Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Interracial

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος vautrin, στις 10 Σεπτεμβρίου 2024.

  1. vautrin

    vautrin Contributor


    https://www.stratisgalanos.com/interracial/


    Interracial 1​


    Άλλοτε θα με σκότωναν, σήμερα με πληρώνουν. Θα με κρεμούσαν από κάνα δέντρο, θα μ’ έκαιγαν ζωντανό, θα μ’ έκοβαν κομματάκια. Όπως τον προπάππου μου. Τέτοια γινόντουσταν παλιά. Όχι και πολύ παλιά δηλαδή, μια-δυο γενιές πιο πίσω. Έτσι λέει η γιαγιά μου τουλάχιστον, ότι τα ‘χει δει με τα μάτια της. Αν και δεν είναι να δίνεις και πολλή σημασία στα λόγια της, μεγάλη παραμυθατζού η γιαγιά. Μονάχα μην τυχόν και της το δείξεις, φουρκίζεται στο άψε σβήσε. Μια φορά έκανα το λάθος να της αντιμιλήσω κι αμέσως αρπάχτηκε. Τρέχει κατευθείαν στη σιφονιέρα, ξεκλειδώνει το πάνω συρτάρι, βγάζει το κουτί απ’ τα μπισκότα που κρύβει τις παλιές φωτογραφίες, ξεθάβει από μέσα εκείνο το κιτρινισμένο απόκομμα της εφημερίδας και μου το τρίβει στη μούρη. Ορίστε! Δες και μόνος σου αφού δεν με πιστεύεις!​





    ΛΑΣΙΝΓΚ, ΤΕΞΑΣ – Ο Ντάντλεϊ Μόργκαν, μαύρος, κατηγορούμενος για επίθεση εναντίον της κυρίας Μακ Κέι, καταδιώχθηκε από εξοργισμένους και οπλισμένους λευκούς, μετά δέθηκε σ’ ένα σιδερένιο στύλο, ενώ ετοιμαζόταν μια μεγάλη πυρά από παλιόξυλα και άλλα καύσιμα. Τη στιγμή που την άναψαν, ένα πλήθος περί τα 5.000 άτομα είχε μαζευτεί τριγύρω. Του βγάλανε τα μάτια με πυρωμένους αιχμηρούς πασσάλους πεύκου. Μετά του κάψανε τον λάρυγγα και διάφορα σημεία του στήθους. Ο Μόργκαν ούρλιαζε να του δώσουν ένα τέλος μ’ έναν πυροβολισμό. Το πλήθος ούρλιαζε να είναι όσο το δυνατόν πιο αργός ο θάνατός του· πήρανε μακριά, επομένως, τα εύφλεκτα υλικά, ώστε να μην καεί αμέσως ο μαύρος, πράγμα που τον έκανε να συστρέφεται και να ουρλιάζει από τους πόνους. Η μυρωδιά από την καμένη σάρκα γινόταν ολοένα και πιο ανυπόφορη και μολοντούτο το πλήθος σπρωχνόταν για να μη χάσει καμιά λεπτομέρεια. Η κύρια Μακ Κέι, που μόλις είχε φτάσει με το αυτοκίνητό της μαζί με τέσσερις φίλες της, δεν μπόρεσε παρ’ όλα αυτά να πλησιάσει, εξαιτίας του στριμώγματος του κόσμου. Πριν πεθάνει, ο νέγρος ακούστηκε να ψελλίζει «Πείτε αντίο στη γυναίκα μου» και μετά το κεφάλι του έγειρε άψυχο. Όταν η φωτιά τελείωσε την αποστολή της, πολλοί πλησίασαν για να πάρουν αναμνηστικά: κομμάτια του κρανίου ή των οστών. Οι συλητές μεταφέρθηκαν θριαμβευτικά στους ώμους εν μέσω της γενικευμένης χαράς και φωτογραφήθηκαν.2

    Αυτός ήταν ο προπάππους μου, γιαγιά; Ο Ντάντλεϊ Μόργκαν; Ο πατέρας σου; Και γιατί τότε δεν έχετε το ίδιο όνομα; Εδώ η γιαγιά κοκκινίζει σαν κοριτσόπουλο και σκύβει το κεφάλι. Επειδή με την μακαρίτισσα τη μάνα μου δεν ήταν παντρεμένοι. Εγώ έχω τ’ όνομά της. Αν θες να ξέρεις, τέτοιος ήταν ο προπάππους σου. Μπερμπάντης. Έσπειρε πολλά παιδιά απ’ όποια πολιτεία κι αν πέρασε. Παιδιά όπως εγώ, με δίχως τ’ όνομά του. Αλλά δεν έφταιγε μονάχα εκείνος. Ήταν ωραίος άντρας ο αθεόφοβος κι οι γυναίκες δεν τον άφηναν στην ησυχία του. Κι είχε και κάτι ακόμα, εκτός απ’ την ομορφιά. Αυτό τον έφαγε στο τέλος.

    Η γιαγιά χαχανίζει πονηρά κι έπειτα ξαφνικά σοβαρεύει, δεν θέλει να μιλήσει άλλο, και τόσα που ‘πε, το ‘χει ήδη μετανιώσει. Αμαρτία να κακολογείς τους πεθαμένους, έτσι δεν έλεγε στο κυριακάτικο κήρυγμα ο ιερέας; Αύριο κιόλας θα πάει να εξομολογηθεί και να ζητήσει άφεση, ο Θεός συγχωρεί. Υπόσχεται πως δεν θα το ξανακάνει, δίνει όρκο. Όσο κι αν τη ρωτώ, δεν πρόκειται να μ’ απαντήσει. Δεν χρειάζεται όμως να πει τίποτα παραπάνω, δεν είμαι πια μικρό παιδί, μεγάλωσα και καταλαβαίνω. Τον προπάππου τον έφαγε το καυλί του. Το μεγάλο μαύρο του καυλί. Αυτό ήταν που έκανε τις γυναίκες να τον θέλουν. Το μεγάλο μαύρο καυλί που οι λευκές κυράδες το λιμπιζόντουσταν κι οι άντρες τους το ζηλεύανε. Και η κυρία Μακ Κέι, κι εκείνη το λιμπίστηκε. Κι επειδή δεν μπορούσε να το ‘χει ή ίσως γιατί φοβήθηκε πως θα της βγει το όνομα ότι κοιμάται με νέγρους, γι’ αυτό πήγε και τον κατήγγειλε τον φουκαρά τον προπάππου. Εκείνος πάντως δεν την πείραξε, γυναικάς μπορεί να ‘τανε, βιαστής όμως όχι. Άδικα τον λιντσάρανε, από ‘να ψέμα, από μίσος, από ζήλεια κι από φόβο ή μόνο και μόνο επειδή ήτανε μαύρος. Έτσι ισχυρίζεται η γιαγιά, αν κι εγώ αναρωτιέμαι πώς μπορεί να είναι τόσο βέβαιη, αφού καλά-καλά ούτε τα πέντε δεν είχε κλείσει όταν έγινε το λιντσάρισμα. Πότε-πότε υποψιάζομαι ότι μερικά πράγματα τα βγάζει απ’ το μυαλό της ή από κάτι που άκουσε στην εκκλησία. Μήπως κι η Βίβλος δεν έχει μια παρόμοια ιστορία με τον Ιωσήφ και τη γυναίκα του Πετεφρή; Καλά θυμάμαι;

    Με πιάνει η περιέργεια να μάθω. Την ώρα που κοιμάται, παίρνω κρυφά το κλειδί απ’ το κομοδίνο, ανοίγω τη σιφονιέρα, ψάχνω στο κουτί με τις φωτογραφίες. Βρίσκω μια παμπάλαια, κιτρινισμένη, αυτός θα πρέπει να ‘ταν. Την κοιτάζω προσεκτικά ώρα πολλή, την εξετάζω κάτω απ’ τον μεγεθυντικό φακό. Έπειτα κοιτιέμαι στον καθρέφτη. Του μοιάζω. Απ’ τον προπάππου μου πήρα. Το μπόι, τη διάπλαση, τη μύτη την πλακουτσωτή, το πονηρό το βλέμμα. Και κάτι ακόμα. Κάτι που δεν φαίνεται στη φωτογραφία. Αυτό που τρέλαινε τις γυναίκες, που τις τρελαίνει ακόμα. Το μεγάλο μαύρο καυλί. Εκείνον μπορεί να τον έφαγε, εμένα όμως με τρέφει.

    Χώνω πάλι την φωτογραφία στο κουτί, κλειδώνω το συρτάρι, αφήνω το κλειδί πίσω στο κομοδίνο. Η γιαγιά ροχαλίζει, κοιμάται βαριά, δεν με παίρνει είδηση. Καλύτερα έτσι. Δεν θα της άρεσε που ψαχουλεύω στα κρυφά το παρελθόν. Ούτε και τη ζωή που κάνω τώρα θα ενέκρινε αν ήξερε. Όπως δεν εγκρίνει και της μάνας μου. Γενικώς τίποτα δεν εγκρίνει η γιαγιά από τα τωρινά, ο κόσμος πάει απ’ το κακό στο χειρότερο, λέει και ξαναλέει. Από τότε που χάθηκε η πίστη στον Ιησού, χάλασαν κι οι ανθρώποι.

    Εγώ πάντως τώρα πια δεν ντρέπομαι καθόλου. Στην αρχή μόνο, λίγο. Την πρώτη φορά, στο casting. Δεν είν’ εύκολο με τόσο κόσμο γύρω σου και τόσα μάτια καρφωμένα πάνω σου. Πάνω του δηλαδή. Αλλά γρήγορα συνηθίζεις, στο τέλος μάλιστα καταλήγεις να γουστάρεις. Δεν το λέω μόνον εγώ, το έχω ακούσει κι απ’ άλλους. Από γυναίκες κυρίως που κάνουνε την ίδια δουλειά. Ότι η ντροπή δεν είναι σαν και τον πόνο, μια φορά μονάχα την αισθάνεσαι κι έπειτα σου περνάει. Ε, κι εμένα μου πέρασε. Και στο κάτω-κάτω της γραφής, γιατί να νιώθω άσχημα; Αξιοποίησα ένα προσόν που μου χάρισε η φύση, πού το κακό;

    Η γιαγιά βέβαια αν ζούσε, θα ‘λεγε πως είναι αμαρτία. Αλλά δεν το νομίζω. Αν ήταν, δεν θα μου ‘δινε ο Θεός ένα τέτοιο εργαλείο. Κι αν όχι ο Θεός, τότε τα γονίδια, η κληρονομικότητα, όπως θέλεις πες το. Γιατί στην τελική, ό,τι κι αν λένε, το σώμα είν’ αυτό που καθορίζει τις ζωές μας. Το χρώμα του, το βάρος του, το φύλο του, η ομορφιά, η δύναμη, η υγεία. Και τ’ ανάποδο βέβαια, σκέψου να γεννηθείς σακάτης, κακάσχημος ή νάνος. Γάμησέ τα τότε, είναι να μη σου τύχει. Σ’ εμένα έτυχε να γεννηθώ φυσιολογικός, του μέσου όρου. Ούτε ψηλός, ούτε κοντός, ούτε κάνα γομάρι μα ούτε και σαμιαμίδι. Δεν είχα τίποτα που να ξεχωρίζει. Τίποτα εκτός από κείνο. Αν είχα κάποιο άλλο χάρισμα, θαρρείς δεν θα το εκμεταλλευόμουν; Αν ήμουν, για παράδειγμα, τριάντα ίντσες ψηλότερος, θα ‘χα γίνει μπασκετμπολίστας· στο γυμνάσιο τής μιλούσα της μπάλας. Αν ήμουν τριάντα πάουντς βαρύτερος, θα μπορούσα ν’ ασχοληθώ επαγγελματικά με το μποξ· οι γροθιές μου δεν αστειεύονταν. Κι αν δεν είχα πάθει εκείνη τη γαμημένη τη ρήξη χιαστών, ίσως να διακρινόμουν στον στίβο· ο προπονητής πίστευε πως είχα δυνατότητες. Εμένα βέβαια, άλλο ήταν τ’ όνειρό μου, να γίνω ράπερ, όμως από φωνή, άστα να πάνε, τόσο φάλτσος ήμουνα που μ’ έδιωξαν μέχρι κι απ’ τη χορωδία της εκκλησίας. Οπότε τι άλλο μου ‘μενε να κάνω; Εμείς οι μαύροι γι’ αυτά δεν είμαστε γεννημένοι; Τα σπορ και τη show business, τα ‘χουμε στο αίμα μας. Ε, αν το καλοσκεφτείς, πάλι στη βιομηχανία του θεάματος κατέληξα, και πώς νομίζεις; Εξαιτίας του! Γι’ αυτό σου λέω, όσο κι αν προσπαθήσεις να ξεφύγεις, πάλι το σώμα είναι που θα πει την τελευταία λέξη.

    Σε βλέπω στραβομουτσουνιάζεις. Θα με ρωτήσεις τώρα κι εσύ όπως όλοι οι άλλοι γιατί δεν σπούδασα, έτοιμος είσαι. Τόσοι και τόσοι μαύροι μορφώνονται στις μέρες μας, θα μου πεις, παίρνουνε πτυχίο, γίνονται γιατροί και δικηγόροι. Μέχρι και πρόεδρο βγάλαμε, λίγο το ‘χεις; Ναι, αμέ. Έχεις ιδέα πόσο κοστίζουν τα δίδακτρα; Ένα σκασμό λεφτά! Και καλά με τις ποσοστώσεις να πετύχεις κάποια υποτροφία, αλλιώτικα πώς τα πληρώνεις; Με δάνειο; Να σπουδάσω για να γίνω μια ζωή σκλάβος των τραπεζών μέχρι να ξεχρεώσω; Να μου λείπει! Ξέρεις πόσα κορίτσια ξεκινάνε κάπως έτσι; Για να πληρώσουν τα δίδακτρα του κολεγίου; Ουού! Ένα σωρό! Αυτές είναι οι αγαπημένες μου. Ασπρουλιάρικα, μορφωμένα τσουλάκια που πηδιούνται με μαύρους για να δείξουν ότι δεν έχουνε ταμπού. Ε, κι έπειτα σιγά-σιγά γλυκαίνονται και παρατάνε τις σπουδές να κάνουνε καριέρα.

    Εύκολο χρήμα, σου λέει, γιατί όχι; Αυτό νομίζουν όλες στην αρχή, αν και δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά, δεν κάνει για τον καθένα. Γιατί την διάλεξες τότε; θα μου πεις. Για σκέψου το λιγάκι. Ένα μαύρο αγόρι στα 21 του, αγνώστου πατρός, με μάνα junkie, που το μεγάλωσε η θρησκόληπτη γιαγιά του. Σκατά! Σπουδαίο βιογραφικό να σου πετύχει! Όπου και να το πεις, σ’ ανοίγονται οι πόρτες. Εκεί στο γκέτο, τι άλλες επιλογές είχα; Να μπω σε καμιά συμμορία όπως οι περισσότεροι κολλητοί μου; Να γίνω βαποράκι, ή ακόμα χειρότερα, κάνας πρεζάκιας; Θα ‘μουνα τώρα νεκρός ή πίσω από τα σίδερα. Υπήρχε βέβαια και η προοπτική του στρατού, είπα να δοκιμάσω. Δεν βαριέσαι όμως, τι στρατός, τι συμμορία, παντού η ίδια πειθαρχία, κι εγώ με την πειθαρχία δεν τα πήγαινα καλά, έκανα του κεφαλιού μου. Γι’ αυτό τα θαλάσσωσα και μ’ έδιωξαν κακήν κακώς προτού να κλείσει χρόνος. Και ποια νομίζεις πως ήταν η αιτία; Ε ναι, σωστά το μάντεψες, το μεγάλο μαύρο καυλί μου που το ‘χωνα εκεί που δεν έπρεπε, στη γυναίκα του λοχία. Το παίρνει πρέφα εκείνος, την κάνει τόπι στο ξύλο, πάλι καλά που δεν μας καθάρισε και τους δύο. Δεν αστειευόταν ο λοχίας, έτσι και μ’ έπιανε στα χέρια του, θα μου το ‘κοβε απ’ τη ρίζα. Αλλά να που όπως μ’ έβαλε σε μπελά, έτσι με ξελάσπωσε, αν και δεν το ‘χα φανταστεί πως θα μου παρουσιαζότανε μια τέτοια ευκαιρία. Ψέματα να μη λέω, το ‘χα καταλάβει από μικρός πως ήμουν «προικισμένος», από κάτι μαλακίες σαν κι αυτές που κάνουμε τ’ αγόρια, να την βγάζουμε και να την μετράμε ποιος την έχει πιο μεγάλη. Ε, λοιπόν την πιο μεγάλη την είχα εγώ κι αυτό μου έδινε αέρα. Μπορεί στα μαθήματα να ήμουν σκράπας και οι δάσκαλοι να μ’ είχανε στη μαύρη λίστα, με τα κορίτσια όμως ποτέ δεν είχα πρόβλημα, κι όχι επειδή ήμουνα ο πιο όμορφος, ο πιο έξυπνος ή ο πιο ματσωμένος, άλλο ήταν που τις τράβαγε. Κι έπειτα πηγαίναν και το κουβεντιάζανε με τις φίλες τους κι η φήμη μού ‘φερνε κι άλλες. Γι’ αυτό μην ακούς τις αηδίες που λένε οι μικροτσούτσουνοι, το μέγεθος μετράει.

    Αλλά από ‘κει μέχρι το σημείο να μου φέρνει χρήμα, η απόσταση είναι κάμποση και ίσως να μην είχα κάνει το βήμα αν δεν βρισκότανε η Τζέιν να με σπρώξει. Περπατημένη η μαντάμ, μια από κείνες τις λευκές κυριλέ μιλφάρες που τρελαίνονται για χοντρά μαύρα καυλιά. Με το που είδε όμως το δικό μου, έβγαλε κάτι επιφωνήματα θαυμασμού λες και δεν είχε ξαναδεί. Ω! Θεέ μου! Μπεν, είναι τεράστιο! Γιατί τον έχεις τόσο μεγάλο; Για να σε γαμάω βαθύτερα μωρό μου. Ναι παιδαρά μου, πήδα με σκληρά με την νέγρικη ψωλή σου. Όλο κάτι τέτοιες μαλακίες μού ‘λεγε για να με ξεσηκώνει. Πες-πες, το πήρα κι εγώ απάνω μου κι ας τα ‘χα ξανακούσει. Γιατί και για μένα ήταν η πρώτη μου. Η πρώτη με λευκή εννοώ, δεν είχα ξαναπάει. Ήμασταν λοιπόν αραχτοί ένα βράδυ στον καναπέ του σπιτιού της και φασωνόμασταν· ο άντρας της έλειπε ταξίδι. Είχαμε καπνίσει χόρτο κι ήμασταν χαλαροί, βάλαμε μια τσόντα να παίζει για προθέρμανση πριν το κυρίως πιάτο, και τότε, τσουπ! εμφανίζεται στην οθόνη η αγγελία: «Αν έχεις μεγάλο καυλί, έλα σ’ εμάς, εδώ γαμάς και πληρώνεσαι!» κι από κάτω διεύθυνση και mail. Την πιάνουνε τα γέλια, μου κωλοτρίβεται, Για σένα λέει Μπεν, δεν πας να δοκιμάσεις; Γέλασα κι εγώ, την βουτάω απ’ τα μαλλιά, της τον δίνω στο στόμα. Τέρμα τα χάχανα, βάζει μπρος το γλειφιτζούρι, ξεχάστηκα. Έλα όμως που είχα αρχίσει κιόλας να το σκέφτομαι κι η σκέψη δεν έλεγε να φύγει. Τις επόμενες μέρες το λογάριαζα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη κι έβλεπα πως δεν ήτανε και τόσο άσχημη ιδέα. Την εποχή εκείνη ήμουνα πανί με πανί, με κάτι δουλειές του ποδαριού την έβγαζα, χρωστούσα κι ένα σωρό λεφτά στους στοιχηματατζήδες, είχα στριμωχτεί για τα καλά. Ουσιαστικά η Τζέιν με συντηρούσε, έστω, με χαρτζιλίκωνε, σαν ζιγκολό ένα πράγμα κι ας μην ήταν τέτοια σχέση. Οπότε, τι είχα να χάσω; Με δανεικά έφτασα ως το Σαν Φερνάντο3, η Τζέιν μού έκανε τα ναύλα. Με το λεωφορείο, ε; μη φανταστείς τίποτα πολυτέλειες κι αεροπλάνα. Εκατόν δώδεκα δολάρια μετρημένα είχα πάνω μου· έτσι και δεν με παίρνανε, μετά θα ‘πρεπε να κάνω οτοστόπ για να γυρίσω πίσω. Έπιασα δωμάτιο στο πιο φτηνό μοτέλ, για ένα βράδυ μόνο, την άλλη μέρα το πρωί, περνούσα από casting.

    Ξύπνησα απ’ τ’ άγρια χαράματα, από την ταραχή δεν μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Ίσα που έκανα ένα κρύο ντους, κάπνισα λίγο χόρτο να ‘μαι κουλ κι αμέσως κάλεσα ταξί για το στούντιο. Δίνω στον οδηγό την διεύθυνση, πήγαινε, πήγαινε, σταματά σε μια παλιά αποθήκη στη μέση του πουθενά. Αυτό είναι το στούντιο; Αυτό! Κατεβαίνω, ένα ερείπιο, τζάμια σπασμένα, γκράφιτι στους τοίχους. Εντάξει, δεν θα ‘ταν και σαν τα στούντιο της Disney ή της Universal που ‘χα δει απ’ το παράθυρο του λεωφορείου όταν ερχόμουν στην κοιλάδα, δεν πήγαινα δα και σε καμιά υπερπαραγωγή να περιμένω μεγαλεία. Και πάλι όμως, κάτι καλύτερο έλεγα πως θα βρω από κείνο κει το αχούρι. Δεν φοβόσουνα πάντως, κόσμος μπαινοέβγαινε, μαύροι οι περισσότεροι, λευκούς δυο-τρεις είναι ζήτημα αν είδα. Αυτό με καθησύχασε, είδα φως και μπήκα.

    Από κει και πέρα δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα, όλα γίναν με τέτοια ταχύτητα σαν σε ταινία. Ακούω κάποιον να φωνάζει τ’ όνομά μου, ο σκηνοθέτης μάλλον. Μπαίνω σ’ ένα δωμάτιο της συμφοράς, πίσω απ’ το γραφείο καθόντουσταν τρία άτομα, ο ένας με την κάμερα στο χέρι. Ήταν και μια γκόμενα σιλικονάτη δίπλα του με τατουάζ μανίκι. Τελείως ξέκωλο, στεκόταν όρθια και κάπνιζε αλλά είχε το βλέμμα καρφωμένο πάνω μου και μ’ έγδυνε με τα μάτια. Ωραίο μουνί, για σκίσιμο, εμένα όμως από την ταραχή, πού να μου σηκωθεί; λέω μέσα μου, πάει, Μπεν, θα γίνουμε ρεζίλι. Τότε ο σκηνοθέτης ή όποιος διάολο ήταν τέλος πάντων, σηκώνει το κεφάλι από κάτι σημειώσεις που διάβαζε και μου λέει Εμπρός! Γδύσου! Κώλωσα λιγάκι, θυμήθηκα στον στρατό όταν περνούσαμε απ’ τον αρχίατρο, όσο να ‘ναι νιώθεις κομμάτι άβολα να ξεβρακώνεσαι μπροστά σ’ αγνώστους. Αλλά γι’ αυτό δεν είχα κάνει τόσο δρόμο; Δίνω μια και ξεκουμπώνω το παντελόνι, βγάζω το φίδι έξω. Ψόφιο ακόμα, κρεμότανε, το βλέπει όμως η ξανθιά και της πετάγονται τα μάτια, αφήνει ένα σφύριγμα κι απλώνει το χέρι να το πιάσει. Ε, ήταν να μην πάρω μπρος, μετά, ξύπνησε το θηρίο. Πέφτει η δικιά σου στα γόνατα, προσπαθεί να τον πάρει όλον στο στόμα, να πνίγεται, να τρέχουν σάλια, δάκρυα, να λιώνει το μέικ-απ, να γίνεται μουτζούρα. Η καλύτερή μου. Σηκώνεται τότε ο τύπος με την κάμερα, μου πετάει το μαραφέτι μες στη μούρη, σαν κάτι κουτσομπόλες γριές στη γειτονιά που χώνουνε τη μύτη τους παντού μη τυχόν και τους ξεφύγει τίποτα. Με εκνεύρισε, έτοιμος ήμουνα να του αστράψω καμία να χάσει το φως του, δεν το ‘χα συνηθίσει. Κρατήθηκα όμως, έκλεισα τα μάτια, εκείνοι ας με βλέπανε, εγώ να μην τους βλέπω. Ε, δεν άντεξα και πολύ, η τύπισσα με τέλειωσε στο άψε-σβήσε. Έτσι νόμιζα δηλαδή, γιατί μετά που είδα το βίντεο, κρατούσε 14 λεπτά, εμένα όμως μού φάνηκαν ούτε τρία.

    Αυτό ήταν όλο. Ούτε συνέντευξη, ούτε ερωτήσεις, ούτε ιατρικές εξετάσεις, τίποτα. Μη βλέπεις τώρα που ‘ναι πιο επαγγελματικά τα πράγματα, τα χρόνια εκείνα έτσι γινότανε, ειδικά στις μικρές εταιρείες. Με το που έχυσα, κατευθείαν μου έφεραν το συμβόλαιο να υπογράψω. Έβαλα κι εγώ τη τζίφρα μου χωρίς να το πολυσκεφτώ, κουταμάρα μου και το κατάλαβα αργότερα, μα τη στιγμή εκείνη, μην ξεχνάς, πως ήμουνα φτιαγμένος. Πέφτουν λοιπόν οι υπογραφές, δίνουμε τα χέρια, μου λέει ο σκηνοθέτης: Πρέπει να διαλέξεις ψευδώνυμο, κάτι φανταχτερό, να μένει εύκολα στη μνήμη. Ψευδώνυμο; Γιατί να διαλέξω ψευδώνυμο; Το Μπέντζαμιν Μπράουν τι το στραβό έχει; Α! δεν γίνεται αλλιώς, σ’ ετούτη τη δουλειά όλοι έχουμε ψευδώνυμο. Για να μην εκτεθούμε. Μπορεί αύριο-μεθαύριο να τα παρατήσεις, να παντρευτείς, να κάνεις οικογένεια, δεν θέλεις να το ξέρει ο κόσμος όλος. Κούνησα κι εγώ το κεφάλι κι ας μην καταλάβαινα τι μου ‘λεγε, αφού θα φαινόταν το πρόσωπό μας στην κάμερα, τι νόημα είχε να κρύβουμε τ’ όνομά μας; Δεν είπα τίποτα όμως, τον άφησα να συνεχίσει το βιολί του. Να βρεις ένα που να σε εκφράζει, μ’ αυτό θα σε μάθει το κοινό. Ωραία, λέω εγώ, θα είμαι τότε ο Μπάρμπα-Θωμάς!4 Έτσι μου ‘ρθε, ήταν τ’ αγαπημένο βιβλίο της γιαγιάς. Μου ρίχνει ένα βλέμμα δολοφονικό, Τρελάθηκες τελείως; Θέλεις να μας πάρουν με τις πέτρες; Μα γιατί; Είπα τίποτα κακό; Ο σκηνοθέτης κούνησε απελπισμένος το κεφάλι, Αυτός εδώ είναι ντιπ ηλίθιος, κρίμα το εργαλείο. Πετάγεται τότε η ξανθιά, Άσε το παιδί ήσυχο, Τζακ, μικρός είναι, θα μάθει. Γυρίζει έπειτα σ’ εμένα, Μη σκας, άφησέ το πάνω μου. Mandingo! Όνομα και πράμα! Θα δεις, θα κάνει θραύση! Μου σκάει κι ένα φιλί, έγινε η «νονά» μου. Έτσι ο Μπέντζαμιν Μπράουν πέθανε και γεννήθηκε ο Mandingo. Και να που είχε δίκιο η κυρά, τώρα πια μ’ αυτό με ξέρουν όλοι.

    Η Σούζαν βέβαια λέει ότι ‘ναι υποτιμητικό, με πιέζει να τ’ αλλάξω. Απορεί με μένα πώς τ’ ανέχομαι να με φωνάζουν έτσι. Αξιοπρέπεια δεν έχεις Μπεν; την ακούω να γκρινιάζει. Α παράτα μας ρε Σούζυ! Ιδέα δεν έχει αυτό το κορίτσι από μπίζνες κι ας είναι σπουδαγμένη. Μα πώς γίνεται να μην καταλαβαίνει ότι είναι σαν τη ρεκλάμα μιας επιχείρησης; Ίσως επειδή τα βρήκε όλα έτοιμα, εμένα όμως, αφού μου φέρνει ένα σωρό λεφτά, γιατί να ψάχνω γι’ άλλο; Τότε εκείνη πεισμώνει, ανοίγει τον υπολογιστή, ψάχνει στην Wikipedia. Βρίσκει αυτό που θέλει, με φωνάζει, μου δείχνει με το δάχτυλο. Ορίστε, βλέπεις; Κοιτάζω κι εγώ, μπορώ να κάνω κι αλλιώς; Εδώ που τα λέμε, δεν έχει κι άδικο, δεν τα βγάζει απ’ το μυαλό της, να, της το αναγνωρίζω. Διαβάζω το άρθρο και είναι όλοι εκεί, o Jim Crow, o Sambo, η Sapphire, η Jezebel, ο μπάρμπα-Θωμάς, η θεία Τζεμίμα5, και φυσικά απ’ την παρέα τους δεν λείπει ο Mandingo. Αυτός είμαι εγώ;

    «Ο σεξουαλικά αδηφάγος μαύρος με το μεγάλο πέος, ένα στερεότυπο επινοημένο από λευκούς δουλοκτήτες για να προωθήσει την ιδέα ότι οι μαύροι δεν ήταν πολιτισμένοι αλλά μάλλον ζωώδεις από τη φύση τους. Έκτοτε η καρικατούρα του Mandingo χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει κοινωνικά και νομικά την απαγόρευση των διαφυλετικών σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ μαύρων ανδρών και λευκών γυναικών με την πρόφαση ότι είναι ανεξέλεγκτες. Το στερεότυπο συνδέεται στενά με την εικόνα του βάρβαρου μαύρου άντρα με τις ακόρεστες και βίαιες σεξουαλικές ορμές που εκδικείται τους λευκούς επιτιθέμενος στις γυναίκες τους με σκοπό να τις υποτάξει σεξουαλικά και να ικανοποιήσει τη λαγνεία του».

    Έτσι με βλέπουν οι λευκοί; Γι’ αυτό με βάφτισαν Mandingo; Όμως… για κάτσε μια στιγμή, γι’ αυτό δεν με πληρώνουν; Για να γαμάω τις γυναίκες τους κι εκείνοι να παίρνουν μάτι; Κι όχι απλώς να τις γαμώ αλλά να τις ξεφτιλίζω κιόλας; Να τους φέρομαι σαν τα λευκά σκουπίδια που ‘ναι, να τις βρίζω, να τις χαστουκίζω, να τις ξεκωλιάζω, να τις χύνω στη μάπα; 18 χρόνια τώρα στην πορνοβιομηχανία, μου ζήτησαν ποτέ κάτι άλλο; Να γίνω τρυφερός, να τις χαϊδεύω, να τους λέω γλυκόλογα, να κάνουμε ρομαντικό έρωτα; Όχι βέβαια! Αφού το κοινό τέτοια θέλει, αγριάδες. Εταιρίες, παραγωγοί, σκηνοθέτες, όλοι στην πιάτσα το ξέρουν, ότι ο Mandingo είναι ζόρικος γαμιόλης, γι’ αυτό δεν τον παίρνουν στις ταινίες τους; Και τι σκηνές τον βάζουν να γυρίζει; Δεν έγινε το interracial η ειδικότης μου, το σήμα κατατεθέν μου; Γι’ αυτό δεν φροντίζουν οι ατζέντηδες οι παρτενέρ μου να είναι όλες τους λευκά ξανθομάλλικα γαλανομάτικα κοντοπούτανα; Κάνει ωραίο κοντράστ, λένε, το μαύρο πάνω στο λευκό, το μυώδες δίπλα στ’ αδυνατούλικο, δεν είναι όμως ετούτος ο λόγος, το νιώθω, η πραγματική αιτία είναι ότι το στερεότυπο πουλάει. Και μετά λεν εμένα βάρβαρο; Αν είμαι εγώ πρωτόγονος, τότε εκείνοι τι είναι;

    Ακριβώς! Μπράβο Μπεν, τώρα αρχίζεις και καταλαβαίνεις! Πλάθουν πρώτα ένα ρατσιστικό στερεότυπο κι έπειτα σου ζητούν να προσαρμοστείς ώστε να δικαιολογείται ο ρατσισμός τους. Ξεκάθαρο δεν είναι; Η Σούζαν αισθάνεται δικαιωμένη και δεν κρύβει τον ενθουσιασμό της. Ξαφνικά γίνεται γλυκιά κι αγαπησιάρα, με αγκαλιάζει απ’ τον λαιμό, μου φιλάει το κρανίο. Εσύ όμως δεν είσαι έτσι, Μπεν, μαζί μου είσαι τόσο τρυφερός! Επειδή εσένα σ’ αγαπάω, Σούζαν, δεν είσαι σαν τις άλλες. Αυτό θα ‘πρεπε να της απαντήσω αν είχα κουκούτσι μυαλό μες στο κεφάλι μου, θα την αγκάλιαζα κι εγώ και θα ‘ληγε εκεί η κουβέντα· η Σούζαν θέλει πάντοτε να έχει εκείνη την τελευταία λέξη. Ώρες-ώρες μου περνάει η ιδέα ότι αν ήταν μαύρη, θα ‘ρχόταν κουτί στον τύπο της Sapphire, δεν της το λέω όμως, δεν είμαι τόσο βλάκας. Αλλά με πιάνει κι εμένα το ανάποδο, να της φέρω αντιρρήσεις, τι το ‘θελα ο μαλάκας;

    Για στάσου μια στιγμή, βρε καλή μου. Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα, δεν είναι μαύρο-άσπρο. Δεν το κάνω με το ζόρι, κανείς δεν μ’ αναγκάζει. Μ’ αρέσει η δουλειά μου, δεν θα την άλλαζα με τίποτα στον κόσμο. Γαμάω τα καλύτερα μουνιά, που χρεώνουν χίλια και δυο χιλιάδες δολάρια την ώρα για να πλαγιάσουν μ’ επιχειρηματίες και προέδρους και όχι μόνο δεν πληρώνω μία, με πληρώνουν κι από πάνω. Λίγο το ‘χεις; Και να σου πω και τ’ άλλο; Ε, λοιπόν, να, το παραδέχομαι, με φτιάχνει να γαμώ λευκές, να τις πηδάω άγρια, ν’ ακούω να βογκάνε. Ναι, γιατί εκείνη την ώρα σκέφτεσαι τον προπάππου σου και θαρρείς πως παίρνεις τη ρεβάνς σου. Μα τι λες τώρα; Καθόλου δεν σκέφτομαι τον προπάππου μου, την καύλα μου κοιτάω. Κι αν θες να ξέρεις, και σ’ εκείνες αρέσει! Το γουστάρουν! Δεν βλέπεις πώς χτυπιούνται και φωνάζουνε και μου ζητάνε κι άλλο; Αχ, βρε Μπεν! Θέατρο παίζουνε, η δουλειά τους είναι, πληρώνονται. Έτσι νομίζεις εσύ, το σώμα όμως δεν λέει ψέματα, σε πληροφορώ λοιπόν ότι οι περισσότερες χύνουνε στ’ αλήθεια. Ή μήπως κι εσένα δεν σ’ αρέσει; Έλα τώρα, παραδέξου το, τρελαίνεσαι όπως όλες τους για το καυλί του Mandingo!

    Την έκανα την πατάτα μου. Τώρα η Σούζαν αρπάχτηκε για τα καλά, θα μ’ αρχίσει στον εξάψαλμο. Θα μου πει για την εσωτερίκευση της δουλείας και την αυτοπεριφρόνηση του Αφροαμερικανού, και πως αν δεν υποτιμούσα τόσο τον εαυτό μου, δεν θα επέτρεπα να μ’ εκμεταλλεύονται και να κερδοσκοπούν με το κορμί μου. Γνωστά όλ’ αυτά, τα έχω ξανακούσει κι ας μην ξέρω πάντοτε πώς να της απαντήσω. Έχει το σύνδρομο του σωτήρα η Σούζαν, θέλει να με κάνει καλύτερο άνθρωπο, δηλαδή με άλλα λόγια να μ’ αλλάξει, αν και μερικές φορές μου δίνει την εντύπωση ότι κατά βάθος κι εκείνη με περιφρονεί και πως της πέφτω λίγος. Προσέχει μη μας δουν μαζί, δεν με κυκλοφορεί στον κύκλο της, δεν με συστήνει στους φίλους της, για τους γονείς της πια, ούτε λόγος. Δεν της το λέω όμως, φοβάμαι μην τη χάσω. Κι έπειτα κάπου έχει κι αυτή τα δίκια της, το νιώθω κι εγώ ότι δεν αμείβομαι όπως πρέπει. Πάνε ανάποδα τα μεροκάματα στην πορνοβιομηχανία, οι γυναίκες βγάζουν τα δεκαπλάσια από ‘μας, δεν είναι αδικία; Πουθενά αλλού δεν γίνεται, θα ‘πρεπε οι φεμινίστριες να το ‘χουνε για πρότυπο αντί να κατακρίνουν· τι το ‘θελα όμως και το ξεστόμισα τούτο το τελευταίο; Ποιος είδε τον Θεό και δεν τόνε φοβήθηκε;

    Η Σούζαν ξεσπαθώνει, η πορνογραφία, λέει, υποβιβάζει την γυναίκα, την απεικονίζει σαν σκεύος ηδονής, εμπορευματοποιεί το σώμα της και τ’ ακρωτηριάζει. Στόματα, βυζιά, μουνιά, κώλοι, κάθε γκρο-πλαν είναι κι ένας συμβολικός ακρωτηριασμός. Κι η εικόνα του καυλιού μου; Είναι μήπως κι αυτή ευνουχισμός; παριστάνω τον βλάκα και την ρωτώ μ’ όλη μου την αφέλεια. Για μια στιγμή τη βλέπω προβληματίζεται, δεν θέλει να φανεί ασυνεπής, ούτε πως κάνει διάκριση ανάμεσα στα φύλα. Μα και βέβαια, Μπεν, το ίδιο πράγμα είναι, καταλήγει τελικά, αν και με κάπως λιγότερη σιγουριά από πριν. Αμ, δεν είν’ έτσι ο ακρωτηριασμός γλυκιά μου. Ακρωτηριασμός είν’ αυτό που κάνανε στον φουκαρά τον παππούλη μου, που του ‘βγαλαν τα μάτια με πυρωμένο πάσσαλο και του ‘κοψαν τ’ αρχίδια και το μεγάλο μαύρο του καυλί με το ξυράφι. Αυτό είν’ ευνουχισμός, όχι τα γκρο-πλαν και μαλακίες.

    Η Σούζαν μένει σιωπηλή, τα μάτια της βουρκώνουν. Τι στον πούτσο έγινε τώρα, μου λες; Τι την έπιασε; Παράξενο κορίτσι ρε γαμώτο, ενώ δείχνει φουλ δυναμική και ανεξάρτητη, μέσα της είναι τόσο ενοχική που δεν θα το πίστευε άνθρωπος. Δεν το καταλαβαίνω αυτό το πράγμα, αλλά έτσι είναι η Σούζαν, μπορεί να νιώθει ένοχη για τα πάντα, για την γενοκτονία των ινδιάνων, για την δουλοκτησία και τα λιντσαρίσματα, για την πείνα στην Αφρική και την κρεοφαγία. Να δεις που σε λίγο μάλιστα θα μου ζητάει συγγνώμη. Κατά φωνή. Με συγχωρείς αγάπη μου, δεν έπρεπε να το πω αυτό, δεν ήθελα να σε πληγώσω, λυπάμαι. Να τα μας! Εκείνη κλαίει, εμένα μου σηκώνεται. Μα τι διάολο; Μη δω γυναίκα να δακρύζει, αμέσως με πιάνουνε οι καύλες. Νιώθω άβολα, προσπαθώ να κρύψω τη στύση μου, κρύβεται το θηρίο; Το βλέπει η Σούζαν, μου χαμογελάει πονηρά μέσα απ’ τα δάκρυά της, την αγκαλιάζω, την παρηγορώ, το τέρας μεγαλώνει. Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να συμφιλιωθούμε.

    Δεν φταις εσύ, καλή μου, το στραβό μου το κεφάλι. Ό,τι και να μου πεις, πηγαίνει στράφι, δεν τα πιάνω εγώ τα υψηλά νοήματα, αυτά είναι για σας τους μορφωμένους. Ώρες-ώρες απορώ γιατί μένεις μαζί μου, έτσι χοντράνθρωπος και ξύλο απελέκητο που είμαι. Γιατί δεν τα φτιάχνεις με κανέναν ασπρουλιάρη απόφοιτο του Χάρβαρντ να σε καταλαβαίνει; Επειδή λατρεύω το καυλί σου, Μπεν! Το μεγάλο μαύρο σου καυλί! Το σοκολατένιο σου καυλί! Είναι τόσο γλυκό που μου ‘ρχεται να το φάω! Να σ’ το κόψω, να το κρατήσω για πάντα δικό μου!

    Η Σούζαν μού λύνει τη ζώνη, παίρνει στο στόμα το καυλί μου. Μπουκώνεται, το πιπιλά, το γλείφει, το φτύνει, το σαλιώνει, το ρουφάει, το δαγκώνει. Παίζει μαζί του σαν παιδί με παγωτό χωνάκι. Επιτέλους έχει σταματήσει να μιλά. Γι’ αυτό μ’ αρέσουν τα πορνό, επειδή έχουνε πάντα happy end, money shot6 το λένε. Στα πορνό όλοι χύνουνε και κανείς δεν μένει παραπονεμένος. Καλύτερα δεν είν’ έτσι; Καλύτερα δεν είναι τα τσιμπούκια απ’ τους καβγάδες; Καλύτερα δεν είν’ να σε πληρώνουνε παρά να σε λιντσάρουν;

    Κι απ’ όλα το καλύτερο είν’ βέβαια το γαμήσι. Σαν το γαμήσι δεν έχει!


    Σημειώσεις:

    1. Διαφυλετικό. Εδώ εννοείται ειδικά το διαφυλετικό σεξ ως ξεχωριστό υποείδος της mainstream πορνογραφίας.

    2. Το άρθρο της εφημερίδας προέρχεται από το μυθιστόρημα του Ερνέστο Σάμπατο «Αβαδδών ο εξολοθρευτής».

    3. Η κοιλάδα του Σαν Φερνάντο στην Καλιφόρνια, έδρα της κινηματογραφικής βιομηχανίας αλλά και της πορνοβιομηχανίας των ΗΠΑ.

    4. Το κεντρικό πρόσωπο στο μυθιστόρημα της Χάριετ Μπίτσερ Στόου «Η καλύβα του μπάρμπα-Θωμά». Αρχέτυπο του στωικού και συγχωρητικού μαύρου σκλάβου που υπομένει με αξιοπρέπεια κάθε κακοποίηση δίχως να εξεγείρεται. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του κινήματος χειραφέτησης και κατάργησης της δουλείας στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, αργότερα όμως επικρίθηκε ότι προωθεί το στερεότυπο του παθητικού μαύρου.

    5. Στερεοτυπικές ρατσιστικές απεικονίσεις μαύρων χαρακτήρων. Ο Jim Crow είναι ο ρακένδυτος, κουτοπόνηρος, καταφερτζής χορευταράς. Ο Sambo είναι ο αιωνίως εύθυμος, ανέμελος και τεμπέλης νέγρος με πελώρια όρεξη για καρπούζι και τηγανητό κοτόπουλο. Η Sapphire εκπροσωπεί την μαύρη μέγαιρα, μια γυναίκα κακότροπη και χειριστική που περιφρονεί τον σύζυγό της. Η Jezebel ενσαρκώνει τη μορφή της νυμφομανούς και υπερσεξουαλικής μαύρης γυναίκας που χρησιμοποιεί αδίστακτα την σεξουαλικότητά της για να πετύχει τους σκοπούς της. Η θεία Τζεμίμα τέλος συμβολίζει μια μητρική φιγούρα, συνήθως υπηρέτριας, μαγείρισσας ή γκουβερνάντας που φροντίζει στοργικά τα αφεντικά της. Για περισσότερες λεπτομέρειες δείτε το άρθρο της Wikipedia Stereotypes of African Americans - Wikipedia

    6. Το πλάνο με την αντρική εκσπερμάτωση με το οποίο συνήθως ολοκληρώνεται μία πορνοταινία.
     
    Last edited: 10 Σεπτεμβρίου 2024