Απόκρυψη ανακοίνωσης

Καλώς ήρθατε στην Ελληνική BDSM Κοινότητα.
Βλέπετε το site μας σαν επισκέπτης και δεν έχετε πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες για τα μέλη μας!

Η εγγραφή σας στην Online Κοινότητά μας θα σας επιτρέψει να δημοσιεύσετε νέα μηνύματα στο forum, να στείλετε προσωπικά μηνύματα σε άλλους χρήστες, να δημιουργήσετε το προσωπικό σας profile και photo albums και πολλά άλλα.

Η εγγραφή σας είναι γρήγορη, εύκολη και δωρεάν.
Γίνετε μέλος στην Online Κοινότητα.


Αν συναντήσετε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την εγγραφή σας, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας.

Max is dead. Max The Dog.

Συζήτηση στο φόρουμ 'BDSM Art and Literature' που ξεκίνησε από το μέλος Ηλίας, στις 25 Ιουλίου 2022.

  1. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Κάθε ταξίδι με ένα πόνο ξεκινά. Αυτού που αφήνεις και ένα δάκρυ.


    Κάθε ταξίδι και με χαρά το χέρι σου κρατά. Αυτού που παίρνεις και αυτού που ψάχνεις.


    Το πιο δύσκολο ταξίδι μου, στο μέχρι και στο τώρα. Μέχρι το επόμενο…


    Η ιστορία αυτή είναι φανταστική με σκιές πραγματικότητας.


    Ένα παραμύθι για Dogs and Gods


    Αυτή η του ιστού η ρία, χωράει σε κάθε κουτί και σε κανένα δεν χωρά.


    Max is dead. Max The Dog.


    Message in the 10th Bottle


    Ο Νίκος σήκωσε τα χέρια του ψηλά και κοίταξε στον ουρανό.


    -Γιατί; Τα σύννεφα με τη φροσύνη του περί, τον χλεύασαν. Μικρούλι, εσύ δεν ξέρεις.


    Στο έδαφος ήταν ο πρώτος του, ο σκύλος. Η πιο μεγάλη του αγάπη ο Max. Τα μάτια του γυάλινα και άδεια. Η γλώσσα του ελαφρώς έξω από το στόμα του. Υγρό πράσινο και αίμα, χυμένο στο και στα πράσινα μικρά του χόρτου, που τόσο λάτρευε ο Max.


    Άφησε το σώμα του να καταρρεύσει. Ο κόσμος σκοτείνιασε. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος, τα δάκρυα του όξινα. Με τα χέρια του, άγγιξε την γούνα του Max. Το σώμα από πάγο καμωμένο. Δεν είχε αγαπήσει τίποτε πιότερο στη ζωή του και ούτε επρόκειτο ποτέ να γαπήσει τόσο. Τα πόδια του σκύλου, διπλωμένα. Από την αγωνία και το πόνο.


    Μία εβδομάδα πριν φόλα του είχαν ρίξει και αυτός λιχούδης όπως sta πάντα του, ήταν, την είχε καταπιεί. Αμάσητη.


    Ο γιατρός τους είπε, πως τριμμένα Γυαλία ήταν, σκόνη από κρυστάλλους. Τα έντερα είχαν τρυπήσει σε μέρη του δεκάδες. Το υγρά του μέσα να κατωμένα. Αίμα, χολή και ξύδι.


    Ο Νίκος σήκωσε το κεφάλι του ξανά, προς τα πάνω.


    -Γιατί;!; Η φωνή του πιο δυνατή. Τα δέντρα κουνήθηκαν τρομαγμένα. Τα λουλούδια τα ρούχα τους μαζέψαν και τα μπουμπούκια κλείσαν.


    -Σε παρά, σε κάλεσα. Προσευχήθηκα δεκάδες φορές, στις ημέρες των εφτά. Σου έταξα πίστη μέχρι του τέλους τη ζωή μου. Κι εσύ; Τον σκότωσες. Άθλιε!!! Τα αεροπλάνα που πετούσαν στον αέρα, φωτιά σα πήραν. Του γαλάζιου το σεντόνι σκοτείνιασε. Βροντές από μακριά κούστηκαν. Άλογα που έτρεχαν για μάχη. Τα μεταλλικά κεριά, κρεμασμένα από τις πετονιές, καμπάνισαν.


    Ο γιατρός τους είπε, πως ελπίδα δεν υπήρχε στο καμιά περί και πτώση του ποτέ. Ευθαν κι ασία του έπρεπε να κάνουν. Οι γονείς του Νίκου, το κεφάλι χαμήλωσαν και στο αριστερά και στο δεξιά γύρισαν, με θλίψη. Σαν σκυλιά, παιχνίδια του παρ μπρίζ. Αυτά που το κεφάλι κουνάνε στο πάνω και στο κάτω, στο χι και στο ναι, σε κάθε λα Κούβα που τα’ υτοκίνητο καβαλά και χάνεται.


    Ο Νίκος ελπίδα είχε του πολλού. Από τη φύση του αισιό και από την πίστη του ορθόδοξος.


    Στα 10 του, ο κόσμος φαινόταν πάντα μαγικός. Του καλού η σύνη, η μεγάλη. Η πίστη του στον θεό ήταν ανόθευτη λευκή. Αλλά η πιο μεγάλη του αγάπη ήταν ο πρώτος του ο σκύλος. Ο Max.


    Στον κύκλο του εφτά που κύλησε, σαν δικτάτορας στο ά και δίχως λόγο πάνω, ο Νίκος στο σπίτι δεν κοιμήθηκε καθόλου. Δίπλα στο Max, καθόταν που δεν σταματούσε να κλαίει. Στην αρχή, με λυγμούς και κραυγές του σκύλου, ουρλιαχτά και ποντίκια που χόρευαν σαν του τρελού και μαζί με τις γάτες, γύρω γύρω όλοι στη μέση ο Νίκος και ο Max. Τα ποντίκια στα μουλωχτά και οι γάτες, πλιάτσικο έκαναν και την τροφή του Max, έκλεβαν κρυμμένοι στις σκιές.


    Ο Νίκος ξάπλωσε δίπλα στο Max τον dog, τον ξέπλενε με τα δά κρι και κρα, του πόνου που την καρδιά του ξεσκίζει, σε φλούδες από κρεμ μά λα και δι.


    -Σε παρακαλώ θέ και θέ μου, εσύ που τα πάντα γιατρεύεις και τους κόσμους πλάθεις.


    -Σε καλώ στον παρά και για σένα καλός και γέρος, στο Πάντα μου θα γίνω…


    -Σε παρακαλώ μην τον αφήνεις τόσο πολύ να πονά. Γιάτρεψε τον, σε καλά και σε παρά και σε καλώ…


    (-Να κλέψουμε και τη Κου΄βέρτα του. Ποντίκι μικτό εκ του πονηρού.


    -Πέτα στη ράχη μου επάνω. Ο παπου τσωμένος γάτος.


    -Να κλέψουμε και τη μπάλα που του άρεσε να παίζει. Ποντίκι σφυριχτά στο στόμα.


    -Πίσω μου μια τρύπα έχω. Χωρά, αν την πιέσεις. Ο μαύρος γδάρτος.


    (συνέ και χίζεται)


    Κροκέτα πρώτη

     
  2. Lady in Corslet

    Lady in Corslet Mind the gap...

    Ήμουν 10... ήταν ο Maxi... τον χτύπησε αυτοκίνητο μπροστά μου και τους τελευταίους του παλμούς τους είχε στην αγκαλιά μου...

    Ένα παιδί κι ένα σκυλί αγκαλιά στο οδόστρωμα σαν ένα σώμα... όλο ματωμένο...

    6 μήνες σε λούπα με κλάμα από το πρωι μέχρι το βράδυ έπαιζε αυτό:

     
    Last edited: 25 Ιουλίου 2022
  3. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Max is dead. Max The Dog.


    Κ ρουκέτα δεύτερη.


    Message in the 10th dbottle


    Ο Νίκος, τα μάτια κούνησε. Δεν άνοιξαν, δεν ήθελαν, με κερί, λιβάνι, από σφ αί ράγις μένα. Του καλό και ρού η νύχτα, με τα ι στο χώμα να σέρνονται, σκουλήκια έτοιμα να φάνε. Σκοτάδι στη ψυχή του.


    Σκοτάδι και στο φως του. Ο ήχος μόνος. Υπόκωφα τα βογκητά μικρά του σκύλου. Το χέρι απλώνει, καρδιά που ακόμα ντέχει και χτυπά. Ο Max ζωντανός, παλεύει, στη ζωή, πεισματάρα η ψυχή. Τρίτη η μέρα του εβδόμου.


    Από το χώμα του πετάγεται, λάσπη από αίμα, ιδρώτα, σάλια. Το κεφάλι του Max φιλά, τα μάτια του, εργάτες κρεμασμένοι στη Σκάρα του Μαγκά. Το ρεύμα το σώμα του τινάζει και ο Νίκος όρθιος. Νερό.


    Τρέχει, μικρή λεκάνη, νερό καθαρό. Φέρνει. Τα πόδια του ξεπλένει. Πιες, αυτό είναι το νερό σου. Ο Max δύναμη δεν έχει, η απελπισία τέρας που τις αδύναμες πιστές ρουφάει. Ο Νίκος δέκα του μπορεί, αδύναμη σκιά στο χώμα του δε ρίχνει.


    -Τι; Πως; Που; Ναι. Τρέχει, σκόντο fly, στο αέρα, ανάμεσα στις τριανταφυλλιές περνά, του σκίζουν τα δάχτυλα, αίμα, συνεχίζει να πετά. Τρεις οι γάτες που καρτέρι στη γωνιά του στήνουν. Μα χέρια με σπαθιά, βαθιές οι ουλές ανάμεσα στου Νίκου, τα παιδικά τα πόδια. Το πλάνο δε πέφτει, αίμα στο δρόμο αφήνει από κινητήρες που μουγκρίζουν. Στην από και θήκη προσγείωση του ατσάλου. Δεν είναι πουλί, δεν είναι αεροπλάνο. Στο φρύδι του αριστερού τρία τα Ram και ματα που τα σάρκινα του γιώτα, στα δόντια του Λύκου δίνουν.


    Η σύριγγα. Με λαχτάρα, σταυρό φιλάει, το πλάνο επιστρέφει, στο δρόμο λακέδες από λάδια, αίμα κι βενζίνη.


    Προσγειώνεται στα γόνατα, με τη πλάτη του να τρέμει, βαριά η ζώνη που τα Ρούρια στη μέση τους φορούν, με νερό γεμίζει, στο στόμα του Max, πιέζει, σταγόνες που τρέχουν, ο Max γλύφει, γλύφει, πίνει…


    Ο Νίκος τα χέρια του ψηλά, τα πόδια στον άνεμο.


    -Σ’ ευχα και υχά κι αριστώ, Κύριε και Θέ μου σπλαχνικέ!!! Στο σκύλο σκύβει, τα πόδια δύναμα το κορμί που πεθαίνει να στηρίξουν, στην αγκαλιά του παίρνει, τρικλί και ζει, στο δάσος τρέχει, εκεί που τα βοτάνια την μαγεία της ίασης του κρύβουν.


    -Έλα καλέ και Λε μου Max, κάνε μία προ και σπαθειά λεβέντη μου και την ουρά σου γύρνα. Χόρτο πράσινο, αυτό που την κοιλίτσα στο ανά και κουφή ζει, άνοιξε το μικρό σου στόμα και φάε, στω και λίγο, μόνο του τόσο λίγο.


    Η γλώσσα του κρέμεται και τα υγρά του στάζουν. Δεν μπορεί. Στο βάρος των ψυχών των τεσσάρων άκρων του Βορρά ο Νίκος, Νίκη που λυγίζει. Στην αγκαλιά κόμη το ζωντανό. Για κόμη πόσο;


    -Σε παρακαλώ θέ μου, του καλού και κακού καθόλου, γιατί μια τέτοια ψυχή, εσύ να βάσα και νι και ζεις…


    Οι μέρες τους περνούν και τους τάματα τους φέρνουν. Σκυλί, παιδί, τροφή καθόλου. Σκυλί σκιά που σβήνει, παιδί που στα γόνατα, συνεχώς προσεύχεται.


    Την έβδομη την ημέρα, το σκυλί νεκρό. Το παιδί, τυφώνας…


    Πυρσοί από τσιγάρα αναμμένοι, οι στύλοι της Δεή, με τις καύτρες πληγές που λάμπουν.


    Τα σπίτια των ανθρώπων, σκυλόσπιτα του ξύλινου που φλέγονται.


    Η οργή του Νίκου η μεγάλη.


    -Που είσαι ;;!;; Η φωνή γυαλιά που θρυμ μάτια λειώνουν. Παιδιά, κουτάβια κλαίνε. Γέροι που στα δέντρα του Ιούδα τα ρούχα τους στεγνώνουν.


    -Που και που κρύβεσαι, δειλός μου μοιάζεις. Άθλιε. Τον πόνο σου απλόχερα στο 3ο μοίρασες του κούκου η βάγια η πλυμένη.


    Το κεφάλι του πίσω ρίχνει και ουρλιάζει. Οι πέτρες από σεισμό ραγίζουν, σπίτια πέφτουν, οι των ξύλινων σπαθιών πόλεμοι της πυρός οι βόλοι.


    Οι χορδές του σπάζουν. Το κεφάλι του πέφτει στα δεξιά. Γονατίζει, τον σκύλο παίρνει. Να τον θάψει, στην Ελιά την αρχαία, εκεί που τα χρυσά του ούρα τα σκορπούσε. Από την χαρά, της Ζήτω, ω Ζήτω ελευθερία και σκοινί καθόλου.


    Μία φράση του τελευταίου που η τελευταία μάχη του δεν ήταν.


    -Τελείωσες για μένα. Ανύπαρκτος και στη προς κι ευχή μου, σπίτι δίχως στέγη.


    Το πρώτο αίμα, όμως ήταν και ο πόλεμος στα πρώτα του βήμα τα πα τω.


    Ο πόνος που θα κολουθούσε απύθμενος, φρικτός…


    (-Έτοιμος και ο λαγός. Τοξική πνοή.


    -Ναι αλλά αυτός από κάρβουνο φτιαγμένο και όχι του τρυφερά ψαγμένος. Εκπνοή αδύναμη.


    -Φωτιά μεγάλη, ο πόνος άκαμπτος ακόμη, λέξη με τη λέξη, το ξύδι με τρόπο μαγικό, κρασί θα γίνει. Πνοή που ζέχνει από καπνό…)

     
  4. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Max is dead. Max The Dog.


    Κοκαλάκι τρίτο. Φτερούγα από κοτόπουλο


    Message in the 10th Book alh


    Ο Νίκος από τα 7 του ήταν παιδί της εκκλησίας το καλό. Έκανε την προσευχή του κάθε βράδυ.


    Αν δεν την έκανε σωστά, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Χέρια αόρατα, κρυμμένα κάτω από τις κουβέρτες, κολυμπούσαν στον αόρατο βυθό, σαν μέδουσες που περίμεναν να τον αρπάξουν, έτσι και δεν την έκανε με τον τρόπο τον ορθό.


    Η προσευχή του ήταν κάπως έτσι…


    -Άγιος ο θεός, άγιος ο ισχυρός, άγιος ο θάνατος, ελέησον ημάς. Τρεις φορές.


    Μετά ακολουθούσε η δική του προσευχή.


    -Θέε μου, να προσέχεις τη μαμά, τον μπαμπά, την αδερφή μου, την θεία, τον θείο, τον φίλο μου τον Σταύρο και συγχώρεσε με που του έκλεψα εκείνη την ατζέντα, τον…


    Μετά από καμιά εικοσαριά ονόματα και του μικρού τις αμαρτίες… Ξεκινούσαν τα ονόματα των ζώων.


    -Να προσέχεις τον Max και συγχώρεσε με που τον μάλωσα, την… Στο τέλος.


    -Να προσέχεις όλο τον κόσμο. Υγεία.


    Μετά έλεγε το Πάτερ ημών, αλλά η νύστα τον είχε ήδη βουτήξει από τα πόδια και τον έσερνε αργά, αφήνοντας ίχνη στην άμμο από σεντόνι, στην γκρίζα λίμνη της. Καμιά φορά, τον έπαιρνε ο ύπνος και ώσπου στου ξάφνου και Νικά, πεταγόταν και συνέχιζε.


    Σε ποιο γρήγορο ρυθμό, τις λέξεις έτρωγε, έφταιγε και η δις λοξία του, σταματούσε. Τύψεις, ενοχές, τιμωρίες και ξύλινα καρφιά. Πάμε πάλι από την αρχή.


    Χτυπούσε το σώμα του, για να ξυπνήσει. Σφαλιάρες και μπουνιές στο κεφάλι του πολλές. Ουλές στην πλάτη του από τα νύχια που τη μα στίχους του τρελού, έγραφαν πολλούς. Το αυτού και του εγώ μαστίγωμα σκληρό. Για να μην κάνει αμαρτία. Για να πει την προσευχή σωστά. Όπως πρέπει, έπρεπε και ξανά θα πρέπει.


    Μισή ώρα, κάποια και τις δύο. Στο τέλος το Δι’ ευχών και τέλος.


    Τώρα όμως…


    Φωτιά τα σωθικά του καίει. Πνευμόνια που στάζουν πίσσα στις κολασμένες πίστες. Το wonder boy, στην πίστα του Δράκου φτάνει. Θα μπορέσει να το τερματίσει, με ένα δεκάρικο μόνο;


    -Όχι, σήμερα προς κι ευχή δε σου αξίζει και το νομα σου στο στόμα μου καθόλου.


    Αλλά δεν μπορούσε, να κοιμηθεί. Επί τρία και του χρόνου, κάθε βράδυ την προσευχή του έκανε, λίγο πριν στου Μ ορφέα τα λιβάδια, τρέξει και σαν σκυλί παίξει, κατουρήσει και στους κόλπους του γλυκού, πιει και πιει και πιει, μέχρι να ξε διψά και κσανά διψάσει.


    Μία εβδομάδα, αϋπνία. Τώρα τα όνειρα του, στην πραγματικότητα του τρύπες άνοιξαν και φαντάσματα έβλεπε, να περπατούν και να του μιλούν. Σημασία του καμία δεν τους έδωσε. Νύχτα, νύ Ξ και στάζε σαν σκυλί…


    Στο τέλος έσπασε και την προσευχή του έκανε. Με θυμό, του δυς η πίστη πληγωμένη.


    Σκύλος άλλος στο σπίτι ήρθε. Το νομα του δεν θυμότανε ποτέ. Δεν χρειαζόταν, τη δουλειά που πρέπει να γίνει και τον πόνο να σκεπάσει, με την βαριά τη σκυλίσια του κατουρλιού τη μπόχα.


    Σαν Ρο του Μποτ τη βόλτα tου τον έκανε, μέχρι που κάποια στιγμή έφυγε, άλλος τον πήρε, γιατί του υπό και λείπω την αγάπη δεν πήρε ποτέ του το ζωντανό. Σε κάθε ζωντανό, αγάπη του πρέπει για να νθίσει.


    Ο χώρος των τριών τις πληγές του θρέφει και ο χρόνος με το μαχαίρι άλλες του ανοίγει.


    Ο Νίκος στα πνευμόνια του πρόβλημα βαρύ χε και ζωή του λίγου οι γιατροί του έδιναν ακόμη. Άσθμα πω τι; Του αλλεργικού στην κατανόηση και την επι κοινωνία του μηδέν; Στην γύρη των λου και λου των Διών των πολλών; Ή μήπως στου ορθού την γραφίδα τη στραβή; Τι θα προλάβαινε σε ένα χρόνο που ακόμα είχε, να πει, να φτιάξει και να πιει.


    Αλλά παιδί ήταν και το πείσμα του μεγάλο. Πριν όμως τα καταφέρει και τη μάχη αυτή κερδίσει, στο νοσώ και κομείο βρέθηκε, την ανάσα του πίσω δεν μπορούσε ξανά να πάρει. Τ’ οξύ στο γόνο του καθόλου.


    Σε κρεβάτι με το χρώμα της μούχλας, σχέδια πολέμου στο σεντόνι του λευκού. Έστησε πολλές μάχες στο κει πάνω, όσο στη φυλακή του πλαστικού στο γύρω ένα επί ένα μας κάνει ένα από κόσμο άλλο, ήτανε θεός φυλάkiss απώ και κομμένος. Σε οξυγόνο καθαρό, ώστε ανάσες πολλές να παίρνει. Αβίαστα.


    Δίχως της βίας του αστικού, άσκηση δίχως λύση, καρυδόπιτα δίχως σιρόπι.


    Δέκα και πέντε ημέρες στις φυλακές του πλ ι αστικού, γιατρός κανένας. Φώναζε η μητέρα του, φώναζε ο πατέρας του, φώναζε ο γέρος από τον πόνο στο διπλανό κρεβάτι, δεν φώναζε η σιωπηλή γριά, που τα χέρια του βαστούσε, φώναζαν οι νόσω γκόμες, φώναζαν και οι γιατροί για του υπέρ τις ώρες, φώναζαν και οι σοκολάτες του αδύναμου παιδιού, που έσβηνε καθώς αυτές στοιβαζόταν, η μία στην άλλη πάνω.


    Τα αυτιά ο Νίκος έκλεινε, τα μάτια του καθόλου. Έβλεπε, τις του παρά του μορφωμένου τις φιγούρες που έπαιζαν σε ταινία του έγχρωμου. Σε μια εποχή που ακόμα το άσπρο και μαύρο, του μαύρου με το άσπρο, αντίθεση μεγάλη είχαν στο Άγιο το Ξύλο…


    Την δέκατη και Τρίτη και μέρα που η κρίση η τρομακτική την ανάσα έκοψε και τη καρδιά σταμάτησε, ο πατέρας του έκανε το πιο μαγικό του κόλπο.


    Τη ροή του χρόνου και του χώρου, τα γιέ και γονάτα με παράσημα κακάδια, άλλαξε και την κρίση προς και πέρασε και τίποτε από αυτά στο ποτέ του δεν συνέβη.


    Ένα δώρο του έφερε. Ένα μαγικό βιβλίο. Την πρώτη του αγάπη σε χαρτί. Του αψύχου βεβαίως βεβαίως, έτσι νόμιζε τότε. Τόσα ήξερε και τόσα λέει…


    (-Γιατρέ μου πες μου, τι έχει και πόσο βαρύ είναι, του σώβρακου καθόλου; Μάνα με γωνία.


    -Είναι so βαρύ πολύ. L πήδα του καθόλου, αλλά στην ηλικία του ο χάρος Δία κρίσεις δεν κάνει και η ώρα του πρέπει γιανα φύγει. Do Ctor


    -Μα Dr Xtor, το παιδί μόλις δέκα είναι. Μάνα πορεία.


    -Μα πως τα χαρτιά μου… Αδερφή!!! Του γέρου τα χαρτιά μου έδωσες ξανά, θα σε μ αλώσω. Δρ Θάνατος.)


    Πειραγμένοι στίχοι


    Δι' ευχών των αγίων μου λες
    πως μπορείς σ' αγαπάω να κλαις
    Δι' ευχών των αγίων κι αεί
    με Θεού Αρχή

     
  5. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Το Νησί των Θησαυρών. Ατλαντικός


    Max is dead. Max The Dog.

    Σεντούκι τέταρτο. Κόκκαλα θαμμένα στην άμμο

    Message in the 10th Treasure Bottle


    Δεκαπέντε ναυτικοί

    πάνω απ’ το σεντούκι του νεκρού
    Γιο-χο-χο, κι ένα μπουκάλι ρούμι!


    Το νησί των θησαυρών, του Ρόμπερτ Λούις Στίβεν σον, εκδόθηκε για πρώτη του φορά στις 24 Μαΐου του 1883. Το πρώτο βιβλίο, που ο Νίκος διάβασε. Μία πόρτα που σε κόσμο άλλον έβαλε.


    Τα πάντα στο γύρω του πάγωσαν. Το καρότσι με τα νοστα φαγητά που κυλούσε τρίζοντας, ο ανεμιστήρας με τις κόκκινες κορδέλες που τη σκόνη έφερνε και άρωμα φαρμάκων. Τα πρόσωπα που το πόνο τους διασκέδαζαν με το χαμόγελο του ε και σφιγμένου, αργότερα το ίδιο άκρη βως και στη Μόνα Λίζα είδε.


    Την πρώτη σελίδα νοιξε και τη…


    Η χρονιά ήταν 1713. Στα σκοτεινά νερά του Ρεύματος του Κόλπου, μία μικρή σκούνα με 6 άντρες και έναν Μαύρο σκύλο, πλέει αθόρυβα. Μπροστά τους ένα αχαρτογράφητο νησί. Στο αμπάρι τους, τέσσερα τα σεντούκια. Στα τρία χρυσό και άλλα των ανθρώπων τα πολύτιμα λλά στο τέταρτο, το μάτι του Θεού.

    Ένα τεράστιο πράσινο Σμαράγδι, σφαίρα Διά του μέτρου Ένα. Οι άντρες ανήσυχοι, ο σκύλος σιωπηλός. Να θάψουν θέλουν θησαυρό μεγάλο, εκεί που ποτέ κανένας δε πρόκειται να βρει.

    Οι άντρες τα χέρια έχουν στα μα τι χέρια και ο ένας τον άλλον πισώπλατα κοιτά.


    -Φτάσαμε. Ο Σκύλος ο Μαύρος, τους δείχνει άνοιγμα μικρό στα βράχια. Γύρω από το νησί, ύφαλοι πολλοί. Σημείο πρόσβασης μονάχα ένα. Λεπτό, μέτρα 7, η σκούνα στα ζόρικα και μπόσι κα θολού να περάσει, από κει.

    Στο τιμόνι παιδί, με πόδι ένα και πρόσωπο βαθιά του χάρα γ μένουν. Τη σκούνα ευθυγραμμίζει και όλα στα καλά να πάνε. Αλλά τότε το μα κελιό αρχή ζει. Οι άντρες ο ένας τον άλλον, μά χαιρώνουν και το παιδί το τιμόνι σταθερά. Πίσω του δεν βλέπει, δεν ακούει, μόνο του μιλά.

    -Στο λίγο ακόμα άντρες και στης άμμους τη δία τρυφερά, θα ράξει η σκούνα.


    Πίσω ζωντανός μόνος κι ένας. Σκύλος μαύρος, που σαν σκυλί μοιάζει, αλλά νθρώπινα μιλά.


    -Άντρες; Το παιδί γυρίζει και το σκυλί το Μαύρο, το στόμα του ανοίγει στου διά το πλάτος.


    Ώρες στο μετά και πριν το χάραμα τη σκηνή φωτίσει, ο σκύλος θάβει και το τέταρτο σεντούκι. Πέτρες του τάφου, δέκα τρεις. Χ του παρά και ξένο μοιάζει, αλλά υτο αρκεί και μόνο τον Σκύλο νοιάζει.

    Στη σκούνα πίσω και στο δρόμο για το σπίτι…


    1779, σε ένα βρώμικο καπηλειό του χαμού τυπείο γράφει, σε ταμπέλα τρύπια, μούχλα και βαριά σαν του λάφυρου το ξύλινο ναυάγιο, «Τα 30 αργυρά νομίσματα»

    -Είναι αλήθεια αυτά που μου λες, μεθυσμένη μου γριά; Λούις

    -Αλήθεια όπως σε βλέπω και με βλέπεις γιε μου. Γριά, του μέθνους δεινή κολυμβητής.

    -Και εσύ πως τα ‘μαθες όλα αυτά; Στίβεν

    -Γνώρισα τον σκύλο, της Αφροδίτης την αρρώστια κι αυτός, κόκκινα φορούσε και το πόνο του έσβηνε, σε ένα βαρέλι ρούμι. Χο χο χο. Γριά μάγισσα.

    -Τα λόγια του υγρά, σπυριά στο στόμα του, τα δόντια του καθόλου και στου πυρετού το λάλημα του παρά μεγάλο. Η γιαγιά του Βρούτο.


    -Άλλες πληροφορίες έχεις να μου δώσεις; Σον

    -Αν είχα, μαζί σου θα ‘μουν; The Sea Hug


    2033, σ’ ένα νοσοκομείο από τον πόλεμο ταλαιπωρημένο, ένα παιδί, ο Νίκος, τις πρώτες γραμμές διαβάζει. Ο κόσμος ξε παγώνει…


    (-Φάε μπρε καμάρι μου, κουκούτσι δίχως σάρκα. Πω Πάει

    -Δεν θέλω, διάθεση και όρεξη καθόλου. Όλιβ.)


    Υ.Γ. Το Νησί των Θησαυρών: Στην μνήμη του Θείου μου


     
  6. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Little Boy in Paris

    Max is dead. Max The Dog.

    Δία του στάση 5. Των Σκύλων οι ψυχές

    Message in the 10th Tomorrow battle

    2025

    Έξω βρέχει ΜποουυυΜΜΜ. Ο Νίκος είναι σχεδόν δύο. Μήνας ακόμα ένας. Τα μάτια του ορθάνοιχτα. Τα φώτα του κλειστά. Η σκηνή τρέμει στων κυμάτων τις εκρήξεις.

    Η μα στο άνοιγμα της σκηνής. Φοβάται. Ο Νίκος ακούει την καρδιά της. Τραχιά, ακανόνιστη, σκληρή και αγριεμένη. Σκύλα έτοιμη να χιμήξει στα θηρία που θα πειλήσουν το μικρό της. Ο Νίκος του στραβού γελάει. Σάλιο, που χλυστράει στις λέξεις που κρύβονται πίσω από τα Χ.

    Ο μπα στο δώτρομα, έτσι η μα του πε, έτσι θα ‘μια. Λέξεις που μπερέδονται και σο στώ μα, σωστά δεν βαίνουν.

    ΜπουυυυυΜΜΜΜ. Ο Νίκος σφίγγει τα χελάκια του. Αυτά πω σφυξία κόκκινα, του μέλανα δρυμού. Ανάσα τα φήνει να πάρουν. Είναι καλά του Μπουμ, στην αλχή μεια τρομάζεις, αλλά μετά φώτα πολλά.

    -Χρόνια σου πολλά!!! Η μα και ο μπας, φώτα μικρά, φάτσες του μεγάλου, φώτα αοίγουν αυτά το ζω ματί ου, καλέπα στο φεκάλι, πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, αγαλιάζουντε, μάτς και μουτς και αυτούνου πολλά τα μουτς, τα φώτα κλείνουν.

    Δε πλέπει, τα αεοπάνα, ξεράνε μπό μπες.

    Μποοοοοοοοοοοοουυυυυυυυυμμμμμ. Το σωτικό κύμα, σκάει με ορμή πάνω στη σκηνή. Η μα πετάει στον αέρα, σαν πουλάκι. Τι όμορφη που είναι…

    Νιώθει το τρόμο της, το χρόνο παγώνει.

    22:34

    Η μα στον αέρα, ο ουρανός πύρινος, η φωτιά ακίνητη. Αυτοκίνητα που αιωρούνται δίχως τιμή. Πόδια και χέρια, του Δία του μελισμένα. Μαζί τους δέντρα, βράχοι, τσιμέντα, κολώνες, συλάκια…

    -Συλά κια;;; Ααα ως ε ζώ. Ο Νίκος αναμαλβάνει δάση.

    Ο Νίκος το ρ δεν λέει. Μόνο σε κάποιες λέξεις που ταιριάζει. Επίσης την ύλη, δεν την βλέπει όπως όλοι. Βλέπει μάκ ο όπως και του μίκ ο τη σκοπιά μονά χη.

    -Ζοιπόν εσείς ζητώνια, θα γυρή σετε στη θέση σας.

    -Μα είναι ωραία η Ζήτω, ω Ζήτω ελευθερία!!! Τα ζητώνια, μουτρωμένα, τα μικρά του δάχτυλα θωρούν, του κεραυνού ακτή νες βγάζουν. Στη σειρά μπαίνουν και όλα στη θέση του γυρίζουν.

    -Εσείς πωτόνια, θα μαζέψετε τα ελέυθεα συλιά σας.

    -Μα είναι του κακού και του καλού, μαθητές και μαθήτριες πολύ. Τα πωτόνια τα πόδια του Νίκου τα μικρά, βαρύτητα κόλα δυνατή ζέχνουν και σαν οσμή, το χρόνο διώχνουν προς τα πίσω.

    22:33:57

    Τα σκυλιά στη θέση τους γυρνούν. Κρυμμένα στις σπηλιές.

    22:33:51

    Τα δέντρα στις ρίζες τους, τα πόδια και τα χέρια στα σώματα που ανήκουν.

    22:33:49

    Τα υτοκίνητα τιμή αποκτούν και par king.

    22:33:37

    Οι κολώνες όρθιες και πάλι με τις λάμπες τους σβηστές. Σε νύχτα τέτοια έτσι τους πρέπει.

    22:33:35

    Τα τσιμέντα στη σ άρκ α των σπιτιών.

    22:33:31

    Η σκηνή πάνω από το κεφάλι του Νίκου του μικρού.

    22:33:28

    Η μα στο άνοιγμα. Ο μπα στο ζώτρομα.

    22:33:22

    Το «Μικρό αγόρι» επιστρέφει στο Enola Gay και του Μπούμ εραγκ Μεγάλο δυνατό, το πλάνο του αέρος, σε φέτες κόβει του μικρού…

    (-Κύριε γιατί τα ηλεκτρόνια δεν φθείρονται και δεν γερνούν; Μικρός και τρελός μαθητής.

    -Δεν ξέρω παιδί μου. Σοφός Κύριος.

    -Μήπως στο χρόνο τρέχουν πιο γρήγορα πω μας; Από μικρό και από τρελό…)

     
  7. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Colorblindness

    Max is dead. Max The Dog.


    Ψαροκόκαλο Έκτο. Κόκκινο λουλούδι με νύχια.


    Message in the 10th Scary Battle


    2026 Νέα Υόρκη


    Νάνοι πολύχρωμοι τρομακτικοί. Μέγεθος σπιτιού και στα σπλάχνα άνθρωποι. Χωνεύονται αργά. Πρώτα η λάμψη από τα μάτια. Μετά η ελεύθερη βούληση τ ον είρων. Στο τέλος με πηχτή και του Διά τη βρώση, μαύρ η γρασία, αρρωσταίνει η ελπίδα. Του φυματικού κάρβουνο με πίσσα από τα σπλάχνα της, σβήνει στην κορύφωση του βήχα.


    Δίπλα τους οι πύργοι της Βαβέλ. Άνθρωποι στου εκ τεθλειμένου φυλακισμένοι στα γυάλινα κρανία. Τίποτε κρυφό, τίποτε δικό τους. Αυτόματες κούκλες που κινιούνται σε ρυθμό γοργό. Προκαθορισμένο, προεξοφλημένο και του προ μαριονέτα του α βούλου.


    Σε αυτή την ώρα, τα φώτα δεν ανήκουν στους ανθρώπους. Ο φόβος διάχυτος. Για κάθε τι κόκκινο. Για ένα φουστάνι, για μία ντομάτα, για μία παπαρούνα, κόμα και για του πασχά τηγ λίτσα.


    Η απειλή φορά κόκκινα, λέει Ντα και τα μάτια σχιστά. Οι Δράκοι του απα και γορευμένου πλάσματα σε αυ την πόλη. Στη γη της turkey, δεμένη στη κόκκινη Μηλιά, ψημένη στο φούρνο του Άουσβιτς, μαριναρισμένη σε υγρή μαύρη σοκ ολ άτα.


    Στα σπίτια των Νάνων, η μα και ο μπας κοιμούνται. Ο Νίκος στριφογυρνά στη κούνια του. Κάγκελα του ξύλινου, ραβδιά από Μπα και Μπου, που στερούν από την Ελευθερία τα νέμελα φιλιά του.


    Το σπίτι το δικό τους, Νάνος. Αιρετικός σε σχέση με τους άλλους. Οι άλλοι φέγγουν, δείχνουν το φως που κλέβουν από τα θύματα τους, ο δικός τους Λευκός. Αλμπίνος, αναιμΗκός, δίχως σίδηρο σωστό στο εξωτερικό, μέσα του σκουριά που πλέει πικρή στις φλέβες του…


    Ρευστό σκυρόδερμα που πάλει σε κάθε του είδους τις δονήσεις. Έτοιμος να καταρρεύσει, να πέσει. Rouillé statue de la Liberté. Στον μανδύα της γης, η πλάνη να χορέψει θέλει. Καταπιεσμένη, φυλακισμένη, ηφαίστειο έτοιμη να εκραγεί. Στο έξω ωμός και μόνο, γιατί στο μέσα…


    Στα ταβάνια, ουρανός, τα στέρια. Ήλιοι και φεγγάρια που χορεύουν με χαμόγελο. Στους τοίχους, δέντρα, λουλούδια, ζώα που κοιτούν όλα από την άλλη. Κρατώντας μακριά κάθε τι που μπορεί το Νίκο να θε να πλησιάσει.


    Τα παπτώματα, λίμνες, θάλασσες, ποτάμια. Μπλε, πράσινα, μαύρα, με κύματα και δίχως, με αφρό ή χωρίς, άλλοτε διαφανείς το βυθό να βλέπεις, κάποτε σκούρες, βαθύ μπλε, κρύβοντας ναυάγια, θησαυρούς, κόσμους μυστικούς και στον γνωστό με τα γγλυκά, αγνώστους.


    Ο Νίκος του θορύβου εραστής, τον αρνείται και όρθιος σηκώνεται. Στα χέρια του λάμψεις, κλωστές του φωτεινού από υπάκουα ηλεκτρόνια. Τη φυλακή του ξύλου σαγηνεύουν και πύλη, ανοιχτή για τον Μικρό Νικόλα…


    Στη κουζίνα θύρα νοιχτή. Αρπακτικό που παραμονεύει έξω. Ήχο δεν δεσμεύει, οσμή καμιά, νύχια στο κα λυμένα. Πεινάει. Οι των σκουπιδιών οι κάδοι, άδειοι. Καθαροί, τίποτε δεν φωλιάζει πια εκεί. Τα κατοικήδεια των θρώπων στο εξ αφανισμένα.


    30 Οκτω εμβρύου 2019


    Θεσσαλονίκη


    Στο αμφιθέατρο, μόνο χρώμα, το χάος. Ενήλικοι που λογομαχούσαν, έσκιζαν τα καλά τους ρούχα, ξερίζωναν τα πλούσια μαλλιά τους, χαστούκιζαν ο ένας τον άλλον και αν δεν υπήρχε άλλος, τον εαυτό τους. Στην έδρα του αμφιθεάτρου ένας μοναχικός στύλος, μ’ ένα μεγάλο μικρόφωνο, σαν κορώνα πάνω του. Κανένας δεν κοιτούσε, προς τα εκεί. Οπότε, κανείς δεν πρόσεξε το παιδί που εμφανίστηκε από τις σκιές.





    Το παιδί πλησίασε το στύλο και έπιασε το μικρόφωνο. Ήταν ψηλά για αυτό. Το έβγαλε και το πλησίασε στο στόμα του. Ο πόλεμος συνεχιζόταν και τίποτε δεν φαινόταν ικανό να τον σταματήσει. Το παιδί στάθηκε λίγο και μετά είπε…




    -Ξέρω.




    Τα πάντα πάγωσαν και όλοι κοίταξαν προς τα εκεί. Το παιδί, έβαλε το μικρόφωνο στη θέση του, γύρισε και χάθηκε στις σκιές.




    Στο αμφιθέατρο, μόνη οσμή, η σιγή.





    3 Αυγούστου 2023


    Πεκίνο


    Πίσω από την κόκκινη την πόρτα ένα μωρό γεννιέται. Το Ζόρι δε το θέλει να βγει, Λάγος τον περιμένει στον κόσμου του καθόλου. Δεν κλαίει, όσο και αν το χτυπούν, μόνο γελάει.


    Οι γιατροί το κοιτούν και αυτό το βλέμμα επιστρέφει. Τρόμος.


    Το παιδί από τη μητέρα παίρνουν, να κάνουν εξετάσεις. Σε νόσο κόμα φήνουν, τρία του λεπτού, μονάχα μόνο. Στο δωμάτιο 13 μωρά ακόμα. Βραχύ το κύκλωμα στο ρεύμα και η φωτιά απλώνεται στα ξερά σεντόνια.


    Άνθρωποι του αλλόκοτου τρέχουν σαν παλαβοί, μέσα κι έξω από τη φωτιά, τα βρέφη να γλυτώσουν. Μαζί τους τρέχουν και σκιές, δεκάδες του πολλού, πολλές. Τα βρέφη, χαρτιά στην τράπουλα που ανακατεύονται τυχαία.


    4 Αυγούστου 2023.


    Νύχτα


    Τρεις του μαύρου μάγου, οι ντυμένοι, σε νοσοκομείο που τα βρέφη 56 τώρα. Γλιστρούν, δίχως τύψεις, δίχως ενοχές, πίσω από γυναίκα με το πορτοφόλι της γεμάτο.


    -Αυτό είναι; Η δεύτερη σκιά.


    -Ναι. Νοσοκόμα.


    Οι τρεις μάγοι, με το δώρο, φεύγουν αγκαλιά. Οι μόνοι που τους βλέπουν…


    Οι Ξένοι σκύλοι και του παρα οι τηρητές. Γαλλικό Μπουλdog το Αφεντικό, σήμα δίνει και από πίσω μαύρα Ντόπερ Μαν καλπάζουν.


    Μία ώρα μετά παρά του τρία τα λεπτά, σε δρόμο δίχως φώτα, ουρανός από σύννεφα φτιαγμένος. Κεραυνός πέφτει και το αυτοκίνητο τούμπες κάνει, τα πόδια του δεν θέλει, να τα βρέξει. Μία, ο μάγος πρώτος, μία στάση θέλω εδώ στα Κυπαρίσια. Δεύτερη, τα λάστιχα σφεντόνες για παιδιά, ο δεύτερος στάση κάνω, εδώ στην Κλαίουσα Ιτιά. Τρίτη, τα γυαλιά το car του βγάζει, σταγόνες κοφτερές, αγκαλιά με τη βροχή, ο τρίτος Μάγος, μαρτίνι θέλει στην Ελιά.


    Οι τρεις μάγοι νεκροί, το μωρό ζωντανό. Αγρότης δίχως παιδιά, τη φωτιά βλέπει και σιμά του φτάνει. Το παιδί βλέπει…


    Ώρα του μετά, Κοράκι μαύρο, δραπέτης από του Lucky Look τα κοκκινόμαυρα τεύχη, στον βοηθό του γυρνά και…


    -Die Polizei rufen


    H αστυνομία στο σημείο που της υπό και τα κοράκια δείχνουν, φτάνει. Τρία τα πτώματα. Άλλος κανένας…


    4 Αυγούστου του 2023


    Νύχτα


    Ζευγάρι στα κρυφά βαδίζει σε σκηνή. Στέγη από καραβόπανο, φιλοξενούμενοι βρέφη του δώδεκα. Ο Φύλακας εμπρός. Αυτοί με μαχαίρι, τρύπα ανοίγουν από πίσω. Μωρό δεν κάνουν και ούτε πρόκειται ποτέ. Στη σκηνή τα βρέφη κλαίνε, γκρινιάζουν και φοβούνται. Όλα εκτός από ένα. Το ζευγάρι κλέβει το μωρό και φεύγει.


    4 Αυγούστου του 2023


    Νύχτα.


    Με τις φλόγες στο τζάμι να ικετεύουν για νερό, ασθενοφόρο φεύγει με βρέφη σε πλήθος του εφτά. Ο οδηγός πιωμένος, κίνηση του απότομου, το Γκτούπ μεγάλο, ένα βρέφος πέφτει και χτυπά. Κόκκινο το αίμα του παντού. Οδηγός και συνοδός χελιδόνια φοβισμένα. Το μωρό αφήνουν, σε κάδο σκουπιδιών. Νομίζουν νεκρό. Όμως αυτό ακόμα ζει. Ζωντανό το παίρνει η Γριά του Popeye και το κρύβει στη φωλιά της. Swee'Pea.


    4 Αυγούστου του 2023


    Αλυσίδα των ανθρώπων, από φλεγόμενο κτήριο τα μωρά του βγάζει.


    Ένα μωρό, δεύτερο μωρό, τρίτο μωρό, τρίτο μωρό, τέταρτο μωρό. Κοκ, στο κτήριο.


    24 λεπτά αργότερα, με αδιάβροχο η Κυρά των Μεγάλων Λουλουδιών, το βρέφος που στο μέτρημα δεν μετρήθηκε ποτέ, στην αγκαλιά της βαστά και φεύγει μακριά. Με πλοίο που αδιάκοπα τα πόδια του χτυπά, στο ακόμη πιο μακρηά.


    5 Αυγούστου του 2023


    Ταραγμένα τα νερά του Ινδικού. Πλοίο βυθίζεται. Δύο βρέφη και καπετάνιος ο κανένας, βάρκα ακυβέρνητη σε νησί φτάνουν, ώρες του 5 στο μετά. Δύο οι λαθρέ μπορεί που τα βρέφη βρίσκουν. Ο ένας για τον Βορρά και ο άλλος για την Ανατολή.


    15 του Αυγούστου του 2023, μάνα άρρωστη από της Κορώνας τον Υιό, στα χέρια της κρατά ένα από τα παραπάνω βρέφη.


    Ποιο;


    Άνθρωπος κανείς δεν ξέρει. Η μάνα πεθαίνει και το παιδί, από Δυτικούς γονείς υιοθετείται.


    2022 Αβάνα.


    Το αεροπλάνο από Αθήνα, προσγειώνεται στις τρεις το μεσημέρι. Από τα βράγχια του, ένα ξανθό παιδί, αντικρίζει τον δυνατό ήλιο. Μόνος του, με μία μικρή βαλίτσα και ένα γεράκι στους ώμους του, χάνεται στους κυματισμούς του δρόμου.


    2024


    Στον Βασίλειο της Καμπότζης τέσσερα τα του χρόνου τα μωρά, που απ’ τα σύνορα, έρποντας περνούν λαθραία. Ο φύλακας τις κάμερες δεν παρακολουθεί, στην τηλεόραση την Έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων με Σοκ και Δέος θα έβλεπε, αν δεν ήταν ο πόλεμος. Τώρα μόνο Σοκ και Δέος. Γνωστοί στην ιστορία και ως οι Κόκκινοι Παρά λίγο Ολυμπιακοί Αγώνες.


    2026


    Στις φτωχές παράγκες της Νέας Υόρκης, γνωστές και ως οι Νάνοι που πεινούν…


    Τα κατοικίδια των ανθρώπων στο X αφανισμένα.


    Από την ανοιχτή την πόρτα, μαύρη η σκιά, δίχως ήχο τα ίχνη της, στο φως αντανάκλαση καμία, μέσα μπαίνει…


    (-Μαμά πεινάω.


    -Φαγητό δεν έχει.


    -Μαμά διψάω.


    -Νερό δεν έχει.


    -Μαμά να ζήσω θέλω.


    -Γέφυρα δεν έχει για να φύγεις από την Αφρική.)

     
  8. Ηλίας

    Ηλίας Γυμνός και ζωντανός, εσείς;

    Slave of the shadows


    Max is dead. Max The Dog.


    Ολακκόκ έβδομο. Στα στέρια τραγουδά το τέλος.


    Bottle’s Shadows Reflection in the 10th message


    Από την ανοιχτή την πόρτα, μαύρη η σκιά, δίχως ηχώ τα ίχνη της, στο φως αντανάκλαση καμία.


    MΕΣΑ μπαίνει…


    Η πύλη ανοιχτή. Φιγούρα μαύρη, σκιά δίχως ήχο, ίχνος; Στους αγνώστους Χ. Μέσα μπαίνει…


    Τα πέλματα στην θάλασσα του Ειρηνικού βυθίζονται. Κυματισμός, μικρός ανεπαίσθητος ακόμα και για την ίδια. Το κεφάλι της υψώνει και οσμίζεται.


    Αγιόκλημα, στους υπονόμους μυρωδιά του Ξένου. Ψάχνει για τροφή…


    Ζώα στους τοίχους που όλα κοιτούν προς αυτήν. Νιώθει τα μάτια τους απάνω της και στο απότομα γυρνά. Ζωγραφιές στα τείχη…


    Μία τίγρης, τα νύχια της χτενίζει. Μπογιά που στη φθορά ξεφτίζει.


    Ένας γορίλας στο ανάποδα του στέκεται και στα ίσα την κοιτά. Τα πόδια του στο διπλό α και πλωμένα.


    Οι τρίχες της σηκώνονται, μα δε μπορεί, δεν γίνεται και δεν ημπορεί απειλή να νιώθει, από σκίτσα, χρώματα και δις δει άστατα στους τοίχους.


    Το κεφάλι της απ’ το Ζυγό τινάζει και στο πάτωμα τηρά. Στόματα ανοιχτά πω κάτω από την ακάλυπτη κοιλιά της. Πηγάδια, δίχως πάτω και θάλασσα που τραβιέται φοβισμένη μακριά. Προς τα νω τινάζεται και στα τέσσερα, απάνω στο τραπέζι. Δω καλύτερα που τα ψίχουλα μονάζουν. Πιο θαρρετά τα βήματα της, τώρα. Μία πόρτα τρίζει, μακριά από δω, ένας γέρος ουρί στου παραδείσου η φευγάτα αμφισημία.


    Ζεστός μικρό τα’ γέρι κο που ψοφά στη νύχτα, ψίθυροι στα κόκκαλα, για λίγο σάλιο ψάχνουν. Η Γάτα τα κούει, αλλά προς και πέρα το ν, δε βλέπει. Το χρησιμοποιεί για να κρύψει τους ήχους που το πλαστικό, τα πόδια της βατεύουν.


    Τα ψίχουλα, δείχνουν άκακα. Τη μύτη της πλησιάζει σε αυτά, στο ένα, το βρώσιμο γλυκό.


    -Τι μυρίζεις εσύ καλέ μου; Το ψίχουλο το στόμα νοίγει, βόθρα του κατά, θύρα του Μεγάλου. Η γάτα χουχ και χιχ, το χέρι της τινάζει, το ψίχουλο στην άκρη φτάνει, τώρα κρεμασμένο. Στο ένα χέρι, στέκεται φωνάζει για βοήθεια. Οι ψίθυροι του γεαρικού την ένταση αυξάνουν.


    -Κοίτα πάνω. Η Γάτα, το κεφάλι απροετοίμαστη σηκώνει. Ο ουρανός πουλιά με πeτερύγια γεμάτος.


    -Κοίτα κάτω. Τα ψίχουλα του υπόλοιπου, στη σειρά έτοιμα για επίθεση. Ακονισμένες και ξερές οι κόρες του.


    -Κοίτα μπροστά. Γαλαξίες που τη δομή συνθέτουν, την αλυσίδα σπάνε και με τη ζωής την έλικα παίζουν σα ποντίκια.


    -Κοίτα πίσω. Η γάτα τα νύχια της σηκώνει και το κορμί με σ μ άλτο, στα 180 του Μπελ τα Ντέσι πέρι στρέφει. Στον αέρα ο Νίκος την αρπάζει και η γάτα δύο τεράστια σκιστά μάτια του γαλάζιου φλόγες στου Αντίκ ρύζι.


    -Σε πιασα γατούλα. Η αγκαλιά σφιχτή, το ξυγόνο ξερνάει και χάνεται και στο απέναντι του τώρα, σπίτι ζει.


    Τι είναι του το χταπόδι πάλι; Η γάτα, Nasa δεν έχει, γι’ αυτό ούτε και φωνή.


    -Δε θα μου φύγεις και πουθενά δε πας. Ο Νίκος σφίγγει, από αγάπη για ζωή…


    Η γάτα παλεύει στη ζωή να κρατηθεί. Τα μάτια της γουρλώνει και ο Νίκος ελεύθερα τα’ φήνει. Στρογγυλά μεγάλα, κύκλοι του τελείου, πετράδια γαλανά δίχως στίγμα, εκ του φυσικού τους.


    Μαζί αφήνει και τη γάτα. Αυτή βήχει και ξέρω του λε και βήχει και μια νυχιά του χώνει στα πλευρά κι άλλη μια στο δεξί του μάγουλο.


    17 λεπτά πιο πριν, ανατολικά. Αρκετά για τον Νέο κόσμο. Ένα στόμα στο έδαφος ανοίγει και δίχως φτερά, πουλί του πυρήνα στέλνει στον ουρανό, δίχως φεγγάρι, δίχως καημό.


    17 λεπτά μετά, στο τώρα.


    -Μα γιατί γατούλα, εγώ σ’ αγαθώ πολύ, ποουλί που λί. Μία σταγόνα αίμα από το δεξί το μάγουλο και ένα δάκρυ από τα’ ριστερό, αγώνα κάνουν, πιο πρώτα στο στόμα του θα φτάσει.


    Η κατσιας μένει γάτα, τον κοιτάει, ενώ τ αυτιά της, τον θεό κοιτούν.


    -Παναγάτα μου μεγάλη, από το τέρας σώσε με και εγώ τα τρία από εφτά του ψαριού, τα κόκκαλα δικά σου.


    14 λεπτά πιο πριν, το Big του Ben, χασμουριέται και τεντώνεται. Η ώρα πλησιάζει να χτυπήσει. Κοιτά ψηλά, καπνός πάνω από τα σύννεφα, φλόγα μικρή, του Διός η κίνηση ορθή και δοξασμένη. Ο πύραυλος, περνά το κόκκινο με φόρα.


    -Ο superman; Για του δευτέρου το λεπτό, το Big χάνει και μετά θυμάται και επανέρχεται και γοργά χτυπά.


    13 λεπτά στο meta. Η γάτα πισώ και πάτα, βήμα κόντρα βήμα και στη πλάτη νιώθω το παράθυρο να με πλησιάζει, με τα μάτια απλωμένα σαν τσίχλα που λεπταίνει, στο τέρας που στέκεται κει στα πέναλτυ του. Τα χειλάκια του, μισά του λευκού και μισά του κόκκινο προς ροζ του σάπιου Μήλου. Τα μάτια, λουλούδια νθίζουν, αμπέλια, υάκινθους και του πικρού αμύγδαλα. Γαμψά ρυάκια φορτισμένων σταγόνων, από τα δάχτυλα του στάζουν.


    Στους λιμένες του πατώματος, καΐκια με δίχτυα του αγάλματος γεμάτα. Στρείδια βγάζουν, ρουμπίνια, χρυσά και άλλα της στολής του Δία πέντε.


    Αυτό όμως που μαγεύει είναι μία γοργόνα από Νεφρίτη. Οι ψαρά του λαθρέ δες και πες, μαγεύονται. Θόρυβος τυρρηνικός σαλπίζει καθώς το μαύρο του ρανού, στα δύο σκίζει. Οι ψαράδες ψηλά τα χέρια τους, η γοργόνα στη θάλασσα της, επιστρέφει.


    Ο χρόνος του πριν και του μετά στο τώρα πλέουν αγκαλιασμένοι. Η γάτα στο παράθυρο έτοιμη να πηδήξει, ο Νίκος με την άρπα Ξ και ο πύραυλος στο έδαφος φυτεύεται βαθιά.


    Μία νέα νατολή στην πόλη σκάει. Η ώρα είναι 3 και 33 μετά της μέσης και της νύχτας.


    Οι πύργοι της Βαβέλ, καλάμια από μέταλλο, στάχτες που άναρχα σκορπίζουν. Οι δρόμοι φίδια των γιγάντων, αγριεμένο το κύμα που τα πάτά, στο αέρα, όρθια σηκώνονται και μετά λιώνουν σαν λαμπάδες μες τον ήλιο.


    Γέφυρες της μοναξιάς, που μπλέκονται σαν ιστοί μικρής αράχνης, σε εξωπλανητικό τυφώνα. Πλάσματα που ουρλιάζουν στις φλόγες της καρδιάς τους, το έδαφος αφήνουν κι αυτό τα’ κολουθεί. Το Πυρηνικό μανιτάρι καταπίνει την Νέα Υόρκη και εξαϋλώνει τα πάντα, εκτός από ένα μικρό παιδί.


    Ένα τρίχρονο αγόρι, ανάμεσα στις φλόγες, απ’ τη γη πιο πάνω, βλέπει κλαίγοντας τα πάντα γύρω του να χάνονται. Το κλάμα γίνεται θυμός και ο θυμός οργή τυφλού. Στο μυαλό του λέξεις γεννιούνται και ταξιδεύουν μακριά. Στον πλανήτη ιστός μεγάλος απλώνεται και άνθρωποι, υπνωτισμένοι τα κουμπιά τους πατούν.


    Κόκκινα, σε υπόγεια σιλό.


    Κόκκινα, σε υποβρύχια, σε αεροπλάνα και όπου αλλού βόσκει στης σχάσης ο πυρήνας, πύλες ανοίγουν και της πυράς αυλοί του μαγεμένοι στοχεύουν, αντί και συμ και μερτικά στο χάος. Στον διάστημα, ταξί κι οδεύουν, για τον πλανήτη Γη.


    Δεκάδες αυτοί που στον αέρα συναντιούνται. Φωτιές και κρήξεις του πυρήνα στο κενό. Κεραυνοί χίλιες φορές και επί χείλια πάλι, πιο ισχυροί από αυτούς που η γη στο δέρμα της συνάντησε στο ποτέ ξανά και πότε. Την μαστιγώνουν με μανία, την βομβαρδίζουν με λαχτάρα. Τα πλοκάμια τους απλώνουν και την αγκαλιάζουν με απόγνωση.


    Χιλιάδες αυτοί που όμως δεν συναντιούνται και στη γη λήγουν την πορεία τους.


    Στη σελήνη ψηλά, παιδί ξανθό, βλέπει στη γη, μανιτάρια να ξεπηδούν από παντού. Θάλασσες να εξατμίζονται, βουνά να χάνονται, πόλεις, χώρες, η πείρους να σβήνουν. Στο μέλλον κανείς δε θα μάθει ότι κάποτε υπήρξαν.


    Ένα πλανήτης του γαλάζιου, που ξάφνου, στο πύρινα του ντύνεται και σεισμός στον φλοιό του, να χτυπά σε αντίθεση με την παγωμένη του καρδιά.


    Ζωντανός στο πια κανείς. Εκτός από ένα παιδί. Ένα τρίχρονο αγόρι, που στα σύννεφα πετά, σε χαλί του μάγου, πλέξη από ηλεκτρόνια δικά του. Ο φλοιός της γης τρυπά. Χιλιάδες τα σημεία που αιμορραγούν. Στην ενέργεια του Ραδίου και στη φωτιά του μικρού πυρήνα, η Γη τη σάρκα της ξεσκίζει.


    Τα υγρά της, δάκρυα στων νεφών τις άκρες, ακροβατούν.


    Λάβα καυτή, απόνερα του δικού της πυρήνα, ξεχύνεται παντού. Πλάκες του τεκτόνα, σηκώνονται και μάχονται, η μία με την άλλη. Κομμάτια σε μέγεθος σειρών του όρους, τινάζονται προς του Πασά αλή κατεύθυνση. Τρεις σε σημείο κομβικό συγκρούονται με ορμή. Κορφή ψηλή 50 χιλιάδων μέτρων, δείχνει στης ισότητας τριών, πάλη νικητής κανείς.


    Το τρίχρονο αγόρι ψηλά στη σφαίρα του Στρατού πετά και τον πλανήτη τον δικό του, που στο πάντα χάνεται, δίχως πια Μπου, Μα και Μπα, μοιρολογά και κλαι.


    Κλαίει και φωνάζει, βαρύς ο πόνος του. Στα χέρια του μόνο μία κούκλα του άψυχου λούτρινος, της σφαγής φυγάς.


    Το κορμί του σπαράζει. Μόνος του, στον κόσμο του Κανένας. Ξάφ και νικά, όμως…


    Ένα χέρι απλώνεται και τον ώμο του αγγίζει. Ο Νίκος γυρνάει και βλέπει.


    Ένα παιδί με φλόγες για μαλλιά ξανθά, μάτια με χρώματα χιλιάδες, ο ήχος και η θερμότητα στο τρέμω παίζουν, ο χρόνος, πίσω μπρος, ακίνητος, σήματα του Μόρς, στο τέλος προσκυνητής του χώρου.


    -Ηρέμησε μικρέ μου και όλα ξανά φτιάχνονται. Σκύβει και τον τρίχρονο Νικόλα, στην καρδιά του βάζει. Αγκαλιά μεγάλη, τα σύμπαντα μύρια που γύρω τους σα μικρές πεταλούδες φτεροκοπούν και αυτός απλώς φωτίζει.


    -Ποιοθ, ποιοθ είθαι;


    -Κάποιοι στον καθρέπτη τους, μας αποκαλούν θεό. Για ‘σένα στο μέλλον Silver.


    (-Δεν είναι στο σύστημα. Χ


    -Δεν γίνεται τα συστήματα καταγράφουν κάθε δεδομένο, δεν μπορεί να μην είναι κάπου καταγεγραμμένος. Ψ


    -Δεν είναι σου λέω. Δεν ανήκει στον κόσμο της τρίτης διάστασης, αλλά ούτε και στο δικό μας. Ο Νίκος ναι, αυτός όχι. Χ


    -Τα παράλληλα συστήματα τι δείχνουν για το συμβάν; Ψ


    -Οι δρόμοι διαφορετικοί, αλλά το τελικό συμβάν, το ίδιο πάντα. Δύο πυρηνικά χτυπήματα, ένα από κάθε μεριά και μετά δεκάδες, από του Νίκου την αντίδραση κι οργή. Χ


    -Και μετά; Ψ


    -Πάντα μετά τον κόσμο ξαναστήνει από την αρχή, με τη βοήθεια του αγνώστου που το σύστημα δεν ταυτίζει με κανέναν. Χ)