφο μωρό χταπόδι, βγάζει από τη μήτρα της. Η Διττή Θεά τα’ φρου. Στα πλοκάμια της γλυκά του νάνου ρύζι και στο στήθος, με ρώγες σαν το μήλο το στόμα της Άφρο ακουμπά. Η Αφροδίτη στο το μα της, ανώ Γη ω και γάλα πίνει. Αχόρταγα, να καλύψει την δίψα των Αιώνων.

    (-Το γάλα μου το πίνω. Τή
    --Στα γόνα τα Δελφίνο. .Διττή
    -Γιατί η Να Να μαλλιών ει. Φροιντήτη
    -Και αυτό το Μέγαλιώνει. Αφροδήτη)

     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    “i had a dream. cc”

    message in the mightnare bottle 9th
    “Το Κάστρο”

    Day 87
    “Το όργιο των θεών”

    -Αθηνά!!! Ξύπνα, φοβάμαι, φοβάμαι, τρέμω, τρομό κρατούμαι και φοβάμαι.

    -Ηρέμησε μικρή μου Αφροδίτη και στην αγκαλιά μου, κάτσε. Όνειρο είδες. Η μικρή αφροδίτη, σα το ψάρι κρύβεται και η σκιά της στη λούφα ζει. Τα πλοκάμια της σφιχτά δένει, γύρω από την Κουκού και λα της Μεγά λης Αθηνάς.

    Οι ώρες, κρύβονται, πίσω από τους δείκτες. Οι μέρες από τις νύχτες. Και ο χώρος από το χρόνο. Στο κάποτε η αφροδίτη, στο χάλα, γάλα, ρώνει. Τα ματάκια της ανοίγει και στο χάμο, ταπεινού, το λι και γέλιο, που στην Αθηνά χαρίζει.

    Ρεύεται, φτερνίζεται, κλάνει και τανύζεται. Το χαμόγελο, θαρρεύει και από το στόμα της δειλά προβάλλει. Αριστερά κανείς, δεξιά κανείς, βήμα κάνει και ανάσα της κουφής της άνασις παίρνει. Η Αθηνά Τεράς τιο χαμόγελο της στολίζει, στα κοντά μαλλάκια της και με ρυθμό αργό, τις λέξεις τοποθετεί, απαλά στα αυτιά της.

    -Τι θυμάσαι από το όργιο Αφροδίτη; Τι συνέβη όταν στη ζωή επέστρεψες ξανά;

    Η αφροδίτη, ξερώκαταπίνει και με λέξεις μπερδεμένες, τις σκέψεις δειλά φωτίζει.

    -Όταν συνήρθα, η λήθη με κρατούσε βαριά στο κάτω. Να κουνήσω πλοκάμια εγώ δεν το μπορούσα. Κοκάλινος ο σκελετός…

    …Αθηνά, κράτα με σφιχτά…

    …ο σκελιετός, που πάνω του ξαπλώνω. Το μαλακό μου σώμα, ζύμη πάνω του πλάθεται. Τα μάτια μου ανοίγω και εμπρός μου φως. Μετά μεγάλη η σκιά της. Τα μάτια της τεράστια και τα 52. Τα δάκτυλα της μακριά και τα 23. Στο χέρι της, χοντρή η σακοράφα. Με κλωστή, των μυών ιστούς, τη ψυχή μου δένει στο σκελε και το. Η αφροδίτη, κομπιάζει, δεξιά κοιτά και αριστερά κανείς. Στο κέντρο μόνο η θηνά. Πνοή και το μικρό της σωματάκι φουσκώνει, σα γλυκό μπαλόνι.

    -Ουφ φου και συνεχί Ζω. Μόλις το ράψιμο τελειώνει. Τα πλοκάμια του 8 μου, στα 4 χωρίζει. Κάθε δύο σε ένα παπού τσι βάζει. Σε δύο χέρια, τα τές σερά. Σε ζίο πόζια, τα Υπό λοιπα τα τέσσσερα. Πνοή διπλή. Η πρώτη βιαστική αυτή της ασφυξίας, η δεύτερη γοργής στης αστής της βίας.

    -Ουφφου Φουουφ. Μετά από σχοινί πλωμένο στης αυλής τον Ήλιο, κομμάτια λεπτού του δέρμα τος, που ξερνούν στο φως. Τα τοξικά υγρά της. Ένα και ένα, στων μυών τις μικρές χαράδρες, από μέσα την κλωστή περνά και δερμάτινο το σάβανο που πάνω μου απλώνει.

    Το στήθος μου αδειάζει και μικρό το κάνει, 6 οι ρώγες, μικρά του σάπιου μήλου τα κουμπιά. Και το τέλος, στο κέντρο μου, στο μικρό μου ομφαλό…

    Η α φρο δι και τη, κάτω από το κρεβάτι τους κοιτά, τα φώτα νάβει, τις κουρτίνες ανοίγει και…

    -Στο τέλος, με τις σειρές των Τροιών τα δόντια, πλησιάζει, δαγκώνει, με δύναμη και την κλωστή της κόβει. Φτύνει το κομμάτι που σεύει στο περί. Κόμπο δένει και σφιχτά τραβά.

    -Όμο και ρφα. Η ώρα ήρθε να ξυπνήσεις.

    -Τα λόγια της πικρά σκουριασμένα θολά, γυαλιά, καρφιά. Χαστούκι μου δίνει δυνατό. Το μουσούδι μου τινάζεται και τα σχημάτιστα μου τα δόντια, ρέμουν. Δεύτερο ακόμα πιο δυνατό. Ανάσα παίρνω και αρχίζω να φωνάζω.

    Τα δάκρυα καθαρίζουν τους φακούς του Ξενιστή μου και βλέπω καθαρά.

    -Το !Η!Ρ!Α!

    (-Πόσο είναι το αντίτιμο; Κουν
    -Τρρείς σταγόνες αίμα. Ούννου
    -Θα έχει πολύ κόσμο σήμερα; Pee
    -Θα έχει, καιρό κλεισμένους μέσα τους είχαμε, τους λεβέντες μας αυτούς. Κουπί
    -Και η ταινία στου καλοκαιρινού see και νεμά, τρόμου είναι. Ου ου
    -Ωραία τότε, splatter θα ναι και μπόλικο το α i μα. Kou nou pi)


     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    “I Had a dReam. ΓΓΓ”

    message in the Are bottle 9th
    “Το Κάστρο”

    Day 88
    “Το όργιο των θεών”

    Στο πλανήτη των Vedos, δύο τα σαρκοβόρα που τον κατοικούσαν.

    Τα πλούσια Ve. Του ψος στα 2, τα μετράς. Χέρια, πόδια, με δάχτυλα του οχτώ. Κορμό που νοιάζει άνθρωπο, με ρώγες έξι. Κεφάλι σκύλου, δίχως τις πλούσιες τριχιές. Το πλήθος του ενός εκατομμυρίου, τα πλούτη τους μεγάλα, τα’ φεντικά του κόσμου τούτου. Ο πλανήτης μία ήπειρο μονάχα είχε. Τεράστια, αχανής, έρημος και στη μέση ένα Δάσος, μία όαση του Παρά η δείση και η πλάση.

    Επαύλεις του χλίδας, του τέλειου πολύ και του θανάτου. Τα πρώτα δύο για τα Vo που κει έμεναν και ζούσαν. Tο τρίτο, για το δεύτερο της σαρξ του βόρρα, τα θηριώδης dos.

    Τα ύψη τους διπλάσια από τα αριστοκρατικά Ve. Τα ποντίκια τους αρούρια, μικρά γουρούνια. Πόδια τέσσερα, με δάχτυλα τριών και μεγάλα νύχια. Το κεφάλι τους του Λύκου, με τη διαφορά, πως μόνο ένα μάτι είχαν. Ο πληθυσμός του δισεκατομμυρίου και στην έρημο ζούσαν, γύρω από τους Ve.

    Οι Ve, έξυπνοι και στην πόλη βαφτισμένοι, τα δάχτυλα και τα χέρια τους, τη δυνατότητα έδωσε στην κυριαρχία. Οι dos, απλά τους σκλάβοι.

    O Μιχ, ένας πλούσιος και της μέσης, στην πυραμίδα των Ve, το έργο επέβλεπε, όταν γνώρισε την άλη. Με αλυσίδες στα κορμιά τους γανζτωμένες, τα dos, βράχους έσερναν για την νέα παύλη. Οι βράχοι του μεγάλου, συνήθως τρεις του dos, για να τους σύρουνε στα Φράγκα, η πρωτεύουσα των Ve. Όμως τον πιο μεγάλο βράχο, μία και μόνο μία, η dos που τον έσερνε με άνεση. Σαν μα ούννα, έμοιαζε ο βράχος και η αλυσίδα χοντρή, σαν δέντρο. Στάση του καμία, φλόγες στα μακριά κανιά της, ιδρώτα νερό που τρέχει από το βαθύ το κόλπο.

    Ο Μιχ, με το στόμα νοιχτό από το μεγάλο δέος και η άλη.

    -Βλέπεις κάτι που σ’ αρέσει; Με το πράσινο μεγάλο μάτι, σαν freesBi των σκυλιών.
    Βλέπω της είπε ο Μιχ και η ακολουθία κύλησε. Ο γάμος μεταξύ των Ve και των dos, φαινόμενο του σπάνιου, δεν ήταν, απλώς η ένωση ήταν πάντα στείρα.

    Την λάτρευε, την προσκυνούσε, τα χίλια μύρια δώρα, εκδρομές, λούσα και μούσα της πήγαινε, το πρωί, το μεσημέρι και το βράδυ. Η άλη, στην αρχή με χαμόγελο τα δεχόταν και τη χρυσή βροχή του έδινε απλόχερα.

    Στο σεξ; Δύσκολο κομμάτι. Η άλη στηνόταν στα τέσσερα και το κόλπο κοίταγε το κεφάλι του όρθιου Μιχ.

    Στα νάσκελα; Η μιτορείδα της άλη ήταν διπλάσια από τον κούκου του Μιχ. Και το κόλπο αχανές. Με γερανό τον έδεναν και προσεκτικά κατέβαζαν, καθώς αν γλιστρούσε σα σα πούνι, μέσα του θα χανόταν, για πάντα. Η ψείρες που μέσα του κατοικοεδρεύαν, σαν αστακοί μεγάλοι. Η άλη βαρέθηκε και στο μεγάλο πιάστηκε.

    -Ουφ μπρε μιχ, εδώ βαριέμαι και οι δικοί μου λείπουν. Θέλω να φύγουμε από δώ. Στο από σαν είδε, την περί και ουσία του όλη σε dosaskia, στο μετά τα έστρεψε και στην έρημο των dos, μετακόμισαν μαζί.

    Εκεί όμως ο μιχ, μικρού καμωμένος ήταν και αφεντικό η άλη. Τους φίλους της καλούσαν και ο μιχ με την ποδιά στη μέση. Σκούπιζε, σφουγγάριζε, έραβε, μαγείρευε, σιδέρωνε και τον κόλο της άλη με τη μικρή του γλώσσα καθάριζε, γιατί το χαρτί έτσουζε και η δερμίδα της ήταν τρυφερή.

    Του μιχ, τα’ ρεσε και η ποθώ γι’ αυτήν μεγάλη. Σεξ δεν κάναν, του ώρα πια, του αρκούσε τα πόδια και τα δάχτυλα των τριών, να πιπιλά για ώρες. Αλλά ο κόμπος χτένι έχει και μία μέρα…

    (-Σιγά βρε άχρηστε τα μαλλιά μου έβγαλες. ΗΡΑ
    -Μα μπρε χρυς, αργυρή μου turkey γεμισμένη με στάχυα είναι τα μαλλακια σου, που κυλιόσουν, μπρε μωρό μου; Δίας
    -Στο αμπάρι, με γαμούσαν 7 του μαύρου μούτσοι, αφού εσύ Κανένα δε Γs$s. !!HPA!!)


     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    “I had a dream. Δ του d”

    Message in the Bottle 9th
    “Το Κάστρο”

    Day 89
    “Το όργιο των θεών”

    Αλλά η μέρα χτένι έχει και η νύχτα κόμπο.

    -Δεν αντέχω άλλο και το σεξ, καθόλου. Η Άλη, τα νύχια της τροχίζει στην πέτρα μύλο.
    -Τι θέλεις ακριβή μου και εγώ στο ρα αμέσως θα στο δώσω; Ο μιχ, με το βλέμμα του ταπεινού προσκυνητή. Η Άλη τα νύχια της στο τρυφερό του δέρμα, δόκι και μάζι. Τρεις γραμμές, του οργώματος βαθιές. Μοιάζει να το σκέφτεται, αλλά μόνο μ και ν καθόλου.

    -Ό,τι θέλω;

    -Ότι δη και ποτέ, ποτέ. Ο μιχ τα σάλια του σερβίρει στο πάτω του αγρίου. Το μα τον φτύνει και δε ρουφά καθόλου. Στη κλίση του λυγίζει και στα πόδια της Αλή μαζεύεται, σα λίμνη ιερή.

    -Γλύψτα. Τα γλύφει.

    -Σκύψε. Σκύβει.

    -Τέσσερα. Λέξεις του μονού, για αυτόν αρκούν. Οι μέρες του Λάκωνα, μονές. Κάθε του Δία η ταγή και η εκτέλεση αμέσως.

    Στη νύχτα που έρχεται, κανείς δε θα λαλήσει. Και οι δύο Ve και dos, όρθια και σαν σκυλί γυμνός.

    -Δεν θέλω να βλέπεις. Τέσσερις οι λέξεις που γενναιόδωρα χαρίζει. Ο μι χ αλί για την Α κριβή του Λη.

    -Ό,τι θέλεις Ακριβή μου. Σαρδόνιο το γέλιο, με σειρές δοντιών του τρία. Στα σιμά του πλησιάζει. Το πράσινο μάτι, τεράστιο, στο πηγάδι του ο μιχ πηδά και χάνεται. Και είναι το τελευταίο που αντίκρυ ζει. Με του ζώ το αχμηρό το Ω, τους κρυστάλλους των ματιών του σκίζει και στο πάτωμα υγρές οι τελευταίες του εικόνες. Ο μιχ τυφλός.

    -Σας ευχαριστώ Κυρία.

    Οι εβδομάδες καβάλα έρχονται με τα του κόκκινου ποτάμι. Του Μαρά το ζωμένο μικρό αηδόνι, τα φτερά του χάνει. Με μία μόνο νυχιά.

    -Σας ευχαριστώ Κυρία.

    Άφθονοι οι dos, που στο σπίτι του μπαίνουν και βγαίνουν και η Αλή κραυγάζει από ενθουσιασμό και του ικανού την ποίηση.

    -Επιτέλους, το κόλπο μου υγρό και λάδια, στάζει. Τέρμα πια η πίσσα.

    -Ευχαριστώ Κυρία. Που και που οι dos, δοκιμάζουν και το δικό του loco. Μετρό στο τώρα, πολυεπίπεδο. Του χώρου του ευρώ, ευρύ, κάτι βρήκα εδώ μέσα, να είναι άραγε άνθρακας ή θησαυρός;

    -Ευχαριστώ Κυρία. Στο έξω από το λαγούμι που για σπίτι είχαν στην έρημο του dos, κοιμόταν και χειμώνα κι μόνο και καλοκαίρι μόνο.

    -Ευχαριστώ Κυρία. Τα Πάντα της έγραψε σε χάρτη από Κρίζι, το ξύλο του πλάνη των Vedos.

    -Ευχαριστώ Κυρία.

    -Και τώρα θέλω να φύγεις, να πάρεις τη βρώμα και τη λίγδα σου μακριά πω μένα.

    -Ευχ… Στην καρδιά από μαλάμι του μικρού του ve, κάτι ράγισε. Δεν κουνήθηκε, ρούπια δεν έδωσε καμιά.

    -Ακούς τι σου ΛΕΩ!!! Από τις σχισμές, μαύρο λάδι χύθηκε και πότισε τις φλέβες.

    -Αγόρια μου, ελάτε και πετάξτε τον Τίποτα, στο ποτά Μη από Κουρά του Δία. Τα Κουρά τα απόβλητα του μεγάλου εργοστασίου Dias των Ve.

    Το μαύρο λάδι, πέτρα μύρισε και άρπαξε φωτιά. Οργή τυφλή, τυφλού ΜΙΧ. Ο καιρός που δεν βλέπει, πολύς και η όσφρηση του πάχυνε, διπλή. Τα υτιά του ξύπνησαν και του χίλιου τα μέτρα τους ήχους φέρνουν. Μικρός ο Ve, αλλά η μανία του απύθμενη.

    Στέκει ακίνητος και περιμένει.

    Τη μυρωδιά του νιώθει και ορμάει. Τη φλέβα στο λαιμό του βρίσκει και τη σκίζει. Νούφαρα μεγαλώνουν στου άμα το ποτάμι. Κραυγές ακούγονται…

    -Μη σταμάτα, αυτό που νόμιζες δεν είναι και μετά σιωπή. Την κδίκηση την πήρε και τώρα η ρεμία τα πόδια του αρπάζει. Μαζί της και ο νόμος.

    -Πόνεσες πολύ Μικρή μου Αφροδίτη; Αθηνά με χαμόγελο ρωτάει.

    -Αν πόνεσα, λέει. Πολύ, πολύ, πουλί που στον αέρα πεθαίνει λαβωμένο.

    -Τι έκανες του λέω μπρε Ve μου. Στο αργότερο στο club του Άδη, όταν τον συνάντησα.

    -Τον κατά και δίκασαν σε θάνατο. Τέσσερις οι πιο μεγάλοι dos, τον τέντωσαν μέχρι που στα τέσσερα σημεία του ορίζονται, σκόρπισε και πάει. Άρρωστος και ανώμαλος ο μικρός ve. Που τον αδερφό του σκότωσε, τυφλός σαν δε.

    -Εγώ μπρε τον κήπο ήρθα να ποτίσω, στην παρά του πλεύρη την Άπω Λεία, της άλης της γυναίκας σου. Συ και γνώμη μου ζήτησε ξανά και ξανά και ας τον συγχώρεσα μέρες 1000 και νύχτες μία, που έμεινα στον Άδη. Μέχρι την επόμενη Αυγή. Αλλά χαρούμενο τον άφησα, νέα του Αφέντρα βρήκε. Έρωτα μεγάλο. Τώρα είναι το κου και κου και τάβλι της Στυγός.

    Το χαμόγελο της Αθηνάς, με μπισκοτάκι της Κανέλας έρχεται και γλυκαίνει του ονείρου το κακό.

    -Αθηνά;

    -Ναι μικρή μου;

    -Θές θε και Θες να παίξουμε κρυφτό;

    (-Και έτσι έγιναν τα πράγματα, μέχρι αυτήν την ημέρα. Σε παρά καλώ πολύ, λυπήσου με. Ανθρωπάκος.
    -Συνέχεια άλλη δεν έχει; ΜΤΚ
    -Έχει, έχει, μια Νάσα να πάρω και θα σου πω, τη συνέχεια τη μεγάλη. Θρωπάκος
    -Οκ, τότε και καλά, απόψε το αίμα δε θα σου πιω. Μίαου Τσε Κουνπ)

    Υ.σ του τρελού την πόρτα, υπάρχει μία μνηστική φωτογραφία. Από μπιμπελό κινέζικο. Της θεάς των Κουνουπιών. Της Μίαου Τσε Κουνπ, μια νέα παρά και αλλαγή. Το Κου- νου-πι, λεωφορείο ο πόθος. Θέσεις του τρία. Μπορεί να μεταφέρεις έως και τρεις Υιούς συγχρόνως.

     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    “I Had a dream. Ε, όπως η Ελπίδα”

    Message in the flight Battle 9th
    “Το Κάστρο”

    Day 90
    “Το Όργιο των Θεών”

    Η Αφροδίτη τα μάτια της ανοίγει, η Αθηνά κοιμάται. Τα πλοκάμια της αρκετά δυνατά τώρα, στα θεριά να πατήσουν γερά.

    Στον άνεμο βυθίζεται και στις εαρινές τους άκρες, χορεύει. Κορίτσι, όμορφο. Που τα πλοκάμια του ξεπλένει από της νυξ τον νεκρό αφρό. Φυσαλίδες σαν πεταλούδες πετούν ολό και γύρΩ της. Στην αντανάκλαση τους, το πρόσωπο της βλέπει. Δύο μωβ Φλαμίνγκο την όραση της φέρνουν. Με τα πλω κάμια τα δικά της, τα χείλια της ανοίγει.

    Κυδώνια πορτοκαλί της αλμυρής της σάρκ ας.

    -Ξύπνησες; Το κεφάλι της γυρνά και το χαμόγελο αστέρι που γεννιέται.

    -Καλημέρα Αθηνά. Με τα φτερά των πλοκαμιών της ρέει στο κενό και στην Αθηνά σιμώνει. Τα χείλη της, του λεπτού ή του αντίθετου από αυτού, όχι. Τα Κυδωνί δικά της, με τα αμμοχάλαστα της Αθηνάς, σε επαφή έρχονται. Στα νοίγματα που δημιουργούνται, ο Ήλιος, τη Σελήνη συναντά και ώρα του μισού, βυθίζονται μαζί στη λίμνη.

    Γλώσσες γυμνές που παίζουν στον αφρό και τραγουδούν δίχως λέξεις. Η ώρα του μισού περνά και κάθεται η μία απέναντι από την άλλη.

    -Μεγαλώνεις γρήγορα. Η Αθηνά τη ημισέληνο φορά σκιά στα μάγουλα της.

    -Ναι, στο λίγο ακόμη και στο ύψος σου θα γίνω. Γαλάζια τα μήλα που λικνίζονται στο λίκνο της Διττής.

    Η Αθηνά σύννεφο στρώνει που μισοκοιμισμένο μουρμουρίζει. Στα πλοκάμια της Αφροδίτης στο μπρος απλώνεται και την Λητή ερώτηση σε κουταλάκι της προσφέρει.

    Γλυκό του αλμυρού η γεύση του. Πικρό το κακάο στ’ άρωμα του.

    -Είσαι έτοιμη να συνεχίσεις; Η Διττή το δοκιμάζει, ρυτίδες τρέμουν στις μικρές της λίμνες, μετά τα χείλια της σουφρώνονται και στου Δία το πλατο ανοίγουν.

    -Ναι είμαι.

    -Τι έγινε στην επόμενη Αυγή σοκολατένια Venus; Η Διττή τα μάτια της σφραγίζει, ανάσες παίρνουν από της μνήμης το οξύ το γόνο και τα’ νοίγει.

    -Όταν ήρθα ξανά στον κόσμο, Διττάνθρωπος ήμουν. Άνδρας ξανθός, με μάτια γαλανά.

    Σε μία του Δία του αμμού, ξαπλωμένος βρέθηκα. Τα καβούρια με κοίταζαν στραβά.
    Το σώμα μου γυμνό, το τρίχωμα μου πράσινο. Τα πέη μου διπλά, σαλεύαν του μισού ψωμένια. Τα μαλλιά πλούσια, έσταζαν αλάτι. Οι ήλιοι στον ουρανό του πέντε. Κρυφτό έπαιζαν ο ένας πίσω από τον άλλον.

    Άφησα την πνοή να φύγει, μαντήλι στα παιδιά τους. Ο θόρυβος με τάραξε, βήματα στην άμμο. Αριστερά ο Ποσειδώνας. Μέτρα τρία, με δίχτυ από καβάτσο στη θωριά του. Μαύρη η τριθυμία των μαλλιών του και η Τρίαινα…

    Λέαινα που στα ίχνη του πατούσε.

    Δεξιά, γυναίκα του αγέ η ρώχη. Το δέρμα της λευκό, στον φως αντανακλούσε. Τα μάτια της μελιά, έσταζαν στα χείλη. Το στήθος, μικρά, γεμάτα Φεγγάρια. Τα μαλλιά της μπρούτζινα, χρυσάφιζαν στο Θέρος. Πλούσια, θώπευαν τη μέση.

    -Εσύ…

    (-Θα χορέψεις μέσα μου; Λα
    -Σα πονέσεις. Δυο
    -Σσα τα’ ντέξω. Θάλασα.
    -Θα χορέψω τότε Ναι. Μέδουσσα.)

     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    “I had a dream. Ζ όπως zώω”

    Three Messages. In the Beforce, Naou and fewtura Bottle 9th
    “Το Κάστρο”

    Day 91 και 1/3
    “Το Όργιο των Θεών”

    Η αμμουδιά, φάλτσο δέλτα σε νησί γυμνό.

    Στη μέση του δέντρα του οκτώ. Καρπούς του διαφορετικού το ποίημα του καθενός. Στα μέσα και ανάθεμα τους, τριών το πλήθος των πηγών. Μία από νερό, μία από λάδι και μία από φωτιά.

    Ο Ποσειδώνας το δίχτυ του πετά και το ο με το ι καβάλα φτάνει και παράγεται.

    -Η Τρίαινα δική σου. Να την ή σε σκοτώς ει και εις. Να πεθάνετε ή να ζήσετε μαζί.

    -Ευχαριστώ να πω ή βιάζομαι πολύ; Το σώμα μου κοιτώ, της βίας αρσενικό. Τη βία μου κοιτώ, γένους θηλυκό. Προς εσένα τα μάτια μου, καμπάνες που δονούν.

    -Εσύ Αθηνά μου τι να μου δώσεις έχεις; Τα πέη μου, Blunγkέτες που χορεύουν.

    -Τίποτα. Και μετά και οι δύο φύγατε. Μόνη, μόνος και η Τρίαινα στη νησί μαζί μου.

    Δώδεκα οι κύκλοι μας.

    Η πρώτη μας φορά ήταν σύντομη. Στο γύρω κοίταξα. Στο νησί χαζεύω. Τι θέλω εδώ, που ήμουν και τι πρόκειται να κάνω. Πίσω μου γυρνώ, στη στιγμή που έρπει.
    Η Τρίαινα απάνω μου, με τα δόντια της, το λαιμό μου σκίζει. Νεκρός, νεκρή. Ένα μήνα αργότερα η Τρίαινα νεκρή. Τροφή δεν είχε για αυτήν ησί.

    Την δεύτερη φορά, με το εσύ και ο Πόσει φεύγετε, εγώ αρχίσω να τρέχω. Στο πρώτο δέντρο φτάνω και στα πάνω ανεβαίνω. Η Τρίαινα πω κάτω. Μέρες τρεις και νύχτες δύο. Η Τρίαινα ξεχνιέται και στον ύπνο της τη πέτρα δεν βλέπει που στο κεφάλι της κομίζω. Η Τρίαινα νεκρή. Ένα χρόνο του μετά και εγώ στο ίδιο τάφο μπαίνω. Σάρκα δεν είχε στο νισή.

    Την τρίτη φορά, η μάχη μας σκληρή. Ένα χέρι εγώ της κόβω, ένα πόδι αυτή. Μία εβδομάδα του μετά και οι δυο νεκροί.

    Και οχει μώνας έτσι κύλισε για δύο του λειτουργού κατά και σαν του μόνας.

    Την τέταρτη φορά, στο δέντρο περιμένω. Όταν αυτή κοιμάται εγώ νερό πίνω από την πηγή, καρπούς από τα δέντρα. Αυτή νερό μονάχα. Όταν του αδύναμου, η Λέαινα γατί, με το δίχτυ την πιάνω. Την γδέρνω, το κρέας της στην αλμύρα το κρατώ και τον ένα χρόνο, τρία μου τα κάνω. Μετά και εγώ νεκρός, νεκρή.

    (-aaaa!!!
    -sss
    -ss
    -s)



     
  9. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    “I had a dream. Z όπως τα Ζα”

    Message in the before, Now and future Bαttle 9th
    “Το Κάστρο”

    Day 92
    “Το Όργιο των Θεών”

    Την πέμπτη φορά, στο δέντρο κρεμασμένος. Διψά, πεινά, αδύναμη κοιμάται.
    Με το δίχτυ, της φυλακής τα κάγκελα είναι για τα λιοντάρια.

    Τα νύχια της βγάζω και μ’ αυτά καμάκια φτιάχνω. Ψάρια μπόλικα, πλούσια σε φώσφορο, τρώει, τρώμε, χρόνια πολλά του ζούμε και πάντα με φοβάται. Πεθαίνει μόνη, πεθαίνω μόνος.

    Την έκτη, την εξημερώνω, ψάρια του μικρού πιάνουμε μαζί, χταπόδια και μαλάκια. Καρποί συνοδεύουν την τροφή, αλλά το κρέας λίγο και οι φάλαινες ακριβές. Στα βαθιά της λέω πάμε. Μόνος σου να πας, εγώ φοβάμαι.

    Ανοίγομαι στα πέλαγα, γυμνός μ’ ένα μικρό πέτρινο μαχαίρι.

    Ξιφίας, πρώτος αριστερά, με κοιτά, γελά και φεύγει. Σκύλος ο πατέρας και μάνα το ψάρι, το ζωντανό στα δεξιά. Τα δύο πέη, γίνονται ένα. Στην ακτή με χέρια του τρύπιου άδεια. Δεν πειράζει λέγει η Τρίαινα έχεις κι άλλο.

    Την επόμενη φορά, τις Σειρήνες ακούω και στην παραλία πάλι άδειος. Πέος του κανένα. Λίγο μετά νεκρός και ακολουθεί η Τρίαινα.

    Την έβδομη, η μια γρια την πλάθω. Μαζί μου έρχεται και της δείχνω σκύλο. Α όχι μου λέει εγώ τα σκυλιά τα’ γαπώ. Της δείχνω γάτο. Μα μου λε, κοίτα πως γουργού και ρίζει, σου κάνει καρδιά να το σκοτώσεις;

    Γουρουνόψαρο το επόμενο το ψάρι. Μπα μου λέει, γουρούνι στο σακί εγώ δεν βάζω. Βγαίνουμε στο έξω και οι δύο άδειοι. Δεν της μιλώ, δεν μου μιλά, εκτός ρυθμού το σκηνικό και στο τέλος και οι δύο ψόφιοι.

    Την όγδοη, να το κουβεντιάσουμε της λέω. Γκράου μου λέει αυτή. Επικοινωνία του καθόλου, δειπνήσαμε στον Άδη.

    Την ενάτη μια άκρη βρήκαμε και οι δύο του μισού κι αγρίου. Τρώγαμε και πίναμε, μέχρι που μας ήρθε ο χειμώνας. Βαρύς εκείνος. Μακριά εγώ απ’ αυτήν. Φωτιά ανάψαμε και απέναντι καθίσαμε η μία από τον άλλον. Όμως η θερμό κρασιά δεν είχε και το νησί, μόνο δέντρα του οχτώ. Οι καρποί τελειώσαν και πο α και βήτα μίνωση, εγώ τα ξίδι πρώτος, πρώτη. Αυτή έζησε αρκετά, βρήκε τρόπο και ψάρια έβγαζε πολλά.

    Αλλά κόπηκε και τρόπο δεν είχε την σήψη μακριά να διώξει.

    Την δεκάτη, χειμώνα βαρύ δεν είχε. Αλλά τυχήματα συμβαίνουν και το κεφάλι μου καρύδι ανοιχτό. Μεζέ βρήκε η Τρίαινα να φάει, δίχως κρασί, με λάδι μόνο.

    Την ενδ κι Εκάτη, όλα του καλού, ωμός ατυχήματα συμβαίνουν και η Τρίαινα μεζές στους Λευκούς τους Σάρκς. Έζησα και χρόνια μου πολλά, αλλά η μοναξιά, μισή αξία.

    Στα δέντρα μίλαγα, στις πέτρες μίλαγα, στον ουρανό, στη γη, στη θάλασσα και μετά στα ψάρια. Αυτά κάτι μου είπαν, μετά από δέκα χρόνια.

    Διψασμένος ήμουν για κουβέντα και η καρδιά για γάπη. Όχι θα γίνω λέω Vegan και μοιραζόντουσαν τα υγά τους. Και καλά τα πήγαινα για λίγο, αλλά μετά μου μίλησαν τα δέντρα. Και εγώ τα’ γάπησα και αυτά και μετά από λίγο, ξανά στο club του Ίδη, Ήδη, Άδη.

    Εκεί την Τρίαινα μου βρήκα και αγκαλιές φιλιά, σορόπια, πικρά, ξινά, γλυκά.

    Δεν γίνεται δουλειά στο έτσι, συμφωνήσαμε και οι δυο. Μας πήρε χρόνια εκατό, αλλά την βρήκαμε, την λύση.

    Και στη δωδ κι εκάτη, ζήσαμε καλά και αυτοί καλύτερα.

    Η Αφροδίτη, τη μύτη της σκουπίζει. Δάκρυα; Μίξ ες; Η Αφροδίτη, μαντήλι της δίνει του Χ αρτ ιού και η Άφρο πλάνο που σινέ και χίζει.

    Την επόμενη και του δεκάτου τρίτου τη φορά το μέρος ίδιο, αλλά στο σώμα του Ανδρός εγώ δεν ήμουν και όχι μη βιά και ζέσαι, μήτε στης Μητρός. Του Μένιου κι επί και φορά…

    (-Και πως θα το κάνουμε; Διάκος.
    -Εγώ λέω σουβλιστό. Καραϊσκάκης
    -Αμπα εγώ δεν το μπορώ το σουβλιστό, προτιμώ αντικριστό. Διάκος.
    -Πίσω Ρε Γκιαούρηδες και σας trueπισσα!! Της ΣΚάντζας Χοίρος!!!)

     
  10. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    “I had a dream. Η όπως Ης”

    Message in the XaoS Battle 9th
    “Το Κάστρο”

    Day 93
    “Το Όργιο των Θεών”

    ἤτοι μὲν πρώτιστα Χάος γένετ᾽ αὐτὰρ ἔπειτα

    Γαῖ᾽ εὐρύστερνος, πάντων ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ
    ἀθανάτων οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου,
    Τάρταρά τ᾽ ἠερόεντα μυχῷ χθονὸς εὐρυοδείης,
    ἠδ᾽ Ἔρος, ὃς κάλλιστος ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι,
    λυσιμελής, πάντων τε θεῶν πάντων τ᾽ ἀνθρώπων
    δάμναται ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν.

    ἐκ Χάεος δ᾽ Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο•

    Αληθινά πρώτα πρώτα έγινε το Χάος, αλλά έπειτα η

    πλατύστηθη Γαία, όλων στέρεη βάση πάντα των
    αθάνατων που έχουν την κεφαλή του χιονοσκέπαστου Ολύμπου
    και τα ομιχλώδη Τάρταρα στο βάθος της πλατύδρομης γης,
    κι ο Έρωτας, που είναι ο πιο ωραίος μέσα στους αθάνατους θεούς,
    ο λυσομέλης, κι όλων των θεών όλων των ανθρώπων
    δαμάζει μες στα στήθη τους τη γνώση και τη φρόνιμη βουλή.

    Κι απ' το Χάος ο Έρεβος κι η μαύρη Νύχτα έγιναν

    Ησίοδος-Θεογονία 116-123

    -Και στο μετά τι ακολούθησε του εφήβου Αφροδίτη; Η Αθηνά τα πλοκάμια της ανοίγει, σΤη δίχως το Τ και η ημέρα, τα πλοκάμια της βαριά, η κοιλιά της φούσκα του ελαφρού ψημένη. Ξέρει, χαμογελά και στην Άφρο δεν το λέει. Η ώρα κόμμα δεν ήρθε.

    Η Αφροδίτη, τα σώμα της λαδώνει. Αστιγμάτιστο, λευκό, του Ε του Φοίβου, με το φως των αστεριών φλερτάρει και αυτά τις πιο δυνατές ακτίνες τους στου οκτάπους και κορμού ανθρώ, τις στέλνουν γεμάτες δώρα, για να την σα γή και νεύσουν. Αυτή τα παίρνει και στη Χώμα τερή του Χάους τα χαρίζει. Τις αχτίνες όμως τις κρατά και στο κορμί της, δένει. Μανδύας με του Φωτός κλωστές. Μετά στα 4 πλοκάμια κάθεται και με τα άλλα τέσσερα μιλά.

    -Σε Ήλιο του μεσαίου, η ΨΧ μου μπαίνει. Στης Πυρός τη θάλασσα, τρι cυμία ασταθής.

    Σε Ήλιο περίμενα, ισχυρό, πυκνό, της Φωτιάς μεγάλο, η μάζα να στέκει σταθερά. Μα όχι, ναυτία του θανάτου και η αταξία του Χάους του μεγάλου. Των Χιλίων οι αιώνες, πέρασαν και στην Υγειά μου ήπιαν, μέχρι να αφεθώ και στην πλαστικότητα της Ύλης της φωτιάς, εγώ να δέσω.

    Τότε απρόσμενα μου ήρθε, αυτό που δεν περίμενα ποτέ. Το Χάος γλώσσα έχει και ο Ήλιος με αυτή μιλά. Η μάζα του Ηλίου, από την καρδιά του πλάσματος, στο ενδιάμεσο του Υγρού, έως την επιφάνεια του Αερίου της φωτιάς, του Υδρού του γόνου και των βαριών μετάλλων, ρευστές είναι οι θέσεις των υλικών. Και σαν Χαοτικά μοιάζουν τα σημεία που του επό και μένους τη φορά, βρίσκονται καθόλου. Αλλά όμως και ωμός, του πράγματος η ακολουθία στη συχνότητα, του ατύχου ποτέ δεν είναι.

    Κύμα στα υλικά, ταλάντωση στις θέσεις που αλλάζουν, παλμός που φτάνει στην επιφάνεια και στο φως μεταφέρει τα κει και μένα και Gr απτά του.

    Ο παλμός σε άλογα όχι του παρά, αλλά της Ελευθερίας μεταφέρει του Υπό γειου, τα ηλεκτρικά και μαγνητικά του αγγέλματα.

    Στων πλανητών που κοντά του με την έλξη του κρατά, του μυστικού η λέξη. Αυτά που στο μακριά συμβαίνουν και στο πολύ πιο πέρα πο δω, τους μετά και φέρει και η της πλάνης οι τες και της, το μήνυμα του λαβά νουν. Τις τροχιές τους στο ελαφρά αλλάζουν, τόσο λίγο που κανείς δεν νιώθει. Αρκετό μως είναι, στου μυρίου τα χρόνια που περνούν, να αποφεύγουν τους βράχους, που απώ άλλο σύστημα έρχονται.

    Στο πάντα όχι. Φορές του κάποιου τους ξε και γέλα, ώστε οι βράχοι στο πάνω τους να πέσουν και αλλαγή στις τροχιές τις μεγάλες, να φέρουν του σήμα ναυτικού.

    Θυμώνουν, στραβώνουν, γιατί ρε Ήλιε, μας το κάνες αυτό;

    -Στο Χάος, τάξη υπάρχει και Αρχή της απω και κάλυψης ποτές. Από εσάς, τρεις ζωή του φίλου Ξενιστές είστε. Και από αυτές της μίας, σκοπός μου είναι να προστάτης να μ και ν οιά και ζω.

    -Της Γης.

    (-Γιαγιά; Μικρό παιδί.
    -Ναι πουλί μου; Για Για
    -Και αυτή του ηλίου η καταιγίδα, κακό θα κάνει; Μικρό
    -Το κακό αυτού, καλό του άλλου. Για)


     
  11. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    “I had a dream. Η όπως Ηλις”

    Message in the XaoS Battle 9th
    “Το Κάστρο”

    Day 94
    “Το Όργιο των Θεών”

    Οργίζονται, ισιό νουν, πως Ήλιε, το κατάφερες αυτό;

    -Στο Χάος, τάξη υπάρχει και το τέλος της κάτω κάλυψης ποτέ. Από εσάς, τρεις ζωή του φίλου Ξενιστές είστε. Και από αυτές της μίας, σκοπός μου είναι να προστάτης να μ και ν οιά και ζω.

    -Της Γης.

    Στο πριν τρεις και πάλι ήταν οι πλανήτες του κύκλου του, που ζωή έφερναν.

    Ο Κόκκινος, ο Πράσινος και ο βαθύ Γαλάζιος.

    Ο Κόκκινος ήταν ελαφρύς. Κοντά του και θερμός, από τα χάδια τα πυκνά, των ακτινών τα συχνά τα μαστιγώματα. Η ζωή απάνω του ήταν της βίας η γοργή ροή. Στις λίγες της νύχτας τις ώρες, τρέχαν, σκότωναν και πίναν, μικρά, πολύ μικρά πλάσματα του νέμου.

    Πόλεις δεν έφτιαξαν, μα ούτε και μνημεία άφηναν και ίχνη, που να προδίδει τον χάρτινο τον πολιτισμό τους. Ο Ήλιος στο κοντά του τραβούσε με την έλξη, το κόκκινο μικρό πλανήτη και του κλεβε νύχτα με τη μέρα, νύχτα σγα σγα την αέρινη και διάφανη της σφαίρας του στρατού, λεπτή φόρα φέρε φορεσιά του.

    Τα πλάσματα του νέκρωσαν και η ζωή του πάει.

    -Γιατί το έκανε Αφροδίτη αυτό ο Ήλιος; Η Αθηνά με την απορία να την βαραίνει, στου φόβου το ρυθμό ρωτά.

    -Και εγώ απόρησα, γιατί τη ζωή την ακριβή, σε ένα πλανήτη με κίνηση του πλου, στο άψε να σβήνει. Όμως ο παλμός του Ήλιο και του Κόκκινου, δεν έδειχνε να υπάρχει αντίθεση καμιά. Στο τέλος κατέληξα πως απλά δε νοιαζόταν για αυτούς. Στο έξω είχα πέσει και στο μέσα η πλάνη μου μεγάλη.

    Μετά ήταν ο Πράσινος. Αργά, σιγά και του κάποτε με βία απότομα και με μετεωρίτες του μεγάλου, τον έσπρωξε μακριά του και τον έκρυψε ανάμεσα σε πολλούς νεκρούς του Άλλου. Με πάγο λεπτό τον σκέπασε και η ζωή του πράσινου, στο βαθιά κρύφτηκε, σε ρυθμό χαμηλό έθεσε τον σφυγμό του και στη σκιά έμαθε να κινείται.

    Ο Άλλος και ο μικρός του Ήλιου δίδυμος, στον κοντά του τον τράβηξε και την φωτιά του χάρισε, στο βυθό, βαθιά πολύ βαθιά.

    Και μετά ο βαθιά Γαλάζιος. Στην σωστή απόσταση τον κράτησε και την αλληλουχία άφησε να εξελιχθεί του αρμού νικά. Το μπλε βαθύ, ζωή είχε με λέπια και κάτω από το νερό κοιμόταν. Χρόνια πέρασαν σε κύκλο υγρό και μπλε. Ο Ήλιος, τράβηξε, δύο του Μέγα Λου του βράχους και στα πάνω του στόχευσε. Οι εκρήξεις επικές και η ταραχή μεγάλη. Χιλιάδες χρόνια πέρασαν, μέχρι το νέφος και η σκόνη να κάτσει ήσυχα ξανά.

    Τώρα ξηρά είχε και πλάσματα με πόδια. Δάση πλούσια και ζώα θηριώδη. Τον κύκλο ο Ήλιος άφησε να κάνει και του χορού τη βαριά γραφία. Και στην κατά του Λη και Λου την εποχή, τεράστιο κομήτη πάνω του ακόνισε.

    Τα δάση στα βαθιά του θάφτηκαν, μαζί και τα χοντρά τα ζώα. Μικρά, φοβισμένα και με σάρκα λίγη, σε κόκκινο λεπτό χυλό και ευαίσθητα κρανιά, τα πλάσματα που κρύφτηκαν στων από βράχια κόλπων και στους τοίχους έμαθαν να σκέφτονται και την μνήμη άξια σε ποίηση να πλάθουν.

    (-Γιαγιά γιαγιάκα; Τι είναι ο άνθρωπος; Μυκρό παιδί
    -Αυτός μικρό μου, που κοιτά ψηλά. Γιαγηάκα.
    -Γιατί για, κοιτά ψηλά; παιδί.
    -Γιατί δεν έμαθε ποτέ κάτω να κοιτά. γιάκα
    -Και γιατί γιαγιά δεν έμαθε ποτέ; Μύ δι)
    -Για να είναι ασφαλείς αυτοί που σέρνονται από κάτω. Γη)

     
  12. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    “I had a dream. Η όπως Ηλίass”


    Message in the XaoS Battle 9th


    “Το Κάστρο”


    Day 95


    “Το Όργιο των Θεών”


    -Αν τον Κόκκινο βγάλεις, δύο μένουν. Η Αθηνά, στρείδια τρώει, παστρουμά. Γλυκό, ξινό, πικρό και ξανά πάλι από την αρχή.


    -Στον Παρά, ξένος μοιάζει ο συνδυασμός που κάνεις με την τροφή, μικρή μου Αθηνά. Η Αφροδίτη πια, του κάλος το μορφο και σχηματισμένο, θηλυκό, γυναίκα και Ω χταπόδι. Με πλοκάμια πάντα του οχτώ, όμως οι καμπύλες της πλούσιες και το κορμί της Λάγνας λίμνης.


    -Μια λιγούρα έχω, Αφροδίτη και το χάδι σου μου λείπει. Η Διττή του πλούσιου Αφρού, το πλοκάμι της απλώνει και στον κόλπο της Αθηνάς, ψάχνει.


    -Όχι μη και όχι, όμορφη μου Αφροδίτη, καούρες έχω και ούρα του ροζ, που δραπετεύουνε συνέχεια.


    Η Άφρο, το χάδι της, δε σταματά και στο κόλπο, πλοκάμια του τρία αρμέ και νήζει. Το τέταρτο, στην κλειτορίδα της Αθηνάς κολλά, βεντούζες που αχόρταγα ρουφούν. Το πέμπτο και το έκτο, το φουσκωμένο στήθος της Αθηνάς δένει, σφίγγει και γάλα λευκό από τις ρώγες της κυλά. Οι βεντούζες ρουφούν, τα πλοκάμια σφίγγουν και το Γάλα το Λευκό, Ανθότυρο. Το έβδομο και το πιο χοντρό, γύρω από τον λαιμό της Αθηνάς τυλίγεται, σφίγγει, αφήνει, σφίγγει, αφήνει και η άκρη του χοντρή, στο στόμα Θεάς στο Κατάρ του λήγει.


    -Σταμάτα να τρως και στην ιστορία μου, βαθιά βυθίσου. Και το πλοκάμι μέσα τον λαιμό της Α και Θήνας, στο φάρυγγα, τις χορδές προ και σπέρα και στο μάχη, την βαλβίδα να κλείσει που μοιάζει σα να έχει χαλί και σάσι. Την ιστορία της σινέ και χύσει…


    -Καθώς τα πλάσματα του εύθραυστου, στη πλάνη της Γης, γαλάζιο στο ανά πτυσώταν μία παράξενη του ασημιού ακτίνα, στον Πλούτωνα τον νάνο το μικρό καρφώθηκε, για μέρες του είκοσι και δύο και ίσως λίγο του παρά πιο πάνω. Η ατμόσφαιρα παγάκια, ανάμεσα της χώθηκε και στη επιφάνεια του νάνου, μικρές…


    -Αμοί, αμμό, αμφί, αχιβάδες έμοιαζαν κι Hola του παραπάνω. Στο γοργά να πτύχθηκαν, αλλά του assήμαντου να μοιάζουν.


    -Τι να ναι αυτό, ανάλ ρωτήθηκα η δόλια; Μια νέα ζωή αρχίζει ο Ήλιος μου απάντησε.


    Ταράχθηκα, τεντώθηκα, βόγκηξα και του οργασμού ρλιαχτό μεγάλο ξεχύθηκε από την Ψ και Χ μου.


    -Μ’ ακούς;


    -Φυσικά.


    -Μα πως;


    -Κάθε μικρό του ατόμου και πιο μικρό ακόμα, δέκτης είναι και όχι μόνο πομπός. Μικρό το σήμα που πιάνει όμως και ατελής η εικόνα που αναπαράγει. Στο όλο μου ωμός εγώ, τεράστιος είμαι και τα εικοσάκις εκατό και μύρια του ατόμου που κατέχω, του Μέγα Λη η εικόνα που συνολικά ενώνουν. Τόσο ισχυρή και ευαίσθητη οι και η και οι ματιές τους, που ακόμα και τις ψυχές, που στον χρόνο και στον χώρο σαν κύμα άυλο πετούν, τις κατά και βαίνουν.


    -Σοκ και δέος, καλή μου Αθηνά!!!


    -ΧΜλμμλμ.


    -Τι λες καλέ, δεν σε ακούω, το πλοκάμι το χοντρό από την Άνω Πύλη βγάζει.


    -Χύνω, χύνω, Χίνος είναι αυτός που στα μάτια μου πετά ή μήπως Χινέζος; Το πλοκάμι το χοντρό, υγρό να στάζει. Η Αφροδίτη στο στόμα της το βάζει.


    -Και μετά τι έγινε; Αθηνά.


    (-Κύριε; Κύριε; Κύριε; Σάρα


    -Ναι Σάρα; Κύριος


    -Ποιος ήταν Ο δυσσέας; Σάρα


    -Μμμ νομοί ζω, αυτός ποu στη δύση φέρνει Σέα και στην Ανατολή τη Μαία. Μάρα


    -… Κύριος


    -Όχι, χ και ώχ ι. Ήταν αυτός που από την πίσω πόρτα χώθηκε μέσα σε ένα άλογο. Αυτός και καμιά δεκαριά ακόμη. Το Κακό Συν απάντημα.)